ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ Η ΣΥΝΥΠΑΙΤΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΝΤΟΣ ΣΤΟ ΕΞ ΑΜΕΛΕΙΑΣ ΕΓΚΛΗΜΑ

Σχετικά έγγραφα
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ...

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΜΑΘΗΜΑ: «ΓΕΝΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» A ΚΛΙΜΑΚΙΟ (Α-Κ)

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ... VII ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... XV ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ...1 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Στυλιανός Παπαγεωργίου -Γονατάς,

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 3: Ποινικό Δίκαιο των Ανηλίκων

Περιεχόμενα ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΟΙ ΚΥΡΙΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ Α ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΑ ΜΟΝΤΕΛΑ. Πρώτο Κεφάλαιο

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Η Δεοντολογία διδάσκει τη σωστή, την άψογη στάση και συμπεριφορά του γιατρού απέναντι στον άρρωστο συνάνθρωπό του, απέναντι στο συνάδελφό του και

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

ΙΙ. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...17 Α. Ελληνικές...17 Β. Ξενόγλωσσες...19

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος. Συντομογραφίες..

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

Ποινική ιατρική ευθύνη από αμέλεια σε πεδία κατανομής αρμοδιοτήτων

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΙ Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Ενώπιον του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. V. Η εμπιστοσύνη ως αυτόνομο θεμέλιο ευθύνης του παραγωγού 17

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΙΑΤΡΙΚΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων

Το Προστατευόμενο Έννομο Αγαθό στην Πορνογραφία Ανηλίκων

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Συντομογραφίες...15 Ελληνικές...15 Ξενόγλωσσες...18

Άποψη περί εφαρμογής ν 4030/2011.

Η έννοια της εξωτερικής αμέλειας των ιατρών

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Α) Η θεωρητική και νοµολογιακή προσέγγιση πριν από το Ν 2408/1996 (Υπεράσπιση 1992, 357)... 9

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

(2015) 1 PRO JUSTITIA ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΑ: ΕΥΘΥΝΗ ΙΕΡΑΡΧΙΚΩΣ ΑΝΩΤΕΡΩΝ ΜΕ ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ. Χριστίνα Γαβρίτσα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Τα νομικά πρόσωπα και οι κανόνες γνώσης - Μια πρόκληση για τη νομική σκέψη και πράξη

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Οριοθέτηση Εγκληματικής Μονάδας στο Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο

Δικαίωμα στην εκπαίδευση. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Αθήνα 1Ο Απριλίου 2013 ΠΡΟΣ

Η ποινικοποίηση της διαφθοράς στον ιδιωτικό τομέα: Το διεθνές νομικό πλαίσιο και το παράδειγμα της Ελλάδας

Ιατρική Ευθύνη &Βιοηθική Μαρτίου Ζητήματα απόδειξης στην ποινική ιατρική ευθύνη

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. Η πρωτότυπη κτήση του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας... 1

Λόγοι άρσης του αδίκου στο πεδίο της ιατρικής ποινικής ευθύνης

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

24η ιδακτική Ενότητα ΠΟΙΝΙΚΟ ΙΚΑΙΟ- ΕΓΚΛΗΜΑ. Παρατηρήσεις - Σχόλια - Επεξηγήσεις

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

23η ιδακτική Ενότητα ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΠΟΙΝΙΚΩΝ - ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΓΕΝΙΚΟΣ ΣΚΟΠΟΣ ΠΟΙΝΩΝ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΩΝ ΠΕΡΙ ΕΥΘΥΝΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΜΕ ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΣΕ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

Ηλίας Α. Στεφάνου Έλενα Α. Καπαρδή Δικηγόροι

09. Ποινικό Δίκαιο & Ποινική Δικονομία

«ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟΣ ΔΟΛΟΣ ΕΝΣΥΝΕΙΔΗΤΗ ΑΜΕΛΕΙΑ ΔΟΓΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ»

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 1: Αυτονόμηση της αντιμετώπισης των ανηλίκων

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Θέμα: «Η ιστορική μέθοδος ερμηνείας» Υπεύθυνος καθηγητής: κ. Ανδρέας Δημητρόπουλος

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. MEΡOΣ A Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ. Κωνσταντίνος Ι. Βαθιώτης Λέκτωρ Νομικής Σχολής Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης

Ποινικές όψεις της μετάβασης από το θεραπευτικό στον παρηγορικό στόχο σε ασθενείς ανιάτων χρόνιων θανατηφόρων νόσων

Βουλή είναι εξοπλισμένη με αναθεωρητική αρμοδιότητα. Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται αφορά την κατά χρόνον αρμοδιότητα αυτού τούτου του αναθεωρητικού

Οικονομικό Ποινικό Δίκαιο

Δίκαιο Μ.Μ.Ε. Μάθημα 10: Προστασία της προσωπικότητας και τύπος. Επικ. Καθηγητής Παναγιώτης Μαντζούφας Τμήμα Νομικής Α.Π.Θ.

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΜΙΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΥΝΗΘΗ ΛΑΘΗ ΚΑΙ ΑΣΤΟΧΙΕΣ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ 7 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

Ποινική ικονομία II. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

16542/1/09 REV 1 ΛΜ/νικ 1 DG H 2B

Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... ΧΙΧ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι Το ζήτημα της εφαρμογής του εργατικού δικαίου στο πλαίσιο της σύγχρονης αθλητικής

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 12 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Ενώπιον του κ. Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών (δια του ΑΤ Συντάγματος) ΜΗΝΥΤΗΡΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ του

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

Περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας και δικαιώματα των θυμάτων

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ... ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ Ι. ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ... ΧVII II. ΞΕΝΕΣ... XVII

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Αρχή της ισότητας: ειδικές μορφές

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

καθώς επιλαμβάνεστε των καθηκόντων σας, θεωρώ αναγκαίο να θέσω υπόψη σας τα εξής:

ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΜΕΝΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ»

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

Transcript:

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΘΕΜΑ: Η ΣΥΝΥΠΑΙΤΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΝΤΟΣ ΣΤΟ ΕΞ ΑΜΕΛΕΙΑΣ ΕΓΚΛΗΜΑ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ : ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΑΘΙΩΤΗΣ ΟΥΡΑΝΙΑ ΜΠΑΡΠΑΚΗ 2016

Nun liberum hominum arbitrium e sui ipsius consentia demonstrari potest? «Η ελευθερία της βούλησης μπορεί ν αποδειχθεί με την μαρτυρία της συνείδησης;» Ά. Σοπενχάουερ, Κριτική της Ελευθερίας της Βουλήσεως

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Συντομογραφίες ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α Ι.Προδιάθεση.. σελ.4 ΙΙ. Εννοιολογικές-ορολογικές επισημάνσεις.10 ΙΙΙ. Το εξ αμελείας έγκλημα..16 IV. Αυτοδιακινδύνευση και αντικειμενικός καταλογισμός 24 Α. Απαγόρευση αναδρομής Β. Αρχή της ιδίας υπευθυνότητας...27 Β.1. Η ελευθερία διάθεσης των εννόμων αγαθών υπό το φως του Συνταγματικού Δικαίουάρ.2 1 και άρ.5 1 του Συντάγματος. Β.2. Ο πυρήνας της αρχής της ιδίας υπευθυνότητας 35 Β.3. Οι προϋποθέσεις κατάφασης αυτοδιακινδύνευσης.. 38 Γ. Προστατευτικός σκοπός του κανόνα δικαίου. 56 Γ.1. Διάκριση συμμετοχής σε αυτοδιακινδύνευση και ετεροδιακινδύνευσης με την συγκατάθεση του θύματος.....64 V. Προσωρινά συμπεράσματα 77 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β Ι. Κριτική επισκόπηση νομολογίας του Ανωτάτου Ακυρωτικού και των δικαστηρίων ουσίας.. 79 Β.1. Η πάγια θέση της νομολογίας. Β.2. Αποφάσεις Αρείου Πάγου...82 Β.3. Αποφάσεις δικαστηρίων ουσίας. 101 ΙΙ. Τελικές παρατηρήσεις-αντί επιλόγου...112 Βιβλιογραφία-Αρθρογραφία-Νομολογία..113

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ άρ. άρθρο ΑΠ Άρειος Πάγος αριθμ. αριθμός Αρμ. Αρμενόπουλος απόφ. Απόφαση βλ. βλέπε εδ. εδάφιo έκδ. έκδοση επ. επόμενα Εφ. Εφετείο ΕισΠροτ Εισαγγελική Πρόταση λ.χ. λόγου χάρη ΜΟΔ Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο ΜΟΕ Μικτό Ορκωτό Εφετείο Ν. νόμος ΝοΒ Νομικό Βήμα ό.π. όπου παραπάνω ΟλΑΠ Ολομέλεια Αρείου Πάγου Πλαγιάρ. Πλαγιάριθμος ΠΚ Ποινικός Κώδικας περιλ. περιληπτικώς Πλημ. Πλημμελειοδικείο Ποιν.Δικ. Ποινική Δικαιοσύνη ΠοινΛογ. Ποινικός Λόγος ΠοινΧρον. Ποινικά Χρονικά π.χ. παραδείγματος χάρην Συντ. Σύνταγμα σελ. σελίδα Συμβ. Συμβούλιο Υπερ. Υπεράσπιση Υποσημ. Υποσημείωση

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α Ι. ) Προδιάθεση Σύμφυτη με τις μεταβιομηχανικές κοινωνίες είναι η έννοια της αβεβαιότητας 1. Οι κοινωνίες του ανεπτυγμένου τριτογενούς τομέα και της πληροφορίας χαρακτηρίζονται από αβεβαιότητες, οι οποίες συνιστούν μη μετρήσιμες πιθανότητες βλαβών, που διαχέονται στο κοινωνικό πεδίο και για τις συνέπειες των οποίων δεν μπορεί να υπάρξει ορθολογική πρόβλεψη. Οι αβεβαιότητες αυτές ονοματίζονται ως «ρίσκα», «κίνδυνοι 2», «διακινδυνεύσεις», χωρίς πάντα οι ορολογικές παραλλαγές να αποτυπώνουν διαφορετικά φαινόμενα. Ωστόσο, το εγχείρημα εννοιολογικής αποσαφήνισης παραμένει δύσκολο και ατελές, διότι η έννοια του κινδύνου, ενώ διαποτίζει τόσο την φιλελεύθερη σκέψη όσο και τις μετεξελίξεις της, καλείται να περιγράψει και να εξηγήσει νέου τύπου φαινόμενα. Τα τροχαία και τα εργατικά ατυχήματα αποτελούν πια αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινότητάς μας, ενώ οι σύγχρονοι τρόποι διασκέδασηςψυχαγωγίας-άθλησης πολύ συχνά μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την ζωή και την σωματική ακεραιότητα των συμμετεχόντων. Το «ζην επικινδύνως» («vivere pericolosamente» ) για κάποιους αποτελεί τρόπο ζωής. Οι επικίνδυνοι αγώνες ταχύτητας ( «κόντρες»), τα «extreme sports» ( rafting, canyoning, scuba diving) προσφέρουν σε ορισμένους τέτοια ηδονή, ώστε να είναι πρόθυμοι να αναλάβουν κάθε ρίσκο που απορρέει από την συμμετοχή τους σε αυτά 3. 1 Βλ. ενδεικτικά αντί πολλών Π. Μαντζούφα, Ασφάλεια και πρόληψη στην εποχή της διακινδύνευσης : εισαγωγικά ερωτήματα και προβληματισμοί για το Συνταγματικό κράτος, εις : Τιμητικό Τόμο του ΣτΕ-75 χρόνια, 2004, σελ. 55 επ. και εκεί περαιτέρω αναφερόμενους συγγραφείς. 2 Ετυμολογικά : «Κίνδυνος: τολμηρά επιχείρησις, επικίνδυνος πράξις, πείραμα, δοκιμή», βλ. Π. Δορμπαράκη, Επίτομον Λεξικόν της αρχαίας ελληνικής γλώσσης, Εκδ. Εστία, στο λήμμα «κίνδυνος». 3 Βλ. Κ. Χατζηκώστα, Μερικές σκέψεις για τον πατερναλισμό στο Ποινικό Δίκαιο με αφορμή τον αξιόποινο χαρακτήρα της χρήσης και των πράξεων διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, ΠοινΔικ2005.739 επ. και ιδίως 748.

Πρόκειται για ένα «ζημιογόνο δυναμικό», όπως πολύ ορθά χαρακτηρίστηκε 4, που αυξάνει συνεχώς τόσο στην έκτασή του όσο και στους κινδύνους που περικλείει για τα έννομα αγαθά, ιδιαίτερα εάν αναλογιστεί κανείς ότι η θέση σε κυκλοφορία αυτών των πηγών κινδύνων απαιτεί συνήθως την απασχόληση πολυάριθμου επιστημονικού, τεχνικού και εργατικού προσωπικού, ώστε σε περίπτωση επέλευσης ενός εγκληματικού αποτελέσματος, ο προσδιορισμός του υπαίτιου προσώπου, δηλαδή αυτού που συνετέλεσε με την έννοια της αιτιώδους διαδοχής των συμβάντων στην προσβολή του εκάστοτε εννόμου αγαθού, να καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής. Η εν λόγω αύξηση των πηγών κινδύνων σχετίζεται άμεσα με περιπτώσεις όπου ο εκάστοτε φορέας του εννόμου αγαθού συμβάλλει ο ίδιος με την συμπεριφορά του στην πρόκληση του αξιόποινου αποτελέσματος, καθώς το έγκλημα δεν αποτελεί προϊόν αποκλειστικής σύλληψης, προπαρασκευής και εκτέλεσης από έναν και μόνον άνθρωπο, αλλά «ουραγό κρίκο 5» μιας αλυσίδας που απαρτίζεται άλλοτε από λιγότερους και άλλοτε από περισσότερους κρίκους. Η ενδοτική συμπεριφορά του θύματος ως προς την διακινδύνευση των εννόμων αγαθών του και συνακόλουθα η συμβολή του στην πρόκληση του αξιοποίνου αποτελέσματος στο εξ αμελείας έγκλημα, αποκαλούμενη «αυτοδιακινδύνευση», χαρακτηρίζεται από την ελεύθερη, υπεύθυνη και έλλογη απόφασή του να τεθεί σε κίνδυνο προς εξυπηρέτηση κάποιου άλλου οφέλους ( οικονομικού, κοινωνικού, χάριν ψυχαγωγίας κλπ.), εις τρόπον ώστε το ίδιο το θύμα «να έχει μερίδιο ευθύνης» για το προκληθέν σε αυτό «κακό» και αντιστοίχως να πρέπει να διερευνάται σε κάθε περίπτωση ποιος είναι υπόλογος για την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, ώστε να μην γίνεται καταλογισμός σε ενοχή εξ αλλοτρίων σφαλμάτων. 4 Βλ. Π. Κορνηλάκη, Η ευθύνη από διακινδύνευση ( Δογματική και Δικαιοπολιτική προσέγγιση), Δίκαιο και Κοινωνικοί Προβληματισμοί, 1982, σελ. 5 / υποσημ.6 και εκεί περαιτέρω παραπομπές. 5 Βλ. Κ. Βαθιώτη, Απαγόρευση αναδρομής και αντικειμενικός καταλογισμός, 1999, σελ.1. 7

Προεισαγωγικώς σημειώνουμε ότι το δογματικό ζήτημα της αυτοδιακινδύνευσης δεν περιορίζεται σε μία «περί όνου σκιάς θεωρητικολογία 6», αλλά έχει και πρακτικό ενδιαφέρον, όπως αυτό αντανακλάται σε νομολογιακό επίπεδο. Έτσι εξηγείται και το ενδιαφέρον της παρούσας μελέτης, σκοπός της οποίας είναι να καταδείξει τον ρόλο της αυτοδιακινδύνευσης, η οποία εφαρμοζόμενη από την θεωρία και την νομολογία υπό το πρίσμα του αντικειμενικού καταλογισμού και των αρχών που τον διέπουν, μπορεί να οδηγήσει σε ελάφρυνση της θέσης του δράστη, λαμβανομένης υπόψη της σύμπραξης του θύματος στην επέλευση του αξιοποίνου αποτελέσματος, αφού πλέον η σύγχρονη αντιμετώπιση του εγκλήματος και από την σκοπιά του θύματος δεν συγκρούεται με τους σκοπούς του ποινικού δικαίου, δηλαδή την πρόληψη, την ενδυνάμωση των κοινωνικών κανόνων και την κοινωνική επανένταξη του δράστη 7. Η νέα διάσταση που παίρνει το σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης με την αναγνώριση του ρόλου που διαδραματίζει- και που είναι σε θέση να διαδραματίσει- το θύμα, συντελεί μία εξισορρόπηση των μηχανισμών του επίσημου κοινωνικού ελέγχου. Πέραν των ως άνω περιληπτικώς και εισαγωγικώς αναφερομένωνθεωρητικών και πρακτικών ζητημάτων που προκύπτουν από την δογματική ένταξη και υιοθέτηση της αρχής της αυτοδιακινδύνευσης στο οικοδόμημα του Ποινικού Δικαίου, στο πρώτο κεφάλαιο ( Κεφάλαιο Α ) επιχειρείται ο ορολογικός-εννοιολογικός προσδιορισμός της, η ένταξή της στη θεωρία του αντικειμενικού καταλογισμού με διαχωρισμό των προϋποθέσεων κατάφασής της και η εξέταση ζητημάτων συμμετοχής υπό το πρίσμα της κυριαρχίας επί της πράξεως, ενώ το δεύτερο κεφάλαιο ( Κεφάλαιο Β ) περιλαμβάνει την 6 Κατά την έκφραση του Α. Αναγνωστόπουλου, Η Αυτοδιακινδύνευση, Προσφορά Τιμής στην Ά. Ψαρούδα- Μπενάκη,2008,σελ. 10. 7 Βλ. Κ. Δ. Σπινέλλη, Έγκλημα και Θύμα, Ζητήματα και προτεραιότητες για μία θυματολογική πολιτική με αφορμή την Διακήρυξη του ΟΗΕ για τα θύματα, εις : ΜΝΗΜΗ Ν. Χωραφά- Η. Γάφου- Κ. Γαρδίκα, Τόμος 2 ος,1986, σελ. 249 επ. 8

νομολογιακή επισκόπηση και την κριτική παρουσίαση αντιμετώπιση της εν λόγω θεματικής από τα δικαστήρια ουσίας και από το Ανώτατο Ακυρωτικό. 9

ΙΙ. Εννοιολογικές-ορολογικές επισημάνσεις Ως έννοια, η αυτοδιακινδύνευση 8 ( γερμ: Selbstgefährdung) αποτελεί την συμπεριφορά κατά την οποία ένα πρόσωπο που ενεργεί ελεύθερα και υπεύθυνα, γνωρίζοντας πλήρως τις διαστάσεις του κινδύνου και τις συνέπειες της απόφασής του, εκτίθεται σε μία επικίνδυνη για τα έννομα αγαθά του κατάσταση και ταυτόχρονα επιδοκιμάζει ή τουλάχιστον αποδέχεται την βλάβη τους. Η αντιμετώπιση της αυτοδιακινδύνευσης στο εξ αμελείας έγκλημα απασχόλησε συστηματικά το γερμανικό 9 και το ελληνικό 10 δίκαιο, καθώς και [ προσφάτως] την νομολογιακή πρακτική, υπό τον προβληματισμό εάν η παράβαση ενός καθήκοντος επιμελείας του δράστη πρέπει να υποχωρεί ενόψει της «ιδίω κινδύνω» συμπεριφοράς του θύματος, με αποτέλεσμα αυτός 8 Βλ. Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [ Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη] στο λήμμα : «Διακινδυνεύω»= 1 ) εκθέτω κάτι σε έναν πιθανό κίνδυνο, 2 ) αποφασίζω να κάνω κάτι, αν και γνωρίζω ότι υπάρχει ο κίνδυνος της αποτυχίας, της κακής έκβασης ( λόγ.<αρχ. διακινδυνεύω «εκτίθεμαι σε μεγάλο κίνδυνο» &σημδ. αγγλ. endanger ). Πρβλ. Π. Δορμπαράκη, Επίτομον Λεξικόν της αρχαίας ελληνικής γλώσσης, Εκδ. Εστία, «κινδυνεύω»= ρίπτομαι εις κίνδυνον, είμαι τολμηρός, τολμώ, αποτολμώ, διακινδυνεύω, επιχειρώ επικίνδυνον πράξιν, διατρέχω κίνδυνον, εκτίθεμαι εις κίνδυνον». 9 Από την γερμανική θεωρία, βλ. ενδεικτικά κατά παραπομπή Α. Αναγνωστόπουλου, Η αυτοδιακινδύνευση, Προσφορά τιμής στην Ά. Ψαρούδα- Μπενάκη, 2008, σελ. 3 υποσημ.1: Roxin, ATI, 11,Rn.107-120, Schönke-Schröder/Lenckner, Vorbem.zu 32, Rn.102-107, Schönke-Schröder/Cramer-Sternberg-Lieben, 15,Rn.165 επ., Jescheck-Weigend,σελ.288, SK-Rudolphi, Vor 1, Rn.79-81a, C. Roxin, Ο καταλογισμός στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, Απόδοση Α. Χαραλαμπάκη, 1985. 10 Από την ελληνική θεωρία, βλ. Γ. Τριανταφύλλου, Η αυτοδιακινδύνευση του θύματος στα εγκλήματα της ανθρωποκτονίας και της σωματικής βλάβης από αμέλεια, 1999, σελ. 3 επ., Κ. Βαθιώτη, Απαγόρευση αναδρομής και αντικειμενικός καταλογισμός, 1999, σελ.189 επ., του ιδίου, Στοιχεία Ποινικού Δικαίου, Γενικό Μέρος, 2007,σελ. 123 επ., του ιδίου, Εμβάθυνση σε ειδικά ζητήματα Ποινικού Δικαίου, σελ. 47 επ., Α. Αναγνωστόπουλο, Η αυτοδιακινδύνευση, 2008, σελ. 3 επ., πρβλ. και Ν. Ανδρουλάκη, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος,2000,σελ.344-345, Χ. Μυλωνόπουλο, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Ι, 2007,σελ.210. 10

να μένει ατιμώρητος. Κρινόμενη ωσαύτως, η αυτοδιακινδύνευση αποτελεί κριτήριο επιμερισμού και περιστολής της ποινικής ευθύνης και, εξεταζόμενη υπό το πρίσμα του αντικειμενικού καταλογισμού, οδηγεί σε διαχωρισμό των πεδίων ευθύνης για την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος. Στη θεωρία γίνεται εννοιολογική διάκριση της αυτοδιακινδύνευσης σε «περιγραφική» και «κανονιστική» 11. Με τον όρο «περιγραφική» αυτοδιακινδύνευση νοείται ένα μονοπρόσωπο φαινόμενο, στο οποίο ο φορέας του εννόμου αγαθού βρίσκεται μόνος αντιμέτωπος με ορισμένο αποτέλεσμα, ενώ η «κανονιστική» προϋποθέτει πάντα την ύπαρξη δύο προσώπων, δηλαδή του φορέα του εννόμου αγαθού και ενός τρίτου, του συμμετόχου στην αυτοδιακινδύνευση, ως προς τον οποίο διαπιστώνεται η έλλειψη ποινικής ευθύνης. Εννοιολογικά συνεπέστερος ως προς το μονοπρόσωπο του φαινομένου είναι ο προσδιορισμός της αυτοδιακινδύνευσης ως ηθελημένης 12 -ιδία βουλήσει, ενώ ως προς την σύμπραξη τρίτων κρίνεται σκόπιμη όπως θα αναλυθεί παρακάτω- η διάκριση αφενός μεν σε (μη αξιόποινη) συμμετοχή σε αυτοδιακινδύνευση του θύματος, αφετέρου δε σε ετεροδιακινδύνευση με την συγκατάθεση του θύματος 13, η οποία υπό ορισμένες προϋποθέσεις μπορεί να 11 Στη διάκριση αυτή προβαίνει ο Γ. Τριανταφύλλου, Η αυτοδιακινδύνευση του θύματος στα εγκλήματα της ανθρωποκτονίας και της σωματικής βλάβης από αμέλεια, 1999, σελ. 3 επ., μεταφέροντάς την από την γερμανική θεωρία. Σύμφωνος και ο Α. Αναγνωστόπουλος, Η αυτοδιακινδύνευση, Προσφορά Τιμής στην Ά. Ψαρούδα- Μπενάκη, 2008, σελ. 4. 12 Βλ. την Απόφαση του Βαυαρικού Ακυρωτικού της 14.2.97, ΠοινΧρον 1998.86, με παρατηρήσεις Κ. Βαθιώτη. 13 Για την εν λόγω διάκριση που προτάθηκε από μερίδα της γερμανικής επιστήμης, βλ. Κ. Βαθιώτη, Απαγόρευση αναδρομής και αντικειμενικός καταλογισμός, 1999, σελ. 199 επ., του ιδίου, Στοιχεία Ποινικού Δικαίου, Γενικό Μέρος,2007, σελ. 125, του ιδίου, Εμβάθυνση σε Ειδικά Ζητήματα Ποινικού Δικαίου,2014, σελ. 12 επ., του ιδίου, Παρατηρήσεις υπό την Απόφαση Βαυαρικού Ακυρωτικού ( BayObLG ) της 14.2.97-StRR 4/97, NStZ 1997, σελ.341, ΠοινΧρον ΜΗ /1998. 86, Γ. Τριανταφύλλου, Η αυτοδιακινδύνευση του θύματος στα εγκλήματα της ανθρωποκτονίας και της σωματικής βλάβης από αμέλεια, 1999, σελ. 11

εξομοιωθεί με την πρώτη. Η συμμετοχή σε αυτοδιακινδύνευση γίνεται δεκτή στις περιπτώσεις που το ίδιο το θύμα ενεργεί την επικίνδυνη και βλαπτική για τα έννομα αγαθά του πράξη ή εισέρχεται με δική του βούληση στο πεδίο ενός ήδη υπάρχοντος κινδύνου, ενώ ετεροδιακινδύνευση με την συγκατάθεση του θύματος υφίσταται όταν την επικίνδυνη πράξη τελεί τρίτο πρόσωπο, ενώ το θύμα έχει συγκατατεθεί στην έκθεσή του στον κίνδυνο. Εξίσου σημαντική είναι η εννοιολογική διάκριση της αυτοδιακινδύνευσης από την «όμορη» έννοια της αυτοπροσβολής, η οποία γίνεται από την θεωρία με βάση ένα υποκειμενικό κριτήριο 14. Η αυτοπροσβολή 15 ή αυτοβλάβη είναι συνυφασμένη με τα ατομικά έννομα αγαθά και κυρίως με τα έννομα αγαθά της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας, καθώς ως προς τα υπερατομικά-κρατικά έννομα αγαθά δεν νοείται τοιαύτη και σημαίνει την δράση που προκαλεί βλάβη ενός εννόμου αγαθού 16 από τον ίδιο τον φορέα του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτοπροσβλητικής πράξης αποτελεί η αυτοκτονία, η οποία χαρακτηρίζεται 218 επ., Α. Αναγνωστόπουλου, Η αυτοδιακινδύνευση, 2008, σελ. 29 επ., Α. Τζαννετή, Παρατηρήσεις υπό την Απόφαση Βαυαρικού Ακυρωτικού ( BayObLG) της 15.9.1989, ΠοινΧρον 1990.767. 14 Για το υποκειμενικό κριτήριο, βλ. Γ. Τριανταφύλλου, Η αυτοδιακινδύνευση του θύματος στα εγκλήματα της ανθρωποκτονίας και της σωματικής βλάβης από αμέλεια, 1999, σελ. 7-8. 15 Για την δογματική των αυτοπροσβολών, βλ. Ν. Μπιτζιλέκη, Η συμμετοχική πράξη, Δογματική θεμελίωση του φαινομένου της συμμετοχής και του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της, 1990, σελ. 211, υποσημ. 9, Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Εξωτερική και εσωτερική αμέλεια, 1994,σελ. 76 επ., της ιδίας, Η αντιμετώπιση των αυτοπροσβολών του θύματος στο έγκλημα αμέλειας, Υπερ.1991.288 επ., Λ. Μαργαρίτη, Σωματικές βλάβες, Β Έκδοση, σελ. 79 επ., Α. Παπανεοφύτου, Συναίνεση και προσβολή του εννόμου αγαθού, ΠοινΧρον ΛΔ.881 επ. 16 Βλ. Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [ Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], στο λήμμα «προσβολή». 12

από την επιδίωξη θανάτου εκ μέρους του αυτόχειρα, καθώς και ο αυτοτραυματισμός, υπό την έννοια της επιδίωξης προσβολής της σωματικής ακεραιότητας ή της υγείας. Στο ποινικοδικαιικό μας σύστημα ισχύει η αρχή του ατιμώρητου των αυτοπροσβολών, καθώς η έννομη τάξη ενδιαφέρεται για την ποινικοποίηση πράξεων προσβολής εννόμων αγαθών από πρόσωπο διαφορετικό από τον ίδιο τον φορέα του (ετεροπροσβολές) 17. Με βάση το υποκειμενικό κριτήριο διάκρισης, στις αυτοπροσβολές το θύμα προβλέπει ως αναγκαία συνέπεια της πράξης του την βλάβη του εννόμου αγαθού και την αποδέχεται, δηλαδή η ψυχική του στάση είναι αντίστοιχη του άμεσου δόλου β βαθμού. Ως αυτοπροσβολές εκλαμβάνονται σχεδόν ομόφωνα 18 από την θεωρία οι περιπτώσεις «άμεσου δόλου» του θύματος ως προς το εις βάρος του αποτέλεσμα, δηλαδή οι περιπτώσεις επιδίωξης και αποδοχής ως αναγκαίου του βλαπτικού αποτελέσματος. Εξετάζοντας συγκριτικά τις δύο έννοιες ( αυτοπροσβολήαυτοδιακινδύνευση), διαπιστώνουμε ότι ενώ η ομοιότητά τους βρίσκεται στην ενδοτική διάθεση του φορέα του εννόμου αγαθού ως προς την βλάβη/διακινδύνευσή του, εντούτοις διαφέρουν στο ουσιώδες σημείο ότι στην αυτοπροσβολή υπάρχει βούληση βλάβης- επιδίωξη του βλαπτικού 17 Έτσι Ν. Μπιτζιλέκης, Η συμμετοχική πράξη, 1990, σελ. 209. 18 Βλ. Λ. Μαργαρίτη, Σωματικές βλάβες, β Έκδοση,2000, σελ. 79 επ., Α. Παπανεοφύτου, Συναίνεση και προσβολή του εννόμου αγαθού, ΠοινΧρον ΛΔ.881 επ. Ν. Μπιτζιλέκη, Η συμμετοχική πράξη, 1990, σελ. 209, Αντίθετα, η Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Υπερ.1991.288 επ.,295, αναφερόμενη σε παραδείγματα κυρίως τροχαίων ατυχημάτων, ορίζει ως αυτοπροσβολές τις περιπτώσεις που «οι όροι κινδύνου που οδήγησαν στην προσβολή του εννόμου αγαθού τέθηκαν αποκλειστικά από το θύμα και αντικειμενικά δεν υπάρχουν περιθώρια αποφυγής για το πρόσωπο που συγκρούεται με αυτό». Πρβλ. όμως Κ. Βαθιώτη, Παρατηρήσεις υπό την ΠλημμΆρτας, ΠοινΧρον2001.269, κατά τον οποίο, σύμφωνα με το υποκειμενικό κριτήριο, στις περιπτώσεις των τροχαίων όπου ο πεζός «πετάγεται ξαφνικά» μπροστά στον συννόμως κινούμενο οδηγό δεν επιδιώκει ή δεν αποδέχεται την ως αναγκαία προβλεφθείσα συνέπεια της πράξεώς του, είναι προτιμότερο να προκρίνεται έναντι του όρου «αυτοπροσβολή» εκείνος της «αυτοδιακινδύνευσης». 13

αποτελέσματος, ενώ στην αυτοδιακινδύνευση εκείνο που προέχει είναι η αυτόνομη απόφαση του φορέα για θέση σε κίνδυνο του εννόμου αγαθού του 19. Έτσι, για την κατάφαση της αυτοδιακινδύνευσης, κύριο ρόλο διαδραματίζει αφενός μεν το έλλογο της απόφασης, δηλαδή η διάθεση του εννόμου αγαθού να γίνεται κατόπιν ελεύθερης και υπεύθυνης απόφασης είτε για την απόκτηση κάποιας ωφέλειας είτε για την αποφυγή κάποιου δυσμενούς αποτελέσματος ή διότι το έννομο αγαθό είναι αδιάφορο για τον φορέα του 20, αφετέρου δε η γνώση του κινδύνου εκ μέρους του θύματος, η συνείδηση του συγκεκριμένου κινδύνου και η σαφής αντίληψη της πιθανότητας προσβολής του εννόμου αγαθού του, προϋποθέσεις όμως οι οποίες δεν τίθενται στην αυτοπροσβολή. Άλλωστε, η διακινδύνευση μπορεί μεν να εμφανίζεται ως κάτι το έλασσον σε σχέση με την βλάβη, εντούτοις αυτό είναι ένα δεδομένο τυπολογικού χαρακτήρα, αξιολογικά όμως ουδέτερο 21. Αυτό συμβαίνει διότι η ένταση της προσβολής, είτε αυτή είναι βλάβη είτε διακινδύνευση, σημασιολογείται αποκλειστικά από το έννομο αγαθό, δεδομένου ότι υπάρχουν βλάβες εννόμων αγαθών αξιολογικά ελάσσονες σε σχέση με διακινδυνεύσεις άλλων εννόμων αγαθών ή ακόμη και ενόψει του ίδιου εννόμου αγαθού, όταν πρόκειται για προσβολές διαφορετικών όψεών του. 19 Συνεπώς, η κατάφαση της αυτονομίας δεν σχετίζεται με την συναισθηματική ή βουλητική σχέση του θύματος με την βλάβη του εννόμου αγαθού, βλ. Γ. Τριανταφύλλου, Η αυτοδιακινδύνευση του θύματος στα εγκλήματα της ανθρωποκτονίας και της σωματικής βλάβης από αμέλεια, 1999, σελ.126. 20 Βλ. Γ. Τριανταφύλλου, Η αυτοδιακινδύνευση του θύματος στα εγκλήματα της ανθρωποκτονίας και της σωματικής βλάβης από αμέλεια, 1999, σελ.125. 21 Έτσι Στ. Παύλου, Η μετεξέλιξη της διακινδυνεύσεως σε βλάβη και τα ανακύπτοντα ζητήματα συρροής, Οι Ποινικές Επιστήμες στον 21 ο αιώνα, Τιμητικός Τόμος για Δ. Σπινέλλη, Β Τόμος, 2001, σελ.833 επ. και ιδίως 856. 14

Μετά τις ως άνω ορολογικές διευκρινήσεις, το περίγραμμα της παρούσας εργασίας οριοθετείται στον χώρο της δογματικής της αυτοδιακινδύνευσης, υπό την διττή μορφή της, αφενός μεν ως προϊόν έλλογης απόφασης του φορέα του εννόμου αγαθού, αφετέρου δε ως φαινόμενο συμμετοχής τρίτου (- ων) σε αυτήν. 15

ΙII. Το εξ αμελείας έγκλημα Κατά την παραδεδομένη διδασκαλία 22, τα εκ του νόμου συγκείμενα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης της αμέλειας ( άρ. 28 ΠΚ), είναι η επέλευση ενός αποτελέσματος, η αντικειμενική παραβίαση ενός καθήκοντος επιμελείας ( «εξωτερική αμέλεια 23»), η αντικειμενική δυνατότητα πρόβλεψης του αποτελέσματος ( προσφορότητα της πράξης ως προς το αποτέλεσμα), η κατάφαση αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου και η συνάφεια κινδύνου μεταξύ της πλημμελούς συμπεριφοράς και του αποτελέσματος. Όπως γίνεται πλέον δεκτό από την θεωρία, η αμέλεια έχει διττή υπόσταση, όχι μόνον υποκειμενική αλλά και αντικειμενική : αντικειμενικά μεν συνίσταται στο ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την επιμέλεια που απαιτούνταν για να αποφευχθεί το επελθόν αποτέλεσμα, υποκειμενικά δε στο ότι δεν κατέβαλε την σύνεση ή προσοχή που μπορούσε και όφειλε σύμφωνα με τις ατομικές του ιδιότητες να καταβάλει. Μόνο εάν διαπιστωθεί η εξωτερική πλευρά της αμέλειας μπορεί ο εφαρμοστής του δικαίου να ερευνήσει στη συνέχεια εάν ο δράστης φταίει, εάν δηλαδή βάσει των ατομικών του ικανοτήτων μπορούσε να αποφύγει το αποτέλεσμα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρ. 28 ΠΚ. 22 Αντί πολλών, βλ. Χ. Μυλωνόπουλο, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Ι,2007,σελ. 300 επ, Ν. Ανδρουλάκη, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2000, σελ. 292 επ., Θ. Σοφού, ΣυστΕρμΠΚ, αρ. 28 πλαγιάρ.6-7,σελ.358. 23 Η έννοια της εξωτερικής αμέλειας εισήχθη για πρώτη φορά στην Ελλάδα από τον Ν. Ανδρουλάκη, Η εξωτερική αμέλεια, ΠοινΧρον Κ σελ.93=ποινικαί Μελέται,1972,σελ.77 επ., συνάντησε δογματικές αντιρρήσεις από τον Ν. Χωραφά, Ποινικόν Δίκαιον, 1978,σελ.276 και τον Α. Κατσαντώνη, Η αμέλεια εν τω ποινικώ δικαίω,1963,σελ.208, όμως τελικά επικράτησε, βλ. αντί πολλών Γ.Α. Μαγκάκη, Ποινικό Δίκαιο, Διάγραμμα Γενικού Μέρους,1984,σελ.313, Χ. Μυλωνόπουλο, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Ι,2007,σελ. 301, Ι. Μανωλεδάκη, Ποινικό Δίκαιο, Επιτομή Γενικού Μέρους, αρ.1-49 ΠΚ, σελ. 240, Α. Χαραλαμπάκη, Σύνοψη Ποινικού Δικαίου, Γενικό Μέρος, Ι, σελ. 345, Κ. Βαθιώτη, Στοιχεία Ποινικού Δικαίου, Γενικό Μέρος, 2007,σελ.263, Μ. Καιάφα-Γκμπάντι, Εξωτερική και εσωτερική αμέλεια στο ποινικό δίκαιο, 1994, σελ. 5 επ. 16

Το στοιχείο της εξωτερικής επιμέλειας πρέπει, κατά την συστηματική προσέγγιση του εξ αμελείας εγκλήματος, να ερευνάται ως λογικώς πρότερον σε σχέση με το στοιχείο της εσωτερικής αμέλειας και συνεπώς η εξέταση του δεύτερου παρέλκει, εφόσον το πρώτο δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί. Χωρίς παράβαση της εξωτερικής επιμέλειας, δεν νοείται ποινική ευθύνη, καθώς αυτή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την διδασκαλία του αντικειμενικού καταλογισμού και αποτελεί ουσιώδες συστατικό της 24. Η εξωτερικά αμελής συμπεριφορά, όπως εκφράζεται ως αντικειμενική παραβίαση ενός καθήκοντος επιμελείας, παρουσιάζει εγγύτητα προς την έννοια της παράλειψης, με αποτέλεσμα να οδηγεί κυρίως την νομολογία 25 - σε σφάλματα. Είναι αλήθεια ότι στις περισσότερες περιπτώσεις, η αμελής συμπεριφορά ενέχει και μία παράλειψη, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι εξ αυτού του λόγου υπάρχει και μη γνήσιο έγκλημα παράλειψης. Αντίστοιχα, υπάρχουν περιπτώσεις όπου η πλημμελής συμπεριφορά συνίσταται αποκλειστικώς σε μία παράλειψη ( μη ανάληψη επιβεβλημένης ενέργειας ) και όχι σε πλημμελώς διεξαγόμενη ενέργεια. Στις περιπτώσεις αυτές, για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης, απαιτείται η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του αρ. 15 ΠΚ ( π.χ. ο πατέρας Α βλέπει ότι ο πεντάχρονος γιος του σκαρφαλώνει στα κάγκελα του μπαλκονιού και δεν τον εμποδίζει πιστεύοντας ότι δεν θα συμβεί τίποτε, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του τέκνου, ο δάσκαλος Β ακούει τις οιμωγές μαθήτριας που έπεσε κατά την διάρκεια του διαλείμματος και δεν καλεί ιατρική βοήθεια, πιστεύοντας ότι θα της περάσει, με αποτέλεσμα τον θάνατό της από εγκεφαλική αιμορραγία). Η εξωτερική αμέλεια θα πρέπει επιπλέον να συνδέεται αιτιωδώς με το επελθόν εγκληματικό αποτέλεσμα για να μπορεί να καταφαθεί η 24 Βλ. Χ. Μυλωνόπουλο, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Ι, 2007, σελ. 305. 25 Για τον κίνδυνο μετατροπής όλων των εξ αμελείας πράξεων σε εγκλήματα παραλείψεως, βλ. Κ. Βαθιώτη, Παρατηρήσεις υπό την ΑΠ 788/2000 ΠοινΧρον2001.121 επ., Π. Χριστόπουλου, Παρατηρήσεις υπό την ΑΠ 107/2011 ΝοΒ59.1644 επ. 17

αντικειμενική υπόσταση του εξ αμελείας εγκλήματος. Η ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στην εξωτερικά αμελή συμπεριφορά και στο παραχθέν αποτέλεσμα γίνεται κατά την κρατούσα στη θεωρία και στη νομολογία άποψη με την εφαρμογή της θεωρίας του ισοδυνάμου των όρων 26, κατά την οποία «όρος είναι παν περιστατικόν ( επομένως και η ανθρώπινη συμπεριφορά), το οποίον δεν δυνάμεθα εν δεδομένη τινί περιπτώσει να σκεφθώμεν ελλείπον, χωρίς συγχρόνως να απολειφθή και το αποτέλεσμα 27». Η εφαρμογή της εκτιθέμενης αυτής θεωρίας, άγει σε αποτελέσματα ανεπιεική για τον δράστη, ιδίως σε συνάρτηση με τον βαθμό της υπαιτιότητάς του, ανεπιείκεια η οποία παρουσιάζεται εντονότερη στις εξεταζόμενες στην παρούσα περιπτώσεις αυτοδιακινδύνευσης του θύματος, όπου η συμπεριφορά του διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην κατάφαση του εγκληματικού αποτελέσματος, με συνέπεια να διευρύνεται υπέρμετρα η ποινική ευθύνη του δράστη, αφού κατά την conditio sine qua non όλοι οι όροι που συνετέλεσαν στην παραγωγή του αξιόποινου αποτελέσματος θεωρούνται ισοδύναμοι, συνεπώς η «συντρέχουσα αμέλεια/συνυπαιτιότητα 28» του θύματος δεν διακόπτει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της αμελούς πράξης και του αποτελέσματος. Ακολουθώντας την θεωρία του ισοδυνάμου των όρων, άγεται κανείς στην απόδοση ευθύνης από αλλότρια σφάλματα ως προς τον δράστη και συναφώς 26 Για την θεωρία του ισοδυνάμου των όρων, βλ. αντί πολλών Ι. Γιαννίδη, ΣυστΕρμΠΚ, αρ.14, σελ. 157 παρ. 46 επ., Ν. Ανδρουλάκη, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2000,σελ. 199 επ., Χ. Μυλωνόπουλο, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Ι, σελ. 177 επ., Α. Χαραλαμπάκη, Διάγραμμα Ποινικού Δικαίου, Γενικό Μέρος,2003,σελ.135, του ιδίου, Σύνοψη Ποινικού Δικαίου, Γενικό Μέρος Ι, 2010, σελ. 273 επ., Κ. Βαθιώτη, Απαγόρευση Αναδρομής και αντικειμενικός καταλογισμός, 1999, σελ. 13 με κριτική κατ αυτής σελ. 18 επ., του ιδίου, Το Ποινικό Δίκαιο μέσα από 20 προβλήματα εφαρμοσμένης θεωρίας, Γενικό Μέρος, 2005, σελ. 21 επ., του ιδίου, Στοιχεία Ποινικού Δικαίου, Γενικό Μέρος, 2007, σελ. 101 επ.. 27 Βλ. Ν. Χωραφά, Ποινικόν Δίκαιον, Τόμος Α, 1978, σελ.117. 28 Οι όροι «συντρέχουσα αμέλεια/συνυπαιτιότητα» χρησιμοποιούνται συχνότερα από την νομολογία, αποδίδοντας ως επί τω πλείστον την αστικοδικαιϊκή φύση του όρου. 18

στην διεύρυνση του αξιοποίνου, αφού του καταλογίζεται ευθύνη χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η συμπεριφορά του θύματος, το οποίο συνέβαλε αιτιωδώς στην επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος. Για να αντιμετωπισθούν τέτοιου είδους ανεπιεικείς λύσεις, αναπτύχθηκε στη γερμανική επιστήμη και νομολογία η θεωρία του αντικειμενικού καταλογισμού 29, η οποία έχει αποκτήσει σημαντικά ερείσματα στο χώρο του ελληνικού ποινικού δικαίου και υπό την επιρροή ποταμού μελετών- κερδίζει έδαφος στη νομολογία 30. Σύμφωνα με αυτήν, η διαπίστωση του αιτιώδους συνδέσμου, κατ εφαρμογήν του τύπου της conditio sine qua non, αποτελεί απλώς ένα ενδιάμεσο στάδιο για την στοιχειοθέτηση του τυπικού αδίκου. Όταν για την θεμελίωση του αδίκου αυτού, εκτός από την τέλεση της πράξης προσαπαιτείται η επέλευση ενός αποτελέσματος, η τελευταία συγκαθορίζει το 29 Για το δόγμα της θεωρίας του αντικειμενικού καταλογισμού, βλ. C. Roxin, Ο καταλογισμός στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, Απόδ. Α. Χαραλαμπάκη, 1985, Χ. Μυλωνόπουλο, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Ι, 2007, σελ.195 επ., Κ. Βαθιώτη, Απαγόρευση Αναδρομής και αντικειμενικός καταλογισμός, 1999, σελ. 144 επ., του ιδίου, Απάτη και Εκβίαση, Ομοιότητες-Διαφορές-Διασταυρώσεις, 2014, σελ. 45 επ., του ιδίου, Στοιχεία Ποινικού Δικαίου, Γενικό Μέρος,2007, σελ. 113 επ., Χ. Παπαχαραλάμπους, Φυσιοκρατία και Κανονιστικό Πρόταγμα, 2003, σελ. 56 επ., Ι. Γιαννίδη, ΣυστΕρμΠΚ, αρ.14, σελ. 160 επ., πλαγιάρ.54 επ. Αντίθετοι οι Ν. Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Ι, σελ. 224, Α. Κωνσταντινίδης, Ζητήματα αυτοδιακινδύνευσης του θύματος, ΠοινΧρον2000.182 επ. 30 Βλ. ενδεικτικά Εισαγγελικές προτάσεις Χ. Σατλάνη, ΠλημΚω 12/1994 ΠοινΧρον1994.681 επ., ΠλημΚω 24/1996 ΠοινΧρον1996.1496 επ., Γ. Δουβλέκα, ΒουλΝαυτΠειρ 243/1997 Υπερ1998.381, Ν. Μακρή, ΝαυτΠειρ 29/1998 ΠοινΧρον1999.857, ΑΠ 1/2003 ΠοινΧρον2003.972 με παρατηρήσεις Κ. Βαθιώτη=ΠοινΛογ2003.38 με παρατηρήσεις Ι. Μπέκα, ΑΠ 1465/2003 ΠοινΧρον2004.411 με παρατηρήσεις Κ. Βαθιώτη, ΑΠ 1458/2004 ΠοινΧρον2005.614, ΑΠ 1389/2009 ΠοινΧρον2010.472 με παρατηρήσεις Π. Χριστόπουλου, ΑΠ 1782/2011 ΠοινΧρον2012.584 με παρατηρήσεις Α. Αναγνωστόπουλου=ΠοινΔικ2012.1056 με αντίθετες παρατηρήσεις Κ. Βαθιώτη, ΣυμβΠλημΕυρυτ 13/2005 ΠοινΔικ2009.1073 με παρατηρήσεις Μ. Ρηγοπούλου, ΜΟΔΑθ 8/2013 ΠοινΧρον2013.289, ΑΠ 457/2015 ΠοινΔικ2016.261 επ. με παρατηρήσεις Κ. Βαθιώτη, ΤριμΕφΠατρ214/2015, ΠοινΧρον2016.451 με παρατηρήσεις Κ. Βαθιώτη. 19

άξιον κολασμού της πράξεως και άρα πρέπει να εξετάζεται αν το αποτέλεσμα αυτό βρίσκεται σε συγκεκριμένη, στενή σχέση προς την επίμαχη πράξη 31. Η στενή αυτή σχέση αποδίδεται με τους όρους της αντικειμενικώς καταλογιστής συμπεριφοράς. Τέτοια είναι μια συμπεριφορά, όταν στο επελθόν αποτέλεσμα αποτυπώνεται η ειδική επικινδυνότητα της πράξης. Συνακόλουθα, η διαπίστωση του αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στην παράνομη πράξη και στο εγκληματικό αποτέλεσμα είναι ένας οντολογικά αναγκαίος όρος, όχι όμως και ένας κανονιστικά επαρκής όρος για την κατάφαση του κατ αρχήν αδίκου της επίμαχης συμπεριφοράς. Η πρόκληση του εγκληματικού αποτελέσματος δεν ενδιαφέρει αυτή καθ εαυτήν, αλλά μόνον εφόσον είναι ποινικοδικαιικά σημαντική, τουτέστιν όταν αποτελεί μετουσίωση ενός δικαιϊκά αποδοκιμαζόμενου κινδύνου 32. Αυτό θα ισχύει, όταν ο δράστης είναι υπόλογος για ό,τι προκάλεσε με την συμπεριφορά του, οπότε το αποτέλεσμα μπορεί να του χρεωθεί ως «δικό του 31 Αυτή η στενή σχέση είθισται να αξιώνεται μεταξύ του βασικού εγκλήματος και του βαρύτερου αποτελέσματος στα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα τόσο από εκπροσώπους της επιστήμης που δέχονται την θεωρία του αντικειμενικού καταλογισμού, έτσι ο Χ. Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Ι, 2007, σελ. 213, αλλά και από εκείνους που δεν την δέχονται, με κύριο εκπρόσωπό τους τον Ν. Ανδρουλάκη, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2006, σελ. 208-209. Βλ. ειδικότερα Κ. Βαθιώτη, Απάτη και Εκβίαση, Ομοιότητες-Διαφορές-Διασταυρώσεις, 2014, σελ. 45 υποσημ. 174. 32 Για την υλοποίηση του δικαιϊκά ανεπίτρεπτου κινδύνου υπό το πρίσμα του αντικειμενικού καταλογισμού, βλ. Χ. Μυλωνόπουλο, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Ι, 2007, σελ.204, Κ. Βαθιώτη, Απαγόρευση αναδρομής και αντικειμενικός καταλογισμός,1999, σελ. 144 επ., του ιδίου, Στοιχεία Ποινικού Δικαίου, Γενικό Μέρος, 2007, σελ. 114, Ι. Γιαννίδη, ΣυστΕρμΠΚ, αρ. 14, σελ. 162 πλαγιάρ.56, ενώ για την αντιμετώπισή του ως λόγο άρσης του αδίκου, βλ. Γ.Α. Μαγκάκη, Ποινικό Δίκαιο, Διάγραμμα Γενικού Μέρους, Έκδοση Γ, 1984, σελ. 241 επ., Α. Κατσαντώνη, Η συναίνεσις του παθόντος εν τω Ποινικώ Δικαίω, 1957, σελ. 157, Τ. Φιλιππίδη, Η προστασία δεδικαιολογημένων συμφερόντων επί των εγκλημάτων κατά της τιμής, 1965, σελ. 91 επ. 20

έργο» 33. Επομένως, το νόημα της θεωρίας του αντικειμενικού καταλογισμού συνίσταται στην διάκριση της άδικης συμπεριφοράς από την «ατυχία» (casum sentit dominus 34 ). Με την θεωρία αυτή εισάγεται μια πρόσθετη προϋπόθεση για την πλήρωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, χωρίς να καταργείται το υποκειμενικό στοιχείο. Μπορεί να παραλληλιστεί με ένα «αντικειμενικό φίλτρο» που παρεμβάλλεται μεταξύ του αιτιώδους συνδέσμου και του τελικού αδίκου, «περιορίζοντας το αντικείμενο της ποινικοδικαιικής μομφής» 35. Συνεπώς, με την εφαρμογή του αντικειμενικού καταλογισμού, υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να σταματήσει ο έλεγχος περί του αξιοποίνου της υπό εξέτασιν συμπεριφοράς σε ένα πρώιμο αντικειμενικό στάδιο, σε αυτό του κατ αρχήν αδίκου. Ακόμη και αν η εν λόγω συμπεριφορά δεν «μπλοκαρισθεί» από το φίλτρο της θεωρίας αυτής, θα απομένει ο έλεγχός της κατά τα λοιπά στάδια τελικού αδίκου και καταλογισμού σε ενοχή. 33 Η σκέψη αυτή, η οποία αποτελεί τον πυρήνα της θεωρίας του αντικειμενικού καταλογισμού (ανάγεται δε στον Hegel, Grundlinien der Philosophie des Rechts, 1821, 113 κ.ε.,117, κατά παραπομπή Κ. Βαθιώτη, Απάτη και Εκβίαση, Ομοιότητες-Διαφορές-Διασταυρώσεις, 2014, σελ. 46 υποσημ. 177), θα μπορούσε να μας απασχολήσει και εκτός Ποινικού Δικαίου, οσάκις θέλουμε να καταλογίσουμε υπέρ ενός προσώπου μια θετική πράξη. 34 Για την προερχομένη εκ του Ρωμαϊκού Δικαίου αρχή της casum sentit dominus, βλ. ενδεικτικά Reinherd Zimmermann, The Law of Obligations, Roman Foundations of the Civilian Tradition, https://books.google.gr/books?id=ifit_nsme7mc&pg=pa154&lpg=pa154&dq=casum+s entit+dominus&source=bl&ots=arxc3qmf0j&sig=udzqlaoginuc_lpnxs2kqmopqtu&h l=el&sa=x&ved=0ahukewiiysdf7ernahxd8rqkhficbzaq6aeivjai#v=onepage&q= casum%20sentit%20dominus&f=false, PJ Thomas, Insurance in Roman Law, http://www.repository.up.ac.za/dspace/bitstream/handle/2263/10565/thomas_insurance(20 09).pdf?sequence=1. 35 Η διατύπωση αυτή ανήκει στον Kindhäuser, RisikoerhöhungundRisikoverringerung,ZStW 120 (2008), σελ.481, κατά παραπομπή Κ. Βαθιώτη, Απάτη και Εκβίαση, Ομοιότητες-Διαφορές-Διασταυρώσεις,2014, σελ. 47 υποσημ. 179. 21

Κατ εφαρμογήν των παραπάνω, μπορεί να υφίσταται η αιτιότητα ανάμεσα στην πράξη ενός ανθρώπου και στο επελθόν αποτέλεσμα, χωρίς όμως να μπορεί να γίνει λόγος και για ένα αντικειμενικώς καταλογιστό αποτέλεσμα. Έτσι, το αποτέλεσμα μιας ανθρώπινης πράξης μπορεί να καταλογισθεί αντικειμενικά στο πρόσωπο του δράστη, μόνο όταν από την πράξη αυτή δημιουργήθηκε ένας δικαιικά αποδοκιμαζόμενος κίνδυνος για το προστατευόμενο έννομο αγαθό, ο οποίος μετουσιώθηκε στο επελθόν εγκληματικό αποτέλεσμα. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις, δηλαδή η δημιουργία ανεπίτρεπτου κινδύνου και η μετουσίωσή του σε εγκληματικό αποτέλεσμα, πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά για να καθορισθεί η απόδοση ποινικής ευθύνης στον υπαίτιο και αφορούν ιδιαίτερα την εξεταζόμενη στην παρούσα αρχή της ιδίας υπευθυνότητας και συναφώς την αυτοδιακινδύνευση. Η θεωρία του αντικειμενικού καταλογισμού, αποτελώντας την δογματική «υπερκατηγορία 36», εξειδικεύεται μέσω επιμέρους θεωριών ( που ταυτόχρονα αποτελούν και κριτήρια κατάφασής του ), οι κυριότερες εκ των οποίων είναι : α) Η θεωρία της «επίτασης του κινδύνου 37», β ) η θεωρία περί «απαγόρευσης αναδρομής 38», γ ) η θεωρία περί «της αρχής της εμπιστοσύνης 39», δ) η θεωρία του «προστατευτικού σκοπού του κανόνα Δικαίου 40», ε ) η θεωρία περί της «αρχής της ιδίας υπευθυνότητας 41». 36 Ο όρος «υπερκατηγορία» ανήκει στον Frisch, βλ. κατά παραπομπή Κ. Βαθιώτη, Απαγόρευση αναδρομής και αντικειμενικός καταλογισμός, 1999, σελ. 146 υποσημ. 549. 37 Για την θεωρία της επίτασης του κινδύνου ως κριτήριο του αντικειμενικού καταλογισμού, βλ. Χ. Παπαχαραλάμπους, Φυσιοκρατία και Κανονιστικό πρόταγμα, 2003, σελ. 72 επ., Κ. Βαθιώτη, Απαγόρευση αναδρομής και αντικειμενικός καταλογισμός, 1999, σελ. 147 επ., Θ. Σοφού, ΣυστΕρμΠΚ, αρ. 28, σελ. 392 πλαγιάρ.63-65. 38 Για την «απαγόρευση αναδρομής», βλ. την Διδακτορική Διατριβή του Κ. Βαθιώτη, Απαγόρευση αναδρομής και αντικειμενικός καταλογισμός, 1999. 39 Για την αρχή της εμπιστοσύνης, βλ. Κ. Βαθιώτη, Απαγόρευση αναδρομής και αντικειμενικός καταλογισμός, 1999, σελ.160 επ., του ιδίου, Απάτη και Εκβίαση, Ομοιότητες-Διαφορές-Διασταυρώσεις, 2014, σελ. 58 επ., του ιδίου, Σκέψεις για την «αρχή 22

Στην προβληματική της παρούσας εργασίας, εξετάζονται συνοπτικά τρεις από τις ως άνω θεωρίες, που συνέχονται με την προβληματική της αυτοδιακινδύνευσης. της εμπιστοσύνης» στο Ποινικό Δίκαιο, ΠοινΧρον 1997.1219 επ., Θ. Σοφού, ΣυστΕρμΠΚ, αρ. 28, σελ.371 πλαγιάρ.25-26. 40 Για τον προστατευτικό σκοπό του κανόνα δικαίου, βλ. C. Roxin, Ο καταλογισμός στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, Απόδ. Α. Χαραλαμπάκη,1985. 41 Για την αρχή της ιδίας υπευθυνότητας, βλ. Κ. Βαθιώτη, Απαγόρευση αναδρομής και αντικειμενικός καταλογισμός, 1999, σελ.175 επ., Στοιχεία Ποινικού Δικαίου, Γενικό Μέρος, 2007, σελ. 124 επ.. 23

IV. Αυτοδιακινδύνευση και αντικειμενικός καταλογισμός A ) Απαγόρευση αναδρομής [γερμ. Regreßverbot] Ο βασικός προβληματισμός που διέπει την θεωρία περί «απαγoρεύσεως αναδρομής 42» είναι ότι για τον καταλογισμό ποινικής ευθύνης απαγορεύεται να αναδράμουμε στον αρχικό, εξ αμελείας τιθέμενο όρο (causa remota), εφόσον ακολουθεί η εκ προθέσεως ενέργεια ενός ελευθέρως και συνειδητώς δρώντος τρίτου προσώπου (causa proxima). Όπως υποστηρίχθηκε, αυτό προκύπτει από την νομοθετική ρύθμιση της ηθικής αυτουργίας 43 : εφόσον ο νομοθέτης προβλέπει ειδικά το αξιόποινο του ηθικού αυτουργού (και του συνεργού), αυτό σημαίνει ότι κατ αρχήν η εκ προθέσεως παρέμβαση τρίτου προσώπου στην αιτιώδη διαδρομή απαγορεύει την αναδρομή στην ενέργεια του ηθικού αυτουργού (ή του συνεργού), ώστε να του καταλογισθεί ευθύνη για το επελθόν αποτέλεσμα. Εφόσον, λοιπόν, θεσπίσθηκε ρητώς μόνο η επέκταση του αξιοποίνου για τον ηθικό αυτουργό (και τον συνεργό), δεν δικαιολογείται η αναδρομή και σε αυτόν που ενεργεί αμελώς ως ένας αιτιώδης κρίκος που προηγήθηκε του φυσικού (άμεσου) αυτουργού. Έτσι, ο κλασικός τύπος της απαγόρευσης αναδρομής που προκύπτει από τα παραπάνω συνοψίζεται στην εξίσωση: αμελής προγενέστερη συμπεριφορά 42 Την θεωρία περί «απαγόρευσης αναδρομής» ανέδειξε στην Ελλάδα ο Α. Χαραλαμπάκης, Η απαγόρευση αναδρομής ως κριτήριο του αιτιώδους συνδέσμου, ΠοινΧρον1992.15 επ., του ιδίου, Σύνοψη Ποινικού Δικαίου, Γενικό Μέρος Ι, Το έγκλημα, 2010, σελ. 282. Για αναλυτική και κριτική παράθεσή της, βλ. Κ. Βαθιώτη, Απαγόρευση αναδρομής και αντικειμενικός καταλογισμός, 1999. Πρβλ. του ιδίου, Στοιχεία Ποινικού Δικαίου, Γενικό Μέρος, 2007, σελ. 107 επ., του ιδίου, Απάτη και Εκβίαση, Ομοιότητες-Διαφορές- Διασταυρώσεις, 2014, σελ. 56 επ., Χ. Παπαχαραλάμπους, Φυσιοκρατία και Κανονιστικό Πρόταγμα, 2003, σελ. 99, Ι. Γιαννίδη, ΣυστΕρμΠΚ, αρ. 14, πλαγιάρ. 62. 43 Βλ. Κ. Βαθιώτη, Απάτη και Εκβίαση, Ομοιότητες- Διαφορές- Διασταυρώσεις, 2014, σελ.57. 24

+δολία πράξη τρίτου = μη αξιόποινη συμμετοχή σε εκ προθέσεως τελούμενο έγκλημα 44. Η ένταξη της αυτοδιακινδύνευσης στην θεωρία περί «απαγόρευσης αναδρομής» προτάθηκε κατά το πρώτο στάδιο ανάπτυξής της από τους υποστηρικτές του αντικειμενικού καταλογισμού, συνδυαζόμενη με την αρχή της «ιδίας ευθύνης», υπό το εξής σχήμα 45 : όπως ανακύπτει ζήτημα απαγόρευσης αναδρομής όταν παρεμβάλλεται τρίτος, δολίως ενεργών, μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς ενός πρώτου πράττοντος- παραλείποντος και της προσβολής του θύματος, με αποτέλεσμα να μένει ατιμώρητος εκείνος που από αμέλεια συνέβαλε στην επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος, έτσι και στις περιπτώσεις που τρίτος και θύμα ταυτίζονται, εγείρεται το ερώτημα αν η προηγηθείσα αμελής συμπεριφορά θα κριθεί επίσης ατιμώρητη, καθώς και ο προκάτοχος της θεωρίας περί απαγόρευσης αναδρομής, δηλαδή η θεωρία περί διακοπής του αιτιώδους συνδέσμου 46, δεχόταν ότι η συμπεριφορά του ίδιου του παθόντος συνιστά πράξη ικανή να διακόψει τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ προγενέστερης αμελούς συμπεριφοράς και επελθόντος αποτελέσματος. Όπως έχει υποστηριχθεί όμως, ο βασικός τύπος της «απαγόρευσης αναδρομής» πάσχει δογματικά 47, αφού κρίσιμο στοιχείο για να αντιμετωπίσουμε τις περιπτώσεις που προσπαθεί να καλύψει η θεωρία αυτή στο πλαίσιο του αντικειμενικού καταλογισμού δεν είναι το είδος της 44 Πρόκειται για την κλασική εκδοχή του «τύπου του Frank». 45 Βλ. Κ. Βαθιώτη, Παρατηρήσεις υπό την ΑΠ 296/1995 ΠοινΧρον1995.629 επ., του ιδίου, Παρατηρήσεις υπό την ΑΠ 10/1996 ΠοινΧρον1996.1079 επ., του ιδίου, Παρατηρήσεις υπό την ΑΠ 683/1997 ΠοινΧρον1998.167 επ. 46 Για την θεωρία της διακοπής του αιτιώδους συνδέσμου ως πρόδρομο της «απαγόρευσης αναδρομής», βλ. Κ. Βαθιώτη, Απαγόρευση αναδρομής και αντικειμενικός καταλογισμός,1999, σελ. 42 επ. 47 Έτσι ο Κ. Βαθιώτης, Απάτη και Εκβίαση, Ομοιότητες- Διαφορές- Διασταυρώσεις, 2014, σελ. 57. 25

υπαιτιότητας του αρχικού δράστη και του παρένθετου προσώπου (αμέλειαδόλος), αλλά η κρίση περί του ποιος είναι υπόλογος για την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος, ποιος οργανώνεται δηλαδή κατά τρόπον ανεπίτρεπτα επικίνδυνο, ώστε η οργάνωσή του αυτή να αποτελεί τον λόγο για να του καταλογισθεί αντικειμενικά το αποτέλεσμα 48. Ωστόσο, εάν γίνει δεκτή η σύγχρονη εκδοχή της θεωρίας αυτής, βάσει της οποίας απαγόρευση αναδρομής μπορεί να δικαιολογηθεί στους τέσσερεις συνδυασμούς υπαιτιότητας (αμέλεια δόλος / δόλος αμέλεια / αμέλεια αμέλεια /δόλος δόλος), τότε μπορούμε να κάνουμε λόγο για εφαρμογή της θεωρίας της απαγορεύσεως αναδρομής και στο πλαίσιο της αυτοδιακινδύνευσης. Όπως θα καταφανεί όμως παρακάτω, μια τέτοια εφαρμογή, πέρα από την προσθήκη μιας ακόμη τυποποίησης, δεν εισφέρει κάτι ουσιώδες σε σχέση με τον λόγο που απαγορεύεται μια τέτοια αναδρομή στη συμπεριφορά του θύματος, καθώς η αρχή της ιδίας υπευθυνότητας και ο προστατευτικός σκοπός του κανόνα δικαίου μπορούν να εντάξουν ικανοποιητικά την αυτοδιακινδύνευση στη δογματική τους. 48 Βλ. G. Jakobs, Αντικειμενικός καταλογισμός στη συμμετοχή, Παρακολουθηματικότητα και απαγόρευση αναδρομής, ΠοινΧρον 1994. 1329 επ., 1340: «Μια συμπεριφορά είναι παρακολουθηματική, όταν συνιστά λόγο να της καταλογισθεί η εκτέλεση που πραγματοποιείται από άλλον. Το αντίθετο του καταλογισμού λόγω παρακολουθηματικότητας είναι η απαγόρευση αναδρομής». 26

B). Αρχή της ιδίας υπευθυνότητας του θύματος (γερμ. Eigenverantwortlichkeit) B.1) Ελευθερία διάθεσης των εννόμων αγαθών υπό το φως του Συνταγματικού Δικαίου-αρ. 2 1 και αρ. 5 1 Συντ. Ο βασικός πυρήνας της αρχής της ιδίας υπευθυνότητας, που αποτελεί μία από τις διήκουσες αρχές της θεωρίας του αντικειμενικού καταλογισμού 49, είναι ότι ο νόμος απαγορεύει μεν την προσβολή των άλλων ( neminem laedere ), πλην όμως σε ό,τι αφορά το τι επιτρέπεται να κάνει το εκάστοτε πρόσωπο σε βάρος του εαυτού του, ισχύει η συνταγματικώς κατοχυρωμένη ελευθερία του πράττειν κατά το δοκούν. Έχοντας σαφή κατεύθυνση προς τον ιντετερμινισμό 50, η αρχή της ιδίας υπευθυνότητας, προτάσσει την ελευθερία της βουλήσεως έναντι της αρχής της αιτιότητας 51, υπό την άποψη ότι η ανθρώπινη βούληση, που αποφασίζει σε κάθε περίπτωση για διάφορα ζητήματα, ενεργεί βεβαίως με βάση ορισμένα ελατήρια ( εξωτερικά και εσωτερικά ), η τελική όμως απάντηση δίνεται από αυτήν, με βάση τα αίτια, τα οποία αυτή καθιστά τέτοια, δυνάμενη να αφαιρεί από τα ισχυρότερα δύναμη και να δίνει αυτή στα ασθενέστερα ελατήρια. Η κύρια σημασία της ελευθερίας της βουλήσεως συνίσταται στην απαλλαγή του βουλομένου από τον νόμο της αιτίας, η οποία οδηγεί σε δύο αντικρουόμενες θέσεις : η πρώτη αναφέρεται στην αντίληψη ότι ο άνθρωπος βουλόμενος και ενεργών ούτως ή άλλως δεν υπόκειται στην ανάγκη της αιτίας ( αυτεξούσιος ), ενώ η δεύτερη θεωρεί την βούληση ως 49 Δικαίως και ορθώς χαρακτηρίσθηκε ως η «καρδιά της θεωρίας του αντικειμενικού καταλογισμού», βλ. Κ. Βαθιώτη, Παρατηρήσεις υπό την ΑΠ 1782/2011 ΠοινΔικ2012.1058. 50 Για την ελευθερία της βουλήσεως και τα όριά της, βλ. Λ. Κοτσαλή, Ελευθερία της βούλησης, Determinismus-Indeterminismus, Ποινικά 72, 2005. 51 Βλ. σχετικά Δ. Κωτσάκη, Αιτιότης και Ελευθερία της βουλήσεως, Έκδοσις τρίτη, σελ. 82-83. 27

προσδιοριζόμενη κατ ανάγκην από διάφορα ελατήρια, τα οποία δρουν σε αυτήν, με αυστηρή νομοτέλεια ( υπεξούσιος ). Εξεταζόμενη από συνταγματικής πλευράς, το ισχύον Σύνταγμα ( άρ. 2 παρ. 1 και άρ. 5 παρ. 1 Συντ. ) αναγνωρίζει και εγγυάται την ιδιότητα του υποκειμένου δικαίου σε κάθε άνθρωπο αδιακρίτως, με την έννοια ότι έκαστος υπόκειται στους κανόνες δικαίου που θεσπίζονται από τα αρμόδια κρατικά όργανα και γενικά είναι φορέας εννόμων σχέσεων, έχει δηλαδή την γενική ικανότητα δικαίου 52. Ως γενική ικανότητα δικαίου, νοείται η αφορώσα τόσο στις σχέσεις του ιδιωτικού δικαίου όσο και στις σχέσεις του δημοσίου δικαίου και ανήκει εξίσου σε κάθε άνθρωπο, χωρίς διάκριση κοινωνικής καταγωγής ή ιθαγένειας και ανεξάρτητα από το εάν το συγκεκριμένο πρόσωπο είναι σε θέση να κάνει χρήση της ικανότητας αυτής. Οι ίδιες συνταγματικές διατάξεις που αναγνωρίζουν και κατοχυρώνουν την ιδιότητα του υποκειμένου δικαίου σε κάθε άνθρωπο, εγγυώνται παράλληλα και την ικανότητα κάθε φυσικού προσώπου να είναι υποκείμενο συνταγματικών δικαιωμάτων και κυρίως υποκείμενο προσωπικής ελευθερίας, δηλαδή φορέας αφηρημένης δυνατότητας αυτοδιάθεσης και αυτοκαθορισμού, με βάση την οποία μπορεί να αναπτύσσει αυτόνομα και χωρίς κρατικά εμπόδια την προσωπικότητά του 53. Το Σύνταγμα, έχοντας ως βάση ένα αντικειμενικό σύστημα αξιών, που εκφράζει αντίστοιχες αποφάσεις του συντακτικού νομοθέτη, δεν έχει άμεση αντιστοιχία με το σύστημα εννόμων αγαθών που προστατεύει το Ποινικό Δίκαιο, αφού η αξιολογική πλευρά των εννόμων αγαθών που αυτό 52 Βλ. άρ. 2 παρ. 1 του Συντάγματος, όπου προστατεύεται η αξία του ανθρώπου και άρ. 5 παρ. 1 Συντ., το οποίο κατοχυρώνει την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας. 53 Βλ. ειδικότερα Α. Μανιτάκη, Το υποκείμενο των Συνταγματικών δικαιωμάτων, 1981, σελ. 99 επ., Α. Γαζή, Η επίδρασις του Συντάγματος του 1975 επί του ιδιωτικού και επί του Δημοσίου Δικαίου,1976, σελ. 8 επ., Κ. Μαυριά, Σκέψεις πάνω στα δικαιώματα του ανθρώπου κατά το Σύνταγμα του 1975, σε: Πέντε χρόνια εφαρμογής του Συντάγματος του 1975, 1981, σελ. 149 επ. 28

προστατεύει ανταποκρίνεται σε άμεσα τυποποιημένα αντικείμενα ανθρώπινης συμπεριφοράς 54, ενώ το σύστημα αξιολογικών αποφάσεων του συντακτικού νομοθέτη περιλαμβάνει ευρύτερες έννοιες αξιών, οι οποίες δεν αποτελούν σε όλη τους την έκταση αντικείμενα προστασίας των ποινικών διατάξεων 55. Ωστόσο, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την προστατευτική των εννόμων αγαθών λειτουργία του Ποινικού Δικαίου, που επηρεάζεται από το Σύνταγμα, υπό δύο κατευθύνσεις : πρώτα αρνητικά, υπό την έννοια ότι δεν μπορεί το Ποινικό Δίκαιο να προστατεύει αγαθά που είναι αντίθετα προς τις αξιολογικές αποφάσεις του συντακτικού νομοθέτη και δευτερευόντως θετικά, καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις η θέσπιση ποινικών διατάξεων αποτελεί συνταγματική επιταγή. Περαιτέρω, η αναγωγή των υλικών αντικειμένων του εξωτερικού κόσμου είτε ως καθαυτό πραγμάτων είτε ως φυσικών ή κοινωνικών ιδιοτήτων των πραγμάτων 56 σε έννομα αγαθά προϋποθέτει την πρότερη, σε γενικό και αφηρημένο επίπεδο, αξιολόγησή τους από την κοινωνική βούληση που δημιουργεί το θετικό δίκαιο. «Αξιολόγηση 57» είναι η αναγωγή σε αφηρημένο και καθολικό επίπεδο της σημασίας ενός υλικού αντικειμένου ή μιας ιδιότητας ( φυσικής ή κοινωνικής) και το συμφέρον για την διατήρησή τους. Έτσι ορίζεται ως σχέση ανάμεσα στην ανθρώπινη βούληση και στα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου. Η 54 Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Ποινικό Δίκαιο, Γενική Θεωρία,2004, σελ. 719 επ. 55 Βλ. Δ. Σπινέλλη, Το έννομο αγαθό και η σημασία του εις την σύγχρονον διδασκαλίαν του Ποινικού Δικαίου, ΠοινΧρον1971.802 επ.. 56 Για την υλική υπόσταση των εννόμων αγαθών, βλ. αντί άλλων, Ι. Μανωλεδάκη, Το έννομο αγαθό ως βασική έννοια του Ποινικού Δικαίου, 1998, σελ.117 επ., Γ. Συλίκου, Η υλικότητα των εννόμων αγαθών στο Ποινικό Δίκαιο, 1995, σελ. 14 επ.,31 επ., Ν. Δημητράτου, Έννομο αγαθό και διδασκαλία περί εγκλήματος στο Ποινικό Δίκαιο, σειρά Ποινικά, τεύχ. 53. 57 Βλ. Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας, Ακαδημία Αθηνών, στο λήμμα «αξιολόγηση». 29

σχέση αυτή ονομάζεται «αξία». Ωστόσο, η «αξία» των εννόμων αγαθών είναι ιστορικά και νομικά σχετική 58, με συνέπεια την δυνατότητα άρσης της προστασίας ορισμένων εννόμων αγαθών σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όταν λ.χ. ο φορέας τους προσβάλλει άλλα έννομα αγαθά, είτε ατομικά είτε υπερατομικά, στο μέτρο που η πρώτη προσβολή είναι αναγκαία για την απόκρουση της δεύτερης ( π.χ. στην περίπτωση της άμυνας του άρ. 22 ΠΚ ). Περαιτέρω, η αξιολόγηση του εννόμου αγαθού από τον ίδιο τον φορέα του ενδιαφέρει στις υπό εξέταση περιπτώσεις της αυτοδιακινδύνευσης, καθώςαναφερόμενη στη διαθετική βούληση του φορέα- δεν είναι παρά «στάθμιση συμφέροντος» για την διατήρησή του, ενόψει κάποιου άλλου, συγκρουόμενου συμφέροντος ( π.χ. οικονομικού οφέλους). Η συγκεκριμένη κρίση εντοπίζεται στο επίπεδο της ατομικής- εμπειρικής εμφάνισης των εννόμων αγαθών, όπου η σημασιολόγηση φτάνει μέχρι την συγκεκριμένη στάθμιση συμφερόντων και δεν επεκτείνεται στην καθολική εκτίμηση αξιών. Μία μορφή συνηθισμένης στάθμισης συμφερόντων βρίσκεται στην αναγνωριζόμενη στο φορέα του εννόμου αγαθού δυνατότητα να το «διαθέτει» ελεύθερα και κατά βούλησιν 59, λαμβάνοντας έλλογη απόφαση για την διάθεσή του εν γνώσει των κινδύνων που αυτή συνεπάγεται. Είναι όμως πρόδηλο ότι η απεριόριστη κατοχύρωση της ανθρώπινης ελευθερίας θα μπορούσε να καταλήξει στην αυθαιρεσία και την αναρχία 60. Την απαραίτητη αυτή οριοθέτηση επιχειρεί το Σύνταγμα μέσω της τριάδας των περιορισμών του άρ. 5 παρ. 1, δηλαδή μέσω της μη προσβολής των δικαιωμάτων των άλλων, της μη παραβίασης του ίδιου του Συντάγματος και της μη προσβολής των χρηστών ηθών. Η αναφορά στα δικαιώματα των άλλων περιλαμβάνει και όσα δικαιώματα δεν είναι κατοχυρωμένα από το Σύνταγμα αλλά από την κοινή νομοθεσία. Άλλωστε, υπό γενική έννοια, ο 58 Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Ποινικό Δίκαιο, 2004, σελ. 722 επ., Κ. Γαρδίκα, Το Ποινικόν και ιδία το Φονικόν Δίκαιον παρ Ομήρω, 1917,σελ. 260 επ. 59 Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Η σχετικότητα της ποινικής προστασίας, Ποινικά 7, 1980, σελ. 37. 60 Έτσι Κ. Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα,2006, σελ. 178. 30

καθένας θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι με την χρήση των νομίμων δικαιωμάτων του αναπτύσσει την προσωπικότητά του. Ωστόσο, μία τέτοια αναγωγή του συνόλου των δικαιωμάτων σε συνταγματικό επίπεδο δεν μπορεί να γίνει δεκτή, διότι θα αναιρούσε την διάκριση μεταξύ Συντάγματος και κοινού δικαίου και θα περιόριζε ασφυκτικά την άσκηση νομοθετικής αρμοδιότητας της πολιτείας. Ούτως ή άλλως, η μη προσβολή των δικαιωμάτων των άλλων δεν έχει την έννοια ότι δίνεται σε αυτά μία απόλυτη προτεραιότητα, όταν συγκρούονται με το δικαίωμα για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, αντίθετα θα πρέπει να επιχειρηθεί η πρακτική εναρμόνισή τους, με την έννοια ότι καταρχήν θα ικανοποιηθούν τα δικαιώματα των τρίτων, όχι όμως μέχρι το σημείο της οιονεί ισοπέδωσης της προσωπικότητας του υποχρέου. Ειδικότερη έκφανση του άρ. 5 παρ. 1 Συντ. αποτελεί η ελεύθερη διάθεση του εννόμου αγαθού της ζωής. Το έννομο αγαθό της ζωής αποτελεί το ύψιστο ατομικό έννομο αγαθό 61, αλλά και την λογική προϋπόθεση ύπαρξης και προστασίας οποιουδήποτε άλλου εννόμου αγαθού. Η πρωτεύουσα θέση του αποτυπώνεται και στο θετό δίκαιο, αφού ο νομοθέτης στην κατηγορία των ατομικών εννόμων αγαθών προτάσσει το κεφάλαιο περί εγκλημάτων κατά της ζωής ( άρ. 299 επ. ΠΚ). Κατά το ποινικοδικαιικό μας σύστημα, ενώ οι αυτοπροσβολές παραμένουν ατιμώρητες, εξαίρεση 62 τυποποιούν τα άρ. 300 ΠΚ ( ανθρωποκτονία με συναίνεση) και άρ. 301 ΠΚ ( συμμετοχή σε αυτοκτονία 63 ). 61 Βλ. Δ. Κιούπη, Συμμετοχή σε αυτοκτονία ( αρ. 301 ΠΚ ) Ερμηνεία μιας αμφιλεγόμενης διάταξης, Μνήμη Δασκαλόπουλου/Σταμάτη/Μπάκα ΙΙ,1996 σελ.139. 62 Για την ιδιώνυμη ποινική προστασία των άρ. 300 και 301 ΠΚ, βλ. Χ. Παπαχαραλάμπους, Διαθεσιμότητα της ζωής και όψεις της ιδιώνυμης ποινικής της προστασίας κατά τα άρ. 300,301 ΠΚ, σε Μνήμη ΙΙ, Ι. Δασκαλόπουλου- Κ. Σταμάτη- Χ. Μπάκα, Τόμος Α, Μελέτες Ποινικού Δικαίου, 1996, σελ. 329 επ. 63 Ετυμολογικά : «Αυτοκτονία» (Suicide) = η έσχατη πράξη με την οποία κάποιο άτομο με εκούσιο τρόπο γίνεται αιτία θανάτου του». Κατά τον E. Durkheim, «αυτοκτονία είναι κάθε 31