ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2009-2014 Επιτροπή Νομικών Θεμάτων 1.8.2013 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ (76/2013) Θέμα: Αιτιολογημένη γνώμη του κοινοβουλίου της Δημοκρατίας της Λετονίας (Saeima) σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση πλαισίου όσον αφορά την πρόσβαση στην αγορά λιμενικών υπηρεσιών και τη χρηματοοικονομική διαφάνεια των λιμένων (COM(2013)0296 C7-0144/2013 2013/0157(COD)) Βάσει του άρθρου 6 του πρωτοκόλλου αριθ. 2 σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, κάθε εθνικό κοινοβούλιο μπορεί, εντός προθεσμίας οκτώ εβδομάδων από την ημερομηνία διαβίβασης ενός σχεδίου νομοθετικής πράξης, να απευθύνει προς τους προέδρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής αιτιολογημένη γνώμη όπου εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους εκτιμά ότι το εν λόγω σχέδιο δεν συνάδει με την αρχή της επικουρικότητας. Σύμφωνα με τον Κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων είναι αρμόδια για την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας. Επισυνάπτεται, προς ενημέρωση, αιτιολογημένη γνώμη του κοινοβουλίου της Δημοκρατίας της Λετονίας (Saeima) σχετικά με την προαναφερθείσα πρόταση. CM\1000339.doc PE516.791v01-00 Eνωμένη στην πολυμορφία
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων του Saeima αναφορικά με τη συμμόρφωση προς τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας της πρότασης κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου COM(2013) 296 της 23ης Μαΐου 2013 για τη θέσπιση πλαισίου όσον αφορά την πρόσβαση στην αγορά λιμενικών υπηρεσιών και τη χρηματοοικονομική διαφάνεια των λιμένων Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων του Saeima προέβη στην αξιολόγηση της πρότασης COM(2013) 296 της 23ης Μαΐου 2013 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (εφεξής «η Επιτροπή») για κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση πλαισίου όσον αφορά την πρόσβαση στην αγορά λιμενικών υπηρεσιών και τη χρηματοοικονομική διαφάνεια των λιμένων (εφεξής «η πρόταση κανονισμού») αναφορικά με τη συμμόρφωσή της προς την αρχή της επικουρικότητας και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, στο σύνολό της, η πρόταση κανονισμού δεν συμμορφώνεται ούτε με την αρχή της επικουρικότητας ούτε με την αρχή της αναλογικότητας. Σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 3 της ΣΕΕ, βάσει της αρχής της επικουρικότητας, στους τομείς οι οποίοι δεν υπάγονται στην αποκλειστική της αρμοδιότητα, η Ένωση παρεμβαίνει μόνον εφόσον και κατά τον βαθμό που οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσης δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, ούτε σε κεντρικό ούτε σε περιφερειακό επίπεδο, μπορούν όμως, λόγω της κλίμακας ή των αποτελεσμάτων της προβλεπόμενης δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης. Η Επιτροπή δηλώνει ότι η πρόταση κανονισμού είναι απαραίτητη σύμφωνα με τα άρθρα 58, 90 και 100 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δυνάμει των οποίων «Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, μπορούν να θεσπίζουν κατάλληλες διατάξεις για τις θαλάσσιες και αεροπορικές μεταφορές». Ωστόσο, ούτε οι θαλάσσιες μεταφορές ούτε οι λιμένες, των οποίων τις λειτουργίες αποσκοπεί να ρυθμίσει η πρόταση κανονισμού, ορίζονται από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως τομείς αποκλειστικής αρμοδιότητας της Ένωσης: και στους δύο τομείς η αρμοδιότητα επιμερίζεται μεταξύ της ΕΕ και των κρατών μελών. Μέχρι σήμερα, ο τομέας που καλύπτεται από την πρόταση κανονισμού -οι λειτουργίες των λιμένων- ρυθμιζόταν αναλόγως από την εθνική νομοθεσία που θέσπιζαν τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης της Λετονίας, ενώ αναλαμβανόταν δράση σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης μόνο εφόσον δεν ήταν εφικτή η επίλυση των προβλημάτων σε εθνικό επίπεδο. Εάν η πρόταση κανονισμού της Επιτροπής επρόκειτο να εγκριθεί με την παρούσα της μορφή, τα κράτη μέλη θα έχαναν το δικαίωμα και τη δυνατότητα να συνεχίσουν να ρυθμίζουν τις λειτουργίες των λιμένων τους μέσω της εθνικής νομοθεσίας, πράγμα που καταρχήν καταδεικνύει ότι η αρχή της επικουρικότητας που θεσπίζεται από το πρωτογενές δίκαιο της ΕΕ θα παραβιαζόταν όσον αφορά τον επιμερισμό των αρμοδιοτήτων μεταξύ ΕΕ και κρατών μελών στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών και ειδικότερα των λιμένων. Προκειμένου να επιλύσει τα προβλήματα επί των οποίων εδράζεται η εικαζόμενη PE516.791v01-00 2/5 CM\1000339.doc
αιτιολόγηση της πρότασης κανονισμού (οι λιμενικές υπηρεσίες υπόκεινται σε χαμηλή ανταγωνιστική πίεση λόγω των περιορισμών της πρόσβασης στην αγορά, οι χρήστες των λιμένων λέγεται ότι επωμίζονται υπερβολικό διοικητικό φόρτο εξαιτίας της έλλειψης συντονισμού εντός των λιμένων, η έλλειψη αυτονομίας των λιμένων ως προς τον καθορισμό των τελών υποδομής, κτλ.) και να συμβάλει στο στόχο μιας περισσότερο αποδοτικής, διασυνδεδεμένης και βιώσιμης λειτουργίας του διευρωπαϊκού δικτύου μεταφορών, ο στόχος της πρότασης κανονισμού, σύμφωνα με το άρθρο 1, είναι πρώτον η θέσπιση πλαισίου για την πρόσβαση στην αγορά λιμενικών υπηρεσιών και δεύτερον η θέσπιση κοινών κανόνων για τη χρηματοοικονομική διαφάνεια και τις χρεώσεις, οι οποίες θα επιβάλλονται από τους φορείς διαχείρισης ή τους παρόχους λιμενικών υπηρεσιών, λ.χ. για λιμενικές υπηρεσίες είτε εντός της περιοχής του λιμένος είτε στην πλωτή οδό πρόσβασης από και προς τους λιμένες: ανεφοδιασμός με καύσιμα, υπηρεσίες διακίνησης φορτίων, εργασίες βυθοκόρησης, πρόσδεση, υπηρεσίες μεταφοράς επιβατών, λιμενικές εγκαταστάσεις παραλαβής αποβλήτων, υπηρεσίες πλοήγησης και ρυμούλκησης. Στην αιτιολόγησή της, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η πρόταση κανονισμού θα αποτρέψει τον επιπρόσθετο διοικητικό φόρτο για τους λιμένες που ήδη λειτουργούν εύρυθμα και θα δημιουργήσει για τους άλλους λιμένες τις κατάλληλες συνθήκες για να αντιμετωπίσουν τις διαρθρωτικής φύσεως προκλήσεις τους. Το αντικείμενο και το πεδίο εφαρμογής της πρότασης κανονισμού ρυθμίζονται ήδη από την εθνική νομοθεσία των κρατών μελών. Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων του Saeima επιθυμεί να επισημάνει ότι η πρόταση κανονισμού επιβάλλει ουσιαστικό διοικητικό φόρτο στον τομέα των λιμένων προκειμένου να επιτύχει τους στόχους της, πιο συγκεκριμένα, απαιτεί από τα κράτη μέλη να θεσπίσουν δύο νέους διοικητικούς εποπτικούς φορείς για τους λιμένες, των οποίων ο σκοπός και οι αρχές δεν είναι σαφώς καθορισμένα, των οποίων η ίδρυση και η λειτουργία, σε αντιδιαστολή με αυτό που δηλώνεται στην αιτιολόγηση της πρότασης κανονισμού, θα σημάνουν επιπρόσθετες δαπάνες και επιπρόσθετες διοικητικές διαδικασίες και των οποίων η ίδρυση δεν χαίρει της υποστήριξης των εκπροσώπων του λιμενικού τομέα στη Λετονία: 1) η θέσπιση μίας ειδικής αρμόδιας αρχής στα κράτη μέλη, η οποία, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 3 της πρότασης κανονισμού, θα επέβαλε υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφελείας στον τομέα των λιμένων, 2) η θέσπιση μίας συμβουλευτικής επιτροπής απαρτιζόμενης από χρήστες των λιμένων στα κράτη μέλη, η οποία δυνάμει του άρθρου 15 της πρότασης κανονισμού, θα καλείτο να παρέχει στον φορέα διαχείρισης του λιμένος λεπτομερείς πληροφορίες για τον καθορισμό των τελών χρήσης της λιμενικής υποδομής, 3) η θέσπιση ενός ειδικού, χωριστού εποπτικού φορέα για τους λιμένες στα κράτη μέλη, δυνάμει του άρθρου 17 της πρότασης κανονισμού, του οποίου τα καθήκοντα θα περιλάμβαναν την παρακολούθηση και την εποπτεία της εφαρμογής του κανονισμού σε όλους τους θαλάσσιους λιμένες που καλύπτονται από τον κανονισμό εντός της επικράτειας κάθε κράτους μέλους. Σύμφωνα με την εκτίμηση αντίκτυπου που επισυνάπτεται στην πρόταση κανονισμού, η Επιτροπή επισημαίνει ότι προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της πρότασης, συμπεριλαμβανομένης της διακίνησης και της προσέλκυσης περισσότερων φορτίων και επιβατών με την υφιστάμενη υποδομή (σημείο 2.2.1), η Επιτροπή οφείλει να θεσπίσει CM\1000339.doc 3/5 PE516.791v01-00
νομοθεσία σε επίπεδο ΕΕ- έναν κανονισμό για τη ρύθμιση των λιμενικών υπηρεσιών σε όλα τα κράτη μέλη, των αρχών χρεώσεών τους και των ζητημάτων που σχετίζονται με τον ανταγωνισμό μεταξύ των σχετικών παρόχων υπηρεσιών. Εντούτοις, πρέπει να αναγνωριστεί ότι, σύμφωνα με την εκτίμηση αντίκτυπου της Επιτροπής, οι χρεώσεις των υπηρεσιών, οι οποίες υποτίθεται ότι ρυθμίζονται από την εν λόγω πρόταση κανονισμού (υπηρεσίες πλοήγησης και ρυμούλκησης) περιλαμβάνουν το πολύ, μόνο το 20% των συνολικών δαπανών της λειτουργίας ενός λιμένος. Το μεγαλύτερο μέρος, μεταξύ 45% και 60% των συνολικών δαπανών, αντιστοιχεί στις υπηρεσίες διακίνησης φορτίων. Συνεπώς, εξάγεται το συμπέρασμα ότι ο στόχος που διατυπώνεται στον κανονισμό δεν θα επιτευχθεί, καθώς δεν προβλέπεται ότι το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών όσον αφορά τις λιμενικές λειτουργίες πρέπει να καλύπτεται από τον κανονισμό. Έπειτα από την αξιολόγηση των μέτρων που προβλέπονται από τον κανονισμό για να επιτευχθούν οι στόχοι του (η θέσπιση ενός ανεξάρτητου εποπτικού φορέα, η εισαγωγή κοινών αρχών χρέωσης, κτλ.) εξάγεται το συμπέρασμα ότι τα μικρά κράτη μέλη, όπως η Λετονία, θα επιβαρυνθούν με αυξημένες δαπάνες στον τομέα των λιμένων, γεγονός που, ως εκ τούτου, θα περιορίσει σημαντικά το περιθώριο διατήρησης της ανταγωνιστικότητας των λιμένων τους (λ.χ. λόγω των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων της Επιτροπής σχετικά με τις κοινές αρχές χρεώσεων για την υποδομή των λιμένων). Η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων του Saeima θεωρεί ότι ο λιμενικός τομέας είναι η σημαντικότερη πηγή ανταγωνιστικότητας του τομέα διαμετακόμισης εμπορευμάτων της Λετονίας, ο οποίος έχει συντηρήσει τη θέση ισχύος της μεταξύ των χωρών της Βαλτικής (κράτη της Βαλτικής, Φινλανδία, Πολωνία και Ρωσία) έως σήμερα. Εάν δεν ήταν πλέον δυνατόν να ρυθμίζονται σε εθνικό επίπεδο βασικά ζητήματα σχετικά με τη λειτουργία των λιμένων της Λετονίας, η Λετονία μπορεί να έχανε τη θέση ισχύος που απολαμβάνει μέχρι σήμερα όσον αφορά τον ανταγωνισμό με τους λιμένες όμορων χωρών στον τομέα της διαμετακόμισης εμπορευμάτων, γεγονός που θα επηρέαζε αρνητικά όλους τους σχετικούς τομείς της οικονομίας (μεταφορές και επιμελητεία και συναφείς υπηρεσίες). Επιπρόσθετα, η πρόταση κανονισμού της Επιτροπής δεν τεκμηριώνει τον ισχυρισμό ότι η θέσπιση ενός κοινού καθεστώτος για τους λιμένες της Ευρώπης θα συντελούσε στην αποτελεσματικότερη επίτευξη των αναπτυξιακών στόχων της εσωτερικής αγοράς της ΕΕ, καθώς δεν θέτει έναν πραγματικά επιτεύξιμο στόχο ούτε προσδιορίζει σαφώς και επακριβώς τα αποτελέσματα που πρέπει να επιτευχθούν. Συνεπώς, η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων του Saeima θεωρεί ότι η πρόταση κανονισμού δεν συνάδει με τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας και ότι, επιπλέον, η έγκρισή της δεν θα ήταν αρμόζουσα καθώς δεν θα συνέβαλε επαρκώς και καταλλήλως στην ολοκλήρωση της νομικής ρύθμισης της κατάστασης. Παρομοίως, δεν αιτιολογείται η άποψη ότι τα κράτη μέλη δεν δύνανται να επιτύχουν επαρκώς τους στόχους της προτεινόμενης δράσης στον τομέα αυτόν, καθιστώντας, ως εκ τούτου, απαραίτητη την ανάληψη δράσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση για τη θέσπιση ενιαίων κανόνων. Πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή κατέθεσε ήδη προτάσεις για τη ρύθμιση της παροχής των λιμενικών υπηρεσιών το 2001 και το 2004. Και οι δύο προτάσεις απερρίφθησαν, γεγονός που καταδεικνύει ότι δεν υπάρχει ανάγκη για τέτοιου είδους ρύθμιση σε επίπεδο ΕΕ και ότι τα κράτη μέλη δύνανται να ρυθμίζουν το ζήτημα μόνα τους μέσω της εθνικής νομοθεσίας ή η Επιτροπή θα μπορούσε να χαράξει ενιαίες κατευθυντήριες γραμμές. Παράλληλα, σημειώνεται ότι το Υπουργείο Μεταφορών σε συνεργασία με τα υπόλοιπα PE516.791v01-00 4/5 CM\1000339.doc
αρμόδια υπουργεία και τους κοινωνικούς εταίρους καταρτίζει επί του παρόντος την εθνική θέση της Λετονίας όσον αφορά την πρόταση κανονισμού. Επισημαίνεται επίσης ότι, σύμφωνα με πληροφορίες που έχει λάβει η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων του Saeima, διάφορα κράτη μέλη (Γαλλία, Σουηδία, Βρετανία, Πολωνία, Βέλγιο, Φινλανδία και άλλα) έχουν επίσης ξεκινήσει διαδικασία αξιολόγησης της τήρησης της αρχής της επικουρικότητας. CM\1000339.doc 5/5 PE516.791v01-00