Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α Θ Ε Ω Ρ Η Τ Ι Κ Η Σ Κ Α Τ Ε Υ Θ Υ Ν Σ Η Σ Γ Λ Υ Κ Ε Ι Ο Υ 161 162, 164 165 Ο 166. Α. ΚΕΙΜΕΝΟ



Σχετικά έγγραφα
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ «ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ»

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

Παπαδιαµάντη ο νεαρός βοσκός είναι το πρόσωπο που πρωταγωνιστεί στη σχέση του ανθρώπου µε τα ζώα και ο ίδιος είναι φτωχός, καθώς το κοπάδι ανήκει στο

β) Στην περιγραφή της Μοσχούλας ενσωματώνονται επίθετα με μεταφυσικό περιεχόμενο, γεγονός που

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ «ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ»

Α. ΚΕΙΜΕΝΟ: "Όνειρο στο κύμα", Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Απόσπασμα: Ἤμην πτωχόν βοσκόπουλον εἰς τά ὄρη Ὅλα ἐκεῖνα ἦσαν ἰδικά μου.

Όνειρο στο κύμα. Το έργο (γενικά)

χαμένο πρόβατο (απολωλός πρόβατον). ος σκύλος με το σκοινί), όπου δίνονται συμβουλές στους νέους για την αντιμετώπιση του σαρκικού πειρασμού.

ΜΑΘΗΜΑ / ΤΑΞΗ : Ν. ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ / Γ ΛΥΚΕΙΟΥ (ΘΕΡΙΝΑ) ΣΕΙΡΑ: ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 17/02/2013 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑ Α

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ. Α1. Η επίδραση του Ευρωπαϊκού Ρομαντισμού είναι πρόδηλη στο έργο του

ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΩΝ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2013 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ ΚΕΙΜΕΝΟ

Εὐλογημένη ἡ ἐπιθυμία τοῦ πλούσιου νέου σήμερα νά

Φροντιστήριο «ΕΠΙΛΟΓΗ» Ιατροπούλου 12 & σιδ. Σταθµού - Καλαµάτα τηλ.: & 96390

β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 2014


Τευχος πρωτο. αρχεία. Πηγεσ γνωσησ, πηγεσ μνημησ Ένα σύγχρονο αρχείο. Το ΙΑ/ΕΤΕ ανοίγει τα χαρτιά του

Διαβάζοντας ένα λογοτεχνικό βιβλίο

Τίτσα Πιπίνου: «Οι ζωές μας είναι πολλές φορές σαν τα ξενοδοχεία..»

Το κορίτσι με τα πορτοκάλια. Εργασία Χριστουγέννων στο μάθημα της Λογοτεχνίας. [Σεμίραμις Αμπατζόγλου] [Γ'1 Γυμνασίου]

ÈÅÌÁÔÁ 2007 ÏÅÖÅ. Α. ΚΕΙΜΕΝΟ ιονύσιο Σολωµό «Ο Κρητικό» Επαναληπτικά Θέµατα ΟΕΦΕ 2007

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟ ΒΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

Κυριακή 23 Ἰουνίου 2019.

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΚΑΙ Δ ΤΑΞΗΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΕΤΑΡΤΗ 4 IOYNIOY ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ:

15/9/ ποίηση & πεζογραφία στρέφονται προς νέες κατευθύνσεις Νέα εκφραστικά μέσα

2 Η γλώσσα είναι η γνωστή καθαρεύουσα. Αλλά η αναδροµή στο χρόνο γίνεται µε τη γλώσσα που τότε µιλούσε: Α. «Βρέθηκα εδώ χωρίς να ξέρω,. κοπέλα µου» Β.

Μάνος Κοντολέων : «Ζω γράφοντας και γράφω ζώντας» Πέμπτη, 23 Μάρτιος :11

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ, ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ: σ η μ ε ι ώ σ ε ι ς

Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α Κ Α Τ Ε Υ Θ Υ Ν Σ Η Σ 1 ο Λ ύ κ ε ι ο Κ α ι σ α ρ ι α ν ή ς

ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ (ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ)

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ. Κείμενο: «Όνειρο στο κύμα» : Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Κριτική για το βιβλίο της Άννας Γαλανού Όταν φεύγουν τα σύννεφα εκδ. Διόπτρα, από τη Βιργινία Αυγερινού

Κυριακή 01/02/2015 Ημερομηνία

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ Γ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΚΑΙ ΕΣΠΕΡΙΝΩΝ

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

GEORGE BERKELEY ( )

The Jobbies. 14ο ΓΕΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Project Β τριμήνου «Το επάγγελμα που επιλέγω» Αντωνιάδου Δέσποινα. Βάκουλης Παναγιώτης.

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ. στην Έκφραση-Έκθεση Β Λυκείου Δεκέμβριος 2013

Περικλέους Σταύρου Χαλκίδα Τ: & F: chalkida@diakrotima.gr W:

Νέα Ελληνική Λογοτεχνία Α Λυκείου Κωδικός 4528 Ενότητα: «Παράδοση και μοντερνισμός στη νεοελληνική ποίηση»

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα Περιόδου Χριστουγέννων

Σχολ. Έτος: 2016 Β Τετράμηνο Τάξη: Α Λυκείου Υπεύθυνη Καθηγήτρια: Ζωγράφου Ιωάννα. Μαθήτριες: Ντασιώτη Μαρία Ντρίζα Τζέσικα Τσιάρα Αλεξάνδρα

Αλ. Παπαδιαμάντης, Όνειρο στο κύμα

Στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος. Ὁ Λόγος ἦταν μαζὶ μὲ

Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Αριστοτέλους Πολιτικά (Γ1, 1-2, 3-4/6/12) Τῷ περὶ πολιτείας ἐπισκοποῦντι, καὶ τίς ἑκάστη καὶ ποία

Όταν φεύγουν τα σύννεφα μένει το καθαρό

Από τις μαθήτριες της Α Λυκείου: Ζυγογιάννη Μαρία Μπίμπαση Ελευθερία Πελώνη Σοφία Φωλιά Ευγενία

Εκπαιδευτικό πρόγραμμα για το μυθιστόρημα «Ο δρόμος για τον παράδεισο είναι μακρύς» της Μαρούλας Κλιάφα


Τα φύλα στη λογοτεχνία Τάξη: Α Λυκείου

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ

Τ ρ ί τ η, 5 Ι ο υ ν ί ο υ Το τελευταίο φως, Ιφιγένεια Τέκου

Το μυστήριο της ανάγνωσης

Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΡΗΣΕ ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗ. Ἡ καρδιά (ἔλεγε κάποτε ὁ γέροντας Παΐσιος) εἶναι ὅπως τό ρολόι.

Εἰς τήν Κυριακήν τοῦ Ἀσώτου.

Ν ε ο ε λ λ η ν ι κ ή ς Λ ο γ ο τ ε χ ν ί α ς. Θεματική ενότητα: «Οικουμενικές αξίες και Λογοτεχνία» ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Το παιδί ως αναγνώστης: Τα στάδια ανάπτυξης της ανάγνωσης και η σημασία της στην ευρύτερη καλλιέργεια του παιδιού

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

Εισαγγελέας: Δευτέρα 03/10/2011, η ημέρα της δολοφονίας της Souzan Anders. Παρατηρήσατε κάτι περίεργο στην συμπεριφορά του κατηγορούμενου;

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Όνειρο στο κύμα

Φροντιστήρια Εν-τάξη Σελίδα 1 από 5

«Φυσική Αγωγή στο δημοτικό σχολείο. Πως βλέπουν το μάθημα οι μαθητές του σχολείου.»

Φιλομήλα Λαπατά: συνέντευξη στην Μαρία Χριστοδούλου

Τηλ./Fax: , Τηλ: Λεωφόρος Μαραθώνος &Χρυσοστόµου Σµύρνης 3,

Η ΤΑΞΗ ΩΣ «ΛΕΣΧΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ» «ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ»

Εισαγωγή Συμπεριφορικοί παράγοντες στα προβλήματα της σχέσης του ζευγαριού Συμπεριφορικές παρεμβάσεις Συμπεράσματα

Σιωπάς για να ακούγεσαι

Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια Β 1,5-8

Η ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΦΗΒΟΥΣ ΓΙΑ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

ΑΦΗΓΗΣΗ 1. Ποιος αφηγείται; 2. Τι αφηγείται; 3. Πώς αφηγείται;

Αναστασία Μπούτρου. Εργασία για το βιβλίο «Παπούτσια με φτερά»

Μιμίκα Κρανάκη, Ένα τόπι χρωματιστό

Ιόλη. Πως σας ήρθε η ιδέα;

ΣΥΝ ΚΙΝΗΣΙΣ- ΒΙΩΜΑΤΙΚΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ, ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Οδυσσέας Ελύτης: Η Μαρίνα των βράχων (Κ.Ν.Λ. Γ Λυκείου, σσ )

Κείμενο Μια νέα σχέση με τους συνομηλίκους (6621)

[Πώς παρουσιάζουν τα ΜΜΕ τα άτομα με αναπηρία]

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. (Δημιουργικές συναντήσεις και αμφίδρομες σχέσεις με αφορμή ένα διήγημα)

Η ανάσταση των Ελλήνων χρειάζεται να ανατάξουμε την ατομική μας διάνοια διαβάζοντας τα κατάλληλα βιβλία

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα. Εργασία Χριστίνας Λιγνού Α 1

Η συγγραφέας Γιώτα Γουβέλη και «Η πρώτη κυρία» Σάββατο, 12 Δεκεμβρίου :21

ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΗΘΙΚΗΣ (αποσπάσματα από το βιβλίο του Έριχ Φρομ «η τέχνη της αγάπης», Εκδόσεις Μπουκουμάνη).

Το παιδί μου έχει αυτισμό Τώρα τι κάνω

Νεοελληνική Γλώσσα Β Λυκείου

Η διδασκαλία θα μπορούσε να οργανωθεί ως εξής:

Κυριακή 28 Ἰουλίου 2019.

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ «ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ»,

Παρουσίαση βιβλίου: Παραμύθια για μεγάλα μωρά

2 - µεταδιηγητικό ή υποδιηγητικό επίπεδο = δευτερεύουσα αφήγηση που εγκιβωτίζεται στη κύρια αφήγηση, π.χ η αφήγηση του Οδυσσέα στους Φαίακες για τις π

Διάλογοι Σελίδα.1

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ «ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ» Ἡ Ποίηση εἶναι μιά πόρτα ἀνοιχτή. Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν

«Εφηβεία από το Α έως το Ω» Μια Ακαδημία για Γονείς

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα Περιόδου Χριστουγέννων ΕΡΓΑΣΙΕΣ

Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α Σ Θ Ε Ω Ρ Η Τ Ι Κ Η Σ Κ Α Τ Ε Υ Θ Υ Ν Σ Η Σ Γ Λ Υ Κ Ε Ι Ο Υ Α. ΚΕΙΜΕΝΟ

Τίτλος Η αγάπη άργησε μια μέρα. Εργασία της μαθήτριας Ισμήνης-Σωτηρίας Βαλμά

Επιμέλεια Διονυσία Πομώνη Κοινωνική Λειτουργός Προϊσταμένη τμήματος Κ.Α.Π.Η.

Κυριακή 19 Μαΐου 2019.

Transcript:

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Όνειρο στο Κύμα», σελ. 161 162, 164 της πτωχής χείρας..καλόγηρο, 165 Ο κυρ Μόσχος πατέρων 166. Α. ΚΕΙΜΕΝΟ «Ἤμην πτωχόν βοσκόπουλον εἰς τα ὄρη. Δεκαοκτώ ἐτῶν, καί δέν ἤξευρα ἀκόμη ἄλφα. Χωρίς νά τό ἠξεύρω, ἤμην εὐτυχής. Τήν τελευταίαν φοράν ὁπού ἐγεύθην τήν εὐτυχίαν ἦτον τό θέρος ἐκεῖνο τοῦ ἔτους 187... Ἤμην ὡραῖος ἔφηβος, κʹ ἔβλεπα τό πρωίμως στρυφνόν, ἡλιοκαές πρόσωπόν μου νά γυαλίζεται εἰς τά ρυάκια καί τάς βρύσεις, κʹ ἐγύμναζα τό εὐλύγιστον, ὑψηλόν ἀνάστημά μου ἀνά τούς βράχους καί τά βουνά. Τόν χειμῶνα πού ἤρχισʹ εὐθύς κατόπιν μʹ ἐπῆρε πλησίον του ὁ γηραιός πάτερ Σισώης, ἤ Σισώνης, καθώς τόν ὠνόμαζον οἱ χωρικοί μας, καί μʹ ἔμαθε γράμματα. Ἦτον πρῴην διδάσκαλος, καί μέχρι τέλους τόν προσηγόρευον ὅλοι εἰς τήν κλητικήν «δάσκαλε». Εἰς τούς χρόνους τῆς Ἐπαναστάσεως ἦτο μοναχός και διάκονος. Εἶτα ἠγάπησε μίαν Τουρκοπούλαν, καθώς ἔλεγαν, τήν ἔκλεψεν, ἀπό ἕνα χαρέμι τῆς Σμύρνης, τήν ἐβάπτισε καί τήν ἐνυμφεύθη. Εὐθύς μετά τήν ἀποκατάστασιν τῶν πραγμάτων, ἐπί Καποδίστρια κυβερνήτου, ἐδίδασκεν εἰς διάφορα σχολεῖα ἀνά τήν Ἑλλάδα, καί εἶχεν οὐ μικράν φήμην, ὑπό τό ὄνομα «ὁ Σωτηράκης ὁ δάσκαλος». Ἀργότερα ἀφοῦ ἐξησφάλισε τήν οἰκογένειάν του, ἐνθυμήθη τήν παλαιάν ὑποχρέωσίν του, ἐφόρεσε καί πάλιν τά ράσα, ὡς ἁπλοῦς μοναχός τήν φοράν ταύτην, κωλυόμενος νά ἱερατεύῃ, κʹ ἐγκαταβίωσεν ἐν μετανοίᾳ, εἰς τό Κοινόβιον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Ἐκεῖ ἔκλαυσε τό ἁμάρτημά του, τό ἔχον γενναίαν ἀγαθοεργίαν ὡς ἐξόχως ἐλαφρυντικήν περίστασιν, και λέγουν ὅτι ἐσώθη. Ἀφοῦ ἔμαθα τά πρῶτα γράμματα πλησίον τοῦ γηραιοῦ Σισώη, ἐστάλην ὡς ὑπότροφος τῆς μονῆς εἴς τινα κατʹ ἐπαρχίαν ἱερατικήν σχολήν, ὅπου κατετάχθην ἀμέσως εἰς τήν ἀνωτέραν τάξιν, εἶτα εἰς τήν ἐν Ἀθήναις Ριζάρειον. Τέλος, ἀρχίσας τάς σπουδάς μου σχεδόν εἰκοσαετής, ἐξῆλθα τριακοντούτης ἀπό τό Πανεπιστήμιον ἐξῆλθα δικηγόρος μέ δίπλωμα προλύτου... Μεγάλην προκοπήν, ἐννοεῖται, δέν ἔκαμα. Σήμερον ἐξακολουθῶ νά ἐργάζωμαι ὡς βοηθός ἀκόμη εἰς τό γραφεῖον ἐπιφανοῦς τινος δικηγόρου καί πολιτευτοῦ ἐν Ἀθήναις, τόν ὁποίον μισῶ, ἀγνοῶ ἐκ ποίας σκοτεινῆς ἀφορμῆς, ἀλλά πιθανῶς ἐπειδή τόν ἔχω προστάτην καί εὐεργέτην. Καί εἶμαι περιωρισμένος καί ἀνεπιτήδειος, οὐδέ δύναμαι νά ὠφεληθῶ ἀπό τήν θέσιν τήν ὁποίαν κατέχω πλησίον τοῦ δικηγόρου μου, θέσιν οἱονεί αὐλικοῦ. Καθώς ὁ σκύλος, ὁ δεμένος μέ πολύ κοντόν σχοινίον εἰς τήν αὐλήν τοῦ αὐθέντου του, δέν ἠμπορεῖ νά γαυγίζῃ οὔτε νά δαγκάσῃ ἔξω ἀπό τήν ἀκτῖνα καί τό τόξον τά ὁποῖα διαγράφει τό κοντόν σχοινίον, παρομοίως κʹ ἐγώ δέν δύναμαι οὔτε νά εἴπω, οὔτε νά πράξω τίποτε περισσότερον παρʹ ὅσον μοῦ ἐπιτρέπει ἡ στενή δικαιοδοσία τήν ὁποίαν ἔχω εἰς τό γραφεῖον τοῦ προϊσταμένου μου. [ ] Τῆς πτωχῆς χήρας ἦτον ἡ ἄμπελος μόνον εἰς τὰς ὥρας ποὺ ἤρχετο ἡ ἴδια διὰ νὰ θειαφίσῃ, ν ἀργολογήσῃ, νὰ γέμισῃ ἕνα καλάθι σταφύλια, ἢ νὰ τρύγησῃ ἂν ἔμενε τίποτε διὰ τρύγημα. Ὅλον τὸν ἄλλον καιρὸν ἦτον κτῆμα ἰδικόν μου. Μόνους ἀντιζήλους εἰς τὴν νομὴν καὶ τὴν κάρπωσιν ταύτην εἶχα τοὺς μισθωτούς της δημαρχίας, τοὺς ἀγροφύλακας, οἱ ὁποῖοι ἐπὶ τῇ προφάσει, ὅτι ἐφύλαγαν τὰ περιβόλια τοῦ κόσμου, ἐννοοῦσαν νὰ ἐκλέγουν αὐτοὶ τὰς καλυτέρας ὀπώρας. Αὐτοὶ πράγματι δὲν μοῦ ἤθελαν τὸ καλόν μου. Ἦσαν τρομεροὶ ἀνταγωνισταὶ δι ἐμέ. Τὸ κυρίως κατάμερόν μου ἦτον ὑψηλότερα, ἔξω τῆς ἀκτῖνος τῶν ἐλαιώνων καὶ ἀμπέλων, ἐγὼ ὅμως συχνὰ ἐπατοῦσα τὰ σύνορα. Ἐκεῖ παραπάνω, ἀνάμεσα εἰς δυὸ φάραγγας καὶ τρεῖς κορυφᾶς, πλήρεις ἀγρίων θάμνων, χόρτου καὶ χαμοκλάδων, ἔβοσκα τὰ γίδια τοῦ Μοναστηρίου. Ἤμην «παραγυιός», ἀντὶ μισθοῦ πέντε δραχμῶν τὸν μῆνα, τὰς ὁποίας ἀκολούθως μου ηὔξησαν εἰς ἕξ. Σιμὰ εἰς τὸν μισθὸν τοῦτον, τὸ Μοναστήρι μου ἔδιδε καὶ φασκιὲς διὰ τσαρούχια, καὶ ἄφθονα μαῦρα ψωμία ἢ πίττες, καθὼς τὰ ὠνόμαζαν οἱ καλόγηροι. [ ] Ὁ κὺρ Μόσχος εἶχεν ὡς συντροφιὰν τὸ τσιμποῦκι του, τὸ κομβολόγι του, τὸ σκαλιστήρι του καὶ τὴν ἀνεψιάν του τὴν Μοσχούλαν. Ἡ παιδίσκη θὰ ἦτον ὡς δυὸ ἔτη νεωτέρα ἐμοῦ. Μικρὴ ἐπήδα ἀπὸ βράχον εἰς βράχον, ἔτρεχεν ἀπὸ κολπίσκον εἰς κολπίσκον, κάτω εἰς τὸν αἰγιαλόν, ἔβγαζε κοχύλια κ ἐκυνηγοῦσε τὰ καβούρια. Ἦτον θερμόαιμος καὶ ἀνήσυχος ὡς πτηνὸν τοῦ αἰγιαλοῦ. Ἦτον ὡραία μελαχροινή, κ ἐνθύμιζε τὴν νύμφην τοῦ

Ἄσματος τὴν ἡλιοκαυμένην, τὴν ὁποίαν οἱ υἱοὶ τῆς μητρός της εἶχαν βάλει νὰ φυλάῃ τ ἀμπέλια «Ἰδοὺ εἶ καλή, ἡ πλησίον μου, ἰδοὺ εἶ καλή ὀφθαλμοί σου περιστεραί...». Ὁ λαιμός της, καθὼς ἔφεγγε καὶ ὑπέφωσκεν ὑπὸ τὴν τραχηλιάν της, ἦτον ἀπείρως λευκότερος ἀπὸ τὸν χρώτα τοῦ προσώπου της. Ἦτον ὠχρά, ροδίνη, χρυσαυγίζουσα καὶ μοῦ ἐφαίνετο νὰ ὁμοιάζῃ μὲ τὴν μικρὴν στέρφαν αἶγα, τὴν μικρόσωμον καὶ λεπτοφυῆ, μὲ κατάστιλπνον τρίχωμα, τὴν ὁποία ἐγὼ εἶχα ὀνομάσει Μοσχούλαν. Τὸ παράθυρον τοῦ πύργου τὸ δυτικὸν ἠνοίγετο πρὸς τὸν λόγγον, ὁ ὁποῖος ἤρχιζε νὰ βαθύνεται πέραν τῆς κορυφῆς τοῦ βουνοῦ, ὁποὺ ἦσαν χαμόκλαδα, εὐώδεις θάμνοι, καὶ ἀργιλλώδης γῆ τραχεία. Ἐκεῖ ἤρχιζεν ἡ περιοχή μου. Ἕως ἐκεῖ κατηρχόμην συχνά, κ ἔβοσκα τὰς αἶγας τῶν καλογήρων, τῶν πνευματικῶν πατέρων μου. Β. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ 1. «Μια ερμηνεία του διηγήματος «Όνειρο στο Κύμα» είναι να ιδωθεί το διήγημα ως μια εκδήλωση της αντίθεσης φύσης και πολιτισμού [ ] ενώ μια άλλη ερμηνεία του διηγήματος έχει ως άξονα την αντιπαράθεση της ευτυχισμένης εφηβείας στη φθορά της ωριμότητας [ ]» (Δ. Τζιόβας, Το Παλίμψηστο της Ελληνικής Αφήγησης: Από την Αφηγηματολογία στη Διαλογικότητα, Οδυσσέας 1993). Συμφωνείτε με τις παραπάνω ερμηνευτικές προσεγγίσεις του διηγήματος του Παπαδιαμάντη; Βρείτε στοιχεία μέσα από τα αποσπάσματα που σας δόθηκαν για να τεκμηριώσετε την απάντησή σας. 2. Πως λειτουργεί στο κείμενο και ποιο σκοπό εξυπηρετεί η αναφορά στην προσωπική ιστορία του πάτερ Σισώη; 3. Να ερμηνεύσετε τις ομωνυμίες Μόσχου Μοσχούλας και Μοσχούλας (κοπέλας) Μοσχούλας (κατσίκας) και να υποδείξετε τη λειτουργία τους. 4. α. Να εξετάσετε σε μια παράγραφο (140 160 λέξεις) τη λειτουργία της περιγραφής στο ακόλουθο χωρίο: «Η παιδίσκη θα ήταν.. Μοσχούλαν» (Μονάδες 10) β. Να εντοπίσετε και να σχολιάσετε τη σκοπιμότητα της ειρωνείας στο ακόλουθο χωρίο: «Μόνους αντιζήλους.. δι εμέ», σε μια παράγραφο 120 140 λέξεων. (Μονάδες 10) 5. Να συγκρίνετε ως προς το περιεχόμενο, τα αποσπάσματα από το «Όνειρο στο Κύμα» με τα αποσπάσματα από το διήγημα του Παπαδιαμάντη «Υπό τη βασιλικήν δρυν» «Όταν παιδίον διηρχόμην εκεί πλησίον, ἐπί οναρίου οχούμενος, δια να υπάγω να απολαύσω τας αγροτικάς μας πανηγύρεις, των ημερών του Πάσχα, του Αγίου Γεωργίου και της Πρωτομαγιάς, ερρέμβαζον γλυκά μη χορταίνων να θαυμάζω περικαλλές δένδρον, μεμονωμένον, πελώριον, μίαν βασιλικήν δρύν. Οποίον μεγαλείον είχεν! Οι κλάδοι της χλωρόφαιοι, κατάμεστοι, κραταιοί, οι κλώνες της, γαμψοί ως η κατατομή του αετού, ούλοι ως η χαίτη του λέοντος, προείχον αναδεδημένοι, εις βασιλικά στέμματα. Και ήτον εκείνη άνασσα του δρυμού, δέσποινα αγρίας καλλονής, βασίλισσα της δρόσσου Από τα φύλλα της εστάλαζε και έρρεεν ολόγυρά της «μάννα ζωής, δρόσος γλυκασμού, μέλι το εκ πέτρας» [ ] Μετά πολλά έτη, όταν, ξενιτευμένος από μακρού επέστρεψα εις το χωρίον μου και επεσκέφθην τα τοπία εκείνα, τα προσκυνητήρια των παιδικών αναμνήσεων, δεν εύρον πλέον ουδέ τον τόπον ένθα ήτο ποτέ η Δρυς η Βασιλική, το πάγκαλον και μεγαλοπρεπές δένδρον, η νύμφη η ανάσσουσα των δρυμώνων. Μία γραία με την ρόκαν της, με δυο προβατίνας τας οποίας έβοσκεν εντός αγρού πλησίον, ευρίσκετο εκεί, καθημένη έξωθεν της μικράς καλύβης της. Όταν την ηρώτησα τι είχε γίνει το «Μεγάλο Δένδρον», το οποίον ήτον έναν καιρόν εκεί, μοι απήντησεν. Ο σχωρεμένος ο Βαργένης το έκοψε.. μα κι εκείνος δεν είχε κάμει νισάφι με το τσεκούρι του. Όλο θεόρατα δέντρα, τόσο σημαδιακά πράματα.. Σαν το κοψε κι ύστερα, δεν είδε χαΐρι και προκοπή. Αρρώστησε, και σε λίγες μέρες πέθανε.. Το Μεγάλο Δέντρο ήταν στοιχειωμένο.

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ 1. Το «Όνειρο στο κύμα» είναι ένα κείμενο επιδεκτικό πολλαπλών αναγνώσεων και ερμηνειών τόσο από ηθικοθρησκευτική σκοπιά όσο και από κοινωνιολογική ενώ υπάρχουν και προσεγγίσεις αισθητικές ή ψυχαναλυτικές. Από τις επικρατέστερες ερμηνείες, σχετικές μεταξύ τους και μάλιστα επικαλυπτόμενες, είναι να ιδωθεί το διήγημα ως μια εκδήλωση της αντιθέσεως φύσης και πολιτισμού καθώς και ως αντιπαράθεση της ευτυχισμένης εφηβείας στη φθορά της ωριμότητας. Η φύση αντιπροσωπεύει την εφηβική ηλικία του αφηγητή, όταν ως βοσκός ήταν ωραίος και ευτυχισμένος έφηβος αλλά και «φυσικός άνθρωπος», ενώ ο πολιτισμός ταυτίζεται με την ώριμη ηλικία του αφηγητή όταν στην Αθήνα ως δικηγόρος περιορισμένης δικαιοδοσίας αισθάνεται δέσμιος καταπιεσμένος. Το διήγημα δηλαδή μπορεί να ερμηνευτεί ως μια ιστορία μετασχηματισμού του βοσκού σε δικηγόρο, που αντιστοιχεί στο πέρασμά του από τα όρη στην Αθήνα και από την εφηβεία στην ωριμότητα. Η αντίθεση αυτή είναι βασική για τη δομή και την ερμηνεία του διηγήματος. Μάλλον είναι το χαρακτηριστικότερο διήγημα με θέμα αυτή την αντιπαράθεση της ευτυχισμένης εφηβείας στην «εκπτωτική» ωριμότητα. Η αντίθεση αυτή γίνεται καθαρότερη στο διήγημα, επειδή ο αυτοδιηγητικός αφηγητής δεν παρουσιάζεται ως απλή «φωνή» αλλά ως πλήρης βιολογική ύπαρξη που διαφοροποιείται από τον συγγραφέα. Μυθοποιώντας, λοιπόν, ο Παπαδιαμάντης, δημιουργεί τον τύπο του εξομολογούμενου αφηγητή που αποφασίζει να καταγράψει αυτό το μετασχηματισμό, τη μετάπτωσή του δηλαδή από την παραδοσιακή ελευθερία στη γεμάτη μέριμνες δουλεία του κόσμου (κοινωνίας). Η αντίθεση αυτή είναι πολλαπλή (παρελθόν παρόν, φύση κοινωνία, εφηβεία ωριμότητα) και εκτείνεται σε διάφορα επίπεδα. Πληροφορούμαστε, λοιπόν, ότι το «πτωχόν βοσκόπουλον εκ τα όρη» δεκαοχτώ χρονών και αναλφάβητος ήταν «ευτυχής» εν αγνοία του. Ως έφηβος ήταν «ωραίος» ενώ η σχέση του με τη φύση παρουσιάζεται εξιδανικευμένη: απολαμβάνει μια «προπτωτική κυριαρχία», όπως γίνεται αφηγηματικά αντιληπτό μέσα από την επίμονη χρήση της κτητικής αντωνυμίας («ήτον κτήμα ιδικόν μου», «κυρίως κατάμερόν μου», «η περιοχή μου») που δηλώνει ωστόσο όχι τη σχέση κτήσης αλλά τη συνάφεια και την ενότητα του «φυσικού ανθρώπου» με τον φυσικό κόσμο μέσω συναισθηματικών δεσμών και όχι νομικών διαδικασιών, μια σχέση που του επιτρέπει να «νέμεται» όλο το περιβάλλον, να «γυαλίζεται εις τα ρυάκια» και να «γυμνάζεται» στους «βράχους και τα βουνά», να κινείται δηλαδή στον «ανοιχτό χώρο» της φύσης. Επιπλέον είναι αυτάρκης αφού υπερκαλύπτονται οι ανάγκες του (μισθός πέντε δραχμών, φασκιές δια τσαρούχια, άφθονα μαύρα ψωμία) αλλά και ηθικός αφού διαβιώνει μέσα στη φύση όπου, κατά τον Παπαδιαμάντη, ο άνθρωπος είναι πιο νήπιος, πιο αθώος και κοντά στο Θεό του εξάλλου είναι «παραγυιός» του Μοναστηριού και μαθητευόμενος του μοναχού Σισώη, με προοπτικές δηλαδή να επιτύχει της σωτηρίας της ψυχής του. Αντίθετα περνώντας στην ωριμότητα φορτώνεται με κοσμικές γνώσεις και γίνεται βοηθός δικηγόρου στην Αθήνα, σε έναν αστικό «κλειστό χώρο» όπου είναι περιορισμένος και ασφυκτικά ανελεύθερος, όπως ένας «σκύλος δεμένος με πολύ κοντόν σχοινίον». Παράλληλα είναι «ανεπιτήδειος» έχοντας χάσει την αυτάρκειά του από τις αστικές ανάγκες αλλά και με ηθικά ελαττώματα, αφού η ταπείνωση της ευεργεσίας από τον προστάτη του επιφανή δικηγόρο τον οδηγεί στο να τον μισεί αλλά να κατέχει θέση «αυλικού», δηλαδή δούλου και κόλακα. Ο αυτοσαρκασμός του ώριμου αφηγητή για τη μεταστροφή του αυτή, την «έκπτωση» στον κοινωνικό κόσμο, αισθητοποιείται από την παρομοίωση με το σκύλο και το κοντό σχοινί αλλά αποτυπώνεται και στις εκφράσεις «Μεγάλην προκοπήν εννοείται δεν έκαμα», «εξακολουθώ να εργάζωμαι ως βοηθός ακόμη», «θέσιν οιονεί αυλικού». Παράλληλα εμφανίζεται η ανεπάρκεια και η ανηθικότητα της οργανωμένης κοινωνίας, η οποία προτείνει την κυριαρχία ιδιοκτησία επί της φύσης, διακρίνει τους ανθρώπους σε πτωχούς και πλούσιους και ευνοεί την αυθαιρεσία και τη διαφθορά της εξουσίας (π.χ. οι μισθωτοί της δημαρχίας, οι αγροφύλακες). Το «Όνειρο στο κύμα», λοιπόν, φαίνεται να τοποθετεί τη χρυσή εποχή της ανθρωπότητας σε κάποια πρώιμη εποχή του ανθρώπινου γένους και στην αρχή της ζωής κάθε ανθρώπου (τύπος: βοσκός άτομο: νήπιος). 2. Στην εισαγωγική ενότητα του διηγήματος ενσωματώνεται η εγκιβωτισμένη αναδρομική αφήγηση της ιστορίας του πάτερ Σισώη. Η ιστορία του μοναχού Σισώη είναι κυκλική: μια πορεία από τη σωτηρία στην απώλεια και πάλι στη σωτηρία, αφού ξεκινά από την αγνότητα που προϋποθέτει η μοναστική ζωή, οδηγείται στην αμαρτία, καθώς υποκύπτει στον πειρασμό που σχετίζεται με τη γυναίκα αλλά επειδή ακολουθεί η μετάνοια που έχει στόχο την εξιλέωση καταλήγει στην αρχική κατάσταση («λέγουν ότι εσώθη»). Φαινομενικά αταίριαστη με την κύρια αφήγηση, αφού δεν είναι άμεσα αντιληπτή η σχέση της με τα γεγονότα της ιστορίας του αφηγητή, ωστόσο ουσιαστικά έχει θεματική σχέση με αυτήν, καθώς είναι εμφανείς οι αναλογίες στην πορεία των δύο προσώπων, ήρωα και Σισώη. Ο βοσκός ξεκινά από μια αρχική κατάσταση αγνότητας ως φυσικός και ευτυχισμένος έφηβος που βόσκει τα γίδια της ίδιας μονής στην οποία «εγκαταβίωσε εν μετανοία» ο Σισώης, καταλήγει όμως στην αντίθετη ακριβώς κατάσταση, αυτή της μη σωτηρίας δυστυχίας αφού δεν αντικαθιστά το χαμένο παράδεισο με έναν εσωτερικό παράδεισο και δε γίνεται μοναχός. Σκοπός, λοιπόν, αυτής της εγκιβωτισμένης αφήγησης είναι να συμπληρώσει τα γεγονότα της αφήγησης υπονοώντας την εμφάνιση του «πειρασμού» με τη μορφή της γυμνής Μοσχούλας, στον οποίο υποκύπτει ο ήρωας. Με αυτήν την αναδρομική αφήγηση που παρουσιάζεται από την προοπτική του Εγώ-αφηγητή παρέχεται υπαινικτικά το αγνοούμενο αίτιο του μετασχηματισμού του ήρωα από «βοσκού εις τα όρη» σε δικηγόρο με δίπλωμα προλύτου, που αντιστοιχεί με το πέρασμά του από το βουνό στην Αθήνα, από την εφηβεία στην ωριμότητα και από την παραδεισιακή ελευθερία στην

κοινωνική δουλεία. Αυτόν τον μετασχηματισμό, εξάλλου, δίνει ο πρόλογος του διηγήματος στον τύπο της εσωτερικής ομοδιηγητικής πρόληψης. Συμπερασματικά, λοιπόν, η εγκιβωτισμένη αναδρομική αφήγηση της ιστορίας του πάτερ Σισώη, αν και δίνει την εντύπωση της παρέκβασης, λειτουργεί ως στοιχείο της υπόθεσης. Η επισήμανση της αναλογίας ανάμεσα στον ηθικό βίο των δύο ηρώων αλλά και το δρόμο προς τη λύτρωση που ο ένας κατακτά και ο άλλος όχι, προϋποθέτει το συγκρουσιακό στοιχείο και καταδεικνύει την πορεία του αφηγητή έως το δυστυχισμένο παρόν. Επιπλέον, ο ρόλος του ανθρώπου αυτού στάθηκε καθοριστικός για την προσωπικότητα του νεαρού βοσκού, εφόσον η διδασκαλία του διαμόρφωσαν τη σκέψη και το ήθος του ως προς τα βασικά σημεία, τα οποία θα επικαλεσθεί στην κύρια αφήγηση και στην επιλογική ενότητα. 3. Η πρώτη ομωνυμία Μόσχου Μοσχούλας αρχικά μπορεί να εκληφθεί ως εθιμοτυπικό ηθογραφικό στοιχείο αφού η γυναίκα ονοματίζεται από το όνομα του πλησιέστερου άρρενα συγγενή της, ο οποίος στην προκειμένη περίπτωση κληροδοτεί το όνομά του στην υιοθετημένη κόρη του μαζί φυσικά με την περιουσία του. Κυριότερα όμως η συγκεκριμένη ομωνυμία καταδεικνύει τη στενή σχέση Μόσχου Μοσχούλας όσον αφορά στο συμβολισμό τους. Και η Μοσχούλα λοιπόν, πέρα από το εξιδανικευμένο της κάλλος, αποτελεί ένα «κομμάτι», μια προέκταση του Μόσχου, ένα μικρό Μόσχο (-ούλα=υποκορισμός) και ανήκει κατ επέκταση στον αλλοτριωμένο κόσμο του Μόσχου ζώντας στο απομονωμένο βασίλειό του (οιωνεί βασίλειον δι εαυτόν και δια την ανεψιά του) χωρίς ελευθερία. Έτσι η συγχρονική αντίθεση του διηγήματος ανάμεσα στο βοσκό που είναι απλός, ελεύθερος ένας φυσικός άνθρωπος που δεν αναγνωρίζει το θεσμό της «ιδιοκτησίας» και «πατά τα σύνορα» (προπτωτική κυριαρχία) και στον κυρ-μόσχο που είναι πολυπράγμων, ιδιότροπος, «κοινωνικός» άνθρωπος που έχει επιβάλλει τους «μεταπτωτικούς» νόμους της ιδιοκτησίας στο παραδεισιακό περιβάλλον, φαίνεται να προεκτείνεται: μέσω της μεταβατικής ιδιότητας και η Μοσχούλα (που να θυμηθούμε ότι δεν είχε πρωτογενή γνώση της ποιμενικής ζωής αλλά έμμεσα από πηγές) φαίνεται να μη μοιράζεται το φυσικό ήθος του βοσκού. Πιθανώς, λοιπόν, έτσι να προσημαίνεται τόσο η μετέπειτα εξέλιξη της Μοσχούλας σε «απλή θυγάτηρ της Εύας» όσο και η μη αίσια έκβαση του ειδυλλίου ανάμεσα στους δύο νέους, το οποίο παραμένει τελικά στη σφαίρα του ονείρου, του μη πραγματικού και πραγματοποιήσιμου. Η δεύτερη ομωνυμία Μοσχούλας κοπέλας και Μοσχούλας κατσίκας είναι ευφυής και περιπλέκει την απλή υπόθεση του διηγήματος. Σ αυτό το λογοτεχνικό εύρημα δύο διαφορετικά νοήματα αντιστοιχούν σε ενιαία φωνητική πραγματικότητα. Επειδή όμως η ομωνυμία πηγάζει από τον ίδιο τον ήρωα και βασίζεται στην εξωτερική κατά τη γνώμη του ομοιότητα κοπέλας κατσίκας, κατοχυρώνει τη μερική συνωνυμία, άρα σημαίνει πως τα δυο αντικείμενα αναφοράς συμφύρονται στη συνείδηση του βοσκού και καθιστούν δυνατή τη σχέση υποκατάστασης. Αποτελεί, λοιπόν, η ομωνυμία αυτή μηχανισμό υποκατάστασης συναισθημάτων («προβολή» ή «μετάθεση» κατά την ψυχολογία) καθώς έτσι ο βοσκός προβάλλει στην κατσίκα τα συναισθήματα που τρέφει για την κοπέλα αποδεικνύοντας αφενός την αδυναμία του προς εκείνη αλλά αφετέρου και την αντίληψή του ότι ήταν ένα απλησίαστο όνειρο γι αυτόν, ένας «απαγορευμένος καρπός», καλά κλεισμένος στον πυργοειδή οικισμό της. Η υποκατάσταση, όμως, είναι σχεδόν αδύνατη, επειδή οι διαφορές είναι περισσότερες και σημαντικότερες από τις ομοιότητες. Αυτό που ξεκινά ως ανώδυνη, ασυναίσθητη και συναισθηματική υποκατάσταση προχωρεί εκ πραγμάτων σε αντικατάσταση μέσα από συγκρούσεις και επίπονες επιλογές. Έτσι, ενώ αρχικά επιλέγεται η κατσίκα αντί της κοπέλας κατά την πρώτη συνάντηση των δύο νέων με αφορμή την απώλεια της κατσίκας, εν τέλει επιλέγεται οριστικά και τελεσίδικα η κοπέλα. Η αγάπη και η φιλοστοργία για τη μια δε συμβιβάζεται με την αγάπη για την άλλη, Ό,τι με την ομωνυμία σήμαινε προσπάθεια ασύνειδης ταύτισης σε έναν ενιαίο κόσμο αποδεικνύεται ανεπίτευκτο. Σε επίπεδο πλοκής, η ομωνυμία εκλαμβάνεται ως προοικονομία καθώς η αξιοποίηση του λογοτεχνικού αυτού ευρήματος προωθεί το μύθο. Η δέση του μύθου, συγκεκριμένα, συντελείται όταν φωνάζοντας τη Μοσχούλα κατσίκα, βγαίνει στο παράθυρο η Μοσχούλα κόρη και έχουμε την πρώτη προσέγγιση των δύο νέων. 4. α) Η περιγραφή στον Παπαδιαμάντη γενικότερα δεν περιορίζεται να υπηρετεί την αφήγηση αλλά αποκτά ιδιαίτερο νόημα, από άποψη λειτουργικότητας γίνεται η ίδια φορέας νοήματος. Συχνά πάλι η περιγραφή ασκεί οδηγητικό ρόλο, ώστε να συλλάβει ο αναγνώστης το βαθύτερο νόημα του κειμένου, πέρα από το επίπεδο δήλωσης, σ αυτό της συνυποδήλωσης. Μια τέτοια περιγραφή είναι και η συγκεκριμένη της Μοσχούλας, η οποία ανήκει στην προοπτική του Εγώ αφηγητή ο οποίος μέσω της «παράληψης» αφήνει να του ξεφύγουν επιπλέον πληροφορίες. Η περιγραφή αυτή μπορεί να διαβαστεί αρχικά ως παραπομπή σ ένα στερεότυπο ομορφιάς, μιας ομορφιάς εξιδανικευμένης (ρομαντική υπερβολή στα επιμέρους χαρακτηριστικά: «ο λαιμός της απείρως λευκότερος Ήτον ωχρά ροδίνη, χρυσαυγίζουσα»). Η κοπέλα δίνεται ως το πρότυπο του κοριτσιού του βουκολικού λογοτεχνικού είδους, καθώς «επήδα από βράχον εις βράχον» προσημαίνοντας την υποκατάστασή της μέσω της ακόλουθης ομωνυμίας (ἐφαίνετο να ομοιάζει με την μικρήν στέρφαν αίγα, τη μικρόσωμον και λεπτοφυή εγώ είχα ονομάσει Μοσχούλαν). Ωστόσο η περιγραφή αυτή, που αποτελεί μερική απόκλιση από τους κωδικούς ομορφιάς, αποκτά πλήρες νόημα από τη σημασιολογική της αναλογία με το απόσπασμα από το «Άσμα Ασμάτων», μια ερωτικοποιμενική αλληγορία με λυρικά ερωτικά γαμήλια τραγούδια. Καθώς λοιπόν η σημασία της περιγραφής υπονοείται από ένα άλλο κείμενο, με ερωτικές συνδηλώσεις ο αναγνώστης προβαίνει σε μια ερωτική ερμηνεία αυτής. β) Απόρροια του κοινωνικού προβληματισμού του Αλ.Παπαδιαμάντη αποτελεί και η ειρωνική αποτίμηση του παρείσακτου νόμου της πόλης. Εξάλλου η νατουραλιστική ηθογραφία του αποκαλύπτει συχνά την κοινωνική αδικία, την ανισότητα, τη διάκριση φτωχών και πλουσίων καθώς και τη διαφθορά της εξουσίας. Ο κοινωνικός προβληματισμός στον Παπαδιαμάντη γενικότερα πυροδοτείται από την αντίθεση ανάμεσα στη φύση και στο

κοινωνικό περιβάλλον, όπου οι οργανωμένες μορφές κοινωνικής ανάπτυξης συντελούν στην ηθική έκπτωση του ανθρώπου. Ο ειρωνικός επιτονισμός στην παράγραφο αυτή (αντί, να εκλέγουν αυτοί τας καλυτέρας οπώρας πράγματι δεν μου ήθελαν το καλόν μου. Ήσαν τρομεροί ανταγωνιστές δι εμέ) στοχεύει άμεσα στους «μισθωτούς της δημαρχίας», τους αγροφύλακες, που αυθαίρετα και δικαιωματικά εκμεταλλεύονται το αξίωμά τους για να καρπωθούν ιδιοτελώς την ξένη περιουσία και μάλιστα μιας «πτωχής χήρας»- όχι με την έννοια της χρήσης γης σύμφωνα με το φυσικό νόμο της κυριαρχίας τον οποίο εφαρμόζει ο «φυσικός» βοσκός, αλλά με την έννοια της ανήθικης και άδικης πράξης, αφού χρησιμοποιείται ως πρόφαση και ως προκάλυμμα η εντεταλμένη θεσμικά προστασία. Έτσι αναδεικνύεται η ανεπάρκεια και η υποκρισία του κοινωνικού περιβάλλοντος. 5. Τα αποσπάσματα που εξετάζονται συγκριτικά αποτελούν μέρος της συγγραφικής παραγωγής του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Στο «Όνειρο στο Κύμα», όπως υποδηλώνει και ο τίτλος του διηγήματος περιγράφεται ένα «όνειρο» το οποίο διαπλέκεται με την πραγματικότητα. Το οραματικό στοιχείο, η ρέμβη, υπάρχει και στο διήγημα «Υπό την Βασιλικήν ρυν». Οι αφηγητές και στα δύο αποσπάσματα προβαίνουν σε εξιστόρηση των εμπειριών τους (πρωτοπρόσωπη αφήγηση) οι οποίες έχουν ως σημείο αναφοράς το φυσικό περιβάλλον της ιδιαίτερης πατρίδας τους. Αξιοσημείωτη είναι η εξοικείωση των αφηγητών με το φυσικό στοιχείο καθώς και η λυρικότητα με την οποία περιγράφουν τη ζωή τους κοντά σε αυτήν. Κοινό στοιχείο αποτελεί η εξιδανίκευση του φυσικού στοιχείου μέσω της περιγραφής. Η μετωνυμική δρυς σταλλάζει «το μάννα ζωής» καθώς η φύση στο «Όνειρο στο Κύμα» είναι πηγή ευτυχίας για τον άνθρωπο. Και στα δύο διηγήματα ο αφηγητής απομακρύνεται από τον τόπο που ζει ευτυχής και αυτάρκης και ξενιτεύεται. Κοινό στοιχείο αποτελεί επίσης και η περιγραφή της απόλυτης ομορφιάς, της τελειότητας, του ανεκπλήρωτου εξιδανικευμένου έρωτα. Όμως, στο «Όνειρο στο κύμα» το ερωτικό στοιχείο διαφαίνεται μέσα από την περιγραφή του κοριτσιού, ενώ στο απόσπασμα του διηγήματος «Υπό την Βασιλικήν ρυν» το δέντρο προσωποποιείται σε ωραία κόρη (δέσποινα αγρίας καλλονής, βασίλισσα του δρόσσου ). Ωστόσο και στα δύο κείμενα με έντονη συναισθηματική προσέγγιση οι αφηγητές περιγράφουν το αντικείμενο του θαυμασμού τους. Η θρησκευτικότητα είναι διάχυτη και στα δύο κείμενα μέσα από την αναφορά της ζωής του νεαρού βοσκού κοντά στους μοναχούς της μονής του Ευαγγελισμού («Όνειρο στο κύμα») και στα πανηγύρια τις ημέρες του Πάσχα και του Αγ.Γεωργίου («Υπό την Βασιλικήν ρυν»). Εμφανές επίσης είναι και το ποιμενικό στοιχείο με τις αναφορές στη βοσκή των προβάτων/αιγών και στα δύο έργα. Ο ασαφής προσδιορισμός του χρόνου εντοπίζεται και στα δύο διηγήματα, όπως διαφαίνεται μέσα από την αναφορά των χρονικών δεικτών (το θέρος του έτους 187.., Πρωτομαγιά). Παράλληλα και στα δύο κείμενα είναι ευδιάκριτη η άποψη ότι η απομάκρυνση από το φυσικό περιβάλλον (βοσκός) και η έλλειψη σεβασμού προς αυτό (Βαργένης) οδηγούν σε αρνητικά αποτελέσματα, καθώς τόσο το νεαρό βοσκόπουλο όσο και ο Βαργένης δεν είχαν θετική εξέλιξη στη μετέπειτα ζωή τους. Η απομάκρυνση του βοσκού από τη φυσική ζωή δεν τον οδήγησε στην προκοπή και την ευτυχία (Μεγάλην προκοπήν, εννοείται, δεν έκαμα) ενώ μετά την καταλυτική επέμβαση του Βαργένη στο φυσικό περιβάλλον, αυτός «δεν είδε χαΐρι και προκοπή. Αρρώστησε και πέθανε» Στις διαφορές συμπεριλαμβάνεται η επιστροφή του αφηγητή στον τόπο του («Υπό την Βασιλικήν ρυν»), ενώ στο «Όνειρο στο Κύμα» ο αφηγητής δεν επιστρέφει, αλλά παραμένει δυστυχής και καταπιεσμένος στο αστικό περιβάλλον. Ωστόσο και σε αυτή την περίπτωση, γενικότερα μπορούμε να ισχυριστούμε ότι και στα δύο έργα ενυπάρχει η ίδια δομική αντιδιαστολή ανάμεσα στην πληρότητα της παιδικής ηλικίας και την ατέλεια της ώριμης. Η ατέλεια συνίσταται στην απώλεια του φυσικού παραδείσου για τον βοσκό και στην ανυπαρξία της δρυός στο παρόν για τον ήρωα του παράλληλου κειμένου, απομακρύνοντας και τους δύο τελεσίδικα από την παιδική τους ευτυχία. Επιμέλεια Κόρκακα Σάνδη