1 Αριθμός Τεύχους:(15) Το προηγούμενο τεύχος του Φεβρουαρίου 2011 διατέθηκε σε 148 αντίτυπα. Με το παρόν ολοκληρώνεται ο τρίτος ετήσιος κύκλος έκδοσης του περιοδικού. Αριθμός Τευχών για το τρίτο έτος:(5)
Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (όπως προκύπτει από την εγκύκλιο επιστολή του προς τους επισκόπους Αιγύπτου και Λιβύης) Η εγκύκλιος επιστολή του Αθανασίου Αλεξανδρείας προς τους επισκόπους Αιγύπτου και Λιβύης είναι το πρώτο από τα αντιαρειανικά έργα του Αθανασίου που κυκλοφόρησε. Η επιστολή γράφτηκε μετά την τρίτη εκδίωξη του από την Αλεξάνδρεια την 9 η Φεβρουαρίου του 356 και πριν την εγκατάσταση εκεί ως επισκόπου του αρειανού Γεωργίου. Ο Άρειος για να στηρίξει την άποψή του περί δημιουργίας του Λόγου χρησιμοποιούσε το χωρίο των Παροιμιών (8,22): «Κύριος έκτισέ με αρχήν οδών αυτού». Η έκφραση, που χρησιμοποιούσε ο Άρειος, ότι ο Υιός επλάσθη προ χρόνων και αιώνων σημαίνει απλώς ότι δημιουργήθηκε προ των άλλων κτιστών πραγμάτων και όχι ότι ανήκει στη σφαίρα της αϊδιότητος ή του Θείου. Επιπλέον, κατά τον αιρεσιάρχη, ο Λόγος δεν δύναται να θεωρηθεί ως τέλειος Θεός, διότι έχει περιορισμένη γνώση, ούτε ορά ούτε γινώσκει τον Πατέρα, το δε σπουδαιότερο είναι και τρεπτός, όπως οι άνθρωποι. Κατά την κακοδοξία του Αρείου εφ' όσον ο Λόγος δεν είναι Θεός, πολύ περισσότερο ο Υιός, ο Ιησούς Χριστός, δεν είναι Θεός και μόνο καταχρηστικά δύναται να κληθεί κατ αυτόν τον τρόπο, όπως δύνανται να κληθούν και οι απλοί άνθρωποι, εφ' όσον φθάσουν σε ορισμένο σημείο πνευματικής και ηθικής τελειώσεως. Η επιστολή που εξετάζουμε μας διασώζει τη διδασκαλία του Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας σύμφωνα με την οποία ο Θεός είναι γεννήτωρ του Λόγου. Ο δε Λόγος είναι το πλήρωμα της θεότητας αυτού, είναι και συνυπάρχει στον Πατέρα του, και δια αυτού έγιναν τα πάντα. Κατά των Μ. Αθανάσιο ο Λόγος αποκαλύπτει εαυτόν και δι εαυτού τον Θεό, ούτως ώστε να παρέχεται ενιαία γνώσις του Πατρός και του Υιού και να επιτυγχάνεται η τέλεια γνώση. Σε απάντηση της κακοδοξίας ότι ο Υιός δεν γνωρίζει τον Πατέρα, ο Μ. Αθανάσιος παραθέτει από την Καινή Διαθήκη τις φράσεις: «Ουδείς γνωρίζει καλά τον Πατέρα, παρά ο Υιός» και «Όπως με γνωρίζει ο Πατήρ, το ίδιο και εγώ γνωρίζω τον Πατέρα». Από τη στιγμή, λοιπόν, που (α) ο Κύριος λέγει: «Όπως με γνωρίζει ο Πατήρ, το ίδιο και εγώ γνωρίζω τον Πατέρα» και (β) ο Πατήρ προφανώς γνωρίζει πλήρως τον Υιό άρα και ο Υιός γνωρίζει πλήρως τον Πατέρα. 2
Στη διδασκαλία του Μ. Αθανασίου περί του Τριαδικού Θεού μία ουσιώδης πραγματικότητα υφίσταται, ο τριαδικός Θεός, αυτάρκης και πηγή της αγαθότητας και της ζωής. Ευρισκόμενος στον χώρο του ακτίστου, είναι υπεράνω των χρονικών κατηγοριών και ως εκ τούτου δεν έχει «πρότερον και ύστερον». Ο Λόγος υφίσταται πάντοτε εντός του χώρου του ακτίστου και της αϊδιότητος και συνεπώς έκτος του χρόνου. Προ του Υιού, δηλαδή, δεν υφίσταται τίποτε το κτιστό, ούτε χρόνος ούτε ιστορία, αυτά υφίστανται από την δημιουργία του κόσμου ως δημιουργήματα και αυτά του Θεού. Ο Άγιος Πατήρ κατοχυρώνει αγιογραφικά το ότι ο Λόγος είναι αληθινό γέννημα του Πατρός. «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος» (Ιω.1,1). Η σχετική διδασκαλία του Μ. Αθανασίου αναφέρει πως ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι τέλειο γέννημα του Πατρός, γέννημα δε όχι κατά θέληση αλλά κατά φύση. Δεν προήλθε, διότι το θέλησε ο Πατήρ, αλλά διότι είναι μέσα στην φύση του Πατρός να γεννά τον Υιό και μέσα στην φύση τούτου να γεννάται. Αυτό δε ακριβώς συνιστά την διαφορά αυτού από τα κτίσματα. Είναι εικόνα και ομοίωση του Πατρός ενώ ο άνθρωπος είναι απλώς κατ εικόνα και καθ ομοίωσιν. Ο Λόγος είναι άναρχος και αυτός, όπως ο Πατήρ. Διαφέρει από τα κτίσματα κατά την ουσία και την φύση. Ο Μ. Αθανάσιος χρησιμοποιεί τις παραστάσεις της ακτίνας προς το φώς και του ρεύματος προς την πηγή για να δηλώσει την σχέση του Υιού προς τον Πατέρα. Η ακτίνα δεν αφαιρεί τίποτε από το φώς, ενώ υπάρχει εφ όσον υπάρχει φώς. Έτσι και ο Λόγος διαφέρει μεν από τον Πατέρα, αλλά προέρχεται από αυτόν, έχει ό,τι έχει ο Πατήρ και είναι μαζί με τον Πατέρα. Η ενότητα τους δεν είναι ηθική αλλά φυσική. Στη διδασκαλία του Μ. Αθανασίου η ενανθρώπηση του Λόγου αποτελεί το κορύφωμα της θείας οικονομίας. Ο Χριστός ενανθρώπησε, για να θεοποιηθούν οι άνθρωποι. Ο ενανθρωπήσας Λόγος έλαβε ανθρώπινη ψυχή και σώμα, αληθινά και τα δύο. Δεν ήλθε εις άνθρωπο, αλλά έγινε άνθρωπος. Ο Λόγος, ενώ έγινε άνθρωπος, έμεινε τέλειος Θεός. Και εις αυτόν ήταν και στα πάντα υπήρχε, και έξω από τα όντα ήταν και σε μόνον τον Πατέρα αναπαύονταν. Αυτό δε ήταν το θαυμαστό, ότι και ως άνθρωπος συμπεριφέρονταν και ως Λόγος ζωογονούσε τα πάντα και ως Υιός ήταν μαζί με τον Πατέρα. Έλαβε το θνητό σώμα, για να το καταστήσει αθάνατο με την ένωση. 3
Εκπροσωπώντας ολόκληρη την ανθρωπότητα και γενόμενος κατάρα, πέθανε πάνω στον σταυρό και λύτρωσε την ανθρωπότητα. Η σωτηρία του ανθρώπου είναι λογική κατάληξη της περί Λόγου διδασκαλίας του Μ. Αθανασίου. Αφού ο άνθρωπος είναι εικόνα του Λόγου, ο Λόγος ενανθρώπησε για να ανορθώσει την εικόνα του. 4 Ο Μ. Αθανάσιος στην επιστολή που εξετάζουμε αναφέρει πως στις Γραφές ο Λόγος ονομάσθηκε και δούλος, και παιδίσκης υιός, και αρνίο, και πρόβατο, λέχθηκε και ότι κόπιασε, και δίψασε, και κτυπήθηκε, και έπαθε. Αλλά όλα αυτά που λέγονται στις Γραφές έχουν μια εύλογη αιτία. Αυτή είναι ότι ο Λόγος έγινε άνθρωπος και Υιός ανθρώπου, όταν έλαβε την μορφή του δούλου, η οποία είναι η ανθρώπινη σάρκα. «Ο Λόγος σαρξ εγένετο» (Ιω.1,14). Ολοκληρώνοντας την σκέψη του ο άγιος πατήρ επισημαίνει πως δεν πρέπει να σκανδαλίζονται μερικοί από το παθητό του Ιησού Χριστού, διότι ως τέλειος άνθρωπος του αρμόζει να κτίζεται, να γίνεται, να πλάσσεται, να κουράζεται, να πάσχει, να αποθνήσκει, να αναστήνεται εκ νεκρών. Εν κατακλείδι, ο Λόγος έχει όλα όσα ανήκουν στον Πατέρα, το αΐδιο, το άτρεπτο, την ομοιότητα με αυτόν κατά πάντα και σε όλα. Δεν είναι προηγούμενος ή ύστερος, αλλά συνυπάρχει με τον Πατέρα. Δεν κτίζεται διότι, επειδή είναι όμοιος κατά την ουσία με τον Πατέρα, δεν είναι δυνατόν να είναι κτιστός, αλλά κτίστης.
Ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσίν» Του. Και βεβαίως «θάνατον ουκ εποίησεν», αλλά το πρωταρχικό θέλημα Του για τον άνθρωπο ήταν να ζήσει «επ' αφθαρσία». Ο πρωτόπλαστος όμως υπερηφανεύθηκε για τη βασιλική του εξουσία πάνω στον κτιστό κόσμο και υπέπεσε στον πειρασμό που του εισηγήθηκε ο εχθρός: να γίνει θεός, χωρίς να υποταγεί στην εντολή του Θεού, χωρίς να εξαρτάται από κανένα, τελικά χωρίς Θεό. 5 Και τότε συνέβηκε η κοσμική συμφορά και τραγωδία. Με την παράβαση της εντολής ο Αδάμ έχασε την κατά φύση επιθυμία και τη ζωοποιό θεωρία του Θεού που είχε, και με τις αισθήσεις προσκολλήθηκε στον αισθητό κόσμο. Άρχισε τότε να εισχωρεί στη ζωή του η παρά φύση ηδονή. Βυθίστηκε εκούσια σε ζοφώδη άβυσσο και έγινε, σύμφωνα με τον Γέροντα Σωφρόνιο Σαχάρωφ, πνευματικά τυφλός και ανίκανος να διακρίνει την παρουσία της υπερηφάνειας στις κινήσεις του νου και της καρδιάς. Τα παθήματα και ο θάνατος προσφέρονται από τον Θεό στον άνθρωπο ως νέο δένδρο της γνώσεως του καλού και του κακού. Ανάλογα με την αντιμετώπιση τους από τον τελευταίο αποβαίνουν πηγή ένδοξης ζωής ή αιτία αιώνιας απώλειας. Έχουν αιώνια αξία, όταν γίνονται δεκτά με πίστη και εμπιστοσύνη στο θέλημα του Θεού. Είναι όμως ολέθρια, όταν βιώνονται με μοιρολατρικό τρόπο ως φυσικά. Την οδό της ορθής αποδοχής του θανάτου, σύμφωνα με την εντολή του Θεού, έδειξε στον κόσμο ο Χριστός. Δεχόμενος εκούσια τον αναίτιο και άδικο θάνατο ως αναμάρτητος, χάριν της εντολής της αγάπης για τον Θεό και τον άνθρωπο, μετέβαλε το θάνατο σε κατάκριμα του θανάτου και τον εξάλειψε με την ανάστασή Του. Με την ενανθρώπηση, το θάνατο και την ανάσταση Του εγκαινίασε ένα νέο νόμο για τον άνθρωπο: Ό,τι δεν έχει προπομπό την ηδονή των αισθήσεων, ό,τι είναι εκούσιο και σύμφωνο με την εντολή του Θεού, και συνεπώς αναμάρτητο, αυτό νικά το θάνατο που ακούσια
κληρονόμησε από την πτώση των πρωτοπλάστων. Γι' αυτό τα παθήματα και ο θάνατος του άνθρωπου, όταν μοιάζουν κατά τη φύση τους με το πάθος και το θάνατο του Χρίστου, γίνονται δεκτά από τον Θεό και οδηγούν στην κατάκριση του θανάτου και την ανάσταση. Ο Γέροντας τονίζει ότι η υπερηφάνεια, της οποίας την παρουσία αποκαλύπτει η χάρη του Αγίου Πνεύματος, είναι ο «κακοήθης όγκος, όστις επιφέρει τον θάνατον». Η θανατηφόρος ηδονή που προσφέρει η εωσφορική υπερηφάνεια της αυτοθεώσεως είναι δυνατόν να αιχμαλωτίσει τον άνθρωπο και να τον καταστήσει παράφρονα και δέσμιο του άδη. Στο σκοτάδι του άδη ο άνθρωπος αποχωρίζεται από τον Θεό της αγάπης και νεκρώνεται πνευματικά. Ο θάνατος λοιπόν είναι γέννημα της υπερηφάνειας και έκπτωση από τον Θεό της αγάπης. Η κατάσταση αυτή του πνευματικού θανάτου παγιώνεται στη συνέχεια, όταν ο άνθρωπος επιδοθεί στις ψυχοφυσικές απολαύσεις και την άνεση του παρόντος αιώνος. Υπάρχει τότε το ενδεχόμενο να ατροφήσει τελείως πνευματικά, σε βαθμό που να μην μπορεί πια να πιστέψει στον Χριστό και στη σωτηρία του διά της αναστάσεως. Τούτο αποτελεί την πνευματική ουσία της απογνώσεως πού γεννά η ακηδία της απιστίας και οδηγεί στην αυτοκαταδίκη σε πλήρη μετά θάνατο εκμηδένιση. Η νίκη κατά του θανάτου πραγματοποιήθηκε στο Πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Αυτός ανέλαβε εκούσια και αναμάρτητα το δίκαιο από την αμαρτία θάνατο μας και τον κατήργησε με το δικό Του άδικο θάνατο, σώζοντας όλο τον κόσμο. Ο ίδιος δρόμος προτείνεται σε κάθε άνθρωπο πού θέλει να καταφέρει νίκη εναντίον πρώτα του δικού του θανάτου και έπειτα εκείνου των συνανθρώπων του. 6 Ο φόβος του θανάτου που ανακαλύπτει ο άνθρωπος στη φύση του γίνεται πηγή δυνάμεως για ολοκληρωτική μετάνοια. Τα παθήματα και οι θυσίες, στα οποία υποβάλλεται ο άνθρωπος κατά τη μετάνοια του, είναι η «καθ' υπερβολήν οδός» (Α Κορ.12,31) που οδηγεί τον άνθρωπο στην, κατά δύναμην, εξομοίωσή του προς τον Χριστό. Με άλλα λόγια ο εκούσιος θάνατος νικά τον ακούσιο θάνατο που κληρονόμησε από την προπατορική αμαρτία. Πριν το σωματικό θάνατο έχει ο μετανοημένος άνθρωπος, κατά τον Γέροντα Σωφρόνιο, διπλή πείρα «και του άδου και της αναστάσεως».