ΓΙΟΥΓΚΕΡΜΑΝ Μ. Καραγάτσης Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ Ο Μ. Καραγάτσης (φιλολογικό ψευδώνυμο του Δημ. Ροδόπουλου) είναι ένας από τους πισ προικισμένους συγγραφείς της γενιάς του 30. Γεννήθηκε στις 23 Ιουνίου του 1908 στην Αθήνα. Πατέρας του ήταν ο Γ. Ροδόπουλος, δικηγόρος από τη Λάρισα και μητέρα του η Ανθή Μουλούλη από τον Τύρναβο. Τα μαθήματα του Δημοτικού Σχολείου τα παρακολουθεί στη Λάρισα. Τελειώνει τις γυμνασιακές του σπουδές στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια εγγράφεται ως φοιτητής Νομικής στο πανεπιστήμιο της Grenoble. Μετά από ένα χρόνο επιστρέφει στην Αθήνα, όπου συνεχίζει σπουδές. Το 1930 παίρνει πτυχίο Νομικών Επιστημών και το 1931 πτυχίο Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών. Στη συνέχεια εργάζεται για δέκα χρόνια ως νομικός σύμβουλος σε ασφαλιστική εταιρεία του Πειραιά. Σε όλο αυτό το διάστημα ασχολείτο και με τη λογοτεχνία. Στα 1946 αναλαμβάνει τη θεατρική κριτική στην εφημερίδα Βραδυνή και στα 1952 αρχίζει να εργάζεται σε διαφημιστική εταιρεία της Αθήνας. Στα 1958 παθαίνει σοβαρή καρδιακή προσβολή και στις 14 Σεπτεμβρίου του 1960 πεθαίνει. Πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία με το διήγημα «Η κυρία Νίτσα» που βραβεύτηκε στο διαγωνισμό της «Νέας Εστίας» το 1929. Γνωστός όμως άρχισε να γίνεται με το πρώτο του μυθιστόρημα «Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν», που δημοσιεύτηκε το 1933. Στη συνέχεια ακολούθησε ένας χείμαρος μυθιστορημάτων και διηγημάτων, που συνεχίστηκε ως το θάνατό του. Μάλιστα το τελευταίο του μυθιστόρημα «Το 10» έμεινε μισοτελειωμένο. Ο Καραγάτσης υπήρξε πολυγραφότατος. Χαρακτηριστικά του έργου του είναι η πλούσια μυθοπλαστική φαντασία, ο νατουραλισμός, ο σεξουαλισμός, η κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα, ένα πνεύμα νιχιλιστικής απαισιοδοξίας, το χιούμορ το γεμάτο ειρωνεία και σαρκασμό. Ο κριτικός Α. Σαχίνης σημειώνει: «Ο Καραγάτσης είναι συγγραφέας γήινος, αγγίζοντας από κοντά τα πράγματα και ψάχνοντας επιδέξια την ανθρώπινη σάρκα στέκεται στην ύλη. Ενσαρκώνει τον αντίθετο ακριβώς τύπο από εκείνον που αποκαλούμε διανοητικό συγγραφέα, ό,τι ονομάζουμε «πνεύμα» είναι ξένο προς την αφηγηματική του πεζογραφία. Είναι ένας πεζογράφος φλογερός, μια ιδιοσυγκρασία τραχία, και η συγγραφική του δραστηριότητα κατευθύνεται προς τη θεώρηση ενός κόσμου απογυμνωμένου από κάθε εξιδανικευτική προσπάθεια ή αποπνευμάτωση [...] Ο Καραγάτσης είναι πεζογράφος κατά κύριο λόγο περιγραφικός. Θαυμάσιες είναι οι περιγραφικές του εξωτερικού κόσμου ιδίως του φυσικού τοπίου, στις διάφορες εποχές και ώρες, με τις οποίες αποδίδει χρωματικά την ατμόσφαιρα ως τις πιο λεπτές μεταβολές της και δημιουργεί το κατάλληλο περιβάλλον, όπου θα νικήσει τα πρόσωπά του. [...] Προχωρεί με βέβαια βήματα και προς την περιοχή της ψυχογραφίας. Ωστόσο, η ψυχογραφική του προσπάθεια είναι κι αυτή περιγραφική δεν επιμένει στον εσωτερικό κόσμο των προσώπων του, για να μας δώσει αναλυτικά, εξελικτικά, τα μέσα στρώματα της ψυχής τους. Τα πρόσωπα παρουσιάζουν την ιδιομορφία τους από το αντικαθρέπτισμα των ψυχικών τους αντιδράσεων πάνω στα πράγματα και τα περιστατικά που
τους περιτριγυρίζουν η ψυχολογία τους απορρέει από την εξωτερική τους συμπεριφορά και από την εξέλιξη της δράσης. «Το συναξάρι των αμαρτωλών», «Νυχτερινή ιστορία», «Η μεγάλη λιτανεία», «Ο συνταγμάρχης Λιάπκιν», «Η Μεγάλη Χίμαιρα», «Γιούγκερμαν», «Ο κοτζάμπασης του Καστρόπυργου», «Ο μεγάλος ύπνος», «Αίμα χαμένο και κερδισμένο», «Βασίλης Λάσκας», «Ο κίτρινος φάκελος», «Σέργιος και Βάκχος». ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ Ο Γιούγκερμαν είναι το τρίτο μυθιστόρημα του Καραγάτση προηγήθηκαν «Ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν» (1933) και η «Χίμαιρα» (1936). Είναι το μεγαλύτερο μυθιστόρημα του συγγραφέα, πάνω από εξακόσιες σελίδες, και εκδόθηκε το 1938. Είναι πολυσύνδετο μυθιστόρημα, που εξιστορεί τη ζωή ενός Φιλανδού αξιωματικού του ρωσικού στρατού, που φτάνει μετά την Οκτωβριανή επανάσταση στη Ρωσία το 1917. Μέσα από την εξιστόρηση της ζωής του ήρωα, του Βασίλη Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν, ο Καραγάτσης βρίσκει την ευκαιρία να δώσει μια εικόνα της αστικής τάξης στην Ελλάδα μετά το 1920 καθώς και ένα πλήθος άλλων στοιχείων κοινωνιολογικού χαρακτήρα. Οι κοινωνικές του αναφορές, με έντονη τη σαρκαστική διάθεση, φανερώνουν βαθιά γνώση του αντικειμένου. Το ΠΠΕΡ437 Ο Βασίλης Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν είναι νόθος γιος μιας Φιλανδής αστής με εκφυλιστικές τάσεις και ενός Γάλλου τυχοδιώκτη. Έρχεται πρόσφυγας στην Ελλάδα μετά την επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης. Η προηγούμενη ζωή του, γεμάτη ύποπτες και εγκληματικές δραστηριότητες, του εξασφάλισε αρκετά καλή οικονομική βάση. Με τον ερχομό του εγκαθίσταται στον Πειραιά, σκοπεύοντας να αποκτήσει με κάθε τρόπο τις οικανομικές προυποθέσεις που θα επέτρεπαν να συνεχίσει την έκλυτη ζωή του με κάποια όμως κοινωνική καταξίωση. Αρχικά προσπαθεί να εισχωρήσει στο χώρο του λάθρεμπορίου των ναρκωτικών και έρχεται σε επαφή με φοβερούς ανθρώπους του πειραιώτικου υπόκοσμου. Διαπιστώνει όμως ότι ο δρόμος είναι κλειστός και ύστερα στρέφεται στο χαρτοπαίγνιο, μια και στο παρελθόν ήταν δυνατός τζογαδόρος. Γρήγορα διαπιστώνει ότι σ αυτόν τον τομέα τα πράγματα δεν είναι εύκολα. Μετά από λίγο καιρό καταφέρνει να προσληφθεί στην Τράπεζα Εμπορικών Παροχών, χειριζόμενος με διπλωματικό τρόπο το θέμα της πρόσληψής του με το διευθυντή του υποκαταστήματος. Καταφέρνει έτσι να εξασφαλίσει ένα πολύ καλό μισθό και ιδιαίτερα ευοίωνες προοπτικές εξέλιξης. Ενώ όμως ο Γιούγκερμαν είναι άψογος στο χώρο της δουλειάς του, εξακολουθεί να είναι αχαλίνωτος στην ιδιωτική του ζωή. Διαλέγει τις παρέες του από τύπους του υπόκοσμου του Πειραιά, μεθάει και διασκεδάζει με γυναίκες του λιμανιού σε κακόφημα κέντρα. Ξαφνικά μια σημαντική καμπή σημειώνεται στη ζωή του, όταν γνωρίζει το Μιχάλη Καραμάνο, διάσημο συγγραφέα και στενό συνεργάτη του στην Τράπεζα. Ο Γιούγκερμαν τον καλεί κάποια μέρα στο σπίτι του, για να φάνε μαζί. Μετά το φαγητό ανοίγουν συζήτηση
γύρω από κάποια φράση από ένα βιβλίο του Καραμάνου. Ο σκληρός και κυνικός ήρωας νιώθει για πρώτη φορά να ξυπνούν μέσα του προβληματισμοί και πνευματικές αναζητήσεις πρωτόγνωρες. Ανοίγει την καρδιά του στον Καραμάνο, αυτόν τον πνευματικό άνθρωπο που η γνώση τον έχει οδηγήσει σε μια διαφορετική θεώρηση της ζωής κριτική και πεσιμιστική. Μιλούν για την οικογένεια, τις ανθρώπινες σχέσεις, την αγάπη, έννοιες άγνωστες μέχρι τώρα στο Γιούγκερμαν. Η συνάντηση αυτή εγκαινιάζει μια φιλία και ταυτόχρονα την αρχή μιας καινούργιας ζωής για το Γιούγκερμαν, όπου θα αναζητήσει τη χαρά στη ζεστή ανθρώπινη παρουσία. ημετά από λίγο γνωρίζει και την αληθινή αγάπη στο πρόσωπο της Βούλας Παπαδέλη, μιας όμορφης κοπέλας από φτωχή μικροαστική οικογένεια. Η ζωή της είναι μαρτυρική: δέχεται πιέσεις από την οικογένειά της να παντρευτεί τον ψυχίατρο Γιώργο Μάζη, που η ίδια δε θέλει πια. Προσπαθώντας να αποτρέψει ή έστω να αναβάλλει το γάμο, ζητάει από το Μάζη προθεσμία 6 μηνών για να του απαντήσει οριστικά και να μπορεί ακόμη αυτό το διάστημα να συναντήσει το Γιούγκερμαν. Η ζωή της σ αυτό το διάστημα κυλάει βασανιστικά ανάμεσα στις πιέσεις των γονιών της και τις επίμονες -και ενοχλητικές γι αυτήν- επισκέψεις του αρραβωνιαστικού της. Μόνη όαση και παρηγοριά οι συναντήσεις με τον αγαπημένο της, στον οποίο αποφασίζει τελικά να αποκαλύψει την όλη κατάσταση και την απόφασή της να παντρευτεί τον ψυχίατρο. Ο Γιούγκερμαν ετοιμάζεται να τη ζητήσει ο ίδιος σε γάμο, τα πράγματα όμως παίρναυν άλλη τροπή μετά από ένα φοβερά βίαιο καυγά με τους δικούς της κάνει αιμόπτυση. Οι γιατροί ανακαλύπτουν ότι πάσχει από καλπάζουσα φυματίωση. Ένα μήνα αργότερα πεθαίνει. Ο θάνατός της συγκλονίζει το Γιούγκερμαν και σημαδεύει ανεξίτηλα τη ζωή του. Τον ίδιο καιρό ο Μιχάλης Καραμάνος, ο αγαπημένος φίλος του Γιούγκερμαν, παραφρονεί και κλείνεται σε φρενοκομείο. Ο Γιούγκερμαν, που έχει πια εκλεγεί Γενικός Διευθυντής στην Τράπεζα, πηγαίνει στο Δρομοκαΐτειο και τον επισκέπτεται. Βρίσκεται σ ένα άνετο δωμάτιο, η κατάστασή του όμως είναι οικτρή: αυτό το μεγάλο μυαλό, αυτός ο υπέροχος άνθρωπος έχει καταντήσει ένας σάρκινος όγκος με νεκρή ψυχή και άδειο μυαλό. Ο Γιούγκερμαν δοκιμάζει βαθιά θλίψη και μελαγχολία μπροστά στην εικόνα του φίλου του, νιώθει την ανάγκη να κλάψει και τελικά ξεσπάει σε λυγμούς. Επιστρέφοντας με το αυτοκίνητο στην Αθήνα και βλέποντας την πόλη από ψηλά, διαπιστώνει πόσο ανόητο και μάταιο ήταν το κυνήγι των απολαύσεων στο οποίο είχε επιδοθεί, ανακαλύπτει το αδιέξοδο της ζωής που έζησε και τώρα τελικά συνειδητοποιεί την αξία της φράσης από το βιβλίο του Καραμάνου: «Η μοίρα των ανθρώπων είναι ο θάνατος». ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ-ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ 1. φαρμακευτικά προϊόντα: σημαίνει την ενασχόληση με το εμπόριο ναρκωτικών. 2. φυτοζωούσαν: ζούσαν με οικονομικές δυσκολίες, στερημένα. 3. αβάντα: προσόντα, κέρδη. 4. πόστα: οι καλές θέσεις που αποφέρουνε μεγάλα κέρδη. 5. απουιφάδιοι: υπολλείμματα, απομεινάρια. 6. τράκαρε: έπιανε. 7. σιγουράντζα: ασφάλεια, σιγουριά. β. Ερμηνευτικά Γλωσσικά σχόλια
4398. καμώθηκε: προσποιήθηκε. 9. πλιατσικολογούσε: λεηλατούσε, άρπαζε ό,τι έβρισκε. 10. ζογαδόρος: χαρτοπαίκτης. 11. τα κότσια: οι δυνάμεις. 12. εσαούλ: διοικητής ίλης ιππικού, ίλαρχος. 13. αψεγάδιαστα: πολύ καλά. 14. κανόνας sine quα non: απαραίτητος, αναγκαίος, «εκ των ων ουκ ανευ». 15. ούλτιμο: τελευταίο. 16. λέρα: άνθρωπος πολύ πονηρός και επικίνδυνος. 17. τράχωμα: αρρώστια των ματιών. 18. τενόρος: τραγουδιστής της όπερας. 19. λαγνεία: φιληδονία. 20. έσμιξαν τα χνώτα τους: ταίριαξαν. 21. λιμασμένοι: πεινασμένοι. 22. αράζοντας σε εξωτικά λιμάνια-ραφήνα και Σκαραμαγκά: ο χαρακτηρισμός φαίνεται αστείος στη σημερινή εποχή. Κι όμως, πριν από 60 χρόνια -την εποχή που διαδραματίζονται τα γεγονότα του μυθιστορήματος- και οι δύο αυτές περιοχές θεωρούνταν «εξωτικά λιμάνια» που μόνο οι πολύ πλούσιοι μπορούσαν να πλησιάσουν. 23. ίσμπα (λ. ρώσ,): καλύβια χωρικού. 24. μουζίκοι: χωρικοί που εργάζονταν στα κτήματα των πλουσίων, δουλοπάροικοι. 25. τα χρειώδη: τα απαραίτητα τα αναγκαία. 26. Αν κοιμόμουν το μεσημέρι... τρίωρό της νύχτας: ο Μιχ. Καραμάνος υποφέρει από αυπνίες, που έχουν κλονίσει σοβαρά την ψυχική του υγεία. 27. σβελτέτσο: σβελτάδα, γρηγοράδα. 28. Και γιατί να μην έχω;... Τι μου λείπει: φαίνεται εδώ καθαρά ο χαρακτήρας του Γιούγκερμαν και οι στόχοι που είχε βάλει στη ζωή του, στόχοι που είχαν όλοι υλική υπόσταση. 29. κανόνισαν: άδειασαν, τελείωσαν. 30. ταμπής: αυτός που φτιάχνει τον καφέ στα καφενεία. 31. Βαλκυρίες: ποιμενικές θεότητες της σκανδιναυικής μυθολογίας στην υπηρεσία του θεού Ουτίν και της Φρένας. 32. τρακτίρι (λ. ρωσ.): η ταβέρνα. 33. ντουζίνα: δωδεκάδα. 34. μπάγης: δήμιος. 44035. μπαταξίδικη: χωρίς πίστη, αυτή που δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της. 36. παναιόνα: κακόφημο σπίτι. 37. Και γω... για εφτά χιλιάρικα το μήνα: ο διανοούμενος Καραμάνος αποδοκιμάζει εδώ «τη μίσθια» δουλειά που κάνει και φαίνεται καθαρά το πόσο την απεχθάνεται. 38. Πώς να μασήσεις... θα σφηνωθεί και στην καρδιά της μάνας του: ο Μ. Καραμάνος ομολογεί ότι το μόνο πράγμα που τον κρατάει στη ζωή εμποδίζοντάς τον αυτοκτονήσει είναι η αγάπη για τη βασανισμένη μητέρα του. Ο Γιούγκερμαν δεν έχει νιώσει ποτέ την οικογενειακή αγάπη και τον ακούει παραξενεμένος, χωρίς να μπορεί να κατανοήσει το άγνωστο γι αυτόν συναίσθημα. 39. χαμαιτυπεία: πορνεία, κακόφημα κέντρο. 40. ολίσθημα: παραπάτημα, γλίστριμα (η λ. χρησιμοποιείται εδώ μτφ. με την έννοια του ηθικού παραστρατήματος). 41. άτρωτο: αυτό που δε μπορεί να πληγωθεί. 42. στωικισμός: καρτερία, μεγάλη υπομονή. 43. βαλσαμικά κύματα: κύματα ανακούφισης, ηρεμιστικά, γιατρευτικά.
44. ιερεμιάδες: θρήνοι χωρίς πραγματική αιτία. 45. με την αγωνία που τη σύνεχε: με την αγωνία που την κατείχε. 46. οχετός: βόθρος. 47. καπηλικά: πρόστυχα, άσχημα. 48. Ο Βάσιος τον κοιτούσε... ανόητος σάρκινος όγκος: η τρέλα έχει μεταμορφώσει ολόκληρωτικά το Μιχ. Καραμάνο. Η κατάστασή του συνεχώς επιδεινώνεται. Ο Γιούγκερμαν ταράζεται κάθε φορά που τον επισκέπτεται, μη μπορώντας να συνειδητοποιήσει την τραγική κατάληξη αυτού του μεγάλου πνεύματος, του ανθρώπου που στάθηκε ο πνευματικός καθοδηγητής του. Στο δωμάτιο του φρενοκομείου βρίσκεται ένας άνθρωπος, που μόνο το όνομα θυμίζει το φημισμένο διανοούμενο η φοβερή αρρώστια του παρέλυσε το νου, του διέλυσε την ψυχή και παραμόρφωσε ακόμη και το σώμα του. 49. Δρομοκαΐτειον: το φρενοκομείο του Δαφνιού. 50. νεκροταφείων: ο Βάσιας πριν έλθει εδώ είχε πάει στο νεκροταφείο, όπου ήταν θαμμένη η Βούλα. Εκεί είχε γνωριστεί με το φύλακα, που του επέτρεπε την είσοδο οποιαδήποτε ώρα. 51. Πάκαρ: η μάρκα του αυτοκινήτου του Γιούγκερμαν. 52. νεόχριστος: αυτός που έχει μόλις χριστεί, που έχει μόλις καταλάβει κάποιο αξίωμα, ο νεοκλεγμένος. ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ 441 Κυρίαρχη ιδέα του όλου έργου είναι ότι η οικονομική επιτυχία και η θυσία κάθε άλλου συναισθήματος, οράματος ή ιδέας ποτέ δεν οδηγεί στην ευτυχία. Μέσα σ έναν κόσμο χωρίς αυθεντικές αξίες, ούτε η δράση και τα προσωπικά επιτεύγματα ούτε τα μεγάλα πάθη και η ικανοποίηση των ενστίκτων μπορούν να δώσουν κάποιο νόημα στη ζωή, που οδηγείται τελικά σε αδιέξοδο. Η ιδέα αυτή ενσαρκώνεται στην περίπτωση του ήρωα του μυθιστορήματος, του Γιούγκερμαν, τύπου αδίστακτου, ωμού και κυνικού, που χρησιμοποιεί χωρίς κανένα ηθικό ενδοιασμό όλα τα μέσα που μπορούν να τον οδηγήσουν στο γρήγορο κέρδος και την κοινωνική άνοδο. Οι ηθικές αρχές και οι πνευματικές αναζητήσεις του είναι άγνωστες και είναι ευχαριστημένος από την έκλυτη και γεμάτη απάτες και αυταπάτες ζωή του. Η γνωριμία του και η ουσιαστική φιλία του με το Μιχ. Καραμάνο αποτελεί το κλειδί για τη μεταστροφή του χαρακτήρα του. Οι μέχρι τώρα θεωρίες του για τη ζωή αναιρούνται, ανοίγονται καινούργιοι ορίζοντες αναζητήσεων και αφυπνίζονται τα ευγενικά του συναισθήματα, που βρίσκονταν φυλακισμένο από τα πάθη στο βάθος της ψυχής του. Η γνωριμία του με την αληθινή αγάπα, η φιλία, η ανθρώπινη επαφή πλουτίζουν τη ζωή του. Μέσα σε λίγο όμως καιρό ο πύργος της ευτυχίας του γκρεμίζεται από τα αναπάντεχα χτυπήματα της μοίρας και χάνει όλα αυτά που έδιναν κάποιο νόημα στην ύπαρξή του. Και τότε έρχεται αντιμέτωπος με φοβερό αδιέξοδο η επαγγελματική του καταξίωση -όσο εντυπωσιακή και αν είναιη οικονομική επιτυχία και οι υλικές απολαύσεις δεν του προσφέρουν καμιά ικανοποίηση ούτε γεμίζουν την άδεια ζωή του. Το κενό που νιώθει είναι τεράστιο. Η αρχική απεριόριστη ενεργητικότητά του και οι μεγάλες του φιλοδοξίες δίνουν οριστικά πια τη θέση τους στη θλίψη και στην απελπισία, που πηγάζει από τη συνειδητοποίηση της ματαιότητας όλων των υλικών αποκτημάτων. Ο γεμάτος εφηβική ζωντάνια άντρας που παρουσιάζεται στην οργή του μυθιστορήματος, είναι τώρα ένας άνθρωπος με γερασμένη ψυχή, απελπισμένος και απογοητευμένος. Αντιλαμβάνεται τελικά τη σημασία της φράσης του αγαπημένου του φίλου. «Η Μοίρα των ανθρώπων είναι ο θάνατος».
Ο θάνατος, που δεν είναι ανάγκη να είναι πάντα βιολογικός γιατί η ζωή του σώματος δεν έχει καμία αξία, όταν η ψυχή έχει πια νεκρωθεί. ΕΝΟΤΗΤΕΣ 1η ενότητα: «Πρώτη του σκέψη... τα κότσια του δεν ήταν τόσο γερά»: Προσπάθεια του Γιούγκερμαν για ύποπτες επιχειρήσεις μετά την άφιξή του στην Ελλάδα και την εγκατάστασή του στον Πειραιά. 2η ενότητα: «Καλημέρα κύριε κόμη,.. να πάρει προκαταβολή»: Πρόσληψη τον ήρωα στην Τράπεζα Εμπορικών Παροχών. 3η ενότητα: «Σ αυτά τα γλέντια... σε τιμές αστρονομικές»: Οι παρέες και οι διασκεδάσεις του Γιούγκερμαν. 4η ενότητα: «Αν δε βαριέσαι... θα το μάθεις κι αυτό»: Ο Γιούγκερμαν γνωρίζεται με το Μιχ. Καραμάνο, εγκαινιάζοντας μια βαθιά φιλία που θα αλλάξει ριζικά την έως τότε προσωπικότητά του. 5η ενότητα: «Είχε όμως μέσα σ αυτό το μαρτύριο... αφού είχει το δίκιο με το μέρος του»: Oι οδυνηρές στιγμές της Βούλας Παπαδέλη στο σπίτι της εξαιτίας της πίεσης των δικών της να παντρευτεί το Γιώργο Μάζη. 6η ενότητα: «Κόλησαν γοργά πάνω στην άσφαλτο... η Μοίρα των ανθρώπων είναι ο θάνατος»: H τελευταία επίσκεψη του Γιούγκερμαν στο φρενοκομείο, όπου νοσηλεύεται ο φίλος του συνειδητοποίηση της ματαιότητας των υλικών αγαθών. ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΕΧΝΟΤΡΟΠΙΑ 1. Γλώσσα: Η γλώσσα των αποσπασμάτων είναι η δημοτική. Πρέπει όμως να επισημάνουμε την χρήση λέξεων ή εκφράσεων ανάλογων κάθε φορά με τα περιβάλλοντα στα οποία διαδραματίζονται οι σκηνές που περιγράφονται. Εκφράσεις, όπως αυτές του πρώτου αποσπάσματος ή του τρίτου (εκφράσεις του υπόκοσμου) ή ακόμη αυτές του δεύτερου αποσπάσματος, όπου η δράση ξετυλίγεται σ ένα καθαρά αστικό περιβάλλον (εκφράσεις γεμάτες διπλωματική ευγένεια, τακτ και κολακεία). 2. Τεχνική: Η τεχνική παρουσίαση είναι ελκυστική χάρη στην ρεαλιστική αφήγηση και στο ρεαλισμό της περιγραφής (με τη σαφή αναφορά λεπτομερειών από τη ιζωή των ηρώων, τη σκέψη, τις κινήσεις τους, τους διάφορους χώρους), που προσδίδει ζωντάνια και αμεσότητα. 3. Τόνος: Ο λυρικός τόνος είναι εμφανής στο 5ο και 6ο απόσπασμα, όπου γίνεται αναφορά στο ξύπνημα της αγάπης στη ζωή του Γιούγκερμαν και στον πόνο που του προκάλεσε η εικόνα του φίλου του. 4. Ύφος: Το ύφος ποικίλει. Στο πρώτο και τρίτο απόσπασμα, που περιγράφονται οι διασυνδέσεις του Γιούγκερμαν με τους ανθρώπους του πειραιώτικου υπόκοσμου, το ύφος είναι αναλυτικό περιγραφικό, με επιμονή στις μικρές χαρακτηριστικές λεπτομέρειες που αναφέρονται στην εμφάνιση, τους τρόπους και το χαρακτήρα αυτών των τύπων. Στο δεύτερο απόσπασμα είναι διάχυτη στο ύφος η ειρωνική διάθεση απ τη μεριά του αφηγητή, ενώ ο συνεχής σχολιασμός στο κείμενο δημιουργεί ύφος ελαφρό, που φανερώνει κάποια δημοσιογραφική προχειρότητα στη γραφή. Στο τέταρτο απόσπασμα ο ζωντανός διάλογος ανάμεσα στον Καραμάνο και του Γιούγκερμαν δημιουργεί ύφος απλό και γρήγορο, ενώ στο πέμπτο απόσπασμα, που είναι γεμάτο αισθηματισμό, το ύφος του πολλές φορές γίνεται μελοδραματικό. Το τελευταίο απόσπασμα είναι και το πιο ποιοτικό από λογοτεχνική
άποψη. Το ύφος εδώ είναι σοβαρό και εναρμονίζεται απόλυτα με την τραγικότητα του περιεχομένου της σκηνής. 5. Εκφραστικά μέσα: α. Κοσμητικά επίθετα: αψεγάδιαστα γαλλικά, αριστοκρατική διάρθρωση, αποτρόπαιη κοινωνική ανατροπή, καταχθόνιες απειλές, κακόγουστο και άνοστο γλέντι, ξωτικά λιμάνια, κούφια φιλοσοφική μορφή μεγαλόσχημη και μπαταξίδικη εταιρεία, λεπτή ειρωνεία, σπιούνικο γραφείο, υποδόρεια νευρική εργασία, θαυμαστός στωικισμός, μαγνητικό ρευστό βαλσαμικό κύμα, μισητός γάμος, οδυνηρός χωρισμός, αναπότρεπτη ανάγκη, καταθλιπτικό αποτέλεσμα, ατελείωτες ιερεμιάδες, πυρετική προσμονή, πειραιώτικος, βρωμερός, ασφυκτικός και αναπάντεχος οχετός, δύσπιστη φωνή, σάρκινος όγκος, απλανή θολάδα, μωρουδίσια χαρά, μακάρια άνοια, ζωντανό σβήσιμο, τραγικό καταπόντισμα, απλός μακρόσυρτος σκοπός. β. Μεταφορές: «ο λαθρέμπαρος γίνηκε αμέσως μέλι-γάλα», «ήταν γερό τραπουλόχαρτο», «να μαυρίσει το μάτι του από τον τρόμο», «μεγάλη λέρα», «κρύο μούτρο», «καταχθόνιες απειλές», «με κεφάλι καραγκιόζη και χέρια χιμπατζή», «άνοστο γλέντι», «αστρονομικές τιμές», «μου γέννησε απορίες», «μου μισάνοιξε την αυλαία από τόσα μυστικά», «κούφια μορφή», «θα σου πιει το αίμα», «χαμένο κορμί», «πως να μασήσεις την κάνη του πιστολιού», «μαύρη ζωή», «μαύρες ώρες του πνιχτικού σπιτιού», «δε θα την έβγαζε από την καρδιά του», «την ξερόψησε με σιγανή και σίγουρη φωτιά», «το μεγάλο πανηγύρι έγινε ένα Σάββατο», «έφυγε απειλώντας γη και ουρανό», «συναυλία γοερών κλαμάτων», «αναμμένο μούτρο», «από το στόμα του βγήκε ένας πειραιώτικος οχετός βρωμερός», «το πρόσωπο της γίνηκε φλουρί», «τα καστανά μάτια της πετούσαν μαύρες φωτιές», «δύσπιστη φωνή», «με ψυχή σφιγμένη», «ένα κύμα απελπισίας ανάδευε μέσα του», «τραγικό καταπόντισμα στην ανοησία», «χαμογέλασε πικρά», «ραγισμένη φωνή». γ. Παρομοιώσεις: «θα γίνεις κάτι σαν βασιλιάς», «σαν κονταριές σε άτρωτο κορμί», «σαν χαμένα σε κόσμους ανοησίας». δ. Εικόνες: α. Η σκηνή του διαλόγου του Γιούγκερμαν με το διευθυντή της Τράπεζας β. Η συνομιλία με τον Καραμάνο στο σπίτι του στην Καστέλλα γ. Η τραγική συνάντηση του Γιούγκερμαν με τον Καραμάνο στο φρενοκομείο, όπου νοσηλεύεται ο τελευταίος. Παρουσίαση του Γιούγκερμαν από το συγγραφέα Ο Καραγιάννης παρουσιάζει στο πρώτο απόσπασμα του Γιούγκερμαν ως τύπο τυχοδιώκτη, αδίστακτο, σκληρό, ωμό, κυνικό, πονηρό, ευέλικτο. Ως άτομο χωρίς κανένα ηβικό πιστεύω, με μοναδικό κριτήριο των πράξεών του το χρήμα και τις απολαύσεις που χάρη στα κέρδη αυτά αγοράζει. Άτομο χωρίς συνείδηση και αισθήματα. Καμιά αναστολή δεν τον κάνει να διστάζει μπροστά στις ποταπότερες πράξεις. Στο δεύτερο απόσπασμα φαίνεται ψυχρός και υπολογιστής, ευφυής, ευέλικτος, κόλακας και αποφασιστικός. Στο τρίτο απόσπασμα δίνεται η εικόνα ενός άσωτου ανθρώπου, ανίκανου να αντισταθεί στις σωματικές του επιθυμίες, κυριευμένος από την επιθυμία για ικανοποίηση κάθε υλικής του ανάγκης, συναισθηματικά έρημου και άδειου. Στο παρακάτω απόσπασμα (στο 4ο), με την έναρξη της φιλίας του με τον Καραμάνο, σημειώνεται βαθμιαία αλλά σταθερή μεταβολή στον ψυχοσυναισθηματικό κόσμο
του ήρωα. Ο τόσο σίγουρος για τον εαυτό του και τις πράξεις του Γιούγκερμαν κλονίζεται θαμπωμένος από την αθόρυβη προσωπικότητα και το βάθος των σκέψεων του συναδέλφου του. Αυτός, που νόμιζε ότι παντού είναι κυρίαρχος και ότι όλα τα εξουσιάζει, νιώθει αμήχανος και αδύναμος και ζητά τα φώτα του Καραμάνου για πολλά θέματα της ζωής. Μέσα του ξυπνά η ναρκωμένη πνευματικότητα και αναπτύσσει ποικίλους προβληματισμούς. Χωρίς απ ευθείας κηρύγματα, περισσότερο με το ήθος του και την πειθαρχημένη στο καθήκον διαβίωσή του, ο Καραμάνος τον κάνει να συνειδητοποιήσει, για πρώτη φορά, πόσο μάταιη και κούφια είναι η έως τότε χωρίς ηθικές αρχές, πνευματικά ενδιαφέροντα και συναισθήματα ζωή του. Στο πέμπτο απόσπασμα έμμεσα ο συγγραφέας, μέσα από τις σκέψεις της Βούλας, φωτίζει περισσότερο την αλλαγή του ήρωά του. Αυτός ο άντρας με την ακόλαστη ζωή και τον ανικανοποίητο ερωτισμό δέχεται και επιζητά την αγνή από σωματική επαφή συντροφιά της Βούλας. Στο τελευταίο απόσπασμα ολοκληρώνεται η μεταστροφή του ήθους του. Συγκινείται βαθιά και ξεσπάει σε κλάμα μπροστά στην άθλια εικόνα του φίλου του, αυτός ο άλλοτε ανάλγητος άνθρωπος. Η σκληρότητα χάθηκε, ο ψυχικός του κόσμος γέμισε συμπόνια και ανθρωπιά. Ο αδίστακτος και άτρωτος συναισθηματικά Γιούγκερμαν εκδηλώνει μοναδική τρυφερότητα και γίνεται τελικά συμπαθής. Επιστρέφοντας στην πόλη φαίνεται μελαγχολικός και κουρασμένος, παγιδευμένος σε αδιέξοδο. Το κυνήγι των απολαύσεων στο οποίο επιδόθηκε κατανοεί ότι δεν είχε κανένα νόημα. Τώρα συνειδητοποιεί το περιεχόμενο εκείνης της φράσης που τόσο τον είχε ξαφνιάσει: «Η Μοίρα των ανθρώπων είναι ο θάνατος». Η κοινωνική θέση της γυναίκας Η θέση της γυναίκας στη νεοελληνική κοινωνία την εποχή που αναφέρεται το μυθιστόρημα είναι θέση υποτέλειας. Τα κορίτσια γίνονται πολλές φορές θύματα για τη σωτηρία της οικογένειας. Θεωρούνται όντα κατώτερα, που δε δικαιούνται να έχουν προσωπική ζωή. Ο άντρας είναι ο αφέντης στην οικογένεια η γυναίκα μόνο υπακούει. Κάθε προσπάθεια διαφοροποίησης επισύρει ποινή. Η Βούλα Παπαδέλη αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτής της απαράδεκτης κατάστασης. Η μικροαστική οικογένειά της εξασκεί πάνω της ηθικό εξαναγκασμό, για να προχωρήσει σε γάμο που δεν επιθυμεί. Η προσωπικότητά της και η δική της θέληση δεν υπολογίζονται καθόλου. Η οικογένεια θέλει αυτό το γάμο για δύο λόγους: για να αποκαταστήσει -σύμφωνα με τα ήθη της εποχής- την τιμή του ονόματός της στην κοινωνία και -το σπουδαιότερο- για να μπορέσει να ξεφύγει από τον οικονομικό μα ρασμό, αφού ο γαμπρός είναι πολύ πλούσιος και ασκεί ένα επικερδές επάγγελμα. Η όποια αντίδραση της ηρωίδας και οι αντιρρήσεις της έχουν ως αποτέλεσμα να υφίσταται καθημερινά ψυχικά και σωματικά μαρτύρια, που κλονίζουν ανεπανόρθωτα την υγεία της και τελικά την οδηγούν στο θάνατο. Η Βούλα είναι μια ηρωική μορφή. Αν και σε κάποια σημεία κινδυνεύει να μετατραπεί σε λαϊκή μελοδραματική ηρωίδα, ωστόσο ο συγγραφέας στέλνει ένα μήνυμα ανθρωπιάς και αποδοκιμάζει αυτήν την κοινωνική αδικία με την άνιση και σκληρή υποβάθμιση της γυναίκας.