αἱρέω αἱρήσω εἷλον ᾕρηκα to take, capture αἱρεθήσοµαι ᾑρέθην ᾕρηµαι



Σχετικά έγγραφα
System Principal Parts Tenses and Voices

δακρύω δακρύσω ἐδάκρυσα δεδάκρυκα δεδάκρυμαι (I am in tears): to cry, weep

The Ultimate ATHENAZE I Verb Chart STRONG AORIST. 1stPP Future Aorist Perfect

PRINCIPAL PARTS OF GREEK VERBS in CORE VOCABULARY STEMS ENDING in VOWELS

Chapter 15-α. Athematic 2 nd Aorists ACTIVE. PARADIGMS (lists of forms) BASIC PATTERN indic imperat inf ptc

Το παρόν βοήθημα απευθύνεται σε μαθητές όλων των τάξεων Γυμνασίου και Λυκείου

PRINCIPAL PARTS OF GREEK VERBS in CORE VOCABULARY COMPOUND VERBS

STAMTIJDEN PER VERBUM (kleine lijst)

CH12 α, β GRK 102 Handout

STAMTIJDEN PER TIJDSTAM (kleine lijst) Deze lijst bevat de stamtijden die in de woordenlijst opgenomen zijn.

CH11 α/β GRK 101 Handout

a) ξυνελών τε λέγω τήν τε πᾶσαν πόλιν τῆς Ἑλλάδος παίδευσιν εἶναι. b) Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας.

OCR Greek GCSE Word List Produced by Eton College

Shell Remove Greek Vacation Work

Chapter 2 * * * * * * * Introduction to Verbs * * * * * * *

LESSON 14 (ΜΑΘΗΜΑ ΔΕΚΑΤΕΣΣΕΡΑ) REF : 202/057/34-ADV. 18 February 2014

ἔ-λου-σα-ν ἐ-λού-σα-σθεσθε Thematische Verben auf - ω Aoristbildung: (1) schwacher Aorist -σα oder -α Sg. Sg. Pl. Pl.

PRINCIPAL PARTS OF GREEK VERBS IN CORE VOCABULARY

Σχηματισμός της οριστικής. Ενρινόληκτων και υγρόληκτων ρημάτων α' συζυγίας

BECAUSE WE REALLY WANT TO KNOW WHAT YOU THINK ABOUT SCHOOL AND YOUR GARDEN. Fairly true If I decide to learn something hard, I can.

Greek Vocabulary List For: Antiphon, Second Tetralogy. Count, Word, Short Definition,

Guide to Principal Parts of Regular Verbs

Living and Nonliving Created by: Maria Okraska

λέ-λου-μαι λέ-λου-νται λε-λού-μεθα λέ-λου-σθε

Let s agree to disagree (έκφραση που χρησιμοποιείτε σε κάποιο διάλογο όταν διαφωνούμε 100%, σημαίνει: ας συμφωνήσουμε ότι διαφωνούμε)

ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟΣ ΑΤΑ ΛΟΓΟΣ ΗΜΑΤΩ ΤΗΣ ΑΡ ΧΑΙΑΣ ΕΛΛ ΗΝΙΚΗΣ

LESSON 28 (ΜΑΘΗΜΑ ΕΙΚΟΣΙ ΟΚΤΩ) REF : 201/033/28. 2 December 2014

Η αντίσταση στην ανθρωπιστική ψυχοθεραπεία

GCSE (9 1) Classical Greek

GREEK GRAMMAR I Future Active and Middle-Deponent Indicative Tense Dr. Marshall

System Principal Parts Tenses and Voices

= το να βοηθάς τους έχοντες ανάγκη = άγριος ανταγωνισμός

Vocabulary. Chapter 2 Verbs: Chapter 2 Verbs: lead, bring write pursue have sacrifice hinder, prevent loose, set free send carry, bear flee guard

Midterm test Study Guide. A) Nominative, Genitive and Accusative endings and use. Nominative WHO does the action

Writing for A class. Describe yourself Topic 1: Write your name, your nationality, your hobby, your pet. Write where you live.

CH12 α, β GRK 102 Handout

Croy Lesson 10. Kind of action and time of action. and/or Redup. using the verb λύω

14 Lesson 2: The Omega Verb - Present Tense

Most Common Ancient Greek Verbs. First Aorists

τεύχος #20, Οκτώβριος#Νοέμβριος#Δεκέμβριος 2009, περιοδικό των Μεγάλων Οδηγών

Weekend with my family

College Greek Exam Syllabus Fifth Annual Exam (2013)

STAMTIJDEN PER VERBUM (grote lijst) Deze lijst bevat de stamtijden van alle verba uit de woordenlijst die één of meer onregelmatigheden

LESSON 16 (ΜΑΘΗΜΑ ΔΕΚΑΕΞΙ) REF : 202/059/36-ADV. 4 March 2014

Enclosed is the ATH2010 group s collation for chapter 11β (part 1) of Athenaze (Ἀθήναζε).

Modern Greek *P40074A0112* P40074A. Edexcel International GCSE. Thursday 31 May 2012 Morning Time: 3 hours. Instructions. Information.

Επιμέλεια : Παναγιώτης Γ. Αθανασόπουλος. εἴργω ἐλαύνω ἐλέγχω ἕλκω ἐλπίζω ἐνθυμέομαι-οῦμαι ἐννοέω-ῶ ἐντέλλομαι ἔξεστι (απρόσωπο) ἔοικα ἐπανορθόω-

C 10 α GRK 101 andout

9.09. # 1. Area inside the oval limaçon r = cos θ. To graph, start with θ = 0 so r = 6. Compute dr

ΟΡΟΛΟΓΙΑ -ΞΕΝΗ ΓΛΩΣΣΑ

EL AORISTO ejercicios. 1 ἀόριστος

LESSON 9 (ΜΑΘΗΜΑ ΕΝΝΙΑ) REF: 202/053/29-ADV. 14 January 2014

ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ

Vocabulary for the second semester

LESSON 6 (ΜΑΘΗΜΑ ΕΞΙ) REF : 201/045/26-ADV. 10 December 2013

αἰσχρός, αἰσχρά, αἰσχρόν (comp. αἰσχίων) ἀγαθός, ἀγαθή, ἀγαθόν ἄδικος, ἄδικον ῥᾴδιος, ῥᾳδία, ῥᾴδιον (comp. ῥᾴων) δίκαιος, δικαία, δίκαιον

-ω conjugation deponent

Croy Greek English Number in NT 0 χριστός annointed ἐρῶ fut. of λέγω I say, speak 96 0 εἴτε...εἴτε if if, whether or 65 0 κἀγώ and I, I also 84

Please be sure that your kid memorized the song. Students homework -Pg.2: Read the song and the translation 3 times.

PERSON PRIMARY. Aorist. Present Future Perfect (Subjunctive) Aorist. Passive. Future SECONDARY. Passive. Imperfect Aorist Pluperfect (Optative)

ask after ρωτώ για κάποιον (να μάθω νέα του) back down υποχωρώ, εγκαταλείπω (κάποια απαίτησή μου) back out υπαναχωρώ, αθετώ (υπόσχεση, δέσμευση) bank

1 ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΟΤΕΡΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

expertise εὐχή, ἡ θόρυβος, ὁ noise, din, hustle and bustle κίνδυνος, ὁ danger Λακεδαιµόνιος, Spartan θύρα, ἡ κελευστής, ὁ

3.4 SUM AND DIFFERENCE FORMULAS. NOTE: cos(α+β) cos α + cos β cos(α-β) cos α -cos β

LESSON 9 (ΜΑΘΗΜΑ ΕΝΝΙΑ) REF : 101/011/9-BEG. 14 January 2013

ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΑΠΟ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΩΡΑ ΓΙΑ ΜΕΛΕΤΗ!!! ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΡΗΜΑΤΩΝ

Κατανοώντας και στηρίζοντας τα παιδιά που πενθούν στο σχολικό πλαίσιο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ. Ψηφιακή Οικονομία. Διάλεξη 7η: Consumer Behavior Mαρίνα Μπιτσάκη Τμήμα Επιστήμης Υπολογιστών

Οδηγίες Αγοράς Ηλεκτρονικού Βιβλίου Instructions for Buying an ebook

ECON 381 SC ASSIGNMENT 2

Word Lexical Parsing Defintion Jas 1:1 χαίρειν χαίρω Verb present active infinitive to rejoice; hail

Vocabularies for J. W. Roberts

Eng Greek.voc , p1

Στεγαστική δήλωση: Σχετικά με τις στεγαστικές υπηρεσίες που λαμβάνετε (Residential statement: About the residential services you get)

College Greek Exam Syllabus Fourth Annual Exam (2012)

Παιχνίδι Μυστηρίου: Η χαμένη βαλίτσα Mystery Game: The missing luggage (προτείνεται να διδαχθεί στο Unit 4, Lesson 2, Αγγλικά ΣΤ Δημοτικού)

The rape of Persephone / Vocabulary

Study guide for the 2 nd quarter test on Vima 19. 1) Study the translation and the vocabulary of the following passages:

ΟΡΟΛΟΓΙΑ - ΞΕΝΗ ΓΛΩΣΣΑ

CE/Scholarship Greek VOCAB list(s)

Chapter 54. The First and Second Aorist Indicative Passive

Paper Reference. Paper Reference(s) 1776/04 Edexcel GCSE Modern Greek Paper 4 Writing. Thursday 21 May 2009 Afternoon Time: 1 hour 15 minutes

Advanced Subsidiary Unit 1: Understanding and Written Response

SPECIAL VERBS (auxiliary verbs) (βοηθητικά ρήµατα)

ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ 1

TEST 17 MAGGIO PRONOMI: pronome relativo (prolessi e attrazione) cfr. scheda in fot.

Στην παθητική φωνή η έμφαση δίνεται στην πράξη όχι στο ποιος την διέπραξε.

ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ (LISTENING)

LESSON 26 (ΜΑΘΗΜΑ ΕΙΚΟΣΙ ΕΞΙ) REF : 102/030/ November 2014

ΟΡΟΛΟΓΙΑ -ΞΕΝΗ ΓΛΩΣΣΑ

Code Breaker. TEACHER s NOTES

LESSON 12 (ΜΑΘΗΜΑ ΔΩΔΕΚΑ) REF : 202/055/32-ADV. 4 February 2014

ἥλιος, ὁ υἱός, ὁ ἵππος, ὁ region old man γέρων (γεροντ-), ὁ νοῦς (νόος contr.) mind, sense πλοῖον, τό πόλεµος, ὁ ῥαψῳδός, ὁ στρατηγός, ὁ δοῦλος, ὁ

MR. DICKSON'S METHOD FOR BAND Book Two

Κάρτες Υπευνθύμισης για τη Λήψη Φαρμάκων

Right Rear Door. Let's now finish the door hinge saga with the right rear door

1999 MODERN GREEK 2 UNIT Z

ΑΓΓΛΙΚΑ IV. Ενότητα 14: Revision of all verbal forms PP. Ιφιγένεια Μαχίλη Τμήμα Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών

Objectives-Στόχοι: -Helping your Child become a fantastic language learner «Βοηθώντας το παιδί σας να γίνει εξαιρετικό στην εκμάθηση γλωσσών» 6/2/2014

Transcript:

GREEK 201 WORDLIST Α ἄγαµαι ἀγάσοµαι ἠγάσθην / ἠγασάµην to admire ἀγγέλλω ἀγγελῶ ἤγγειλα ἤγγελκα to announce ἀγγελθήσοµαι ἠγγέλθην ἤγγελµαι ἀγείρω ἀγερῶ ἤγειρα ἀγήγερκα to gather ἀγερθήσοµαι ἠγέρθην ἀγήγερµαι ἀγορεύω ἐρῶ εἴπον εἴρηκα to speak ῥηθήσοµαι ἐρρήθην εἴρηµαι ἄγω ἄξω ἤγαγον ἦχα to lead ἀχθήσοµαι ἤχθην ἦγµαι ᾄδω ᾄσοµαι ᾖσα to sing ᾀσθήσοµαι ᾔσθην ᾖσµαι αἰδέοµαι αἰδέσοµαι ᾐδέσθην ᾔδεσµαι to respect, fear (ἐπ)αινέω (ἐπ)αινέσοµαι (ἐπ)ῄνεσα (ἐπ)ῄνεκα to praise (ἐπ)αινεθήσοµαι (ἐπ)ηνέθην αἱρέω αἱρήσω εἷλον ᾕρηκα to take, capture αἱρεθήσοµαι ᾑρέθην ᾕρηµαι αἱρέοµαι αἱρήσοµαι εἱλόµην ᾕρηµαι to choose αἴρω ἀρῶ ἦρα ἦρκα to lift ἀρθήσοµαι ἤρθην ἦρµαι αἴροµαι (ἀροῦµαι) ἠράµην ἦρµαι to take up for oneself αἰσθάνοµαι αἰσθήσοµαι ᾐσθόµην ᾔσθηµαι to perceive

αἰσχύνω αἰσχυνῶ ᾔσχυνα to shame αἰσχύνοµαι αἰσχυνοῦµαι ᾐσχύνθην to be ashamed αἰτιάοµαι αἰτιάσοµαι ᾐτιασάµην ᾐτίαµαι to blame αἰτιαθήσοµαι ᾐτιάθην ᾐτίαµαι ἀκούω ἀκούσοµαι ἤκουσα ἀκήκοα to hear ἀκουσθήσοµαι ἠκούσθην ἤκουσµαι ἀκροάοµαι ἀκροάσοµαι ἠκροασάµην ἠκρόαµαι to listen to ἀλέξοµαι ἀλεξήσοµαι ἠλεξάµην to ward off ἁλίσκοµαι ἁλώσοµαι ἑάλων / ἥλων ἑάλωκα / ἥλωκα to be taken ἀλλάττω ἀλλάξω ἤλλαξα ἤλλαχα to change ἀλλαξήθοµαι / ἠλλάχθην / ἤλλαγµαι ἀλλαγήσοµαι ἠλλάγην ἁµαρτάνω ἁµαρτήσοµαι ἥµαρτον ἡµάρτηκα to miss the mark ἁµαρτηθήσοµαι ἡµαρτήθην ἡµάρτηµαι ἁµιλλάοµαι ἁµιλλήσοµαι ἡµιλλήθην ἡµίλληµαι to race, contend ἀµύνω ἀµυνῶ ἤµυνα to ward off ἀµύνοµαι ἀµυνοῦµαι ἠµυνάµην to defend oneself ἀµφιέννυµι ἀµφιῶ ἠµφίεσα to clothe ἀµφιέννυµαι ἀµφιέσοµαι ἠµφιεσάµην ἠµφίεσµαι to be wearing

ἀµφισβητέω ἀµφισβητήσω ἠµφεσβήτησα ἠµφεσβήτηκα to argue, doubt ἀµφισβητηθήσοµαι ἠµφεσβητήθην ἠµφεσβήτηµαι ἀναγκάζω ἀναγκάσω ἠνάγκασα ἠνάγκακα to force ἀναγκασθήσοµαι ἠναγκάσθην ἠνάγκασµαι ἀναλίσκω ἀναλώσω ἀνήλωσα ἀνήλωκα to expend ἀναλωθήσοµαι ἀνηλώθην ἀνήλωµαι ἀνέχοµαι ἀνέξοµαι ἠνεσχόµην ἠνέσχηµαι to endure ἀνιάω ἀνιάσω ἠνίασα ἠνίακα to distress ἀνιάοµαι ἀνιάσοµαι ἠνιάθην ἠνίαµαι to be distressed ἀνοίγνυµι / ἀνοίγω ἀνοίξω ἀνέῳξα / ἠνοίξα ἀνέῳχα to open ἀνεῴχθην ἀνέῳγµαι (ἀπ)αντάω (ἀπ)αντήσοµαι (ἀπ)ήντησα (ἀπ)ήντηκα to (go to) meet ἀνύω / ἀνύτω ἀνύσω ἤνυσα ἤνυκα to accomplish ἀνυσθήσοµαι ἠνύσθην ἤνυσµαι ἀπαγορεύω ἀπερῶ ἀπεῖπον ἀπείρηκα to forbid; proclaim ἀπαλλάττοµαι ἀπαλλάξοµαι / ἀπηλλάγην / to go away from ἀπαλλαγήσοµαι ἀπηλλάχθην ἀπεχθάνοµαι ἀπεχθήσοµαι ἀπηχθόµην ἀπήχθηµαι to be hated ἀποδίδοµαι ἀποδώσοµαι ἀπεδόµην ἀποδέδοµαι to give away, sell ἀποκρίνοµαι ἀποκρινοῦµαι ἀπεκρινάµην ἀποκέκριµαι to answer, reply ἀπολαύω ἀπολαύσοµαι ἀπέλαυσα ἀπολέλαυκα to enjoy

ἀπόλλυµαι ἀπολοῦµαι ἀπωλόµην ἀπόλωλα to perish ἀπολογέοµαι ἀπολογήσοµαι ἀπελογησάµην ἀπολελόγηµαι to say in one s defence ἀπορέω ἀπορήσω ἠπόρησα ἠπόρηκα to be at a loss ἀποφαίνοµαι ἀποφανοῦµαι ἀπεφηνάµην to explain ἅπτω ἅψω ἧψα to fasten ἁφθήσοµαι ἥφθην ἧµµαι ἅπτοµαι ἅψοµαι ἡψάµην ἧµµαι to touch ἀρέσκω ἀρέσω ἤρεσα to please ἀρκέω ἀρκέσω ἤρκεσα to be sufficient; aid ἁρµόττω ἁρµόσω ἥρµοσα ἥρµοκα to fit (together) ἁρµοσθήσοµαι ἡρµόσθην ἥρµοσµαι ἀρνέοµαι ἀρνήσοµαι ἠρνήθην ἤρνηµαι to deny ἁρπάζω ἁρπάσοµαι ἥρπασα ἥρπακα to seize ἁρπασθήσοµαι ἥρπασθην ἥρπασµαι ἄρχω ἄρξω ἦρξα ἦρχα to rule ἄρξοµαι / ἀρχθήσοµαι ἤρχθην ἦργµαι ἄρχοµαι ἄρξοµαι ἠρξάµην to begin αὐλίζοµαι αὐλιοῦµαι ηὐλισάµην / ηὐλίσθην ηὔλισµαι to pass the night in the open air αὔξω / αὐξάνω αὐξήσω ηὔξησα ηὔξηκα

to increase αὐξήσοµαι / αὐξηθήσοµαι ηὐξήθην ηὔξηµαι ἀφικνέοµαι ἀφίξοµαι ἀφικόµην ἀφῖγµαι to arrive ἄχθοµαι ἀχθέσοµαι / ἠχθέσθην to be unwilling ἀχθεσθήσοµαι Β βαδίζω βαδιοῦµαι ἐβάδισα βεβάδικα to walk βαίνω βήσοµαι ἔβην βέβηκα to go βάλλω βαλῶ ἔβαλον βέβληκα to throw βληθήσοµαι ἐβλήθην βέβληµαι βιάζοµαι βιάσοµαι ἐβιασάµην βεβιάσµαι to force βιασθήσοµαι ἐβιάσθην βεβιάσµαι βιβάζω βιβῶ ἐβίβασα to cause to go βιόω βιώσοµαι ἐβίωσα / ἐβίων βεβίωκα to live βλάπτω βλάψω ἔβλαψα βέβλαφα to harm βλαβήσοµαι ἐβλάβην βέβλαµµαι βοάω βοήσοµαι ἐβόησα βεβόηκα to shout βούλοµαι βουλήσοµαι ἐβουλήθην βεβούληµαι to be willing, wish Γ

γαµέω γαµῶ ἔγηµα γεγάµηκα to marry (a woman) γαµέοµαι γαµοῦµαι ἐγηµάµην γεγάµηµαι to marry (a man) γελάω γελάσοµαι ἐγέλασα γεγέλακα to laugh γελασθήσοµαι ἐγελάσθην γεγέλασµαι γεύω γεύσω ἐγεύσα γέγευκα to give a taste γεύοµαι γεύσοµαι ἐγευσάµην γέγευµαι taste γηράσκω γηράσοµαι ἐγήρασα γεγήρακα to grow old γίγνοµαι γενήσοµαι ἐγενόµην γεγένηµαι / γέγονα to become; happen γιγνώσκω γνώσοµαι ἔγνων ἔγνωκα to recognize γνωσθήσοµαι ἐγνώσθην ἔγνωσµαι γράφω γράψω ἔγραψα γέγραφα to write γραφήσοµαι ἐγραφην γέγραµµαι γράφοµαι γράψοµαι ἐγραψάµην γέγραµµαι to indict Δ δάκνω δήξοµαι ἔδακον δέδηχα to bite δηχθήσοµαι ἐδήχθην δέδηγµαι δέω δήσω ἔδησα δέδεκα to bind δεθήσοµαι ἐδέθην δέδεµαι δέοµαι δήσοµαι ἐδησάµην to bind (for oneself) δέω δεήσω ἐδέησα δεδέηκα to lack

δέοµαι δεήσοµαι ἐδεήθην δεδέηµαι to beg δεῖ δεήσει ἐδέησε(ν) δεδέηκε(ν) it is necessary δείδω δείσοµαι ἔδεισα δέδοικα / δέδια to fear δείκνυµι δείξω ἔδειξα δέδειχα to show, point δειχθήσοµαι ἐδείχθην δέδειγµαι δέχοµαι δέξοµαι ἐδεξάµην δέδεγµαι to receive διαλλάττοµαι διαλλάξοµαι / διηλλάγην/ διήλλαγµαι to reconcile διαλλαγήσοµαι διηλλάχθην διανοέοµαι διανοήσοµαι / διενοήθην διανενόηµαι to plan διανοηθήσοµαι διαφέροµαι to differ, argue διηνέχθην διδάσκω διδάξω ἐδίδαξα δεδίδαχα to teach διδαχθήσοµαι ἐδιδάχθην δεδίδαγµαι διδράσκω δράσοµαι ἔδραν δέδρακα to run away δίδωµι δώσω ἔδωκα (ε δοµεν) δέδωκα to give δοθήσοµαι ἐδόθην δέδοµαι διώκω διώξω / διώξοµαι ἐδίωξα δεδίωχα to pursue διωχθήσοµαι ἐδιώχθην δεδίωγµαι δοκέω δόξω ἔδοξα to seem δοκεῖ δόξει ἔδοξε(ν) δέδοκται it seems good δράω δράσω ἔδρασα δέδρακα to do δρασθήσοµαι ἐδράσθην δέδραµαι

δύω δύσω ἔδυσα to cause to sink δυθήσοµαι ἐδύθην δέδυµαι δύοµαι / δύνω δύσοµαι ἔδυν δέδυκα to put on (clothes) enter δύναµαι δυνήσοµαι ἐδυνήθην / ἐδυνάσθην δεδύνηµαι to be able δυστυχέω δυστυχήσω ἐδυστύχησα δεδυστύχηκα to be unlucky Ε ἐάω ἐάσω εἴασα εἴακα to let ἐάσοµαι εἰάθην εἴαµαι ἐγείρω ἐγερῶ ἤγειρα ἐγήγερκα to wake up (trans.) ἐγερθήσοµαι ἠγέρθην ἐγήγερµαι ἐγείροµαι ἐγεροῦµαι ἠγρόµην ἐγρήγορα to wake up (intrans.) ἐθέλω / θέλω ἐθελήσω / θελήσω ἠθέλησα / ἐθέλησα ἠθέληκα to be willing, wish to blossom ἐθίζω ἐθιῶ εἴθισα εἴθικα to accustom ἐθισθήσοµαι εἰθίσθην εἴθισµαι εἴκω εἴξω εἶξα to yield εἴκω to resemble ἔοικα εἰµί to be ἔσοµαι εἴργω εἴρξω / εἵρξω εἷρξα to shut in εἵρχθην εἷργµαι ἐκπλήττω ἐκπλήξω ἐξέπληξα ἐκπέπληγα

to astonish ἐκπλαγήσοµαι / ἐξεπλήχθην / ἐκπέπληγµαι ἐκπληθήσοµαι ἐξεπλάγην ἐλαύνω ἐλῶ ἤλασα ἐλήλακα to drive ἐλαθήσοµαι ἠλάθην ἐλήλαµαι ἐλέγχω ἐλέγξω ἤλεγξα to question ἐλεγχθήσοµαι ἠλέγχθην ἐλήλεγµαι ἕλκω ἕλξω εἵλκυσα εἵλκυκα to drag ἑλκυσθήσοµαι εἱλκύσθην εἵλκυσµαι ἐµποδίζω ἐµποδιῶ ἐνεπόδισα ἐµπεπόδικα to hinder ἐναντιόοµαι ἐναντιώσοµαι ἠναντιώθην ἠναντίωµαι to be against ἐνεδρεύω ἐνεδρεύσω ἐνήδρευσα ἐνήδρευκα to lie in ambush ἐνθυµέοµαι ἐνθυµήσοµαι ἐνεθυµήθην ἐντεθύµηµαι to consider ἐξετάζω ἐξετάσω ἐξήτασα ἐξήτακα to examine ἐξετασθήσοµαι ἐξητάσθην ἐξήτασµαι ἔοικα to seem ἐπείγω ἐπείξω ἤπειξα ἤπεικα ἐπείγοµαι ἐπείξοµαι ἠπείχθην ἤπειγµαι to urge on ἐπιθυµέω ἐπιθυµήσω ἐπεθύµησα ἐπιτεθύµηκα to desire, long for ἐπιλανθάνοµαι ἐπιλήσοµαι ἐπελαθόµην ἐπιλέλησµαι to forget ἐπιµελέοµαι ἐπιµελήσοµαι ἐπεµελήθην ἐπιµεµέληµαι to care for ἐπιορκέω ἐπιορκήσω ἐπιώρκησα ἐπιώρκηκα

to swear falsely ἐπίσταµαι ἐπιστήσοµαι ἠπιστήθην to understand ἕποµαι ἕψοµαι ἑσπόµην to follow ἐράω / ἐράοµαι ἐρασθήσοµαι ἠράσθην to love ἐργάζοµαι ἐργάσοµαι εἰργασάµην / ἠργασάµην εἴργασµαι to work ἔρχοµαι εἶµι / ἐλεύσοµαι ἦλθον ἐλήλυθα to go, come ἐρωτάω ἐρωτήσω ἠρώτησα ἠρώτηκα to ask ἐρωτηθήσοµαι ἠρωτήθην ἠρώτηµαι ἐσθίω ἔδοµαι ἔφαγον ἐδήδοκα to eat ἐδήδεσµαι εὑρίσκω εὑρήσω ηὗρον ηὕρηκα to find, discover εὑρεθήσοµαι ηὑρέθην ηὕρηµαι εὐφραίνω εὐφρανῶ ηὔφρανα to make glad εὐφραίνοµαι εὐφρανοῦµαι ηὐφράνθην to be glad εὔχοµαι εὔξοµαι ηὐξάµην εὖγµαι to pray, vow, boast ἔχω ἕξω / σχήσω ἔσχον ἔσχηκα to have, hold; be; be able ἔχοµαι ἕξοµαι / σχήσοµαι ἐσχόµην ἔσχηµαι to cling to (ἀµπ)έχοµαι ἀµφέξοµαι ἠµπεσχόµην to be wearing

Ζ ζάω to live ζήσω ζεύγνυµι ζεύξω ἔζευξα to yoke ζευχθήσοµαι ἐζεύχθην ἔζευγµαι Η ἡβάω ἡβήσω ἥβησα ἥβηκα to be young ἡγέοµαι ἡγήσοµαι ἡγησάµην ἥγηµαι to lead, believe ἥδοµαι ἡσθήσοµαι ἥσθην to be glad ἥκω ἥξω to (have) come ἡττάοµαι ἡττήσοµαι / ἡττηθήσοµαι ἡττήθην to defeat ἥττηµαι Θ θάλλω θαλλήσω ἔθηλα τέθηλα to flourish θάπτω θάψω ἔθαψα τέταφα to bury ταφήσοµαι ἐτάφην τέθαµµαι θαυµάζω θαυµάσοµαι ἐθαύµασα τεθαύµακα to admire, wonder at θαυµασθήσοµαι ἐθαυµάσθην τεθαύµασµαι θεάοµαι θεάσοµαι ἐθεασάµην τεθέαµαι to behold, look on θέω to run θεύσοµαι

(ἀπο)θνήσκω (ἀπο)θανοῦµαι (ἀπ)έθανον (ἀπο)τέθνηκα to die θύω θύσω ἔθυσα τέθυκα to sacrifice τυθήσοµαι ἐτύθην τέθυµαι θύοµαι θύσοµαι ἐθυσάµην τέθυµαι to sacrifice θυµόοµαι θυµώσοµαι ἐθυµώθην / ἐθυµωσάµην τεθύµωµαι to be angry Ι ἰάοµαι ἰάσοµαι ἰασάµην ἴαµαι I heal ἰαθήσοµαι ἰάθην ἵεµαι ἥσοµαι εἵµην εἷµαι to rush ἵηµι ἥσω ἧκα (εἷµεν) εἷκα to send ἑθήσοµαι εἵθην εἷµαι ἵστηµι στήσω ἔστησα to make stand σταθήσοµαι ἐστάθην ἕσταµαι ἵσταµαι στήσοµαι ἐστησάµην ἕσταµαι to place for myself ἵσταµαι στήσοµαι ἔστην ἕστηκα to stand Κ καθαίρω καθαρῶ ἐκάθηρα κεκάθαρκα to purify καθαρθήσοµαι ἐκαθάρθην κεκάθαρµαι καθίζω καθιῶ ἐκάθισα

to (make) sit down καθέζοµαι καθεδοῦµαι ἐκαθισάµην καθίζοµαι καθιζήσοµαι ἐκαθισάµην to sit down καθεύδω to sleep καθευδήσω καίω καύσω ἔκαυσα κέκαυκα to burn καήσοµαι / καυθήσοµαι ἐκαύθην κέκαυµαι καλέω καλῶ ἐκάλεσα κέκληκα to call κληθήσοµαι ἐκλήθην κέκληµαι κάµνω καµοῦµαι ἔκαµον κέκµηκα to be tired κατάγνυµι κατάξω κατέαξα κατέαγα to break κατεάγην κατακτείνω κατακτενῶ κατέκτεινα κατέκτονα to kill, slay καταστρέφοµαι καταστρέψοµαι κατεστρεψάµην κατέστραµµαι to subdue καταστραφήσοµαι κατεστράφην κατέστραµµαι κεῖµαι to lie (down) κείσοµαι κελεύω κελεύσω ἐκέλευσα κεκέλευκα to command κελευσθήσοµαι ἐκελεύσθην κεκέλευσµαι κερδαίνω κερδανῶ ἐκέρδανα κεκέρδηκα to gain κεράννυµι κεράσω ἐκέρασα to mix κραθήσοµαι ἐκράθην κέκραµαι κηρύττω κηρύξω ἐκήρυξα κεκήρυχα to announce κηρυχθήσοµαι ἐκηρύχθην κεκήρυγµαι

κινέοµαι κινήσοµαι / κινηθήσοµαι ἐκινήθην to move (intrans.) κεκίνηµαι κλαίω / κλάω κλαύσοµαι ἔκλαυσα κέκλαυκα to weep κλαυ(σ)θήσοµαι ἐκλαύ(σ)θην κέκλαυµαι κλείω κλείσω ἔκλεισα κέκλεικα to shut κλεισθήσοµαι ἐκλείσθην κέκλειµαι κλίνω κλινῶ ἔκλινα κέκλικα to lean κλιθήσοµαι /κλινήσοµαι ἐκλίθην / ἐκλίνην κέκλιµαι κοιµάω κοιµήσω ἐκοίµησα to lay to rest κοιµάοµαι κοιµήσοµαι / ἐκοιµήθην κεκοίµηµαι to sleep κοιµηθήσοµαι κοµίζω κοµιῶ ἐκόµισα κεκόµικα to take care of κοµισθήσοµαι ἐκοµίσθην κεκόµισµαι κοµίζοµαι κοµιοῦµαι ἐκοµισάµην κεκόµισµαι to get for myself κόπτω κόψω ἔκοψα κέκοφα to cut ἐκόπην κέκοµµαι κράζω κεκράξοµαι ἔκραξα / ἔκραγον κέκραγα to croak κρεµάννυµι κρεµῶ ἐκρέµασα to hang up κρεµασθήσοµαι / ἐκρεµάσθην κρέµαµαι to hang (intrans.) κρεµήσοµαι κρίνω κρινῶ ἔκρινα κέκρικα to judge κριθήσοµαι ἐκρίθην κέκριµαι κτάοµαι κτήσοµαι ἐκτησάµην κέκτηµαι to acquire (ἀπο)κτείνω (ἀπο)κτενῶ (ἀπ)έκτεινα / (ἀπ)έκτανον (ἀπ)έκτονα

to kill Λ λαγχάνω λήξοµαι ἔλαχον εἴληχα to obtain by lot ληχθήσοµαι ἐλήχθην εἴληγµαι λαµβάνω λήψοµαι ἔλαβον εἴληφα to take ληφθήσοµαι ἐλήφθην εἴληµµαι λανθάνω λήσω ἔλαθον λέληθα to escape notice of λείπω λείψω ἔλιπον λέλοιπα to leave λειφθήσοµαι / λείψοµαι ἐλείφθην λέλειµµαι λέγω λέξω / ἐρῶ ἔλεξα / εἶπον εἴρηκα to speak λεχθήσοµαι ἐλέχθην / ἐρρήθην λέλεγµαι / εἴρηµαι διαλέγοµαι διαλέξοµαι διελέχθην διείλεγµαι to converse with συλλέγω συλλέξω συνέλεξα συνείλοχα to gather συλλεγήσοµαι συνελέχθην / συνελέγην συνείλεγµαι λογίζοµαι λογιοῦµαι ἐλογισάµην to reason λογισθήσοµαι ἐλογίσθην λελόγισµαι λύω λύσω ἔλυσα λέλυκα to loose λυθήσοµαι ἐλύθην λέλυµαι λύοµαι λύσοµαι ἐλυσάµην λέλυµαι to ransom λυµαίνοµαι λυµανοῦµαι ἐλυµηνάµην λελύµασµαι to insult λυπέω λυπήσω ἐλύπησα λελύπηκα λυπέοµαι λυπήσοµαι ἐλυπήθην λελύπηµαι to cause pain

Μ µαίνοµαι µανοῦµαι ἐµάνην µέµηνα to be mad µανθάνω µαθήσοµαι ἔµαθον µεµάθηκα to learn µάχοµαι µαχοῦµαι ἐµαχεσάµην µεµάχηµαι to fight (+dat.) µέλει (µοι) µελήσει ἐµέλησε(ν) µεµέληκε(ν) it matters to me µέλλω µελλήσω ἐµέλλησα to be about to; intend; hesitate µέµφοµαι µέµψοµαι ἐµεµψάµην to find fault with µεµφθήσοµαι ἐµέµφθην µένω µενῶ ἔµεινα µεµένηκα to stay, remain µεταπέµπω µεταπέµψω µετέπεµψα to send for µεταπεµφθήσοµαι µετεπέµφθην µεταπέπεµµαι µηχανάοµαι µηχανήσοµαι ἐµηχανησάµην µεµηχάνηµαι to contrive µιαίνω µιανῶ ἐµίανα µεµίαγκα to stain µιανθήσοµαι ἐµιάνθην µεµίασµαι µίγνυµι µίξω ἔµιξα to mix µεµίξοµαι / µιγήσοµαι ἐµίχθην / ἐµίγην µέµιγµαι µιµέοµαι µιµήσοµαι ἐµιµησάµην µεµίµηµαι to imitate, copy

(ἀνα)µιµνήσκω (ἀνα)µνήσω (ἀν)έµνησα to remind (ἀνα)µιµνῄσκοµαι (ἀνα)µνησθήσοµαι (ἀν)εµνήσθην (ἀµ)µέµνηµαι to remember, mention µιµνήσκοµαι µνησθήσοµαι / µνήσοµαι ἐµνήσθην / ἐµνησάµην µέµνηµαι to remember Ν νέµω νεµῶ ἔνειµα νενέµηκα to distribute νεµηθήσοµαι ἐνεµήθην νενέµηµαι νέµοµαι νεµοῦµαι ἐνειµάµην νενέµηµαι to inhabit νοέω νοήσω ἐνόησα νενόηκα to think ἐνοήθην νενόηµαι νοµίζω νοµιῶ ἐνόµισα νενόµικα to believe νοµισθήσοµαι ἐνοµίσθην νενόµισµαι Ο οἶδα to know εἴσοµαι οἰµώζω οἰµώξοµαι ᾤµωξα ᾤµωγµαι to wail οἴοµαι / οἶµαι οἰήσοµαι ᾠήθην to think οἴχοµαι οἰχήσοµαι ᾤξωκα to be gone, away (ἀπ)όλλυµι (ἀπ)ολῶ (ἀπ)ώλεσα (ἀπ)ολώλεκα to destroy ὄµνυµι ὀµοῦµαι ὤµοσα ὀµώµοκα to swear ὀµοσθήσοµαι ὠµόσθην ὀµώµοσµαι

ὀνίνηµι ὀνήσω ὤνησα to benefit ὀνήσοµαι ὠνήθην ὀνίναµαι ὀνήσοµαι ὠνήµην to derive benefit ὁράω ὄψοµαι εἶδον ἑώρακα / ἑόρακα to see ὀφθήσοµαι ὤφθην ἑώραµαι /ὦµµαι ὀργίζω ὀργιῶ ὤργισα ὤργικα to make angry ὀργίζοµαι ὀργιοῦµαι / ὀργισθήσοµαι ὠργίσθην ὤργισµαι to be angry ὀρέγω ὀρέξω ὤρεξα to stretch out ὀρέγοµαι ὀρέξοµαι ὠρέχθην / ὠρεξάµην ὤρεγµαι to desire ὁρµάω ὁρµήσω ὥρµησα ὥρµηκα to set in motion ὁρµάοµαι ὁρµήσοµαι ὡρµησάµην ὥρµηµαι to start ὁρµίζω to moor, anchor ὁρµίσω / ὁρµιοῦµαι ὥρµισα ὡρµισάµην ὡρµίσθην ὥρµισµαι??? ὀφείλω ὀφειλήσω ὠφείλησα / ὤφελον ὠφείληκα to owe ὀφλισκάνω ὀφλήσω ὦφλον ὤφληκα to owe Π παραινέω παραινέσω παρῄνεσα παρῄνεκα to encourage παραινεθήσοµαι παρῃνέθην παρέχω παρέξω / παρασχήσω παρέσχον παρέσχηκα to furnish

παρέχοµαι παρέξοµαι / παρεσχόµην παρέσχηµαι to furnish, etc. παρασχήσοµαι (what is my own) πάσχω πείσοµαι ἔπαθον πέπονθα to suffer, experience παύω παύσω ἔπαυσα πέπαυκα to stop (trans.) παυθήσοµαι ἐπαύθην πέπαυµαι παύοµαι παύσοµαι ἐπαυσάµην πέπαυµαι to stop (intrans.) πείθω πείσω ἔπεισα πέπεικα to persuade πεισθήσοµαι ἐπείσθην πέπεισµαι πείθοµαι πείσοµαι ἐπείσθην πέπεισµαι to obey (+dat.) to trust πέποιθα πειράω πειράσω ἐπείρασα πεπείρακα to try, attempt πειράοµαι πειράσοµαι ἐπειράθην / ἐπειρασάµην πεπείραµαι to try, attempt πέµπω πέµψω ἔπεµψα πέποµφα to send πεµπφθήσοµαι ἐπέµφθην πέπεµµαι περαίνω περανῶ ἐπέρανα πεπέραγκα to finish ἐπεράνθην / ἐπερανάµην πεπέρασµαι πετάννυµι πετῶ ἐπέτασα to spread out πετασθήσοµαι ἐπετάσθην πέπταµαι πήγνυµι πήξω ἔπηξα πέπηχα to fasten παγήσοµαι ἐπάγην / ἐπήχθην πήγνυµαι πήξοµαι ἐπηξάµην πέπηγα to become stiff πίµπληµι πλήσω ἔπλησα πέπληκα

to fill πλησθήσοµαι ἐπλήσθην πέπλησµαι πίµπρηµι πρήσω ἔπρησα πέπρηκα to set fire to, burn πρησθήσοµαι ἐπρήσθην πέπρησµαι πίνω πίοµαι ἔπιον πέπωκα to drink ποθήσοµαι ἐπόθην πέποµαι πίπτω πεσοῦµαι ἔπεσον πέπτωκα to fall πλανάω to lead astray πλανήσω πλανάοµαι πλανήσοµαι ἐπλανήθην πεπλάνηµαι to wander πλάττω πλάσω ἔπλασα πέπλακα to mold πλασθήσοµαι ἐπλάσθην πέπλασµαι πλέω πλεύσοµαι ἔπλευσα πέπλευκα to sail πλευσθήσοµαι ἐπλεύσθην πέπλευσµαι πλήττω πλήξω ἔπληξα πέπληγα to beat πληγήσοµαι ἐπλήγην πέπληγµαι πνέω πνεύσοµαι ἔπνευσα πέπνευκα to breathe πορεύω πορεύσω ἐπόρευσα πεπόρευκα πορεύοµαι πορεύσοµαι / ἐπορεύθην / πεπόρευµαι to make to go; go πορευθήσοµαι ἐπορευσάµην πράττω πράξω ἔπραξα πέπραχα to do πραχθήσοµαι ἐπράχθην πέπραγµαι πράττοµαι πράξοµαι ἐπραξάµην πέπραγµαι to exact πρίαµαι to buy ἐπριάµην προθυµέοµαι προθυµήσοµαι προεθυµήθην προτεθύµηµαι

to be willing, eager πυνθάνοµαι πεύσοµαι ἐπυθόµην πέπυσµαι to inquire πωλέω πωλήσω ἐπώλησα πεπώληκα to sell Ρ ῥέω ῥυήσοµαι ἐρρύην ἐρρύηκα to flow ῥήγνυµι ῥήξω ἔρρηξα ἔρρωγα to break ῥαγήσοµαι ἐρράγην ἔρρηγµαι ῥίπτω ῥίψω ἔρριψα ἔρριψα to fling ῥιφθήσοµαι / ῥιφήσοµαι ἔρρίφθην / ἐρρίφην ἔρριµµαι ῥώννυµι ῥώσω ἔρρωσα to strengthen ῥώσθήσοµαι ἐρρώσθην ἔρρωµαι Σ σείω σείσω ἔσεισα σέσεικα to shake σεισθήσοµαι ἐσείσθην σέσεισµαι σηµαίνω σηµανῶ ἐσήµηνα σεσήµαγκα to give a sign σηµανθήσοµαι ἐσηµάνθην σεσήµασµαι σιγάω σιγήσοµαι ἐσίγησα σεσίγηκα to be silent σκάπτω σκάψω ἔσκαψα ἔσκαφα to dig σκαφήσοµαι ἐσκάφην ἔσκαµµαι σκεδάννυµι σκεδῶ ἐσκέδασα to scatter σκεδασθήσοµαι ἐσκεδάσθην ἐσκέδασµαι

σκέπτοµαι / σκοπeῶ σκέψοµαι ἐσκεψάµην ἔσκεµµαι to examine σπάω σπάσω ἔσπασα ἔσπακα to snatch σπασθήσοµαι ἐσπάσθην ἔσπασµαι σπάοµαι σπάσοµαι ἐσπασάµην ἔσπασµαι to draw for myself σπείρω σπερῶ ἔσπειρα ἔσπαρκα to sow σπαρήσοµαι ἐσπάρην ἔσπαρµαι σπένδω σπείσω ἔσπεισα ἔσπεικα to pour (libation) σπεισθήσοµαι ἔσπεισθην ἔσπεισµαι σπένδοµαι σπείσοµαι ἐσπεισάµην ἔσπεισµαι to make a treaty σπουδάζω σπουδάσοµαι ἐσπούδασα ἐσπούδακα to be busy σπουδασθήσοµαι ἐσπουδάσθην ἐσπούδασµαι στέλλω στελῶ ἔστειλα ἔσταλκα to send σταλήσοµαι ἐστάλην ἔσταλµαι στενάζω στενάξω ἐστέναξα to sigh (ἀπο)στερέω (ἀπο)στερήσω (ἀπ)εστέρησα (ἀπ)εστέρηκα to deprive of, rob (ἀπ)εστερήθην (ἀπ)εστέρηµαι στρέφω στρέψω ἔστρεψα ἔστροφα to turn, twist στραφήσοµαι ἐστράφην / ἐστρέφθην ἔστραµµαι στρέφοµαι στρέψοµαι ἐστρεψάµην ἔστραµµαι to turn myself στρώννυµι στρώσω / στορῶ ἔστρωσα / to spread out στρωθήσοµαι ἐστορεσάµην ἔστρωµαι σφάζω / σφάττω σφάξω ἔσφαξα to slaughter σφαγήσοµαι ἐσφάγην ἔσφαγµαι

σφάλλω σφαλῶ ἔσφηλα ἔσφαλκα to cause to fall σφαλήσοµαι ἐσφάλην ἔσφαλµαι σφάλλοµαι σφαλήσοµαι ἐσφάλην ἔσφαλµαι to go wrong σῴζω σώσω ἔσωσα σέσωκα to save σωθήσοµαι ἐσώθην σέσωσµαι Τ ταράττω ταράξω ἐτάραξα τετάραχα to disturb ταραχθήσοµαι ἐταράχθην τετάραγµαι τάττω τάξω ἔταξα τέταχα to arrange ταχθήσοµαι ἐτάχθην τέταγµαι τείνω τενῶ ἔτεινα τέτακα to stretch ταθήσοµαι ἐτάθην τέταµαι τελέω τελῶ ἐτέλεσα τετέλεκα to finish τελεσθήσοµαι ἐτελέσθην τετέλεσµαι (ἐπι)τέλλω (ἐπι)τελῶ (ἐπ)έτειλα (ἐπι)τέταλκα (ἐπι)τέλλοµαι (ἐπι)τελοῦµαι (ἐπ)ετειλάµην (ἐπι)τέταλµαι to enjoin τέµνω τεµῶ ἔτεµον τέτµηκα to cut τµηθήσοµαι ἐτµήθην τέτµηµαι τέρπω τέρψω ἔτερψα to make glad τέρποµαι τέρψοµαι ἐτερψάµην / ἐταρπόµην / ἐτάρπην to enjoy τήκω τήξω ἔτηξα τέτηκα to melt τακήσοµαι ἐτάκην τίθηµι θήσω ἔθηκα (ἔθεµεν) τέθηκα to put, set, place τεθήσοµαι ἐτέθην τέθειµαι

τίκτω τέξοµαι / τέξω ἔτεκον τέτοκα to bring forth τιµάω τιµήσω ἐτίµησα τετίµηκα to honor τιµηθήσοµαι ἐτιµήθην τετίµηµαι τίνω τίσω ἔτισα τέτικα to pay τίνοµαι τίσοµαι ἐτισάµην τέτισµαι to punish τιτρώσκω τρώσω ἔτρωσα τέτρωκα to wound τρωθήσοµαι ἐτρώθην τέτρωµαι (τλάω) τλήσοµαι ἔτλην τέτληκα to endure, bear τρέπω τρέψω ἔτρεψα / ἔτραπον τέτροφα to turn τραπήσοµαι ἐτράπην τέτραµµαι τρέποµαι τρέψοµαι ἐτραπόµην / ἐτράπην τέτραµµαι to turn for oneself τρέποµαι to turn oneself ἐτρεψάµην τρέφω θρέψω ἔθρεψα / ἔτραφην τέτροφα to nourish ἐθρέφθην / ἐτράφην τέθραµµαι τρέφοµαι θρέψοµαι ἐθρεψάµην τέθραµµαι to rear up for myself τρέχω δραµοῦµαι ἔδραµον δεδράµηκα to run τρέω τρέσω ἔτρεσα to fear τρίβω τρίψω ἔτριψα τέτριφα to rub τριβήσοµαι ἐτρίβην / ἐτρίφθην τέτριµµαι τυγχάνω τεύξοµαι ἔτυχον τετύχηκα

to receive τύπτω to hit; obtain (+gen.) τυπτήσω Υ ὑπισχνέοµαι ὑποσχήσοµαι ὑπεσχόµην ὑπέσχηµαι to promise ὑποπτεύω ὑποπτεύσω ὑπώπτευσα ὑπώπτευκα to suspect Φ φαίνω φανῶ ἔφηνα πέφαγκα to show φανήσοµαι ἐφάνην πέφασµαι φαίνοµαι φανοῦµαι / φανήσοµαι ἐφάνην πέφηνα / πέφασµαι to show what is my own φείδοµαι φείσοµαι ἐφεισάµην πέφεισµαι to spare φέρω οἴσω ἤνεγκα ἐνήνοχα to carry ἐνεχθήσοµαι ἠνέχθην ἐνήνεγµαι φέροµαι οἴσοµαι ἠνέχθην ἐνήνεγµαι to rush φεύγω φεύξοµαι / φευξοῦµαι ἔφυγον πέφευγα to flee, be an exile φηµί φήσω ἔφησα to say φθάνω φθήσοµαι ἔφθασα / ἔφθην ἔφθακα to do or come before (δια)φθείρω φθερῶ ἔφθειρα ἔφθαρκα to destroy φθαρήσοµαι ἔφθάρην ἔφθαρµαι φθίνοµαι φθίσοµαι ἐφθίµην ἔφθιµαι

to dwindle φοβέω φοβήσω ἐφόβησα πεφόβηκα to frighten φοβέοµαι φοβήσοµαι ἐφοβήθην πεφόβηµαι to fear φράζω φράσω ἔφρασα πέφρακα to point (out, to), φράζοµαι φράσοµαι ἐφρασάµην / ἐφράσθην πέφρασµαι to ponder φύω φύσω ἔφuσα πέφυκα to bring forth φύοµαι φύσοµαι ἔφυν to be born φυλάττω φυλάξω ἐφύλαξα πεφύλαχα to guard ἐφυλάχθην πεφύλαγµαι Χ χαίρω χαιρήσω ἐχάρην κεχάρηκα to be happy χαλεπαίνω χαλεπανῶ ἐχαλέπηνα to be angry χέω χέω ἔχεα κέχυκα to pour χυθήσοµαι ἐχύθην κέχυµαι χέοµαι χέοµαι ἐχεάµην to pour for myself χειρόοµαι ἐχειρωσάµην κεχείρωµαι to subdue χειρωθήσοµαι ἐχειρώθην κεχείρωµαι χράοµαι / χρῶµαι χρήσοµαι ἐχρησάµην κέχρηµαι to use, need χρησθήσοµαι ἐχρήσθην κέχρηµαι

χράω χρήσω ἔχρησα κέχρηκα to give an oracle χρήσοµαι ἐχρήσθην κέκρησµαι χρή it is right, destined χρήσει χρίω χρίσω ἔχρισα κέχρικα to anoint χρισθήσοµαι ἐχρίσθην κέχριµαι Ψ ψεύδω ψεύσω ἔψευσα ἔψευκα to deceive ψευσθήσοµαι ἐψεύσθην ἔψευσµαι ψεύδοµαι ψεύσοµαι ἐψευσάµην ἔψευσµαι to lie Ω ὠθέω ὤσω ἔωσα ἔωκα to thrust ὠσθήσοµαι ἐώσθην ἔωσµαι ὠθέοµαι ὤσοµαι ἐωσάµην ἔωσµαι to push back ὠνέοµαι ὠνήσοµαι / ὠνηθήσοµαι ἐπριάµην ἐώνηµαι to buy, purchase ἐωνήθην ἐώνηµαι ὠφελέω ὠφελήσω ὠφέλησα ὠφέληκα to be of use ὠφεληθήσοµαι / ὠφελήθην ὠφέληµαι