Τα γυψάδικα Απόστολος Θηβαίος Φωτογραφίες από τον όρμο της Δραπετσώνας: Γιώργος Πρίμπας
Τα γυψάδικα
Πρώτη φορά γι αυτό το μέρος ήταν οι κουβέντες ενός φίλου που μεγάλωσε στην Δραπετσώνα. Μου περιέγραφε με σεβασμό τα τοπία εκείνης της συνοικίας. Κάποιος μου πε πως σήμερα τις νύχτες συρρέουν αλλοδαποί βουτηχτές απ τις γύρω περιοχές. Τα ψαράδικα αγοράζουν ακριβά το φρέσκο δόλωμα. Φθάσαν και εκεί οι έμποροι, λοιπόν και μεμιάς ο ποιητής προβάλλει και πάλι στην οδό Αχαρνών, ντυμένος ολόκληρη την ψυχή του. Το μικρό κορίτσι που κρατά είναι μια ιδέα που δεν μεγάλωσε ποτέ και η Αθήνα, με κήπους άλλωστε κρεμαστούς, που προχωρά στην ιστορία. Κάποτε στο μέλλον θ ανακαλύπτουν παντού θέατρα.
Η Δραπετσώνα, ξανάρχεται με τ οδοιπορικό ενός φίλου. Κάποτε ξανάγραψα πως άθελά του ο φίλος αυτός διασώζει την πόλη. Στην Δραπετσώνα είναι λοιπόν το τέλος της πόλης, η άκρη του κόσμου, το πεδίο που ενέπνευσε τον Τάσο Λειβαδίτη στους στίχους που έμελε να μείνουν στην ιστορία. Επειδή σε κάθε εποχή και σε κάθε Δραπετσώνα έζησαν ήρωες, άνθρωποι σκληροί και ωραίοι που πάλεψαν κόντρα στη μοίρα τους, κατοικώντας την άκρη ενός βράχου ή μια επικίνδυνη πιθανότητα. Αυτή η μικρή πόλη υπήρξε σύμβολο της πάλαι ποτέ εργατικής τάξεως, η οποία πολύ συνοπτικά περνά επί των ημερών μας στην ιστορία.
Όμως για μας τους νεότερους υπάρχει μια υποψία θαύματος και ονείρου στους στίχους του Λειβαδίτη. Η ελπίδα μιας άλλης Ελλάδας μας γνέφει από μακριά. Το φιλόδοξο πνεύμα εκείνης της εποχής θα αποδώσει στη στιγμή την δόξα της ποίησης, την επάρκεια της λαϊκής δημιουργίας όταν τροφοδοτείται από την πιο γνήσια και αυθεντική έκφραση. Είναι κάτι πέρα από τους κανόνες. Ας πούμε κάτι αντίστοιχο με το διαρκώς αναμορφωμένο υλικό της καθημερινής ομιλίας, των συνηθειών μας, το οποίο εντούτοις δεν παύει ν αξιολογείται με βάση ορισμένα μέτρα. Ε λοιπόν, έξω απ αυτά υφίσταται η Δραπετσώνα του ποιητή που ανακαλύπτει εντός της την ομορφιά μες στο φθινόπωρο και γίνεται μια διαχρονική άποψη της τρυφερής μας εκδοχής. Η Δραπετσώνα διαθέτει πια τη γοητεία του περιθωρίου. Ακόμη και όταν αυτό είναι ξεπερασμένο, μα πάντα γνήσιο.
Η περιοχή ανήκει στη λεγόμενη, βιομηχανική ζώνη. Έτσι δικαιολογείται απόλυτα η κατασκευή ογκοδέστατων δεξαμενών εκατέρωθεν του δρόμου που συνδέονται μ εναέριες μεθόδους. Εκεί ακριβώς οφείλεται η ύπαρξη ξαφνικών υψικάμινων, από μια παλιά μάντρα οικοδομικών υλικών. Οι παρατημένες βάρκες μαρτυρούν έναν πολιτισμό. Γιατί έτσι μόνο μπορεί να θεωρείται πια στις μέρες ο βαθύτατος δεσμός του σύγχρονου Έλληνα με τις αιγαιακές του ρίζες και η φυσική του τάση. Είναι βαμμένες με παραπάνω από δυο χρώματα και η αχρηστία δεν στοίχισε καθόλου στη ζωντάνια των συνδυασμών τους.
Οι παλιές μάντρες είναι σύνορα. Τις σηκώσαν πρόσφυγες. Ο καθένας τους έχει κουβαλήσει μια πέτρα, έχει συνεισφέρει με τη ζωή του σ αυτήν την πρόχειρη και ανθεκτική κατασκευή. Όλη την Ελλάδα τη σήκωσαν οι πρόσφυγες και ας ήρθαν ανεπιθύμητοι, θυσία στα κενά μηνύματα που χάνονται και κερδίζονται αδιάκοπα σ αυτόν τον τόπο. Η ιστορία της Δραπετσώνας είναι το τέλος της οδύσσειας και ταυτόχρονα η άρση της παρουσίας του ελληνικού στοιχείου μ έναν βίαιο και επώδυνο τρόπο. Γράφεται μες στο βίωμα του δράματος.
Η Δραπετσώνα έχτισε την Αθήνα. Σήμερα τίποτε δεν μαρτυρά την κατάχρηση εκείνων των ημερών. Οι γενιές εκείνες και οι μαρτυρίες τους έχουν χαθεί. Στις αναπαραστάσεις της περιοχής μ ερεθίζει ένα αίσθημα ησυχίας. Ίσως γιατί εκείνον τον τόπο τον βαραίνει ο κόπος της ζωής, η τραχύτητά της. Θα μπορούσε εκεί να υπάρχει σήμερα ένα μνημείο για τον καθημερινό αγώνα. Όπως και στην Ελευσίνα, την Κατερίνη, την Θεσσαλονίκη για να υπενθυμίζουν όλα ανεξαιρέτως το αστικό έπος όπως ακριβώς περιγράφεται μ αφορμή τον Δημήτρη Πικιώνη και την οικονομία του. Είναι ίσως και το θέμα του οράματος και της ποίησης που καθιστά ιερό αυτόν τον τόπο, γραφικό μ έναν τρόπο πιο εσωτερικό.
Οι αφηγήσεις έχουν πολλές μορφές σημειώνει ένας σύγχρονος λογοτέχνης. Η Δραπετσώνα λοιπόν είναι μια απ αυτές. Απόστολος Θηβαίος
"Τα Γυψάδικα", κείμενο: Απόστολος Θηβαίος Επιμέλεια και φωτογραφίες από τον όρμο της Δραπετσώνας: Γιώργος Πρίμπας Φλεβάρης 2015