ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Σχετικά έγγραφα
Κατευθυντήριες γραμμές

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ,

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

ΠΡΑΞΗ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΡΙΘΜ. 123/

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΠΡΑΞΗ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ 131/

C 120/2 EL Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

ECB-PUBLIC ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 4ης Απριλίου 2017

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο C(2017) 5959 final.

Δημόσια διαβούλευση. Ερωτήσεις και απαντήσεις

Πρόταση ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

ECB-PUBLIC ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΑ ΓΡΑΜΜΗ (ΕΕ) [ΕΤΟΣ/[XX*]] ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της [ημέρα Μήνας] 2016

Αιτιολογική έκθεση στο σχέδιο νόμου για την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/89/ΕΕ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

ECB-PUBLIC ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της [ημέρα Μήνας ΕΤΟΣ]

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΣΥΣΤΗΜΙΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

ECB-PUBLIC. ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ της 22ας Ιουλίου 2014 σχετικά με την εξυγίανση πιστωτικών και άλλων ιδρυμάτων (CON/2014/60)

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - C(2017) 3522 final.

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Κατευθυντήριες γραμμές

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

L 355/60 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Συνεδρίαση 158/

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - C(2016) 3356 final.

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 23 Νοεμβρίου 2016 (OR. en)

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. της πρότασης ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Δημόσια διαβούλευση. Απαντήσεις σε συνήθεις ερωτήσεις. 1 Τι είναι τράπεζα; Και γιατί οι τράπεζες χρειάζονται άδεια λειτουργίας;

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ

***I ΕΚΘΕΣΗ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο A8-0064/

***I ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

PE-CONS 23/1/16 REV 1 EL

EIOPA-17/651 4 Οκτωβρίου 2017

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

(Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Κατευθυντήριες γραμμές

Επισκόπηση των εναλλακτικών επιλογών και διακριτικών ευχερειών που ορίζονται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ.

Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την παράταση της περιόδου ανάκαμψης σε περίπτωση έκτακτων αντίξοων καταστάσεων

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τα ελάχιστα κριτήρια στα οποία πρέπει να ανταποκρίνεται το σχέδιο αναδιοργάνωσης της επιχείρησης

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 20 Δεκεμβρίου 2017 (OR. en)

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ. σύμφωνα με το άρθρο 294 παράγραφος 6 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 22 Δεκεμβρίου 2015 (OR. en)

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

11173/17 ΘΚ/μκ 1 DGG1B

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Μαργαρίτα Αναστασίου Νομικός Λειτουργός. Η εξέλιξη του Ενιαίου Μηχανισμού Εποπτείας τα τελευταία χρόνια

***I ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με την αξιολόγηση ιδίων κινδύνων και φερεγγυότητας

ΙI. ΕΠΙΠΕ Ο ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

EL Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης C 378/5

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ, ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΩΝ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΕΚΤ ΓΙΑ ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΕΕΜ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Δημόσια διαβούλευση. Ερωτήσεις και απαντήσεις

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

III ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

EL Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης C 97/9

ECB-PUBLIC ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 12ης Μαρτίου σχετικά με την ανακεφαλαιοποίηση των πιστωτικών ιδρυμάτων (CON/2013/17)

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. /.. ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

ECB-PUBLIC ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΑ ΓΡΑΜΜΗ (ΕΕ) 2017/[XX*] ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 4ης Απριλίου 2017

Κατευθυντήριες γραμμές

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ECB-PUBLIC. 1 ΕΕ L 189 της , σ. 42.

Κατευθυντήριες γραμμές

Δημόσια διαβούλευση. Συνήθεις ερωτήσεις. 1 Τι είναι η ICAAP και η ILAAP;

Transcript:

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Βρυξέλλες, 5.8.2015 COM(2015) 388 final ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ on the rules governing the levels of application of banking prudential requirements EL EL

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 1. Εισαγωγή... 3 2. Επισκόπηση των κανόνων που διέπουν τα επίπεδα εφαρμογής των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στην ΟΚΑ και στον ΚΚΑ... 4 2.1. Ο γενικός κανόνας της εποπτείας σε δύο επίπεδα... 4 2.1.1. Γενικός κανόνας σύμφωνος με τα πρότυπα της Επιτροπής της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία (BCBS)... 4 2.1.2. Τα δύο επίπεδα εφαρμογής αλληλοσυμπληρώνονται... 5 2.2. Εξαιρέσεις από τον γενικό κανόνα... 5 2.3. Αιτιολογήσεις των εξαιρέσεων... 7 2.4. Χρήση των απαλλαγών στην ΕΕ... 8 3. Θέματα εντοπισθέντα στους κανόνες που διέπουν τα επίπεδα εφαρμογής των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας... 8 3.1. Διαφορές στις παρεκκλίσεις που εφαρμόζονται σε πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων... 9 3.2. Μη ενσωμάτωση των πτυχών εξυγίανσης στους κανόνες... 9 3.3. Ύπαρξη παρεκκλίσεων με ακατάλληλο πεδίο εφαρμογής... 9 3.4. Ελλιπείς προϋποθέσεις για την εφαρμογή των παρεκκλίσεων... 10 3.5. Έλλειψη ευθυγράμμισης των κανόνων απαλλαγής μεταξύ ΟΚΑ και ΚΚΑ... 10 3.6. Ανεπαρκής παρακολούθηση των οντοτήτων που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας... 11 3.7. Ζητήματα ερμηνείας που εντοπίστηκαν... 11 3.7.1. Κίνδυνος αποκλίνουσας ερμηνείας σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων περί αποδοχών σε ενοποιημένη βάση... 11 3.7.2. Κίνδυνος αποκλίνουσας ερμηνείας των προϋποθέσεων για την εφαρμογή απαλλαγών12 3.7.3. Ασαφής μεταχείριση των ιδρυμάτων που κατέχουν συμμετοχές σε χρηματοπιστωτικές οντότητες εγκατεστημένες σε τρίτες χώρες... 12 4. Συμπέρασμα... 12 2

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η εποπτεία τραπεζικού ομίλου που αποτελείται από πολλά πιστωτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις επενδύσεων (εφεξής «ιδρύματα») πραγματοποιείται σε δύο επίπεδα, στο επίπεδο ολόκληρου του τραπεζικού ομίλου και στο επίπεδο κάθε ιδρύματος του ομίλου. Το πρώτο επίπεδο αντιστοιχεί στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση και το δεύτερο επίπεδο αντιστοιχεί στην εποπτεία σε ατομική βάση. Σύμφωνα με την αρχή της εποπτείας σε δύο επίπεδα, οι κανόνες προληπτικής εποπτείας των τραπεζών που ορίζονται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ 1 (εφεξής «ΟΚΑ») και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 2 (εφεξής «ΚΚΑ») εφαρμόζονται τόσο σε μεμονωμένο όσο και σε ενοποιημένο επίπεδο. Ωστόσο, η εν λόγω αρχή υπόκειται σε ορισμένες εξαιρέσεις. Σκοπός της παρούσας έκθεσης είναι να αξιολογήσει την καταλληλότητα των κανόνων που διέπουν τα επίπεδα εφαρμογής των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στην ΟΚΑ και στον ΚΚΑ, ιδίως το καθεστώς εξαιρέσεων. Η παρούσα έκθεση καλύπτει ταυτόχρονα δύο εντολές που δόθηκαν στην Επιτροπή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, όπως ορίζεται στο άρθρο 161 παράγραφος 4 της ΟΚΑ και στο άρθρο 508 παράγραφος 1 του ΚΚΑ: σύμφωνα με την πρώτη εντολή, η Επιτροπή οφείλει, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014, να επανεξετάσει και να υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 108 και 109 της ΟΚΑ, από κοινού με τυχόν κατάλληλες νομοθετικές προτάσεις τα εν λόγω δύο άρθρα ορίζουν τα επίπεδα εφαρμογής των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας που ορίζονται στα άρθρα 73 έως 96 της ΟΚΑ, όσον αφορά την εσωτερική διαδικασία εκτίμησης της κεφαλαιακής επάρκειας (ICAAP), ρυθμίσεις διακυβέρνησης, τη διαχείριση κινδύνων και τις πολιτικές αποδοχών σύμφωνα με τη δεύτερη εντολή, η Επιτροπή οφείλει να εξετάζει και να υποβάλλει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του πρώτου μέρους τίτλος ΙΙ άρθρο 113 παράγραφοι 6 και 7 του ΚΚΑ. Το πρώτο μέρος, τίτλος II του ΚΚΑ ορίζει τους κανόνες για την εφαρμογή σε ατομική ή ενοποιημένη βάση όλων των λοιπών απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας σε ιδρύματα που προβλέπονται στην ΟΚΑ και στον ΚΚΑ, συμπεριλαμβανομένων των συμμετεχόντων σε συνεταιριστικά δίκτυα και σε θεσμικά συστήματα προστασίας (ΘΣΠ). Το άρθρο 113 παράγραφοι 6 και 7 του ΚΚΑ καθορίζει τους όρους που πρέπει να πληρούνται για την απαλλαγή από τις απαιτήσεις ρευστότητας σε ατομική βάση ιδρυμάτων τα οποία είναι μέλη του ίδιου 1 2 Οδηγία 2013/36/EΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.06.2013, σ. 338). Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1). 3

ΘΣΠ ή ιδρυμάτων που συνδέονται με σχέση κατά την έννοια του άρθρου 12 παράγραφος 1 της οδηγία 83/349/ΕΟΚ 3. Η έκθεση βασίζεται στη γνώμη που διατύπωσε η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ), σε διαβούλευση με τις αρμόδιες εθνικές αρχές στις 31 Οκτωβρίου 2014 4. Στο επόμενο τμήμα παρουσιάζεται επισκόπηση των διαφόρων κανόνων που διέπουν τα επίπεδα εφαρμογής των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας, ξεκινώντας από μια σαφή εκτίμηση των ζητημάτων που διακυβεύονται. Στο τρίτο τμήμα προσδιορίζονται διαφορές, ανακολουθίες και ζητήματα ερμηνείας των εν λόγω κανόνων. Στα συμπεράσματα προτείνεται η πορεία που πρέπει να ακολουθηθεί για την αντιμετώπιση των ζητημάτων που επισημάνθηκαν. 2. ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΑ ΕΠΙΠΕΔΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΟΚΑ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΚΚΑ 2.1. Ο γενικός κανόνας της εποπτείας σε δύο επίπεδα Κατά γενικό κανόνα, τραπεζικός όμιλος που αποτελείται από ένα ή περισσότερα ιδρύματα υπόκειται σε απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας τόσο σε ατομική όσο και σε ενοποιημένη βάση. Στο ατομικό επίπεδο, κάθε ίδρυμα εντός του τραπεζικού ομίλου συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει της ατομικής του κατάστασης σύμφωνα με το άρθρο 6 του ΚΚΑ. Στο ενοποιημένο επίπεδο, η οντότητα που είναι επικεφαλής του τραπεζικού ομίλου υποχρεούται να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει της ενοποιημένης κατάστασης του τραπεζικού ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 11 του ΚΚΑ. 2.1.1. Γενικός κανόνας σύμφωνος με τα πρότυπα της Επιτροπής της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία (BCBS) Ο κανόνας της εποπτείας σε δύο επίπεδα αποτελεί κεντρικό στοιχείο των βασικών αρχών για την αποτελεσματική εποπτεία του τραπεζικού τομέα που αναθεωρήθηκαν από την Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία (BCBS) τον Σεπτέμβριο του 2012. Οι εν λόγω αρχές τονίζουν τη σημασία για τις εποπτικές αρχές να επιβλέπουν κάθε τράπεζα του ομίλου σε αυτόνομη βάση, παράλληλα με την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση. Ο γενικός κανόνας της εποπτείας σε δύο επίπεδα συνάδει επίσης με το πλαίσιο της BCBS του Ιουνίου 2006 5, το οποίο συνιστά ότι κανόνες προληπτικής εποπτείας θα πρέπει να εφαρμόζονται σε κάθε τραπεζικό όμιλο με διεθνή δραστηριότητα σε ενοποιημένη βάση και 3 4 5 Έβδομη οδηγία 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 1983 βασιζόμενη στο άρθρο 54 παράγραφος 3 περίπτωση ζ) της Συνθήκης σχετικά με τους ενοποιημένους λογαριασμούς (ΕΕ L 193 της 18.07.1983, σ. 1). Γνώμη της ΕΑΤ, σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 108 και 109 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και του πρώτου μέρους τίτλος II άρθρο 113 παράγραφοι 6 και 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 της 29ης Οκτωβρίου 2013. Πλαίσιο BCBS του Ιουνίου 2006 - Βασιλεία II: Διεθνής σύγκλιση της μέτρησης κεφαλαιακής επάρκειας και των κεφαλαιακών προτύπων: Αναθεωρημένο πλαίσιο Πλήρης έκδοση. 4

στο επίπεδο της κάθε θυγατρικής τράπεζας με διεθνή δραστηριότητα εντός του εν λόγω τραπεζικού ομίλου. 2.1.2. Τα δύο επίπεδα εφαρμογής αλληλοσυμπληρώνονται Τα επίπεδα εφαρμογής είναι συμπληρωματικά. Η εφαρμογή σε ατομική βάση επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να εστιάσουν στο ίδιο το ίδρυμα, ενώ η εφαρμογή σε ενοποιημένη βάση επιτρέπει μια γενικότερη αξιολόγηση ολόκληρου του ομίλου στον οποίο ανήκει το ίδρυμα. Η ενοποιημένη εποπτεία βοηθά τις αρμόδιες αρχές να εντοπίζουν και να παρακολουθούν καλύτερα τις απειλές που άλλες οντότητες του ομίλου ενδέχεται να παρουσιάζουν για κάθε ίδρυμα εντός του ομίλου, εποπτεία που με τη σειρά της ενισχύει την εποπτεία των ιδρυμάτων σε ατομική βάση. Η εφαρμογή σε ατομική βάση συνάδει με το γεγονός ότι οι υποχρεώσεις πρέπει να εξοφλούνται από νομικές οντότητες, πράγμα που σημαίνει ότι οι μητρικές επιχειρήσεις δεν φέρουν εν γένει τη νομική ευθύνη για τις υποχρεώσεις που αναλήφθηκαν από θυγατρικές. Από την άλλη πλευρά, η εφαρμογή σε ενοποιημένη βάση συμβάλλει στην αποφυγή του διπλού υπολογισμού των κεφαλαίων όταν οντότητα κατέχει κεφάλαια που έχουν εκδοθεί από άλλη οντότητα εντός του ιδίου ομίλου. Η εφαρμογή σε ατομικό επίπεδο με τη σειρά της βοηθά τις εποπτικές αρχές να διασφαλίσουν ότι τα ίδια κεφάλαια έχουν κατανεμηθεί καταλλήλως εντός του τραπεζικού ομίλου και ότι είναι διαθέσιμα για την προστασία των καταθέσεων ή των επενδύσεων. Η ενοποιημένη εφαρμογή επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να εποπτεύουν χρηματοπιστωτικές οντότητες που δεν υπόκεινται σε άμεση εποπτεία σε ατομική βάση. Το πεδίο ενοποίησης περιλαμβάνει όλες τις οντότητες που ασκούν δραστηριότητες τραπεζικού ή χρηματοπιστωτικού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που δεν χαρακτηρίζονται ως ιδρύματα, όπως οι εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, τα ιδρύματα πληρωμών, ή οι χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών. Από την άλλη πλευρά, η εφαρμογή των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας σε ατομική βάση βοηθά τις αρμόδιες αρχές να εντοπίζουν καλύτερα κινδύνους στο εσωτερικό του ομίλου που δεν μπορούν να εντοπιστούν στο πλαίσιο αποκλειστικά της ενοποιημένης εφαρμογής. 2.2. Εξαιρέσεις από τον γενικό κανόνα Η αρχή της εποπτείας σε δύο επίπεδα υπόκειται στις ακόλουθες εξαιρέσεις: οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους μπορούν να απαλλάσσουν μια θυγατρική ή τη μητρική της από απαιτήσεις φερεγγυότητας σε ατομική βάση, σε περίπτωση που η θυγατρική και η μητρική εταιρεία είναι εγκατεστημένες στο εν λόγω κράτος μέλος, εποπτεύονται σε ενοποιημένη βάση και υπόκεινται στο ίδιο πλαίσιο διαχείρισης κινδύνου χωρίς εμπόδια για τη μεταφορά κεφαλαίων σύμφωνα με τους όρους που ορίζονται στο άρθρο 7 του ΚΚΑ η εξαίρεση αυτή μπορεί να επεκταθεί και στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που ορίζονται στα άρθρα 74 έως 96 της ΟΚΑ σύμφωνα με το άρθρο 109 παράγραφος 1 της ΟΚΑ οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους μπορούν να απαλλάσσουν κεντρικό οργανισμό και πιστωτικά ιδρύματα μόνιμα συνδεδεμένα με τον εν λόγω κεντρικό οργανισμό από την τήρηση όλων των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας σε ατομική βάση εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 10 του ΚΚΑ η 5

εξαίρεση αυτή μπορεί να επεκταθεί και στις απαιτήσεις εσωτερικών κεφαλαίων σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 1 της ΟΚΑ οι αρμόδιες αρχές δύνανται να απαλλάσσουν μητρικό ίδρυμα και θυγατρικό του ίδρυμα από απαιτήσεις κοινοποίησης και φερεγγυότητας (με εξαίρεση τις απαιτήσεις μόχλευσης) σε ατομική βάση επιτρέποντας σε μητρικό ίδρυμα να συμπεριλάβει το θυγατρικό του στον υπολογισμό των απαιτήσεων φερεγγυότητας όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 9 του ΚΚΑ οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαλλάσσουν όμιλο ιδρυμάτων από τις απαιτήσεις ρευστότητας σε ατομική βάση και να τις εποπτεύουν ως αυτόνομη οντότητα διαχείρισης ρευστότητας εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 8 του ΚΚΑ 6 η απαλλαγή αυτή μπορεί επίσης να εφαρμόζεται σε ιδρύματα που είναι μέλη του ίδιου ΘΠΣ και σε ιδρύματα που συνδέονται με σχέση κατά την έννοια του άρθρο 12 παράγραφος 1 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στις παραγράφους 6 ή 7 του άρθρου 113 του ΚΚΑ Σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφοι 4 και 5 του ΚΚΑ, επιχειρήσεις επενδύσεων με περιορισμένη άδεια παροχής επενδυτικών υπηρεσιών δεν υπόκεινται σε απαιτήσεις ρευστότητας και μόχλευσης σε ατομική βάση οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να απαλλάσσουν τις επιχειρήσεις επενδύσεων από τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις ρευστότητας σε ατομική βάση, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους το άρθρο 11 παράγραφος 3 του ΚΚΑ επεκτείνει την εν λόγω απαλλαγή από τις απαιτήσεις ρευστότητας σε ενοποιημένη βάση εφόσον ο όμιλος αποτελείται μόνο από επιχειρήσεις επενδύσεων Σύμφωνα με το άρθρο 16 του ΚΚΑ, ένας όμιλος επιχειρήσεων επενδύσεων επιτρέπεται να μην συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις μόχλευσης σε ενοποιημένη βάση, υπό την προϋπόθεση ότι όλες οι οντότητες του ομίλου είναι επιχειρήσεις επενδύσεων που δεν υπόκεινται σε απαιτήσεις μόχλευσης σε ατομική βάση Σύμφωνα με το άρθρο 15 του ΚΚΑ και το άρθρο 108 παράγραφος 1 της ΟΚΑ, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας μπορεί να εξαιρέσει έναν όμιλο επιχειρήσεων επενδύσεων από απαιτήσεις σε ό,τι αφορά τα κεφάλαια και την εσωτερική διαδικασία αξιολόγησης της κεφαλαιακής επάρκειας (ICAAP) σε ενοποιημένη βάση, υπό τον όρο ότι ο όμιλος δεν περιλαμβάνει πιστωτικά ιδρύματα και ότι όλες οι επιχειρήσεις επενδύσεων του ομίλου διεξάγουν περιορισμένες επενδυτικές δραστηριότητες ή υπηρεσίες Σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3 ή το άρθρο 13 του ΚΚΑ, τα ιδρύματα που περιλαμβάνονται σε εποπτική ενοποίηση, εκτός εάν πρόκειται για σημαντικές θυγατρικές, υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις δημοσιοποίησης σε ατομική βάση τα ιδρύματα απαλλάσσονται από τις απαιτήσεις δημοσιοποίησης σε ενοποιημένη βάση, όταν παρέχονται ισοδύναμες ενοποιημένες γνωστοποιήσεις από μητρική επιχείρηση εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα 6 Σε περίπτωση που τα ιδρύματα έχουν άδεια λειτουργίας σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη, οι αρμόδιες αρχές των διαφόρων κρατών μελών πρέπει να καταλήξουν σε κοινή συμφωνία, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 και το άρθρο 21 του ΚΚΑ. 6

Σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 του ΚΚΑ, τα ιδρύματα που περιλαμβάνονται σε εποπτική ενοποίηση δεν απαιτείται να εφαρμόζουν σε ατομική βάση την προληπτική εποπτεία που προβλέπεται στα άρθρα 89, 90 και 91 του ΚΚΑ σε ειδικές συμμετοχές σε επιχειρήσεις που ασκούν μη χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες οντότητες ενός τραπεζικού ομίλου μπορούν να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της εποπτικής ενοποίησης υπό ορισμένες περιστάσεις που περιγράφονται στο άρθρο 19 του ΚΚΑ. 2.3. Αιτιολογήσεις των εξαιρέσεων Η απαλλαγή ιδρυμάτων που ανήκουν σε τραπεζικό όμιλο από απαιτήσεις φερεγγυότητας σε ατομική βάση, σύμφωνα με τα άρθρα 7, 9 και 10 του ΚΚΑ, δικαιολογείται όταν τα εν λόγω ιδρύματα μπορούν να θεωρηθούν ως ενιαία οντότητα. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περίπτωση που όλες οι οντότητες του ομίλου συνδέονται μεταξύ τους με ισχυρές σχέσεις ελέγχου και εφόσον εποπτεύονται σε ενοποιημένη βάση από την ίδια αρχή, ενώ υπόκεινται σε πλαίσιο διαχείρισης κινδύνου σε επίπεδο ομίλου με σημαντικές δεσμεύσεις εντός του ομίλου και χωρίς εμπόδια στις κινήσεις κεφαλαίων. Σε μια τέτοια κατάσταση, η εφαρμογή των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας σε ατομική βάση δεν προσθέτει αξία στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση. Η απαλλαγή ιδρυμάτων που ανήκουν σε τραπεζικό όμιλο από τις απαιτήσεις ρευστότητας σε ατομική βάση, σύμφωνα με το άρθρο 8 του ΚΚΑ, συμβάλλει ώστε να διευκολύνεται η διαχείριση του κινδύνου ρευστότητας σε επίπεδο ομίλου και να αποφεύγεται η παγίδευση αποθεμάτων ρευστότητας λόγω περιορισμών στις εσωτερικές μεταφορές ρευστότητας του ομίλου που θα προέκυπταν από την εφαρμογή των απαιτήσεων ρευστότητας σε κάθε ίδρυμα εντός του τραπεζικού ομίλου. Η απαλλαγή οντοτήτων τραπεζικού ομίλου από την εποπτική ενοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 19 του ΚΚΑ κρίνεται σκόπιμη όταν οι μητρικές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν περιορισμούς που θίγουν ουσιαστικά την άσκηση των δικαιωμάτων των μητρικών επιχειρήσεων επί των θυγατρικών, ή όταν οι δραστηριότητες που ασκούνται από οντότητα του ομίλου είναι τόσο διαφορετικές από εκείνες άλλων οντοτήτων του ομίλου, ώστε η καταχώρισή της δεν παρέχει στις εποπτικές αρχές ορθή εικόνα του τραπεζικού ομίλου. Οι απαλλαγές που προβλέπονται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 και στο άρθρο 13 του ΚΚΑ βασίζονται στην αρχή ότι η απαίτηση από μη σημαντικές θυγατρικές να δημοσιοποιούν δεδομένα προληπτικής εποπτείας σε ατομικό επίπεδο δεν συμβάλλει σημαντικά στην πειθαρχία της αγοράς, λαμβανομένων υπόψη των δεδομένων προληπτικής εποπτείας που έχουν ήδη δημοσιοποιηθεί σε επίπεδο ομίλου. Οι απαλλαγές που προβλέπονται στο άρθρο 6 παράγραφοι 4 και 5 και στο άρθρο 16 του ΚΚΑ οφείλονται στο γεγονός ότι οι δείκτες ρευστότητας και μόχλευσης αναπτύχθηκαν αρχικά από την Επιτροπή της Βασιλείας για την τραπεζική εποπτεία (BCBS) προκειμένου να εφαρμοστούν σε πιστωτικά ιδρύματα και όχι σε επιχειρήσεις επενδύσεων, και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες των δραστηριοτήτων και των υπηρεσιών που παρέχονται από επιχειρήσεις επενδύσεων. Η απαλλαγή που χορηγείται σύμφωνα με το άρθρο 15 του ΚΚΑ έχει ως στόχο να αποφευχθεί το φαινόμενο όμιλοι επιχειρήσεων επενδύσεων με περιορισμένες επενδυτικές υπηρεσίες ή 7

δραστηριότητες να επιβαρύνονται δυσανάλογα με κεφαλαιακές απαιτήσεις. Ωστόσο, για να διατηρηθεί η φερεγγυότητα των εν λόγω χρηματοπιστωτικών ομίλων, η χορήγηση της εν λόγω απαλλαγής συνοδεύεται από την εκπλήρωση πρόσθετων όρων όσον αφορά τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων, τα ίδια κεφάλαια και τον εσωτερικό έλεγχο. 2.4. Χρήση των απαλλαγών στην ΕΕ Η χρήση ορισμένων απαλλαγών φαίνεται σχετικά περιορισμένη σε ολόκληρη την ΕΕ: μόνο 5 από τα 28 κράτη μέλη χορηγούν απαλλαγή σύμφωνα με το άρθρο 7 του ΚΚΑ μόνο τρία κράτη μέλη επιτρέπουν σε μητρικά ιδρύματα να ενοποιούν τις θυγατρικές τους σύμφωνα με το άρθρο 9 του ΚΚΑ μικρός μόνο αριθμός των οντοτήτων του ομίλου εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της εποπτικής ενοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 19 του ΚΚΑ μόνο δύο κράτη μέλη απαλλάσσουν ιδρύματα από τις απαιτήσεις σχετικά με τη διακυβέρνηση, την αμοιβή και τη διαχείριση κινδύνων σύμφωνα με το άρθρο 109 παράγραφος 1 της ΟΚΑ. Η απαλλαγή που αναφέρεται στο άρθρο 8 του ΚΚΑ εφαρμόζεται σε διασυνοριακό πλαίσιο μόνο από την 1η Ιανουαρίου 2015. Αντίθετα, η εφαρμογή της παρέκκλισης βάσει του άρθρου 10 του ΚΚΑ για δίκτυα συνεργασίας είναι σχετικά εκτεταμένη, δεδομένου ότι μεγάλος αριθμός των κεντρικών οργανισμών και των συνδεδεμένων με αυτούς πιστωτικών ιδρυμάτων σε έξι τουλάχιστον κράτη μέλη επωφελούνται από την απαλλαγή αυτή, η οποία μπορεί με τη σειρά της να τους επιτρέπει να απαλλάσσονται από απαιτήσεις ICAAP σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 1 της ΟΚΑ. Ενώ φαίνεται να έχουν μικρότερη πρακτική σημασία, οι απαλλαγές μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά τη διάρθρωση και την εσωτερική οργάνωση των τραπεζικών ομίλων της ΕΕ και τον τρόπο με τον οποίο οι αρμόδιες αρχές εποπτεύουν τους τραπεζικούς ομίλους. Αλλαγές στους υφιστάμενους κανόνες θα μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα ευρείες ενδεχόμενες προσαρμογές και δαπάνες για τα ιδρύματα, τις αρμόδιες αρχές και την ΕΑΤ. Ωστόσο, ενδέχεται να αξίζει η επανεξέταση του καθεστώτος παρεκκλίσεων στο μέλλον, προκειμένου να ληφθούν υπόψη τα διδάγματα που αντλήθηκαν από την εφαρμογή της απαίτησης κάλυψης ρευστότητας και του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (ΕΕΜ). 3. ΘΕΜΑΤΑ ΕΝΤΟΠΙΣΘΕΝΤΑ ΣΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΑ ΕΠΙΠΕΔΑ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ Από την ανάλυση των κανόνων που διέπουν τα επίπεδα εφαρμογής των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας προκύπτουν οι ακόλουθες διαφορές, ανακολουθίες και ζητήματα ερμηνείας που πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω. 8

3.1. Διαφορές στις παρεκκλίσεις που εφαρμόζονται σε πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις επενδύσεων υπόκεινται σε απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας τόσο σε ατομική όσο και ενοποιημένη βάση, εκτός εάν απαλλάσσονται. Ωστόσο, το καθεστώς παρέκκλισης δεν είναι παρόμοιο και για τους δύο τύπους ιδρυμάτων. Σε αντίθεση με τα πιστωτικά ιδρύματα, οι επιχειρήσεις επενδύσεων μπορούν να απαλλάσσονται από τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις ρευστότητας ή μόχλευσης σε ατομική βάση σύμφωνα με το άρθρο 6 του ΚΚΑ, χωρίς να απαιτείται να πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Σε αντίθεση με τους ομίλους πιστωτικών ιδρυμάτων, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαλλάσσουν ομίλους επιχειρήσεων επενδύσεων από τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 3, το άρθρο 15 ή το άρθρο 16 του ΚΚΑ. Κρίνεται ενδεχομένως σκόπιμη η διατήρηση λιγότερο αυστηρών κανόνων για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, δεδομένου του μεγέθους τους, της φύσης των δραστηριοτήτων τους ή του προφίλ κινδύνου που τις χαρακτηρίζει. Είναι, ως εκ τούτου, σημαντικό να κατανοήσουμε εάν μια τέτοια διαφοροποιημένη μεταχείριση θα μπορούσε να έχει αρνητικές επιπτώσεις. Η Επιτροπή θα επανεξετάσει το καθεστώς παρέκκλισης που ισχύει για τις επιχειρήσεις επενδύσεων ως μέρος της συνολικής επανεξέτασης ολόκληρου του καθεστώτος προληπτικής εποπτείας που ισχύει για επιχειρήσεις επενδύσεων, την οποία οφείλει να διενεργήσει η Επιτροπή το 2015 σύμφωνα με το άρθρο 508 παράγραφοι 2 και 3 του ΚΚΑ. 3.2. Μη ενσωμάτωση των πτυχών εξυγίανσης στους κανόνες Στις προϋποθέσεις για την απαλλαγή ιδρυμάτων από τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας σε ατομική βάση, δεν λαμβάνονται υπόψη οι πτυχές εξυγίανσης. Οι προϋποθέσεις αυτές θα πρέπει να αναθεωρηθούν υπό το πρίσμα των νέων απαιτήσεων που εισήγαγε η οδηγία 2014/59/ΕΕ 7 (στο εξής «οδηγία BRRD») για τη διατήρηση συνοχής μεταξύ της τραπεζικής εξυγίανσης και του τρόπου εποπτείας των τραπεζικών ομίλων. Ειδικότερα, η ύπαρξη συμφωνίας χρηματοπιστωτικής στήριξης ομίλου, όπως ορίζεται στο κεφάλαιο ΙΙI, τίτλος ΙΙ της οδηγίας BRRD θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη κατά την αξιολόγηση του κατά πόσον υπάρχουν εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων εντός του τραπεζικού ομίλου. 3.3. Ύπαρξη παρεκκλίσεων με ακατάλληλο πεδίο εφαρμογής Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να απαλλάσσουν ιδρύματα από τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που ορίζονται στα άρθρα 74 έως 96 της ΟΚΑ σε ατομική βάση σύμφωνα με το άρθρο 109 παράγραφος 1 της ΟΚΑ. Ωστόσο, τα άρθρα 74 έως 96 αφορούν θεμελιώδεις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, για παράδειγμα, την εφαρμογή άρτιου πλαισίου διακυβέρνησης, αποτελεσματικών διαδικασιών διαχείρισης κινδύνων και άρτιων μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου. Ως εκ τούτου, οι αρμόδιες αρχές είναι απρόθυμες να χορηγήσουν την εν λόγω απαλλαγή, διότι οι απαιτήσεις αυτές θεωρούνται ουσιαστικής σημασίας για 7 Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190). 9

αποτελεσματική προληπτική εποπτεία. Κατά συνέπεια, είναι πιο συνετό να περιοριστεί το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω απαλλαγής στις περιπτώσεις που η εφαρμογή των εν λόγω απαιτήσεων σε μεμονωμένη βάση δεν είναι ουσιαστικής σημασίας και μπορεί να αντικατασταθεί επαρκώς με μια εφαρμογή σε ενοποιημένη βάση. Επιπλέον, το άρθρο 9 του ΚΚΑ δεν επιτρέπει την απαλλαγή ιδρυμάτων από απαιτήσεις μόχλευσης, πράγμα που επιτρέπεται βάσει του άρθρου 7 του ΚΚΑ. Θα ήταν σκόπιμο να εξεταστεί η δυνατότητα καλύτερης ευθυγράμμισης των δύο αυτών άρθρων. 3.4. Ελλιπείς προϋποθέσεις για την εφαρμογή των παρεκκλίσεων Μητρικές επιχειρήσεις και οι θυγατρικές τους μπορούν να απαλλάσσονται από απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας σε ατομική βάση δυνάμει του άρθρου 7 του ΚΚΑ εφόσον συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις που καθορίζονται στο εν λόγω άρθρο. Ωστόσο, θα ήταν σκόπιμο να συμπληρωθούν οι ισχύουσες προϋποθέσεις με περαιτέρω προδιαγραφές και συγκεκριμένα: Θα πρέπει να τεκμαίρονται σχέσεις ελέγχου μεταξύ της μητρικής επιχείρησης και των θυγατρικών εφόσον η μητρική επιχείρηση έχει την εξουσία να εκδίδει δεσμευτικές οδηγίες προς τις θυγατρικές της η προϋπόθεση αυτή υφίσταται ήδη σύμφωνα με το άρθρο 10 του ΚΚΑ Θα μπορούσε να αναληφθεί η εφαρμογή του πλαισίου διαχείρισης κινδύνων της μητρικής επιχείρησης στις θυγατρικές, εφόσον υφίσταται ενιαίο και ολοκληρωμένο πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων τόσο στη μητρική επιχείρηση όσο και στις θυγατρικές της. 3.5. Έλλειψη ευθυγράμμισης των κανόνων απαλλαγής μεταξύ ΟΚΑ και ΚΚΑ Η διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (ΔΕΕΑ) εφαρμόζεται στο ίδιο επίπεδο με το επίπεδο εφαρμογής των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας που ορίζεται στον ΚΚΑ. Δεδομένου ότι σύμφωνα με το άρθρο 73 της ΟΚΑ η διαδικασία εκτίμησης της επάρκειας του εσωτερικού κεφαλαίου (ICAAP) αποτελεί το σημείο εκκίνησης της ΔΕΕΑ, η οποία καλύπτει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 74 έως 96 της ΟΚΑ, τα επίπεδα εφαρμογής των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας που ορίζονται στα άρθρα 108 και 109 της ΟΚΑ μπορεί να οδηγήσουν στις ακόλουθες ανακολουθίες: Η ICAAP και οι απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που ορίζονται στα άρθρα 74 έως 96 της ΟΚΑ ενδέχεται να μην εφαρμόζονται στο ίδιο επίπεδο σε περίπτωση που ιδρύματα απαλλάσσονται δυνάμει του άρθρου 108 παράγραφος 1 ή του άρθρου 109 παράγραφος 1 της ΟΚΑ. Ιδρύματα που επωφελούνται από τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 8 ή στο άρθρο 9 του ΚΚΑ ενδέχεται να υποχρεούνται να εφαρμόζουν σε ατομική βάση τους κανόνες προληπτικής εποπτείας που ορίζονται στα άρθρα 73 έως 96. Η χορήγηση απαλλαγής βάσει του άρθρου 108 παράγραφος 1 της ΟΚΑ δεν καθορίζεται από τη χορήγηση απαλλαγής βάσει του άρθρου 10 του ΚΚΑ, πράγμα που σημαίνει ότι τα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία συνδέονται κατά τρόπο μόνιμο με κεντρικό οργανισμό μπορούν να απαλλάσσονται από κεφαλαιακές απαιτήσεις σε ατομική βάση, ενώ υπόκεινται σε απαιτήσεις εσωτερικού κεφαλαίου. 10

Δεν απαιτείται από ιδρύματα που ανήκουν σε τραπεζικούς ομίλους να εφαρμόζουν την ICAAP σε ατομική βάση ενώ υπόκεινται σε απαιτήσεις φερεγγυότητας στο εν λόγω επίπεδο. Τα επίπεδα εφαρμογής της ICAAP και οι κανόνες προληπτικής εποπτείας σχετικά με τους μηχανισμούς διακυβέρνησης, τη διαχείριση κινδύνου και τις πολιτικές αποδοχών όπως ορίζονται στα άρθρα 108 και 109 της ΟΚΑ, θα μπορούσαν, ως εκ τούτου, να συνάδουν με τα επίπεδα εφαρμογής των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας που ορίζονται στον ΚΚΑ και στην ΟΚΑ. Η απαίτηση ICAAP για κάθε ίδρυμα μεγάλου τραπεζικού ομίλου θα μπορούσε, ωστόσο, να θεωρηθεί υπερβολικά επαχθής, ιδίως για τα ιδρύματα που δεν είναι σημαντικά σε σχέση με τα υπόλοιπα μέλη του ομίλου. Από κοινού με τις απαιτήσεις ICAAP σε ενοποιημένη βάση, ανάλογα με την περίπτωση, η ICAAP θα μπορούσε συνεπώς να εφαρμόζεται σε ατομική βάση σε οποιοδήποτε ίδρυμα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ανήκουν σε τραπεζικούς ομίλους, εκτός των περιπτώσεων στις οποίες οι αρμόδιες αρχές κάνουν χρήση των παρεκκλίσεων δυνάμει των άρθρων 7, 9 ή 10 του ΚΚΑ, λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία του ιδρύματος σε σχέση με τα υπόλοιπα μέλη του ομίλου. 3.6. Ανεπαρκής παρακολούθηση των οντοτήτων που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας Οι τραπεζικοί όμιλοι δύνανται να εξαιρούν οντότητες του ομίλου από το πεδίο εφαρμογής της εποπτικής ενοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 του ΚΚΑ χωρίς παραπομπή στις αρμόδιες αρχές. Ωστόσο, θα άξιζε να αξιολογηθεί το κόστος και τα οφέλη που θα συνεπαγόταν η απαίτηση από τους τραπεζικούς ομίλους να κοινοποιούν τη χρήση της απαλλαγής δυνάμει του εν λόγω άρθρου στις αρμόδιες αρχές ώστε οι τελευταίες να μπορούν να χορηγούν άδεια σε τράπεζες πριν προβούν σε εξαιρέσεις και να παρακολουθούν τον αριθμό των οντοτήτων και τον όγκο των περιουσιακών στοιχείων που καλύπτονται από την απαλλαγή. 3.7. Ζητήματα ερμηνείας που εντοπίστηκαν 3.7.1. Κίνδυνος αποκλίνουσας ερμηνείας σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων περί αποδοχών σε ενοποιημένη βάση Το άρθρο 92 παράγραφος 1 της ΟΚΑ απαιτεί από τις αρμόδιες αρχές να διασφαλίζουν ότι οι αρχές και οι κανόνες σχετικά με τις αποδοχές που προβλέπονται στα άρθρα 92 έως 95 της ΟΚΑ εφαρμόζονται για ιδρύματα σε επίπεδο ομίλου, μητρικής εταιρείας και θυγατρικών, συμπεριλαμβανομένων όσων εδρεύουν σε υπεράκτια οικονομικά κέντρα. Στην αιτιολογική σκέψη 67 της ΟΚΑ διευκρινίζεται ότι αυτό γίνεται για να προστατευθεί και να ενισχυθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα στο εσωτερικό της Ένωσης και να αποφευχθεί πιθανή υπεκφυγή από την τήρηση των απαιτήσεων που θεσπίζει η ΟΚΑ. Ορισμένες από τις απαιτήσεις περί αποδοχών στο άρθρο 92 της ΟΚΑ ισχύουν μόνο για προσωπικό του οποίου οι δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου ενός ιδρύματος. Ο κατ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 604/2014 8 καθορίζει κριτήρια 8 Βλ. άρθρο 1 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2014 της Επιτροπής, της 4ης Μαρτίου 2014, που συμπληρώνει την οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα σχετικά με τα ποιοτικά και τα κατάλληλα ποσοτικά κριτήρια εντοπισμού 11

για τον προσδιορισμό των εν λόγω υπαλλήλων σε επίπεδο ομίλου, μητρικής εταιρείας και θυγατρικής. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 2 της ΟΚΑ, οι απαιτήσεις περί αποδοχών εφαρμόζονται κατά τρόπο και σε βαθμό που ενδείκνυται προς το μέγεθος, την εσωτερική οργάνωση και τη φύση, το αντικείμενο και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των ιδρυμάτων. Οι επικαιροποιημένες κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων περί αποδοχών θα περιλαμβάνουν περαιτέρω οδηγίες σχετικά με το πεδίο εφαρμογής της έννοιας του «ομίλου» και την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, γεγονός που θα συμβάλει στην αντιμετώπιση κινδύνων που συνδέονται με αποκλίνουσα ερμηνεία και την εφαρμογή των κανόνων περί αποδοχών. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι το άρθρο 161 παράγραφος 2 της ΟΚΑ προβλέπει ότι η Επιτροπή, σε στενή συνεργασία με την ΕΑΤ, θα επανεξετάσει τις διατάξεις σχετικά με τις αποδοχές έως τις 30 Ιουνίου 2016. Η επανεξέταση αυτή θα αξιολογήσει, μεταξύ άλλων στοιχείων, την αποτελεσματικότητα, την εφαρμογή και την επιβολή των διατάξεων περί αποδοχών, συμπεριλαμβανομένου του εντοπισμού οποιωνδήποτε κενών απορρέουν από την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας. 3.7.2. Κίνδυνος αποκλίνουσας ερμηνείας των προϋποθέσεων για την εφαρμογή απαλλαγών Τα ιδρύματα μπορούν να απαλλάσσονται από απαιτήσεις φερεγγυότητας ή ρευστότητας σύμφωνα με τα άρθρα 7, 8 ή 9 του ΚΚΑ, με την προϋπόθεση ότι δεν υφίσταται εμπόδιο για τις κινήσεις κεφαλαίων. Ωστόσο, οι εποπτικές αρχές ενδέχεται να αντιμετωπίζουν δυσκολίες στον εντοπισμό εμποδίων. Η διευκρίνιση τούτου θα μπορούσε να συμβάλει στην ενίσχυση της σύγκλισης των εποπτικών πρακτικών όσον αφορά την εφαρμογή των απαλλαγών. Γενικότερα, οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στα εν λόγω τρία άρθρα, ιδίως στο άρθρο 8 του ΚΚΑ, θα μπορούσαν να ωφεληθούν από την περαιτέρω διευκρίνιση του τρόπου περιορισμού του κινδύνου για αποκλίνουσα ερμηνεία από αρχή σε αρχή. 3.7.3. Ασαφής μεταχείριση των ιδρυμάτων που κατέχουν συμμετοχές σε χρηματοπιστωτικές οντότητες εγκατεστημένες σε τρίτες χώρες Το άρθρο 22 του ΚΚΑ και το άρθρο 108 παράγραφος 4 της ΟΚΑ προβλέπουν ότι θυγατρικό ίδρυμα που διαθέτει συμμετοχές σε οντότητα εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα εφαρμόζει σε υποενοποιημένη βάση τις απαιτήσεις που αφορούν το κεφάλαιο, τη ρευστότητα και τα μεγάλα ανοίγματα, καθώς και τους κανόνες που συνδέονται με ειδικές συμμετοχές και την ICAAP. Ωστόσο, ο σκοπός αυτών των δύο άρθρων επιδέχεται πολλές δυνατές ερμηνείες. Συνεπώς, θα πρέπει να διασαφηνιστεί η μεταχείριση που εφαρμόζεται σε ιδρύματα που κατέχουν συμμετοχές σε χρηματοπιστωτικές οντότητες εγκατεστημένες σε τρίτες χώρες. 4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Δεν κρίνεται κατάλληλο να προταθούν τροποποιήσεις των ισχυόντων κανόνων σε συνέχεια της έκθεσης, καθώς η Επιτροπή πρέπει να εξακολουθήσει να εξετάζει περαιτέρω κατά πόσον και με ποιον τρόπο θα πρέπει να διατηρηθούν οι εν λόγω εξαιρέσεις και όροι για την κατηγοριών υπαλλήλων των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου ενός ιδρύματος (ΕΕ L 167 της 6.6.2014, σ. 30). 12

εφαρμογή τους. Ορισμένα από αυτά τα θέματα θα είναι ιδιαίτερα συναφή στο πλαίσιο του ΕΕΜ. Επιπλέον, δεδομένου ότι ορισμένοι κανόνες είναι νέοι ή δεν έχουν ακόμη χρησιμοποιηθεί εκτενώς, πρέπει να αποκτηθεί περαιτέρω εμπειρία από την εφαρμογή τους ώστε να μπορέσει η Επιτροπή να αξιολογήσει προσεκτικά τη σκοπιμότητα της τροποποίησης των υφισταμένων κανόνων. Επίσης, κρίνεται ιδιαίτερα σημαντικό να ληφθούν υπόψη τα συμπεράσματα της έκθεσης σχετικά με το καθεστώς προληπτικής εποπτείας για ευρωπαϊκές επιχειρήσεις επενδύσεων, που εκδίδεται από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 508 παράγραφοι 2 και 3 του ΚΚΑ, πριν εξεταστεί η δυνατότητα αλλαγής των κανόνων που ισχύουν για τις επιχειρήσεις επενδύσεων. Τέλος, η πείρα που αποκτήθηκε από τις αρμόδιες αρχές κατά την εφαρμογή της απαίτησης κάλυψης ρευστότητας και των διατάξεων που προβλέπονται στην οδηγία BRRD θα συμβάλει στον προβληματισμό της Επιτροπής ως προς το εάν θα ήταν σκόπιμες τροποποιήσεις στην εφαρμογή του καθεστώτος απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα. 13