ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑΣ

Σχετικά έγγραφα
Στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος. Ὁ Λόγος ἦταν μαζὶ μὲ

Ψυχανάλυση, Πολιτισμὸς καὶ κοινωνικὲς ἐπιστῆμες 13. Πρὸς μία ψυχαναλυτικὴ ἐπιστημολογία τῶν κοινωνικῶν ἐπιστημῶν

Εὐκλείδεια Γεωµετρία

Ἑλένη Γλύκατζη-Ἀρβελέρ. Γιατὶ τὸ Βυζάντιο. Ἐκδόσεις «Ἑλληνικὰ Γράμματα», Ἀθήνα 2009, σελίδες 292.

Παραθέτουμε απόσπασμα του άρθρου: ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ ΑΠΙΣΤΕΥΤΟΝ- Οι Ιεχωβάδες και οι Μασόνοι κεφάλαια εις το βιβλίον των θρ

Γενικὴ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία Α

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

Εὐκλείδεια Γεωµετρία

Ὄχι στὴν ρινόκερη σκέψη τοῦ ρινόκερου Κοινοβουλίου μας! (ε ) Tὸ Παγκόσμιο Οἰκονομικὸ Φόρουμ προωθεῖ τὴν ὁμοφυλοφιλία*

Χριστιάνα Ἀβρααμίδου ΜΑΤΙΑ ΑΝΑΠΟΔΑ. Ποιήματα

ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΓΝΩΣΗ; ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ; Το ερώτημα για το τι είναι η γνώση (τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος γνωρίζει κάτι ή ποια

Κυριακή 3 Μαρτίου 2019.

Σύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ»

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ


Η KΑΚΟΜΕΤΑΧΕΙΡΗΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΨΕΩΝ ΤΟΥ ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΗ ΠΕΡΙ ΥΛΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΡΑ. Μιχαήλ Μανωλόπουλος

Εἰσαγωγὴ. Αὐτόματη Δημιουργία Οἰκονομικῶν Κινήσεων Ἀμοιβῶν. Αὐτόματη Δημιουργία Οἰκονομικῶν Κινήσεων Ἀμοιβῶν. ICAMSoft Law Applications Σημειώ σεις

ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ

EISGCGSG Dò. «Ἡ Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ: Χθὲς καὶ σήμερον ἡ αὐτὴ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» Σάββατο, 22α Δεκεμβρίου 2012

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ ΔΙΑΔΟΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ. ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΧΩΡΟΥΝ ΤΟΣ ΠΡΟΕΔΡΟΥ κ. ΘΑΝΑΣΗ ΒΑΛΤΙΝΟΥ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 2017

Εἰς τήν Κυριακήν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. (Β Κυριακή τῶν Νηστειῶν).

ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ: ΠΑΡΕΛΘΟΝ, ΠΑΡΟΝ ΚΑΙ ΜΕΛΛΟΝ

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

ΥΠΑΡΞΗ ΚΑΙ ΑΝΥΠΑΡΞΙΑ

Εἰς τήν Κυριακήν τῆς Ὀρθοδοξίας (Α Κυριακή τῶν Νηστειῶν).

Τὰ Προλεγόμενα. (π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνὸς)

Το αντικείμενο [τα βασικά]

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

11η Πανελλήνια Σύναξη Νεότητος της Ενωμένης Ρωμηοσύνης (Φώτο Ρεπορτάζ)

Ἐγκατάστασις ICAMSoft Law Applications' Application Server ἔκδοση 3.x (Rel 1.1-6ος 2009) 1

Κυριακή 19 Μαΐου 2019.

Σᾶς εὐαγγελίζομαι τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα τῆς γεννήσεως τοῦ. Χριστοῦ, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν κορυφαία πράξη τοῦ Θεοῦ νὰ σώσει τὸν

Α1. Να δώσετε το περιεχόμενο των όρων που ακολουθούν: γ. Εκλεκτικοί Μονάδες 15

Σύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ»

Θεός και Σύμπαν. Source URL:

Έγκατάσταση καὶ Χρήση Πολυτονικοῦ Πληκτρολογίου σὲ Περιβάλλον Ubuntu Linux.

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

Σύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ» Σάββατο, 12 Οκτωβρίου 2013

Μάνος Κοντολέων : «Ζω γράφοντας και γράφω ζώντας» Πέμπτη, 23 Μάρτιος :11

ΚΕΙΜΕΝΟ. Ἀδημονεῖ ὁ Φερνάζης. Ἀτυχία! Ἐκεῖ πού τό εἶχε θετικό μέ τόν «αρεῖο» ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ Γ ΤΑΞΗ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

Εὐλογημένη ἡ ἐπιθυμία τοῦ πλούσιου νέου σήμερα νά

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ 2017 Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΘΙΜΟΣ

(Θ. Λειτουργία Ἰωάννου Χρυσοστόμου)

Παρέλαση-Μαντήλα-Δωδεκάποντα*

Εκεί όπου όντως ήθελε ο Θεός

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

Ὁ νεο-δαρβινισμὸς καὶ ἡ ἀμφισβήτηση τοῦ Θεοῦ*

Ἀσκητὲς καὶ ἀσκητήρια στὴ νῆσο Σκόπελο

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟ 1 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2017 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

Περί της «Αρχής ανεξαρτησίας των κινήσεων»

Νὰ συγκαλέσει πανορθόδοξη Σύνοδο ή Σύναξη των Προκαθημένων καλεί τον Οικουμενικό Πατριάρχη η Κύπρος αν ο στόχος δεν επιτευχθεί

6. '' Καταλαβαίνεις οτι κάτι έχει αξία, όταν το έχεις στερηθεί και το αναζητάς. ''

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

Αισθητική φιλοσοφία της τέχνης και του ωραίου

Θέμα: «Περὶ τοῦ προσώπου τοῦ Ἀναδόχου εἰς τὸ Μυστήριον τοῦ Βαπτίσματος».

Κάιν καί Ἄβελ. ΜΑΘΗΜΑ 3ο. Γένεσις 4,1-15

Κυριακή 2 Ἰουνίου 2019.

Πώς να διαβάζεις στο σπίτι γρήγορα και αποτελεσματικά για μαθητές τάξης Teens 2 & 3 (B & C Senior)

Μεταξία Κράλλη! Ένα όνομα που γνωρίζουν όλοι οι αναγνώστες της ελληνικής λογοτεχνίας, ωστόσο, κανείς δεν ξέρει ποια

Εἰς τήν Κυριακήν τοῦ Θωμᾶ.

Κυριακή 27 Ἰανουαρίου 2019

ΑΡΧΗ 1ης ΣΕΛΙΔΑΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ : ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΑΞΗ / ΤΜΗΜΑ : Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΠΕΡΙΟΔΟΥ : ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2017 ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙΔΩΝ: 7

Κυριακή 23 Ἰουνίου 2019.

Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Γιώργος Πολίτης: «Τα καταφέραμε σε πιο δύσκολες εποχές, θα τα καταφέρουμε και τώρα»

Ποιες γνώμες έχετε ακούσει για τη Βίβλο; Τι θα θέλατε να μάθετε γι αυτή;

Θεωρία Συνόλων - Set Theory

Νέα Ελληνική Λογοτεχνία Α Λυκείου Κωδικός 4528 Ενότητα: «Παράδοση και μοντερνισμός στη νεοελληνική ποίηση»

ΛΥΣΕΙΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΟΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

1 / 15 «ΟΙ ΓΛΩΣΣΕΣ ΚΑΙ ΕΓΩ» Ερωτηµατολόγιο για τους µαθητές της 3 ης Γυµνασίου. Μάρτιος 2007

Το περιοδικό «Εθνική Αγωγή» και η καλλιέργεια της εθνικής ιστορικής συνείδησης ( )

ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Κυριακή 29η Σεπτεμβρίου 2019 (Κυριακή Β Λουκᾶ).

Σκέψεις γιὰ τὴν διατροφὴ καὶ τὴ νηστεία

μαθη ματικῶν, ἀλλὰ καὶ τὴ βαθιά του ἐκτίμηση γιὰ τὴ χαϊντεγκεριανὴ ἱστορικὴ κατανόηση τοῦ ἀνθρώπινου κόσμου. Καταγράφοντας ὅλες αὐτὲς τὶς ἐπιδράσεις,

Είναι τα πράγματα όπως τα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας;

Λόγοι για την παιδαγωγική της οικογένειας (Γέρων Εφραίμ Κατουνακιώτης)

ΤΕΛΟΣ 1ης ΑΠΟ 5 ΣΕΛΙΔΕΣ

Εἰς τήν Κυριακήν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναῒτου, συγγραφέως τῆς Κλίμακος. (Δ Κυριακή τῶν Νηστειῶν).

Πώς γράφεις αυτές τις φράσεις;

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΑΡΧΑΙΩΝ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ 2017


ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ «ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ» Ἡ Ποίηση εἶναι μιά πόρτα ἀνοιχτή. Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν

LAHGLATA ACIOCQAVIAS PEQIODOS Bò L hgla Aò

!"#"$%&$& '#" #()!*"+&

ICAMLaw Application Server Χειροκίνηση Ἀναβάθμιση

Η Α.Θ.Π. ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος. τίμησε με την παρουσία του τις εκδηλώσεις για τον εορτασμό

Για αυτό τον μήνα έχουμε συνέντευξη από μία αγαπημένη και πολυγραφότατη συγγραφέα που την αγαπήσαμε μέσα από τα βιβλία της!

«Σημειώσεις πάνω στην δουλειά μου»

ΑΡΧΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Β ΤΑΞΗΣ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ 2002

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ Τ.Ε.Ε. Κατά την απονομή των βραβείων Νόμπελ Λογοτεχνίας στον ποιητή το Γιάννης Μακρυγιάννης

1.6.3 Ιατρικές και βιολογικές θεωρίες στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη Η αρχαία ελληνική ιατρική µετά τον Ιπποκράτη

Περί της Ταξινόμησης των Ειδών

Περιεχόμενα. Προλογικό Σημείωμα... 17

Φροντιστηριακὸ Μάθημα Ἁγιογραφίας Β

Ένα γόνιμο μέλλον. στο παρόν και πνευματικές ιδιότητες που εκδηλώνουν οι Έλληνες όταν κάνουν τα καλά τους έργα

ΛΕΜΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ

Transcript:

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΚΑΚΛΑΜΑΝΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑΣ (ἔκδοση 1975)

Α Connaltre, c est decrire pour retrouver Gaston BACHELARD Προϋπόθεση τοῦ φιλοσοφεῖν εἶναι τὸ «εἰδέναι». Τὸ εἶδος ἐκεῖνο τῆς φιλοσοφίας πού δὲν προϋποθέτει τὸ «εἰδέναι» διαχέεται συνήθως στὴν κουράζουσα ἔκπληξη. «Εἰδέναι» σημαίνει ἐρωτῶ [1]. Ἡ σωρευτικὴ πληροφόρηση δὲν εἶναι «Εἰδέναι», γι αὐτὸ καὶ δὲν καταλήγει πουθενά, οὔτε κανένα κέρδος ἀποκομίζει. Τελική της κατάληξη εἶναι ἡ σύγχυση, ἡ ἀποδυνάμωση τῆς ἱκανότητας τοῦ φιλοσοφεῖν. Προϋπόθεση τοῦ «εἰδέναι»» εἶναι ἡ γνώση. Φιλοσοφία συνεπῶς καλεῖται ἡ κατανόηση τοῦ ἤδη γνωστοῦ καὶ τοῦτο σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχει ἕνας μόνιμος ὁρισμὸς τῆς Φιλοσοφίας. Ἡ Φιλοσοφία εἶναι ἀπὸ καταβολῆς μία διαδικασία πειραματική. Ἡ πιὸ προχωρημένη μορφὴ της συντελεῖται σ αὐτὸ πού λέγεται Μεταφυσικὴ ἤ Γνωσιολογία. Ἐδῶ ὁ ἀνθρώπινος νοῦς καταγίνεται μὲ προβλήματα ἄλυτα. Ὅπως δέχεται ἡ ἱστορικὰ νεώτερη ἀπὸ τὶς ἐπιστῆμες καὶ ἡ ὕπατη, ὡς ἤθελεν ὁ Αὔγουστος Κὸντ ἡ Κοινωνιολογία, τὰ ἄλυτα προβλήματα εἶναι πιὸ ἀπαραίτητα στὸν ἄνθρωπο, παρὰ αὐτὰ πού λύνονται. Ἂν δὲν ὑπῆρχαν τὰ ἄλυτα προβλήματα σὰν μιὰ περικάλυψη τῆς σκέψεως τοῦ ἀνθρώπου δηλαδή σὰν ἕνα μόνιμο ἀντικείμενο ἀναφορᾶς τῆς ἑκάστοτε ἱστορικῆς του συνείδησης ὁ ἄνθρωπος δὲν θὰ εἶχεν ἀνάγκη νὰ φιλοσοφῆ κι οὔτε νὰ ψάχνη. Οὔτε καν νὰ σκέπτεται. Ἄλλο ἐπιστημονικὸ νόημα τὰ ἄλυτα προβλήματα δὲν ἔχουν. Συμβαίνει βέβαια καὶ στὶς μέρες μας, πού ὁ ἄνθρωπος τείνει ν ἀπελευθερωθῆ ἀπὸ τὸν ἐγκόσμιο ἐγκλεισμό του στὴ Γῆ, ἡ ἔλλειψη κριτικοῦ πνεύματος ἔναντι τῶν ἀλύτων προβλημάτων δηλαδή ἡ ἀδυναμία διαλεκτικῆς κατανόησης τῆς ἐν γένει ἐπιστημονικῆς σκοπιμότητας καὶ λειτουργίας νὰ ὠθῆ μερικοὺς στὴν πνευματικὴ αὐθαιρεσία καὶ τὴν ἀποχαύνωση. Μὰ ὅσο πάει και τὸ εἶδος τῶν ἀνθρώπων τούτων λιγοστεύει παγκόσμια. Τὰ ἄλυτα προβλήματα δὲν βγαίνουν ἀπό τὴν Μεταφυσική, ἀλλά ἀπὸ τὴ Φυσική. Δὲν εἶναι τυχαῖο πού ὁ Κὰντ θέλοντας νὰ γράψη «προλεγόμενα Μεταφυσικῆς», κατέγραψε μερικὰ ἀξιώματα Φυσικῆς. Καὶ ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἰωνία, ἀπ ὅπου ξεκίνησεν ἡ Φιλοσοφία, ξεκίνησε σὰν Φυσική. Ὁ «Λόγος» τοῦ Ἠράκλειτου εἶναι μία «φυσικὴ θεωρία», ἐγγενὴς στὸν κόσμο, καὶ ὄχι ἡ ἰδέα ἑνὸς ἐξωτερικοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ ἐπιστημονικὴ ἑνοποίηση τῆς φωτιᾶς μιά πρωταρχικὴ ἀναγωγὴ τῶν

στοιχείων τοῦ κόσμου. Τὸν δρόμο τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ διατρέξη ὁποιοσδήποτε αἰσθανθῆ τὴν ἀνάγκη νὰ φιλοσοφήσῃ. Εἶναι πιὰ δεδομένο καὶ δὲν ἔχει κανεὶς παρὰ ν ἀνοίξη μιὰ τυχοῦσα ἐγκυκλοπαίδεια γιὰ νὰ τὸ διαπιστώσῃ ὅτι κάτω ἀπὸ τὸν μεγάλο φιλόσοφο κρύβεται ὁ ὁλοκληρωμένος μαθηματικός. Ἐλάχιστοι ἐφιλοσόφησαν αὐθαιρέτως. Ὁ Καρτέσιος, ὁ Πασκάλ, ὁ Λάϊμπνιτς, ὁ Κάντ, ὁ Χοῦσερλ, ὁ Ράσσελ, ὁ Μὰρξ καὶ ὅλοι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες εἶναι μαθηματικοί. Ἀρχὴ κάθε φιλοσοφίας ἐθεωροῦσε ὁ ἀρχαῖος τὸν Λόγο. Ἂν ἡ Διάνοια εἶναι ἡ ἐξαγωγικὴ λογικὴ μιᾶς μερικῆς ἐπιστήμης τό εἶδος τοῦ λογισμοῦ πού ἀπαιτεῖ ἕνα συγκεκριμένο γεωμετρικὸ ἡ ἀριθμητικὸ πρόβλημα Λόγος εἶναι ἡ λογικὴ σύλληψη τῆς λειτουργικότητας ὁλόκληρης τῆς ἐπιστήμης τὸ εἶδος τῆς προχωρημένης Λογικῆς πού συναντᾶ κάνεις στὴν σημερινὴ Θεωρία Συνόλων ἤ σὲ ἄλλους μαθηματικοὺς τομεῖς. Τὰ γνωσιολογικὰ προβλήματα παρουσιάζονται, ὅταν ἀρχίζει στὴν ἐπιστήμη τὸ «πῶς» νὰ μπερδεύεται μὲ τὸ «γιατί». Ἡ ἀντίστοιχη μετατροπὴ τῆς Λογικῆς τοῦ «πὼς» στὴν Λογική τοῦ «γιατί» εἶναι ὁ Λόγος. «Γιατί» εἶναι ἡ νέα ἐρώτηση γιὰ τὸ ἤδη γνωστό. Καὶ ἡ Φιλοσοφία ἀρχίζει ἀκριβῶς στὸ σημεῖο τοῦτο. Ἡ κυριώτερη μορφὴ πρακτικῆς φιλοσοφίας σήμερα δηλαδὴ κοινωνικῆς ἠθικῆς ὁ Μαρξισμός, στηρίζεται στὸ ἀξίωμα ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ ν ἀνακάλυψη τὴ Φύση, νὰ τὴν ἐξουσιάση. Αὐτὴ ἡ ἐξουσίαση θὰ τοῦ ἐπιτρέψη τὸ εἶδος τῆς ἐλευθερίας του, δηλαδή τῆς προσωπικῆς του φιλοσοφίας. Ἂν ἡ καταγωγὴ τῶν Μαθηματικῶν εἶναι βιολογική, ἕνα εἶδος δευτερεύοντος ἐπιβιωτικοῦ ἐνστίκτου, τότε αὐτή ἡ ἑκάστοτε ἐπιστήμη σὰν σύνολο εἶναι ἡ καλύτερη ἀπόδειξη ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα φυσικὸ προϊόν. Ὁ σκύλος ἔχει ὀξεῖαν ὄσφρηση καὶ ὁ ἄνθρωπος Λογική. Ἐπαναλαμβάνοντας τὸν Fichte ὁ Engels, λέει τὴν ἐλευθερία ἐπίγνωση τῆς ἀναγκαιότητας. Ἔγινε στὶς μέρες μας ἀρκετὰ φανερὸ ὅτι ἡ ἐπίγνωση αὐτῆς τῆς ἀναγκαιότητας εἶναι τὸ ἐπεῖγον ἐπιτάγμα. Ἡ ἀνάγκη εἶναι στοιχεῖο φυσικὸ καὶ εἶναι ἀνώφελο νὰ ἀρνούμαστε ὅτι δὲν ἐπεκτείνεται στὸν ἄνθρωπο, ὅσο τοῦτος ἐνέχεται ὡς προϊὸν στὴν Φύση, δηλαδή στὸν ἄνθρωπο σὰν σύνολη ὕπαρξη. Ἡ προσπάθεια γιὰ τούτη τὴν κατανόηση θὰ τὸν φέρη κοντύτερα στοὺς τρόπους τοῦ ἐπιστημονικῶς ὁρᾶν δηλαδή τοῦ ὀλιγώτερον αὐθαιρετεῖν θὰ τὸν προφύλαξη, κατὰ τὸ μέτρο πού εἶναι ἐπιδεκτικὸς καὶ καλόπιστος, ἀπό τούς αὐθαίρετους δογματισμοὺς καὶ θὰ τὸν καταστήση περισσότερον εὐαίσθητο στὴν ἀποφυγὴ τῶν ἔμμονων καὶ ἀτελέσφοροι παθῶν.

Ὅτι ἡ ρίζα τῶν μαθηματικῶν εἶναι βιολογική, σημαίνει ἀκόμη πώς στὶς μέρες μας ὁ ἄνθρωπος ἔπαψε νὰ εἶναι τὸ ἀπροσδιόριστο «πνευματικὸν γεγονὸς» τῆς Γερμανικῆς φιλοσοφίας τῶν ἀρχῶν τοῦ αἰῶνα μας, τὸ ἀνυπάκουο στὸ νόμο τῆς φυσικῆς ἀνάγκης, καὶ ἔγινε ἡ συγκεκριμένη ὕπαρξη πού ζητεῖ ν ἀντλήσῃ τὸ νόημα τῆς προσωπικῆς της ἐλευθερίας ἀπὸ τὴν κατανόηση τῆς ἀναγκαιότητας πού τὴν διέπει σὰν γεγονὸς τοῦ κόσμου. Ἄλλωστε, ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη ἱστορία, ὅπως λέει ὁ Ἕγελος, δὲν εἶναι παρὰ οἱ παραλλαγὲς τοῦ νοήματος τῆς ἐλευθερίας δηλαδή, μιὰ ἀναγκαιότητα ἄλλης μορφῆς. Ὁ ἀντίποδας τῆς ἐλευθερίας εἶναι ἡ συνήθεια εἴτε ὡς πολιτισμός, εἴτε ὡς ἁπλῆ ἀνοχή. Κάποιος ἔχει πεῖ πώς ὁ Θεὸς καταράστηκε τὸν ἄνθρωπο μὲ τὴν συνήθεια. Εἶναι ἀναμφισβήτητητη ἀλήθεια πώς στοὺς πολλοὺς ἡ ζωὴ ἐκφράζεται μὲ συνήθειες. Τὸ πιὸ ὑποκείμενο στὴν παράξενη αὐτὴ ἕξη πρᾶγμα εἶναι οἱ ἰδέες ἑνὸς πολιτισμοῦ καὶ μιᾶς κοινωνίας. Τὰ δημιουργούμενα εἴδωλα τίποτε περισσότερο δὲν ἀπαιτοῦν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους παρὰ νὰ συνηθίσουν νὰ τὰ παραδέχωνται. Ἡ ἀναζήτηση τῆς εὐτυχίας τους νὰ μὴν ὑπερβαίνη τὴν συνήθεια καὶ οὔτε καμμία ἄλλη διεκδίκηση. Καὶ πάντα βέβαια ὑπάρχουν θεωρίες γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς ἀποδοχῆς τῆς συνήθειας. Κανένας δὲν μπορεῖ ν ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὸν πολιτισμό τό ἀντικειμενικὸ πνεῦμα, ὅπως θὰ ἔλεγεν ὁ Ἕγελος μὰ τὸ πρόβλημα εἶναι νὰ μὴν καταστρέφεται ὁ πολιτισμὸς ἐν ὀνόματι τοῦ ἴδιου τοῦ πολιτισμοῦ. Καὶ ὁ κάθε πολιτισμὸς καταστρέφεται ὅταν δὲν ἔχη μέλλον ὅταν ὑπάρχῃ «ἐαυτοῦ ἕνεκεν» καὶ ἀρχίζει νὰ «συζητῆ» γιὰ τὶς ἀξίες πού δημιούργησε. Γιατί τοῦτο σημαίνει ὅτι οἱ ἀξίες αὐτὲς ἔχουν γίνει ἀντικείμενα ἔξω ἀπό αὐτὸν ὅτι τοῦ εἶναι οὐσιαστικὰ ξένες. Ἕνας τέτοιος πολιτισμὸς εἶναι ἀναγκαστικὰ αἰσιόδοξος καὶ κυνικὸς καὶ μονομανὴς στὴ φθορά του. Οὔτε ἡ Λογική τοῦ χρειάζεται, οὔτε τὸ αἴσθημα. Ὁ,τιδήποτε μπορεῖ νὰ τὸν βελτιώσῃ τοῦ εἶναι ἐχθρικὸ καὶ ἀκατανόητο. Ἰδιαίτερα ἀφόρητοι τοῦ εἶναι μερικοὶ ἐγκαίρως ἀπογοητευμένοι. Διότι ἀπὸ τὴν λύπη ἀκριβῶς ἀρχίζει ἡ σκέψη πρὶν καταλήξῃ «μελέτη θανάτου» καὶ τοῦτο τοῦ εἶναι μέγα ἐνόχλημα. [1] Τό εἰδέναι κατὰ τόν Πλωτῖνο δέν εἶναι κατὰ συμβεβηκός, ἀλλά κατάσταση.

Β «Ἤ οὐκ ἤσθησαι ὅτι αἱ μιμήσεις, ἐὰν ἐκ νέων πόρρω διατελέσωσιν εἰς ἔθη τε καὶ φύαιν καθίστανται καὶ κατὰ σῶμα καὶ φωνάς καί κατὰ τὴν διάνοιαν;». Πλάτωνος, Πολιτεία Γ 395, d. Ὁ Πλάτωνας ἐξορίζει ἀπὸ τὴν «Πολιτεία» του τὸν Ὅμηρο. Εἶπαν πώς τοῦτο ἦταν μία παράξενη ἰδιοτροπία καὶ ἡ σοφία τῶν νεωτέρων τοῦ ἀπένειμε τὴν ἐπιείκεια ἕνα εἶδος συγκαταβατικῆς συγγνώμης, ἐμπρὸς στὴν μεγαλοφυῒα του. Ὁ Ἅγιος Αὐγουστῖνος κλαίει ἀσταμάτητα στὶς «ἐξομολογήσεις» του σὰν τύχη καὶ παρασυρθῆ στὸ θέαμα κάποιου χοροῦ ἤ ἑνὸς ἔργου τέχνης, πέραν ἀπὸ ἐλάχιστα λεπτά. Γιατί αὐτὰ τὰ πράγματα, λέει ὁ Αὐγουστίνος, ἐρεθίζουν τὰ συναισθήματα καὶ ἐξάπτουν τὶς αἰσθήσεις. Εἶναι δηλαδὴ ἀπὸ μίαν ἄποψη κακά. Καὶ στὸν Αὐγουστῖνο ὅμως εἶδαν οἱνεώτεροι τὴν θρησκευτικὴ συντήρηση, τὴν θρησκευτικὴ ἀντίληψη τῆς ἀγονίας τῶν ἀνθρωπίνων. Ὁ ἀρχαῖος ἄνθρωπος δὲν εἶχε ἀνακαλύψει τὸ πείραμα, ἐπειδὴ τοῦ ἦταν περιττό. Ἔβλεπε καλὰ πώς σκοπὸς τοῦ κόσμου ἦταν ὁ ἴδιος ὁ ἐαυτός του καὶ συνεπῶς ὁ κόσμος ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ συμβαδίζη μὲ τὴ σκέψη του. Αὐτὴ ἦταν ἡ μεγάλη κατάκτηση τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πνεύματος. Καίτοι σωστὰ διεγίγνωσκεν ὁ ἀρχαῖος τὰ ὅρια τῆς ἀνθρώπινης γνώσης [1], δὲν ἀμφέβαλε γιὰ τὴν λειτουργία τῆς σκέψης ὡς καθοριστικῆς τῆς συμπεριφορᾶς του στὴ ζωή. Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς πίστης του δὲν ἀφέθηκε ν ἀνακάλυψη τοὺς νόμους τῶν κοινωνικῶν διαδικασιῶν, ὅπως τὶς ξέρουμε στὰ νεώτερα χρόνια. Ἂν ἡ περὶ κράτους ἀντίληψη τῶν ἀρχαίων εἶναι στατική, τοῦτο ὀφείλεται στὴ σιγουριά τους γιὰ τὴν σκέψη, πού πάνω σ αὐτή τροποποιοῦν ὁλόκληρη τὴν δόμηση τοῦ κόσμου. Ἡ Πυθαγόρεια ἀντίληψη γιὰ τὴν μέθεξη τῶν πραγμάτων στοὺς ἀριθμούς, εἶναι ἡ μόνιμη ἀναφορὰ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς σκέψης [2] καὶ γιὰ τοῦτο ὁ Πλάτωνας δὲν ἔννοιωσε σπουδαῖον ἐνδοιασμὸ γιὰ τὸν διπλασιασμὸ τοῦ κόσμου. Καὶ ἐπειδὴ ἀπὸ τὴ σκέψη ρυθμίζεται τὸ ὅλον βάθος τῆς ζωῆς τοῦ ἀρχαίου, τὰ συναισθήματα του εἶναι δεμένα πάνω σὲ μία λογικὴ καί ἀντικειμενικὴ ἀντίληψη τοῦ Ὡραίου, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἀπορρέει καὶ ὁλόκληρη ἡ αἰσθητική του. Ὁ ἔσχατος συναισθηματικὸς ὑποκειμενισμός, ἀντίστοιχος ἄλλων ἱστορικῶν στιγμῶν [3], εἶναι

ὁλότελα ξένος πρὸς αὐτὴ τὴν ἐκλογικευμένη συμπεριφορὰ τῶν Ἑλλήνων. Κατασκευάζοντας ὁ Πλάτων τὴν ἱεράρχηση τῶν «πολιτῶν» του, εἶχε πεισθῆ γιὰ ὅ,τι ἐνυπάρχει στὸν ἄνθρωπο προαιρετικὸ καὶ γιὰ ἐκεῖνο πού ὑπάρχει ἀκούσιο. Ἤξερε ὅτι δὲν εἶναι στὴν θέληση τοῦ ἄνθρωπου νὰ μὴν πονᾶ προσωπικά, νὰ μὴ χαίρεται, νὰ μὴ λυπᾶται, ἐνῷ ἡ συνάρτησή του πρὸς τὸν Λόγο, δηλαδή τὸ λογικὸ καὶ τὸ πνευματικό, εἶναι κάτι πού ἐναπόκειται ὡς πραγμάτωση διὰ βίου. Ἂν ὁ σκοπὸς τῆς «Πολιτείας» δὲν εἶναι ἡ μείωση τοῦ προσωπικοῦ πόνου, εἶναι ὡστόσο ὁ περιορισμὸς τοῦ συνολικοῦ αύτοῦ δηλαδή πού ἐπαυξάνει τὸν πρῶτον. Γνώριζε ὁ Πλάτων πώς ἀφ ὅτου ὑπῆρξεν ὁ ἄνθρωπος στὴ Γῆ, δὲν ἔπαψε νὰ γελάη καὶ νὰ κλαίη, διαισθανόταν ὅμως, ἀντίθετα πρὸς κάποια σημερινὰ ἐπιφαινόμενα, ὅτι σκοπὸς τοῦ ἄνθρωπου δὲν εἶναι μόνον αὐτός. Ἡ προσπάθεια γιὰ τὴν λογικὴ σύλληψη τοῦ κόσμου καὶ τὴν ἑρμηνεία του ἦταν κάτι τὸ σχετικὰ πρόσφατο στὴν ἐποχὴ τοῦ Πλάτωνα, κάτι, μάλιστα, γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν ἐγνοιάζονταν οἱ σύγχρονοί του Βάρβαροι. Σὰν πολυταξιδεμένος πού ἦταν, ἀσφαλῶς θὰ εἶχε ἰδεῖ καὶ ὅτι καὶ τοῦτοι οἱ Βάρβαροι εἶχαν τὴ σπουδαία Τέχνη τους, ὅπως ἡ Τέχνη τῶν Περσῶν καὶ τῶν Αἰγυπτίων, ἀλλὰ πὰρ ὅλα τὰ ἐπιτεύγματά τους στὴν Τέχνη δὲν ἔπαυαν νὰ εἶναι Βάρβαροι. Μήπως καὶ σήμερα οἱ κάποιοι σὰν ἐμᾶς λαοὶ ὅπως οἱ Πέρσες, οἱ Τοῦρκοι, οἱ Ἄραβες καὶ ἴσως οἱ Γιουγκοσλάβοι δὲν ἔχουν νὰ ἐπιδείξουν μέσα στὸν Εὐρωπαϊκὸ χῶρο ἐξαίρετα ἐπιτεύγματα στὴν Τέχνη [4]; Καὶ οἱ πρωτόγονοι μήπως δὲν ἔχουν Τέχνη ; Ἡ Τέχνη παρακολουθεῖ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν γέννησή του, ὅπως καὶ ἡ λειτουργία τῆς ἀναπαραγωγῆς. Φαίνεται πώς κάπου ἀλλοῦ θὰ πρέπει νὰ διαφορίζωνται οἱ Λαοὶ καὶ οἱ πολιτισμοί. Τουλάχιστον σήμερα. Ἡ ὕπαρξη μεγάλης τέχνης δὲν εἶναι δηλωτικὴ εὐνομικῶς ἱεραρχημένης κοινωνίας, προαγορευτική ὑψηλοῦ πολιτισμοῦ. Ὁ ὑψηλὸς πολιτισμὸς εἶναι δημιουργὸς μεγάλης τέχνης, ἐνῷ μεγάλη τέχνη μπορεῖ νὰ ὑπάρχη καὶ μέσα σὲ κοινωνίες ἐκτρωματικὰ ἄνισες, ἀνομοιογενεῖς καὶ στατικές. Διότι ὁ ἄνθρωπος ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν κοινωνική του κατάσταση εἶναι φορέας τῆς ἐνσυνείδητης ὕπαρξής του καὶ τούτη ἡ ὕπαρξη, ἀντίθετα ἀπὸ ἐκείνη τοῦ ζώου, ζητεῖ νὰ ἐκφρασθῇ καὶ νὰ διαρκέση. Αὐτὴ ἡ νοοτροπία τοῦ ὑλοποιημένου αἰσθήματος διά τῆς τέχνης χάνεται μέσα στὴν ἀνθρώπινη προϊστορία, εἶναι κατηγορία προπολιτισμική. Ἐνσυνείδητη τέχνη ὑπάρχει ἀπὸ τὴν στιγμὴ πού ἡ ποιότητα τοῦ αἰσθήματος ἀρχίζει νὰ διαβαθμίζεται ἀπὸ τὸν Λόγο. Τὸ Ὡραῖο ἤ τὸ Ὑψηλὸ παραλλάζει ἀπὸ ἀνθρώπου σὲ ἄνθρωπο καὶ ἀπὸ

πολιτισμοῦ σὲ πολιτισμό. Γι αὐτὸ καὶ ἡ Τέχνη παρουσιάζεται ἱστορικὰ σὰν μιὰ συμφωνία γιὰ τὴν διαπαιδαγώγηση τῶν μεγάλων μαζῶν καὶ λιγώτερο σὰν μιὰ ἐπικοινωνία τῶν μεμονωμένων ἀτόμων. Ἴσως ὁ ἑρμητισμὸς τῆς σύγχρονης ποίησης νὰ μὴν εἶναι ἄσχετος μὲ τὴν ἐμφάνιση ἄλλων μορφῶν τέχνης, πιὸ κοντινῶν στὴν ἀνθρώπινη μᾶζα [5]. Ἂν ὁ μαζικὸς ἄνθρωπος ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ ὡραῖο ἤ τὸ ὑψηλὸ καθ ὅ μέτρο τὸ ζῆ, ὁ μεμονωμένος ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴν κατανόησή του. Ὁ ἰδεατὸς «πολίτης» τοῦ Πλάτωνα, πού εἶναι μεμονωμένος ἐπειδὴ εἶναι φιλόσοφος, ἄγεται φιλοσοφικὰ πρὸς τὴν τέχνη, γιατί μέσα στὴ μόνιμη μεταφυσικὴ ἀγωνία κάθε ἄλλο παράγωγο τῆς τέχνης συναίσθημα συγκατανεύει πρὸς τὸν ἅπλό συγκερασμό. Ἀλλά γιὰ νὰ γίνη πραγματικότης ἐφικτὴ ὁ «πολίτης», πρέπει ἡ φυσικὴ προϋπόθεσή του, ἡ μᾶζα, νὰ βρίσκεται παιδκγωγημένη σωστά, δηλαδὴ ἔλλογα ἀπομακρυσμένη ἀπό τὸ κράτος τῶν βιολογικῶν παθῶν. Καὶ ἐδῶ γεννιέται τὸ πρόβλημα γιὰ τὸ παιδαγωγικὸ λειτούργημα τῆς τέχνης [6]. Ὁ ἀποκλεισμὸς τοῦ Ὁμήρου ἀπό τὴν «Πολιτεία» του, ἔχει τὴν ἴδια σημασία πού ἔχει ὁ ἀποκλεισμδς τοῦ Θεοῦ ἀπό τὴν Μηχανική τοῦ Laplace : ἀποκλείεται διότι δὲν ἐξυπηρετεῖ γιὰ τὸ σκοπούμενο τέλος. Ἂν θέλαμε νὰ μιλήσουμε σὲ γλῶσσα κάπως ἀλλοιώτικη, μιὰ κοινωνία εἶναι ἕνα σύστημα clos. Ἀφοῦ ἀνεκαλύφθησαν οἱ γενικοὶ νόμοι τοῦ συστήματος καὶ οἱ νόμοι τῆς«πολιτείας» εἶναι ἀνακαλυμμένοι, γιατί εἶναι δεοντολογικοί τα ἐπὶ μέρους φαινόμενα παύουν νὰ ἔχουν τὴν θεμελιώδη σημασία. Ὁ Ὅμηρος ἀποκλείεται, ἁπλούστατα, ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει θέση. Δὲν ἀποκλείει ὁ Πλάτων τὴν ἀξία τοῦ Τραγικοῦ, «προσέχοντας τὸ γεγονὸς ὅτι γεννᾶ κλάμματα, λύπες καὶ καταστροφὲς πηγάζουσες ἀπό πάθη.» [7]. Ἀποκλείει τὸ Τραγικὸ κὰθ ἑαυτό, γιατί τὸ βλέπει ἐπὶ μέρους φαινόμενο ἐπειδὴ τὸ ἀναγνωρίζει μόνιμο κατηγόρημα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Τό κοινωνικὸν τέλος, δηλαδή τὸ παιδευτικόν, ὑποβάλλει στὸν Πλάτωνα τὴν λύση τοῦ πλήρους ἐξοβελισμοῦ σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν Πλούταρχο, πού στό «πῶς δεῖ κλπ.» δέχεται τὴν ἐφαρμογὴ μιᾶς προληπτικῆς λογοκρισίας. Γιατί εἶναι ἀδύνατο ὅποιος ἀφήνεται στοὺς ἐπηρεασμοὺς τῶν ποιητῶν νὰ μὴν κάνη «πολλοὺς ἐπὶ σμικροῖσι παθήμασι θρήνους καὶ ὀδυρμούς». Καὶ σκοπὸς τῆς «Πολιτείας» εἶναι ἄλλος. Αὐτὸς ὅμως ὁ ἐξοβελισμὸς δὲν ἔχει τὸ νόημα ἀντιθέσεως ἀνάμεσα στὴν τέχνη καὶ τὴν γνώση, οὔτε ὑποκρύπτει ἀπό μέρους τοῦ Πλάτωνος κάποιον συντηρητισμὸ [8]. Διότι δὲν ἀποκλείει κάθε εἶδος τέχνης, ἀλλὰ

μόνο τὴν ἐποποιΐα καὶ τὸ δρᾶμα. Ὄχι τὴ λυρικὴ ποίηση καὶ τὴ μουσική, δηλαδὴ τὶς μορφὲς ἐκεῖνες τῆς τέχνης πού εἶναι οἱ πιο ἐκπνευματωμένες καὶ στὴν ἀρχαιότητα ἀσκοῦνταν ταυτόχρονα, ἀλλά τὸ εἶδος τῆς τέχνης πού ἀντιστοιχεῖ σὲ ἀλογικώτερες σφαῖρες ζωῆς [9]. Καὶ αὐτὴ ἡ διάκριση δὲν ἦταν τυχαία. Εἶχε πίσω του τὴν πεῖρα, καὶ τῶν δύο πολιτικῶν συστημάτων, τῆς τυραννίας τῶν τριάκοντα καὶ τῆς κατοπινῆς δημοκρατίας, πού καὶ στὰ δύο εἶχε πιστέψει ὁ Πλάτων καὶ ἀπό τὰ δύο εἶχε διαψευσθῆ [10]. Διέκρινε ὅτι ὑπάρχει ἕνα εἶδος τέχνης μέσῳ τοῦ ὁποίου ἐπιβιώνει ἡ συντήρηση. Τὸ αἰτιολογικό τῆς καταδίκης τοῦ Σωκράτη «τῶν καινῶν δαιμονίων», συνετάγη ἐν ὀνόματι τῶν «ἐλέῳ θεοῦ» θεσμῶν τῆς ἐποχῆς τῆς «Ἀντιγόνης» [11] θεσμῶν βλαβερῶν τώρα πού ἡ Ἀθήνα εἶχε ἀρχίσει νὰ φθίνη. Στὸν καιρὸ τοῦ Πλάτωνα, πού οἱ συμφορὲς εἶχαν ἤδη σωρευθῆ, οἱ παληὲς νοοτροπίες παρεχώρησαν τὴν θέση τους στὰ μυαλὰ τῶν σκεπτόμενων. Μὰ ἀπό τὴν στιγμὴ πού αὐτὸ θὰ γίνη φανερό, ὁ προορισμὸς τοῦ ποιητῆ καταδικάστηκε» [12]. Αὐτὴ εἶναι ἡ βαθύτατη συνείδηση τῆς ἐποχῆς τοῦ Πλάτωνα πού τὸν ἔκανε νὰ μπορέσῃ νὰ διακρίνη τὴν «μέσῳ τῆς τέχνης ἀντίπαλη ἀξίωση τῆς παράδοσης πρὸς τὴν ἐπιστημονικὴ λογικὴ γιὰ τὴν διδασκαλία τῆς ἀλήθειας» [13]. Ὄχι μιᾶς κάποιας ἀλήθειας, ἀλλά τῆς ἀλήθειας ἐκείνης πού πρέπει νὰ εἶναι πάντα ἐνεργὸς γιὰ νὰ εἶναι ἀλήθεια, δηλαδή τῆς λογικῆς ἀλήθειας. Γιατί εἶναι ἄλλο πρᾶγμα ἡ συναισθηματικὴ κατανόηση καὶ ἄλλο ἡ ἀλήθεια τῆς Λογικῆς, ἡ φύσει δυναμική. Εἶναι ὀξύτατη ἡ παρατήρηση τοῦ Πλάτωνα ὅτι ἡ τέχνη ἀποβαίνει σὺν τῷ χρόνω φορέας συντήρησης, ἕνα μέσον γιὰ τὴν παγίωση κεκτημένων θεσμῶν. Ἀπὸ τὴν πολιτικὴ ἐξουσία ἐδιώχθησαν κατ ἐξοχὴν οἱ φιλόσοφοι καὶ οἱ ἐπιστήμονες. Τὰ παραδείγματα τοῦ Σωκράτη, τοῦ Ἀριστοτέλη, τοῦ Τζιορντάνο Μπροῦνο, τοῦ Γαλιλαίου, τοῦ Κὰντ ἔρχονται ἀκούσια σὰν περιπτώσεις πού διεφύλαξε ἡ ἱστορικὴ μνήμη. Και τοῦτο βέβαια δὲν εἶναι τυχαῖο. Ὁ Λάϊος παρακούει τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ὅπως καὶ ὁ Ἀδάμ [14]. Ἡ ἀνέκλητη προγονικὴ παρακοὴ τοῦ Ἀδὰμ κάνει τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη συμφυρμένη μὲ πόνο. Τὸ δράμα τοῦ Οἰδίποδα ξεκινάει ἀπὸ τὴν παρακοὴ τοῦ Λαΐου καὶ εἶναι ἀδιέξοδο, ὅπως ἀδιέξοδος εἶναι καὶ ὁ ἀνθρώπινος πόνος στὴν Γένεση. Ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ ὡς τὸν Οἰδίποδα δὲν ὑπάρχει ἀνθρώπινη ἱστορία ἡ ἀνθρώπινη μοῖρα παραμένει ἀναλλοίωτη. Ἡ κοινωνικὴ ὕπαρξη τοῦ Οἰδίποδα δέν ἔχει ἄλλο σκοπὸ παρὰ νὰ ὁλοκληρώνη τὶς βουλὲς τῆς ἀδιέξοδης μοίρας του [15]. Ἔστω καὶ σὰν

βασιληᾶ. Ἡ σημασία τοῦ Λαοῦ τῶν Θηβῶν περιορίζεται στὸ ρόλο τοῦ φορέα κακῶν, γιὰ τὰ ἀνομήματα τοῦ ἄρχοντος. Ἡ πράξη ὅμως τῆς «Πολιτείας» εἶναι ἐπιστημονικὴ γιατί εἶναι δεδομένο φυσικὸ γεγονὸς ἡ ὕπαρξη τῆς κοινωνίας καὶ σκοπὸς τῆς «Πολιτείας» εἶναι νὰ ἀποκλείσῃ ἀκριβῶς τὴν παραδοχὴ μιᾶς ὁποιασδήποτε μοίρας. Ἀσχολεῖται κανεὶς μὲ «Πολιτεῖες» ἀπὸ τὴν στιγμὴ πού πείθεται ὅτι πράγματι ὁ ἀνθρώπινος προσωπικὸς πόνος εἶναι δεδομένος. Καὶ τότε δύο λύσεις ἔχει ὁ ἐπίγειος ἄνθρωπος : ἤ νὰ ἐγκλεισθῇ σ αὐτὸν καὶ νὰ καταντήση Οἰδίποδας πρᾶγμα πού τίποτε δὲν σημαίνει [16] ἤ νὰ καταπιαστῆ μὲ τὴν γιατρειὰ τοῦ πόνου του, δηλαδή νὰ γίνη ἐνσυνείδητον «πολιτικὸν ζῶον». Ἡ «Πολιτεία» τοῦ Πλάτωνα εἶναι τὸ «Κεφάλαιο» τοῦ Μὰρξ τῆς ἀρχαιότητας. Οἱ ἀρχαῖοι δὲν ἤξεραν δὲν ἦταν ὑποχρεωμένοι νὰ ξέρουν τὴν ἔννοια τῆς κοινωνικῆς διαδικασίας, ὅπως τὴν ξέρουμε ἀπό τὸν διαφωτισμὸ κι ἐδῶ. Καὶ ὁ Μὰρξ ὅμως ὅπως κι ὁ Πλάτωνας, ἐκκινοῦν ἀπό τὴν ἴδια οὐμανιστικὴ ἀφετηρία : ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἴδιος ὑπεύθυνος γιὰ τὴν μοῖρα του σ αὐτὸν τὸν κόσμο. Δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖο ὅτι τόσο ὁ Πλάτωνας ὅσο καὶ ὁ Αὐγουστῖνος παίρνουν αὐτομάτως θέση ἔναντι τῆς Τέχνης, προκειμένου ν ἀσχοληθοῦν μὲ «Πολιτεῖες». Ἰδιαίτερα ὁ Πλάτων, γράφει τὴν «Πολιτεία» του, ὅταν οἱ ἀρχαῖες πολιτεῖες ἀρχίζουν νὰ χάνωνται. Ἡ προσπάθεια τοῦ Πλάτωνα εἶναι ἡ ἔσχατη πού ἀπομένει ἡ ὀρθολογικὴ προκειμένου νὰ συντηρηθοῦν καταστάσεις ἱστορικὰ καταδικασμένες. Ἡ ἱστορικὰ προοδευτικώτερη πράξη εἶναι ἡ προσπάθεια τῆς λογικῆς ἀνάσχεσης καταστάσεων πού ἔχουν φθαρῆ. Διότι αὐτό σημαίνει ὅτι τίποτε δὲν ἀποκλείεται ὡς σωστικόν, ἂν ἡ Λογικὴ ἐξακριβώνη ὅτι σὲ τοῦτο ἐναπόκειται ἡ σωτηρία. Ἀντίδραση στὴν περίπτωση αὐτὴ εἶναι ἡ μὲ θεμιτὰ καὶ ἀθέμιτα μέσα κατ οὐσίαν πάντα ἀθέμιτα βούληση νὰ συντηρηθοῦν οἱ παρερχόμενες καταστάσεις. Ὁ Πλάτων ἦταν ἱστορικὰ ὑποψιασμένος καὶ ἡ συντήρηση δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθῆ μέσῳ τῆς Λογικῆς πού ἐμβάλλει ἡ ἱστορικὴ ὑποψία. Κοινωνικὴ ἀντίδραση σημαίνει νὰ ὑπεραμύνεται κάνεις τῶν κακῶν, πού ἔχει δημιουργήσει ἕνα σύστημα, καὶ μέσῳ τῶν ὁποίων διατηρεῖται. Ἡ κατάργηση τοῦ Ὅμηρου ὡς κανόνος παιδευτικοῦ, ἔχει τὸ χαρακτηριστικό τῆς ἱστορικῆς προόδου. [1] Οἱ γνωσιολογικὲς ἀπορίες στὴν ἀρχαιότητα μποροῦν νὰ συνοψιστοῦν στὴν ἀπορία τοῦ Πλωτίνου, πού εἶναι καὶ ἡ βαθύτερή τῆς Λογικῆς τῶν συγχρόνων

μαθηματικῶν Συνόλων : «ἀλλά, πρῶτον, πῶς ἀριθμός, εἰ ἄπειρος;» (Ἐνν. VI6, ιι, 2, Ed. BUDE, 1963). [2] Α. Lesky, Ἱστορία τῆς Ἀρχαίας Ἑλλ. Λογοτεχνίας, σελ. 728. [3] Π. Μιχελῆ, Αἰσθητικὴ θεώρηση τῆς Βυζαντινῆς Τέχνης, σελ. 301. [4] Ἰδιαίτερα στὴν ποίηση καὶ τὸν κινηματογράφο. Ἡ λέξη Sous Developpe στὸ βαθὺ νόημά της, σημαίνει κυρίως πολιτιστικὴ ὑστέρηση κι ἔπειτα οἰκονομική. Σημαίνει δηλαδή πιό τελεσίδικο ἱστορικὰ καὶ μοιραῖο πράγμα, [5] Θ. Μουστοξύδη : Αἰσθητικὸ τρίπτυχο. [6] Ὁ ὁρισμὸς τῆς μάζης ἐδόθηκε ἀπό τὸν Ὀρτεγκα υ Γκασσέτ : «Μᾶζα εἶναι τὸ σύνολο ὅλων ἐκείνων πού αἰσθάνονται ἀκριβῶς ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι καὶ πού ὡστόσο δὲν δυσανασχετοῦν γι αὐτό, ἀλλά νοιώθουν τοὺς ἑαυτοὺς των πολὺ εὐτυχεῖς πού αἰσθάνονται σὰν ὅλο τὸν ἄλλο κόσμο». [7] Π. Μιχελῆ, ὅ. π. σελ. 324. [8] Τὸν ὁποῖον ἀναφέρει ὁ A.Lesky, ὅ.π. σελ. 738, καὶ ὑποστηρίζει ὁ G. Thomson. [9] «Φιλοσοφικὰ αὐτὸ συνδυάζεται μὲ τὴν βαθειὰ διαχωριστικὴ τομὴ ἀνάμεσα στὸ σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα, πού γίνεται ὁλοφάνερη στὸν «Φαίδωνα» καὶ πού πέρασε ἀπὸ τὸν Πλάτωνα στὸν Χριστιανισμό». G. Η., Sabine : Ἱστορία τῶν πολιτικῶν θεωριῶν, σελ. 77. [10] Α. Lesky, ὅ.π. σελ. 707. [11] Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Σωκράτης καταδικάστηκε ἀπὸ τὴν δημοκρατία, δὲν χαρακτηρίζει τὸν Σωκράτη ἀλλά τὸ εἶδος τῆς δημοκρατίας ἐκείνης.τὰ «καινὰ δαιμόνια» δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ τρομάξουν τὴν δημοκρατία πού τὸν «κατεδίκασε». Ἡ ἐποχὴ ἦταν ἐποχὴ γενικῆς ἀμφισβήτησης. Οἱ παληὲς πίστες εἶχαν ἤδη κλονισθῆ ἀπό τους Σοφιστὲς καὶ τὰ κηρύγματα τοῦ Σωκράτη δὲν ἦταν ἀντίθετα πρὸς τὶς συγκαιρινὲς ἀναζητήσεις. Τὰ «καινὰ δαιμόνια» του ἦταν συνεπῶς μιὰ ἐμβόλιμη κατηγορία, ἦταν «καινὰ» γιὰ ἄλλους καὶ ὄχι γιὰ τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς. Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε πώς ἦταν ἕνα εἶδος «ἐθνικοφροσύνης», μιὰ καὶ ὁ Σωκράτης εἶχε τὸ κακὸ προηγούμενο ὅτι δὲν συνεμορφώθη πρὸς τὰς ὑποδείξεις τῶν τριάκοντα, ὅταν τὸν διέταξαν, πρύτανη ὄντα, νὰ συλλάβη τὸν Λέοντα τὸν Σαλαμίνιο, καλυμμένοι αὐτοὶ ἀπὸ τὴν καταδικαστικὴ ἀπόφαση τῆς «Δημοκρατίας». Δὲν πρέπει νὰ ξεχνιέται σχετικὰ μὲ τὸ εἶδος τῆς δημοκρατίας ἐκείνης, ὅτι ἡ πρώτη πράξη της, μετὰ τὴν ἀποκατάστασή της, ἦταν μιὰ θυσία στὴν Ἀκρόπολη πρὸς τιμὴν τῆς Ἀθηνᾶς. [12] W. G. De Burgh, Ἡ κληρονομιὰ τοῦ ἀρχ. κόσμου, Ἀθήνα 1972, σελ. 168. [13] G. De Burgh, ὅ.π. σελ. 144. [14] Δὲν ἐννοοῦμε ἐδῶ τὸν προβληματισμὸ πού θέτει ὁ Ἅγιος Αὐγουστῖνος στὸ ὄγδοο βιβλίο τοῦ De Civiiate Dei, ἂν οἱ διηγήσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἦταν γνωστὲς στὴν Ἀθήνα, οὔτε ἂν ἡ Τραγωδία ἔχει κάποιους ἐπηρεασμοὺς τέτοιας χροιᾶς, πρᾶγμα πού ἔχει ἀποκλεισθῆ. Λέμε ὅτι ἡ ἀναγωγὴ στὸν ἀνθρώπινο πόνο εἴτε μέσῳ τοῦ «Οἰδίποδα» πού εἶναι ἡ πιὸ συμπαγὴς ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ Τραγωδία καὶ ἡ ἀντιπροσωπευτικώτερη τοῦ εἴδους κατὰ τόν Ἀριστοτέλη εἴτε μέσῳ τῆς διηγήσεως τῶν Γραφῶν, δὲν παρέχει καμμία κοινωνικὴ διέξοδο. Ὁ

πόνος, πού πρέπει νὰ εἶναι προσωπικὸς γιὰ νὰ εἶναι πόνος, ἀρχίζει ἀπὸ ἕνα σημεῖο καὶ πέρα νὰ ἀπομονώνη τὰ ἄτομα, ἐνῷ ἡ κάθε πολιτεία εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ ἕνα πλέγμα διανθρωπίνων, σχέσεων. Ὅμοια ἀντικοινωνικὲς εἶναι καὶ οἱ θεωρήσεις ἐκεῖνες πού ἐκκινοῦν μὲ ἐπιτάγματα κοινωνικὰ καὶ προσπαθοῦν νὰ τὰ ἱδρύσουν ἐπάνω σὲ προσωπικὰ βιώματα καὶ ἐμπειρίες. Οὔτε τὸ «ἐγὼ» τῆς ψυχανάλυσης, οὔτε ἡ «προσωπικὴ ἀγωνία» τοῦ ὑπαρξισμοῦ μποροῦν ν ἀποτελέσουν βάση κοινωνικῆς συνεννόησης. [15] Ὁ Ἕγελος θέλει νὰ βλέπη στὸν «Οἰδίποδα» μιὰ παράξενη ἀλληγορία. Ἡ Σφίγγα, πού εἶναι ἀσυρροβαβυλωνιακό σύμβολο καὶ ὄχι ἑλληνικὸ καὶ πού ρωτάει τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὸν Σοφοκλῆ, λέει ὁ Ἕγελος, γιὰ νὰ δείξη ὅτι τὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου ἐτέθη πιθανῶς ἀπὸ τὶς ἀνατολικὲς φιλοσοφίες, ἀλλὰ ἐλύθηκε στὴν Ἑλλάδα. Τὸ πρόβλημα ὅμως τοῦ ἄνθρωπου, ὅπως μᾶς τὸ ἐκληροδότησε ἡ ἀρχαιότητα, ἐτέθη πολὺ ἀργότερα ἀπὸ τὸν Σωκράτη καὶ τοὺς Σοφιστές. Ὑπῆρξε δηλαδή ἀποτέλεσμα κοινωνικῆς διαδικασίας. Ὅ,τι φαίνεται νὰ ἔχη σημασία στὴν ἀπάντηση τοῦ Οἰδίποδα εἶναι ἕνα εἶδος εἰρωνίας, μὴ ἐξερχόμενης ἀπό τούς σκοποὺς τῆς Τραγωδίας, πού καταντᾶ μεταφυσικὰ ἄσκοπη τὴν κοινωνικότητα. Ἀπαντᾶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο γενικά, ἐνῷ ὁ ἴδιος ἀγνοεῖ τὸ ἀδιέξοδό της προσωπικῆς του μοίρας. Φυσικὰ κάθε ἔννοια ἀλλοτρίωσης ἀποκλείεται στὴν τραγωδία αὐτή, ἄρα καὶ κάθε συσχετισμὸς τοῦ πόνου. [16] Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ὑποθέσῃ ὅτι τὸ κεντρικὸ πρόσωπο στὴν τραγωδία εἶναι ἡ Ἰοκάστη καὶ ὄχι ὁ Οἰδίπους, ἂν αὐτὴ ἡ ἔννοια τῆς θεοδικίας δὲν ἀραίωνε τὴν τραγικὴ πυκνότητα τοῦ ἔργου καὶ τὴν γνησιότητα τῶν παθῶν τῶν ἀρχαίων, πού τὰ ἤθελαν γιὰ τὸν ἄνθρωπο καταλυτικά.

Γ Δὲν συμφωνῶ μὲ τίποτε ἀπ ὅσα λές, μὰ δὲν θὰ πάψω νὰ ἀγωνίζομαι ἕως θανάτου γιὰ τὸ δικαίωμά σου νὰ τὰ λὲς. Βολταῖρος. Ἀπό τὴν ἐποχὴ τοῦ Γαλιλαίου, ὅ,τι λέμε Εὐρωπαϊκὸς πολιτισμός», ἀνάγεται ἀποκλειστικὰ στὴν ἐπιστήμη. Τὰ τηλεσκόπια τοῦ Γαλιλαίου πρὶν στραφοῦν στόν Οὐρανό, στράφηκαν ἀδυσώπητα πάνω στὰ θέμελα τοῦ παλαιοῦ κόσμου καὶ ὁ νόμος τῆς πτώσης ὑπῆρξε πιὸ ἄτεγκτος γιὰ τὴν ἱστορία παρὰ γιὰ τοὺς πλανῆτες τ οὐρανοῦ. Στόν εὐρωπαϊκὸ πολιτισμὸ δὲν ἀνήκει οὔτε ἡ ποίηση, οὔτε ἡ φιλοσοφία, οὔτε τὸ θέατρο καὶ ἡ ζωγραφική. Ἀνήκει ἡ ἐπιστήμη. Ἡ ἐπιστήμη τῶν ἀρχαίων ἦταν τόσο προχωρημένη Λογικά, πού στὴν ἐποχὴ τοῦ Καρτέσιου δὲν μποροῦσε νὰ χρησιμοποιηθῆ καὶ ἦταν σὰ νὰ μὴν ὑπῆρχε. Ἡ εἰδοποιὸς διαφορὰ μεταξύ της ἐπιστήμης τῶν ἀρχαίων καὶ τῆς ἐπιστήμης τῆς ἀναγεννήσεως εἶναι ὅτι ἡ δεύτερη στηρίζεται στό πείραμα. Τὸ πείραμα εἶναι ἀνακάλυψη τοῦ εὐρωπαϊκοῦ κόσμου, πού δὲν τὸ εἶχε ἡ ἀρχαιότητα. Καὶ αὐτὸς ὁ ἐπιστημονικώτερος ἀπό τοὺς ἀρχαίους, ὁ Ἀρχιμήδης, «ἀπηξίου τῆς ἐπιστήμης τῶν μηχανῶν». Στὴν ἀρχαιότητα ἡ ἐπιστήμη εὑρισκόταν πρὶν ἀπό τὴ φιλοσοφία, ἐνῷ στὴν ἀναγέννηση ἡ φορά ἀντεστράφη. Βοηθήθηκε ἡ Εὐρώπη ἀπό τὴν ἀρχαία σκέψη, μὰ ἔφθασε στό ἴδιο σημεῖο ἀπορητικῆς ἀπό δικό της δρόμο. Ἡ φιλοσοφοῦσα ψυχὴ τῆς Εὐρώπης εἶναι ἄλλοιώτικη ἀπό τὴν ἀρχαία. Ὁ ἀρχαῖος φιλοσοφεῖ μὲ τὸ μυαλὸ του ὁ ἄνθρωπος τῆς Εὐρώπης φιλοσοφεῖ καὶ μὲ τὴν ψυχή. Ἡ ἀναπαλλοτρίωτη κτήση τῆς εὐρωπαϊκῆς ψυχῆς εἶναι ὁ μεσαιωνικὸς φόβος αὐτό φαίνεται πολὺ στὶς γκαργουὶγ [1], μέσῳ τῶν ὁποίων ἐκαλλιεργεῖτο στό λαό πού θὰ τὴν ἀναγεννήσῃ στὴν ἐπιστήμη καὶ τὴν μουσική. Ἡ φιλοσοφία εἶναι ἀπόρροια τῆς ἐπιστημονικῆς προβληματικῆς. Ὅταν ἀρχίζουν ν ἀποκαλύπτωνται οἱ φυσικοὶ μηχανισμοὶ μέσῳ τῆς ἐπιστήμης, δηλαδὴ ὅταν ἡ φύση ἀρχίζει νὰ γίνεται «ἀντικειμενικὴ πραγματικότης», ὁ Λάϊμπνιτς σπεύδει νὰ προεξοφλήσῃ ὅτι εἶναι ἀγαθή, ὅπως εἶναι κι ὁ Θεός, ἤ ὑπάρχει ἐπειδὴ εἶναι ἀγαθὸς ὁ Θεὸς (Καρτέσιος). Ὁ ἀταβιστικὸς φόβος τῆς ψυχῆς γονιμοποιεῖ τὸ μυαλὸ πρὸς νέες κατευθύνσεις. Ἡ ἐπιστήμη καὶ τὸ πείραμα εἶναι ἡ θέση τοῦ Εὐρωπαίου, ἀπὸ τὴν ὁποία βλέπει τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν κόσμο. Ὅλα τὰ ἄλλα τροποποιήθηκαν πάνω σ αὐτό.

Ἡ διαφορὰ σήμερα τῶν λαῶν δὲν κρίνεται ἀπὸ τὴν τέχνη τους οὔτε ἀπὸ ὁ,τιδήποτε ἄλλο, παρὰ μόνο ἀπὸ τὴν συμμετοχή τους στὴν ἐπιστήμη. Γιατί ἡ ἐπιστήμη εἶναι μιὰ εἰδικὴ λογικὴ κατάκτηση πού ἐπιφέρει εἰδικοὺς καθορισμοὺς στὸ ἐν γένει εἶδος τοῦ πολιτισμοῦ μιᾶς κοινωνίας. Ἂν ἀναφερθοῦμε σὲ ἡγέτες συγχρόνων λαῶν, πού εὑρέθηκαν σὲ καμπὲς νέων ἱστορικῶν περιόδων [2], θὰ καταλάβουμε εὔκολα γιατί ἐλάχιστα ἐνδιαφέρθηκαν γιὰ τὰ ζητήματα τῆς τέχνης καὶ θέλησαν νὰ θεμελιώσουν τὶς κοινωνίες τους πάνω στὴν ἐπιστημονικὴ παραγωγή. Ἀντίθετα, ὅ,τι λείπει ἤ ὅπου ὑστεροῦν οἱ σύγχρονοι ὑπανάπτυκτοι λαοί, εἶναι ἀποκλειστικὰ στὴν ἐπιστήμη. Ἀπὸ τὴ μοῖρα ἐτούτη δὲν ἑξαιρούμαστε κι ἐμεῖς. Θὰ εὑρεθῆ πρὸ ἐκπλήξεως ἂν ἐρευνήση κανεὶς τὸ σύνολο τῆς ἐπιστημονικῆς παραγωγῆς στὸν τόπο μας καὶ μερικὰ πράγματα θὰ τοῦ φανοῦν ἀντιφατικά. Μιὰ πρώτη διαπίστωση εἶναι ὅτι ἡ μιὰ κάποια ἐπιστημονικὴ παραγωγὴ συμπίπτει δικαιολογημένα γύρω στὶς ἀρχὲς τοῦ αἰῶνα, δηλαδὴ γύρω στὰ 1900. Κατὰ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἀρχίζουν νὰ παγιοῦνται οἱ ἀστικὲς δομὲς τῆς κοινωνίας μας. Μετὰ τὸν Βενιζελισμό, ἡ ἔννοια τῆς «πνευματικῆς ζωῆς» συνοψίζεται ἀποκλειστικὰ γύρω ἀπὸ τὰ «γράμματα καὶ τὶς τέχνες» καὶ τὸ καθεστὼς αὐτὸ διατηρεῖται ὡς σήμερα. Λέγοντας ἐπιστημονικὴ παραγωγὴ ἐννοοῦμε κυρίως τὶς θεωρητικὲς ἐπιστῆμες, δηλαδή τὰ Μαθηματικὰ καὶ τὴ Φυσική, καὶ ὄχι τὶς ἐμπειρικές, ὅπως ἡ Φιλολογία, ἡ Ψυχολογία, ἡ Ἱστορία, ἡ Νομικὴ κλπ. Ὁ τομέας τῆς Φιλοσοφίας τηρεῖται στάσιμος μέσα σὲ παγιωμένες μορφές. Ἡ Φιλοσοφία εἶναι κυρίως πληροφοριακή, ἀρκούμενη κατὰ κανόνα στὴν κριτικὴ στάση ἔναντι τῶν φιλοσοφικῶν συστημάτων τῆς Δύσεως, ἐνῷ καμμία δυνατότητα ἄμεσης ἐπαφῆς δὲν παρέχει στὸν Ἕλληνα ἀναγνώστη μὲ τὰ ἴδια αὐτὰ συστήματα. Οὔτε βέβαια καὶ μὲ τὰ ἀρχαῖα. Ὀφείλουμε ἴσως μία ἐξήγηση : ἐπιστημονικὰ βιβλία φαίνεται νὰ ὑπάρχουν στὶς προθῆκες τῶν βιβλιοπωλείων ἀρκετὰ καὶ ἴσως φανῆ ἡ ἀμφισβήτηση μας δοξασία ὑπερβολική. Ὅταν λέμε ἐπιστημονικὴ παραγωγὴ ἀναφερόμαστε κυρίως στὸ ὁμοιόμορφο ποιοτικὸ περιεχόμενο τῶν βιβλίων καὶ ὄχι φυσικὰ στὸν ἀριθμό τους, πού καὶ αὐτὸς ἄλλωστε εἶναι ἀπελπιστικὰ περιορισμένος. Ἐννοοῦμε, δηλαδή, τὸ συγκεκριμένο σύγγραμμα ἂν εἶναι ἡ ὄχι ἐπιστημονικὰ ἐνήμερο, κατὰ τὴν χρονολογία τῆς ἐκδόσεώς του. Ὅταν ἡ Φυσικὴ διασπᾶ τὸ ἄτομο καὶ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο σὲ ἄλλους πλανῆτες, ὁσαδήποτε βιβλία

Φυσικῆς γιὰ τὸ πείραμα τοῦ Τορικέλλι ἤ τὴν ἀρχὴ τοῦ Ἀρχιμήδη δὲν δέχονται ἐπιστημονικὴ ἀξιολόγηση, εἶναι ἐπιστημονικῶς ἀδιάφορα. Ἂν μὲ τοῦτο τὸ κριτήριο ἐλέγξουμε τὴν σύνολη μαθηματικὴ βιβλιογραφία τοῦ τόπου μας, θὰ διαπιστώσουμε τὸ ἑξῆς φαινόμενο: ὅτι μόνον τὰ «Μαθήματα Ἄλγεβρας» τοῦ Μ. Σοφιανοῦ, πού βγῆκαν τὸ 1859 καὶ ἡ «Εἰσαγωγὴ εἰς τὴν ἀνωτέραν Ἄλγεβραν» τοῦ Ἰωάν. Χατζιδάκη, ἐκδόσεως 1879, ἔχουν κάποια ἀντιστοιχία, κατὰ τὴν χρονολογία ἐκδόσεώς τους, μὲ τὴν κατάσταση τῶν μαθηματικῶν τομέων στοὺς ὁποίους ἀναφέρονται. Ἰδιαίτερα τὸ δεύτερο. Παρὰ τοὺς ὑπάρχοντες μύθους καὶ τέτοιοι δυστυχῶς κυκλοφοροῦν πάρα πολλοὶ στὴν πνευματικὴ ζωὴ μας τίποτε ἄλλο δὲν ὑπάρχει ἀπὸ μαθηματικῆς ἀπόψεως στὸν τόπο μας. Ἂν ἀναφερθοῦμε εἰδικὰ στὴν περίοδο τοῦ μεσοπολέμου, ὅπου ἀκριβῶς ἐξ αἰτίας τοῦ πολέμου ἀρχίζει νὰ ἀναφαίνεται ἡ προηγουμένως συντελεσθεῖσα κοσμογονία στὰ Μαθηματικά, ἡ κατάσταση θὰ μᾶς φανῆ ἐλαφρῶς κωμικοτραγική. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ὀργανωμένες ἐπιχειρήσεις μυθολογίας καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο πλήρης ἄγνοια, ὡς πρὸς τὰ συμβαίνοντα γύρω ἀπὸ τὴν μαθηματικὴ ἐπιστήμη. Δηλαδή, ἀπὸ τὸν κοσμογονικὸ χαλασμὸ τῶν Μαθηματικῶν, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ μεσοπολέμου, ἡ Ἑλλάδα δὲν πῆρε μυρουδιὰ [3]. Ἂν πᾶμε στὸν τομέα τῆς Φυσικῆς, ἡ κατάσταση εἶναι ἀπελπιστικὰ χειρότερη, πράγμα εὔλογον ἀφοῦ τὰ Μαθηματικὰ καὶ ἡ Φυσικὴ τείνουν στὸν αἰῶνα μας νὰ συμπέσουν. Στοὺς ἄλλους τομεῖς, ποῦ καὶ ποῦ θὰ ξεχωρίση κάποιο ἔργο, ὅπως π.χ. τὰ θεολογικὰ ἔργα τοῦ Ἀνδρούτσου καὶ μερικὲς σειρές, σὰν ἐκείνη τῆς βιβλιοθήκης Μαρασλῆ, πού εἶναι κυρίως μεταφράσεις ξένων ἔργων. Μὰ καὶ ὅταν παρουσιάζεται ἀργὰ καὶ σπάνια κάποιο ἔργο, εἶναι κυρίως μεμονωμένη προσπάθεια πού ἐλάχιστη ἀπήχηση βρίσκει μέσα στὸ κλῖμα τῆς ὑπαρχούσης μυθολογίας [4]. Ἀπὸ κεῖ καί πέρα ὑπάρχει ἕνας ὁλόκληρος θόρυβος πού σκοπὸ ἀκριβῶς ἔχει νὰ κρύψη αὐτή τὴν ἐπιστημονικὴ φτώχεια. Φτώχεια, πού παρὰ τὶς μάταιες προειδοποιήσεις τοῦ Γιάννη Ἀποστολάκη, ἡ λειτουργική της αἰτιότητα πηγάζει ἀπὸ μιὰ ἐπικίνδυνη ἱστορικὴ καὶ κοινωνικὴ στασιμότητα τοῦ νεοελληνικοῦ μας βίου. Καὶ ἂν ἀκόμα ὑπάρχουν πενῆντα ἤ ἑκατὸ ἐπιστημονικὰ ἔργα πού δὲν ὑπάρχουν σέ ἑνάμισυ αἰῶνα ἐλεύθερης ζωῆς, δὲν μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν ἐπιστημονικὴ παραγωγή. Ἀντίθετα, ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια τὰ φιλολογικά μας πράγματα, ἰδιαίτερα μάλιστα τὰ λογοτεχνικά, βρίσκονται σὲ ἀναβρασμὸ μέγαν. Ποιητές, διηγηματογράφοι, καλλιτέχνες καὶ ἀπὸ τὸ 1880 τὸ «γλωσσικό», σὲ νέα

φάση, δίνει καὶ παίρνει. Εἶναι τὸ σπουδαιότερο ζήτημα στὴν πνευματικὴ ζωή τοῦ τόπου μας καὶ ἡ τόση ἐπιμονὴ τοῦ «γλωσσικοῦ», πού δὲν σχετίζεται καὶ τόσο μὲ τὴν γλῶσσα, κάνει ἔκδηλα φανερὸ πώς κάποιος ἄλλος εἶναι ὁ ρόλος αὐτοῦ του προβλήματος στὴν νεοελληνικὴ ἱστορία. [1] Οἱ τερατόμορφες ὑδρορρόες τῶν καθεδρικῶν ναῶν. [2] Ἐννοοῦμε τὸν Λένιν «Κομμουνισμὸς = Σοβιὲτ + ἠλεκτρισμός». [3] Ἐξαίρεση ἀποτελοῦν τὰ βιβλία τοῦ καθηγητῆ τοῦ πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Θ. Βαρόπουλου. [4] Κατὰ τὴν γνώμη τοῦ Κορδάτου, πού δὲν εἶναι βέβαια ἀλάνθαστη, οἱ ἱστορίες τοῦ Παπαρρηγόπουλου καὶ τοῦ Λάμπρου μπροστὰ στὰ συγγράμματα τοῦ Mayer καὶ Glotz εἶναι γιὰ πέταμα» (Δημοτ. καὶ Λογιώτατ. σελ. 207).

Δ «Συνῆλθε στὸ Ναύπλιο τὸ 1828 ἡ πρώτη ἐθνοσυνέλευση ὅπου μαζεύτηκαν... ἀπ ὅλη τὴν Ἑλλάδα. Ἐκεῖνα τὰ χρόνια εἶχε διαμορφωθῆ μιὰ νέα κοινὴ γλῶσσα... ὁ τύπος αὐτὸς ἦταν κατανοητὸς ἀπὸ τὸ πανελλήνιο... ὅλα συντελοῦσαν ὥστε νὰ γίνη ἀποδεκτὸς ἀπὸ ὅλους ὡς ἐθνικὴ γλώσσα... Τὰ πράγματα ὅμως ἦρθαν ἀλλιῶς». (R. Browning : Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα, μεσαιωνική καὶ νέα, σελ. 144-145, Ἀθῆναι 1972). Τὰ πράγματα ὅμως ἦρθαν ἀλλοιῶς... Τὴν ἐποχὴ τοῦ Κοραῆ οἱ ἱστορικὲς συνθῆκες πού δημιούργησαν τὸ γλωσσικὸ ἦταν τελείως διαφορετικὲς ἀπὸ τὶς συνθῆκες πού τὸ συνετήρησαν κατὰ τὴν φάση τῆς τελευταίας ἑξηκονταετίας. Τὸ πρῶτο πρᾶγμα πού προσέχει κανένας, ἐξετάζοντας τὸ «γλωσσικὸ» κατὰ τὰ τελευταία ἑξῆντα χρόνια δηλαδή ἀπὸ τὸ 1880 ὡς τὸ 1940 είναι ὅτι ἐμφανίζεται καθαρὰ σὰν ἕνα ζήτημα μέσα στοὺς κόλπους τῆς ἑλληνικῆς ἀστικῆς τάξης. Τόσο οἱ δημοτικιστὲς ὅσο καὶ οἱ καθαρόγλωσσοι ἀνήκουν στὴν ἴδια κοινωνικὴ τάξη καὶ εἶναι ἐξ ἴσου σύμφωνοι, παρὰ τὶς «χαώδεις» διαφορές τους, γιὰ τὴ χρήση τῆς δημοτικῆς στὴ λογοτεχνία, ἐνῷ τὰ μόνα ἐπιστημονικὰ ἔργα τῆς δημοτικῆς ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια, εἶναι τὰ στοιχεῖα Γεωμετρίας, ἡ Ἀστρονομία τοῦ Ἐλισαίου Γιαννίδη καὶ ἡ Φυσική του Βλαστοῦ. Γύρω στὰ 1900 ἀρχίζει στὴν Ἑλλάδα ἡ εἰσαγωγὴ τῶν σοσιαλιστικῶν ἰδεῶν καὶ τὸ 1907 βγαίνει τὸ «Κοινωνικό μας ζήτημα» τοῦ Σκληροῦ. Στὰ ἴδια αὐτὰ χρόνια συμβαίνει ἡ παγίωση ὅλων τῶν ἀστικῶν τάξεων στὰ Βαλκάνια. Τὰ σύνορα τῶν βαλκανικῶν χωρῶν εἶναι ἀκόμα ἀκαθόριστα. Εὐθὺς μετὰ τὴν κατιοῦσα τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, τὰ Βαλκάνια ἀποτελοῦν θέατρο συγκρούσεων τεραστίων συμφερόντων τῆς εὐρωπαϊκῆς διπλωματίας, δημιουργῶντας τὸ περίφημον «Ἀνατολικὸν ζήτημα» [1], πού ἐπρόκειτο ν ἀποτελέση τὴν «πυριτιδαποθήκη τῆς Εὐρώπης» καὶ τοῦ κόσμου ὁλόκληρου. Μέσα σ αὐτὸ τὸ κλῖμα ἀνδρώνεται ἡ ἑλληνικὴ ἀστικὴ τάξη. Οἱ κεντρικὲς δυνάμεις τῆς Αὐστρίας Γερμανίας φέρονται πρὸς τὰ συμφέροντα τῆς Τουρκίας καὶ ἀπὸ τὸ 1830 ὑπάρχει τὸ «φιλολογικὸν» πρόβλημα τῆς ἀναίρεσης τῶν θεωριῶν τοῦ Fallmerayer [2], πού ἀναστάτωσαν τὸν κόσμο καὶ ἐξέτρεψαν τοὺς καθαρόγλωσσους πρὸς τὸν ἀττικισμό. Στὶς συνθῆκες τοῦ «Ἀνατολικοῦ ζητήματος» οἱ θεωρίες αὐτὲς ἔπρεπε ν

ἀναιρεθοῦν. Τὸ ταξικὸ βάρος αὐτῆς τῆς ἀναίρεσης ἔπεφτε στοὺς ἀττικιστές. Ἡ ἑλληνικὴ ἀστικὴ τάξη ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ παραπαίουσα, τάξη χωρὶς ἱστορικὴ συνέχεια καὶ γι αὐτὸ χωρὶς κοινωνικὴ συνείδηση. Εἶχε τὶς ἐξωτερικὲς ἐκδηλώσεις τῆς κυριάρχου τάξεως, δὲν εἶχε ὅμως τὴν κοινωνικὴ συνείδηση, πού σὲ ἄλλες τάξεις τῆς Εὐρώπης ἦταν ἀποτέλεσμα κοινωνικῶν διαδικασιῶν. Γι αὐτὸ ἦταν κατ ἀνάγκην ρωμαντική, μὲ μόνη πολιτικὴ κληρονομιὰ τὸ κομματικὸ πλιάτσικο, ἀποτέλεσμα καὶ τοῦτο τῶν ἴδιων ἀνωμάλων συνθηκῶν. Ἡ νεώτερη μυθολογία καὶ σκοπιμότητα ἐξέθρεψε πολλοὺς χαρακτηρισμοὺς γιὰ τοὺς ἀττικιστές, ὁ ἐγγύτερος ὅμως χαρακτηρισμὸς πρὸς τὴν ψυχολογία τους ἦταν αὐτὸς πού μὲ μεγάλην ὀξυδέρκεια ἀναφέρει ὁ Γιάννης Ἀποστολάκης: «Παράδοξο ἀληθινὰ εἶναι τὸ πρᾶμα, καὶ ὅμως ἔχω τὴν ἰδέα πώς καὶ ἡ τυφλὴ ἀκόμη ὁρμὴ τῶν ἀττικιστῶν βρισκότανε σὲ κάποια σχέση μὲ τὸν σεβασμὸ στοὺς νεκροὺς τοῦ 21. Οἱ σκληροὶ δηλαδὴ ἀγῶνες τῶν πατέρων μας γιὰ τὴ λευτεριά τους καὶ ἡ μερικὴ ἐπιτυχία τους φέραν κοντύτερα τὴν ψυχὴ τῶν ἀνθρώπων στὴν παλιὰν Ἑλλάδα... καί στὸ τέλος ὁ κόσμος ἐδῶ σπρωγμένος ἐσωτερικὰ ἀπὸ τὸν σεβασμὸ στὸν ἡρωισμὸ τῶν πατέρων τοῦ ἀγωνιστῶν... ἔφτασε νὰ κάμη σύγχυση παλιᾶς καὶ καινούργιας Ἑλλάδας» [3]. Αὐτὸ ἦταν τὸ κοντινότερο κοινωνικὸ γεγονὸς τῆς ἑλληνικῆς ἀστικῆς τάξης στὸν καιρὸ τοῦ Κόντου καὶ τοῦ Μιστριώτη καὶ ἀπὸ αὐτὸ ἀκριβῶς πηγάζει καὶ ὁ ρωμαντισμός τους. Ρωμαντισμός, πού στὴν ἐξωτερικὴ πολιτικὴ θὰ υἱοθέτηση τὴν «μεγάλη ἰδέα» καὶ στὴν ἐσωτερική, τὴν πίστη ὅτι ἡ ἑλληνικὴ κοινωνία τῆς ἐποχῆς τους μποροῦσε νὰ προκύψη σὰ συνέπεια ἠθικῶν ἐπιταγῶν καὶ μόρφωσης. Καὶ οἱ ἀττικιστὲς βάλθηκαν νὰ μορφώσουν. Παρὰ τὰ κοινολεκτούμενα, γιὰ νὰ διαπιστώσῃ κανεὶς ὅτι κάθε ἄλλο ἦταν οἱ καθαρόγλωσσοι παρὰ «σκοταδιστές», δὲν ἔχει παρὰ ν ἀνατρέξη στὸ ἔργο τους. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Βενιζέλου κι ἐδῶ (θὰ δοῦμε παρακάτω γιατί), ἡ ἐπιστημονικὴ παραγωγὴ τοῦ τόπου μας μειώνεται κάθετα, ὁ δὲ «δημοτικισμὸς» δὲν ἔχει νὰ παρουσιάσῃ οὔτε καν ἐνδείξεις πού νὰ μποροῦν νὰ σταθοῦν δίπλα στὸ παραγωγικὸ ἐπιστημονικὸ ἔργο τῶν ἀττικιστῶν. Ὁ Ρωμαντισμὸς τους τοὺς δημιουργεῖ τὴν ἐνοχὴ νὰ μορφώσουν, μιὰ τάση πού κρατιέται ἀδιάπτωτη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Κοραῆ : «Ἀπὸ πολλοῦ ἤδη χρόνου ἔχω τὴν γνώμην ὅτι ἔκδοσις Ἑλλήνων ποιητῶν καὶ πεζογράφων εἶναι σπουδαία ἐθνικὴ ἀνάγκη... Ἂν τὰ

ἑλληνικὰ γράμματα μὲθ ἁπάσης τῆς ἐκπολιτιστικῆς αὐτῶν δυνάμεως εἰς εὐρύτερους κύκλους προσιτὰ καταστῶσιν... τὶς εἶναι οὕτως ἄπελπις, ὥστε δὲν προσδοκᾶ τῶν κακῶς ἐχόντων βελτίωσιν;... Ἄνευ ἀγωγῆς ἐπὶ ἠθικῶν βάσεων ἐρειδόμενης μάτην πονοῦμεν. Ἀλλά κακῇ μοίρᾳ, ἠμεῖς οἱ νεώτεροι Ἕλληνες σπανίως ρίπτομεν τὸ ὀξὺ ἠμῶν βλέμμα εἰς τὰ πόρρω αἴτια, ἅπερ πολλάκις παράγουσιν ὀλεθριώτατα ἀποτελέσματα. Ὅταν δὲ τοιαῦτα δεινὰ ἐπέλθωσιν, ὡς ἀθῷοι δῆθεν δυσχεραίνομεν, ἰλιγγιῶμεν καὶ χασμώμεθα. Πρὸς πᾶσι τούτοις οἱ ἐν δουλείᾳ Ἕλληνες δὲν ἠδύναντο ἆρα γε δικαίως νὰ εἴπωσιν ἡμῖν τὸν πικρὸν λόγον, ὅτι μετὰ πεντήκοντα ἐτῶν ἐλευθερίαν, μετὰ ἵδρυσιν Πανεπιστημίου καὶ πολλῶν ἐκπαιδευτηρίων, μετὰ διαμόρφωσιν παντοίων λογίων δὲν ἠδυνήθημεν νὰ πέμψωμεν αὐτοῖς οὐδεμίαν ἔκδοσιν Ἕλληνος συγγραφέως ; Οὕτω σκεπτόμενος ἴσως περιπίπτω εἰς τὸν ἔλεγχον πολλῶν λογίων, οἵτινες τὴν ἡμετέραν ἐπιστήμην ἐννοοῦσιν ὥς τι ὅλως ἀφηρημένον καὶ ἀνεξάρτητον τῶν ἐθνικῶν ἀναγκῶν... Δὲν εἶναι δίκαιον ἡ φιλολογία νὰ μὴ παρέχη ἀρωγήν τῷ λαῶ, ὑφ' οὗ τὴν αἰγίδα διατηρεῖται καὶ ἀναπτύσσεται Ἀλλ ἐν ᾦ πολλοὶ ἀναγνωρίζουσι τὴν ἀνάγκην ἐκδόσεως Ἑλλήνων ποιητῶν καὶ πεζογράφων, ἄλλοι μετὰ τινος ἰσχυρογνωμοσύνης ἀποφαίνονται, ὅτι αἱ τούτων μεταφράσεις ἤθελον εἶναι σκοπιμώτεραι καὶ λυσιτελέστεραι. Οὗτοι βεβαίως δὲν εἶναι οἱ λογιώτεροι, ἀλλά συχνάκις ταὐτίζονται τοῖς φρονοῦσιν, ὅτι οἱ ἡμέτεροι λόγιοι εὑρίσκουσι δῆθεν συμφέρον ἐν τῇ ἐλλείψει τῶν μεταφράσεων, ὅπως ἡ θέσις αὐτῶν θεωρῆται σπουδαιότερα@@@ Sancta simplicitas! Tό κατ ἐμέ οὐδόλως διστάζω νὰ ὁμολογήσω,... ὅτι περιέπεσα εἰς ἁμαρτήματα. Διά τοῦτο θέλω ὁμολογήσει εὐγνωμοσύνην παντί, ὅστις πραγματικὰ ἁμαρτήματα ἠδύνατο νὰ καταδείξῃ. Ὁ τοιοῦτος εὐεργετεῖ ἐμέ καὶ τὴν ἐπιστήμην... Ἂν τὶς ὅμως κατὰ τὸ σύνηθες τὴν διάφορον, ἑαυτοῦ γνώμην ἀνυψώσῃ διὰ ζωηρῶν φράσεων εἰς ἀσύγνωστον ἁμάρτημα, ἂν εἰς τυπογραφικὸν παρόραμα πονηρευόμενος ἀποδώση ἐπιστημονικὴν σπουδαιότητα, ἂν τέλος ἄνευ εἰλικρινείας ἤ ἐν γωνίᾳ τινὶ μεταξὺ ἀδαῶν ψιθυρίζη σοφοὺς ψιθυρισμοὺς καῖπερ μηδὲν μηδέποτε γράψας ἤ ἐν τῷ δημοσίῳ φωνασκῆ, ἂς ἦναι βέβαιος, ὅτι δὲν ἔχω καιρὸν οὔτε νὰ ἀκούω οὔτε νὰ ἀναγιγνώσκω τοιούτους ὕθλους. Δὲν ἐθεώρησα δὲ συνετὸν νὰ δημοσιεύσω μόνον τὰς ἰδέας μου, τῶν δὲ ἀλλοτρίων νὰ καταφρονήσω...» Αὐτὰ γράφει ὁ Μιστριώτης, προλογίζοντας τὸν Γοργία τοῦ Πλάτωνα. Τὸ πρῶτο συμπέρασμα εἶναι ὅτι γράφει ἀλήθεια ὡς πρὸς τὶς προθέσεις τουῦ : ἐξέδωσε τὴν Ἰλιάδα, ὅλον τὸν Σοφοκλῆ, τὸν Προμηθέα Δεσμώτη

τοῦ Αἰσχύλου, τέσσαρες τραγωδίες τοῦ Εὐρυπίδη, ὀκτὼ διάλογους τοῦ Πλάτωνα, ὅλον τὸν Θουκυδίδη, τὰ Ἑλληνικὰ καὶ τὰ Ἀπομνημονεύματα τοῦ Ξενοφώντα, μιὰ δίτομη ἐκτεταμένη ἱστορία τῶν Ὁμηρικῶν ἐπῶν καὶ μία ἐπίσης δίτομη Γραμματολογία, μέχρι τὴν Ἅλωση, πάνω ἀπὸ 1500 σελίδες. Ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ποιότητα τῆς δουλειᾶς του, οἱ ἐκδόσεις του αὐτὲς χρησιμοποιοῦνται καὶ σήμερα. Στὰ παραπάνω πρέπει νὰ προσθέσῃ κανένας καὶ 16 τόμους ρητορικῶν Λόγων. Τὸ συγγραφικό του ἔργο ξεπερνᾶ τοὺς 50 τόμους. Σὲ κάτι πίστευε βέβαια ὁ Μιστριώτης κι ἔγραφε. Καλλιεργητὲς μυθολογικῆς ἐπιστημοσύνης ὑπῆρχαν καὶ στὸν καιρὸ τοῦ Μιστριώτη, προφανῶς μεταξὺ τῶν Φαναριωτῶν, καὶ μᾶς τὸ λέει καθαρά, μὰ ἐκεῖνο πού ἔκανε, τὸν Μιστριώτη νὰ κάθεται νὰ δουλεύη ἦταν κάτι πού οὔτε κι ὁ ἴδιος τὤξερε : ἡ ἀστικὴ ἐπιβίωση, τὸ ἀστικὸ ἀνέβασμα μέσα στὶς τότε ἀντίξοες συνθῆκες. Συνέβαινε στοὺς ἀττικιστὲς μιὰ κοινωνικὴ «ἑτερογονία σκοπῶν» καὶ γι αὐτὸ ὁ Μιστριώτης βάλθηκε νὰ μορφώσῃ. Δὲν περιορίστηκε μόνο στὸ διδασκαλικό του ἔργο. Προσπάθησε νὰ μορφώσῃ ὅπως τοῦ ἦταν δυνατόν, ἱδρύοντας συλλόγους στοὺς ὁποίους ἐδίδασκε, καὶ ἀνεβάζοντας τραγωδίες. Ὑπῆρξε σχεδὸν μονομανὴς γιὰ τὴ ἐξύψωση τοῦ λαοῦ καὶ τὴν Ἑταιρεία τῶν φίλων τοῦ Λαοῦ» πού δίδασκε γιὰ τοὺς ἐργάτες, τὴν ὠνόμαζε «εἰσαγωγήν καὶ προοίμιον τοῦ κατὰ σύνταγμα πολιτεύεσθαι» καὶ «προπύλαια σώφρονος καὶ φιλοπάτριδος βουλευτηρίου». Ἀπὸ τὸν λαὸ ἐξαρτοῦσε τὰ πάντα, τὴν «πλήρωσιν τῆς κοσμοϊστορικῆς ἐντολῆς», τὴν «μεγαλουργίαν τοῦ ἔθνους». Δεύτερο συμπέρασμα εἶναι ἡ ἁπλότητα τῆς γλώσσας του. Τρίτο, ὅτι κάποια πράγματα πού ἀναφέρει δὲν τὰ ἔχει κατανοήσει ἀρκετά, ὅπως π.χ. τὴν «ἁγία ἀφέλεια» τῶν κατεστημένων σκοταδιστῶν τῆς ἐποχῆς του. Ἡ ἠθικὴ ἁπλότητα μὲ τὴν ὁποία γράφει γιὰ δαύτους, φανερώνει ὅτι δὲν ἔχει κοινοτικὲς προσλαμβάνουσες. Ὅ,τι δείχνει ὁ Μιστριώτης, εἶναι ἕνας ( δικαιολογημένος γι ἄνθρωπο πού μοχθεῖ ἐπιστημονικὰ) ἡρωϊσμὸς καὶ ἕνα ἀπεσταγμένο ἦθος. Διαβάζοντας κανένας τὶς φοβέρες του γιὰ τὸν «πονηρευόμενο», καρτερεῖ στὸ τέλος νὰ ἔχη στημένη τὴν καρμανιόλα, ἐνῷ βλέπει ἁπλούστατα τὸν ἠθικό ἄνθρωπο πού «δὲν ἔχει καιρὸ νὰ ἀναγιγνώσκη τοιούτους ὕθλους». Ἐκεῖνο ὅμως πού κυρίως φαίνεται στὶς προθέσεις τοῦ Μιστριώτη εἶναι ὁ Ρωμαντισμός. Μέσα σὲ χρόνια πού οἱ φοιτητὲς του διάβαζαν στὶς ἐφημερίδες τὰ ἄρθρα τοῦ Πλεχάνωφ καὶ τοῦ Κροπότκιν καί, λίγο ἀργότερα μετά, τὰ «νέα» ἀπὸ τὴν πρώτη Ρωσικὴ ἐπανάσταση τοῦ 1905, ὁ Μιστριώτης ἤθελε νὰ «διαχύσῃ ἐπὶ τῶν κεφαλῶν τὰ μεγαλουργᾶ φρονήματα τῶν προγόνων».

Τὸ ἀποτέλεσμα ὅμως μίας τέτοιας πρόθεσης καὶ σὲ τέτοιες συνθῆκες, πού δὲν ἐγνώριζε ὁ Μιστριώτης [4], τὸ ἐγνώριζε ἡ Εὐρωπαϊκὴ διπλωματία καὶ ἰδιαίτερα οἱ Ἄγγλοι (πού ἐκόπτοντο τὸ 1917 νὰ μὴν πάη ὁ Λένιν στὴ Ρωσία). Καὶ ἡ μεγάλη ἐπινόηση τῆς εὐρωπαϊκῆς διπλωματίας ὑπῆρξε τὸ «γλωσσικό». Τὰ συμφέροντα τῆς «προστασίας» δὲν θὰ κατωχυρώνονταν ἐδῶ ἐὰν ὑπῆρχε μιὰ χειραφετημένη, αὐτοτελῶς ἐξελισσόμενη, ἀστικὴ τάξη καὶ ἕνας λαὸς πού θὰ μποροῦσε νὰ προσαρμοσθῆ σὲ εὐρωπαϊκὲς κοινωνικὲς ἀνελίξεις. Δὲν ἦταν συνεπῶς τὸ μοναδικό πρόβλημα τῆς «προστασίας» νὰ ἐξομοιωθοῦμε μὲ «λαό τοῦ Ἰνδοστάν» ἦταν ἀκόμη καὶ ἡ μέριμνα νὰ μὴ μπορέσῃ ἡ ἐντόπια ἀστικὴ τάξη νὰ συνειδητοποιηθῆ καὶ νὰ βρῆ τὶς ρίζες τῆς στό λαό. Ἔτσι, ἡ μὲν ἀστικὴ ἡγεσία θὰ ἦταν ἁπλῶς παραγγελιοδόχος τῶν εὐρωπαϊκῶν συμφερόντων, δηλαδή τῶν Ἀγγλικῶν, ὁ δὲ λαός σὲ μόνιμη κατάσταση δουλείας, μακρυά ἀπό ἐξωελληνικούς κοινωνικοὺς ἐπηρεασμούς. Αὐτό ἦταν τὸ εἶδος τῆς «προστασίας» πού ἀπαιτοῦσαν τὰ ξένα συμφέροντα ἐδῶ καὶ ἀπόλυτα προσαρμοσμένο στὴ νοοτροπία τοῦ λαοῦ. Ἡ διπλωματία ἐκείνη ἦταν ἀρκετὰ ἔμπειρη καὶ δὲν εἶχε λόγους νὰ χρησιμοποιήσῃ γιὰ τοὺς σκοποὺς της συνειδητοὺς πράκτορες. Δὲν εἶχε ἀνάγκη νὰ ἐξηγήσῃ τοὺς σκοπούς της. Τὸ γλωσσικό ἦταν ἤδη ἕτοιμο πρόβλημα ἀπό τὴν ἐποχὴ τοῦ Κοραῆ. Ἡ ἀστική μας τάξη μὲ τὴν ἐμφανῆ κοινωνική της ἀσυνειδησία ἦταν ἀνίκανη ν ἀντιμετωπίσῃ τοὺς σοσιαλιστικοὺς κοινωνικοὺς κινδύνους πού ἀναφαίνονταν καὶ παράλληλα ἔπρεπε καὶ ἡ ἴδια νὰ μείνη σὲ κατάσταση συνειδησιακῆς ὑπανάπτυξης. Τὸ γλωσσικὸ ἦταν τὸ προσφορώτερο πρόβλημα γιὰ νὰ ἐπενδυθῆ μὲ τὸ συγκεκριμένο αὐτό κοινωνικὸ περιεχόμενο, δηλαδή τὴν ἀμορφωσιὰ τοῦ λαοῦ καὶ συνεπῶς τὴν ἀδυναμία πολιτικῆς ἀνανέωσης τῆς ἀστικῆς τάξης. Τὸ κοινωνικὸ πρόβλημα ἐλυόταν ἔτσι διὰ τοῦ γενιτσαρισμοῦ. Δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖο ὅτι ἡ προστασία τὰ ἴδια προβλήματα μὲ τὴν γλῶσσα προσπάθησε νὰ δημιουργήση καὶ σὲ ἄλλους λαοὺς μὲ μεγάλες παραδόσεις, ὅπως στὴν Ἰνδία. Τὰ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας οἱ ξένοι τὰ ἤξεραν καλύτερα ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες. Ἤξεραν δηλαδὴ ὅτι ἡ γλῶσσα εἶναι ζωντανὸς ὀργανισμὸς καὶ συνεπῶς οὔτε ὁ ἀττικισμὸς οὔτε ὁ δημοτικισμὸς μποροῦσαν νὰ ἐπικρατήσουν, γιατί ἦταν ἀπότομα κινήματα καὶ κάθε ἀπότομη μεταβολὴ σ ἕναν ὀργανισμό, ὅποιαν ἔννοια κι ἂν ἔχη, θὰ τὸν καταστρέψη. Οὔτε φυσικὰ ἀγνοοῦσαν τὴν ἑνότητα τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς. Ὡστόσο, μέσα στὴ ζάλη καὶ τὸν ἀλαλιασμό τῶν ἀττικιστῶν ἀπὸ τὸν Fallmerayer, δεδομένου τοῦ ρωμαντισμοῦ των καὶ κάποιων

παλαιοτέρων αἰτίων καλλιεργημένων στὰ ὑπὸ Ἀγγλικὴ κατοχὴ ἑπτάνησα ὅπως τοῦ Βαλαωρίτη, πού ἐξέδιδε τὰ ποιήματά του στὴ δημοτικὴ μὲ προλόγους στὴν καθαρεύουσα, ἔρριξαν ἀκράτητους τούς πρώτους δημοτικιστὲς μὲ τὶς ἐκτὸς Ἑλλάδος συνειδήσεις τους. Ὁ Ψυχάρης καὶ ὁ Πάλλης δὲν ἀποκλείεται νὰ ἦταν καὶ μυημένοι, ἀφοῦ ζοῦσαν μονίμως στό ἐξωτερικὸ [5]. Ἐΐχαν συνεπῶς εὐρωπαϊκὲς συνειδήσεις ἤ τουλάχιστον ἀντίστοιχες θεμελιώδεις προσλαμβάνουσες κοινωνικὲς παραστάσεις. Δὲν εἶναι φυσικὰ δυνατὸν ὁ Βούλγαρης τὸ 1750 νὰ βγάζη ὡρισμένα συμπεράσματα ἀπὸ τὴν εὐρωπαϊκή του συναναστροφὴ καὶ ἀκριβῶς τὰ ἀντίθετα νὰ βγάζη ὁ Ψυχάρης τὸ 1900. Ἀπὸ τὸ ἔργο τῶν δημοτικιστῶν τοῦ Ψυχαρισμοῦ λείπει ἀκριβῶς ἡ ἔννοια τῆς προσφορᾶς πρὸς τὸ Ἔθνος. Λείπει ἀκριβῶς τὸ στοιχεῖο τοῦ διαφωτισμοῦ πού προαγορεύει κάθε κοινωνικὴ ἡ ἱστορικὴ ἀλλαγή. Ὁ Εὐγένιος Βούλγαρις, ὁ Κοραῆς, ὁ Ἄνθιμος Γαζῆς, ὁ Νικόλαος Θεοτόκης, ὁ Κούμας κ.λπ., ἦταν τυπικὰ παπάδες, γιατροί, φιλόλογοι κι ὡστόσο παρουσιάζονταν ὁ,τιδηποτε ἄλλο ἀπό αὐτό πού ἦταν. Ὁ Εὐγένιος Βούλγαρις ἦταν παπὰς καὶ βρέθηκε μαθηματικός, φυσικός, χημικός, ἀστρονόμος, βοτανολόγος, γλωσσολόγος, λεξικογράφος. Ὁ Κούμας μετέφρασε ἱστορίες φιλοσοφίας κι ἐγχειρίδια Μαθηματικῶν καὶ Φυσικῆς. Ὁ Ἀνθιμος Γαζῆς ὅταν ἦρθε ἀπό τὴ Βιέννη στό Βόλο, ὅλοι καρτεροῦσαν πώς θάφερνε λεφτὰ γιὰ τὴν ἐπανάσταση κι ἐκεῖνος ἔφερε ἕνα σκύλο καὶ κάμποσα μπαοῦλα γεμάτα ἄλγεβρες, ἀστρονομίες καὶ λεξικά. Ὁ Κοραῆς ἦταν γιατρὸς καὶ βρέθηκε γλωσσολόγος, φιλόλογος καὶ γεωγράφος. Γιατί εἶδε τοὺς Εὐρωπαίους καὶ κατάλαβε τί ἔλειπε ἐδῶ. Καὶ τόσο πολὺ φανερὰ εἶδε τὴν πραγματικότητα πού δὲν χρειάζεται νὰ ζήση κανένας χρόνια στό ἐξωτερικὸ σὰν τὸν Ψυχάρη καὶ τὸν Πάλλη γιὰ νὰ τὴν δῆ ὥστε ὅταν κάποτε τούγραψαν ἀπ τὴ Σμύρνη πώς τὰ παιδιὰ ἔχουν λέπρα καὶ τοῦ ζήτησαν τὴν συμβουλή του σὰν γιατρό, ἐκεῖνος τοὺς ἀπάντησε καὶ «τοῖς ὑπεδείκνυεν ὡς τὸ κυριώτερον θεραπευτικόν φάρμακον τὴν σύστασιν ἐπιστημονικοῦ σχολείου». Στὴν ἐπανέκδοση τῆς Ἱστορίας τοῦ Κούμα πού ἔκανε ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, ὑστερ ἀπό 155 χρόνια λήθης παρατηρεῖται ὅτι «σημαντικὸ εἶναι νὰ σημειωθῆ ὅτι ἡ Σύνοψις τοῦ Termemaim μεταφράστηκε στὶς κυριώτερες Εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες καὶ ὅτι ἡ μετάφραση τοῦ Κούμα προηγήθηκε χρονολογικὰ ὅλων τῶν ἄλλων μεταφράσεων» ( σελ. 239), ἐνῷ λίγο πρίν, στὴν σελίδα 231 : «Κατὰ τὴν ὁμολογία τοῦ ἴδιου τοῦ Κούμα, τὸ Σύνταγμα (Φιλοσοφίας), γραμμένο γιὰ τοὺς μαθητὲς τοῦ Γυμνασίου τῆς Σμύρνης, εἶναι ἕνα στοιχειῶδες διδακτικὸν βιβλίον. Ὡστόσο, ἀποτελεῖ τὴν πρώτη

ὁλοκληρωμένη παρουσίαση τῆς καντιανῆς φιλοσοφίας στὴν Ἑλλάδα». Οἱ διαφωτιστὲς τοῦ γένους, ἐπειδὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ συνέπεια μίας ἱστορικῆς διαδικασίας, ἔδρασαν ὅπως ἀκριβῶς οἱ Γάλλοι διαφωτιστὲς καὶ οἱ προεπαναστατικοὶ Ρῶσσοι. Ἔχουν δηλαδή ὡς οὐσιῶδες ἔργον τὴν ἀφυπνιστική τους προσφορά, πού προετοιμάζει τὰ ἐπερχόμενα μεγάλα γεγονότα. Ἴδια προσφορὰ παρατηρεῖται στὴν περίοδο κάθε διαφωτισμοῦ μὲ τὸ χαρακτηριστικό της ἱστορικῆς γνησιότητας. Ὁ Μπιελίνσκι, ὁ Βολταῖρος κι ὁ Κοραῆς ἐκτελοῦν τὸν ἴδιον ἱστορικὸ προορισμό. Ὁ Κοραῆς ἔχει ἀκριβῶς τὸ στοιχεῖο τῆς ποιοτικῆς προσφορᾶς, πού λείπει ἀπό τὸν Ψυχάρη. Οἱ Ἕλληνες διαφωτιστὲς ἀναπλάθουν συνειδήσεις, μεταγγίζοντας ὁλόκληρη τὴν Εὐρωπαϊκὴ κουλτούρα, μέσῳ τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς φιλοσοφίας. Καταντοῦν ἐνσυνειδήτως «Ἀνώνυμες Ἑταιρεῖες» εἰσαγωγῆς γνώσεως. Γράφει ὁ Κούμας : «Ὁ ἱερὸς θίασος τῶν αὐτοφιλοσόφων προγόνων μας παρῆλθεν μετὰ τῶν ἄλλων ἀγαθῶν μας, καὶ ἐκ πολλοῦ ἤδη χρόνου ἠρκέσθημεν ἐὰν περιπατῶμεν παραλλήλως πρὸς τὴν Φιλοσοφίαν τῶν μεγαλοφυῶν τῆς Εὐρώπης ἀνδρῶν. Ἡ τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος Φιλοσοφία διαιρεῖται εἰς σχολαστικὴν καὶ νεωτέραν. Ἡ πρώτη... ἡ δὲ δευτέρα, λαβοῦσα ἀρχὴν ἀπό τοῦ Εὐγενίου τοῦ Βουλγάρεως (1750), προχωρεῖ κατὰ συνέχειαν διορθουμένη καὶ τελειοποιουμένη. Τίνες ἐφιλοσόφησαν ἔκτοτε ὅμως ἐπισημότεροι ὑπῆρξαν οἱ ἐφεξῆς, ὅσοι ἡ διὰ συγγραμμάτων φιλοσοφικῶν ἤ διὰ διδασκαλίας ὠφέλησαν τὴν Ἑλλάδα...» Πολὺ βέβαια ἀπέχει ὁ Κούμας νὰ θεωρῆ τοὺς Εὐρωπαίους παρακμίες. Αὐτὴ ἡ τάση ἀρχίζει νὰ καλλιεργῆται ἀπό τὸν Ψυχαρισμό κι ἐδῶ, νὰ κορυφώνεται μὲ τὸν Περικλῆ Γιαννόπουλο καὶ νὰ συνεχίζεται ὡς τὶς μέρες μας ἀπό τὶς στῆλες τῆς «Βραδυνῆς». Αὐτὴ τὴν «προχώρησιν κατὰ συνέχειαν», ἦταν ἀκριβῶς ὁ ρόλος τοῦ νέου δημοτικισμοῦ πού ἐπρόκειτο νὰ κόψη. Καὶ ἐν τέλει, λέει ὁ Κούμας, «διὰ συγγραμμάτων φιλοσοφικῶν» δηλαδή ἐπιστημονικῶν. Ἡ Φιλοσοφία καὶ ἡ Ἐπιστήμη δὲν διεχώρισθησαν ποτέ. Τόσο στὴν ἀρχαιότητα ὅσο καὶ κατὰ τὴν ἀναγέννηση καὶ τοὺς τελευταίους αἰῶνες, φιλοσοφία καὶ ἐπιστήμη συμπορεύονταν. Οἱ διαφωτιστὲς τὰ ἐννοοῦσαν ὡς πράγματα ταυτόσημα καὶ πολὺ ἀπεῖχαν ἀπὸ τὶς δικές μας ἀντιλήψεις γιὰ τὰ ἴδια πράγματα. Ὁ Βούλγαρις τὶς θεωροῦσε «διδύμους οἰονεί ἀδελφάς» καὶ ἀδύνατον τὸν διαχωρισμό τους. Ἡ ἐμβάθυνση τῶν διαφωτιστῶν στὰ πράγματα αὐτά, ἦταν ἑπόμενο νὰ τοὺς ὁδηγήσῃ σὲ ἐξακριβωμένα συμπεράσματα καὶ κρίσεις σχετικὰ μὲ τὴν τέχνη. Δὲν εἶναι καθόλου ἐκπληκτικό, παρατηρῶντας τὴν σύνολη παραγωγή τους, ὅτι ἐλάχιστα

ἀσχολήθηκαν μὲ τὴν τέχνη καὶ ἐλάχιστα καταπιάστηκαν μὲ τὴ μετάφραση ποιητῶν. Οὔτε Ρονσάρ, οὔτε Ρακίνα. Ἀντὶ γι αὐτούς, Κὰντ, Ἄλγεβρες, Γεωμετρίες, Φυσικὲς καὶ Γεωγραφίες. Ὁ πόθος τους γιὰ τὸν ξεσηκωμὸ τοῦ γένους τοὺς ἐπέβαλε νὰ ἔχουν ξεκαθαρισμένες ἀντιλήψεις γιὰ ὅ,τι ἔπρεπε νὰ κάνουν. Μερικὰ πράγματα στὴν ἱστορία ἔχουν μονοσήμαντη ἑρμηνεία: Ὅ,τι ἔκανε ὁ D Alember πρὶν ἀπὸ τὴ Γαλλικὴ ἐπανάσταση, ἔτσι καὶ «ἐν Θεσσαλονίκῃ Ἰωνᾶς ὁ Ἱερομόναχος... ὅστις δὲν περιωρίζετο ἁπλῶς εἰς τὰ γραμματικά, διάγοντος ἐκεῖ Κεφαλλῆνος τινός, εἰδήμονος τῆς μαθηματικῆς, τοῦ ἰατροῦ Σπυρίδωνος Ἄσανη... ἐφιλοτιμήθη καὶ κατώρθωσε νὰ διδαχθῆ παρ αὐτοῦ τὴν Ἄλγεβραν, ἐπιστήμην, ἤτις δὲν παρεδίδετο μέχρι τοῦδε εἰς τὰ σχολεῖα τῆς Ἑλλάδος μεθ ὅλης τῆς ἐντελείας@@@ ἀκολούθως δὲ κοινῶς μετ αὐτοῦ μετέφρασεν ἐκ τοῦ λατινικοῦ εἰς τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν τὴν τοῦ Γάλλου Καΰλειον Ἄλγεβραν, ὁ δὲ Ἀσάνης ἰδίως τὴν ἀνεπλήρωσε μετὰ πλείστων ἐπωφελῶν γνώσεων τῆς Ἀναλύσεως καὶ ὄντως ἐδημοσιεύθη διὰ τοῦ τύπου ( Ἑνετίᾳ 1797) τὸ πρῶτον τέλειον ἀλγεβρικὸν σύγγραμμα ἐν Ἑλλάδι, εἰς ὅ ταχέως προσετέθη καὶ τὸ ὑπὸ τοῦ Κάβρα μεταφρασθὲν πολὺ τελειότερον καὶ εὐληπτότερον τοῦ Γερμανοῦ Εὐλέρου». (Α. Πολυζωϊίδου, Κατάστασις τῆς ἑλληνικῆς παιδείας ὑπὸ τὸ κράτος τῶν Ὀθωμανῶν, σελ. 25 26). Ὁ Καῢλειος εἶναι ὁ πολὺς Cayley καὶ ὁ γερμανὸς Εὔλερος δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν μέγα Ὄϊλερ. Πρόκειται γιὰ τὴν Anleitung zur Algebra πού ἔβγαλε τὸ 1770 καὶ πού μεταφράστηκε Γαλλικὰ μὲ συμπληρώματα τοῦ Lagrange τὸ 1794. Λίγο ἀργότερα ἐξεδίδονταν «ἐπὶ τῷ διανεμηθῆναι ΔΩΡΕΑΝ τοῖς φιλεπιστήμοσιν Ἑλλήνων νεανίσκοις» τὰ «στοιχεῖα Γεωμετρίας» τοῦ «Ἀνδρέου Τακουετίου μετὰ σημειώσεων τοῦ Οὐῒστωνος» μεταφρασθέντα ὑπὸ Εὐγενίου Βουλγάρεως, τῇ συνδρομῇ Γ. Βενδώτου, ἐν Βιέννῃ τῆς Ἀουστρίας 1805 [6]. Δηλαδή, πρὶν δύο αἰῶνες οἱ Ἕλληνες ἦσαν πιὸ ἐκσυχρονισμεέοι ἀπ εἶναι σήμερα [7]. Γύρω στὰ 1800 ἦταν καλύτερα σὲ θέση νὰ καταλάβουν ἐπιστημονικὰ τὴν Εὐρώπη. Ἴσως δὲν χρειάζεται πρόσθετη ἀπόδειξη, ἂν ποῦμε ὅτι στὴν Ἰόνιο Ἀκαδημία δίδασκε οὔτε λίγο, οὔτε πολὺ ὁ Κάρολος Dupin, κορυφαῖος Γάλλος μαθηματικός, ἱδρυτὴς τῆς θεωρίας τῶν ἐπιφανειῶν («δείκτρια τοῦ Ντυπέν», «ἀσυμπτωτικές γραμμές», «συζυγεῖς κατευθύνσεις» κ.λ.π.), οἰκονομολόγος καὶ κοινωνιολόγος. Μὲ αὐτοδιδαχὲς καὶ ἄλλες συντεχνιακὲς μυήσεις τὰ κατέφερναν καὶ μόλις ἔγραφε ὁ Euler τὰ βιβλία του, τὸν διάβαζαν νωπὸν νωπὸν ἐδῶ. Ἐπειδὴ ὁ Εὐγένιος κι ὁ Κούμας ἦταν σοφοί, εἶχαν συνείδηση τῆς σοφίας τους καὶ δὲν ἦταν μυθολόγοι : κάθονταν καὶ μετέφραζαν. Καὶ

τὸ γλωσσικό, πού βρίσκονταν στὴν πρώτη του φάση, ἐμαίνετο ἀπ ἄκρη σ ἄκρη : οἱ ἀντίπαλοι τοῦ Κοραῆ ἔκαιγαν τὰ σχολεῖα του καὶ οἱ Κοραϊστὲς τὰ δικά τους. Μὰ τοῦτο δὲν ἐμπόδιζε νὰ παρακολουθοῦν τὶς πιὸ προχωρημένες ἐκδόσεις τῆς ἐποχῆς. Προηγουμένως πού ἀναφερθήκαμε στὴν νεοελληνική μας ἐπιστημοσύνη, ἰδίως ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Βενιζέλου καὶ μετά, τὴν ἐννοούσαμε μ αὐτή τὴν ἔννοια ἀκριβῶς: ἕνα ἐπιστημονικὸ βιβλίο κατὰ πόσο συμβαδίζει μὲ τὴν κατάσταση τῆς ἐπιστήμης, κατά τή χρονολογία τῆς ἐκδόσεώς του. [1] Βλ. Ἀσπρέα : Πολιτικὴ ἱστορία τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος, τόμ. Β. καὶ Γ. Ζέβγου : Σύντομη μελέτη τῆς νεοελληνικῆς ἱστορίας τόμ. Β, σελ. 86 κ. ε. [2] Ὅτι δηλαδή ὁ ἀρχικὸς πληθυσμὸς τῆς Ἑλλάδος ἐκτοπίστηκε ἀπὸ σλαβικὰ φύλα στὸν πρώϊμο μεσαίωνα, καὶ οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες εἶναι μόνον ἐκπολιτιστικοὶ καὶ ὄχι βιολογικοὶ ἀπόγονοι τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. [3] «Τὰ δημοτικὰ τραγούδια», σελ. 285. Βλ. καὶ Κ. Λογοθέτου : Τὸ φιλολογικὸν ἔργον κλπ. τριῶν ἀοιδίμων καθηγητῶν, 1927. [4] Ἡ ἐμφάνιση τῶν μαλλιαρῶν ἦταν ἕνα εἶδος προσωρινῆς ἐπιδημίας γιὰ τὸν Μιστριώτη καὶ νὰ πώς ἔβλεπε τὸ πράγμα, νομίζοντας ὅτι ἡ ἄκρα τοῦ Κόντου καθαρολογία ἦταν αἰτία νὰ βγοῦν οἱ μαλλιαροὶ : Μ : Ναί, φίλε μου, σὺ τοὺς ἐγέννησας. Κ : Μά, πῶς ἐγὼ ; Ἄ, ἴσως δὲν τὸ κατάλαβα ὅταν ἔγινε τὸ πρᾶγμα καί τούς ἐγέννησα ἐκ τοῦ «Μὴ λησμονεῖτε ὅτι ὁ Κόντος ἦτο δασύτατος, συνεπῶς... μαλλιαρὸς προσθέτει γιὰ τοὺς ἀναγνῶστες του τὸ περιοδικὸ τῆς ἐποχῆς (Ε. Σ. Σβορώνου, Μικρασιατικὸν ἡμερολόγιον, 1915, σελ.. 118). Πόσο ἐμπειρικὴ ἦταν ἡ κοινωνικὴ συνάρτηση στὴν ἀντίληψη τοῦ Μιστριώτη φαίνεται ἀπὸ τὴν πίστη του : «τὰ μὲν ἄλλα κράτη ἔχουσιν ἀγαθάς κυβερνήσεις καὶ οὐχὶ λαούς, ἡμεῖς δὲ τουναντίον ἔχομε λαόν». Δηλαδή, ἄλλο τὸ ἕνα, ἄλλο τὸ ἄλλο! [5] Γιά μᾶς, προσωπικά, ἡ ὑπόνοια αὐτή δὲν χρήζει ἐμπραγμάτων ἀποδείξεων. Ὡστόσο, ὑπάρχουν κι αὐτές. (Βλ. Κ. Μοσκώφ, Ἡ Ἐθνικὴ καὶ κοινωνικὴ συνείδηση στὴν Ἑλλάδα 1830 1909, Ἀθήνα 1994, σελ. 241 242). Ὁ Πάλλης φροντίζει νὰ σταματήση ἡ ἔκδοση τῆς ἐφημερίδας Λαὸς τῆς Πόλης, ἐπειδὴ ἔγραφε γιὰ «κάτι σοσιαλισμοὺς κ.λπ» καὶ δημιουργοῦσε προβλήματα στὰ σχέδια τῆς Ἀγγλικῆς προστασίας. Μὰ ὅταν ἕνας μορφωμένος, μὲ εὐρωπαϊκὴ μόρφωση, μιλάη τὸ 1909 γιὰ τὸν σοσιαλισμὸ μὲ τὴν φράση «κάτι σοσιαλισμοὺς κ.λπ» καὶ ξέρη πώς θὰ τὸν διάβαση τὸ δαιμονόπληκτο καὶ ἰδεολογικῶς προληπτικὸ κοινὸ δηλαδή τὸ κοινό τῆς «παράδοσής» τῆς τότε Ἑλλάδας, τὸ κάνει ἀπὸ ἐσφαλμένη κρίση κι ἀστοχιὰ ἤ χρησιμοποιεῖ κάποιες ἄλλες ὑψίσυχνες ὑποβολές; Εἶναι τόσο συνειδητὰ ἀντισοσιαλιστὴς «ἀντικοινωνιστής», τότε ὁ Πάλλης, πού ἐκδηλώνεται χαρακτηριστικά : «ἡ ζωὴ τοῦ ἐργάτη... σοῦ θυμίζει τὸ ρητὸ ἀπ τὸ Δευτερονόμιο (32, 15)...«ἔφαγεν ὁ Ἰακὼβ καὶ ἐνεπλήσθη καὶ ἐλιπάνθη». Ἐνῷ ἂν δὲν ἔτρωγε καὶ ἔμενε «πτωχὸς ἀλλ ἔντιμος» δὲν θὰ εἴχαμε... σοσιαλισμούς!