Ιδιαιτερότητες της διδασκαλίας/εκμάθησης της ελληνικής ως ξένης γλώσσας στις γερμανόφωνες χώρες. Λεξικά και διδακτικά εγχειρίδια: μια κριτική εξέταση από γλωσσολογική σκοπιά. Ιωάννης Φύκιας & Χριστίνα Κατσικαδέλη Πανεπιστήμιο του Salzburg, Αυστρία Τομέας Γλωσσολογίας Ioannis.Fykias@sbg.ac.at Christina.Katsikadeli@sbg.ac.at
Jiannaris 1887: «Δύσκολα θα μπορούσε να βρεθεί ένα άλλο έθνος, που να ενδιαφέρεται εκτός από την αρχαία ελληνική και για τη νέα ελληνική, πέρα από το γερμανικό. Οι γερμανοί φιλόλογοι δεν επικαλέσθηκαν απλώς περισσότερo από κάθε άλλο τη νέα ελληνική στις έρευνές τους της αρχαίας ελληνικής, αλλά πολλοί από αυτούς έκριναν τη νέα ελληνική άξια μελέτης αυτή καθεαυτή. Και παρόλα αυτά κάποιος Έλληνας που έρχεται στη Γερμανία και θα ανέμενε να βρει διδακτικά βιβλία της νέας ελληνικής αντάξια του γερμανικού ζήλου και επιμέλειας, θα απογοητευθεί. Ο λόγος προφανώς έχει να κάνει με το ότι οι Έλληνες μέχρι και πριν από λίγο ήταν λιγότερο εξοικειωμένοι με τη γερμανική γλώσσα από ό,τι με άλλες γλώσσες, και για αυτόν τον λόγο δεν είχαν την ευκαιρία να προσφέρουν στους Γερμανούς κατάλληλα βιβλία πάνω στην σύγχρονη μορφή της φυσικής τους γλώσσας.»
PNS Großwörterbuch Deutsch-Griechisch Griechisch-Deutsch Vollständige Neuentwicklung 2008 Ernst Klett Sprachen Stuttgart
Σημασιολογία σκάφη kleines Boot γκαστρωμένος, η, ο schwanger γκόμενα (οικ. νέα αγαπητικιά) Freundin κοψίδι Schnitzel Leberkäse oder Haxe, Brezel
Σημασιολογία βαβίζω bellen γαβγίζω, ξιπάζω aufscheuchen, erschrecken μαγάρα Dreck βρώμα, κλεφτοφάναρο als Taschenlampe φακός φανός
Σημασιολογία Scharfblick διορατικότητα (μάλλον: dt. Durchblick οξυδέρκεια) ταίρι 1. (γάντι) Gegenstück 2. (ανθρωπος, συντροφος) Partner, -in αφιέρωμα 1. Gabe, 2. Spende, 3. Festschrift
Σημασιολογία *πάει να πει bedeutet πρόποδες Fuß πόδι deiktisches να in der Verwendung να όλα μαζί vs. satzeinleitendes να Τι μου λες; (s.v. λέω) Nein! κάθομαι με τη σημασία *κατοικώ
Giannaris 1883 Fremd, adj. ξένος ξενικός, ἀλλότριος. ἀλλοεθνής, ἀλλοδαπός ἀλλόφυλος ἄγνωστος. ἀσυνήθης, ἀλλόκοτος, παράξενος. ἄπειρος, ἀδαής. e Thiere, ζῷα ξενικά. e Pflanzen, φυτὰ ἐξωτικά, ξενικά sich gegen jemanden stellen, ὑποκρίνομαι ἄγνοιάν τινος unter em Namen ὑπὸ ξένον ὄνομα in einer Stadt sein δὲν γνωρίζω πόλιν τινά. durch e Hand, διὰ ξένης χειρός dieser Mann ist mir, ὁ ἄνθρωπος οὗτος μοὶ εἶνε ἄγνωστος. das kommt mir vor, τοῦτο μοὶ φαίνεται παράξενον. sich um e Angelegenheiten kümmern πολυπραγμονέω, sich in e Händel mischen, ἀλλοτριοπραγέω artig, adj. ξένος, ξενικός ἀλλοῖος, ἑτερογενής παράξενος ἀλλόκοτος. artigkeit, f. ( ),ἡ ἑτερογένεια, ἡ ἀλλοτριότης, ἡ ξενικότης τὸ ἀλλόκοτον, τὸ παράξενον. e, m. ( n, pl. n), ὁ ξένος ὁ ἀλλοδαπός, ὁ ἀλλόφυλος. ὁ ξενιζόμενος, ὁ ξένος [ὁ μουσαφίρης] e, f. ( n), ἡ ξένη., f. ( ) ἡ ξένη, ἡ ξενιτεία, ἡ ἀλλοδαπή, ἡ ξένη χώρα [ἡ ξενιτειά]
Μορφολογία η γιγάντισσα, η εισπρακτόρισσα, ηγεμονίδα?, o κοσμήτορας / η κοσμήτρια?, διαιτήτρια? αφιλάνθρωπος, αφιλοξενία, αφιλόδοξος, αφιλοχρήματος κρατικίστικος? staatsfreundlich
Μορφολογία κοσμητικά καλλυντικά ομφαλός vs. αφαλός ποδοβολή ~ ποδοβολητό αχρησία ~ αχρηστία Εθνικά: π.χ. Τουβαλoυανός (subst.), τουβαλουανός (adj.), ο τουβαλουανός ηθοποιός Συγκριτικός βαθμός: πιο vs. -τερος
Σύνταξη: function words PNS (2008) s.v. έχω : έχω <είχα> VERB trans ohne Aoriststamm έχω haben το έχω διαβάσει ich habe es gelesen τον είχα δει ich hatte ihn gesehen έχεις ψιλά; - δεν έχω hast du Kleingeld? - nein, ich habe keins
PNS (2008) I. haben <hat, hatte, gehabt> VERB trans 1. haben (besitzen): haben έχω kann ich bitte den Zucker haben? παρακαλώ, μπορώ να έχω τη ζάχαρη; vs. IV. haben <hat, hatte, gehabt>. VERB v aux hast du schon gegessen? έχεις φάει/έφαγες; wir hatten uns irgendwann schon mal gesehen κάποτε είχαμε ξαναειδωθεί
PNS (2008) σε 1 <σε+το(ν)=στο(ν), σε+τη(ν)=στη(ν), σε+τους=στους, σε+τις=στις, σε+τα=στα> [sɛ] PREP 1. σε (δηλώνοντας στάση): Είναι (πάνω) στο τραπέζι es ist auf dem Tisch etc. 2. σε (δηλώνοντας κίνηση): το έβαλα (πάνω) στο τραπέζι ich habe es auf den Tisch gestellt στο βουνό auf den Berg etc. 3. σε (χρονικά): Θα έρθει σε τρεις μέρες er wird in drei Tagen kommen ect. 4. σε (τροπικά): σ' αυτή την περίπτωση in diesem Fall σε σύγκριση με im Vergleich zu ect.
Triantafillidis (1998) σε [se] πρόθ 12. (προφ.) υπολογισμό κατά προσέγγιση: Πόσοι είχαν συγκεντρωθεί; Tους υπολογίζω / τους ανεβάζω ~ εκατό, όχι παραπάνω, περίπου εκατό. II1. συμπληρώνει την έννοια ρημάτων, ουσιαστικών ή επιθέτων. α. σε ρήματα με δύο αντικείμενα εκφέρει το αντικείμενο που δηλώνει πρόσωπο γενικά ισοδυναμεί με αναλυμένη γενική: ~ ποιον στέλνει τα γράμματα 15. (προφ.) με γενική κτητική, όταν παραλείπεται λέξη που δηλώνει χώρο, τόπο: Mένει στης πεθεράς / στης γιαγιάς / στων γονιών της, στο σπίτι της πεθεράς / της γιαγιάς / των γονιών της. Δουλεύει στου Παπαστράτου, στο εργοστάσιο του Στου Ψυρρή, στη συνοικία του
Αντωνυμίες με vs. εμένα (klitisch vs. volltönig) PRÄPSITIN + volltöniges Pronomen vs. *PRÄPSITIN + klitisches Pronomen, vgl. χωρίς εμένα vs. *χωρίς με.
Άλλα παραδείγματα die unterschiedlichen Funktionen zwischen Auxiliar-, Semiauxiliar-, Modalverben und Vollverben werden nicht unterschieden irgendwie explizit kenntlich gemacht; auch die Angabe von einem Valenzrahmen bei den Verben wäre ein weiteres Desideratum. ματατζής (οικ.), aber die Ausgangsbasis für diese Bildung, nämlich die Abkürzung Μ.Α.Τ. fehlt (vs. Μικρό λεξικό Μπαμπινιώτη genau umgekehrt);
ο Κοσταρικανός ποιητής etc. Komposita: Βασιλοσολωμός etc. Ähnliche Mängel weist die Behandlung vom Lemma από auf: hier haben wir einerseits eine inflationäre Verwendung von Lemma- Sektionen, auf der anderen Seite fehlt die ablativische Bedeutung in Verbindung mit dem possessiven Genitiv, wie beim Lemma se; PRÄPSITIN με πρόθεση με το που την είδα με χωρίς, με δίχως Valenzrahmen nicht beachtet vs. Μικρό λεξικό Μπαμπινιώτη: μοιάζω με το Γιάννη vs. ο Γιάννης με τη Μαρία = ο Γιάννης και η Μαρία (Konjunktion) μαζί με
PNS (2008) III. κάνω <έκανα, καμώθηκα, καμωμένος> VERB unpers δεν κάνει να καπνίζετε εδώ hier dürfen Sie nicht rauchen κάνει κρύο/ζέστη es ist kalt/heiß