Καρφάκη (2001), σελ , Smits (1997), σελ , Padoa-Schioppa (1994), σελ. 68-

Σχετικά έγγραφα

(β)): ). ο Thomas Wieser.

, , . 6, 7, 8, , . 3,


90/142/EOK , . 1 ) 124, /89 Smits (1997)

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΚ) ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για την καθιέρωση του ευρώ /* COM/96/0499 ΤΕΛΙΚΟ - CNS 96/0250 */

European Monetary System. Θεµέλια του Συστήµατος 1: Ενιαίο νόµισµα, Δοµή δύο ταχυτήτων, Ανεξαρτησία των ΕΣΚΤ και ΕΚΤ, συνοχή µε την ΕΕ

(Υποβλήθηκε από την Επιτροπή στις 18 Οκτωβρίου 1996) ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Τα όργανα της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. για την τροποποίηση του κανονισµού (ΕΚ) αριθ. 974/98 αναφορικά µε την εισαγωγή του ευρώ στην Εσθονία

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 13 Ιουνίου 2016 (OR. en)

(Πράξεις για την ισχύ των οποίων απαιτείται δημοσίευση) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 1466/97 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 15ης Ιανουαρίου 2007

Η Θεωρία της Νομισματικής Ενοποίησης

ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ZHTHMATA ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΙΣΟΤΙΜΙΩΝ ΤΩΝ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Σύσταση για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. Σχετικά με τη σύσταση Εθνικών Συμβουλίων Ανταγωνιστικότητας εντός της ζώνης του ευρώ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. σχετικά με την υιοθέτηση του ευρώ από τη Λιθουανία την 1η Ιανουαρίου 2015

Οι συνθήκες του Μάαστριχτ και του Άμστερνταμ

A8-0219/

(Υποβλήθηκε από την Επιτροπή σύµφωνα µε το άρθρο 189 Α παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ)

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 974/98, αναφορικά με την εισαγωγή του ευρώ στη Λιθουανία

Οι διακυβερνητικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων

Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου σχετικά µε τον οριστικό χαρακτήρα του διακανονισµού και τη σύσταση ασφαλειών

Ευρωπαϊκό Νοµισµατικό Σύστηµα

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ)

Σύσταση για ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

112

Σύσταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. για την κατάργηση της απόφασης 2009/416/ΕΚ σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στην Ιρλανδία

ΙΙ. ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

Σύσταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. για την κατάργηση της απόφασης 2010/401/ΕΕ σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στην Κύπρο

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. σχετικά με την υιοθέτηση του ευρώ από τη Λετονία την 1η Ιανουαρίου 2014

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 974/98 όσον αφορά την εισαγωγή του ευρώ στη Λετονία

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Οι διακυβερνητικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - C(2015) 8000 final.

Άρθρο 117. (πρώην άρθρο 4 της ΣΕΚ)

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Η ΣΗΜΑΣΙΑ. Αθήνα, 22 εκεµβρίου 2013 Hilton αίθουσα Galaxy

Πρόταση Ο ΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 15 Μαΐου 2008 (20.05) (OR. en) 9192/08 ιοργανικός φάκελος: 2008/0096 (CNB) UEM 110 ECOFIN 166

III ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο COM(2016) 297 final.

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 17ης Ιουνίου 2004

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 20 Δεκεμβρίου 2017 (OR. en)

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ηπορεία προς την ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 10ης Οκτωβρίου 2005

Σύσταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. για την κατάργηση της απόφασης 2009/415/ΕΚ σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στην Ελλάδα

Τα σχέδια άρθρων 38 και 39 βασίζονται απευθείας στα συµπεράσµατα της Οµάδας IX.

RESTREINT UE. Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Οι περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζεται η διαδικασία έγκρισης περιγράφεται εξαντλητικά στις Συνθήκες. Κατά βάση είναι οι εξής:

480 ΕΕ L 230, , σελ. 61 επ. 479 ΕΕ L 314, , σελ. 34 επ.

Περιγραφή του ισχύοντος συστήµατος οριοθέτησης αρµοδιοτήτων µεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών µελών

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 6ης Δεκεμβρίου 2010

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (2016/C 202/01)

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 27ης Ιανουαρίου 2006

10083/16 ΤΤ/σα/ΕΠ 1 DGG 1A

EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL A8-0386/2. Τροπολογία. Mercedes Bresso, Elmar Brok, εισηγητές

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

L 351/40 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Σύσταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (MiFID) και οι επιπτώσεις του στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα

LIMITE EL ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 13 Νοεμβρίου 2012 (21.11) (OR. en) 16127/12 Διοργανικός φάκελος: 2012/0076 (NLE) SOC 922 NT 30

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ (*) Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

η µάλλον ευρύτερη αναγνώριση του ενδιαφέροντος που παρουσιάζει η θέσπιση διατάξεων για την ενισχυµένη συνεργασία στον τοµέα της ΚΕΠΠΑ.

Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου. Νοµικό πλαίσιο, σκοποί, αρµοδιότητες και βασικές εργασίες

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ. Άρθρο 310

Το πλαίσιο δημοσιονομικών πολιτικών της ΕΕ

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ: Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ. ΤΟ ΕΝΙΑΙΟ ΝΟΜΙΣΜΑ. Δρ Νικόλαος Λυμούρης

EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL A8-0175/79. Τροπολογία. Simona Bonafè, Elena Gentile, Pervenche Berès εξ ονόματος της Ομάδας S&D

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

JUR.4 EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 20 Μαρτίου 2019 (OR. en) 2018/0900 (COD) PE-CONS 1/19 JUR 15 COUR 2 INST 4 CODEC 46

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Σύσταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. για την κατάργηση της απόφασης 2010/288/ΕΕ σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στην Πορτογαλία

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

Η επιλογή της προσήκουσας νομικής βάσης για το οικογενειακό δίκαιο Μελλοντικές προοπτικές

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. για την κατάρτιση και διαβίβαση στοιχείων για το τριµηνιαίο δηµόσιο χρέος

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3989, 6/5/2005 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 1985 ΜΕΧΡΙ 2005

Ένα νέο πλαίσιο για τις δημοσιονομικές πολιτικές

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 19 Σεπτεμβρίου 2017 (OR. en)

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Σύσταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. για την κατάργηση της απόφασης 2010/283/ΕΕ σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στο Βέλγιο

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. στην. Πρόταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Η ΚΟΙΝΗ ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΟΛ,

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

Transcript:

ΕΝΟΤΗΤΑ Ι: Ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ Α. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ ως βάση του δικαίου της οικονοµικής και νοµισµατικής ένωσης 1. Η πορεία προς την ευρωπαϊκή νοµισµατική ενοποίηση 1.1 Εισαγωγικές παρατηρήσεις Το νοµισµατικό σύστηµα 1 που έχει καθιερωθεί από τον Ιανουάριο του 1999 στην Ευρωπαϊκή Ένωση (στη συνέχεια «η Ένωση») έχει διαµορφωθεί µε βάση τις επιλογές στις οποίες κατέληξαν τα κράτη µέλη της µε την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ, το Φεβρουάριο του 1992. Οι επιλογές αυτές επέφεραν µια ουσιαστική τοµή στις ενδοκοινοτικές νοµισµατικές σχέσεις, καθώς αποφασίστηκε η µετάβαση από ένα καθεστώς (στενότερου ή χαλαρότερου, ανάλογα µε την ιστορική περίοδο) συντονισµού της νοµισµατικής πολιτικής που ασκούσαν αυτόνοµα τα κράτη µέλη µέσω των εθνικών κεντρικών τραπεζών τους στο καθεστώς µιας ενιαίας νοµισµατικής πολιτικής, η οποία ασκείται σε υπερεθνικό επίπεδο µε τη δηµιουργία της ευρωπαϊκής νοµισµατικής ένωσης. 2 Ως νοµισµατική πολιτική νοείται το σύνολο των µέτρων που λαµβάνει µια κεντρική τράπεζα για τον επηρεασµό της προσφοράς χρήµατος και, µέσω αυτής, ορισµένες οικονοµικές µεταβλητές (όπως, π.χ., τα επιτόκια δανεισµού των εµπορικών τραπεζών), µε στόχο την επίτευξη συγκεκριµένων στόχων οικονοµικής πολιτικής, κυρίως δε (µολονότι, όµως, όχι σε όλες τις περιπτώσεις αποκλειστικά) τη διασφάλιση της σταθερότητας του επιπέδου των τιµών στην οικονοµία. 3 1 Ως νοµισµατικό σύστηµα ορίζεται το σύστηµα µέσω του οποίου µια κεντρική τράπεζα ή άλλη νοµισµατική αρχή εκδίδει τραπεζογραµµάτια µε στόχο την παροχή ρευστότητας στα πιστωτικά ιδρύµατα στο πλαίσιο της άσκησης της νοµισµατικής της πολιτικής. 2 Νοµισµατική ένωση καλείται η σύνδεση δύο ή περισσοτέρων ανεξαρτήτων κρατών σε έναν ενιαίο νοµισµατικό χώρο, υπό συνθήκες πλήρους ελευθερίας στην κίνηση χρήµατος, κεφαλαίων και πληρωµών, µε ελάχιστο περιεχόµενο: τον αµετάκλητο καθορισµό (το «κλείδωµα» όπως συχνά αναφέρεται) των συναλλαγµατικών ισοτιµιών των νοµισµάτων τους, στο πλαίσιο λειτουργίας ενός συστήµατος αµετάκλητα σταθερών συναλλαγµατικών ισοτιµιών, και τη δηµιουργία µιας υπερεθνικής κεντρικής τράπεζας, αρµόδιας για τη χάραξη και εφαρµογή µιας ενιαίας νοµισµατικής (και συναλλαγµατικής) πολιτικής στον ενιαίο νοµισµατικό χώρο. Για µια επισκόπηση της θεωρίας των νοµισµατικών ενώσεων, µε πλήρη βιβλιογραφική τεκµηρίωση, βλέπε Γιαννακόπουλο - ηµόπουλο (2001). 3 Βλέπε αναλυτικά, αντί άλλων, Mishkin (2007), και Rossi (2008), σελ. 217-300. 15

Παράλληλα, ως κορύφωση της διαδικασίας νοµισµατικής ενοποίησης τα κράτη µέλη αποφάσισαν: να απεµπολήσουν τη νοµισµατική τους κυριαρχία, 4 προχωρώντας στην αντικατάσταση των εθνικών τους νοµισµάτων από ένα ενιαίο ευρωπαϊκό νόµισµα, 5 το ευρώ, και να εκχωρήσουν σε ένα νέο ευρωπαϊκό θεσµικό µόρφωµα, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το προνόµιο να έχει απόλυτο έλεγχο στην έκδοση του εν λόγω νοµίσµατος. Η πορεία προς την ευρωπαϊκή νοµισµατική ενοποίηση χαρακτηρίζεται από αρκετές προσπάθειες µέχρι την επίτευξη του τελικού στόχου, δεκαετίες µετά την ίδρυση των (τότε) Ευρωπαϊκών Οικονοµικών Κοινοτήτων, µε τη θέση σε ισχύ των διατάξεων της Συνθήκης του Μάαστριχτ και την επιτυχή ολοκλήρωση του χρονοδιαγράµµατος που τέθηκε σε αυτήν. 6 Οι διατάξεις της Συνθήκης αυτής µπορούν να αξιολογηθούν ως το επιστέγασµα των θεσµικών πρωτοβουλιών που είχαν αναληφθεί, ώστε να καταστεί δυνατή η διαµόρφωση ενός ενιαίου νοµισµατικού χώρου και να εκλείψουν οι αρνητικές παρενέργειες της συνύπαρξης σε µια ενιαία αγορά περισσοτέρων εθνικών νοµισµάτων µε συναλλαγµατικό κίνδυνο για τους συναλλασσοµένους. 7 Οι σηµαντικότεροι σταθµοί σε αυτή την πορεία ήταν δύο: η δηµιουργία του µηχανισµού του «ευρωπαϊκού νοµισµατικού φιδιού» το Μάρτιο του 1971, 8 και στη συνέχεια, η θέση σε λειτουργία, το Μάρτιο του 1979, του Ευρωπαϊκού Νοµισµατικού Συστήµατος (στο εξής «το ΕΝΣ»), το οποίο λειτούργησε µέχρι την 31η εκεµβρίου 1998, την προηγουµένη δηλαδή της εισαγωγής του ευρώ ως ενιαίου νοµίσµατος. 9 4 Για την έννοια της νοµισµατικής κυριαρχίας των κρατών, βλέπε Mann (1986), σελ. 465 επ. 5 Σε µια νοµισµατική ένωση δυνατή είναι η καθιέρωση ενός κοινού νοµίσµατος το οποίο, µετά τον αµετάκλητο καθορισµό των συναλλαγµατικών ισοτιµιών, να κυκλοφορεί παράλληλα προς τα εθνικά νοµίσµατα των συµµετεχόντων κρατών. Η ολοκλήρωση, όµως, της διαδικασίας της νοµισµατικής ενοποίησης προϋποθέτει επιπλέον: την εισαγωγή ενός ενιαίου νοµίσµατος σε όλη την έκταση του νοµισµατικού χώρου µε λογιστική και φυσική µορφή (κέρµατα και τραπεζογραµµάτια), και την (ταυτόχρονη ή σταδιακή) απόσυρση από την κυκλοφορία των τραπεζογραµµατίων και κερµάτων στις εθνικές νοµισµατικές µονάδες των κρατών που συµµετέχουν στην ένωση. 6 Αναφορικά µε την οικονοµική και πολιτική σκοπιµότητα της δηµιουργίας της (οικονοµικής και) νοµισµατικής ένωσης κατά την εν λόγω περίοδο, βλέπε, αντί άλλων, Στεφάνου (1999), σελ. 84-91. 7 Ανεξάρτητα, πάντως, από αυτήν την παρατήρηση, η ευρωπαϊκή νοµισµατική ένωση δεν συνιστά «άριστο νοµισµατικό χώρο». Βλέπε σχετικά Mongelli (2002). 8 Για τη λειτουργία και τα προβλήµατα του εν λόγω µηχανισµού, βλέπε, αντί άλλων, Τσούκαλη (1993), σελ. 236-239, Smits (1997), σελ. 17-18, και Καρφάκη (2001), σελ. 424-426. 9 Για τις νοµικές βάσεις, τη λειτουργία, τα προβλήµατα και τη συµβολή του ΕΝΣ στη διασφάλιση (σχετικής) νοµισµατικής σταθερότητας στην Κοινότητα, βλέπε, αντί άλλων, Καρφάκη (2001), σελ. 427-434, Smits (1997), σελ. 20-26, Padoa-Schioppa (1994), σελ. 68-85, και Χαραλαµπίδη (1992). 16

Επισηµαίνεται ότι οι συναλλαγµατικές ισοτιµίες των νοµισµάτων των κρατών µελών ήταν µέχρι το 1971 σταθερές, λόγω της συµµετοχής των κρατών µελών στο διεθνές σύστηµα σταθερών (αλλά προσαρµοζόµενων) συναλλαγµατικών ισοτιµιών, το οποίο λειτουργούσε στο πλαίσιο του ιεθνούς Νοµισµατικού Ταµείου, γνωστό και ως «σύστηµα του Bretton Woods». 10 Η συναλλαγµατική αστάθεια που ξεκίνησε από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, µε την ουσιαστική παύση της µετατροπής του δολαρίου των ΗΠΑ σε χρυσό, την κατάργηση του συστήµατος του Bretton Woods και τη µετάβαση στο διεθνές σύστηµα ελεύθερα κυµαινοµένων συναλλαγµατικών ισοτιµιών, το οποίο ισχύει µέχρι σήµερα, κατέστησαν αναγκαία την ενεργοποίηση µηχανισµών για την προώθηση της νοµισµατικής συνεργασίας µεταξύ των κρατών µελών. Αυτό οδήγησε στη δηµιουργία ενός µηχανισµού ελεγχόµενα κυµαινοµένων ισοτιµιών, του «ευρωπαϊκού νοµισµατικού φιδιού» και, στη συνέχεια, του µηχανισµού συναλλαγµατικών ισοτιµιών που ήταν βασικό συστατικό στοιχείο του ΕΝΣ. 1.2 Η έκθεση της Επιτροπής Delors 1.2.1 Οι προτάσεις της έκθεσης Η θεσµική πρωτοβουλία που λειτούργησε ως καταλύτης για την προώθηση των ενεργειών αναφορικά µε την ευρωπαϊκή νοµισµατική ενοποίηση υπήρξε αναµφίβολα η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1987, µε την οποία επήλθε η πρώτη µείζονος σηµασίας τροποποίηση στην αρχική Συνθήκη της Ρώµης του 1957. 11 Με την τροποποίηση αυτή τέθηκαν οι βάσεις για την επίτευξη της αρνητικής και θετικής µικρο-οικονοµικής ολοκλήρωσης στην Κοινότητα, µε τη δηµιουργία µιας ενιαίας αγοράς από την 1η Ιανουαρίου 1993. 12 Η εξέλιξη αυτή κατέστησε προφανές ότι η διατήρηση σε ισχύ ενός πολύ-νοµισµατικού συστήµατος αποτελούσε σοβαρή τροχοπέδη για την πλήρη αξιοποίηση των θετικών επιπτώσεων από τη λειτουργία της ενιαίας αγοράς, ιδιαίτερα δε στο χρηµατοπιστωτικό τοµέα. Επισηµαίνεται σχετικά ότι οι διαδικασίες της χρηµατοπιστωτικής ολοκλήρωσης και της νοµισµατικής ενοποίησης χαρακτηρίζονται από σηµαντικό βαθµό συσχέτισης, καθώς η προώθηση της κάθε µιας επιδρά θετικά στην αποτελεσµατική λειτουργία της άλλης, µε αποτέλεσµα να διαµορφώνονται θετικοί ανατροφοδοτικοί µηχανισµοί: 10 Βλέπε σχετικά Hooke (1981), Eichengreen (1994), σελ. 50-54, Lowenfeld (2003), σελ. 524-528, Lastra (2006), σελ. 355-364, και Γκόρτσο (2006). 11 Βλέπε σχετικά Padoa-Schioppa (1994), σελ. 107-116. 12 Η εγκαθίδρυση της ενιαίας αγοράς εντάσσεται στην προοπτική της µικρο-οικονοµικής ολοκλήρωσης. Ως «µικρο-οικονοµική ολοκλήρωση» νοείται η συσσωµάτωση των αγορών (για την παροχή αγαθών και υπηρεσιών, καθώς και την προσφορά συντελεστών παραγωγής) των κρατών που συµµετέχουν στη διαδικασία της ολοκλήρωσης στο πλαίσιο της λειτουργίας ενός ενιαίου οικονοµικού χώρου. Αντίθετα, η νοµισµατική ένωση αποτελεί πολιτική στο πλαίσιο της µακρο-οικονοµικής ολοκλήρωσης. Ως «µακρο-οικονοµική ολοκλήρωση» νοείται η εναρµόνιση-ενοποίηση των όρων άσκησης των µακροοικονοµικών πολιτικών των συµµετεχόντων κρατών, µε στόχο τη διαµόρφωση ενιαίων µακροοικονοµικών πολιτικών. Βλέπε σχετικά, αντί άλλων, Στεφάνου (2006), σελ. 199-200. 17

η ευρωπαϊκή νοµισµατική ενοποίηση δεν θα ήταν δυνατόν να έχει επιτευχθεί αν δεν είχε προηγηθεί η απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων, µια από τις αναγκαίες προϋποθέσεις για τη θεµελίωση του ενιαίου χρηµατοπιστωτικού χώρου, ενώ αντίστοιχα, η ευρωπαϊκή νοµισµατική ενοποίηση έχει αποτελέσει ουσιαστικό παράγοντα για την περαιτέρω ενίσχυση της διαδικασίας της ευρωπαϊκής χρηµατοπιστωτικής ολοκλήρωσης. Το 1989, λοιπόν, συστάθηκε Επιτροπή εµπειρογνωµόνων υπό την προεδρία του (τότε) Προέδρου της Επιτροπής Jacques Delors (γνωστή και ως «Επιτροπή Delors»), µε εντολή να προβεί σε µια συστηµατική καταγραφή των προϋποθέσεων που έπρεπε να συντρέξουν, ώστε να καταστεί δυνατή η δηµιουργία της ευρωπαϊκής νοµισµατικής ένωσης. 13 Ανταποκρινόµενη στην αποστολή της, η εν λόγω επιτροπή υπέβαλε σχετική έκθεση, οι προτάσεις της οποίας προέβλεπαν τέσσερις (4) άξονες πολιτικής: 14 τον αµετάκλητο καθορισµό των συναλλαγµατικών ισοτιµιών των νοµισµάτων των κρατών µελών που θα πληρούν συγκεκριµένα κριτήρια οικονοµικής και νοµικής σύγκλισης, την εφαρµογή µιας ενιαίας νοµισµατικής και µιας ενιαίας συναλλαγµατικής πολιτικής, πρωταρχικός στόχος των οποίων να είναι η διατήρηση της σταθερότητας του επιπέδου των τιµών στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (στη συνέχεια «η Κοινότητα»), την ίδρυση και λειτουργία ενός υπερεθνικού κοινοτικού φορέα µε βασικό καθήκον τη χάραξη και εφαρµογή αυτής της ενιαίας νοµισµατικής και συναλλαγµατικής πολιτικής, και την καθιέρωση ενός ενιαίου νοµίσµατος, το οποίο να τεθεί σε κυκλοφορία µε τη µορφή κερµάτων και τραπεζογραµµατίων σε ένα µεταγενέστερο χρονικό σηµείο µετά την έναρξη της νοµισµατικής ένωσης, µόλις αυτό καταστεί πρακτικά δυνατό. 1.2.2 Η πολιτική υιοθέτηση των προτάσεων της έκθεσης Οι προτάσεις της Επιτροπής Delors έγιναν ευρέως αποδεκτές από τα περισσότερα κράτη µέλη. 15 Ως αποτέλεσµα, άρχισε η επεξεργασία τροποποίησης της Συνθήκης της Ρώµης, δεδοµένου ότι αυτή, όπως ίσχυε ακόµα και µετά την ενσωµάτωση των διατάξεων της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης, δεν αποτελούσε επαρκή νοµική βάση για τη λειτουργία µιας νοµισµατικής ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη µέλη κλήθηκαν να αποφασίσουν για τη δοµή και διάρθρωση της νοµισµατικής ένωσης, και ειδικότερα αναφορικά, κυρίως, µε τα ακόλουθα έξι (6) βασικά θέµατα: 13 Είχε προηγηθεί βέβαια, το 1971, η έκθεση της Επιτροπής Werner, οι συνθήκες, όµως, εκείνης της εποχής δεν ήταν κατάλληλες για την υλοποίηση της ιδέας της ευρωπαϊκής νοµισµατικής ενοποίησης. Για την εν λόγω έκθεση, βλέπε, αντί άλλων, Smits (1997), σελ. 15-17, και Τσούκαλη (1993), σελ. 231-236. 14 Για µια αξιολόγηση των προτάσεων της Επιτροπής Delors, βλέπε Smits (1997), σελ. 38-40, και Padoa-Schioppa (1994), σελ. 137-149. 15 Εξαίρεση αποτέλεσαν το Ηνωµένο Βασίλειο και η ανία, κράτη µέλη που διασφάλισαν, τελικά, µέσω Πρωτοκόλλων, δικαίωµα αυτοεξαίρεσης από τη συµµετοχή τους στη νοµισµατική ένωση. Βλέπε σχετικά κατωτέρω την ενότητα Χ της µελέτης, υπό. 18

(i) (ii) τη δοµή του «συστήµατος νοµισµατικής διαχείρισης», δηλαδή αν θα υπάρχει µία µόνον υπερεθνική, ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα, ή αν παράλληλα µε αυτήν θα συνεχίσουν να λειτουργούν (και πώς) οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών µελών, τους στόχους και τα καθήκοντα που θα ανατεθούν στην ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα και, σε περίπτωση ενός οµοσπονδιακού συστήµατος, στο ευρωπαϊκό σύστηµα κεντρικών τραπεζών, (iii) την έκταση των κανονιστικών και των κυρωτικών εξουσιών της ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας, (iv) τα όργανα της ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας, καθώς και τη σύνθεση και τις αρµοδιότητές τους, (v) την έκταση της ανεξαρτησίας, της λογοδοσίας και της διαφάνειας στη λειτουργία της ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας, τη µορφή της εταιρικής της διακυβέρνησης, καθώς και την εν γένει ένταξή της στο υφιστάµενο θεσµικό σύστηµα της Ένωσης, και (vi) την ακριβή διαδικασία υιοθέτησης του ενιαίου νοµίσµατος, λαµβανοµένου υπόψη του γεγονότος ότι οι βασικές πολιτικές αποφάσεις, σύµφωνα µε τα µόλις προαναφερθέντα κατά την επισκόπηση των πορισµάτων της έκθεσης της Επιτροπής Delors, ήταν η υιοθέτηση ενιαίου και όχι κοινού νοµίσµατος, καθώς και η σταδιακή εισαγωγή του. 1.3 Οι θεµελιώδεις επιλογές της Συνθήκης του Μάαστριχτ Η υλοποίηση των προτάσεων της έκθεσης της Επιτροπής Delors έλαβε χώρα το 1992 µε την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Με την εν λόγω Συνθήκη, τα άρθρα της οποίας αναφορικά µε την οικονοµική και νοµισµατική ένωση εντάχθηκαν στη Συνθήκη περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (στη συνέχεια «η ΣΕΚ»), τα κράτη µέλη αποφάσισαν τη σταδιακή µετάβαση στη νοµισµατική ένωση, η οποία µάλιστα αποφασίστηκε να επιτευχθεί παράλληλα µε την οικονοµική ενοποίηση της Κοινότητας. Κατά συνέπεια, οι δύο πρώτες θεµελιώδεις επιλογές που αποτυπώθηκαν στη Συνθήκη ήταν: η παράλληλη προώθηση των διαδικασιών νοµισµατικής και οικονοµικής ενοποίησης, στην οποία γίνεται αναφορά στη συνέχεια της παρούσας ενότητας της µελέτης (υπό Α 2), και η σταδιακή µετάβαση προς την οικονοµική και νοµισµατική ένωση, θεµατική που θα αναπτυχθεί αναλυτικά κατωτέρω στην ενότητα ΙΙ (υπό Α). Ταυτόχρονα, στη ΣΕΚ αποτυπώθηκαν οι επιλογές των κρατών µελών αναφορικά µε τα προαναφερθέντα έξι (6) βασικά θέµατα σχετικά µε τη δοµή και τη διάρθρωση της νοµισµατικής ένωσης. Οι επιλογές αναφορικά µε τις εν λόγω θεµατικές θα αναπτυχθούν αναλυτικά στις επόµενες ενότητές της παρούσας µελέτης, ανά αντικείµενο. 19

2. Η επιλογή για παράλληλη προώθηση των διαδικασιών νοµισµατικής και οικονοµικής ενοποίησης 2.1 Εισαγωγικές παρατηρήσεις Η απόφαση για τη δηµιουργία µιας νοµισµατικής και ταυτόχρονα οικονοµικής ένωσης βασίστηκε στο επιχείρηµα ότι η διαµόρφωση του ενιαίου νοµισµατικού χώρου, που υπήρξε αναµφισβήτητα το κυρίαρχο αίτηµα πολιτικής, έπρεπε να επιχειρηθεί µόνον αν συνέτρεχαν σωρευτικά δύο προϋποθέσεις: (α) Η πρώτη προϋπόθεση 16 αφορούσε τη διασφάλιση της συµµετοχής στον ενιαίο νοµισµατικό χώρο µόνον εκείνων των κρατών µελών που θα έχουν επιτύχει (εκτός από τη νοµική σύγκλιση σύµφωνα µε όσα προβλέπονταν στη ΣΕΚ) υψηλό βαθµό σύγκλισης ορισµένων βασικών µακροοικονοµικών δεικτών τους, τόσο νοµισµατικών όσο και δηµοσιονοµικών, ώστε η νοµισµατική ένωση να είναι βιώσιµη. 17 Για να πληρωθεί αυτή η πρώτη προϋπόθεση έγινε µάλιστα αποδεκτή η λογική της δηµιουργίας µιας «Κοινότητας δύο ταχυτήτων», λογική η οποία αποτυπώθηκε στη ΣΕΚ µε τη διάκριση που καθιερώθηκε µεταξύ δύο κατηγοριών κρατών µελών: 18 των «κρατών µελών χωρίς παρέκκλιση», τα οποία θα έχουν εκπληρώσει τα προαναφερθέντα κριτήρια σύγκλισης και κατά συνέπεια θα υιοθετήσουν το ενιαίο νόµισµα, και των «κρατών µελών µε παρέκκλιση», εκείνων δηλαδή που δεν θα το έχουν υιοθετήσει, ακριβώς επειδή δεν θα έχουν εκπληρώσει τα εν λόγω κριτήρια. 19 Το ζήτηµα κατά πόσον η σύγκλιση ορισµένων βασικών µακροοικονοµικών δεικτών των κρατών που συµµετέχουν σε µια νοµισµατική ένωση πρέπει να έχει προηγηθεί του αµετάκλητου καθορισµού των συναλλαγµατικών ισοτιµιών των νοµισµάτων τους έχει απασχολήσει έντονα τη θεωρία. Σχετικά έχουν αναπτυχθεί δύο διαµετρικά αντίθετες απόψεις: (i) Σύµφωνα µε µια πρώτη προσέγγιση ( coronation theory ), ο αµετάκλητος καθορισµός των συναλλαγµατικών ισοτιµιών οφείλει να επιχειρηθεί µόνον αν προηγουµένως έχουν επιτευχθεί: σηµαντικός βαθµός (οικονοµικής) σύγκλισης ανάµεσα στα συµµετέχοντα κράτη αναφορικά µε το ρυθµό µεταβολής του γενικού επιπέδου των τιµών, το εξωτερικό χρέος και τη µακροοικονοµική πολιτική, και σηµαντική σύγκλιση του βαθµού ανάπτυξης των κοινωνικών και οικονοµικών θεσµών ανάµεσά τους. 16 Η προϋπόθεση αυτή αποτελεί ταυτόχρονα και τη δικαιολογητική βάση της επιλογής για τη σταδιακή µετάβαση στην οικονοµική και νοµισµατική ένωση. 17 Για τα εν λόγω κριτήρια, βλέπε κατωτέρω την ενότητα ΙΙ της παρούσας µελέτης, υπό Β 2.2.2. 18 ΣΕΚ, άρθρο 122, παρ. 1. 19 Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ιδικό καθεστώς ισχύει για τη ανία και το Ηνωµένο Βασίλειο, τα οποία έχουν καθεστώς (διαφοροποιηµένης πάντως) αυτοεξαίρεσης από τη συµµετοχή στην ΟΝΕ, σύµφωνα µε τις διατάξεις των σχετικών Πρωτοκόλλων που ήταν προσαρτηµένα στην ΣΕΚ και είναι πλέον, µετά τη θέση σε εφαρµογή της Συνθήκης της Λισσαβώνας, προσαρτηµένα στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 20

(ii) Αντίθετα, σύµφωνα µε τη µονεταριστική θεωρία, µια νοµισµατική ένωση µπορεί να λειτουργήσει αποτελεσµατικά ακόµα και αν ο βαθµός απόκλισης της οικονοµικής επίδοσης των συµµετεχόντων κρατών είναι σηµαντικός και δεν υπάρχει ρητός συντονισµός της δηµοσιονοµικής τους πολιτικής. 20 Είναι προφανές ότι η ευρωπαϊκή επιλογή κλίνει προς την πρώτη προσέγγιση, µολονότι η οικονοµική σύγκλιση που επιδιώχθηκε αφορά µόνο ονοµαστικά µεγέθη (και, συνεπώς, δεν πληρούται η δεύτερη προϋπόθεση που θέτει η εν λόγω προσέγγιση). (β) Η δεύτερη προϋπόθεση αφορούσε την καθιέρωση κανόνων µε τους οποίους να διασφαλιστεί ότι, µετά την έναρξη λειτουργίας του ενιαίου νοµισµατικού χώρου, θα υπάρχει επαρκής συντονισµός των οικονοµικών πολιτικών και αυστηρή δηµοσιονοµική πειθαρχία των κρατών µελών (κατ εξοχήν δε εκείνων που θα έχουν υιοθετήσει το ενιαίο νόµισµα), ώστε να µην τίθεται σε διακινδύνευση η οµαλή λειτουργία της νοµισµατικής ένωσης, και η αξία του ενιαίου νοµίσµατος να µπορεί να διατηρείται ισχυρή. Σύµφωνα, λοιπόν, µε τις διατάξεις της ΣΕΚ, παράλληλα προς τη νοµισµατική ένωση και µε στόχο την υποστήριξη της αποτελεσµατικής της λειτουργίας, η δράση των κρατών µελών και της Κοινότητας έπρεπε να κατατείνει ταυτόχρονα και στη δηµιουργία µιας οικονοµικής ένωσης. Η εν λόγω επιλογή αποτυπώθηκε στη θεµελιώδη διάταξη του άρθρου 2 της ΣΕΚ, σύµφωνα µε την οποία η αποστολή της Ευρωπαϊκής Κοινότητας επιτυγχάνεται, µεταξύ άλλων, µε τη δηµιουργία µιας «οικονοµικής και νοµισµατικής ένωσης» (στο εξής «η ΟΝΕ»). 21 2.2 Ορισµός της οικονοµικής και νοµισµατικής ένωσης 2.2.1 Η νοµισµατική ένωση 2.2.1.1 Έννοια και περιεχόµενο Η θεµελίωση της ευρωπαϊκής νοµισµατικής ένωσης βασίστηκε στη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 4 της ΣΕΚ, σύµφωνα µε την οποία: «( ) η δράση (των κρατών µελών και της Κοινότητας) περιλαµβάνει τον αµετάκλητο καθορισµό συναλλαγµατικών ισοτιµιών, γεγονός που θα οδηγήσει στην καθιέρωση ενιαίου νοµίσµατος, του ECU, και τον καθορισµό και την άσκηση ενιαίας νοµισµατικής και συναλλαγµατικής πολιτικής ( )». 22 Η διαδικασία της νοµισµατικής ενοποίησης κατέτεινε, κατά συνέπεια, στην ενίσχυση του συντονισµού της (µέχρι τότε σχετικά αυτόνοµης) νοµισµατικής πολιτικής των κρατών µελών της Κοινότητας 23 µε αντικειµενική επιδίωξη: τον αµετάκλητο καθορισµό των ονοµαστικών συναλλαγµατικών ισοτιµιών ανάµεσα στα εθνικά τους νοµίσµατα, τη θέση σε λειτουργία µηχανισµών κατάλληλων για την άσκηση µιας ενιαίας νοµισµατικής (καθώς και µιας ενιαίας συναλλαγµατικής) πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο, και 20 Βλέπε σχετικά, αντί άλλων, Padoa-Schioppa (1994), σελ 185-189. 21 Βλέπε σχετικά, αντί άλλων, Ukrow (1999). 22 Βλέπε σχετικά, αντί άλλων, Häde (1999), σελ. 293-305. Για µια αναλυτική παρουσίαση της πορείας προς τη δηµιουργία της ΟΝΕ, βλέπε Bini-Smaghi, Padoa-Schioppa, and Papadia (1994), και Issing (2008). 23 Η νοµισµατική πολιτική των κρατών µελών ήταν οριοθετηµένη, κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου, από τη συµµετοχή τους στο µηχανισµό συναλλαγµατικών ισοτιµιών του ευρωπαϊκού νοµισµατικού συστήµατος 21

την καθιέρωση ενός ενιαίου νοµίσµατος, το οποίο να αντικαταστήσει τα εθνικά νοµίσµατα των κρατών µελών που θα πληρούν τα απαραίτητα κριτήρια για την υιοθέτησή του. 2.2.1.2 Η ανάγκη διαµόρφωσης υπερεθνικών δοµών Η λειτουργία µιας νοµισµατικής ένωσης προϋποθέτει τη συνδροµή θεσµικών και λειτουργικών προϋποθέσεων, ώστε να καθίσταται εφικτή η άσκηση ενιαίας νοµισµατικής πολιτικής. Προφανώς, σε έναν ενιαίο νοµισµατικό χώρο δεν είναι δυνατό να υπάρχει επικουρικότητα, δηλαδή µερικώς εθνική νοµισµατική πολιτική. Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο της λειτουργίας της ευρωπαϊκής νοµισµατικής ένωσης υπήρξε επιβεβληµένη η δηµιουργία ενός υπερεθνικού φορέα, αρµόδιου κατ ελάχιστον για τη χάραξη και εφαρµογή αυτής της ενιαίας πολιτικής. Στις νοµισµατικές ενώσεις, η ύπαρξη µιας υπερεθνικής νοµισµατικής αρχής, δηλαδή µιας υπερεθνικής κεντρικής τράπεζας, από την οποία να εκπορεύεται η χάραξη και εφαρµογή µιας ενιαίας νοµισµατικής πολιτικής (κατ ελάχιστον) αποτελεί συστατικό στοιχείο της έννοιάς τους και conditio sine qua non της λειτουργίας τους. 24 Με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ τα κράτη µέλη έλαβαν την πολιτική απόφαση να προχωρήσουν στην ίδρυση αυτού του φορέα, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στην οποία τα κράτη µέλη εκχώρησαν τις αρµοδιότητες των κεντρικών τραπεζών τους αναφορικά µε τη χάραξη και εφαρµογή της νοµισµατικής (και της συναλλαγµατικής 25 ) πολιτικής, ώστε αυτή: να έχει τη δυνατότητα επηρεασµού της νοµισµατικής βάσης και προσδιορισµού της ποσότητας του ενιαίου ευρωπαϊκού νοµίσµατος που θα κυκλοφορεί ως επίσηµο νόµισµα στα κράτη µέλη που θα (πληρούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να) το υιοθετήσουν, 26 µε κυρίαρχο στόχο τη διασφάλιση της σταθερότητας του επιπέδου των τιµών στην Κοινότητα. 27 Μια βασική επιλογή στην οποία κατέληξαν τα κράτη µέλη ήταν η δηµιουργία ενός «οµοσπονδιακού συστήµατος κεντρικών τραπεζών». Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (στο εξής η «ΕΚΤ») συνθέτει, µαζί µε τις εθνικές κεντρικές τράπεζες όλων των κρατών µελών (και όχι µόνον των κρατών µελών που υιοθετούν το ευρώ), το Ευρωπαϊκό Σύστηµα Κεντρικών Τραπεζών (στο εξής το «ΕΣΚΤ»). 28 24 Βλέπε σχετικά Dietta (2007), σελ. 121-127. Για µια συνολική θεώρηση των νοµισµατικών ενώσεων που λειτουργούν ανά την υφήλιο, βλέπε Dietta (2007), σελ. 3-4. 25 Όπως θα αναπτυχθεί αναλυτικά στην ενότητα VΙΙΙ της παρούσας µελέτης (υπό Γ), στην περίπτωση που (όπως σήµερα) η ισοτιµία του ευρώ κυµαίνεται ελεύθερα στις αγορές συναλλάγµατος, το καθήκον χάραξης και εφαρµογής της ενιαίας συναλλαγµατικής πολιτικής ασκείται από το ΕΣΚΤ σε συνεργασία µε το Συµβούλιο (σε σύνθεση Υπουργών των κρατών µελών χωρίς παρέκκλιση, γνωστό ως «ευρωοµάδα» ( Eurogroup )). 26 ΣΕΚ, άρθρο 105, παρ. 2, πρώτο στοιχείο. 27 Ibid, άρθρα 4, παρ. 2, και 105, παρ. 1. 28 Για τη διαφορά που υφίσταται ανάµεσα στην έννοια του όρου «ΕΣΚΤ» και την έννοια του όρου «ευρωσύστηµα», στη σύνθεση του οποίου συµµετέχουν η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών µελών χωρίς παρέκκλιση, βλέπε κατωτέρω την ενότητα VI της παρούσας µελέτης, υπό Α. 22

Κατά συνέπεια, οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών µελών συνέχισαν να υφίστανται, µε περιορισµούς, βέβαια, στους βαθµούς ελευθερίας τους. 29 Στο πλαίσιο αυτό, σύµφωνα µε το άρθρο 8 της ΣΕΚ, τόσο το ΕΣΚΤ όσο και η ΕΚΤ κλήθηκαν να «δρουν µέσα στα όρια των εξουσιών που τους ανατίθενται από τη συνθήκη και το προσαρτηµένο σ αυτήν (Πρωτόκολλο για το) καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ». 30 2.2.2 Η οικονοµική ένωση Η έννοια της οικονοµικής ένωσης ορίστηκε στην παρ. 1 του άρθρου 4 της ΣΕΚ, σύµφωνα µε την οποία: «για τους σκοπούς του άρθρου 2, η δράση των κρατών µελών και της Κοινότητας περιλαµβάνει ( ) τη θέσπιση µιας οικονοµικής πολιτικής που βασίζεται στο στενό συντονισµό των οικονοµικών πολιτικών των κρατών µελών, στην εσωτερική αγορά, καθώς και στον καθορισµό κοινών στόχων». 31 Από τον ορισµό αυτό προκύπτει ότι σε αντίθεση µε τη νοµισµατική ένωση, η οικονοµική πολιτική των κρατών µελών (ή πιο συγκεκριµένα οι λοιπές διαστάσεις της οικονοµικής τους πολιτικής) δεν «κοινοτικοποιήθηκε». Η διαµόρφωση µιας ενιαίας οικονοµικής πολιτικής, κατά το πρότυπο της νοµισµατικής πολιτικής, αν και όταν επιτευχθεί, θα έχει ως συνέπεια ότι τα κράτη δεν θα έχουν πλέον, ουσιαστικά, βαθµούς ελευθερίας στην άσκηση της οικονοµικής τους πολιτικής εν γένει. Άρα, η απόφαση για µια οικονοµική ενοποίηση αυτής της µορφής θα έχει αποτελέσει το αποφασιστικότερο βήµα προς την ευρωπαϊκή πολιτική ολοκλήρωση. Το ζήτηµα αυτό απασχολεί έντονα στην τρέχουσα συγκυρία λόγω της δηµοσιονοµικής κρίσης της ευρωζώνης. 32 Κατά συνέπεια, µε την έναρξη του τρίτου σταδίου της ΟΝΕ κανένα κράτος µέλος, είτε υιοθέτησε το ενιαίο νόµισµα είτε όχι, δεν απώλεσε την αυτονοµία στην άσκηση της δηµοσιονοµικής του πολιτικής. Για τους λόγους, βέβαια, που προαναφέρθηκαν, η αρχή της δηµοσιονοµικής αυτονοµίας περιορίστηκε ουσιωδώς από το θεσµικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία της οικονοµικής ένωσης, το οποίο συντίθεται από τις διατάξεις της ΣΕΚ που αναφέρονταν: στη διαδικασία συντονισµού των οικονοµικών πολιτικών των κρατών µελών (άρθρο 99 της ΣΕΚ), στη διαδικασία της δηµοσιονοµικής πειθαρχίας µέσω της επιβολής στα κράτη µέλη συγκεκριµένων απαγορεύσεων αναφορικά µε τη χρηµατοδότηση των δηµοσίων δαπανών τους (άρθρα 101-103) και της καθιέρωσης µιας διαδικασίας ελέγχου των υπερβολικών δηµοσιονοµικών ελλειµµάτων που ενδέχεται να εµφανίσει η δηµοσιονοµική πολιτική των κρατών µελών (άρθρα 101-104), και 29 Για τη θέση των εθνικών κεντρικών τραπεζών των κρατών µελών χωρίς και µε παρέκκλιση, βλέπε κατωτέρω την ενότητα VI της παρούσας µελέτης, υπό Γ (1 και 2, αντίστοιχα). 30 Βλέπε σχετικά, αντί άλλων, Häde (1999), σελ. 362-363. 31 Η έννοια της εσωτερικής αγοράς οριζόταν στο άρθρο 14 (παρ. 2) της ΣΕΚ, σύµφωνα µε το οποίο: «η εσωτερική αγορά περιλαµβάνει χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα, µέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εµπορευµάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων σύµφωνα µε τις διατάξεις των Συνθηκών». Η δηµιουργία µιας ενιαίας αγοράς, ιδίως σε ό,τι αφορά τον τοµέα των χρηµατοπιστωτικών υπηρεσιών, αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο του εγχειρήµατος για τη νοµισµατική ενοποίηση. Για µια αναλυτική παρουσίαση της θεµατικής της ενιαίας αγοράς, βλέπε Smits (1997) σελ. 37-57, ο οποίος µάλιστα την ανάγει σε τρίτο συστατικό στοιχείο της ΟΝΕ. 32 Βλέπε σχετικά κατωτέρω την ενότητα V της παρούσας µελέτης 23

στα µέτρα ευρωπαϊκής αλληλεγγύης (άρθρο 100). 2.3 Ορισµός του δικαίου της οικονοµικής και νοµισµατικής ένωσης Λαµβάνοντας υπόψη τα προαναφερθέντα υπό 2.2, µπορεί κανείς να οδηγηθεί µονοσήµαντα στον ορισµό του δικαίου της οικονοµικής και νοµισµατικής ένωσης (στη συνέχεια «το δίκαιο της ΟΝΕ»). Ως δίκαιο της ΟΝΕ ορίζεται, λοιπόν, το σύνολο των διατάξεων του ευρωπαϊκού θεσµικού και κανονιστικού πλαισίου που διέπει την ευρωπαϊκή οικονοµική και νοµισµατική ένωση, όπως αυτή µε τη σειρά της ορίζεται στο πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο, όπως εκάστοτε ισχύει µετά τη θέση σε εφαρµογή της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Το δίκαιο της ΟΝΕ αποτελεί έναν από τους κλάδους του ευρωπαϊκού οικονοµικού δικαίου. 33 Οι πηγές του, σε αντίθεση µε άλλους κλάδους του ευρωπαϊκού οικονοµικού δικαίου (όπως, κατ εξοχήν, το ευρωπαϊκό χρηµατοπιστωτικό δίκαιο) συναντώνται: τόσο σε διατάξεις του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου (βλέπε σχετικά αµέσως κατωτέρω, υπό Β), όσο και σε νοµικές πράξεις του παραγώγου ευρωπαϊκού δικαίου (υπό Γ). 33 Για την έννοια και το περιεχόµενο του ευρωπαϊκού οικονοµικού δικαίου, βλέπε, αντί άλλων, Kellerhals (2006) και Schwarze (2007). 24

Β. To πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο ως πηγή του δικαίου της οικονοµικής και νοµισµατικής ένωσης 1. Συνολική θεώρηση Η βασική πηγή του δικαίου της ΟΝΕ είναι το πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο, όπως αυτό εκάστοτε ισχύει µετά τη θέση σε εφαρµογή της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Στο πλαίσιο αυτό επισηµαίνονται τα ακόλουθα: (α) Κατ αρχήν, ορισµένες γενικές διατάξεις για την ΟΝΕ και την ΕΚΤ, σε περιορισµένη πάντως έκταση, περιέχονταν στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση του 1992 (στη συνέχεια «η ΣΕΕ (1992)») και στη συνέχεια, µετά τη θέση σε εφαρµογή της Συνθήκης της Λισσαβώνας, στην ισχύουσα Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (στη συνέχεια «η ΣΕΕ»). Οι συναφείς διατάξεις της ΣΕΕ (1992) και της ΣΕΕ ως πηγών του δικαίου της ΟΝΕ παρουσιάζονται συστηµατικά κατωτέρω στη συνέχεια της παρούσας ενότητας της µελέτης, υπό 2.1 και 2.2, αντίστοιχα. (β) Μέχρι τη θέση σε εφαρµογή της Συνθήκης της Λισσαβώνας, οι βασικές διατάξεις του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου που αφορούν την ΟΝΕ περιέχονταν στη ΣΕΚ. Η ΣΕΚ τροποποιήθηκε εκτενώς και οι συναφείς διατάξεις του δικαίου της ΟΝΕ συναντώνται πλέον στη ΣΛΕΕ. Οι συναφείς διατάξεις της ΣΕΚ (1992) και της ΣΛΕΕ ως πηγών του δικαίου της ΟΝΕ παρουσιάζονται συστηµατικά κατωτέρω στη συνέχεια της παρούσας ενότητας της µελέτης, υπό 3.1 και 3.2, αντίστοιχα. (γ) Πηγή του δικαίου της ΟΝΕ αποτέλεσαν και αποτελούν, επίσης, διάφορα Πρωτόκολλα, τα οποία ήταν προσαρτηµένα στη ΣΕΚ ή σε διάφορες Συνθήκες του 1992, και σήµερα πλέον, µετά τη θέση σε εφαρµογή της Συνθήκης της Λισσαβώνας, είναι προσαρτηµένα στη ΣΕΕ και τη ΣΛΕΕ (στη συνέχεια «οι Συνθήκες»). 34 Μεταξύ αυτών των Πρωτοκόλλων κυρίαρχη θέση είχε και εξακολουθεί να έχει το Πρωτόκολλο «για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήµατος Κεντρικών Τραπεζών και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα». Η δοµή και οι διαδικασίες τροποποίησης του εν λόγω Καταστατικού, όπως αυτό ίσχυε πριν από και όπως αυτό ισχύει µετά τη θέση σε εφαρµογή της Συνθήκης της Λισσαβώνας παρουσιάζονται κατωτέρω στη συνέχεια της παρούσας ενότητας της µελέτης, υπό 4.1 και 4.2, αντίστοιχα. Τα λοιπά Πρωτόκολλα παρουσιάζονται κατωτέρω, υπό 5. 34 Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 311 της ΣΕΚ, τα Πρωτόκολλα που ήταν προσαρτηµένα στη ΣΕΚ αποτελούσαν αναπόσπαστο τµήµα της, και, κατά συνέπεια, οι διατάξεις τους εντάσσονταν στο πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο (βλέπε ενδεικτικά Schmallenbach (1999)). Το ίδιο ισχύει πλέον βάσει του άρθρου 51 της ΣΕΕ (βλέπε ενδεικτικά Booss (2010b)). 25

2. Οι διατάξεις της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση του 1992 και οι επελθούσες τροποποιήσεις µε τη Συνθήκη της Λισσαβώνας 2.1 Οι διατάξεις της ΣΕΕ (1992) Η µοναδική αναφορά της ΣΕΕ (1992) στην ΟΝΕ γινόταν στο άρθρο 2 στο οποίο ετίθεντο οι στόχοι της. Το πρώτο σηµείο του εν λόγω άρθρου όριζε ότι η Ένωση θέτει ως στόχο, µεταξύ άλλων, «να προωθήσει την οικονοµική και κοινωνική πρόοδο και ένα υψηλό επίπεδο απασχόλησης και να επιτύχει ισόρροπη και αειφόρο ανάπτυξη ιδίως ( ) και µε την ίδρυση µιας οικονοµικής και νοµισµατικής ένωσης, η οποία θα περιλάβει, εν καιρώ, ένα ενιαίο νόµισµα ( )». 35 Η εν λόγω Συνθήκη περιείχε, επίσης, µία και µοναδική διάταξη (άρθρο 48, β εδάφιο) που αφορούσε την ΕΚΤ. Σύµφωνα µε αυτήν, κατά τη διαδικασία αναθεώρησης των Συνθηκών, σε περίπτωση «θεσµικών µεταβολών στο νοµισµατικό τοµέα» (συνεπώς, όχι µεταβολών ουσιαστικής απλώς φύσεως) έπρεπε να ζητείται, κατ εξαίρεση, και η γνώµη του ιοικητικού Συµβουλίου της ΕΚΤ. 36 Η διάταξη αυτή ενεργοποιήθηκε το 2003 όταν προστέθηκε στο Καταστατικό το νέο άρθρο 10.6 (βλέπε σχετικά αµέσως κατωτέρω, υπό Β 4.1.2.3). 2.2 Οι διατάξεις της ΣΕΕ Με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας η ΣΕΕ (1992) τροποποιήθηκε εκτενώς, προϊόν δε αυτών των τροποποιήσεων υπήρξε η νέα Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε ό,τι αφορά την ΟΝΕ, η ΣΕΕ περιέχει τις ακόλουθες διατάξεις: (α) Κατ αρχήν, στην παρ. 4 του άρθρου 3 (που αντιστοιχεί στο άρθρο 2 της ΣΕΕ (1992), το οποίο αναφέρεται στους σκοπούς της Ένωσης, ορίζεται ότι «η Ένωση εγκαθιδρύει οικονοµική και νοµισµατική ένωση, της οποίας το νόµισµα είναι το ευρώ». 37 (β) Με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας επήλθε περαιτέρω µια σηµαντικότατη ουσιαστική τοµή στο θεσµικό πλαίσιο της Ένωσης, µε τη ρητή αναγωγή της ΕΚΤ σε θεσµικό όργανό της, σύµφωνα µε το άρθρο 13 της ΣΕΕ. 38 Εντούτοις, επισηµαίνεται ότι όλες οι διατάξεις για τη λειτουργία και τα καθήκοντα της ΕΚΤ, θεµελιώδεις και µη, περιλαµβάνονται στη ΣΛΕΕ και όχι στη ΣΕΕ, σε αντίθεση µε όσα ισχύουν για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο, το Συµβούλιο, την Επιτροπή, και το ικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι θεµελιώδεις διατάξεις περί των οποίων περιέχονται στη ΣΕΕ (άρθρα 14-17 και 19, αντίστοιχα). 39 Στη θεµατική της αναγωγής της ΕΚΤ σε θεσµικό όργανο της Ένωσης θα επανέλθουµε αναλυτικά κατωτέρω στο τρίτο κεφάλαιο της παρούσας µελέτης («Το δίκαιο της νοµισµατικής ένωσης», ενότητα VI, υπό Β). 35 Βλέπε ενδεικτικά Blanke (1999). 36 Βλέπε ενδεικτικά Cremer (1999a), σελ. 242. 37 Κατά τη γνώµη του γράφοντος το τελευταίο τµήµα της εν λόγω διάταξης («της οποίας το νόµισµα είναι το ευρώ») δεν είναι απόλυτα ακριβές καθώς το ευρώ είναι νόµισµα των κρατών µελών της ευρωζώνης (τα οποία καλούνται µάλιστα στη ΣΛΕΕ «κράτη µέλη µε νόµισµα το ευρώ») και όχι της Ένωσης ή της ΟΝΕ. 38 ΣΕΕ, άρθρο 13, παρ. 1, β εδάφιο, έκτο σηµείο (Συνθήκη της Λισσαβώνας, άρθρο 1, παρ. 14). 39 Βλέπε σχετικά Snyder (2011), σελ. 702. 26

(γ) Τέλος, η προαναφερθείσα διάταξη του γ εδαφίου του άρθρου 48 της ΣEE (1992) παρέµεινε σε ισχύ, εντάχθηκε, όµως, στο νέο θεσµικό πλαίσιο που διέπει την τροποποίηση των Συνθηκών. 40 Ειδικότερα, στην παρ. 6 (β υποπαράγραφος) του άρθρου 48, η οποία αναφέρεται στην πρώτη απλοποιηµένη διαδικασία τροποποίησης των Συνθηκών, ορίζεται ότι το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο δύναται µε απόφασή του να τροποποιήσει, µερικά ή ολικά, τις διατάξεις του τρίτου µέρους της ΣΛΕΕ («Οι εσωτερικές πολιτικές και δράσεις της Ένωσης»), στο οποίο εντάσσονται και οι περισσότερες από τις βασικές διατάξεις της για την ΟΝΕ, 41 αποφασίζοντας οµόφωνα µετά από διαβούλευση µε: το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Επιτροπή, καθώς και την ΕΚΤ, σε περίπτωση τροποποιήσεων «θεσµικής φύσεως στο νοµισµατικό τοµέα» (διατύπωση παρεµφερής, κατ ουσίαν δε ταυτόσηµη εκείνης του άρθρου 48 (γ εδάφιο) της ΣΕΕ (1992) σύµφωνα µε τα προαναφερθέντα). 3. Οι διατάξεις της Συνθήκης για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και οι επελθούσες τροποποιήσεις µε τη Συνθήκη της Λισσαβώνας 3.1 Οι διατάξεις της ΣΕΚ 3.1.1 Οι βασικές διατάξεις 3.1.1.1 Συνολική θεώρηση Όπως προκύπτει ήδη από τα προαναφερθέντα, βασική πηγή του δικαίου της ΟΝΕ πριν από τη θέση σε εφαρµογή της Συνθήκης της Λισσαβώνας ήταν η ΣΕΚ. Οι σχετικές διατάξεις περιέχονταν, κυρίως, εκτός από τα ήδη αναφερθέντα θεµελιώδη άρθρα 2, 4 και 8, στα άρθρα 98-124, τα οποία εντάσσονταν στον Τίτλο VII («Οικονοµική και Νοµισµατική Ένωση») του Τρίτου Μέρους της ΣΕΚ («Πολιτικές της Κοινότητας»). Τα εν λόγω άρθρα ήταν ενταγµένα σε τέσσερα (4) κεφάλαια: το Κεφάλαιο 1 («οικονοµική πολιτική», άρθρα 98-104) περιείχε τις βασικές διατάξεις για την οικονοµική ένωση, σύµφωνα µε όσα έχουν ήδη αναφερθεί ανωτέρω, υπό Α 2.2.2. το Κεφάλαιο 2 («νοµισµατική πολιτική», άρθρα 105-111) περιείχε τις βασικές διατάξεις για τη νοµισµατική ένωση (βλέπε αναλυτικότερα αµέσως κατωτέρω, υπό 3.1.1.2), το Κεφάλαιο 3 («θεσµικές διατάξεις», άρθρα 112-115) περιείχε ορισµένες θεσµικές διατάξεις (υπό 3.1.1.3), και το Κεφάλαιο 4 («µεταβατικές διατάξεις», άρθρα 116-124) περιείχε διατάξεις που αφορούσαν τη µετάβαση στο τρίτο στάδιο της ΟΝΕ (βλέπε αναλυτικά κατωτέρω την ενότητα ΙΙ της παρούσας µελέτης), και το καθεστώς των κρατών µελών µε παρέκκλιση. 40 Βλέπε ενδεικτικά Booss (2010a). 41 Βλέπε σχετικά κατωτέρω την παρούσα ενότητα της µελέτης, υπό Β 3.2.1.2. 27

3.1.1.2 Ειδικά: το Κεφάλαιο 2: «νοµισµατική πολιτική» Ο υπότιτλος του Κεφαλαίου 2 του Τίτλου VII του Τρίτου Μέρους της ΣΕΚ («νοµισµατική πολιτική») υποδήλωνε, κατά τρόπο ανακριβή, ότι οι διατάξεις των άρθρων του (105-111) αναφέρονταν αποκλειστικά στην ενιαία νοµισµατική πολιτική της Κοινότητας. Εν τούτοις, στο εν λόγω Κεφάλαιο περιέχονταν διατάξεις που αφορούσαν διάφορες επιµέρους διαστάσεις της οργάνωσης και λειτουργίας του ΕΣΚΤ, και συγκεκριµένα: (i) τον πρωταρχικό στόχο (που συνίστατο στη διασφάλιση της σταθερότητας του επιπέδου των τιµών) και τους δευτερεύοντες στόχους του ΕΣΚΤ (άρθρο 105, παρ. 1), (ii) τα βασικά καθήκοντα του ΕΣΚΤ (άρθρα 105, παρ. 2 και 3, και 111), περιλαµβανοµένου, βέβαια, και του καθήκοντος που συνίστατο στη χάραξη και εφαρµογή της ενιαίας νοµισµατικής πολιτικής (άρθρο 105, παρ. 2, δεύτερο σηµείο), (iii) τα υπόλοιπα καθήκοντα και τις αρµοδιότητες που είχαν ανατεθεί στο ΕΣΚΤ και στην ΕΚΤ (άρθρα 105, παρ. 4-6 και 106), (iv) τη συγκρότηση του ΕΣΚΤ, τη νοµική προσωπικότητα της ΕΚΤ και τα δύο µόνιµα όργανα λήψης αποφάσεων της ΕΚΤ, δηλαδή το ιοικητικό Συµβούλιο και την Εκτελεστική Επιτροπή (άρθρο 107, παρ. 1-3), 42 (v) το Καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ 43 και την απλοποιηµένη διαδικασία τροποποίησης άρθρων του (άρθρο 107, παρ. 4-5), (vi) τη «συµπληρωµατική νοµοθεσία» που κλήθηκε να εκδώσει το Συµβούλιο αναφορικά µε ορισµένες διαστάσεις της λειτουργίας και των καθηκόντων του ΕΣΚΤ (άρθρο 107, παρ. 6), (vii) τη θεσµική ανεξαρτησία της ΕΚΤ και των κεντρικών τραπεζών των κρατών µελών (άρθρο 108), και το κριτήριο της νοµικής σύγκλισης των κρατών µελών (άρθρο 109), και (viii) τις νοµικές πράξεις που είχε την εξουσία να εκδίδει η ΕΚΤ (άρθρο 110). 44 42 Το ιοικητικό Συµβούλιο και η Εκτελεστική Επιτροπή καλούνται «µόνιµα» όργανα σε αντιδιαστολή προς το Γενικό Συµβούλιο, η ύπαρξη του οποίου προβλέπεται µόνον για όσο διάστηµα (το οποίο ενδέχεται, βέβαια, να είναι µακρύτατο, κυρίως λόγω της ύπαρξης κρατών µελών (Ηνωµένο Βασίλειο και ανία) µε δικαίωµα αυτοεξαίρεσης από τη συµµετοχή στο τρίτο στάδιο της ΟΝΕ) θα συνεχίσουν να υφίστανται κράτη µέλη µε παρέκκλιση (Καταστατικό ΕΣΚΤ και ΕΚΤ, άρθρο 53 µε αναφορά στο άρθρο 45). Βλέπε αναλυτικά κατωτέρω την ενότητα VII της παρούσας µελέτης. 43 Από παραδροµή, προφανώς, τα άρθρα της ΣΕΚ έκαναν διαρκώς αναφορά στο «Καταστατικό του ΕΣΚΤ» και όχι στο «Καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ», όπως είναι ο ορθός τίτλος του σύµφωνα µε το Πρωτόκολλο (αριθ. 18) στο οποίο περιεχόταν το εν λόγω Καταστατικό. Το εν λόγω σφάλµα διορθώθηκε µε τη Συνθήκη της Λισσαβώνας (άρθρο 2, παρ. 2, στοιχείο (ια)). 44 Βλέπε σχετικά Louis (2007), Γκόρτσο (2006), και Smits (1997), στα οικεία σηµεία. Ειδικά για τη θεσµική ανεξαρτησία της ΕΚΤ και των κεντρικών τραπεζών των κρατών µελών, βλέπε επίσης, αναλυτικότερα Smits (2000), και Louis (1989). 28

3.1.1.3 Ειδικά: το Κεφάλαιο 3: «θεσµικές διατάξεις» Το Κεφάλαιο 3 του Τίτλου VII (άρθρα 112-115) της ΣΕΚ περιείχε αµιγώς θεσµικές διατάξεις, οι οποίες, ως προς το σκέλος της νοµισµατικής ένωσης, αφορούσαν: τη σύνθεση του ιοικητικού Συµβουλίου και της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ (άρθρο 112), τη διαθεσµική συνεργασία µεταξύ ΕΚΤ και Συµβουλίου (άρθρο 113, παρ. 1-2), και τη λογοδοσία της ΕΚΤ έναντι του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου και ορισµένων κοινοτικών οργάνων (άρθρο 113, παρ. 3). 45 Στο Κεφάλαιο 3 εντάσσονταν και οι διατάξεις δύο άρθρων οριζόντιας εφαρµογής, οι οποίες αφορούσαν τόσο τη νοµισµατική όσο και την οικονοµική ένωση. Ειδικότερα: (α) Οι παρ. 2-4 του άρθρου 114 αποτελούσαν τη νοµική βάση για τη λειτουργία της Οικονοµικής και ηµοσιονοµικής Επιτροπής, η λειτουργία της οποίας ξεκίνησε µε την έναρξη του τρίτου σταδίου της ΟΝΕ και η οποία υποκαταστάθηκε πλήρως στο έργο της Νοµισµατικής Επιτροπής. (β) Με το άρθρο 115, το οποίο εφαρµοζόταν σε όλα τα κράτη µέλη, καθιερώθηκε, ως ασφαλιστική δικλείδα για την προώθηση της ΟΝΕ, η δυνατότητα του Συµβουλίου και των κρατών µελών να υποβάλλουν αίτηµα στην Επιτροπή, εφόσον αυτή τυχόν αδρανήσει, για την εκ µέρους της υποβολή προτάσεων ή συστάσεων, κατά περίπτωση, αναφορικά µε ορισµένα, εξαντλητικά απαριθµούµενα στο άρθρο, θέµατα που κρίθηκαν ιδιαίτερα σηµαντικά. 46 Στη συνέχεια της παρούσας µελέτης, αν δεν υπάρχει ειδική αναφορά περί του αντιθέτου, ως Συµβούλιο νοείται το Συµβούλιο Ecofin. Η αρµοδιότητα του εν λόγω Συµβουλίου σε όσες διατάξεις της ΣΕΚ αφορούσαν την ΟΝΕ (µε την επιφύλαξη των διατάξεων που καθιστούσαν αρµόδιο το Ευρωπαϊκό Συµβούλιο ή το Συµβούλιο σε επίπεδο Αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων) βασιζόταν στη ήλωση αριθ. 3 που ήταν προσαρτηµένη στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση του 1992. 3.1.1.4 Χρονικό σηµείο έναρξης εφαρµογής των διατάξεων των Κεφαλαίων 2 και 3 Μολονότι το ΕΣΚΤ και η ΕΚΤ ιδρύθηκαν την 1η Ιουνίου του 1998 47 (κατά τη διάρκεια δηλαδή του δεύτερου σταδίου της ΟΝΕ που άρχισε την 1 η Ιανουαρίου 1994 48 ), η πλειοψηφία των διατάξεων των Κεφαλαίων 2 και 3 του Τίτλου VII της ΣΕΚ 45 Ibid. 46 Αξίζει, πάντως, να επισηµανθεί ότι σε καµία από τις προβλεπόµενες περιπτώσεις δεν έγινε χρήση της δυνατότητας που έδινε το άρθρο 115 της ΣΕΚ, καθώς η Επιτροπή ενήργησε έγκαιρα. Βλέπε σχετικά κατωτέρω την ενότητα ΧΙ της παρούσας µελέτης, υπό Β. 47 ΣΕΚ, άρθρο 123, παρ. 1, β εδάφιο, σύµφωνα µε το οποίο «το ΕΣΚΤ και η ΕΚΤ ιδρύονται µόλις διοριστούν τα αρχικά µέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ» (βλέπε σχετικά και κατωτέρω την ενότητα ΙΙ της παρούσας µελέτης). εδοµένου, πάντως, ότι το ΕΣΚΤ αποτελούσε (και συνεχίζει να αποτελεί) ένα «νοµικό µόρφωµα» του ευρωπαϊκού δικαίου και δεν έχει νοµική προσωπικότητα, όπως η ΕΚΤ, κατά τη γνώµη του γράφοντος είναι νοµικά παράδοξο να γίνεται λόγος για «ίδρυσή» του. Ορθότερο θα ήταν να γίνεται λόγος για «ίδρυση της ΕΚΤ και θέση σε λειτουργία του ΕΣΚΤ». 48 Ibid, άρθρο 116, παρ. 1. 29

άρχισαν να ισχύουν από την ηµεροµηνία έναρξης του τρίτου σταδίου της ΟΝΕ, 49 την 1η Ιανουαρίου 1999, 50 όταν άρχισε και η πλήρης άσκηση των καθηκόντων του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ. 51 Οι υπόλοιπες διατάξεις που τέθηκαν σε ισχύ νωρίτερα 52 µπορούν να ενταχθούν σε τρεις (3) κατηγορίες: 53 (α) Στην πρώτη εντάσσονταν ορισµένες θεσµικού χαρακτήρα διατάξεις του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ (άρθρο 107, παρ. 1-5, και 110), οι οποίες τέθηκαν σε ουσιαστική εφαρµογή από την ηµεροµηνία ίδρυσής τους. (β) Στη δεύτερη κατηγορία εντάσσονταν εκείνες που αφορούσαν ενέργειες στις οποίες όφειλαν να προβούν: είτε τα κράτη µέλη µέχρι την ηµεροµηνία ίδρυσης του ΕΣΚΤ (άρθρο 109), 54 είτε το Συµβούλιο πριν από την έναρξη του τρίτου σταδίου της ΟΝΕ (άρθρα 107, παρ. 6, 55 και 114, παρ. 3). (γ) Τέλος, στην τρίτη κατηγορία εντάσσονταν οι διατάξεις του άρθρου 115. Στους κατωτέρω παρατειθέµενους Πίνακες 1 και 2 δίνεται µια συνοπτική παρουσίαση του συστήµατος των βασικών διατάξεων της ΣΕΚ για την ΟΝΕ. 3.1.2 Λοιπές διατάξεις ιατάξεις σχετικές µε την ΕΚΤ υπήρχαν διάσπαρτες και σε άλλα άρθρα της ΣΕΚ, και συγκεκριµένα: στο άρθρο 59 αναφορικά µε τη λήψη µέτρων διασφάλισης έναντι τρίτων χωρών από το Συµβούλιο, µε τη γνωµοδοτική συµβολή της ΕΚΤ, σε περίπτωση που η κίνηση κεφαλαίων από και προς τρίτες χώρες προκαλούσε ή απειλούσε να προκαλέσει σοβαρές δυσχέρειες στη λειτουργία της ΟΝΕ, 56 49 Οι εν λόγω διατάξεις απαριθµούνται στο άρθρο 116, παρ. 3, β εδάφιο, της ΣΕΚ. 50 Ibid, άρθρο 121, παρ. 4. 51 Ibid, άρθρο 123, παρ. 1, γ εδάφιο. 52 εδοµένου ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν αναφέρονται ούτε στο α εδάφιο ούτε στο β εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 116, επαγωγικά συνάγεται ότι άρχισαν να ισχύουν από το χρονικό σηµείο έναρξης του πρώτου σταδίου της ΟΝΕ, δηλαδή από την 1η Νοεµβρίου 1993, ηµεροµηνία έναρξης ισχύος της Συνθήκης του Μάαστριχτ (ουσιαστικά δηλαδή δύο µήνες πριν από την έναρξη του δεύτερου σταδίου). Βλέπε σχετικά και Smits (1997), σελ. 140-144. 53 Για τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 114 δεν τίθεται ζήτηµα χρόνου έναρξης, δεδοµένου ότι η εκεί προβλεπόµενη Νοµισµατική Επιτροπή είχε ήδη συσταθεί το 1958, βάσει της παρ. 2 του άρθρου 105 της αρχικής Συνθήκης της Ρώµης. 54 Σύµφωνα µε την παρ. 5 του άρθρου 116 της ΣΕΚ, κατά τη διάρκεια του δεύτερου σταδίου τα κράτη µέλη όφειλαν, επίσης, να ενεργοποιήσουν τη διαδικασία για διασφάλιση της ανεξαρτησίας της κεντρικής τους τράπεζας. Κατά τη γνώµη του γράφοντος, η διάταξη αυτή καλυπτόταν ήδη από αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 109 (βλέπε σχετικά Γκόρτσο (2006), σελ. 200-201). 55 Σε συνδυασµό µε τη διάταξη της παρ. 1, α εδάφιο, πρώτο σηµείο, του άρθρου 123 της ΣΕΚ. 56 Βλέπε ενδεικτικά Bröhmer (1999). 30

στα άρθρα 230, 232, 233, 234 και 241 που αφορούσαν το δικαιοδοτικό έλεγχο των πράξεων της ΕΚΤ από το ικαστήριο, καθώς και στο άρθρο 237 αναφορικά µε διαφορές που αφορούσαν το ΕΣΚΤ και υπάγονταν στη δικαιοδοσία του ικαστηρίου, 57 στο άρθρο 288 (γ εδάφιο) σχετικά µε την εξωσυµβατική ευθύνη της ΕΚΤ και των υπαλλήλων της, 58 και στο άρθρο 291 (β εδάφιο) αναφορικά µε τα προνόµια και τις ασυλίες της ΕΚΤ. 59 1. Χρονικό σηµείο έναρξης εφαρµογής ΠΙΝΑΚΑΣ 1 Το σύστηµα των διατάξεων της ΣΕΚ ορισµένες ίσχυσαν από την 1.ΧΙ. 92 ορισµένες ίσχυσαν από την 1.Ι.94 (άρθρο 116.3, α εδάφιο) ορισµένες ίσχυσαν από την 1.Ι. 99 (άρθρο 116.3, β εδάφιο) 2. ιάρκεια εφαρµογής οι διατάξεις των άρθρων 116-118 και 121-124 (παρ. 1) ίσχυσαν µέχρι την 31.ΧΙΙ.98 3. Προσωπικό πεδίο εφαρµογής οι διατάξεις των άρθρων 119, 120 και 124 (παρ. 2) συνέχισαν να ισχύουν έκτοτε µόνο για τα κράτη µέλη µε παρέκκλιση Τετραπλή διάκριση: διατάξεις που ίσχυαν για όλα τα κράτη µέλη διατάξεις που ίσχυαν µόνο για τα κράτη µέλη χωρίς παρέκκλιση διατάξεις που ίσχυαν µόνο για τα κράτη µέλη µε παρέκκλιση ειδικά: διατάξεις που δεν ίσχυαν για το Ηνωµένο Βασίλειο πέραν εκείνων που δεν ίσχυαν για τα υπόλοιπα κράτη µέλη µε παρέκκλιση (Πρωτόκολλο, αρ. 25) 57 Βλέπε ενδεικτικά Cremer (1999b) και Wegener (1999b). 58 Βλέπε ενδεικτικά Ruffert (1999). 59 Βλέπε ενδεικτικά Kallmayer (1999). 31

Άρθρο ΣΕΚ ΠΙΝΑΚΑΣ 2 Εφαρµογή των διατάξεων των άρθρων της ΣΕΚ για την ΟΝΕ Χρονικό σηµείο έναρξης εφαρµογής 1 ο στάδιο 2 ο στάδιο 3 ο στάδιο Γενικές διατάξεις Εφαρµογή διατάξεων σε: Κράτη µέλη για τα οποία ισχύει παρέκκλιση Ηνωµένο Βασίλειο 4.1 x 4.2 x Οχι 4.3 x 8 x Οικονοµική ένωση 98 x 99 x 100.1 x 100.2 x 101.1 x 101.2 x 102.1 x 102.2 x 103.1 x 103.2 x 104.1 x Οχι 104.2-8 x 104.10 104.12-13 104.9/ 11 x Οχι Οχι 104.14 x Νοµισµατική πολιτική 105.1-3 x Οχι Οχι 105.4 x Οχι 105.5 x Οχι Οχι 105.6 x 106.1 x Οχι Οχι 106.2 x Οχι Οχι 107 x 108 x Οχι 109 x Οχι 110 x Οχι Οχι 111 x Οχι Οχι 32

ΠΙΝΑΚΑΣ 2 (συνέχεια) Εφαρµογή των διατάξεων των άρθρων της ΣΕΚ για την ΟΝΕ Άρθρο Χρονικό σηµείο έναρξης εφαρµογής Εφαρµογή διατάξεων σε: Άρθρο 1 ο στάδιο 2 ο στάδιο 3 ο στάδιο Θέµα 1 ο στάδιο 2 ο στάδιο Θεσµικές διατάξεις Κράτη µέλη για τα οποία ισχύει παρέκκλιση 3 ο στάδιο Οuts Ηνωµένο Βασίλειο Ην. Βασίλειο 112.1 x Όχι Οχι 112.2 x (α) 112.2 x Οχι Οχι (β) 113 x 114.1 x 114.2 x 114.3 x 114.4 x 115 x Μεταβατικές διατάξεις 116.1-2 x 116.3 x 116.4 x Οχι 116.5 x 117 x 118 x 119.1-3 x 120.1-3 x 121 x Μερικά 122.1 x 122.2 x 122.3 x 122.4 x 122.5 x Όχι 122.6 x 123.1 x Όχι 123.2 x 123.3 x Ειδική διάταξη 123.4 x Οχι 123.5 x Οχι 124.1 x 124.2 x 33

3.2 Οι διατάξεις της ΣΛΕΕ 3.2.1 Οι βασικές διατάξεις 3.2.1.1 ιατάξεις περιλαµβανόµενες σε θεµελιώδη άρθρα της ΣΛΕΕ Με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας επήλθαν τροποποιήσεις, µείζονος ή ήσσονος έκτασης και σηµασίας, σε αρκετές από τις προαναφερθείσες διατάξεις της ΣΕΚ που αφορούν την ΟΝΕ, ενώ ορισµένες καταργήθηκαν. 60 Οι νέες διατάξεις περιέχονται στη ΣΛΕΕ. Από τα θεµελιώδη άρθρα 2, 8 και 4 της ΣΕΚ, τα δύο πρώτα καταργήθηκαν. Αντίθετα, το άρθρο 4 αναφορικά µε τον ορισµό της έννοιας της οικονοµικής και της νοµισµατικής ένωσης αναριθµήθηκε ως άρθρο 119, το οποίο αποδίδει verbatim τις διατάξεις του άρθρου 4 της ΣΕΚ. ιατάξεις που αφορούν την ΟΝΕ συναντώνται και στα νέα θεµελιώδη άρθρα 3 και 5 της ΣΛΕΕ. Ειδικότερα: (α) Στην παρ. 1 του άρθρου 3 (στοιχείο γ) ορίζεται ρητά πλέον ότι ο τοµέας της νοµισµατικής πολιτικής για τα «κράτη µέλη µε νόµισµα το ευρώ», όπως µετονοµάστηκαν µε τη Συνθήκη της Λισσαβώνας τα κράτη µέλη χωρίς παρέκκλιση, 61 εντάσσεται, µεταξύ άλλων, στην αποκλειστική αρµοδιότητα της Ένωσης. (β) Αντίθετα, ο τοµέας της οικονοµικής πολιτικής δεν εντάσσεται ούτε στις αποκλειστικές αρµοδιότητες της Ένωσης (άρθρο 3 της ΣΛΕΕ) ούτε στις συντρέχουσες αρµοδιότητές της µε τα κράτη µέλη (άρθρο 4). Εντάσσεται σε µια χωριστή κατηγορία αρµοδιοτήτων της Ένωσης που καταγράφονται στο άρθρο 5 της ΣΛΕΕ. 62 Σύµφωνα, λοιπόν, µε την παρ. 1 του άρθρου 5: «Τα κράτη µέλη συντονίζουν τις οικονοµικές τους πολιτικές στο πλαίσιο της Ένωσης. 63 Για τον σκοπό αυτό, το Συµβούλιο θεσπίζει µέτρα, ιδίως τους γενικούς προσανατολισµούς των πολιτικών αυτών. Ειδικές διατάξεις ισχύουν για τα κράτη µέλη µε νόµισµα το ευρώ». Με τη διάταξη αυτή καθιερώθηκαν ορισµένες από τις γενικές ρήτρες που διέπουν τη λειτουργία της οικονοµικής ένωσης, όπως αυτές εξειδικεύονται περαιτέρω στα άρθρα 120 και 121 της ΣΛΕΕ. (βλέπε σχετικά αµέσως κατωτέρω, υπό 2.2.1.2 (α). 3.2.1.2 To corpus των διατάξεων της ΣΛΕΕ Οι λοιπές βασικές διατάξεις της ΣΛΕΕ δεν είναι πλέον ενταγµένες σε έναν από τους Τίτλους της, όπως στη ΣΕΚ σύµφωνα µε τα µόλις προαναφερθέντα, αλλά σε τρεις. Συγκεκριµένα, η «κρίσιµη µάζα» των διατάξεων περιέχεται στα άρθρα 119-144, τα οποία εντάσσονται στον Τίτλο VIII («Οικονοµική και Νοµισµατική Πολιτική») του Τρίτου Μέρους της ΣΛΕΕ («Οι Εσωτερικές Πολιτικές και ράσεις της Ένωσης»). 60 Συνθήκη της Λισσαβώνας, άρθρο 2, παρ. 1. Σε όλα τα άρθρα της ΣΕΚ που εξετάζονται στην παρούσα µελέτη επήλθαν και οι οριζόντιου χαρακτήρα τροποποιήσεις που ορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου 2 της Συνθήκης της Λισσαβώνας, καθώς και εκείνες που ορίζονται στις παρ. 3-8, κατά περίπτωση. 61 Ιbid, άρθρο 2, παρ. 2, στοιχείο (θ). 62 Βλέπε σχετικά Snyder (2011), σελ. 701. 63 Η ίδια διάταξη συναντάται και στην παρ. 3 του άρθρου 2 της ΣΛΕΕ. 34

Οι διατάξεις αυτές περιέχονται σε άρθρα της ΣΛΕΕ, τα οποία είναι ενταγµένα σε πέντε (5) πλέον Κεφάλαια, ενώ του Κεφαλαίου 1 προηγείται το µόλις προαναφερθέν άρθρο 119. Ειδικότερα: (α) Το Κεφάλαιο 1 («οικονοµική πολιτική», άρθρα 120-126) περιέχει τις βασικές διατάξεις για την οικονοµική ένωση, οι οποίες αποδίδουν χωρίς µείζονος σηµασίας τροποποιήσεις εκείνες των άρθρων 98-104 της ΣΕΚ. Οι εν λόγω διατάξεις της ΣΛΕΕ αναλύονται κατωτέρω στο δεύτερο κεφάλαιο της παρούσας µελέτης («Το δίκαιο της οικονοµικής ένωσης», ενότητα IV). (β) Το Κεφάλαιο 2 («νοµισµατική πολιτική», άρθρα 127-133) περιέχει τις βασικές διατάξεις για τη νοµισµατική ένωση, οι οποίες αποδίδουν χωρίς µείζονος σηµασίας τροποποιήσεις, εκείνες των άρθρων 105-110. 64 Οι επιµέρους παράγραφοι του άρθρου 111 µεταφέρθηκαν ως εξής: η µεν παρ. 4 στο Κεφάλαιο 4, ως άρθρο 138, οι δε παρ. 1-3 και 5 στο (νέο) Πέµπτο Μέρος της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («Η εξωτερική δράση της Ένωσης»), στον Τίτλο V («Οι διεθνείς συµφωνίες») ως άρθρο 219. Οι εν λόγω διατάξεις της ΣΛΕΕ αναλύονται κατωτέρω στο τρίτο κεφάλαιο της παρούσας µελέτης («Το δίκαιο της νοµισµατικής ένωσης», ενότητες VΙ-VIII). Προστέθηκε, επίσης, νέο άρθρο 133 («µέτρα σχετικά µε τη χρήση του ευρώ»), µε το οποίο δίδεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συµβούλιο η εξουσία της λήψης των αναγκαίων µέτρων για τη χρήση του ευρώ ως ενιαίου νοµίσµατος, µετά από διαβούλευση µε την ΕΚΤ και µε την επιφύλαξη των αρµοδιοτήτων της τελευταίας. Οι διατάξεις του εν λόγω άρθρου αναλύονται κατωτέρω στο τέταρτο κεφάλαιο της παρούσας µελέτης («Κοινές διατάξεις για την οικονοµική και νοµισµατική ένωση», ενότητα ΧΙ, υπό Β 1). (γ) Στο Κεφάλαιο 3 («θεσµικές διατάξεις», άρθρα 134-135) επήλθαν αρκετές τροποποιήσεις σε σχέση µε το αντίστοιχο Κεφάλαιο της ΣΕΚ. Ειδικότερα: (γα) Τα άρθρα 112-113 της ΣΕΚ µεταφέρθηκαν, ως άρθρα 283-284, στο Έκτο Μέρος της ΣΛΕΕ («Θεσµικές και δηµοσιονοµικές διατάξεις»), όπου εντάσσονται µαζί µε το νέο άρθρο 282 65 στο Τµήµα 6 («Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα») του Κεφαλαίου 1 («Τα θεσµικά όργανα») του Τίτλου Ι («Θεσµικές διατάξεις»). 66 Η επιλογή αυτή υπήρξε αποτέλεσµα του γεγονότος ότι η ΕΚΤ εντάσσεται πλέον στα θεσµικά όργανα της Ένωσης, το οποίο αποτελεί τη σηµαντικότερη, ίσως, θεσµική εξέλιξη που επήλθε στο δίκαιο της ΟΝΕ µε τη Συνθήκη της Λισσαβώνας. 67 Οι διατάξεις των άρθρων 283 και 284 αναλύονται κατωτέρω στο τρίτο κεφάλαιο της παρούσας µελέτης («Το δίκαιο της νοµισµατικής ένωσης», ενότητa VΙ). 64 Συνθήκη της Λισσαβώνας, άρθρο 2, παρ. 91-97, και Παράρτηµα, Πίνακας αντιστοιχίας Β. 65 Στο εν λόγω άρθρο, το οποίο περιέχει πλέον όλες τις βασικές θεσµικές διατάξεις του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, έχουν µεταφερθεί και επιµέρους παράγραφοι των άρθρων 105 και 107 της ΣΕΚ (ibid, άρθρο 2, παρ. 227). 66 Ibid, άρθρο 2, παρ. 98 (και Παράρτηµα, Πίνακας αντιστοιχίας Β), σε συνδυασµό µε άρθρο 2, παρ. 228. 67 Βλέπε σχετικά Αγραπίδη-Γκόρτσου (2006), σελ. 57-68, και Snyder (2001), σελ. 702-703. 35