Δημόσια συζήτηση με θέμα : «Δημοκρατία, Πολιτική και Κράτος Δικαίου: Το ζητούμενο για μια νέα αρχή!» Πέμπτη 23 Απριλίου 2015 Σπίτι της Ευρωπαϊκής Ενωσης. -------------- Ομιλία του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κ. Κώστα Κληρίδη Κυρίες και κύριοι, συγχαίρω κατ αρχάς τους συνδιοργανωτές της αποψινής εκδήλωσης για την εύστοχη επιλογή του θέματος της συζήτησης, ενός θέματος το οποίο είναι τόσο ενδιαφέρον όσο και επίκαιρο. Δεν μπορεί κάποιος παρά να αρχίσει την οποιαδήποτε συζήτηση ενός τέτοιου θέματος, με μια αδιαμφισβήτητη διαπίστωση: Οτι διάγουμε τα τελευταία χρόνια, μια σκοτεινή περίοδο στην ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας, μια περίοδο κρίσεως. Κρίσεως η οποία δεν περιορίζεται στην οικονομία, αλλ εκτείνεται και σε μια πρωτόγνωρη κρίση θεσμών και κρίση αξιών. Αυτές δε οι πτυχές της κρίσης, φαίνεται ότι δεν είναι αυτοτελείς και ανεξάρτητες, αλλ έχουν η μια την επίδραση της πάνω στην
2 άλλη. Δεν υπάρχει δηλαδή αμφιβολία ότι πρόκειται για έννοιες που αλληλοκαλύπονται: Από τη μια η διαχρονική κρίση αξιών και θεσμών συνέτεινε σίγουρα και στην οικονομική εξαθλίωση και από την άλλη, η οικονομική εξαθλίωση συντηρεί και υποθάλπει την κρίση θεσμών και αξιών. Μέσα σ αυτές τις δύσκολες και πρωτόγνωρες συνθήκες που βιώνει ο τόπος μας, επιχειρείται η δημιουργία μιας νέας αρχής και λαμβάνονται μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση. Σ αυτό το σημείο θα προβώ σε κάποια παρομοίωση ή εξομείωση. Την περίοδο την οποία διάγουμε επί του παρόντος, προσωπικά την παρομοιάζω με την περίπτωση ενός ανθρώπου, ενός φυσικού προσώπου, το οποίο βρίσκεται καθηλωμένο στο κρεβάτι του πόνου και καταβάλλει προσπάθειες για την ανάρρωση του. Αυτή η θλιβερή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει, είναι αποτέλεσμα ενός έκλυτου βίου, μιας αλόγιστης συμπεριφοράς και μη προγραμματισμένης, υγιεινής ζωής. Ο ασθενής λαμβάνει θεραπευτική και φαρμακευτική αγωγή, σε μια προσπάθεια να συνέλθει, να ανακάμψει και να σταθεί ξανά στα πόδια του. Αυτή η προσπάθεια φαίνεται να επιτυγχάνει και ο ασθενής να επανέρχεται σταδιακά στην κανονική του ζωή. Εδώ όμως είναι που τίθεται το κρίσιμο ερώτημα: Αφ ης στιγμής ο ασθενής
3 καταφέρει να σταθεί στα πόδια του ξανά και να επανεκκινήσει τη ζωή του, θα το πράξει αυτό σε μια νέα βάση, με πιο σοφό το πνεύμα, τη νοοτροπία και τις συνήθειες του, ή μήπως απλά θα γυρίσει το ρολόϊ πίσω και θα επανέλθει στις ίδιες ανθυγιεινές και σαθρές βάσεις στις οποίες εκινείτο η ζωή του; Στις ίδιες βάσεις και στις ίδιες νοοτροπίες οι οποίες τον είχαν οδηγήσει στην κατάρρευση; Eπανέρχομαι στην Κυπριακή πραγματικότητα. Διαπιστώνουμε και εδώ κατ αντιστοιχία, ότι μετά την οικονομική κατάρρευση και τις ενέργειες ανάκαμψης, γίνεται μια προσπάθεια για μια νέα αρχή. Βρισκόμαστε σε ένα μεταβατικό στάδιο όπου σε πάρα πολλές πτυχές της ζωής μας και της δομής του κράτους μας, επιχειρούνται, και σε κάποιες περιπτώσεις, μας επιβάλλονται αλλαγές, τομές και αναδομήσεις. Πρόκειται για ενέργειες οι οποίες θα έπρεπε να είχαν αναληφθεί και διεκπεραιωθεί εδώ και χρόνια αλλά κανένας δεν επιχειρούσε να τις αγγίξει. Κάποιοι μπορεί κατά καιρούς να είχαν το θάρρος να εισηγηθούν κάποια νέα πράγματα που αποσκοπούσαν στη διόρθωση μιας λαθεμένης πορείας πραγμάτων σε καίριους τομείς της οικονομίας και της ευνομίας. Ομως με τις πρώτες απορρίψεις και αντιστάσεις, συνήθως υποχωρούσαν, γιατί κανένας δεν ήταν διατεθειμένος να χρεωθεί το πολιτικό κόστος που αναπόφευκτα συνεπάγεται η λήψη τέτοιων μέτρων.
4 Λαμβάνονται λοιπόν τώρα κάποια, νομοθετικά κυρίως μέτρα, τα οποία αποσκοπούν στην βελτίωση της κατάστασης που επικρατούσε μέχρι την κατάρρευση και ασφαλώς επίσης στοχεύουν σε ένα νέο ξεκίνημα. Είναι όμως αυτό αρκετό; Εκτός από το καταγεγραμμένο γράμμα του νόμου ή του Συντάγματος, υπάρχει και η απαιτούμενη νοοτροπία ενός πραγματικού Κράτους Δικαίου. Το Κράτος Δικαίου δεν είναι μια έννοια η οποία καταγράφεται σε ένα ή περισσότερα νομοθετήματα σε μια ή σε περισσότερες πρόνοιες ενός συντάγματος. Υπάρχουν μάλιστα κράτη, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου δεν υπάρχει καν γραπτό σύνταγμα και εν τούτοις λειτουργεί με υποδειγματικό τρόπο, το κράτος δικαίου. Τι είναι όμως το κράτος δικαίου; Είναι η νοητή γενική αρχή η οποία έρχεται να δώσει ουσία, περιεχόμενο αλλά και νόημα στους θεσμοθετημένους κανόνες, κατά τρόπο που δεν καταγράφεται ρητά σ αυτούς. Όπως πολύ εύστοχα είχε αναφέρει και ο Πλάτωνας στον «Πολιτικό»: «Ο νόμος δεν μπορεί να καλύψει με ακρίβεια τι είναι το καλύτερο και το πιο δίκαιο για όλους, κάθε στιγμή και συνεπώς δεν μπορεί να μας υποδείξει την καλύτερη δυνατή πράξη. Οι διαφορές μεταξύ των ανθρώπων και των πράξεων τους και το γεγονός ότι
5 τίποτε δεν παραμένει σταθερό, κάνουν αδύνατη την γνώση του πώς να παίρνει κανείς απλές αποφάσεις που να καλύπτουν όλες τις υποθέσεις και να διαρκούν για πάντα» Η παράμετρος του Κράτους Δικαίου είναι μια από τις τρεις οι οποίες τίθενται ως προκείμενες ή ως το ζητούμενο για μια νέα αρχή, στον ίδιο τον τίτλο, στο θέμα, της αποψινής συζήτησης. Οι άλλες δύο είναι η Δημοκρατία και η Πολιτική. Περί Δημοκρατίας, δεν θα ασχοληθώ, περιοριζόμενος να αρθρώσω ότι η λει τουργία δημοκρατικών θεσμών, είναι εκ των ων ουκ άνευ ζητούμενο για μια νέα αρχή και ότι όσο καλύτερα λειτουργούν τα δημοκρατικά θέσμια, τόσο πιο αποτελεσματικά λειτουργεί και το κράτος δικαίου. Ασχολούμενος λοιπόν με τις δύο άλλες προκείμενες και προϋποθέσεις για μια υγιή, νέα αρχή, δηλαδή την Πολιτική και το Κράτος Δικαίου, μπορεί ευθαρσώς, να λεχθεί εξ αρχής ότι οι δύο αυτές έννοιες δυσκολεύονται να συμβιώσουν στο δικό μας κράτος. Η πιο σημαντική ίσως, κατά την άποψη μου, αρχή με την οποία εμπεδώνεται ένα σωστά οργανωμένο κράτος δικαίου, είναι η καλά καθιερωμένη αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών. Το νόημα και η σημασία αυτής της συνταγματικής αρχής, είναι και απλό και αυτονόητο: Η κάθε μια από τις τρεις εξουσίες, ήτοι η Εκτελεστική, η Νομοθετική και η Δικαστική, έχουν τη δική τους καθορισμένη
6 αυτονομία και δεν νοείται η ανάμειξη, επέμβαση ή παρέμβαση της μιας εξουσίας μέσω των φορέων της, στον τρόπο άσκησης των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων άλλης εξουσίας. Όταν δε μιλούμε για τους φορείς των εξουσιών, δεν εννοούμε μόνο τους Υπουργούς, τους Βουλευτές και τους Δικαστές αντίστοιχα. Υπάρχουν, και άλλοι φορείς εξοπυσίας όπως είναι οι αρχές τοπικής διοίκησης, και οι ανεξάρτητοι αξιωματούχοι όπως είναι ο Γενικός Εισαγγελέας, ο Γενικός Ελεγκτής, ο Γενικός Λογιστής κλπ. Αυτοί οι αξιωματούχοι, μαζί με τους Δικαστές όλων των βαθμίδων, έχουν μια ιδιαίτερη ευθύνη τήρησης αυτού που ονομάζουμε κράτος δικαίου και των αρχών που η έννοια εμπεριέχει, όπως είναι η ισονομία και η δίκαιη μεταχείριση. Η οποιασδήποτε μορφής παρέμβαση στον τρόπο άσκησης των καθηκόντων αυτών των φορέων εξουσίας, συνιστά άμεση και καίρια επιβουλή κατά των αρχών του κράτους δικαίου. Δυστυχώς δε, στην δική μας Δημοκρατία, η εξέταση του τρόπου συμπεριφοράς φορέων εξουσίας έναντι αλλήλων, διαχρονικά και μέχρι σήμερα, δεν περιποιεί ιδιαίτερη τιμή. Εντοπίζονταν και εντοπίζονται ακόμα, σοβαρά κρούσματα αλληλεπίδρασης, αλληλεξάρτησης και αλληλοπαρεμβάσεων. Το κοινοβούλιο για παράδειγμα ως σύνολο, και ατομικά οι εκλελεγμένοι αντιπρόσωποι του λαού παρουσιάζονται σε κάποιες περιπτώσεις να δυσκολεύονται να αντιληφθούν, ποιος είναι
7 ακριβώς ο ρόλος τους και πού οριοθετούνται οι εξουσίες, τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες τους. Δεν είναι βέβαια ορθό να γενικεύει κάποιος με απόλυτο τρόπο, πλην όμως μπορεί τουλάχιστον να λεχθεί ότι αυτό ισχύει για τη μεγάλη πλειοψηφία. Αυτό που φαίνεται να συμβαίνει, είναι περίπου ότι, κατά την εφαρμογή του δικαιώματος, ή της υποχρέωσης για άσκηση κοινοβουλευτικού ελέγχου και εν ονόματι τούτων, επιχειρείται η άσκηση ελέγχου επί παντός επιστητού και ακόμα επί πάντων των συντεταγμένων οργάνων της Πολιτείας. Από τη μια είναι ασφαλώς δικαιωματική και ενίοτε υποχρεωτική η άσκηση ελέγχου επί των θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος και η εξαγωγή συμπερασμάτων και ευρημάτων. Από την άλλη, αυτός ο έλεγχος δεν πρέπει να ασκείται με τρόπο που να χειραγωγεί ή επεμβαίνει στα καθήκοντα και ευθύνες άλλων οργάνων. Παρατηρείται δε και το φαινόμενο, με τον τρόπο άσκησης του δικαιώματος κοινοβουλευτικού ελέγχου, να προκαλείται κάποτε ενδεχόμενος επηρεασμός εκκρεμουσών δικαστικών διαδικασιών, κάτι που ρητά απαγορεύεται από τις πρόνοιες του Ποινικού Κώδικα και μπορεί να αποβεί άκρως ζημιογόνο. Κάτι άλλο, εξίσου μη αποδεκτό σε ένα κράτος δικαίου, είναι το φαινόμενο που επίσης παρουσιάζεται, ιδιαίτερα πρόσφατα, της παρέμβασης της νομοθετικής εξουσίας στην άσκηση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών της εκτελεστικής εξουσίας. Αυτό, το επικίνδυνο φαινόμενο, επιβεβαιώθηκε και πρόσφατα με τις
8 τέσσερεις Αναφορές του Προέδρου της Δημοκρατίας εναντίον της Βουλής των Αντιπροσώπων (Αναφορές αρ. 1/2014, 2/2014, 3/2014 και 4/2014 που αφορούσαν το νόμο των Εκποιήσεων) με τις αποφάσεις στις οποίες, η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε ως αντισυνταγματικά και επομένως άκυρα, 4 νομοθετήματα που είχαν θεσπιστεί με ισάριθμες προτάσεις νόμου από βουλευτές και/ή κόμματα. Κατά την κρίση του δικαστηρίου, τα νομοθετήματα εκείνα, σαφώς παραβίαζαν και συνταγματικές διατάξεις αλλά και την ουσιώδη συνταγματική αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Του σεβασμού δηλαδή και της μη παρέμβασης από τη μια εξουσία στην άλλη. Πολύ συχνά παρατηρούμε περιπτώσεις, κατά τις οποίες, στις ενέργειες, πράξεις ή παραλείψεις της εκτελεστικής εξουσίας αλλά και της νομοθετικής, το βασικό κριτήριο και απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο θα πρέπει ή όχι να ληφθεί ένα συγκεκριμένο μέτρο, είναι το πολιτικό κόστος που αυτό συνεπάγεται και όχι το δημόσιο συμφέρον που μπορεί να επιφέρει. Κάποια δε μέτρα, τα οποία μπορούν να θεωρηθούν ως αυστηρά, ή ακόμα και ριζοσπαστικά, σύμφωνα με τα δικά μας συντηρητικά και κάποτε οπισθοδρομικά κριτήρια, ο μόνος λόγος για τον οποίο αυτά τελικά εφαρμόζονται, δεν είναι άλλος παρά οι διεθνείς ή Ευρωπαϊκές υποχρεώσεις που έχουμε αναλάβει. Ακόμα δε και αυτά, βλέπουμε να υπόκεινται σε τέτοιες διαφοροποιήσεις ή πλάγιους τρόπους εφαρμογής, ώστε να είναι σε οριακά σημεία η διακρίβωση κατά
9 πόσο αυτά τα μέτρα είναι εκείνα που αναλάβαμε, ή υποχρεούμεθα να εφαρμόσουμε. Όλα τα πιο πάνω και πολλά άλλα, οδηγούν δυστυχώς σε μια απαισιόδοξη διαπίστωση: Πάθαμε δηλαδή ό,τι πάθαμε και μυαλό δεν βάλαμε. Πιστεύω ότι σε κάποια χρονική περίοδο, που δεν μπορεί με ακρίβεια να προβλεφθεί, θα ανακάμψουμε ως κράτος. Ηδη αρχίσαμε να μιλούμε για σταδιακή βελτίωση της οικονομικής κατάστασης, για επανεκκίνηση, για μια νέα αρχή. Προσομοιάζει τούτο με τον φοίνικα τον αναγεννόμενο από τις στάκτες. Προσομοιάζει ακόμα, με το παράδειγμα που ανάφερα προηγουμένως, του καταβεβλημένου ασθενούς ο οποίος αρχίζει να αναρρώνει και να στέκεται στα πόδια του. Όμως, αν δεν αλλάξουμε μυαλά, αν δεν βελτιώσουμε τη νοοτροπία μας, αν δεν εμπεδώσουμε στον μέγιστο βαθμό το κράτος δικαίου και εφαρμόσουμε πιστά τις αρχές που αυτό πρεσβεύει, ο κόπος θα είναι χαμένος. Ο χρόνος που θα απαιτηθεί για να επανέλθουμε σε μια νέα καταστροφική κατάρρευση, θα είναι μετρημένος. Είναι επομένως καιρός, αντί να βλέπουμε προς τα πίσω με νοσταλγία, και αντί να προωθούμε ο καθένας το δικό του όφελος, αντί να βλέπουμε και να προωθούμε το ατομικό, το πολιτικό η το
10 κομματικό όφελος που δυνατό να αποκομίσουμε, να δούμε επιτέλους το δημόσιο συμφέρον, το κοινό καλό. Το χρωστούμε αυτό στα παιδιά μας. Όχι στους εαυτούς μας, που είμαστε υπαίτιοι και άξιοι της κατάστασης και της τύχης μας. Στα παιδιά μας, που ενώ είναι τελείως αμέτοχα των δικών μας ανομημάτων, αυτά είναι δυστυχώς που υφίστανται και θα συνεχίζουν να υφίστανται τις συνέπειες της κατάστασης που τους έχουμε κληροδοτήσει. /ΓΓ - ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ-23042015