Λουτσία Βακαρίνο 2
Μυστικά και χρώματα Στον αριθμό 1 της οδού Όουκ στο Μπλόσομ Κρικ επικρατούσε αναβρασμός. Μη φανταστείτε ότι η Έμιλι μαζί με τη μητέρα της, τη Λίντα, είχαν πέσει με τα μούτρα στην εξιχνίαση κάποιας υπόθεσης, τώρα που είχαν ανοίξει επισήμως και πάλι το Γραφείο Ερευνών Ράιτ. «Έμιλι, μπορείς να μου δώσεις το πινέλο για τα φινιρίσματα, σε παρακαλώ;» ρώτησε η Λίντα την κόρη της από την κορυφή της αλουμινένιας σκάλας. Η αγροικία που είχαν κληρονομήσει μαζί με το Γραφείο Ερευνών από τον θείο της Έμιλι ήταν άνω κάτω: Τα πατώματα ήταν καλυμμένα με εφημερίδες, οι πόρτες και τα φωτιστικά ήταν γεμάτα κολλητικές ταινίες και τα έπιπλα σκεπασμένα με παλιά σεντόνια. «Ορίστε» απάντησε η Έμιλι, κοιτάζοντας τη μητέρα της με βλέμμα ανακριτικό. «Είσαι σίγουρη ότι δεν έχεις να μου πεις κάτι;» Η Λίντα κοκκίνισε και βούτηξε το πινέλο στην μπογιά με τόση μανία, που τα νύχια της βάφτηκαν άσπρα, καταστρέφοντας το μανικιούρ της. «Όχι, πώς σου ήρθε;» 12
ΜΥΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΧΡΩΜΑΤΑ «Βάφεις ολόκληρο το σπίτι» απάντησε η Έμιλι με τα χέρια χωμένα στις τσέπες του φούτερ της και φύσηξε ένα ξανθό τσουλούφι που έπεφτε στο μέτωπό της. Η Λίντα είχε έναν δικό της τρόπο να αντιμετωπίζει τα προβλήματα. Ή μάλλον, πολλούς και διάφορους τρόπους, που είχαν να κάνουν με τα χόμπι της. Ισχυριζόταν μάλιστα ότι αυτό τη βοηθούσε να σκέφτεται καλύτερα. Η Έμιλι είχε μάθει να τους ξεχωρίζει έναν προς έναν. Αν η μητέρα της έπλεκε, αυτό σήμαινε πως κάποιο υπαρξιακό πρόβλημα τη βασάνιζε. Αν μετακινούσε τα έπιπλα, τότε σίγουρα τα είχε βάλει με κάποιον. Αν έφτιαχνε μάφιν, είχε προβλήματα στο γραφείο. Και αν έβαφε τους τοίχους του σπιτιού, τότε η Έμιλι ήταν σίγουρη πως η μητέρα της αντιμετώπιζε συναισθηματικά προβλήματα. Όλα τα δωμάτια φρεσκοβαμμένα από πάνω ως κάτω προμήνυαν μεγάλους μπελάδες. Και μαζί με αυτούς και την παρουσία ενός καινούριου αμόρε στον ορίζοντα. Και η αλήθεια είναι πως κάτι είχε ψυλλιαστεί η Έμιλι. «Ήταν αδύνατον να μείνουμε με την ταπετσαρία του θείου. Αυτό θα ήταν έγκλημα κατά της καλαισθησίας» είπε η Λίντα. «Υποσχέσου μου ότι δε θ αγγίξεις το γραφείο!» αναφώνησε η Έμιλι ανήσυχη. «Δεν είχαμε πει ότι θα έμενε όπως το άφησε ο θείος Όρβιλ;» Το γραφείο ήταν όχι μόνο το πιο παράξενο δωμάτιο της αγροικίας, αλλά και η έδρα του Γραφείου Ερευνών Ράιτ. Η Έμιλι άνοιξε την πόρτα του, λες και ήθελε να βεβαιωθεί ότι όλα ήταν εντάξει. Σ αυτό τον χώρο ο 13
Ο ΑΝΤΡΑΣ ΠΟΥ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΗΚΕ θείος Όρβιλ δεχόταν πάντα τους πελάτες του κι εκεί είχε στοιβάξει κειμήλια και αναμνηστικά από τις έρευνές του, εκτός από κάτι αλλόκοτα προσωπικά του αντικείμενα, όπως, για παράδειγμα, την περίφημη συλλογή του από ψεύτικα μουστάκια. Η Έμιλι είχε βρει πρόσφατα τα απομνημονεύματα του εκκεντρικού θείου της, κρυμμένα σε μια κρυφή θυρίδα πίσω από τη βιβλιοθήκη του γραφείου του, και μάλιστα έμεινε εμβρόντητη μόλις ανακάλυψε ότι τα είχε αφιερώσει στην ίδια. Κι ήταν λογική η έκπληξή της, αφού ήταν ζήτημα αν είχε δει τον θείο της δύο φορές όλες κι όλες όταν ήταν μικρούλα, και δεν είχε καμία ανάμνηση από αυτές τις συναντήσεις. Όμως ο θείος της στο ημερολόγιό του την όριζε ως διάδοχό του και απευθυνόταν σε αυτή λες και την ήξερε πολύ καλά. Και προφανώς έτσι ήταν, γιατί, όπως έγραφε και ο ίδιος, γνώριζε πολύ καλά την ανιψιά του χάρη σε όσα του είχε πει ο πατέρας της, ο Πάτρικ. Μόλις η Έμιλι διάβασε το όνομα αυτό, ένιωσε την καρδιά της να χτυπά σαν τρελή. Ο πατέρας της είχε σκοτωθεί σε ένα αυτοκινητικό δυστύχημα πριν από έξι χρόνια και το μόνο που της είχε απομείνει από εκείνον ήταν μερικές ξεθωριασμένες αναμνήσεις και μια χούφτα φωτογραφίες. Από τότε βάλθηκε να ψάχνει σε κάθε γωνιά αυτού του μαγικού μέρους κάποια ένδειξη που θα την έφερνε πιο κοντά στον πατέρα της και φυσικά στον ιδιόρρυθμο θείο της. «Είμαστε σύμφωνες» την καθησύχασε η Λίντα χαμογελώντας. «Το γραφείο είναι τέλειο έτσι ακριβώς όπως είναι». 14
ΜΥΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΧΡΩΜΑΤΑ Νιάου! έκανε κουρνιασμένος σε ένα ράφι της βιβλιοθήκης ο Πέρσι, ο Ντέβον Ρεξ γάτος που είχαν κληρονομήσει, εκτός των άλλων, από τον θείο Όρβιλ. Και στη συνοφρυωμένη του μουσούδα, από την οποία προεξείχαν δύο γιγάντια αυτιά σαν νυχτερίδας, η Έμιλι είχε την αίσθηση πως διέκρινε και τη δική του επιδοκιμασία. «Λοιπόν, τώρα που άσπρισα τους τοίχους, για πες μου, τι χρώμα θα ήθελες το σαλόνι;» είπε η Λίντα περνώντας και πάλι στην επίθεση. «Της αγριολίτσας ή του πράσινου μήλου;» «Τι χρώμα έχει αυτή η αγριολ» άρχισε να λέει η Έμιλι, αλλά οι υποψίες της την έκαναν να αλλάξει ερώτηση. «Για στάσου, μήπως τα έφτιαξες με τον Μάθιου και δε μου πες τίποτα;» «Τι πράγμα; Εγώ να τα φτιάξω με κάποιον; Άλλο πάλι και τούτο!» της απάντησε η Λίντα, αλλά η Έμιλι διέκρινε στο πρόσωπό της ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο. Τον τελευταίο καιρό η Λίντα είχε αυτή την έκφραση κάθε φορά που η κουβέντα ερχόταν στον Μάθιου Φλιντ, τον κηπουρό του Μπλόσομ Κρικ, που ήταν αδελφός της καινούριας της φίλης, της Ρόξι, μιας διακριτικής αλλά όλο και πιο συχνής παρουσίας στη ζωή τους από τότε που έφυγαν από το Λονδίνο για να εγκατασταθούν μόνιμα στο Κεντ. «Με το που λες το όνομά του, να σου και εμφανίζεται το λακκάκι σου!» συνέχισε η Έμιλι. Η Λίντα ήταν τριάντα δύο χρονών, με καστανά μαλλιά, πράσινα μάτια κι ένα τελείως ιδιαίτερο στιλ. Ακόμα και τώρα που είχε ντυθεί πρόχειρα για να βάψει το σπί- 15
Ο ΑΝΤΡΑΣ ΠΟΥ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΗΚΕ τι, είχε φορέσει ένα κολάν με πουά κι ένα βαμβακερό εμπριμέ φόρεμα, ενώ με το ρολό και τον κουβά στο χέρι έμοιαζε με μοντέλο που διαφημίζει μπογιές. Αν και, για να πούμε την αλήθεια, δεν είχε την κλασική κορμοστασιά των μοντέλων. Έτσι όπως ήταν μικροκαμωμένη και με τις στρογγυλές καμπύλες της, ήξερε καλά πως δεν αντιπροσώπευε το πρότυπο της κλασικής ομορφιάς, αλλά τουλάχιστον ήξερε πώς να αναδεικνύει τα χαρίσματά της. Το κρυφό της όπλο ήταν το χαμόγελό της και για την ακρίβεια το λακκάκι που εμφανιζόταν στο μάγουλό της όποτε χαμογελούσε. Υπήρχε τόση γοητεία και ζεστασιά σε αυτό το λακκάκι, που θα έλιωνε ακόμα και παγόβουνο, και η Λίντα ήξερε πώς να το χρησιμοποιεί. «Εγώ κι ο Μάθιου είμαστε απλώς δυο καλοί φίλοι» τη διαβεβαίωσε η Λίντα. «Και για να χουμε καλό ρώτημα, τι έπαθες και τα βάζεις μαζί του;» «Εγώ; Τίποτα!» αποκρίθηκε η Έμιλι και το εννοούσε. Από τότε που έχασε τον πατέρα της, η μητέρα της δεν είχε κανέναν σύντροφο, μονάχα κάποιους επίδοξους καβαλιέρους που είχαν αποδειχτεί σκέτη καταστροφή. Όπως, για παράδειγμα, ο Μαξ, ο βαρετός διανοούμενος που μιλούσε ακαταλαβίστικα, ο ωραιοπαθής Στιβ, που δεν έχανε ευκαιρία να κοιτάζεται σε κάθε γυαλιστερή επιφάνεια, ο Ρούπερτ, φανατικός της τάξης και της οργάνωσης, με χίλιες δυο αλλεργίες Και φυσικά ο τελευταίος από όλους αυτούς, ο Γκρεγκ, που είχε τη φαεινή ιδέα να χαρίσει στην Έμιλι για τα ενδέκατα γενέθλιά της όλα τα dvd της σειράς «Τα αρκουδάκια της αγάπης»! 16
ΜΥΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΧΡΩΜΑΤΑ Ευτυχώς που κανείς τους δε μάγεψε τη Λίντα κι εκείνη φρόντισε να τους ξαποστείλει το συντομότερο από τη ζωή της. Ο Μάθιου όμως ήταν διαφορετικός. Φαινόταν πολύ εντάξει τύπος, μόνο που «Μόνο που δεν ξέρω αν θέλω να μοιραστώ το σπίτι μας μ έναν άντρα. Είναι φασαριόζοι, θέλουν το τηλεκοντρόλ όλο δικό τους, παρατάνε τις κάλτσες τους παντού και νομίζουν πως τα ξέρουν όλα» παραπονέθηκε η Έμιλι. «Φρικτά πλάσματα!» αστειεύτηκε η Λίντα. «Και πού τα χεις ακούσει όλα αυτά εσύ;» «Μαμά, κάποια πράγματα τα ξέρουν και οι κότες!» αποκρίθηκε η Έμιλι με σοβαρό ύφος. Ήταν εύκολο για μια γυναίκα να πέσει στην παγίδα τους, πόσο μάλλον η ρομαντική Λίντα. Και αν η μητέρα της ήθελε να γεμίσει τη ζωή της με καρδούλες και ροζ συννεφάκια, μάλλον δεν είχε λογαριάσει την Έμιλι. «Άκου την! Ποιος ξέρει τι θα λέει ο Τζέιμι, αν μάθει πόσο πολύ αντιπαθείς τους άντρες» σχολίασε η Λίντα, κλείνοντάς της πονηρά το μάτι. «Ο Τζέιμι; Μα ο Τζέιμι δεν είναι καν άντρας! Θέλω να πω, είναι, αλλά όχι από αυτούς τους ενοχλητικούς!» την αντέκρουσε η Έμιλι, κόβοντας την κουβέντα με μια επιτακτική χειρονομία. Ο Τζέιμι Μέλμπερι, ο μοναδικός συνομήλικός της που είχε μείνει στο Μπλόσομ Κρικ όλο το καλοκαίρι, είχε βοηθήσει τη Λίντα και την Έμιλι πριν λίγες μέρες στην πρώτη τους έρευνα. Μητέρα και κόρη είχαν αναλάβει να εξιχνιάσουν το μυστήριο της οικίας Σέρινγκτον, 17
Ο ΑΝΤΡΑΣ ΠΟΥ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΗΚΕ ενός αρχοντικού όπου όλα έδειχναν πως ήταν στοιχειωμένο, όταν αποδείχτηκε πως τελικά είχαν βάλει το χεράκι τους κάποια γήινα όντα. Αφού λύθηκε το μυστήριο, η Έμιλι άρχισε να περνάει όλο και περισσότερο χρόνο με τον Τζέιμι, κάνοντας βόλτες στο Μπλόσομ Κρικ με τα ποδήλατά τους. «Και ο Μάθιου είναι φίλος, οπότε είμαστε πάτσι, σωστά;» συνέχισε η Λίντα. «Επιτρέπεται;» ακούστηκε μια νεανική αντρική φωνή. Το αχτένιστο κεφάλι του Τζέιμι ξεπρόβαλε στην είσοδο. «Είδα ανοιχτή την πόρτα» δικαιολογήθηκε το αγόρι. «Καλημέρα, Τζέιμι! Κατά φωνή» τον χαιρέτησε η Λίντα, κοιτάζοντας με συνωμοτικό ύφος την Έμιλι. «Μαμά!» διαμαρτυρήθηκε εκείνη χαμηλόφωνα κι ύστερα στράφηκε προς τον Τζέιμι. «Δεν πιστεύω να κρυφάκουγες αυτά που λέγαμε;» «Όχι, γιατί;» τη ρώτησε ο Τζέιμι κάπως καχύποπτα. «Η Έμιλι μου έλεγε ότι» άρχισε να εξηγεί η Λίντα χαμογελώντας πονηρά. Η Έμιλι την κεραυνοβόλησε με το βλέμμα της. «Ότι, αν κάνει λίγο περισσότερη προπόνηση, θα γίνει πιο γρήγορη ακόμα κι από εσένα στο ποδήλατο. Αλλά νομίζω ότι υπερβάλλει, ως συνήθως». Η Έμιλι αναστέναξε ανακουφισμένη. Περίμενε ότι ο Τζέιμι θα της απαντούσε αναλόγως, γιατί για εκείνον το ποδήλατο δεν ήταν ένα απλό μεταφορικό μέσο αλλά τρόπος ζωής. Ο Τζέιμι όμως στεκόταν ακίνητος στο κατώφλι του σαλονιού, με κατακόκκινα μάγουλα και μάτια να λάμπουν με μια παράξενη λάμψη. 18
ΜΥΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΧΡΩΜΑΤΑ Η Έμιλι δεν τον ήξερε ακόμη αρκετά καλά ώστε να τον καταλαβαίνει με την πρώτη ματιά, αλλά δε χωρούσε αμφιβολία ότι ο φίλος της είχε ανακαλύψει κάτι πολύ ενδιαφέρον και δεν έβλεπε την ώρα να τους το πει. Μα τότε γιατί στεκόταν βουβός και τις κοιτούσε τρομαγμένος; Η Έμιλι κοίταξε τον Τζέιμι, ύστερα τη μητέρα της και μετά ξανά τον φίλο της. «Τζέιμι, έλα μαζί μου! Θέλω να σου δείξω το καινούριο κουδούνι που μου χάρισε η μαμά για το ποδήλατό μου» του είπε τραβώντας τον στον κήπο. «Τι τρέχει; Συμβαίνει κάτι;» τον ρώτησε μόλις βεβαιώθηκε ότι δε θα τους άκουγε η Λίντα. «Είναι τρομερό! Ο Φρεντ είδε ένα πτώμα στο Φέρφιλντ Κόουβ!» είπε ο Τζέιμι ξεφυσώντας. «Δεν το πιστεύω! Πού είπες;» «Στο Φέρφιλντ Κόουβ». «Τι είναι αυτό;» «Πώς φαίνεται ότι δεν είσαι από εδώ! Εκείνο το τεράστιο γήπεδο του γκολφ με τις τρύπες, την άμμο, τις λιμνούλες και το γκαζόν» «Εντάξει, τώρα κατάλαβα!» είπε κοφτά η Έμιλι. «Και πότε έγινε αυτό;» «Πριν από είκοσι λεπτά ήρθε αλαφιασμένος στο ιατρείο της γιαγιάς μου. Για καλή μου τύχη, περνούσα αποκεί για κάτι δουλειές» Ο Τζέιμι ήταν εγγονός της Πέγκοτι Μέλμπερι, της γιατρού του Μπλόσομ Κρικ, που μαζί με τον δικηγόρο Άλμπερτ Τεμπλ ήταν οι καλύτεροι φίλοι του Φρεντ. «Έτρεμε ολόκληρος και τραύλιζε. Της πήρε χρόνο της γιαγιάς μου μέχρι να καταλάβει τι είχε 19
Ο ΑΝΤΡΑΣ ΠΟΥ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΗΚΕ συμβεί, γιατί ο Φρεντ απ την τρομάρα του είχε χάσει τη φωνή του και δεν μπορούσε να μιλήσει». «Και μετά;» «Και μετά τίποτα. Ευτυχώς δε σκέφτηκε να πάει αμέσως στην αστυνομία, γιατί ήταν πολύ αναστατωμένος. Τον πήγε όμως η γιαγιά μου, μα, αν ο Φρεντ δεν ξαναβρεί τη φωνή του, θα τους πάρει καιρό μέχρι να καταλάβουν τι έγινε. Εγώ πάλι έτρεξα αμέσως να σας το πω». «Και γιατί δεν πήγες μαζί τους;» «Γιατί έχω μια καλύτερη ιδέα. Πάμε στο Φέρφιλντ Κόουβ πριν μας προλάβει η αστυνομία. Αν κόψουμε δρόμο μέσα από το κτήμα των Γκόλντσμιθ, θα είμαστε εκεί σε πέντε λεπτά». «Να μια καινούρια υπόθεση για το Γραφείο Ερευνών Ράιτ! Τρέχω να το πω στη μητέρα μου!» «Τρελάθηκες; Δεν πρόκειται να μας αφήσει να πάμε». «Μα εγώ» άρχισε να λέει η Έμιλι. «Κοίτα να δεις, αν θες πάντα να της τα λες όλα, τότε προτιμώ να πάω μόνος μου» πετάχτηκε ο Τζέιμι, κοιτάζοντάς τη με σταυρωμένα χέρια. Στο μυαλό της Έμιλι ήρθε πάλι η μητέρα της, που έβαφε τους τοίχους χωρίς να της εξηγήσει το γιατί, κι έτσι αποφάσισε ότι και εκείνη είχε δικαίωμα να κρα τάει ορισμένα μυστικά για τον εαυτό της. «Εντάξει, φύγαμε!» αναφώνησε και μπήκε στο σπίτι για να ανακοινώσει στη μαμά της: «Εγώ βγαίνω έξω!». Άνοιξε την πόρτα του γραφείου, άρπαξε την πιστή της φωτογραφική μηχανή κι έτρεξε έξω. 20
ΜΥΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΧΡΩΜΑΤΑ «Περίμενε, Έμιλι! Δε μου είπες αν σ αρέσει το χρώμα της αγριολίτσας» της είπε η Λίντα, ανίδεη για το τι συνέβαινε. «Τζέιμι, εσύ τι λες;» «Γεια, μαμά. Εμείς φεύγουμε!» τη διέκοψε η Έμιλι, τραβολογώντας τον φίλο της. Ανέβηκε στο ποδήλατο, κληρονομιά κι αυτό από τον θείο, χτύπησε δυο φορές το κουδούνι από την έξαψή της κι ύστερα πήρε την κατηφόρα της οδού Όουκ για να προλάβει τον Τζέιμι, που έμοιαζε λες και πρώτα έμαθε να κάνει ποδήλατο και μετά να περπατάει. Κατάφερε να φτάσει μόνο με ένα λεπτό καθυστέρηση σε σχέση με το αγόρι. Ένιωθε να τη σουβλίζει το δεξί της πόδι και οι μύες στις γάμπες της ήταν λες και είχαν πάρει φωτιά. Τουλάχιστον είχε σώσει την περηφάνια της. Συνηθισμένη στη ζωή του Λονδίνου, ήθελε ακόμη χρόνο μέχρι να συνηθίσει τη ζωή στην ύπαιθρο, αλλά χάρη στην ευλυγισία της και στα μακριά της πόδια, δε θα χρειαζόταν να καταβάλει πολύ κόπο ακόμη. Ο Τζέιμι είχε αφήσει το ποδήλατό του σε έναν λοφίσκο και στη μέση του έρημου γηπέδου του γκολφ έμοιαζε σαν χαμένος. Κοιτούσε πότε από τη μία και πότε από την άλλη σαστισμένος. Η Έμιλι άφησε το ποδήλατό της δίπλα στο δικό του και πήγε προς το μέρος του. «Μα πώς; Αφού το είπε ξεκάθαρα. Στην τρύπα 18!» αναφώνησε ο Τζέιμι με μια δόση απογοήτευσης στη φωνή του, δείχνοντας το σημαιάκι με το νούμερο 18. Το Φέρφιλντ Κόουβ ήταν ακριβώς όπως το είχε περιγράψει ο Τζέιμι. Μόνο που δεν υπήρχε κανένα πτώμα. 21
Στο σπίτι της Λίντα και της Έμιλι Ράιτ, μαμά και κόρη βοηθάνε η μία την άλλη, γελάνε πολύ, κλαίνε λίγο, τρώνε λαχανικά (αλλά και μάφιν), λένε «ευχαριστώ», «παρακαλώ» και «λυπάμαι». Και λύνουν μυστηριώδεις υποθέσεις. Μαζί. Ο άντρας που εξαφανίστηκε Κάποιος είδε έναν άντρα αναίσθητο στο γήπεδο του γκολφ του Μπλόσομ Κρικ, αλλά, όταν η Έμιλι καταφτάνει παρέα με τον Τζέιμι, δε βρίσκει το παραμικρό ίχνος του. Το μοναδικό πράγμα που ISBN 978-960-566-823-5 οι δύο φίλοι ανακαλύπτουν στο χορτάρι είναι ένα μυστηριώδες κλειδί ΒΟΗΘ. ΚΩΔ. ΜΗΧ/ΣΗΣ 6823