ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2004 Επιτροπή Αναφορών 2009 19.10.2007 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ Θέμα: Αναφορά 0005/2007, της Verena de Vries, γερμανικής ιθαγένειας, εξ ονόματος της οργάνωσης «Die Frauen der Feurwehrbeamten», η οποία συνοδεύεται από 3 υπογραφές, σχετικά με τις συνθήκες εργασίας των πυροσβεστών στο Αμβούργο 1. Περίληψη της αναφοράς Η αναφέρουσα καταγγέλλει τις συνθήκες εργασίας των πυροσβεστών στο Αμβούργο, τις οποίες οι αρμόδιες αρχές έχουν ευθυγραμμίσει με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία οι πυροσβέστες πρέπει να κατατάσσονται στην κατηγορία των υπαλλήλων, οι ώρες εργασίας των οποίων μπορούν, συνεπώς, να φθάνουν συνολικά τις 48 ώρες κατά μέγιστο. Εν προκειμένω, αναφέρεται συγκεκριμένα στον μη ευέλικτο τρόπο με τον οποίο καταρτίζεται, ως αποτέλεσμα, ο κατάλογος υπηρεσιών των πυροσβεστών και τονίζει ότι οι νέοι κανόνες δεν είναι συμβατοί με την υγιή οικογενειακή ζωή. 2. Παραδεκτό Χαρακτηρίσθηκε παραδεκτή στις 16 Μαΐου 2007. Η Επιτροπή κλήθηκε να παράσχει πληροφορίες (άρθρο 192, παράγραφος 4, του Κανονισμού). 3. Απάντηση της Επιτροπής, που ελήφθη στις 19 Οκτωβρίου 2007. Ιστορικό Η αναφέρουσα δηλώνει ότι η αναφορά της εκφράζει τις απόψεις μιας ομάδας συζύγων και συντρόφων πυροσβεστών που απασχολούνται στις δημοτικές υπηρεσίες του δήμου Αμβούργου. Αφορά αλλαγές στις βάρδιες υπηρεσίας των εν λόγω πυροσβεστών, οι οποίες CM\691312.doc PE396.609
εισήχθησαν από τις δημοτικές αρχές σύμφωνα με πρόσφατες αποφάσεις 1 του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με ερμηνεία της οδηγίας για τον χρόνο εργασίας (οδηγία 2003/88/ΕΚ) και την εφαρμογή της στον χρόνο εφημερίας [Bereitschaftsdienst] και στους πυροσβέστες του δημοσίου τομέα. Σύμφωνα με την αναφέρουσα: Οι πυροσβέστες στο Αμβούργο παλαιότερα εργάζονταν με βάρδιες διάρκειας 24 συνεχόμενων ωρών κατά μέγιστο όριο, το οποίο ακολουθούσε μια ελάχιστη περίοδος ανάπαυσης διάρκειας 24 ωρών. Μετά τις πρόσφατες αλλαγές, τις οποίες οι αρχές προβάλλουν ως απαραίτητες για τη συμμόρφωση προς τις ανωτέρω αποφάσεις του Δικαστηρίου, δεν είναι πλέον δυνατές οι περίοδοι ανάπαυσης διάρκειας 24 ωρών. Αντίθετα, οι βάρδιες δεν μπορούν να υπερβαίνουν τις 12 συνεχόμενες ώρες και οι κατάλογοι υπηρεσιών συνήθως προβλέπουν δύο νυχτερινές βάρδιες και δύο ημερήσιες βάρδιες και στη συνέχεια δύο ημέρες ανάπαυση. Εντούτοις, σύμφωνα με τις νέες βάρδιες, απαιτείται συχνότερα από τους πυροσβέστες να εργάζονται Σάββατα και Κυριακές. Αυτό είναι πιο κουραστικό και μπορεί να σημαίνει τελικά εργασιακή εβδομάδα 60 ωρών. Επίσης, τα ωράρια της βάρδιας αλλάζουν συχνά πλέον, καθιστώντας πολύ δύσκολο τον προγραμματισμό της ιδιωτικής ζωής (χρόνος με τα παιδιά, συμμετοχή σε τακτικές αθλητικές, κοινωνικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες.) Η απρόβλεπτη φύση του νέου προγράμματος βάρδιας υπηρεσίας των πυροσβεστών σημαίνει ότι σε οικογένειες με παιδιά οι σύζυγοι ή σύντροφοι που εργάζονται εκτός σπιτιού δεν μπορούν να προγραμματίσουν με βεβαιότητα τις δικές τους εργασιακές υποχρεώσεις και τις ρυθμίσεις για τη φροντίδα των παιδιών. Η αναφέρουσα θεωρεί ότι αυτές οι αλλαγές έχουν επιδεινώσει τις εργασιακές συνθήκες των πυροσβεστών και επηρεάζουν αρνητικά την υγεία και την ασφάλειά τους στην εργασία (και κατ επέκταση έμμεσα και στην υγεία και την ασφάλεια των πολιτών του Αμβούργου), καθώς και το συνδυασμό εργασιακής και οικογενειακής ζωής και τις οικογένειές τους. Ερωτά εάν οι εν λόγω αλλαγές απαιτούνται ή επιτρέπονται από την οδηγία. Οι αναφέρουσες ζητούν επιστροφή στις εικοσιτετράωρες βάρδιες, ή εναλλακτικούς καταλόγους υπηρεσίας που προτείνουν εκπρόσωποι των εργαζομένων, σύμφωνα με τους οποίους προκύπτει ότι ο εκάστοτε πυροσβέστης μπορεί να επιλέξει να εργαστεί διπλές βάρδιες (εικοσιτετράωρες βάρδιες) τα σαββατοκύριακα, εφαρμόζοντας την αποκαλούμενη «εξαίρεση» από την εφαρμογή της οδηγίας. 1 C-52/04 Feuerwehr Hamburg C-398/01 Pfeiffer C-151/02 Jaeger C-303/98 SIMAP. PE396.609 2/8 CM\691312.doc
Ανάλυση Διάφορες διατάξεις της οδηγίας για τον χρόνο εργασίας θα μπορούσαν να αφορούν τα ζητήματα που θέτει η υπό εξέταση αναφορά. Η οδηγία προβλέπει ένα όριο στη μέση εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας, τις ελάχιστες περιόδους ημερήσιας και εβδομαδιαίας ανάπαυσης και επιπλέον όρια στον ημερήσιο χρόνο εργασίας για εργαζόμενους τη νύχτα. Προβλέπονται επίσης πιθανές παρεκκλίσεις υπό προϋποθέσεις, που πρέπει να ληφθούν υπόψη. Η απάντηση που ακολουθεί αναλύει τη σύνδεση αυτών των διατάξεων με τα βασικά ζητήματα που θίγει η αναφέρουσα την προηγούμενη πρακτική που προέβλεπε εικοσιτετράωρες βάρδιες, την πρόταση για εικοσιτετράωρες βάρδιες δυνάμει δυνατότητας εξαίρεσης και το νέο μοντέλο εργασίας με βάρδιες που ισχύει σήμερα. Εντούτοις, υπάρχουν ορισμένοι τομείς για τους οποίους οι υπηρεσίες της Επιτροπής θα χρειαστούν περαιτέρω πληροφορίες προκειμένου να εκτιμήσουν εάν το εν λόγω μοντέλο συνάδει με την οδηγία. Η απάντηση επίσης εξετάζει τα ζητήματα οργάνωσης της εργασίας και συνδυασμού με την προσωπική ζωή όπως θίγονται από την αναφέρουσα. Μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας Για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων, το άρθρο 6 της οδηγίας για τον χρόνο εργασίας απαιτεί από τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι o χρόνος εργασίας δεν υπερβαίνει ανά επταήμερο τις 48 ώρες κατά μέσο όρο (συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών και, δυνάμει των αποφάσεων του ΔΕΚ, της εφημερίας στον χώρο εργασίας). Στην απόφαση Feuerwehr Hamburg (C-52/04), το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι οι πυροσβέστες στον δημόσιο τομέα καλύπτονται από την οδηγία για τον χρόνο εργασίας και ότι η μέση εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας τους (συμπεριλαμβανομένης της εφημερίας [Bereitschaftsdienst]), δυνάμει της οδηγίας, δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τις 48 ώρες εβδομαδιαίως σε πολύ σοβαρές και εξαιρετικές περιπτώσεις, ωστόσο, αυτό το όριο μπορεί να υπερβαίνεται. Η οδηγία δεν προβλέπει παρέκκλιση από το όριο των 48 ωρών σύμφωνα με το άρθρο 6, η οποία να αφορά τους πυροσβέστες στον δημόσιο τομέα, εκτός από την αποκαλούμενη «εξαίρεση» δυνάμει του άρθρου 22, παράγραφος 1, σύμφωνα με το οποίο, εάν προβλέπεται από το εκάστοτε κράτος μέλος, οι εργαζόμενοι μεμονωμένα μπορούν να συναινέσουν εκουσίως να εργαστούν περισσότερες από τις προβλεπόμενες 48 ώρες κατά μέσο όρο ανά επταήμερο. Κατά την ερμηνεία των υπηρεσιών της Επιτροπής, η γερμανική εθνική νομοθεσία επιτρέπει εξαίρεση για τους πυροσβέστες στον δημόσιο τομέα. Προκειμένου να συνάδει με τις προϋποθέσεις της οδηγίας, μια τέτοια εξαίρεση: πρέπει να αποτελεί μεμονωμένη απόφαση που λαμβάνεται εκ των προτέρων και αυτοβούλως από τον οικείο εργαζόμενο εξαρτάται από επακόλουθο αίτημα του εργοδότη για εργασία διάρκειας μεγαλύτερης των 48 ωρών εβδομαδιαίως κατά μέσο όρο CM\691312.doc 3/8 PE396.609
ο εργαζόμενος δεν υφίσταται καμία ζημία εάν δεν αποδεχθεί την εξαίρεση η χρήση της εξαίρεσης θα πρέπει πάντα να σέβεται τις γενικές αρχές υγείας και ασφάλειας: για παράδειγμα, οι αρμόδιες εθνικές αρχές στον τομέα της υγείας και της ασφάλειας μπορούν να απαγορεύσουν ή να περιορίσουν τον αριθμό των ωρών υπέρβασης του μέσου όρου των 48 ωρών, για λόγους που αφορούν την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων. Η περίοδος αναφοράς για τον υπολογισμό των 48 ωρών κατά μέσο όρο είναι κανονικά 4 μήνες κατά μέγιστο όριο. Κατά παρέκκλιση μπορεί να επεκταθεί με εθνική νομοθεσία, διοικητικές διατάξεις ή συλλογικές συβάσεις έως ένα ανώτατο όριο έξι μηνών σε ορισμένους τομείς, συμπεριλαμβανομένων των πυροσβεστικών υπηρεσιών (άρθρο 17, παράγραφος 3 και άρθρο 19) ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, μόνο με συλλογική σύμβαση ή συμφωνία μεταξύ κοινωνικών εταίρων με ανώτατο όριο τους δώδεκα μήνες. Από την αναφορά δεν προκύπτει σαφώς η μέση εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας κατά την ισχύουσα περίοδο αναφοράς δυνάμει της νέας οργάνωσης εργασίας κατά βάρδιες. Εντούτοις, κάθε πρακτική που επιβάλλει εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας μεγαλύτερη των 48 ωρών ανά επταήμερο, με υπολογισμό του μέσου όρου για τη σχετική περιόδου αναφοράς, δεν συνάδει με την οδηγία για τον χρόνο εργασίας. Αυτό θα είναι εφικτό μόνο εάν υπάρχει εκούσια συμφωνία με έκαστο οικείο εργαζόμενο ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, οι υπερωρίες που θέτουν σε κίνδυνο την υγεία ή την ασφάλεια του εργαζόμενου εξακολουθούν να αντιβαίνουν στην οδηγία. Ελάχιστες περίοδοι ανάπαυσης και μέγιστος ημερήσιος χρόνος εργασίας Οι διατάξεις της οδηγίας Για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων, η οδηγία θεσπίζει ελάχιστες περιόδους ημερήσιας και εβδομαδιαίας ανάπαυσης (άρθρα 3 και 5). Επίσης περιορίζει τον ημερήσιο χρόνο εργασίας για τους «εργαζόμενους τη νύχτα», στοιχείο που ενδέχεται να έχει σημασία εν προκειμένω. Δυνάμει του άρθρου 3, τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε κάθε εργαζόμενος να διαθέτει, ανά εικοσιτετράωρο, περίοδο ανάπαυσης ελάχιστης διάρκειας ένδεκα συναπτών ωρών. Δυνάμει του άρθρου 5, τα κράτη μέλη επίσης θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε κάθε εργαζόμενος να διαθέτει, ανά περίοδο επτά ημερών, μια ελάχιστη περίοδο συνεχούς ανάπαυσης εικοσιτεσσάρων ωρών, επιπλέον των ένδεκα ωρών ανάπαυσης ημερησίως που δικαιούται. (Όπου δικαιολογείται για αντικειμενικούς ή τεχνικούς λόγους ή από τις συνθήκες οργάνωσης της εργασίας, μπορεί η ελάχιστη εβδομαδιαία περίοδος ανάπαυσης να περιοριστεί στις 24 ώρες συνολικά.) PE396.609 4/8 CM\691312.doc
Δυνάμει του άρθρου 8, τα κράτη μέλη επίσης λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε ο κανονικός χρόνος ημερήσιας εργασίας για «εργαζόμενους τη νύχτα» 1 να μην υπερβαίνει κατά μέσο όρο τις οκτώ ώρες ανά εικοσιτετράωρο. Εάν η εργασία ενέχει ιδιαίτερους κινδύνους ή σημαντική σωματική ή πνευματική ένταση (στοιχείο που καθορίζεται από τις εθνικές νομοθεσίες ή τις συλλογικές συμβάσεις), ο εργαζόμενος τη νύχτα μπορεί να μην εργάζεται περισσότερο από οκτώ ώρες κατά τη διάρκεια εικοσιτετράωρης περιόδου κατά την οποία πραγματοποιεί νυχτερινή εργασία. Οι διατάξεις περί παρέκκλισης Δυνάμει του άρθρου 17, είναι δυνατόν να επιτρέπονται παρεκκλίσεις από τις ανωτέρω διατάξεις περί ημερήσιας και εβδομαδιαίας ανάπαυσης και περί νυχτερινής εργασίας (αλλά όχι από τη μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας): σε συγκεκριμένες δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων των πυροσβεστικών υπηρεσιών των υπηρεσιών πολιτικής προστασίας μέσω της νομοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής οδού ή με συλλογικές συμβάσεις ή με συμφωνίες μεταξύ κοινωνικών εταίρων υπό τον όρο ότι στους οικείους εργαζομένους χορηγούνται ισοδύναμες περίοδοι αντισταθμιστικής ανάπαυσης ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, στις οποίες για αντικειμενικούς λόγους είναι αδύνατη η παροχή αντισταθμιστικής ανάπαυσης, παρέχεται κατάλληλη προστασία στους οικείους εργαζόμενους. Παρεκκλίσεις από τις ελάχιστες περιόδους ημερήσιας και εβδομαδιαίας ανάπαυσης δυνάμει των άρθρων 3 και 5 είναι δυνατόν να επιτραπούν, και πάλι υπό την προϋπόθεση παροχής αντισταθμιστικής ανάπαυσης: για την εργασία κατά βάρδιες, όταν ο εργαζόμενος δεν μπορεί να έχει ανάμεσα στο τέλος μιας βάρδιας και στην αρχή της επόμενης περιόδου ημερήσια ή/και εβδομαδιαία ανάπαυση (άρθρο. 17, παράγραφος 4, στοιχείο (a). Φυσικά, το γεγονός ότι μια οδηγία προβλέπει δυνατότητες παρέκκλισης δεν σημαίνει ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να κάνουν χρήση κάποιας ή όλων αυτών των παρεκκλίσεων. Πρόκειται για ζήτημα που αποτελεί αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Αντισταθμιστική ανάπαυση Όλες αυτές οι δυνατότητες παρέκκλισης που προβλέπονται στο άρθρο 17 επίσης υπόκεινται στην προϋπόθεση παροχής αντισταθμιστικής ανάπαυσης. Αυτό σημαίνει ότι όταν ένας εργαζόμενος χάνει το σύνολο ή μέρος της ημερήσιας ή εβδομαδιαίας περιόδου ανάπαυσης 1 Ο όρος «εργαζόμενος τη νύχτα» δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφοι 3 και 4 περιλαμβάνει κάθε εργαζόμενο ο οποίος «ενδέχεται να πραγματοποιεί κατά τη νυχτερινή περίοδο [περίοδο όχι μικρότερη από επτά ώρες όπως θεσπίζεται από την εθνική νομοθεσία και που συμπεριλαμβάνει τουλάχιστον το διάστημα από τα μεσάνυχτα έως τις 5 π.μ.] ένα ορισμένο τμήμα του ετήσιου χρόνου εργασίας του, το οποίο ορίζεται από εθνική νομοθεσία ή συλλογική σύμβαση. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής θα χρειαστούν περαιτέρω πληροφορίες προκειμένου να διαπιστώσουν ένα οι εν λόγω πυροσβέστες μπορούν να χαρακτηρισθούν «εργαζόμενοι τη νύχτα» δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας. CM\691312.doc 5/8 PE396.609
εξαιτίας κάποιας από τις ανωτέρω παρεκκλίσεις, θα πρέπει να του ή της χορηγούνται περίοδοι αντισταθμιστικής ανάπαυσης ισοδύναμες σε διάρκεια με την ανάπαυση που απώλεσε (εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις όπου η παροχή αντισταθμιστικής ανάπαυσης δεν είναι εφικτή για αντικειμενικούς λόγους). Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε στην υπόθεση Jaeger (υπόθεση C-151/02) ότι η αντισταθμιστική ανάπαυση πρέπει να χορηγείται σε διαστήματα που διαδέχονται άμεσα τον αντίστοιχο χρόνο εργασίας. Κατ αυτόν τον τρόπο, εάν οι εργαζόμενοι που, σύμφωνα με τον κατάλογο υπηρεσίας, πρέπει να εργαστούν με βάρδια εικοσιτεσσάρων ωρών χάσουν την ελάχιστη ημερήσια ανάπαυση των 12 ωρών όπως ορίζει η οδηγία, θα πρέπει να λάβουν αντισταθμιστική ανάπαυση διάρκειας 12 ωρών, καθώς και την ημερήσια ανάπαυση που δικαιούνται κανονικά, εντός του αμέσως επόμενου διαστήματος 24 ωρών. Πρέπει να επισημανθεί ότι το 2004 η Επιτροπή είχε υποβάλει νομοθετική πρόταση 1 για τροποποίηση της οδηγίας για τον χρόνο εργασίας, προβαίνοντας σε μια σειρά ισορροπημένων τροποποιήσεων των υφιστάμενων κανόνων. Ένα στοιχείο αυτής της πρότασης είναι ότι η αντισταθμιστική ανάπαυση δεν θα πρέπει να χορηγείται σε διάστημα που διαδέχεται άμεσα τον αντίστοιχο χρόνο εργασίας, αλλά «εντός εύλογου χρονικού διαστήματος» που ορίζεται από την εθνική νομοθεσία, με συλλογικές συμβάσεις ή συμφωνία μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Εντούτοις, η εν λόγω πρόταση δεν έχει ακόμη εγκριθεί από το Συμβούλιο. Είναι συμβατές με την οδηγία οι εικοσιτετράωρες βάρδιες; Υπό κανονικές συνθήκες, μια εικοσιτετράωρη βάρδια θα αντίβαινε στις προϋποθέσεις της οδηγίας ότι ο εργαζόμενος πρέπει να λαμβάνει ελάχιστη ημερήσια ανάπαυση ένδεκα συναπτών ωρών ανά εικοσιτετράωρο. Συνεπώς, η αντικατάσταση της εργασίας κατά βάρδιες 24 ωρών με βάρδιες μέγιστης διάρκειας 12 ωρών συνάδει καταρχήν με την οδηγία. Το Δικαστήριο έκρινε (Jaeger, παράγραφος 95) ότι προς διασφάλιση της αποτελεσματικής προστασίας της ασφάλειας και της υγείας του εργαζομένου, «πρέπει επομένως να προβλέπεται κατά γενικό κανόνα τακτική εναλλαγή μεταξύ εργασίας και αναπαύσεως» και επιπλέον ότι αυτή η απαίτηση «παρίσταται ακόμη περισσότερο αναγκαία όταν, κατά παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα, ο κανονικός χρόνος ημερήσιας εργασίας παρατείνεται λόγω εφημερίας». Όπως έχουν επισημάνει οι υπηρεσίες της Επιτροπής σε αλληλογραφία που αναφέρεται από την αναφέρουσα, η οδηγία πράγματι επιτρέπει την εργασία κατά εικοσιτετράωρη βάρδια υπό περιορισμένες προϋποθέσεις. Στην υπόθεση Jaeger, για παράδειγμα, το Δικαστήριο απεφάνθη ότι μια μείωση της περιόδου ημερήσιας ανάπαυσης των ένδεκα ωρών για τους νοσοκομειακούς ιατρούς λόγω της εφημερίας που προστίθεται στον κανονικό χρόνο εργασίας, δυνάμει συλλογικής σύμβασης, μπορεί να εμπίπτει στις παρεκκλίσεις που επιτρέπονται στο πλαίσιο του άρθρου 17, παράγραφος 2, υπό την προϋπόθεση ότι 1 Αρχική πρόταση COM (2004) 607 αναθεωρημένη πρόταση μετά από γνωμοδότηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, COM (2005) 246. PE396.609 6/8 CM\691312.doc
χορηγούνται ισοδύναμες περίοδοι ανάπαυσης σε διαστήματα που διαδέχονται άμεσα τον αντίστοιχο χρόνο εργασίας και ότι αυτή η μείωση δεν καταλήγει σε υπέρβαση της ανώτατης διάρκειας εβδομαδιαίας εργασίας που προβλέπει το άρθρο 6. Εντούτοις, όπως εξηγήθηκε προηγουμένως, οι εικοσιτετράωρες βάρδιες θα πρέπει να πληρούν τις προϋποθέσεις για παρέκκλιση δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 2, συμπεριλαμβανομένης της άμεσης χορήγησης αντισταθμιστικής ανάπαυσης και της συμμόρφωσης προς την οδηγία όσον αφορά τη μέση εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας. Επιπλέον, υφίσταται η προϋπόθεση πρόβλεψης τέτοιου είδους παρεκκλίσεων από την εθνική νομοθεσία ή από ισχύουσες διοικητικές διατάξεις ή συλλογικές συμφωνίες. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής θα χρειαστούν περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με το εάν ισχύει κάτι τέτοιο ή όχι. Στην υπό εξέταση υπόθεση, ενδέχεται να έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι η οδηγία επιτρέπει τις παρεκκλίσεις, αλλά δεν τις απαιτεί. Συνεπώς, δεν μπορεί να ζητηθεί από εργοδότη του δημόσιου τομέα να κάνει χρήση μιας παρέκκλισης όπως είναι η πρόβλεψη εργασίας κατά εικοσιτετράωρες βάρδιες. Γενικά, η οδηγία για τον χρόνο εργασίας πρέπει να ερμηνευθεί, όπως τόνισε το Δικαστήριο, υπό το πρίσμα του βασικού της στόχου, δηλαδή της προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων. Συνεπώς, το κατά πόσον οι εικοσιτετράωρες βάρδιες θα ήταν επιτρεπτές εξαρτάται και από τις πραγματικές τους επιπτώσεις στην υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων, στοιχείο που θα πρέπει να αξιολογηθεί αντικειμενικά λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες όπως (για παράδειγμα) η συχνότητα της εργασίας κατά εικοσιτετράωρες βάρδιες, η σωματική και ψυχολογική καταπόνηση που προκαλούν, ο χρόνος και η διάρκεια των αντισταθμιστικών περιόδων ανάπαυσης και εάν οι επιπλέον ώρες εργασίας είναι αντικειμενικά απαραίτητες για τη διασφάλιση της συνεχούς παροχής πυροσβεστικών και άλλων υπηρεσιών έκτακτης ανάγκης. Πρόκειται για αντικειμενικά γεγονότα τα οποία, κατά την άποψη των υπηρεσιών της Επιτροπής, σωστότερο είναι να κριθούν από τους οικείους κοινωνικούς εταίρους ή, εάν δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ τους, από τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια. Θα πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι η επιμέρους δυνατότητα «εξαίρεσης» που παρέχει το άρθρο 22 αφορά μόνο τη μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας των 48 ωρών δυνάμει του άρθρου 6. Δεν επιτρέπει στους εργαζόμενους να επιλέξουν να εξαιρεθούν από τα δικαιώματά τους για ελάχιστες περιόδους ανάπαυσης ή για αντισταθμιστική ανάπαυση. Οργάνωση των ρυθμών εργασίας και ζητήματα συνδυασμού εργασίας και προσωπικής ζωής Οι υπηρεσίες της Επιτροπής αναγνωρίζουν ότι οι μη τακτικοί ρυθμοί εργασίας μπορούν να δυσχεράνουν ιδιαίτερα την οργάνωση της εργασίας και της οικογενειακής ζωής των εργαζομένων και των συντρόφων τους. Η Επιτροπή συχνά έχει τονίσει τη σημασία που αποδίδει στον συνδυασμό εργασίας και οικογενειακής ζωής. Εντούτοις, η οδηγία για τον χρόνο εργασίας, ως οδηγία που αφορά την υγεία και την ασφάλεια, δεν περιέχει νομικές προϋποθέσεις εν προκειμένω. Μπορεί να έχει κάποια σημασία το γεγονός ότι το άρθρο 13 της οδηγίας ορίζει ότι: CM\691312.doc 7/8 PE396.609
«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε ο εργοδότης που προτίθεται να οργανώσει την εργασία με έναν ορισμένο ρυθμό να λαμβάνει υπόψη τη γενική αρχή της προσαρμογής της εργασίας στον άνθρωπο, ιδίως προκειμένου να περιορισθεί η μονότονη και ρυθμική εργασία, σε συνάρτηση με το είδος της δραστηριότητας και τις απαιτήσεις ασφάλειας και υγείας, ιδιαίτερα όσον αφορά τα διαλείμματα του χρόνου εργασίας». Επιπροσθέτως, η οδηγία για την υγεία και την ασφάλεια στην εργασία 89/391/ΕΟΚ, στο άρθρο 11, απαιτεί από τους εργοδότες να ζητούν τη γνώμη των εκπροσώπων των εργαζομένων και να συζητούν με αυτούς όλα τα ζητήματα που άπτονται της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία, και προβλέπει για τους εργαζόμενους και τους εκπροσώπους τους το δικαίωμα να απευθυνθούν στην αρμόδια για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία εθνική αρχή, εάν δεν είναι ικανοποιημένοι με τα μέτρα που λαμβάνει ο εργοδότης. Συμπεράσματα Πρόκειται για περίπλοκο τομέα και από το περιεχόμενο της αναφοράς δεν καθίσταται σαφές εάν και από ποια άποψη οι δημόσιες αρχές δεν συμμορφώθηκαν προς τις απαιτήσεις του κοινοτικού δικαίου. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής θεωρούν ότι, εάν δεν στάθηκε δυνατή η επίτευξη αμοιβαίως ικανοποιητικής συμφωνίας εντός του χώρου εργασίας σχετικά με τα συνολικά ζητήματα υγείας και ασφάλειας που θέτει η υπό εξέταση αναφορά, το ζήτημα υπόκειται πρωτίστως στις αποφάσεις των αρμόδιων περί εργασιακής υγείας αρχών ή των δικαστηρίων σε εθνικό επίπεδο. Οι εν λόγω φορείς είναι οι καταλληλότεροι να αξιολογήσουν τα αμφισβητούμενα πραγματικά περιστατικά ως προς τις συνέπειες συγκεκριμένων προγραμμάτων υπηρεσίας για τη συνολικότερη υγεία και ασφάλεια των οικείων εργαζομένων, γεγονός που κρίνεται αναγκαίο υπό το πρίσμα της ανωτέρω ανάλυσης. PE396.609 8/8 CM\691312.doc