Προτεραιότητες του στρατηγικού σχεδιασμού της Αθήνας 1 Λουδοβίκος Βασενχόβεν Φεβρουάριος 2004 Ο σχεδιασμός της μητροπολιτικής περιοχής της Αθήνας είναι υποχρεωμένος να κινηθεί μέσα στο τρίπτυχο των εξής στόχων: Οικονομική ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα, Κοινωνική δικαιοσύνη και φροντίδα για όλους τους κατοίκους της πόλης, και Περιβαλλοντική βιωσιμότητα και καλύτερη ποιότητα ζωής για όλους. Πρόκειται στην ουσία για το τρίπτυχο της βιώσιμης ανάπτυξης. Η δυνατότητα επίτευξης κοινωνικών στόχων προϋποθέτει και την οικονομική ευρωστία της Πρωτεύουσας, ώστε να εξασφαλισθούν υψηλότερες επιδόσεις σε θέματα απασχόλησης, κοινωνικής συνοχής, ποιότητας ζωής και ανάδειξης του περιβάλλοντος. Ο μητροπολιτικός σχεδιασμός της Αττικής πρέπει να βασισθεί σε πολιτική συμβατή με τους εθνικούς στόχους ισότητας της ανάπτυξης και χωρικής ισορροπίας, αλλά και με τις εξελίξεις στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας. Αυτές οι επιδιώξεις προϋποθέτουν μια στρατηγική προσέγγιση, που υπερβαίνει τις συμβατικές πολεοδομικές ρυθμίσεις, όπως σωστά επισημαίνεται στην προκήρυξη του Επιχειρησιακού Προγράμματος Εξειδίκευσης και Εφαρμογής του Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθηνών (ΡΣΑ). Στην Αθήνα του 2004 και των Ολυμπιακών Αγώνων υπάρχουν νέα δεδομένα, απόρροια σε μεγάλο βαθμό τριών διαδοχικών Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης και των Ολυμπιακών έργων. Υπάρχουν ακόμη νέες κοινωνικές συνθήκες, από τις οποίες αξίζει να απομονώσει κανείς την παρουσία εκατοντάδων χιλιάδων ξένων μεταναστών, αλλά και τα μεταβαλλόμενα πρότυπα της νέας γενιάς. Όλα αυτά κάνουν απαραίτητη την διασύνδεση του ΡΣΑ με άλλες στρατηγικές για την οικονομική ανάπτυξη και με κοινωνικές πολιτικές, που θα στοχεύουν κυρίως στην καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού, στην ενσωμάτωση των αξιών όλων των κοινωνικών ομάδων στην δημόσια πολιτική και στην δημοκρατικότερη εδραίωση του σχεδιασμού. Εκεί που θα κριθεί κυρίως η αξιοπιστία ενός ΡΣΑ με περισσότερο στρατηγικούς προσανατολισμούς είναι στην ικανότητα του να πείσει ότι μπορεί να αποτελέσει την "σημαία" μιας τέτοιας προσπάθειας. Κρίσιμος παράγοντας σ'αυτή την προσπάθεια είναι η έμφαση του σχεδίου στην ισότιμη και δίκαιη αντιμετώπιση του χώρου της μητροπολιτικής περιοχής, διαφορετικά θα αντιμετωπισθεί με δυσπιστία. Με κριτήρια ανάπτυξης του χώρου, κάτι τέτοιο θα συμβεί εάν υιοθετηθούν μόνο πολιτικές συγκέντρωσης σε ήδη αναπτυγμένες περιοχές και αγνοηθούν περιοχές υποβαθμισμένες ή προικισμένες με ευνοϊκές προοπτικές ανάπτυξης. Φυσικά, οι τάσεις της αγοράς έχουν επιβάλλει μια δεδομένη πραγματικότητα 1 Στο κείμενο αυτό μεταφέρονται, αν και με ριζική αναδιατύπωση, και ορισμένες από τις σκέψεις και θέσεις, που περιλαμβάνονται σε πρόσφατο ερευνητικό πρόγραμμα του Ε.Μ.Πολυτεχνείου, στο οποίο μετείχε ο Λ. Βασενχόβεν, Καθηγητής ΕΜΠ, μέλος της ομάδας και της παρούσας πρότασης, ως υπεύθυνος των χωροταξικών θεμάτων του προγράμματος. Βλ. Ε.Μ.Πολυτεχνείο και ΥΠΕΧΩΔΕ, Στρατηγικό Σχέδιο Χωρικής Ανάπτυξης για την Αθήνα-Αττική, Ερευνητικό Πρόγραμμα (επιστημονικός υπεύθυνος: Κ.Γεράρδη, Αναπλ. Καθηγήτρια ΕΜΠ), 2003. Κάποια αποσπάσματα του παρόντος κειμένου υπάρχουν και σε άλλα κείμενα μας με παρεμφερές αντικείμενο. 1
δυναμικών κέντρων, των οποίων όμως πρέπει να βελτιωθούν οι περιβαλλοντικές συνθήκες λειτουργίας. Το κρίσιμο ζητούμενο είναι να υπάρξει μια δικαιότερη χωρική ρύθμιση, που να μην αντιστρατεύεται την αγορά (άρα, να εξασφαλίζει μεγαλύτερες συνέργειες), να ενσωματώνει τόσο τα υφιστάμενα δυναμικά κέντρα, όσο και κάποια που περνούν κρίση και που για διάφορους λόγους πρέπει να ενδυναμώσουμε (π.χ. το ιστορικό κέντρο της Αθήνας), και να επιτυγχάνει μεγαλύτερο βαθμό συνεργασίας και συμπληρωματικότητας μεταξύ τους, χωρίς να φθάνει σε μη ρεαλιστική διασπορά. Το σχέδιο πρέπει να εκκινεί από ορισμένες βασικές στρατηγικές επιλογές. Δεν αναφερόμαστε στα θέματα μεταφορών (π.χ. στην ιεράρχηση του οδικού δικτύου, που συμβάλλει σε μια ευκρινέστερη πολεοδομική δομή, ή στην επέκταση των μέσων μαζικών μεταφορών, που αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο της βιώσιμης ανάπτυξης της πόλης), διότι θεωρούμε τις σχετικές επιλογές δεδομένες. Το ίδιο ισχύει και για την αναβάθμιση και προβολή του κέντρου της Αθήνας. Προτιμούμε να δώσουμε έμφαση σε επιλογές που δεν έχουν κατά την γνώμη μας συγκεντρώσει ως τώρα το απαιτούμενο ενδιαφέρον. Εκτιμάται ότι πρώτη ανάμεσα σ αυτές τις επιλογές δεν είναι τόσο η ενίσχυση του διεθνούς ρόλου της πόλης και η ενδυνάμωση των οικονομικών της επιδόσεων, που αποτελεί μια προϋπόθεση της μελλοντικής ανάπτυξης, όσο η ανάγκη εξασφάλισης της κοινωνικής αποδοχής. Εξάλλου, και το τελευταίο Σχέδιο Ανάπτυξης (2000-2006), έχει θέσει ως κυρίαρχο στόχο, που αποκαλείται Γενικός Αναπτυξιακός Στόχος, την «ανάδειξη του διεθνούς ρόλου της Πρωτεύουσας, με παράλληλη εξομάλυνση των ενδοπεριφερειακών ανισοτήτων και της ποιότητας ζωής». Το σχέδιο λοιπόν πρέπει να καθιερωθεί στην συνείδηση των αρμόδιων φορέων και, ακόμη περισσότερο, των πολιτών. Θα πρέπει να έχει στοιχεία που να εμπνέουν τους πολίτες και να τους πείθουν ότι πρόκειται για κάτι διαφορετικό από τις κρατικές πολιτικές, στις οποίες έχουν ως τώρα συνηθίσει, ότι δεν διαπνέονται αποκλειστικά από μια λογική δημοσίων έργων και ότι στοχεύουν σε μια κοινωνικά δικαιότερη χωροταξική οργάνωση, χωρίς να αγνοείται η ανάγκη οικονομικής ανάπτυξης και ενίσχυσης της παραγωγικότητας της οικονομίας της Πρωτεύουσας. Υπενθυμίζουμε λοιπόν μια υπο-κατηγορία στόχων, οι οποίοι κατά την άποψη μας συνδέονται στενά με τον ανωτέρω συλλογισμό: Καθιέρωση συνόλου μητροπολιτικής περιοχής ως ενιαίας ενότητας σχεδιασμού φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, Αναστροφή προτεραιοτήτων: Από τον δομημένο στο μη δομημένο περιβάλλον και από τον αναπτυγμένο δομημένο χώρο στις υποβαθμισμένες οικιστικές περιοχές, Εισαγωγή νέων μορφών αστικής ανάπτυξης, Αποσαφήνιση / ανάδειξη δομής πολεοδομικού συγκροτήματος, Προώθηση επιλεκτικών παρεμβάσεων μεγάλης εμβέλειας και συμβολικού χαρακτήρα, Ανατροπή συγκεντρωτικού μοντέλου χωρικής ανάπτυξης, Εξασφάλιση ισότητας στην χωρική κατανομή κοινωνικών εξυπηρετήσεων και υποδομών. Στην Αττική υπάρχει ήδη μια δυναμική που ευνοεί εξελίξεις στο οικονομικό τοπίο, για τις οποίες ο σχεδιασμός του χώρου δεν διαδραματίζει παρά ένα υποστηρικτικό ρόλο, τον οποίο και πρέπει να συνεχίσει να διαδραματίζει. Εκεί όπου μπορεί και πρέπει να έχει την πρωτοβουλία είναι στην εξομάλυνση των ενδοπεριφερειακών ανισοτήτων και στην 2
βελτίωση της ποιότητας ζωής. Πρέπει λοιπόν να εστιασθεί το "μήνυμα" αλλά και οι στόχοι του στρατηγικού σχεδίου στον κοινωνικό - περιβαλλοντικό ρόλο του, χωρίς να υποτιμάται η στήριξη, που δεν θα πάψει να παρέχει στους μηχανισμούς της ανάπτυξης, που αν δεν μπορεί αυτοδύναμα να κινήσει, πρέπει πάντως να διευκολύνει. Σύμφωνα με τα παραπάνω, κρίνεται ότι ο στρατηγικός σχεδιασμός της μητροπολιτικής περιοχής πρέπει να καθιερωθεί στην συνείδηση των πολιτών και κατοίκων της Αθήνας, πράγμα που θα εξαρτηθεί από τις επιδιώξεις, που προτείνουμε παρακάτω: Ισόρροπη και δικαιότερη κατανομή της ανάπτυξης, με στόχο την καλύτερη διάχυση της δυναμικής που έχει διαμορφωθεί στην Αθήνα. Η Ελληνική πρωτεύουσα δεν ανήκει βέβαια στις μεγάλες μητροπόλεις που συνηθίζουμε να ονομάζουμε World Cities, δεν παύει όμως να δέχεται τις επιρροές της οικονομική παγκοσμιοποίησης και της λεγόμενης "νέας οικονομίας", που είναι γνωστό ότι έχουν παράπλευρες συνέπειες, όπως η περιθωριοποίηση διαφόρων κοινωνικών ομάδων. Αυτά τα φαινόμενα και οι μεγάλες, πρόσφατες μεταναστευτικές εισροές μπορούν να πλήξουν τις, έστω και αναιμικές, προσπάθειες για βιώσιμη ανάπτυξη της πόλης. Γι αυτό και δίνουμε έμφαση στην καταπολέμηση των κοινωνικών ανισοτήτων, με μέτρα που σε μεγάλο βαθμό έχουν πολεοδομικό και χωροταξικό χαρακτήρα, όπως και στην συμμετοχή των πολιτών, όχι ως εκ των υστέρων γραφειοκρατική διαδικασία, αλλά ως δομικό στοιχείο της κατανόησης της λειτουργίας της Αθήνας. Σε μια τέτοια λογική εντάσσουμε και την απαραίτητη αναβάθμιση υποβαθμισμένων περιοχών και γειτονιών χαμηλών εισοδημάτων. Αναστροφή ενδιαφέροντος και μετάθεση της έμφασης από το δομημένο στο μη δομημένο περιβάλλον, που πρέπει να εκδηλωθεί τόσο στο έδαφος όσο και σε επίπεδο μεταβολής νοοτροπίας. Η συνέπεια μιας τέτοιας λογικής θα είναι ότι ο υποκείμενος σχεδιασμός θα ακολουθήσει την προτεραιότητα καλύτερης διαχείρισης και αναβάθμισης των «κενών» του αστικού χώρου και της περιαστικής ζώνης, πριν καν προβληματισθεί για την φροντίδα των «πλήρων», δηλαδή των οικοδομημένων ή οικοδομούμενων χώρων. Περιβαλλοντική και χωρική βιωσιμότητα, που συνεπάγεται και αυτή μια αντιστροφή προτεραιοτήτων. Κάτι τέτοιο σημαίνει χρήση μεθόδων, που αντιστρέφουν την σειρά σύλληψης, όχι απλώς αξιολόγησης, των έργων και πρωτοβουλιών, σε σχέση με το παρελθόν. Πρέπει να υπάρχουν μηχανισμοί που να εξασφαλίζουν ότι όλοι οι «δρώντες» (δημόσιοι, ιδιωτικοί, κοινωνικοί) εκκινούν κατά την ανάληψη πρωτοβουλιών (ακόμη και επιχειρηματικών, στον βαθμό που αυτό είναι ρεαλιστικό), από μια βάση βελτίωσης της πόλης, διότι αυτό συμφέρει όλους. Η πρώτη ερώτηση σε οποιονδήποτε σχεδιάζει ένα πρόγραμμα, μια πρωτοβουλία, ακόμη και μια επένδυση, πρέπει να είναι: Με ποιόν τρόπο συμβάλλει στην περιβαλλοντική και χωρική βιωσιμότητα; Οργάνωση του χώρου και αναγνωρισιμότητα του αστικού ιστού, με κατάλληλη οικολογική και πολιτιστική δικτύωση του χώρου και αποκατάσταση της ταυτότητας του αδόμητου και δομημένου χώρου. Ο κάτοικος της Αθήνας πρέπει να μπορεί να γνωρίσει την ιστορία της και την φυσική και ανθρωπογενή κληρονομιά του χώρου. Η ισοπεδωτική πολεοδομική λογική του παρελθόντος πρέπει να δώσει την θέση της σε μια πόλη που να προσφέρει εμπειρίες και γνώση. Οι παρεμβάσεις για αστική ανάπλαση, πρέπει να χαρακτηρίζονται από 3
διάθεση «ανασύνταξης» του χώρου 2. Σε μια τέτοια προοπτική εντάσσονται και οι αναγκαίες αναπλάσεις των τοπικών κέντρων, τα οποία έχουν υποκύψει και αυτά στην ισοπεδωτική μορφή ανάπτυξης που χαρακτήρισε τα τελευταία 40 χρόνια. Ελκυστικός δημόσιος χώρος και πολιτιστική φυσιογνωμία, που επιβάλλει την ανάληψη πρωτοβουλιών για στρατηγικές παρεμβάσεις στον τομέα των δημόσιων χώρων και των πολιτιστικών υποδομών μητροπολιτικής ή και εθνικής εμβέλειας. Τέτοιες πρωτοβουλίες συμβάλλουν στην διαμόρφωση της φυσιογνωμίας ενός κέντρου με υπερεθνική επιρροή, ενισχύουν την τουριστική οικονομία και την προσέλκυση νέων καινοτομικών δραστηριοτήτων, και τονώνουν το αίσθημα υπερηφάνειας των πολιτών για την πόλη τους. Η περίπτωση του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού και της μετατροπής του σε πάρκο πρασίνου, αναψυχής και πολιτισμού είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ανανέωση της δομής του μητροπολιτικού χώρου με την δημιουργία και ενίσχυση στρατηγικών - αποκεντρωμένων πόλων ανάπτυξης, που συμβάλλει τόσο στην καλύτερη οργάνωση του χώρου, όσο και στην δήλωση μιας συμβολικής θέλησης να αναληφθούν ριζοσπαστικές ενέργειες καινοτομικού χαρακτήρα. Ως τώρα, η εξάπλωση της μητροπολιτικής περιοχής δεν διαρθρώθηκε γύρω από χωρικά προσδιορισμένους κόμβους, με τρόπο που να εξασφαλίζει μια ορθολογική και ισόρροπη κατανομή στον ευρύτερο μητροπολιτικό χώρο. Δεν αξιοποιήθηκαν ακόμη οι χώροι που προσφέρουν νέες ευκαιρίες και δεν εμποδίσθηκε η αντιοικονομική εξάπλωση και η αντι-αειφορική αστική οργάνωση. Η αλλαγή της δομής θα βοηθήσει προς την κατεύθυνση μιας ορθολογικής και συνεκτικής χωροταξικής οργάνωσης και θα δημιουργήσει ένα δικαιότερο οικονομικό τοπίο, από την άποψη της απασχόλησης σε δυναμικούς και περιβαλλοντικά φιλικούς κλάδους. Μέσα σ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η αποκέντρωση των κεντρικών λειτουργιών και η δικτύωση και συμπληρωματικότητα των κέντρων, κυρίως από την άποψη υποδομών κοινωνικού χαρακτήρα. Είναι περιττό να τονισθεί η σημασία του στρατηγικού συντονισμού του σχεδιασμού των μεταφορών με την χωροταξική συγκρότηση της περιφέρειας. Συστηματική χωροταξική οργάνωση των πόλων εργασίας στους κλάδους μεταποίησης, αλλά και υπηρεσιών, θέμα που ταλανίζει από πολλά χρόνια την Αθήνα και τους φορείς σχεδιασμού και το οποίο πρέπει κάποτε να βρει λύση. Κρίσιμο θέμα, από άποψη περιβαλλοντικής προστασίας και από άποψη απασχόλησης σε μικρο-μεσαίες επιχειρήσεις, είναι η διάσπαρτη μεταποιητική δραστηριότητα, όπου πρέπει να βρεθεί μια ριζοσπαστική λύση, διότι αφορά σε όλο τον αστικό ιστό. Εξίσου όμως κρίσιμο, εάν πρόκειται να σχεδιασθεί με σοβαρότητα η μελλοντική Αθήνα της διεθνούς επιρροής και της μετάβασης σε υψηλής εξειδίκευσης τριτογενείς δραστηριότητες, είναι και το θέμα των επιχειρηματικών κέντρων με σωστές πολεοδομικές ρυθμίσεις, ελκυστικό περιβάλλον, προηγμένα τεχνολογικά δίκτυα και σωστά σχεδιασμένα κτίρια. Η προσέγγιση που αναπτύξαμε, έστω με διαγραμματικό τρόπο, έχει ορισμένες μεθοδολογικές συνέπειες. Η φύση του στρατηγικού σχεδιασμού επιβάλλει έναν προσεκτικό διαχωρισμό των παραμέτρων και διαστάσεων του σχεδιασμού, που είναι 2 Βλ. Λ. Βασενχόβεν, Αστικές Αναπλάσεις σε μια Σύγχρονη Μεγαλούπολη: Η περίπτωση του Ελαιώνα, στο Κείμενα στη Θεωρία και στην Εφαρμογή του Πολεοδομικού και του Χωροταξικού Σχεδιασμού, Δ.Γεωργουλής, επιμ., Παπαζήσης, Αθήνα, 1995, σελ. 375-397. 4
πραγματικά στρατηγικού χαρακτήρα, από εκείνες οι οποίες, αν και είναι σοβαρές στο τοπικό επίπεδο της καθημερινής ζωής, στερούνται αυτού του χαρακτήρα. Ο κίνδυνος που διατρέχει η σύνταξη ενός στρατηγικού πλαισίου δράσης είναι να αποτελματωθεί σε λεπτομέρειες και σε προσπάθειες επίλυσης προβλημάτων, που μπορούν καλύτερα να αντιμετωπισθούν σε ένα χαμηλότερο επίπεδο σχεδιασμού. Παρά την παραπάνω επισήμανση δεν αμφισβητείται ότι υπάρχουν θέματα στρατηγικού χαρακτήρα, που: Εκφράζονται στον χώρο με φαινόμενα διάχυτα, που επηρεάζουν και το τοπικό επίπεδο, ή Απαιτούν, πέραν άλλων δράσεων, και μια αντιμετώπιση συγκεντρωμένη στον χώρο, σχεδόν σημειακή, τουλάχιστον από την άποψη των εντοπισμένων παρεμβάσεων ή έργων. Ο στρατηγικός χαρακτήρας ενός πλαισίου ανάπτυξης μιας μητροπολιτικής περιοχής, όπως αυτή της Αθήνας, απαιτεί μια αντιμετώπιση, που είναι ταυτόχρονα χωρική και α-χωρική, που υιοθετεί δηλαδή μια προσέγγιση και τομεακή και χωρική, και είναι ακόμη ταυτόχρονα οριζόντια και κάθετη. Ως προς την τομεακή προσέγγιση: Οριζόντια μπορεί να είναι π.χ. μια εξέλιξη (ή ρύθμιση), που αφορά στην βιομηχανική δραστηριότητα στο σύνολο της, π.χ. στην μακροπρόθεσμη ένταξη της αποκλειστικά σε οροθετημένους και οργανωμένους χώρους, όπως είναι π.χ. οι Βιομηχανικές Επιχειρηματικές Περιοχές (ΒΕΠΕ), με καθορισμένα σχήματα διαχείρισης. Οριζόντια μπορεί να είναι επίσης μια συνολική εξέλιξη (ή ρύθμιση), που αφορά π.χ. στην χρήση τεχνολογίας παραγωγής φιλικής προς το περιβάλλον ή στην υποδοχή των οικονομικών μεταναστών γενικά ή στην χρήση συστημάτων πληροφορικής στις επιχειρήσεις ή στην συνεργασία μεταξύ οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α βαθμού κ.ά. Κάθετη μπορεί να είναι μια εξέλιξη (ή ρύθμιση), που αφορά π.χ. σε ένα κλάδο παραγωγής (π.χ. επιχειρήσεις τεχνολογίας επικοινωνιών και πληροφορικής ή επιχειρήσεις ηλεκτρονικού εμπορίου) ή σε μια κατηγορία, π.χ. σε ορισμένου μεγέθους, από άποψη απασχολουμένων ή ενεργειακής κατανάλωσης, επιχειρήσεις ή στους οικονομικούς μετανάστες ορισμένης χώρας προέλευσης ή στην ιεράρχηση αρμοδιοτήτων ανάμεσα σε επίπεδα διοίκησης. Ως προς την χωρική προσέγγιση: Οριζόντια μπορεί να είναι μια εξέλιξη (ή ρύθμιση), που αναφέρεται στο σύνολο του πολεοδομικού ιστού, δηλ. σε δραστηριότητες διάχυτες σε όλο σχεδόν τον πολεοδομημένο χώρο (π.χ. στην γενική κατοικία ή στο δίκτυο τοπικών εμπορικών κέντρων γειτονιών). Οριζόντιος είναι και ένας σχεδιασμός για το σύνολο του συστήματος μεταφορών ή μια πολιτική για την οικιακή κατανάλωση ενέργειας. Κάθετη είναι π.χ. μια εξέλιξη (ή ρύθμιση), που θίγει περιοχές ορισμένων χαρακτηριστικών (π.χ. παράκτιες ζώνες ή τοπικά κέντρα) ή συγκεκριμένες γεωγραφικές ενότητες (π.χ. ένα συγκεκριμένο δήμο ή την περιβάλλουσα το 5
αεροδρόμιο Σπάτων ζώνη) ή ορισμένες χρήσεις γης, π.χ. αναψυχής ή, ακόμη πιο ειδικές, π.χ. τους θερινούς κινηματογράφους. Κάθετη μπορεί να είναι και μια ιεράρχηση κοινωνικών υπηρεσιών ορισμένου τομέα, π.χ. περίθαλψης. Εχει λοιπόν μεγάλη σημασία να αποφευχθεί μια ανισοβαρής αντιμετώπιση τομεακών και χωρικών εξελίξεων και ρυθμίσεων και να αποτραπεί η ανισόρροπη έμφαση στις οριζόντιες δράσεις έναντι των κάθετων, και αντίστροφα. Πιο πιθανό όμως είναι να παραμεληθεί η τομεακή προσέγγιση, παρά η χωρική, πράγμα που δεν πρέπει να συμβεί. Είναι περιττό να τονισθεί ότι οι τομεακές εξελίξεις έχουν μακροπρόθεσμα σοβαρότατες χωρικές συνέπειες. Οσο για τις κάθετες ή οριζόντιες προσεγγίσεις, οι τελευταίες κινδυνεύουν περισσότερο να μην λάβουν την πρέπουσα σημασία, αν και σε μια καθαρά χωρική λογική, συνήθως αναγνωρίζεται η σημασία και των δύο. Ανεξάρτητα προς τον τυπικό χαρακτήρα του ΡΣΑ, από την άποψη του θεσμικού χαρακτηρισμού του ως «εργαλείου» σχεδιασμού», και με βάση το ισχύον νομικό πλαίσιο, ένα στρατηγικό σχέδιο για την Αθήνα οφείλει να λάβει υπόψη τις ευρύτερες εξελίξεις που την επηρεάζουν και να ενθαρρύνει στρατηγικές δράσεις, που δεν εμπίπτουν στις συμβατικές αντιλήψεις περί του περιεχομένου του πολεοδομικού και χωροταξικού σχεδιασμού. Μια τέτοια καινοτομική σύλληψη θα ήταν εξάλλου πολύ πιο συμβατή προς τους στόχους μιας αειφόρου ή βιώσιμης ανάπτυξης της μητροπολιτικής περιοχής. Τα «εργαλεία» που θα υπηρετήσουν μια τέτοια προσέγγιση του σχεδιασμού πρέπει να έχουν διατομεακό χαρακτήρα, που εκφεύγει της πολεοδομικής νομοθεσίας. Είναι εργαλεία «πολιτικής για τις πόλεις» και όχι εργαλεία φυσικού σχεδιασμού. Σε άλλο κείμενο μας, αναφερόμαστε σε τέτοιες πολιτικές και σε τέτοια εργαλεία που έτυχαν εφαρμογής σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις. Η χρήση τους στην Αθήνα ενδέχεται να χρειάζεται νομοθετικές ρυθμίσεις, χρειάζεται όμως κατ εξοχήν μια διαφορετική προσέγγιση συνεργασίας μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων δημόσιων φορέων, που ήταν η αχίλλειος πτέρνα των προσπαθειών που γνωρίσαμε στο παρελθόν. Χρειάζεται επίσης μια πιο ανοικτή και δημοκρατική προσέγγιση όλων των δυνάμεων που διαμορφώνουν την πόλη, με σύγχρονες μορφές κατοχύρωσης του διαλόγου και σύγχρονες τεχνικές υλοποίησης του διαλόγου. Το τελευταίο είναι και θέμα διαμόρφωσης των κατάλληλων στελεχών εμψύχωσης του διαλόγου και υιοθέτησης μιας καινοτομικής νοοτροπίας. 6