Ύδρα Σηµαία Σφραγίδα Σηµαία της Ύδρας Δηµογεροντία Ύδρας Σφραγίδες Ελευθερίας, ΙΕΕΕ, Αθήνα, 1983 Νησί του Αιγαίου πελάγους απέναντι στις πελοποννησιακές ακτές της Ερµιονίδος που διαθέτει µία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα όσο και σηµαντική θέση στη νεότερη ελληνική ιστορία Το σχετικά µικρό νησί, του οποίου ο ολιγάριθµος κτηνοτροφικός πληθυσµός είχε αυξηθεί σηµαντικά µετά το 17ο
αιώνα από διαδοχικά εποικιστικά ρεύµατα χριστιανών Αλβανών της Πελοποννήσου, της Εύβοιας και της Ηπείρου, έφθασε να αριθµεί στις αρχές της Επαναστάτης περί τους 30.000 κατοίκους. Από το 18ο αιώνα, οι βοσκοί και ψαράδες είχαν αρχίσει να κατασκευάζουν όλο κα µεγαλύτερα πλοία και να εξελίσσονται σταδιακά σε σηµαντική εµπορική δύναµη της ευρύτερης περιοχής. Μέχρι το 1715, τουλάχιστον, έτος κατά το οποίο η Πελοπόννησος ανακαταλήφθηκε από τους Οθωµανούς, µετά από µία σχετικά σύντοµη βενετική κατοχή, τη διοίκηση του νησιού την ασκούσαν "θεοκρατικά" οι ιερείς, "αµισθί υπό την προεδρία πάντοτε ενός οικονόµου και ενός συµβούλου από δύο επιτρόπους και ένα γραµµατέα που άλλαζαν κάθε χρόνο." Την περίοδο του ρωσοτουρκικού πολέµου 1768-1774, που ο αντίκτυπος του στις νότιες ελληνικές-οθωµανικές επαρχίες εκδηλώθηκε µε τη γνωστή εξέγερση των Ορλωφικών, η Ύδρα αρνήθηκε να συµπράξει και ζήτησε τη συνδροµή της Πύλης, ενέργεια από την οποία επωφελήθηκε τα µέγιστα, µετά την κατάπνιξη της εξέγερσης και την αποχώρηση των Ρώσων. Λίγο µετά τα Ορλωφικά, κα συγκεκριµένα το 1779, τη διοίκηση του νησιού αναλαµβάνει δωδεκαµελής Καγκελαρία (όργανο µε νοµοθετικές και εκτελεστικές αρµοδιότητες) στην οποία συµµετείχαν µέλη της ισχυρής τάξης των οικοκυρέων-πλοιοκτητών. Πρόκειται για την αρχή της "χρυσής" περιόδου του νησιού, το οποίο εκµεταλλευόµενο, επιπλέον, τα εκ της συνθήκης του Küçük Kaynarca, εµπορικά προνόµια, κατέστη κέντρο ναυτιλίας και διαµετακοµιστικού εµπορίου όλης της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας. Το 1778, οι Υδραίοι συµµετέχοντας µε πλοία τους στις επιχειρήσεις των Οθωµανών στην Κριµαία προικοδοτήθηκαν από τον σουλτάνο «για το ζήλο που επέδειξαν στην υπηρεσία του οθωµανικού στόλου» µε ευρύτατη αυτονοµία. Την ίδια νοµιµόφρονα προς την Υψηλή Πύλη, στάση κράτησε το νησί και στη διάρκεια του δευτέρου ρωσοτουρκικού πολέµου (1789) κάτι που εκτιµήθηκε αναλόγως από την Υψηλή Πύλη. Το επόµενο διάστηµα, και συγκεκριµένα κατά την ναπολεόντεια περίοδο, η Ύδρα έφθασε στη µεγαλύτερή της ακµή. Τα πολυάριθµα πλοία της διασπούσαν τους ναυτικούς αποκλεισµούς των Άγγλων και εφοδίαζαν την πολιορκηµένη ηπειρωτική Ευρώπη µε σιτάρι και άλλα αγαθά, αποκοµίζοντας τεράστια κέρδή, που -γέµισαν τα σεντούκια των αρχοντικών µε ασηµένια και χρυσά ευρωπαϊκά νοµίσµατα. Το 1802, ανέλαβε τη διοίκηση του νησιού (µπας-κοτζάµπασης) ο Γιώργος Δήµα Βούλγαρης, στο οποίο δόθηκαν οι αρµοδιότητες του ζαµπίτη και του ναζίρη των Σπετσών και του Πόρου. Ο Βούλγαρης, ο αποκαλούµενος και µπέης της Ύδρας, πρώην αξιωµατικός του οθωµανικού στόλου και ευνοούµενος του αρχιναύαρχου (Καπουντάν Πασά), επέτυχε να επιβάλει µία ήρεµη περίοδο λειτουργικής διακυβέρνήσης, την οποία όµως τάραξε ένας τρίτος ρωσοτουρκικός πόλεµος, το 1807. Οι Υδραίοι, έως τότε πιστοί υπήκοοι των Οθωµανών, χωρίστηκαν σε δυο φατρίες: τους τουρκόφιλους, µε επικεφαλής τον Βούλγαρη κα τους
ρωσόφιλους, µε αρχηγό το Λάζαρο Κουντουριώτη, οι οποίοι, τελικά, επικρατήσαν κα ανάγκασαν τον Βούλγαρη να καταφύγει στην Αθήνα. Επανήλθε µετά τήν αποχώρηση του ρωσικού στόλου (Αύγουστος 1807) -µε τη συναίνεση του κοινού τής Ύδρας- και επιδεικνύοντας µία διαλλακτική στάση, εξασφάλισε τη "συγνώµη και την ανοχή της Πύλης, δίδοντας συγχρόνως αµνησία στους στασιαστές." Ο Βούλγαρης διοίκησε το νησί µέχρι το θάνατό του, το 1812, οπότε ανέλαβε τα ηνία ο υδραίος ρεϊζης (πλοίαρχος) του οθωµανικού στόλου Νίκος Κοκοβίλης, µε τη συνδροµή δωδεκαµελούς συµβουλίου. Ουσιαστικά, όµως, από το 1812, τη διοίκηση την ασκούσε αδιάλειπτα µέχρι το 1821, ο Λάζαρος Κουντουριώτης, µία σηµαντική προσωπικότητα, ο "ισχυρός άνδρας" της επαναστατικής και της καποδιστριακής περιόδου. Η Ύδρα πήρε µέρος στην επανάσταση, η τελευταία από τα ναυτικά νησιά, λόγω της απροθυµίας των οικοκυραίων της, οι οποίοι δεν έδειχναν διατεθειµένοι να εκτεθούν σε µία περιπέτεια που θα έθετε σε κίνδυνο τα προνόµια και τον πλούτο τους. Τα πράγµατα πίεσε τότε ο υδραίος φιλικός και πλοίαρχος δευτέρας τάξεως, Αντώνης Οικονόµου, ο οποίος κήρυξε την Επανάσταση κα υποχρέωσε τους οικοκυραίους να την αποδεχτούν. Η εξουσία του Οικονόµου, ωστόσο, ο οποίος επιχείρησε ταυτοχρόνως µε την κήρυξη της επαναστάτης να ανατρέψει και το κοινωνικό καθεστώς του νησιού, δεν διήρκεσε πολύ. Οι οικοκυραίοι, οι οποίοι δεν απώλεσαν ποτέ εντελώς την ισχύ τους στις λαϊκές τάξεις, αντεπιτέθηκαν, και στις 12 Μαίου ανάγκασαν τον Οικονόµου, µετά ατό συµπλοκή, να εγκαταλείψει το νησί και να καταφύγει στην Πελοπόννησο. Εκεί σκοτώθηκε από οπλοφόρους των πελοποννησίων προκρίτων, µετά από συνεννόηση µε τοις υδραίους οµολόγους τους. Έκτοτε, και καθόλη τη διάρκεια του επαναστατικού αγώνα, το νησί διατήρησε την ολιγαρχική διοικητική δοµή του. Στη διάρκεια των επαναστατικών χρόνων, η Ύδρα πρωταγωνίστησε στρατιωτικά κα πολιτικά, και η οικογένεια Κουντουριώτη µε αρχηγό το Λάζαρο (ο οποίος ουδέποτε εγκατέλειψε το νησί, ούτε δέχθηκε να αναλάβει κανένα δηµόσιο αξίωµα) και πολιτικό εκπρόσωπο τον αδελφό του, Γεώργιο Κουντουριώτη (και το γαµπρό τους Ιωάννη Ορλάνδο), υπήρξε η ηγεµονεύουσα οικογένεια της περιόδου Επικράτησε δυο εµφυλίων πολέµων και προσδιόρισε τα πολιτικά πράγµατα της Επανάστασης µε τη συνδροµή και των άλλων ισχυρών ναυτικών οικογενειών της Ύδρας και των Σπετσών, και ορισµένων πολιτικών του αγγλικού κόµµατος, -µε σηµαντικότερο τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Οι Υδραίοι, αν και συµµετείχαν στα κεντρικά πολιτικά όργανα (Βουλευτικό Εκτελεστικό) και στην ηγεσία του στόλου, διατήρησαν καθόλη την περίοδο 1821-1827, το ιδιαίτερο φορολογικό καθεστώς και την προνοµιακή διοικητική αυτονοµία της οθωµανικής περιόδου. Η εκλογή του Ιωάννη Καποδίστρια ως κυβερνήτη της Ελληνικής Πολιτείας και η επιλογή του να εγκαθιδρύσει συγκεντρωτικό κράτος, δηλαδή κράτος µε ισχυρή κεντρική εξουσία, κατέστησε τη σύγκρουση αναπόφευκτη, ανάµεσα στο καποδιστριακό καθεστώς και στην Ύδρα, µία από τις κατεξοχήν προνοµιούχες, οικονοµικά και διοικητικά περιοχές της ελληνικής επικράτειας. Επρόκειτο για µία αντιπαράθεση περί την εξουσία, για µία σύγκρουση που στόχευε από µεν την κυβερνητική πλευρά στην επιβολή της νοµιµότητας, από δε την
υδραϊκή στη διατήρηση των προεπαναστατικών προνοµίων. Οι Υδραίοι δεν ήταν εναντίον του "δεσποτικού" τρόπου άσκησης της διακυβέρνησης της χώρας που είχε επιλέξει ο κυβερνήτης, ούτε αντιστάθηκαν σε αυτόν επειδή στο νησί τους υπήρχε "πολύ έντονο [...] το αίσθήµα των δικαιωµάτων του πολίτη," όπως υποστήριζε ο Θιέρσος -κάτι τέτοιο, άλλωστε, δεν φάνηκε καθόλη τη µακρά διάρκεια διακυβέρνησης της Ύδρας από την αυταρχική, οικονοµική και κοινωνική ολιγαρχία των οικοκυραίων. Οι προεστοί του νησιού είχαν υποβάλει, ήδη από τον Ιανουάριο του 1829, έκθεση στην οποία καταγράφονταν οι ζηµιές που είχαν υποστεί σε πλοία, και απαιτούσαν άµεση αποζηµίωση. Ο Καποδίστριας δίχως να απορρίψει το αίτηµα, το µεταβίβασε στην "Εξεταστική Επιτροπή Λογαριασµών των Ναυτικών" η οποία απαρτιζόταν από επιφανή στελέχη της αντιπολίτευσης, συµπεριλαµβανοµένου και του Μαυροκορδάτου. Η επιτροπή ανεβάζοντας τα έξοδα και αποκρύπτοντας τα έσοδα κατέληξε στο υπέρογκο ποσό του 1.000.000 ταλίρων, ως αποζηµίωση. Δυο ηµέρες µετά την υποβολή της πρότασης, ο ισχυρός άνδρας της Ύδρας, Λάζαρος Κουντουριώτης, παραιτήθηκε από διοικητής του νησιού, παρολες τις προσπάθειες του Καποδίστρια να τον µεταπείσει. Ο κυβερνήτης, θέλοντας να αποφύγει την ανοιχτή σύγκρουση προσπάθησε να εξευµενίσει τοις Υδραίους µε χρηµατικά ποσά και µε απαλλαγή από τελωνειακούς δασµούς (Μάρτιος 1830), δίχως όµως επιτυχία, εφόσον οι τελευταίοι απαντούσαν πάντοτε αρνητικά, προβάλλοντας, µάλιστα, και νέες, εν πολλοίς παράλογες απαιτήσεις. Τελικώς, οι Υδραίοι πέρασαν σε ανοικτή αντιπολίτευση η οποία κορυφώθηκε, το 1831, µε την κατάληψη του ναυστάθµου του Πόρου και το κάψιµο εθνικών πλοίων καθώς και µε την υποστήριξη του στρατιωτικού κινήµατος του Δήµήτρη Τσάµη Καρατάσου. Βιβλιογραφία Συντάκτης 1. Γεώργιος Δ. Κριεζής, Ιστορία της νήσου Ύδρας προ της Επαναστάσεως του 1821, Πάτρα 1860. 2. Αντώνιος Λιγνός, Ιστορία της Νήσου Ύδρας, Αθήνα 1946.\ 3. Αντώνιος Α. Μιαούλης, Ιστορία της νήσου Ύδρας, Αθήνα 1936. 4. Κωνσταντίνα Αδαµοπούλου-Παύλου, Ανντίτα Ν. Πρασσά, Ανδρέας Μιαούλης (1768-1825). Από την υπόδουλη ως την ελεύθερη Ελλάδα, [Εστία] Αθήνα 2003. Στέφανος Παπαγεωργίου