ΔΗΜΗΤΡ10Σ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ* - ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΩΡΑΙΤΗΣ' Η Ιστορική επαλληλία των πόλεων ως συνθετικό αίτημα για τον φυσικό σχεδιασμό Η ΕΠΑΛΛΗΛΙΑ: ΔΟΜΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ Χάρις στη συμμετοχή μας στο διαγωνισμό του Δήμου Αθηναίων για την περιοχή του Κεραμεικού το 1990, όπου το ζητούμενο ήταν η ανασύσταση της τρίτης, της «χαμένης» πλατείας στο αρχικό σχέδιο των Κλεάνθη και Σάουμπερτ για την Αθήνα, μπορέσαμε να μελετήσουμε επί τόπου τα τρία βασικά «στρώματα» στην ιστορία της περιοχής: α. Την αρχαία πόλη, σήμερα κατακερματισμένη σε μεγαλύτερες ή μικρότερες ανασκαφικές ενότητες, αλλά και υποθετικά παρούσα, κάτω από τα μεταγενέστερα στρώματα της πόλης που την κάλυψε, αντιπροσωπεύουν οι αρχαιολογικοί χώροι. Πρόκειται για τον ίδιο τον Κεραμεικό ανάμεσα στην απόληξη της οδού Ερμού και στην Πειραιώς,για την αρχαία Αγορά στη θέση της συνοικίας Βλασταρούς της παλιάς Αθήνας και επίσης για τους μικρότερους χώρους, σαν σφήνες που παρεμβάλλονται σε οικόπεδα της οδού Αδριανού. Το στρώμα αυτό έχει και την εντονότερη υψομετρική διαφορά από τα μεταγενέστερα, μια και βρίσκεται αρκετά μέτρα κάτω από τη σημερινή στάθμη της πόλης. Γι αυτό η προσέγγισή του απαιτεί συχνά μια κατάβαση είτε απότομη (όπως με τα κατακόρυφα μέτωπα της ανασκαφής) είτε μέσω μεταβατικών διαμορφώσεων. Στην ανέλιξη της καθημερινής ζωής της πόλης, οι αρχαιολογικοί αυτοί χώροι εμφανίζονται σαν τρύπες, σαν κενά στον ιστό. β. Την πόλη του 19ου αιώνα αντιπροσωπεύουν τα υπολείμματα από τον παλιότερο ιστό της πόλης, όπως κληροδοτήθηκε από την Τουρκοκρατία - και πιο πίσω, από τη Βυζαντινή Αθήνα - στη νέα πρωτεύουσα της Ελλάδας, σε συνδυασμό με τον καινούργιο ιστό που σχεδιάστηκε από τους Κλεάνθη-Σάουμπερτ, κατόπιν από τον Κλέντζε και τελικά, όπως κατέληξε να εφαρμοστεί μέσα από ατέλειωτες τροποποιήσεις και αλλαγές στη διάρκεια του περασμένου αιώνα. Οι δύο αυτοί ιστοί, θεωρητικά συμπληρωματικοί, στην πράξη συγκρούονται λόγω διαφορετικής υφής και υποκαθιστούν ο ένας τον άλλο. Αρχικά ο νεώτερος Φιλιππίδης Δημήτριος, Αρχιτέκτονας, αναπληρωτής καθηγητής Ε.Μ.Π. Μωραΐτης Κωνσταντίνος, Αρχιτέκτονας, επίκουρος καθηγητής Ε.Μ.Π. 17
Φ 6 ^ σ Φ ω δ ί Ο- <0 ω 9- ^ ο. ο ^ θ- ^ ο 'Ρ Ι Ε: ςο ο!ι3 - Ε" ο- σ ' 5 <ζΐ Ε" ^Γ ^ι53 I I -8' & ^ ^1 9 ^ Ι ϊ ϋ 1
ΝΕΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΠΑΛΙΕΣ υποτίθεται ότι σέβεται τον παλιότερο, του οποίου όμως η ύπαρξη θεωρείται μεταβατική: η οριστική ανασκαφή της παλιάς πόλης θα έφερνε στο φως την αρχαίο πόλη στο σύνολό της. Πρόκειται λοιπόν για έναν ιστό υπό προθεσμία. Τις πραγματικές προθέσεις -και δυνατότητες- της πόλης του 19ου αιώνα δείχνει καλύτερα από ο,τιδήποτε άλλο η εμφατική παρουσία του τραίνου που, λίγο πριν χαθεί στα έγκατα της πόλης για να πλησιάσει στο κέντρο, επιτελεί μια τολμηρή τομή ακριβώς πλάι στην αρχαία αγορά, δημιουργώντας έτσι ένα τελεσίδικο όριο και επιβάλλοντας ένα ισχυρό σύμβολο των νέων τεχνολογικών δυνατοτήτων. Η τομή όμως είναι τεχνητή: ο αρχαιολογικός χώρος θα ξεχυθεί κι από την άλλη πλευρά των γραμμών του τραίνου, θα περάσει νοερά κάτω από την οδό Αδριανού και θα αναδυθεί πάλι, μέσα στις ανασκαφές της Αμερικανικής Σχολής, από την απέναντι πλευρά του δρόμου. Κι εκεί η νεώτερη πόλη τελεί υπό προθεσμία, αφού οι απαλλοτριώσεις κάποτε θα διευρύνουν την επιφάνεια αυτών των αναζητήσεων. γ. Η σύγχρονη πόλη είναι η πόλη όπως εμφανίζεται σήμερα, ως συνονθύλευμα από τη μια μεριά της ισχυρής παρουσίας του δικτύου των δρόμων και των ελεύθερων χώρων του 19ου αιώνα και από την άλλη, των συνεχών αλλαγών και αντικαταστάσεων - συμπληρώσεων του ιστού με νεώτερες κατασκευές ή τη δημιουργία τεχνητών κενών, όπως στους υπαίθριους χώρους στάθμευσης. Όντας συνεπίπεδη με την πόλη του 19ου αιώνα, η σύγχρονη πόλη δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί απόλυτα από αυτήν. Συνυπάρχει μαζί της, καταστρέφοντας ή συντηρώντας την επιλεκτικά. Τα λεγάμενα «νεοκλασικά» ή «διατηρητέα» κτίρια, δηλαδή οι σημειακές επιβιώσεις από την πόλη του 19ου αιώνα, αποτελούσαν παλιότερα ένα μέτωπο που συνεχώς υποχωρούσε προς στη διείσδυση ολοένα νεώτερων στρωμάτων από κτιριακούς όγκους. Σήμερα έχει επιβληθεί μια απατηλή ισορροπία μεταξύ τους και τα παλιότερα κτίρια, σε αρκετές περιπτώσεις, επανασυνδέονται με τις σύγχρονες ανάγκες της πόλης. Άλλο υπόλειμμα του 19ου αιώνα είναι οι λιγοστοί χώροι πρασίνου περισσότερο σαν θέση παρά σαν σχήμα, μια και τα όριά τους συνεχώς προσαρμόζονται στις ανάγκες του αυτοκινήτου. Επειδή ανήκει στο παρόν, το τρίτο αυτό στρώμα της πόλης παγιώνει μια οριακή κατάσταση, ένα τέρμα στην εξέλιξή της, πέρα από το οποίο δεν μπορούμε να διαβλέψουμε τι θα επακολουθήσει. Άλλωστε και η ίδια η πόλη σε αυτές τις περιοχές αδυνατεί να αρθρώσει το μέλλον της, προτιμώντας να κάνει συνεχείς αναφορές στο παρελθόν της. Αυτό φαίνεται κατ' εξοχήν στο παράδειγμα της ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων -το πιο φιλόδοξο έργο που προτείνεται για το κέντρο της Αθήνας- αλλά και στις επιμέρους παρεμβάσεις για επανάχρηση τμημάτων του ιστού της νεοκλασικής Αθήνας, όπως στο Γκάζι (στην οδό Πειραιώς) και στο εργοστάσιο του Πουλόπουλου (στο Θησείο). Στην ίδια κατηγορία θα βάζαμε και τις τεχνητά απονεκρωμένες ζώνες της περιοχής, όπως είναι η άλλοτε συνοικία του Κεραμεικού που σήμερα βρίσκεται στην κατάψυξη. Πώς γίνονται αντιληπτές από τους κατοίκους της πόλης, τους χρήστες της, αυτές οι συσχετίσεις ανάμεσα στα διάφορα ιστορικά στρώματα στην περιοχή του 19
ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ - ΜΩΡΑΤΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Κεραμεικού; Μια πιθανή απάντηση στο ερώτημα θα ήταν η εξέταση του τρόπου που η ίδια η ζωή ανελίσσεται γύρω από επιμέρους τμήματα της περιοχής, μοιραία θέτοντας σε κίνηση τους μηχανισμούς της μνήμης και υφαίνοντας έναν ιστό αράχνης που απλώνεται προς όλες τις κατευθύνσεις, ικανόν να συλλάθει δυνητικά όλες τις παραπάνω εξαρτήσεις και ρηγματώσεις. Δεν έχουμε λοιπόν παρά να φανταστούμε τη χρήση της περιοχής σαν ένα σύνθετο σύστημα από ροές, στάσεις, πυκνώσεις που εκτελούνται σε καθημερινή βάση μέσα στον αστικό αυτό χώρο. Σύνθετο, γιατί συναποτελείται από πολλές επιμέρους δράσεις που εμείς πρέπει να ομαδοποιήσουμε αψού πρώτα τις κατηγοριοποιήσουμε με τη φαντασία μας. Ετσι θα διακρίναμε, για παράδειγμα, τις ροές των πεζών, κατοίκων και εργαζομένων στα εργαστήρια, στις βιοτεχνίες και στα μαγαζιά, από το σταθμό του τραίνου στην Αποστόλου Παύλου προς τους δαιδάλους στο Μοναστηράκι και στου Ψυρρή, ή προς τις ανηφοριές της γειτονιάς του Θησείου. Μετά θα ξεχωρίζαμε τους ίδιους τους πολύγλωσσους ανθρώπους της αγοράς, μιας πανάρχαιας υπαίθριας αγοράς που απλώνεται στα πεζοδρόμια της οδού Ασωμάτων γύρω από το βυζαντινό εκκλησάκι διεισδύοντας στον Ψυρρή, που σέρνεται κατά μήκος της οδού Αδριανού περιβάλλοντας τον Αγιο Φίλιππο και τις ειδικές αγορές που στήνονται βδομαδιάτικα στην Ερμού, πλάι στον αρχαιολογικό χώρο. Ολους αυτούς τους οργανωμένους αυστηρά σε περιχαρακωμένους χώρους και στέκια. Και φυσικά την πελατεία τους, τους αργόσχολους, τους τουρίστες, ντόπιους και ξένους, εκείνους που έρχονται ως εδώ με συγκεκριμένο σκοπό. Με άλλα λόγια, μια κοινωνική διαστρωμάτωση πιθανώς ανάλογη εκείνης που προηγούμενα διαγνώσαμε για τα ιστορικά στρώματα της πόλης ως φυσικής οντότητας. Εννοείται, με διαφορετική σύνθεση και αναλογία και προ πάντων, χωρίς απόλυτες αντιστοιχίες. Θα ήταν εύκολο, περισσότερο από ό,τι ίσως περιμέναμε, να μαντέψσυμε τι συνιστά αυτή την αναλογία. Νομίζουμε πως κυρίως η ομοιότητα βρίσκεται στη μίξη ετερόκλητων πληθυσμιακών ομάδων, που εδώ συνυπάρχουν κατ' εξαίρεση. Ολσι αυτοί που συνωθούνται στα στενά πεζοδρόμια, είτε χαζεύοντας και διασκεδάζοντας με το θέαμα γύρω τους είτε κάνοντας τη δουλειά τους, ανήκουν δηλαδή σε ασύμπτωτες κοινωνικά ομάδες, που κανονικά ανήκουν σε σαφώς περιχαρακωμένους τομείς της πόλης. Εδώ όμως έρχονται σε επαφή μεταξύ τους, συμβιώνοντας αρμονικά για ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Μπορεί όλη αυτή η μάζα να κυριαρχείται από ένα «λαϊκό» στοιχείο, αυτό που συνήθως προβάλλεται ως συστατικό της γραφικότητας της περιοχής, αλλά σε αυτήν συμβάλλσυν εξίσου αποφασιστικά και άλλα στοιχεία, που δε θα έπρεπε να αγνοηθούν. Αντίστοιχο λοιπόν του διάχυτου «λαϊκού» στοιχείου, μπορεί να θεωρηθεί ο ιστός της μικτής πόλης της Τουρκοκρατίας και του νεοκλασικισμού, που χαρακτηρίζει ολόκληρο το παλιό κέντρο της Αθήνας. Αντίστοιχο της απώτερης αρχαίας και βυζαντινής κληρονομιάς μπορεί εξίσου να θεωρηθεί το εξωτικό μίγμα από πρόσφυγες, αλλαδαπσύς και τσιγγάνσυς, που ελέγχει ένα μέρος αυτής της αγοράς. Η ίσως προτιμότερσ να ήταν να συσχετιστεί η παλιότερη πόλη με τις σε 20
ΝΕΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΠΑΛΙΕΣ δεύτερο χέρι πραμάτειες που αλλάζουν χέρι εδώ, όλα εκείνα τα προχωρημένα, ξεχασμένα, νοσταλγικά αντικείμενα που ξεθωριασμένα δείχνουν την ηλικία τους. Επίσης, με τις παλαιού τύπου, τις παραδοσιακές οικονομικές δραστηριότητες που ανθούν στην περιοχή, βασισμένες στη χειροτεχνία, στην πρωτογενή βιομηχανική παραγωγή και στα άλλοτε χρηστικά αντικείμενα που σήμερα κατέληξαν να γίνουν συλλεκτικά αντικείμενα τέχνης. Συνεχίζοντας την υπόθεσή μας, θα λέγαμε πως μικρό μέρος από όσους περιφέρονται ή εργάζονται μέσα στην περιοχή έχει ακριβή ιδέα του τι αντιπροσωπεύουν αυτά τα επάλληλα στρώματα της ιστορίας που αναδύονται μέσα από το σύγχρονο ιστό της πόλης. Εχουν επίγνωση της παρουσίας τους, αλλά χωρίς αυτό να συνοδεύεται από την αντίστοιχη γνώση του περιεχομένου τους, της σημασίας τους - εν τέλει της οποιοσδήποτε αξίας τους. Ζώντας και δουλεύοντας κάτω από την Ακρόπολη, σε χώρους που γνώρισαν αλλεπάλληλες διαδοχικές χρήσεις μέσα στην ιστορία, μπορούν κάπως αόριστα να αντιληφθούν την ιστορική προοπτική σαν ένα ορίζοντα που μας συνδέει με τους προγόνους -δηλαδή με ένα τομέα όπου η εθνοκεντρική ιδεολογία έχει σίγουρα αφήσει τα ίχνη της μέσω της βασικής εκπαίδευσης- αλλά τίποτα περισσότερο. Τα διάφορα «μνημεία» - αρχαία, βυζαντινά, της τουρκοκρατίας και της νεώτερης ιστορίας - είναι ένα καθημερινό σκηνικό, με το οποίον ο μέσος κάτοικος ή χρήστης συναλλάσσεται με μια φυσικότητα λόγω εθισμού. Ολα αυτά ανήκουν στη γενική κατηγορία του «παλιού» γι' αυτούς, που μπορεί δυνητικά να έχει αξία μόνον εψ' όσον γίνεται κράχτης, αλλά εξίσου πιθανό είναι να παίξει το ρόλο ενός «κενού» που αποκλείει κάποιες κινήσεις ή διεισδύσεις. Τα ρήγματα λοιπόν που διαπιστώνονται στον μεταποιημένο ιστό της πόλης, έτσι όπως αποκαλύπτουν την κρυμμένη στρωματογραφία της, απλά επαυξάνουν την πολυπλοκότητα του διαθέσιμου χώρου της για το άπλωμα των δραστηριοτήτων της περιοχής ενώ συνάμα πολλαπλασιάζουν το βαθμό αοριστίας στους τρόπους χρήσης της. Αυτό είναι ουσιαστικά που γίνεται αντιληπτό στην πλειοψηφία των χρηστών της και αυτό είναι που εμφανίζεται απέξω ως «χαοτική» ατμόσφαιρα, δηλαδή ως κάτι διαφορετικό, εξωτικό, ερεθιστικό. Η ΕΠΑΛΛΗΛΙΑ; ΣΥΝΘΕΤΙΚΗ ΕΠΙΛΟΓΗ Περιγράψαμε την πόλη ως επαλληλία ιστορικών σχηματισμών, ως επαλληλία δηλαδή πόλεων οι οποίες αναπτύχθηκαν διαδοχικά. Υποθέσαμε έμμεσα ότι το ουσιώδες σε αυτή την ιστορική παρατήρηση είναι η «διαφορά» ανάμεσα στα χαρακτηριστικά των επαλλήλων πολιτιστικών στρωμάτων της πόλης. Με την έννοια αυτή, ο ιστορικός χρόνος δεν είναι παρά ένας από τους φορείς, ο σημαντικότερος ίσως, αυτής της διαφοροποίησης των χαρακτηριστικών. Κινηθήκαμε στη συνέχεια προς τον εντοπισμό άλλων «διαφορών». Προς τη διαφορά των ηθών γενικά, προς την κοινωνική και πολιτιστική διαφορά. Προς την 21
ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ - ΜΩΡΑίΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ επαλληλία εκείνων των δράσεων, εκείνων των αστικών χρήσεων, οι οποίες έστω και αν αναπτύσσονται στην ίδια περίπου ιστορική περίοδο, αρνούνται εν τούτοις να αποσπάσουν πλήρη ταύτιση. Μένει ίσως να μιλήσουμε για την επαλληλία διαδοχικών ιστορικών στρωμάτων ανάπτυξης μιας πόλης ή για την επαλληλία διαδοχικών πόλεων, με τρόπο περισσότερο αφηρημένο. Θα ισχυριστούμε ότι η παράσταση των επάλληλων ιστορικών στρωμάτων προσφέρει στη σύγχρονη αρχιτεκτονική σκέψη μια αλληγορική εικόνα με εντονότατη επιρροή. Τα επάλληλα στρώματα φυλάνε στσ εσωτερικό τους τις επάλληλες προσπάθειες κοινωνικής οργάνωσης. Είναι φυσικό να αποτελούν ισχυρότατο εποπτικό παράδειγμα των διαφοροποιημένων ιστορικά προσεγγίσεων με τις σπσίες οι κοινωνίες «καταλαμβάνουν» τον αστικό χώρσ. Η ομηρική Τροία δεν είναι παρά ένα από τα επάλληλα επίπεδα μιας ακσλσυθίας πόλεων, από τις σπσίες η κάθε μια διεκδίκησε τον απόλυτο έρωτα της ιστορίας. Εντούτοις, κάθε μια από αυτές τις αυτάρεσκες πόλεις- ακόμα και αυτή πσυ ο τυφλός ραψωδός απαθανάτισε - όλες αυτές οι πόλεις, χωρίς εξαίρεση, υποχώρησαν μπρος στις πιέσεις των επομένων αιώνων. Απέδειξαν χωρίς να το θέλουν τον περιορισμένο χρονικό τους ορίζοντα. Απέναντι σε αυτό τον περιορισμό της συνείδησης, απέναντι στην αδυναμία των παλαιότερων πολιτισμών να γνωρίσουν σε Βάθος αυτά που προηγήθηκαν, να προ- Βλέψουν όσα θα τους διαδεχθούν και να συντεθούν μαζί τους, η σύγχρονη ερευνητική όραση διαθέτει υποθετικά αυξημένη δυνατότητα σύνθεσης. Και αυξημένο εύρος συνείδησης, αφσύ στρέφοντας το Βλέμμα αντίστροφα, μπορεί μέσα από τη διαφάνεια των ανασκαφών να δι-είδει, ταυτόχρσνα σχεδόν, τις επάλληλες, περιορισμένες στσ στρώμα τους ιστορικές συνειδήσεις. Εν τούτσις, ούτε αυτή η σύγχρονη, συγκριτική κριτική όραση μπσρεί σσβαρά να υποστηρίξει αυτό πσυ η διευρυμένη συνείδησή της θα έλπιζε: Πως μπορεί, δηλαδή, να προβλέψει πλήρως, να προ-σχεδιάσει πλήρως το μέλλον. 22 Ας επιστρέφουμε στις επάλληλες πόλεις ως εικόνα αλληγορική. Ενταγμένη στην αρχιτεκτονική σύνθεση μπορεί να «σημαίνει» τη διεύρυνση της σύγχρονης συνείδησης πσυ περιγράψαμε ήδη. Τη διάθεση να κατανοήσουμε το νου των άλλων πόλεων που προηγήθηκαν και να συνθέσουμε αυτή την ιστορική ευαισθησία σε σύγχρονες αστικές δομές. Ή μπορεί η αναφορά στις επάλληλες πόλεις να «σημαίνει» μια Βαθύτερη ακόμη ευαισθησία. Αυτήν που, πίσω από κάθε εκφραστικό εγχείρημα, αναγνωρίζει τον περιορισμένο χρονικό του ορίζοντα, τη χρονική σχετικότητά του. Τότε ίσως η επαλληλία των αστικών στρωμάτων, η επαλληλία των αστικών χρήσεων δεν είναι απλά ένα πρακτικό γεγονός, που η αρχιτεκτονική ή η πολεοδομική σκέψη είναι υπσχρεωμένη να εξετάσει. Είναι επιπλέσν ένα «σημείο», μια συμβολική χειρσνομία του αρχιτέκτονα ή του πολεοδόμου, η οποία εγκαθίσταται στσ σχεδιασμό του, προκειμένου να υπενθυμίζει μια σειρά από θεωρητικές απόψεις και ιδεσλσγήματα. Κεντρικό σημείσ αυτών
ΝΕΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΠΑΛΙΕΣ των απόψεων φαίνεται να είναι η διαπίστωση τσυ σύγχρονου ανθρώπου πως η δημιουργία, το έργο, το τέχνημα, οι αστικές δομές όπως και τα αστικά ήθη, θα υποστούν αναπότρεπτα τις φροντίδες του χρόνου. Διαπίστωση 6έ6αια που καθορίζει το σύνολο του σύγχρονου στοχασμού. Θα ήταν κοινότυπο ίσως να παρατηρήσουμε πως η επαλληλία των διαδοχικών ιχνών κατοίκησης, που μπορούμε να αναγνωρίσουμε ανασκάπτοντας τον αστικό χώρο, προσφέρει μιαν από τις γλαφυρότερες απεικονίσεις διαδικασιών, που οι ανθρωπιστικές επιστήμες θα μπορούσαν να περιγράφουν με τον όρο «διαχρονία». Η θα μπορούσαμε να αναφερθούμε στην επαλληλία των διαδοχικών ερμηνειών, κεντρικότατο ίσως πρόβλημα της φιλολογικής θεωρίας, όπως και στη σχέση επαλληλίας που θα παρατηρούσαμε ανάμεσα σε διαδσχικά κείμενα. «Ενα παλίμψηστο είναι μια περγαμηνή από την οποία έξυσαν την πρώτη γραφή, ώστε να χαράξουν μιαν άλλη, η οποία εν τούτοις δεν αποκρύπτει τελείως την πρώτη, έτσι ώστε να μπορεί να αναγνωσθεί, λόγω της δια-φάνειας, το παλιό κάτω από το νέο. Θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει επομένως παλίμψηστα, με τρόπο μεταφορικό, ή «υπερκείμενα», όλο εκείνα τα έργα που προήλθαν από ένα προηγούμενο έργο, μέσω μετασχηματισμού ή μίμησης».^ Ωστε η επαλληλία των εκφραστικών ή των δημιουργικών προσεγγίσεων αποτελεί αντικείμενο κοινού ενδιαφέροντος για πολλές θεωρητικές περιοχές. Αν η μεταφορική αναφορά του παλίμψηστου και οι απόψεις για τη «διακειμενικότητα» απασχολούν κυρίως τη θεωρία της λογοτεχνίας, κοινός τόπος είναι ότι κάθε εκφραστικό σύστημα αποτελεί το αποτέλεσμα ιστσρικής ανάπτυξης. Ωστε η αρχαιολογική προδιάθεση, η αναγνώριση και αξιολόγηση τσυ ιστορικού πρότερου, η προσέγγισή του με επίμονες ανασκαφές στο χώρο της κοινωνικής μνήμης, παύει να αναγνωρίζεται ως αποκλειστικό μέλημα ειδικευμένων επιστημόνων και διαχέεται στσ ευρύτερο πεδίο της νεώτερης δημιουργικής σκέψης. Αυτή η «ερασιτεχνική», για έναν επαγγελματία ιστορικό ή αρχαιολόγο, διάθεση δεν απσδεικνύει πως σι σύγχρονοι άνθρωποι των τεχνών στηρίζονται υποχρεωτικά σε στέρεη ιστσρική παιδεία. Αποδίδει μάλλον την συμβολική αναφορά, στην οποίαν ήδη αναφερθήκαμε: σύμφωνα με αυτήν, τσ εύρος της συνείδησης του δημιουργού οφείλει να είναι ιστορικό, μνημονικό, χρονικό. Ο καλλιτέχνης δεν γνωρίζει τι να ανασκάψει - αλλά η ανασκαψή, ο σχολιασμός αναγνωρίζσνται ως απαραίτητα στοιχεία. Η αναγνώριση της γενεσιουργού επαλληλίας προβάλλεται με την έννοια αυτή ως καίριο συνθετικό αίτημα, ακόμα και αν η σύνθεση, μέσω του αρχιτέκτονα-σχεδιαοτή για παράδειγμα, δε θα κατορθώσει να προσδιορίσει τα περιγράμματα των επάλληλων στρωμάτων. Αυτή η «ερασιτεχνική» στάση ιστσρικής αναφοράς είναι λοιπόν πολύ συχνά ένα ιδεσλόγημα, δηλαδή μια ιδεσλογική τάση, που ο φορέας της δεν μπορεί να ελέγξει επαρκώς. Εν τούτοις αυτός ο «ερασιτεχνισμός» αποδίδει όλη τη συναισθηματική 1. Θ. ΟθπθΙΙθ, Ρ3ΐίπΊρ5θ3ίθ8. ί 3 Ιίίΐ6Γ3ΐυΓ6 30 Β βοοηά ύβργέ, 1_θ δθυιι, Παρίσι 1982. 23
ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ - ΜΩΡΑΐΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ εμπλοκή την οποίαν υπονοεί η ελληνική γλώσσα - την αγάπη για τις καλές τέχνες και τα πολιτιστικά πράγματα και την ενασχόληση μαζί τους χάριν αυτής της αγάπης.^ ΑΑΛά πιστεύουμε επίσης ότι αυτή η διάθεση ιστορικής αναφοράς συνδέεται με μια δεισιδαιμονική σχεδόν τελετουργία. Μέσα από αυτήν, ο σύγχρονσς δημιουργός θυσιάζει προς χάριν του πανδαμάτορος, ελπίζοντας έτσι να εξιλεωθεί για την ενδόμυχη πολιτιστική τσυ αλαζονεία... για την ενδόμυχή του ελπίδα να υπερβεί τη χρονική φθορά. 2. Ας θυμηθούμε την Εταιρία των Ερασιτεχνών (Βοοίθίγ ο ί ΟίΙΙβΟηΙί), που ιδρύθηκε στο Λονδίνο το 1736. 24
ΕΡΙΦΥΛΗ ΣΠ. ΚΑΝΙΝΙΑ* Κριτήρια διατήρησης των αρχαιοτήτων που αποκαλύπτονται κατά τη διάρκεια σωστικών ανασκαφών: μια προσπάθεια συστηματικής καταγραφής και αξιολόγησης «Ο κόσμος είναι ανάμνηση που αρχίζει από τη λήθη» Δ. Π απαδίτσας Η επέκταση και η ευρεία ανοικοδόμηση των ελληνικών πόλεων που άρχισε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και κορυφώθηκε τις δύο τελευταίες δεκαετίες είχε σαν μια βασική συνέπεια τη διάσπαση των ρυθμών της μέχρι τότε εξέλιξης των οικιστικών συνόλων και την αναθεώρηση της σχέσης τους με τον περιβάλλοντα χώρο τόσο στην οικολογική όσο και στην πολιτιστική του διάσταση. Η αναθεώρηση αυτή προκύπτει κυρίως από την απότομη κλιμάκωση των επεμβάσεων στο χώρο και συγκεκριμένα: α) από την πολλαπλάσια κάλυψη - κατοίκηση εκτάσεων γης (με συνέπεια την αλλαγή της χρήσης τους από αγροτική σε οικιστική) γύρω και πέρα από τα όρια των δήμων. 6) από τα μεγάλα βάθη των γενικών εκσκαφών και τα μεγάλα μεγέθη των νέων κατασκευών. γ) από τις εκάστοτε αυξήσεις των συντελεστών δόμησης που επέψεραν μια βαθμιαία κατάργηση των ιδιωτικών κήπων και των ευρυχωριών ανάμεσα στα κτίρια. δ) από την κατεδάφιση πολλών αξιόλογων κτιρίων που προσδιόριζαν την αρχιτεκτονική φυσιογνωμία των οικιστικών συνόλων και την αντικατάστασή τους με ουδέτερα και εκτός κλίμακας κτίσματα και, τέλος, ε) από τις εκτελέσεις ποικίλλων κοινωφελών και δημοσίων έργων, όπως, για παράδειγμα, διαπλατύνσεις και διαμορφώσεις δρόμων και πλατειών, εγκαταστάσεις υδρευτικών και αποχετευτικών αγωγών καθώς και σύγχρονων καλωδιώσεων ΔΕΗ και ΟΤΕ, κατασκευές λεωφόρων, γεφυρωμάτων και ανισόπεδων διαβάσεων, υπογείων χώρων στάθμευσης και ακόμα -γιατί όχι;- μετρό. * Κανίνια Εριφύλη, Αρχαιολόγος, ΚΒ' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου. 1 1
ΚΑΝ1ΝΙΑ ΕΡΙΦΥΛΗ Στα πλαίσια της παρούσας ανακοίνωσης δε θα αναφερθούμε στα αίτια (κυρίως οικονομικά και κοινωνικά) που επέφεραν την παραπάνω κλιμάκωση- ωστόσο, παρατηρούμε ότι η νέα φυσιογνωμία των ελληνικών πόλεων χαρακτηρίζεται από μια ομοιομορφία προτύπων ανάπτυξης, τα οποία ανάγονται σε καθολικές πολιτιστικές αξίες εκμηδενίζοντας σταδιακά ή αγνοώντας τα ιδιαίτερα δεδομένα του εκάστοτε οικιστικού συνόλου. Σε συνάρτηση με την αναπτυξιακή δραστηριότητα των ελληνικών πόλεων εξελίχθηκε και το σωστικό ανασκαφικό έργο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, το οποίο διεξάγεται σε δύο επίπεδα επιστημονικής πρακτικής: α) της πλήρους τεκμηρίωσης των αποκαλυπτόμενων αρχαιοτήτων και 6) της αξιολόγησης και προστασίας τους- και ενώ στο πρώτο επίπεδο διεξάγεται μια, συνήθως μακρόχρονη, κλειστή ερευνητική διαδικασία, δηλαδή η σωστική ανασκαφή, η οποία ως κύρια επίπτωση έχει την αναστολή της αναπτυξιακής - κατασκευαστικής δραστηριότητας χωρίς όμως να επεμβαίνει στον αρχικό σχεδιασμό της, στο δεύτερο επίπεδο έγκειται το ουσιαστικό πρόβλημα της αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο εξ ορισμού αντίθετων δεδομένων; του παλαιού και του νέου ή, ακριβέστερα, του αρχαίου και του σύγχρονου. Η αντιπαράθεση αυτή διατυπώνεται με το εξής ερώτημα που εκφράζει τη διαλεκτική σχέση των παραπάνω δεδομένων; μέχρι ποίου σημείου πρέπει να υποχωρήσει το παλαιό έναντι του νέου; Και αντιστρόφως; μέχρι ποίου σημείου να προχωρήσει το νέο έναντι του παλαιού; Στην περίπτωση των αρχαιοτήτων που αποκαλύπτονται κατά τη διάρκεια σωστικών ανασκαφών η διαλεκτική σχέση παλαιού - νέου (ή αρχαίου - σύγχρονου) νοείται ως η δυνατότητα διατύπωσης σειράς κριτηρίων που αποφαίνονται γι αυτή καθαυτή την υπόσταση των αρχαίων σε αναφορά προς το εξελισσόμενο δομημένο περιβάλλον και τα οποία λειτουργούν κατ επέκταση και ως προσδιοριστικοί παράγοντες διατήρησης και προστασίας τους. Και παρ όλο που οι προσδιοριστικοί αυτοί παράγοντες είναι άμεσα συνδεδεμένοι με την ιδιαίτερη ατομικότητα της εκάστοτε σωστικής ανασκαφής, εν τούτοις επιδέχονται μια - τουλάχιστον θεωρητική - κατάταξη σε δύο κατηγορίες; στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται οι προσδιοριστικοί παράγοντες που αφορούν κυρίως την επιστημονική υπόσταση των αρχαίων, ενώ στη δεύτερη αυτοί που παραπέμπουν στον συσχετισμό τους με την αντίληψη της φυσιογνωμίας της νέας πόλης. Ο προσδιορισμός της επιστημονικής υπόστασης των αρχαίων ως κριτήριο διατήρησης και προστασίας τους προϋποθέτει σαφή προσδιορισμό των στόχων της επιστημονικής έρευνας για κάθε συγκεκριμένη πόλη όπου διεξάγονται σωστικές ανασκαφές- στην προκειμένη περίπτωση την επιστημονική έρευνα πρέπει να εκλάβουμε όχι στην αφηρημένη θεωρητική μορφή της αλλά σε άρρηκτο συνδυασμό με την πρακτική της αποτελεσματικότητα, δηλαδή το ρεαλιστικό επιδιωκόμενο της δέουσας διατήρησης των αρχαίων στον ακριβή τόπο εύρεσής τους. Με βάση τους στόχους της επιστημονικής έρευνας είναι δυνατόν να καθοριστούν τα εξής κριτήρια διατήρησης των αρχαίων που αποκαλύπτονται σε σωστικές ανασκαφές; 12
ΝΕΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΠΑΛΙΕΣ α) Η σ π ο υ δ α ιό τη τα ή η μ ο να δ ικό τη τα του α ρ χα ίο υ : Το κριτήριο τούτο ενέχει την αυτονόητη σημασία του- η αξιολόγηση των αποκαλυπτόμενων αρχαίων - σε σχέση με τους στόχους της επιστημονικής έρευνας - ως «σπουδαίων» ή «μοναδικών» επιβάλλει τη διατήρησή τους για περαιτέρω πληρέστερο συσχετισμό με άλλα αρχαιολογικά δεδομένα. Αν και η «σπουδαιότητα» ή «μοναδικότητα» νοούνται εδώ αποκλειστικά ως κριτήρια επιστημονικής αναφοράς, συχνά εμπεριέχουν και αισθητικές προεκτάσεις για τις οποίες θα γίνει λόγος παρακάτω. 6) Ο δ ιδ α κ τ ικ ό ς χα ρα κτήρ α ς του α ρ χα ίο υ : Το κριτήριο αυτό αναψέρεται είτε σε μεμονωμένα μνημεία, είτε σε ευρύτερα σύνολα που διασώζουν με σαφήνεια τα τυπικά χαρακτηριστικά μιας συγκεκριμένης επιστημονικής κατηγορίας (όπως για παράδειγμα τάφοι - θάλαμοι, θεμέλια οικιών, αποχετευτικοί αγωγοί κ.ά.) και μπορούν να λειτουργήσουν ως διδακτικά πρότυπα. Παρ όλα αυτά, ο διδακτικός χαρακτήρας των αρχαίων συνιστά ένα μάλλον αμφισβητήσιμο κριτήριο διατήρησης (καθ όσον υπάρχει η δυνατότητα της ακριβούς φωτογραφικής και σχεδιαστικής αποτύπωσης για τη διδακτική εποπτεία) και θα πρέπει γενικά να αξιολογείται ως συμπληρωματικό σε σχέση με τα υπόλοιπα συνεξεταζόμενα κριτήρια. γ) Η αναγκαιότητα της επιστημονικής τεκμηρίωσης, μελέτης, επιμέτρησης και τοπογραφικής επαλήθευσης: Η διατήρηση αρχαίων για τη δυνατότητα ευχερούς ελέγχου των δεδομένων της έρευνας κρίνεται ως απαραίτητη συνήθως όχι αυτοτελώς αλλά σε συνάρτηση με το πρώτο κριτήριο που ήδη έχει αναφερθεί, δηλαδή της «σπουδοιότητας» ή «μοναδικότητάς» τους η αναγκαιότητα της επί τόπου μελέτης ή επιμέτρησης των διατηρημένων αρχαίων αφορά κυρίως «σπουδαία» ή «μοναδικά» μνημεία που η επανεξέτασή τους σε σύγκριση με νεώτερα στοιχεία από πιο πρόσφατες σωστικές ανασκαφές προσδιορίζει την εξέλιξη της έρευνας και την τυχόν αναθεώρηση επιστημονικών συμπερασμάτων παρ όλα αυτά, η διατήρηση λιγότερο σημαντικών μνημείων μπορεί να κριθεί ως αυτοτελώς αναγκαία κυρίως για την εξασφάλιση τοπογραφικής αναφοράς σε περιπτώσεις ευρύτερης συνθετικής εργασίας, όπως για παράδειγμα, επαλήθευση και σύνδεση επιμέρους τοπογραφικών σχεδίων προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως βάσεις δεδομένων Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών. Σε αντίθεση με τα παραπάνω κριτήρια διατήρησης αρχαίων που αποκαλύπτονται σε σωστικές ανασκαφές, τα οποία εμπεριέχουν μια μονοσήμαντη θεώρηση της σχέσης των μνημείων με το ούγχρονο δομημένο περιβάλλον (αυτή της επιστημονικής ωφελιμότητας), η δεύτερη κατηγορία κριτηρίων παραπέμπει, όπως έχει ήδη διατυπωθεί, στον συσχετισμό των μνημείων με την αντίληψη της φυσιογνωμίας της σύγχρονης πόλης. Ουσιαστικά, τα κριτήρια που περιλαμβάνονται στη δεύτερη αυτή κατηγορία αναλύουν και αξιολογούν τον παραπάνω συσχετισμό ως προς τις εξής (δυνάμει) εκδοχές του: α) Την αλληλοσύνδεση του υπό διατήρηση μνημείου με την περιέχουσα - περι- 13
ΚΑΜΙΝΙΑ ΕΡΙΦΥΛΗ βάλλουσα νέα κατασκευή ή διαμόρφωση: Σε αυτή την εκδοχή του, ο συσχετισμός των μνημείων με την αντίληψη της φυσιογνωμίας της σύγχρονης πόλης θεωρητικά εκλαμβάνεται ως εξισορρόπηση μορφών στο χώρο με πρόσθετο δεδομένο αρχιτεκτονικού σχεδιασμού τα υπό διατήρηση αρχαία που έχουν αποκαλυψθεί σε σωστικές ανασκαφές παρ όλα αυτά, παρατηρούμε ότι σε επίπεδο πρακτικής εφαρμογής ο σχεδιασμός κάποιου υπό ανέγερση νέου κτιρίου ή μιας μελετώμενης διαμόρφωσης ενός κοινοχρήστου χώρου προσαρμόζεται μόλις εκ των υστέρων στην αναγκαιότητα της διατήρησης των αρχαιοτήτων που αποκαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια της σωστικής ανασκαφής που προηγήθηκε. Ωστόσο, ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, προκύπτουν κάποιες -έστω στοιχειώδεις- νέες αρχιτεκτονικές προτάσεις πσυ θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν με πρόσθετες επεμβάσεις (όπως, για παράδειγμα, κατάλληλους καθαρισμούς και μονώσεις, φωτισμούς, συστήματα φυσικού ή τεχνητού εξαερισμού, διαμόρφωση προσβάσεων κ.ά.), ώστε να αποτελόσουν υποδείγματα εφαρμογής σχεδιαστικών-κατασκευαστικών λύσεων διατήρησης αρχαίων σε συνθήκες εκτεταμένης οικοδόμησης, όπως συμβαίνει στις περισσότερες ελληνικές πόλεις κάτω από τέτοιες συνθήκες, η αλληλοσύνδεση των υπό διατήρηση μνημείων με την περιέχουσα-περιβάλλουσα νέα κατασκευή ή διαμόρφωση αναφέρεται κυρίως στη δυνατότητα συγκριτικής αντιπαράθεσής τους ως προς τις κλίμακες μεγεθών και τις αισθητικές αξίες. β) Την ιστορική και αισθητική αναφορά της σύγχρονης πόλης Η δεύτερη αυτή εκδοχή του συσχετισμού των μνημείων με την αντίληψη της φυσιογνωμίας της σύγχρονης πόλης περικλείει το καθαρά ιδεολογικό μέρος της θεωρητικής προσέγγισης στο πρόβλημα της διατήρησης αρχαίων που αποκαλύπτονται σε σωστικές ανασκαφές ουσιαστικά, η παραπάνω εκδοχή αποτελεί μια ανώτερη διαβάθμιση κριτηρίων διατήρησης που αναφέρονται στην κοινωνική λειτουργία των μνημείων και τα οποία απορρέουν από τον προσδιορισμό της «σπουδαιότητας» ή «μοναδικότητας» των μνημείων, όπως έχει ήδη διατυπωθεί ως στοιχείο της επιστημονικής τους υπόστασης: σε σχέση με την αντίληψη της φυσιογνωμίας της σύγχρονης πόλης, ο προσδιορισμός αυτός της «σπουδαιότητας» ή «μοναδικότητας» των υπό διατήρηση μνημείων ανάγεται στις έννοιες της ιστορικότητας και της αισθητικής αυτονομίας τους. Η ιστορικότητα, ως κριτήριο διατήρησης, σημαίνει κυρίως τη δυνατότητα ταύτισης των αποκαλυπτόμενων αρχαίων με τους ιστορικούς όρους της ύπαρξής τους η ταύτιση αυτή, ωστόσο, θα πρέπει να ξεπεράσει τα όρια της κλειστής ερευνητικής διαδικασίας που διεξάγεται κατά τις σωστικές ανασκαφές και να νοηθεί ως ερμηνευτική μετάθεση του μνημείου-στοιχείου του παρελθόντος στη διάσταση του παρόντος μέσα από την αέναη επαλληλία των μετασχηματισμών της σύγχρονης πόλης έτσι η έννοια του μνημείου προσλαμβάνει σ όλη της την καθαρότητα τη σημασία της πρωταρχικής του λειτουργίας ως ιστορικής αναφοράς: «εις μνήμην άγειν τε καί παράδοσιν τοϊς έπιγινομένοις» (ΡοΙγό., Ηίδί., 2, 35, 5). Η παραπάνω ερμηνευτική μετάθεση του μνημείου-στοιχείου του παρελθόντος στη διάσταση του παρόντος προσδιορίζει επιπλέον και το κριτήριο της αισθητι- 14
ΝΕΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΠΑΛΙΕΣ κής αυτονομίας του, δηλαδή τη δυνατότητα της αναγνώρισής του ως αυτοτελούς μορφής στο χώρο' κατά κανόνα, τα αρχαία που αποκαλύπτονται σε σωστικές ανασκαψές είναι αποσπασματικές μορφές - λείψανα κατασκευών μεγαλύτερης ή μικρότερης κλίμακας που η αισθητική αυτοτέλειά τους απορρέει από την ερμηνεία της λειτουργικής τους υπόστασης: η λειτουργική αυτή υπόσταση των αποκαλυπτόμενων αρχαίων (δηλαδή η κατασκευαστική δομή και ο χρηστικός προορισμός τους) στην αρχαιολογική της θεώρηση ανάγεται σε δεδομένο μορφολογικής εξέλιξης των στοιχείων του ανασκαπτόμενου χώρου κατά την ερευνώμενη χρονική περίοδο η αισθητική ποιότητα αυτών των αποσπασματικών μορφών που ανασύρονται στη διάσταση του παρόντος έχει το νόημα μιας μυστικής πρόσληψης της παρελθούσας πόλης που υπαινικτικά πλέον μας φανερώνεται. Στην ανακοίνωση αυτή, η οποία αποτελεί μια θεωρητική προσέγγιση, δεν εξετάστηκαν καθόλου οι πρακτικές προϋποθέσεις διατήρησης αρχαίων πσυ αποκαλύπτσνται σε σωστικές ανασκαφές, όπως τα πσικίλα τεχνικά πρσβλήματα καθώς και νομικά ζητήματα, τα οποία ανακύπτουν με συχνότατα καθοριστική σημασία για την τύχη των αρχαίων τα κριτήρια διατήρησης, όπως αναπτύχθηκαν παραπάνω, αφορούν κυρίως την αξιολόγηση -με αρχαιολογικά δεδομένα- των ίδιων των αποκαλυπτόμενων αρχαίων ως δυνάμει ενεργών και πολυδιάστατων στοιχείων της νέας πόλης. Οι αρχαιότητες περικλείουν τη μυστική δύναμη να παραπέμπουν στους όρους δημιουργίας του αρχαίου πνεύματος. Οι αλλεπάλληλοι μετασχηματισμοί των πόλεων, όπως ανιχνεύονται στις σωστικές ανασκαφές, εκφράζουν τις πολυκύμαντες τύχες αυτού του αρχαίου πνεύματος που αποκαλύπτεται στην αποκρυσταλλωμένη έκφανσή του. Και -ας μη λησμονείται- ότι αποστολή του πνεύματος είναι να «κοσμεί» και να «σώζει». 15