12. ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΩΝ ΥΔΑΤΩΝ 12.1 Συστήματα ελέγχου επιφανειακών υδάτων Η ελάττωση της ποσότητας των επιφανειακών υδάτων, που εισέρχονται σε ένα ΧΥΤΑ, είναι θεμελιώδους σημασίας για την σχεδίασή του, αφού στα επιφανειακά ύδατα οφείλεται σε μεγάλο βαθμό η παραγωγή διασταλαγμάτων. Γι αυτό, θα πρέπει να αποτραπεί η είσοδος της επιφανειακής απορροής από γειτνιάζουσες περιοχές, καθώς και των ομβρίων μέσα στο σώμα του ΧΥΤΑ. 12.1.1 Συστήματα αποστράγγισης επιφανειακών υδάτων Όταν επιφανειακή απορροή από γειτνιάζουσες περιοχές μπορεί να εισέλθει στο σώμα του ΧΥΤΑ, πρέπει να κατασκευασθούν έργα αποστράγγισης (Σχήμα 12-1). Τα έργα αυτά σχεδιάζονται για την απομάκρυνση επιφανειακής απορροής, τόσο από τις γειτνιάζουσες περιοχές, όσο και από την επιφάνεια του ΧΥΤΑ. Σε περιοχές όπου μόνον η επιφανειακή απορροή από την επιφάνεια του ΧΥΤΑ πρέπει να απομακρυνθεί, τα αποστραγγιστικά έργα πρέπει να σχεδιάζονται, ώστε να περιορίζεται η απόσταση ροής. Συχνά κατασκευάζονται μικρές τάφροι συλλογής, που τροφοδοτούν μεγαλύτερη τάφρο απαγωγής, από την περιοχή. 12.1.2 Λεκάνες αποθήκευσης επιφανειακής απορροής Για την προστασία των κατάντη περιοχών από πλημμύρα, ενδέχεται να απαιτείται η κατασκευή λεκανών (δεξαμενών) αποθήκευσης της επιφανειακής απορροής. Η απορροή πρέπει να συλλέγεται τόσο από τις περιοχές που έχουν χρησιμοποιηθεί για διάθεση ΑΣΑ, όσο και από αυτές που θα χρησιμοποιηθούν μελλοντικά. 12.2 Προσωρινά καλύμματα ΧΥΤΑ Προσωρινά καλύμματα ΧΥΤΑ χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των ΑΣΑ στο τέλος κάθε εργάσιμης ημέρας. Αυτά αποσκοπούν στη βελτίωση της αισθητικής εμφάνισης του ΧΥΤΑ, αλλά και στην αποφυγή εντόμων, τρωκτικών, πτηνών και διασκορπισμού συστατικών ΑΣΑ από τον άνεμο. Ένας σημαντικός ρόλος του προσωρινού καλύμματος είναι να παρεμποδίσει την είσοδο ομβρίων κατά την περίοδο λειτουργίας του ΧΥΤΑ. Ίσως, το μεγαλύτερο μέρος των ομβρίων, που εισέρχεται κατά 1
Σχήμα 12-1. Παραδείγματα τάφρων αποστράγγισης για ΧΥΤΑ. (a) Τάφρος με τραπεζοειδή πυθμένα. (b) Τάφρος με πυθμένα σχήματος V. (c) Τάφρος με πυθμένα στρογγυλευμένου σχήματος V (Πηγή: Tchobanoglous et al., 1993). την περίοδο αυτή, γίνεται διαστάλαγμα. Έτσι, το υλικό κατασκευής του ενδιαμέσου καλύμματος και η μέθοδος τοποθετήσεώς του παίζουν σημαντικό ρόλο στον καθορισμό της ποσότητος του ύδατος που εισέρχεται στον ΧΥΤΑ. Όταν το έδαφος της περιοχής δεν επαρκεί για την κατασκευή προσωρινού καλύμματος, έχουν χρησιμοποιηθεί εναλλακτικά υλικά, όπως compost. Ένα πλεονέκτημα στη χρήση compost είναι ότι ο χώρος που καταλαμβάνεται από εδαφικό υλικό, τώρα χρησιμοποιείται για αποθήκευση του οργανικού κλάσματος των ΑΣΑ, από τα οποία προέρχεται το compost. Η χρήση compost για κατασκευή προσωρινού καλύμματος πρόκειται να αυξηθεί μελλοντικά και λόγω αλλαγής της Ευρωπαϊκής Νομοθεσίας για την διαχείριση στερεών αποβλήτων. Σε μερικές περιπτώσεις χρησιμοποιείται μεγάλο πάχος προσωρινού καλύμματος (1 2 m), αντί του συμβατικού (15 cm), σε προσωρινή, όμως, βάση. Λόγω του μεγάλου του πάχους, το κάλυμμα αυτό αποθηκεύει μεγάλη ποσότητα του κατεισδύοντος ύδατος. Όταν πρόκειται να αρχίσει η κατασκευή της δεύτερης στρώσης, το κάλυμμα της πρώτης στρώσης απομακρύνεται σε σωρούς και χρησιμοποιείται για προσωρινό κάλυμμα της στρώσης αυτής. 2
12.3 Τελικό κάλυμμα ΧΥΤΑ Το τελικό κάλυμμα χρησιμοποιείται σε ένα ΧΥΤΑ για τους εξής λόγους: 1. Ελαχιστοποίηση της κατείσδυσης ομβρίων μετά το πέρας λειτουργίας του ενεργού ΧΥΤΑ. 2. Περιορισμός ανεξέλεγκτης εκπομπής αερίων. 3. Περιορισμός εντόμων, τρωκτικών και οσμών. 4. Περιορισμός πυρκαγιών. 5. Διάθεση κατάλληλου εδαφικού υλικού για φυτεύσεις. 6. Δημιουργία ενός υλικού καίριας σημασίας για την εξυγίανση της περιοχής. Για να είναι ένα τελικό κάλυμμα αποτελεσματικό, πρέπει να έχει τα εξής χαρακτηριστικά: 1. Αντοχή σε ακραίες κλιματικές συνθήκες και εναλλαγές. 2. Αντοχή στη διάβρωση από τον άνεμο και τα επιφανειακά ύδατα. 3. Αντοχή σε αστάθεια πρανών και δημιουργία ρηγμάτων. 4. Αντοχή στη διαφορική καθίζηση του ΧΥΤΑ, που οφείλεται στη συμπίεση των ΑΣΑ, των υποκείμενων γεωλογικών υλικών και στην παραγωγή αερίου. 5. Αντοχή σε βλάβες από σεισμούς. 6. Αντοχή σε πιθανές βλάβες από φυτά, τρωκτικά και σκουλήκια. Τα ανωτέρω χαρακτηριστικά πρέπει να διατηρούνται κατά την περίοδο της μεταφροντίδος, δηλαδή 30 έτη μετά το κλείσιμο του ΧΥΤ (ΚΥΑ, 2002). Για να ικανοποιηθούν οι ανωτέρω απαιτήσεις, τα καλύμματα των ΧΥΤ είναι συχνά συστήματα αποτελούμενα από πολλά συστατικά, τα οποία τοποθετούνται επάνω από το απόβλητο. Το τελικό κάλυμμα δύναται να τοποθετηθεί αμέσως μετά το κλείσιμο ενός τμήματος του ΧΥΤ ή μετά από κάποια έτη, σε συνάρτηση με την διαφορική καθίζηση του αναγλύφου. Στους σύγχρονους ΧΥΤ, το τελικό κάλυμμα είναι ένα από τα πολλά μέτρα προστασίας κατά των εκπομπών, ενώ στους ΧΑΔΑ συχνά είναι το μοναδικό μέτρο περιβαλλοντικής προστασίας. 12.4 Συστατικά στοιχεία ενός τελικού καλύμματος Ένα τελικό κάλυμμα αποτελείται από μία σειρά υλικών, που εξυπηρετούν κάποιο συγκεκριμένο σκοπό. Ξεκινώντας από άνω προς τα κάτω, ένα τυπικό κάλυμμα περιέχει τα εξής συστατικά στοιχεία (Tchobanoglous et al., 1993): 1. Επιφανειακή στρώση 2. Προστατευτική στρώση 3
3. Στραγγιστική ζώνη 4. Αργιλικός ή σύνθετος φραγμός 5. Στρώση συλλογής-απαγωγής αερίων 6. Υπόβαθρο από συμπίεση εδαφικού υλικού Σχήμα 12-2. Ενδεικτική τομή τελικού καλύμματος ΧΥΤ (Πηγή:Scheutz and Kjeldsen, 2011). 12.4.1 Επιφανειακή στρώση Η επιφανειακή στρώση χρησιμοποιείται για τον καθορισμό του τελικού αναγλύφου και για την στήριξη των φυτεύσεων κατά την περίοδο της μεταφροντίδος. Η βλάστηση αυξάνει την εξατμισοδιαπνοή, ελαττώνει τις επιπτώσεις των βροχοπτώσεων, καθώς και την ταχύτητα του ανέμου στην επιφάνεια του εδάφους, δηλαδή, ελαττώνει την διάβρωση. Η επιφανειακή στρώση πρέπει να διαμορφώνεται, ώστε να διευκολύνει την επιφανειακή απορροή, ιδίως όταν υπάρχουν μεγάλες κλίσεις. Το ελάχιστο πάχος της επιφανειακής στρώσεως πρέπει να είναι 15 cm, για να στηρίζει την ανάπτυξη φυτών με μικρές ρίζες, όπως το γρασίδι. Όμως, σε χώρους που πρόκειται να φυτευθούν δένδρα, το πάχος της επιφανειακής στρώσεως δύναται να φθάσει τα 150 cm (Cossu, 1994). Εάν η υποκείμενη προστατευτική ζώνη δύναται να στηρίξει ρίζες φυτών, το πάχος της επιφανειακής στρώσεως δύναται να ελαττωθεί. Μερικές φορές, η επιφανειακή και η προστατευτική ζώνη συνδυάζονται σε μία ζώνη αποτελούμενη από το ίδιο υλικό, με ελάχιστο πάχος 45 80 cm (Cossu, 1994). To εδαφικό υλικό για την ανάπτυξη των φυτών είναι, συνήθως, πηλώδες έδαφος και το κόστος του μπορεί να είναι σημαντικό, 4
σε σύγκριση με άλλα συστατικά του καλύμματος. Σε περιοχές με πολύ ξηρό κλίμα, που δεν ευνοείται η βλάστηση, η επιφανειακή στρώση κατασκευάζεται από εναλλακτικά υλικά, όπως γεωσυνθετικά υλικά ή πέτρες, για την ελαχιστοποίηση της διάβρωσης από την βροχή και τον άνεμο. Η τελική επιφανειακή κλίση, μετά τις καθιζήσεις, πρέπει να διατηρείται στο 2 5%, για να διευκολύνει την επιφανειακή απορροή και συγχρόνως να ελαχιστοποιεί την διάβρωση. Κλίσεις μεγαλύτερες του 5% διευκολύνουν την διάβρωση και απαιτούν μέσα ελέγχου της διάβρωσης. Κλίσεις μεγαλύτερες του 5 10% αυξάνουν την γεωτεχνική αστάθεια και τον κίνδυνο κατολισθήσεων. 12.4.2 Προστατευτική στρώση Η προστατευτική στρώση (Σχήμα 12-2) χρησιμοποιείται για την προστασία της στραγγιστικής ζώνης και του φραγμού από την εισχώρηση ριζών των φυτών και ζώων. Επί πλέον, προστατεύει τον φραγμό από υπερβολική υγρασία, ξηρασία και παγετό. Η στρώση αυτή αποθηκεύει νερό κατά την υγρή περίοδο και αυξάνει την εξατμισοδιαπνοή, ελαχιστοποιώντας, έτσι, την κατείσδυση ύδατος. Για την κατασκευή της χρησιμοποιούνται υλικά διαθέσιμα στην περιοχή. Εδάφη με μέση κοκκομετρία, όπως πηλώδες έδαφος, είναι τα πλέον κατάλληλα, αφού τα λεπτόκκοκα υλικά δεν επιτρέπουν την κατείσδυση ύδατος και ευνοούν την συσσώρευσή του στην επιφανειακή στρώση. Σε αντίθεση, αμμώδη εδάφη με μικρή κατακράτηση ύδατος ξηραίνονται σχετικά εύκολα. Στην περίπτωση που η προστατευτική στρώση συνδυάζεται με την επιφανειακή, δεν πρέπει να χρησιμοποιείται αμμώδες έδαφος, αφού αυτό δεν είναι κατάλληλο για την ανάπτυξη των φυτών. Το πάχος της προστατευτικής ζώνης κυμαίνεται μεταξύ 60 και 100 cm. 12.4.3 Στραγγιστική ζώνη Η ζώνη αυτή τοποθετείται μεταξύ της προστατευτικής στρώσεως και του φραγμού. Χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση του κατεισδύοντος ύδατος, με αποτέλεσμα την ελάττωση της στάθμης επί του φραγμού. Επί πλέον, η ζώνη αυτή ελαττώνει την πίεση του νερού στους πόρους της επιφανειακής στρώσεως, βελτιώνοντας, έτσι, την σταθερότητα των πρανών. Τα συχνότερα χρησιμοποιούμενα υλικά είναι συνήθως άμμος και χαλίκι. Εναλλακτικά υλικά είναι σπασμένα φυσικά υλικά ή τεμαχισμένα ελαστικά. Το ελάχιστο πάχος της ζώνης είναι 30 cm, η ελάχιστη κλίση 3% και η ελάχιστη υδραυλική αγωγιμότητα 1 10-2 cm/s, κατά τον χρόνο της κατασκευής (Koerner and Daniel, 1997). H απομάκρυνση του ύδατος μπορεί να γίνει με διάτρητους αγωγούς ή μέσω γεωδικτύου και γεωυφάσματος. Για την αποφυγή απόφραξης της στραγγιστικής ζώνης, δύναται να χρησιμοποιηθεί ένα εδαφικό φίλτρο ή 5
ένα γεωύφασμα μεταξύ της στραγγιστικής ζώνης και της προστατευτικής ζώνης. 12.4.4 Αργιλικός ή σύνθετος φραγμός Ο ρόλος του φραγμού είναι να αποτρέψει την κατείσδυση ύδατος εντός του αποβλήτου και την εκπομπή βιοαερίου στην ατμόσφαιρα. Ο φραγμός δύναται να είναι αργιλικός φραγμός, σύνθετος φραγμός ή γεωσυνθετικός αργιλικός φραγμός. Η γεωμεμβράνη, στα δύο τελευταία είδη του φραγμού, πρέπει να έχει ελάχιστο πάχος 1 mm. Ο αργιλικός φραγμός πρέπει να έχει ελάχιστο πάχος 60 cm με υδραυλική αγωγιμότητα <1 10-7 cm/s (Koerner and Daniel, 1997). Οι γεωσυνθετικοί αργιλικοί φραγμοί έχουν υδραυλική αγωγιμότητα στην περιοχή 1 10-9 cm/s έως 5 10-9 cm/s (Koerner and Daniel, 1997). Η προστασία του φραγμού είναι πολύ κρίσιμη για την βέλτιστη λειτουργία του, αφού όλοι οι φραγμοί επηρεάζονται από την διαφορική καθίζηση του αποβλήτου, η οποία δύναται να οδηγήσει σε αστοχία. Οι αργιλικοί φραγμοί πρέπει να προστατεύονται από ξηρασία ή παγετό, που μπορεί να δημιουργήσουν ρωγμές και σημαντική αύξηση της υδραυλικής αγωγιμότητος. Μεγάλη υγρασία δύναται να οδηγήσει σε γεωτεχνική αστάθεια, για την αποφυγή της οποίας απαιτείται καλή αποστράγγιση. 12.4.5 Ζώνη συλλογής βιοαερίου Η ζώνη αυτή αποτελείται από πορώδη υλικά, μέσω των οποίων το βιοαέριο οδηγείται στα συστήματα συλλογής και ελέγχου. Χρησιμοποιούνται, συνήθως, άμμος, χαλίκι ή συνδυασμός γεωδικτύου με γεωύφασμα. Όταν χρησιμοποιείται αμμοχάλικο, το ελάχιστο πάχος της ζώνης είναι 30 cm (Koerner and Daniel, 1997). 12.4.6 Ζώνη υποβάθρου Η ζώνη αυτή είναι η τελευταία προς τα κάτω ενός πολυστρωματικού καλύμματος και τοποθετείται απ ευθείας επί του αποβλήτου ή επί του προσωρινού ημερησίου καλύμματος. Εάν χρησιμοποιείται κοκκώδες υλικό για την κατασκευή της, η ίδια ζώνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για την συλλογή του βιοαερίου. Για να αποφευχθεί αστοχία του καλύμματος λόγω της διαφορικής καθιζήσεως, η ζώνη υποβάθρου θα πρέπει να είναι καλά συμπιεσμένη. Εναλλακτικά καλύμματα περιέχοντα άλλα λειτουργικά συστατικά παρουσιάζονται στο Σχήμα 12-3. 6
Σχήμα 12-3. Ενδεικτικά παραδείγματα αλληλουχίας συστατικών πολυστρωματικού καλύμματος ΧΥΤ. CL: αργιλώδες έδαφος, SD: άμμος, GV: χαλίκι, GM: γεωμεμβράνη, GT: γεωύφασμα, GN: γεωδίκτυο, GG: γεώπλεγμα, GB: geocomposite μπεντονίτης, GD: geocomposite drain (Πηγή: Cossu, 1994). 12.5 Εναλλακτικά καλύμματα ΧΥΤ Τα τελευταία χρόνια παρουσιάσθηκαν εναλλακτικά συστήματα κάλυψης ΧΥΤ, τα οποία λειτουργούν με διάφορους μηχανισμούς, όπως αύξηση της εξατμισοδιαπνοής, ελάττωση της κατείσδυσης, αποφυγή εκπομπής βιοαερίου στην ατμόσφαιρα και προσθήκη ύδατος για επιτάχυνση της σταθεροποίησης του αποβλήτου (Scheutz and Kjeldsen, 2011). Τα καλύμματα αυτά είναι τα εξής: Κάλυμμα τριχοειδούς φραγμού (capillary barrier cover) Κάλυμμα εξατμισοδιαπνοής (evapotranspitration cover) Κάλυμμα επανακυκλοφορίας διασταλαγμάτων (leachate recirculation cover) Κάλυμμα οξείδωσης μεθανίου (methane oxidation cover) Για περισσότερες πληροφορίες, ο αναγνώστης παραπέμπεται στους Scheutz and Kjeldsen (2011). 7
12.6 Συστήματα διαχείρισης ομβρίων με βάση της Ελληνική Νομοθεσία Σύμφωνα με την Ελληνική Νομοθεσία (ΚΥΑ 114218, ΦΕΚ 1016Β, 17-11-1997), προκειμένου να αποφευχθεί η εισροή ομβρίων υδάτων στον ΧΥΤΑ, κατασκευάζεται τάφρος περιμετρικά και εξωτερικά από τον χώρο διάθεσης και, όπου απαιτείται, δίκτυο απορροής ομβρίων. Για λόγους ασφαλείας, οι διαστάσεις της τάφρου πρέπει να είναι υπερεκτιμημένες, έτσι ώστε να καλύπτει την μέγιστη παροχή των απορροών του πλέον βροχερού μήνα της τελευταίας 20ετίας ή με το μέγιστο των υπαρχόντων δεδομένων. Η κλίση της τάφρου ανταποκρίνεται στις υδραυλικές απαιτήσεις του ΧΥΤΑ και η μέγιστη ταχύτητα ροής δεν ξεπερνά το 1,5 m/s. Τα συλλεγόμενα όμβρια διατίθενται σε ειδικά κατασκευασμένη δεξαμενή κατάντη του χώρου απόθεσης ή σε όποιον αποδέκτη κριθεί καταλληλότερος για την διάθεσή τους από τον υπεύθυνο φορέα λειτουργίας του έργου. Η διαστασιολόγηση της δεξαμενής συλλογής ομβρίων είναι ανάλογη του μεγέθους και του ανάγλυφου του ΧΥΤΑ και σε συνάρτηση με τη μέγιστη διάρκεια και ένταση της βροχόπτωσης, σύμφωνα με τα δεδομένα της τελευταίας 20ετίας ή με το μέγιστο των υπαρχόντων δεδομένων. 12.7 Συστήματα τελικής κάλυψης ΧΥΤΑ με βάση την Ελληνική Νομοθεσία Σύμφωνα με την Ελληνική Νομοθεσία (ΚΥΑ 114218, ΦΕΚ 1016Β, 17-11-1997), με το πέρας λειτουργίας ή/και με την ολοκλήρωση επί μέρους τμημάτων ενός χώρου υγειονομικής ταφής, αρχίζουν οι εργασίες και τα έργα τελικής κάλυψης και επανένταξης του χώρου στο φυσικό περιβάλλον. Η τμηματική αποκατάσταση του χώρου, εφόσον την επιτρέπει το πρόγραμμα εκμετάλλευσής του, προτιμάται γιατί ελαχιστοποιεί περαιτέρω τις δυσμενείς περιβαλλοντικές επιπτώσεις και διευκολύνει την κοινωνική αποδοχή παρόμοιων εγκαταστάσεων. Η τμηματική αποκατάσταση, μεταξύ άλλων, αποσκοπεί και στον έλεγχο των καθιζήσεων, που θα επέλθουν στα δύο πρώτα έτη, μετά την λήξη λειτουργίας ενός τμήματος. Πριν την έναρξη των εργασιών τελικής επικάλυψης, στο ολοκληρωμένο τμήμα ή σε ολόκληρο τον ΧΥΤΑ, λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη για διαμόρφωση και σταθεροποίηση της τελικής επιφανείας του απορριμματικού αναγλύφου, η οποία και φέρει, για τις δεκαετίες που θα ακολουθήσουν, τον αδιαπέρατο (σε ορισμένο επιθυμητό βαθμό) μανδύα της επικάλυψης. 8
Οι διεργασίες αποδόμησης των απορριμμάτων οδηγούν, υπό την επίδραση κυρίως του βάρους των επαλλήλων στρώσεων, σε σημαντικές, κατά κανόνα διαφορικές καθιζήσεις της άνω τελικής επιφανείας του απορριμματικού αναγλύφου. Για την αντιμετώπιση των σχετικών προβλημάτων, στις εργασίες της τελικής επικάλυψης πρέπει να περιλαμβάνονται δύο στάδια, προσωρινό και μόνιμο. Το μόνιμο κατασκευάζεται μετά την εξέλιξη των καθιζήσεων (δύο χρόνια τουλάχιστον). Στις εργασίες τελικής κάλυψης περιλαμβάνονται και τα εξής: Έλεγχος ευστάθειας των πρανών του τελειωμένου απορριμματικού αναγλύφου. Προφόρτιση άνω πλατώματος με αδρανή συμπιεσμένα (αναλόγου ύψους) για ένα χρονικό διάστημα επαρκές για την σταθεροποίηση της επιφανείας. Για ΧΥΤΑ ή για τμήματα ΧΥΤΑ με σχετικά μικρό ύψος, η κατασκευή του μανδύα τελικής επικάλυψης μπορεί να αρχίζει αμέσως μετά την ολοκλήρωση του αναγλύφου απορριμμάτων, με βάση πάντα εγκεκριμένες μελέτες εφαρμογής. Για το άνω πλάτωμα και εν γένει τις επίπεδες επιφάνειες του τελικού αναγλύφου, άρα και του στρώματος τελικής κάλυψης, οι κλίσεις πρέπει να είναι της τάξεως του 3-5% για την αποστράγγιση των ομβρίων και την αποφυγή διαβρώσεων. Για τα πρανή οι κλίσεις δεν πρέπει να υπερβαίνουν το 1/3. Το σύστημα τελικής κάλυψης συνήθως αποτελείται από: Επιφανειακό χώμα - έδαφος φυτεύσεων. Έδαφος προστασίας. Ζώνη αποστράγγισης. Στρώση φραγμού. Στρώση εκτόνωσης βιοαερίου. Με βάση την κείμενη νομοθεσία (ΚΥΑ, 2002), επισημαίνεται ότι είναι απαραίτητο για κάθε ΧΥΤΑ μη επικινδύνων αποβλήτων να περιλαμβάνει όλα τα παραπάνω στοιχεία. Τα υλικά που θα χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή των επιμέρους τμημάτων μπορεί να είναι φυσικά ή τεχνητά ή συνδυασμός και των δύο. 9
Για την στρώση του φραγμού απαιτείται αργιλικός φραγμός με υδραυλική αγωγιμότητα Κ 10-9 m/sec. Η στρώση αυτή, αφού εκτελεσθούν, αν είναι αναγκαίες, οι εργασίες σταθεροποίησης του αναγλύφου, κατασκευάζεται κατά την τμηματική αποκατάσταση μετά το πέρας λειτουργίας του αντιστοίχου τμήματος. Δεν απαιτείται γεωμεμβράνη για ΧΥΤ μη επικινδύνων αποβλήτων. Το επιφανειακό χώμα αποτελείται από στρώμα εδαφικού υλικού κατάλληλου για φύτευση πάχους περί το 1,5 m, ανάλογα με το είδος της φυτοκάλυψης. Το στρώμα φυτοκάλυψης μπορεί να κατασκευασθεί με το πέρας λειτουργίας ολόκληρου του χώρου, αφού έχουν γίνει ενδεχομένως αναγκαίες πληρώσεις του αδιαπέρατου στρώματος σε σημεία καθιζήσεων. Η απαίτηση της νομοθεσίας είναι ότι το συνολικό χωμάτινο κάλυμμα να έχει πάχος > 1m και το στρώμα αποστράγγισης >0,5 m. Τα παραπάνω είναι τα ελάχιστα απαιτούμενα. Η οριστική μελέτη της τελικής επικάλυψης θα πρέπει να περιγράφει την για κάθε χώρο αναλυτική εφαρμογή ή και συμπλήρωσή τους, π.χ. με ισοπεδωτική στρώση υλικού επικάλυψης, σε περίπτωση μη ομαλού τελειωμένου αναγλύφου. 12.8 Βιβλιογραφία Christensen, T.H. Solid Waste Technology and Management, Blackwell Publishing, Ltd (2011). Cossu, R. Engineering of landfill barrier systems. In Christensen, T.H., Cossu, R. and Stegmann, R. (eds.) Landfilling of waste: Barriers, Chapter 2.8, E&FN Spon, London, UK (1994). Koerner, R.M., Daniel, D.E. Final covers for solid waste landfills and abandoned dumps. ASCE Press, Richmond, USA (1997). Scheutz, C., Kjeldsen, P. Landfill covers. Chapter 10.9 in Solid Waste Technology and Management, T.H. Christensen, Ed., Blackwell Publishing, Ltd (2011). Tchobanoglous, G., Theisen, H., Vigil, S. Integrated solid waste management. McGraw-Hill, New York (1993). 10