ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΔΕΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΤΗΣ ΡΑΕ ΓΙΑ ΤΗ «ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΡΥΘΜΙΖΟΜΕΝΗΣ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΩΝ ΣΕ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΑΠΟ ΛΙΓΝΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΥΔΡΟΗΛΕΚΤΡΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ» Όπως έχουμε κατ επανάληψη τονίσει, η ΔΕΗ πιστεύει ακράδαντα στα μακροπρόθεσμα οφέλη που θα προκύψουν, τόσο για τους τελικούς καταναλωτές και την Εθνική Οικονομία, όσο και για τους συμμετέχοντες στην Αγορά (Παραγωγούς, Εμπόρους και Προμηθευτές), από μια πλήρως απελευθερωμένη και ανταγωνιστική Αγορά ηλεκτρικής ενέργειας κατά μήκος ολόκληρης της αλυσίδας αξίας. Εξετάζοντας και αξιολογώντας υπό αυτό το πρίσμα, την πρόταση για δημιουργία μιας νέας Αγοράς προθεσμιακών προϊόντων ενέργειας, μέσα από την οποία θα παρέχεται η δυνατότητα πρόσβασης Εναλλακτικών Προμηθευτών σε πακέτα λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής παραγωγής της ΔΕΗ, οφείλουμε να διατυπώσουμε βασικές αρχές και προϋποθέσεις προκειμένου να διασφαλιστεί ο διακηρυγμένος στόχος της ενίσχυσης του ανταγωνισμού στο πλαίσιο μιας βιώσιμης αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και με απώτερο στόχο το όφελος για τους τελικούς καταναλωτές: (α) Προκειμένου η προθεσμιακή Αγορά να είναι συμβατή με τους κανόνες του υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ των συμμετεχόντων και να λειτουργεί ως πραγματική «αγορά», η τιμή των προθεσμιακών προϊόντων δεν θα πρέπει να είναι διοικητικά ρυθμιζόμενη, αλλά να διαμορφώνεται ελεύθερα με βάση την προσφορά και τη ζήτηση, μέσα από διαφανείς και αξιόπιστες διαδικασίες στο πλαίσιο μιας αγοράς όπου αναπτύσσεται επαρκής ανταγωνισμός. Κατά συνέπεια, είναι προτιμητέα η εισαγωγή ενός μοντέλου «εικονικών σταθμών παραγωγής» (VPPs: Virtual Power Plants), όπου η τιμή της ενέργειας διαμορφώνεται ελεύθερα από την Αγορά, αντί του μοντέλου «ΝΟΜΕ» όπου η τιμή της ενέργειας προκύπτει από ρυθμιστική παρέμβαση. (β) Σε κάθε περίπτωση, είτε πρόκειται για εφαρμογή μοντέλου VPPs είτε μοντέλου ΝΟΜΕ, η τιμή των προθεσμιακών προϊόντων δεν μπορεί να είναι χαμηλότερη από το πλήρες κόστος παραγωγής των προσφερομένων προϊόντων ενέργειας συμπεριλαμβανομένης μίας εύλογης απόδοσης επί των αντίστοιχων επενδεδυμένων κεφαλαίων, όπως εξάλλου συνέβη στη Γαλλία με την εφαρμογή του NOME (βλ. παρακάτω). Διαφορετικά, από την πώληση σε τιμή κάτω του κόστους, πέραν των προφανών σοβαρών επιπτώσεων στη βιωσιμότητα της ΔΕΗ, ενδέχεται να προέκυπταν και σοβαρά προβλήματα συμβατότητας με τους Εθνικούς και Κοινοτικούς κανόνες ανταγωνισμού και κρατικών ενισχύσεων. (γ) Η πρόταση για διοχέτευση της ενέργειας των προθεσμιακών προϊόντων από τους Εναλλακτικούς Προμηθευτές προς τους τελικούς καταναλωτές και μόνο (χωρίς δυνατότητα κερδοσκοπίας στη χονδρεμπορική Αγορά) είναι αναγκαία όχι όμως και ικανή προϋπόθεση για την ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισμού στη λιανική. Είναι απαραίτητο και μάλιστα πριν την εφαρμογή οιουδήποτε μοντέλου προθεσμιακής Αγοράς υιοθετηθεί τελικά από την Πολιτεία (είτε VPPs, είτε ΝΟΜΕ)- να αρθούν οι υφιστάμενες, στρεβλώσεις και σταυροειδείς επιδοτήσεις μεταξύ των τιμολογίων διαφόρων κατηγοριών και Τάσεων, έτσι ώστε όλα τα τιμολόγια να αντανακλούν κατ αντιστοιχία το πραγματικό κόστος παραγωγής και προμήθειας («costreflective» τιμολόγια). Η προϋπόθεση αυτή αποτελεί αναγκαία συνθήκη (ίσως και ικανή από μόνη της) προκειμένου να αναπτυχθεί ανταγωνισμός στη λιανική αγορά. 1
Στο πλαίσιο της παρούσας δημόσιας διαβούλευσης, η ΔΕΗ ανέθεσε σε ειδικούς σε θέματα Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας από την εταιρεία FTI-CL Energy (οικονομικό συμβουλευτικό οίκο με έδρα τη Γαλλία, στο εξής για συντομία «FTI-CL»), μελέτη αναφορικά με την εφαρμογή αντίστοιχης παρέμβασης (δηλ. διάθεσης προθεσμιακού προϊόντος) στη Γαλλία: (α) διάθεσης πυρηνικής ενέργειας σε ρυθμιζόμενη τιμή (τιμή «ARENH», μοντέλο «ΝΟΜΕ»), (β) εφαρμογής δημοπρασιών VPPs. Η μελέτη της FTI-CL (η οποία επισυνάπτεται) καταλήγει σε 3 βασικές συστάσεις, όσον αφορά την εφαρμογή ρυθμιστικών παρεμβάσεων τύπου NOME / VPPs στην Ελλάδα: α) Τεκμηρίωση της ανάγκης για ρυθμιστική παρέμβαση: - Προϋπόθεση για την προώθηση του ανταγωνισμού στην Προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας είναι η κατάργηση όποιων ρυθμιζόμενων ή άλλως επιβαλλόμενων τιμολογίων, και η εξασφάλιση ότι όλα τα τιμολόγια πράγματι αντανακλούν κατ ελάχιστον το πλήρες κόστος. Συνεπώς, αυτό είναι το πρώτο βήμα το οποίο πρέπει να ολοκληρωθεί πριν εξεταστεί οποιαδήποτε ρυθμιστική παρέμβαση. - Το δεύτερο βήμα είναι η τεκμηρίωση, από ανεξάρτητο ελεγκτή, του κόστους της λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής παραγωγής της ΔΕΗ σε σχέση με τη χονδρεμπορική τιμή Αγοράς, προκειμένου να διαπιστωθεί αν υφίσταται και σε τι έκταση πλεόνασμα παραγωγού και ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της ΔΕΗ. Είναι απαραίτητο επίσης να ελεγχθεί η δυνατότητα κατασκευής νέων λιγνιτικών και υδροηλεκτρικών σταθμών από Τρίτους, ανταγωνιστές της ΔΕΗ. - Μόνο στην περίπτωση που έχουν ολοκληρωθεί τα δύο παραπάνω βήματα, και έχει διαπιστωθεί μεγάλο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της ΔΕΗ σε σχέση με τον ανταγωνισμό, αλλά και αποκλεισμός των ανταγωνιστών της ΔΕΗ από τη δυνατότητα κατασκευής νέων λιγνιτικών και υδροηλεκτρικών σταθμών στην Ελλάδα, μπορεί να τεκμηριωθεί ανάγκη για ρυθμιστική παρέμβαση, και αυτό ως μεταβατικό μέτρο περιορισμένης διάρκειας και μόνο. β) Καθορισμός του κατάλληλου τύπου ρυθμιστικής παρέμβασης: - Υπάρχουν διάφοροι τρόποι για ρύθμιση της χονδρεμπορικής Αγοράς, ο καθένας με υπέρ και κατά. Για τον καθορισμό του βέλτιστου τρόπου πρέπει πρώτα να καθοριστεί με σαφήνεια ο αντικειμενικός σκοπός της ρυθμιστικής παρέμβασης. - Μια ρύθμιση του όγκου του προσφερόμενου προϊόντος (δηλ. δημοπρασία τύπου VPP χωρίς διοικητικά οριζόμενη μέγιστη τιμή) είναι η προτιμότερη λύση, εφόσον αναδεικνύει την πραγματική αξία του προϊόντος και είναι ευκολότερη στην εφαρμογή. - Μια ρύθμιση της τιμής του προσφερόμενου προϊόντος (δηλ. ρύθμιση τύπου ΝΟΜΕ) δεν απαιτεί μεν δημοπράτηση αλλά απλή αναλογική κατανομή του προϊόντος, έχει δε πολλά επιμέρους στοιχεία που θα πρέπει να οριστούν πολύ προσεκτικά. Η λύση αυτή προτιμάται μόνο όταν έχει διαπιστωθεί ένα μόνιμο και μη αναστρέψιμο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της κυρίαρχης επιχείρησης, όπως είναι η περίπτωση της EDF στη Γαλλία (όπου το κόστος παραγωγής της EDF είναι πολύ χαμηλότερο από τη χονδρεμπορική τιμή της Αγοράς, με ταυτόχρονο αποκλεισμό των ανταγωνιστών της EDF από την κατασκευή νέων πυρηνικών σταθμών στη Γαλλία). Ωστόσο τυχόν συνδυασμός και των δύο παραπάνω προσεγγίσεων (VPP και NOME) μπορεί να περιπλέξει άσκοπα το μηχανισμό και να δημιουργήσει στρεβλώσεις στη Αγορά. - Σε κάθε περίπτωση ο σχεδιασμός της ρυθμιστικής παρέμβασης θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλες τις επικείμενες αλλαγές στη δομή της χονδρεμπορικής Αγοράς (π.χ. νέο μηχανισμό ΑΔΙ, target model κ.ο.κ.). 2
γ) Προσεκτικός σχεδιασμός των λεπτομερειών εφαρμογής: - Σε περίπτωση που από τα ανωτέρω επιλεγεί ως ρυθμιστική παρέμβαση μια ρύθμιση τιμής τύπου ΝΟΜΕ, το τίμημα θα πρέπει να επιλεγεί έτσι ώστε να παρέχεται δίκαιη αποζημίωση στη ΔΕΗ, λαμβανομένου υπόψη του πλήρους κόστους παραγωγής (συμπεριλαμβανομένης εύλογης απόδοσης επί των επενδεδυμένων κεφαλαίων, τόσο για τις παρελθούσες όσο και για τις μελλοντικές επενδύσεις για τη διατήρηση των μονάδων παραγωγής σε λειτουργία). Η δίκαιη αποζημίωση είναι σημαντική τόσο για τη διατήρηση της βιωσιμότητας της ΔΕΗ όσο και για την αποφυγή στρεβλώσεων στον ανταγωνισμό. Πολύτιμη εμπειρία όσον αφορά την σωστή επιλογή τιμής υπάρχει από την εφαρμογή του μοντέλου ΝΟΜΕ στη Γαλλία. - Θα πρέπει επίσης να θεσπιστεί διαδικασία παρακολούθησης της κατανάλωσης των πελατών των Εναλλακτικών Προμηθευτών που θα έχουν πρόσβαση σε ρυθμιζόμενα προθεσμιακά προϊόντα, ώστε να καθορίζεται ο όγκος των προϊόντων που μπορούν αυτοί να αποκτήσουν (καθώς και ενδεχόμενες ποινές/χρεώσεις για τυχόν υπερβάσεις), ώστε να διασφαλίζεται η Αγορά έναντι τυχόν κερδοσκοπικών συμπεριφορών, και να εξασφαλίζεται ότι τα προϊόντα αυτά διοχετεύονται πράγματι προς τους τελικούς καταναλωτές. - Οι αντισυμβαλλόμενοι (ΔΕΗ και Εναλλακτικοί Προμηθευτές) δεν θα πρέπει να εκτίθενται σε επιπλέον χρηματοοικονομικούς κινδύνους εξαιτίας των ρυθμιζόμενων προθεσμιακών προϊόντων. Για το λόγο αυτό (όπως αναλυτικά περιγράφεται στη συνέχεια) θα πρέπει να οριστεί ένας «κεντρικός αντισυμβαλλόμενος» (συνήθως Πιστωτικό Ίδρυμα, Χρηματιστήριο κλπ) που θα διαχειρίζεται τις χρηματορροές, θα προστατεύει τη ΔΕΗ και τους Εναλλακτικούς Προμηθευτές από χρηματοοικονομικό κίνδυνο και επίσης θα διασφαλίζει την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών όσον αφορά τους ανταγωνιστέςαντισυμβαλλόμενους. Ως προς το «πλεόνασμα παραγωγού», αξίζει να σημειωθεί ότι με βάση τα επίσημα οικονομικά στοιχεία της ΔΕΗ, η απόδοση επί απασχολούμενων κεφαλαίων (Return on Capital Employed) της Επιχείρησης για τις ανταγωνιστικές δραστηριότητες Ορυχεία-Παραγωγή-Εμπορία (των δικτύων εξαιρουμένων), ήταν -3,6% το 2013, -0,5% το 2012 και -2,0% το 2011. Από τα παραπάνω στοιχεία και μόνο συνάγεται ότι η ΔΕΗ μεταφέρει και με το παραπάνω οποιοδήποτε πλεόνασμα παραγωγού τυχόν έχει στον τελικό καταναλωτή, εις βάρος της απόδοσης των κεφαλαίων της. Κατά συνέπεια, είναι αμφίβολο αν η σκοπούμενη ρυθμιστική παρέμβαση μπορεί να επιτύχει τον διακηρυγμένο στόχο της εξασφάλισης μεσοσταθμικά καλύτερων τιμών στον τελικό καταναλωτή. Η μελέτη της FTI-CL αναλύει μεταξύ άλλων τον τρόπο και τις λεπτομέρειες εφαρμογής των ρυθμιζόμενων προθεσμιακών προϊόντων τύπου ΝΟΜΕ στη Γαλλία. Από την ανάλυση αυτή προκύπτουν σημαντικές διαφορές σε σχέση με την πρόταση για ρυθμιζόμενα προθεσμιακά προϊόντα της ΡΑΕ, όπως: (α) Το γαλλικό μοντέλο ΝΟΜΕ εφαρμόζεται για μεγάλο, αν και μεταβατικό, χρονικό διάστημα (15 έτη), αλλά αφορά αυστηρά ετήσια προϊόντα με τιμή αναπροσαρμοζόμενη σε ετήσια βάση (λαμβανομένης υπόψη της εξέλιξης του κόστους της πυρηνικής παραγωγής της EDF). Αντιθέτως, το μοντέλο που προτείνει η ΡΑΕ αφορά πολυετή προϊόντα (π.χ. 3-ετή) με εκ των προτέρων καθοριζόμενη τιμή χωρίς πρόβλεψη δυνατότητας αναπροσαρμογής της, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι εκάστοτε μεταβολές των παραμέτρων που επηρεάζουν το κόστος παραγωγής της ΔΕΗ για τα συγκεκριμένα προθεσμιακά προϊόντα (οικονομικές συνθήκες, υδραυλικότητα κλπ.). Ας σημειωθεί μάλιστα ότι το κόστος των συγκεκριμένων προϊόντων (λιγνιτική και υδροηλεκτρική παραγωγή) υπόκειται αντικειμενικά σε μεγαλύτερη μεταβλητότητα από ότι το κόστος της παραγωγής 3
πυρηνικής ενέργειας της EDF. Η παράμετρος αυτή συνιστά πολύ σημαντικό κίνδυνο για τη ΔΕΗ, κίνδυνο έναντι του οποίου έχει πλήρως διασφαλιστεί η EDF αντίστοιχα. (β) Το γαλλικό μοντέλο ΝΟΜΕ σχεδιάστηκε κι εφαρμόζεται αποβλέποντας κυρίως στην κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της μεγάλης βιομηχανίας στη Γαλλία με όσο το δυνατό χαμηλότερες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη Γαλλία τα περιθώρια κέρδους της EDF ήταν σημαντικά υψηλότερα στην Υψηλή Τάση από ό,τι στις λοιπές Τάσεις. Αντιθέτως, είναι σαφές ότι το μοντέλο που προτείνεται στη χώρα μας θα αφορά κυρίως, ή αποκλειστικά, στην κάλυψη των ενεργειακών αναγκών των καταναλωτών στη Χαμηλή και Μέση Τάση, όπου υπάρχουν περιθώρια κέρδους για τους Εναλλακτικούς Προμηθευτές. Οι μεγάλοι βιομηχανικοί καταναλωτές (Υψηλή Τάση) στην Ελλάδα, δεν θα επωφεληθούν από την πρόταση της ΡΑΕ, εφόσον τα τιμολόγιά τους διαμορφώνονται ήδη με αρνητικά περιθώρια για τη ΔΕΗ. (γ) Στο γαλλικό μοντέλο ΝΟΜΕ υπήρξε μέριμνα για την προστασία των αντισυμβαλλομένων (EDF και Εναλλακτικοί Προμηθευτές) έναντι χρηματοοικονομικών κινδύνων και έναντι διαρροής εμπιστευτικών πληροφοριών από την εφαρμογή της ρυθμιζόμενης προθεσμιακής αγοράς. Αυτό έγινε μέσω της επιλογής ενός κρατικού πιστωτικού ιδρύματος (CDC) ως κεντρικού αντισυμβαλλόμενου για τη διαχείριση των χρηματορροών και των πληροφοριών. Αντιθέτως, τέτοια διασφάλιση δεν προβλέπεται ρητά στο μοντέλο που προτείνει η ΡΑΕ, ενώ διαφαίνεται μια διάθεση ελάφρυνσης του Λειτουργού της Αγοράς (ΛΑΓΗΕ) από τον χρηματοοικονομικό κίνδυνο. Ωστόσο, ειδικά μετά τις αρνητικές εμπειρίες των τελευταίων ετών, δεν νοείται η δημιουργία προθεσμιακής αγοράς χωρίς διασφάλιση του κινδύνου των συναλλαγών (counterparty risk) για τη ΔΕΗ και τους Εναλλακτικούς Προμηθευτές. (δ) Το γαλλικό μοντέλο ΝΟΜΕ προβλέπει συγκεκριμένους μηχανισμούς παρακολούθησης της κατανάλωσης των πελατών των Εναλλακτικών Προμηθευτών που χρησιμοποιούν προϊόντα ΝΟΜΕ, ώστε να διασφαλίζεται ότι τα προϊόντα αυτά δεν χρησιμοποιούνται κερδοσκοπικά στη χονδρεμπορική Αγορά, ενώ τυχόν υπερβάσεις και κερδοσκοπική χρήση (π.χ. στη χονδρεμπορική αγορά αντί της λιανικής) αποτρέπονται μέσω επιβολής κατάλληλων ποινών. Αντιθέτως, το μοντέλο που προτείνει η ΡΑΕ αν και προβλέπει ότι τα προθεσμιακά προϊόντα θα κατευθύνονται στους τελικούς καταναλωτές δεν περιγράφει τον μηχανισμό παρακολούθησης και αποτροπής κερδοσκοπικής συμπεριφοράς. (ε) Το γαλλικό μοντέλο ΝΟΜΕ λαμβάνει υπόψη του την εποχική διακύμανση της πυρηνικής παραγωγής και ταυτόχρονα βασίζεται στο «εκτός αιχμής» φορτίο των τελικών καταναλωτών στους οποίους απευθύνεται. Με αυτόν τον τρόπο μειώνει τον «κίνδυνο ποσοτήτων» (volume risk) για την EDF και ταυτόχρονα δίνει κίνητρο στους καταναλωτές για μετατόπιση των φορτίων τους εκτός αιχμής, με θετικά για το Ηλεκτρικό Σύστημα αποτελέσματα. Δεν διαφαίνεται καμιά σχετική πρόβλεψη στο μοντέλο που προτείνει η ΡΑΕ. Το γαλλικό μοντέλο ΝΟΜΕ εγκρίθηκε στην ολότητά του από την Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της ΕΕ (DG Competition). Με δεδομένες τις ως άνω σημαντικές αποκλίσεις του μοντέλου που προτείνεται από τη ΡΑΕ, είναι προφανές ότι θα χρειαστεί να εγκριθεί εξ αρχής από την DG Competition όσον αφορά στη συμβατότητά του με τους κανόνες/δίκαιο του ανταγωνισμού. Στο πλαίσιο της παρούσας δημόσιας διαβούλευσης της ΡΑΕ, η ΔΕΗ επίσης ανέθεσε σε ομάδα Συμβούλων μελέτη αναφορικά με την ενδεχόμενη επίπτωση της πρότασης της ΡΑΕ στην περαιτέρω ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ και συγκεκριμένα στην δημιουργία και πώληση της νέας καθετοποιημένης επιχείρησης («Μικρή ΔΕΗ»). Τα βασικά συμπεράσματα έχουν ως εξής: 4
- Η Μικρή ΔΕΗ ενδέχεται να υποχρεωθεί να παρέχει και αυτή, όπως και η ΔΕΗ, ρυθμιζόμενα προθεσμιακά προϊόντα σε Εναλλακτικούς Προμηθευτές. - Η Μικρή ΔΕΗ προβλέπεται ότι θα αποκτήσει το 30% της πελατειακής βάσης της ΔΕΗ. Ενδεχόμενη μεταπήδηση από τη ΔΕΗ σε Εναλλακτικούς Προμηθευτές των καλύτερων πελατών της ΔΕΗ (δηλαδή όσων έχουν τις μικρότερες επισφάλειες και το μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους) ως απόρροια των ρυθμιζόμενων προθεσμιακών προϊόντων που προτείνει η ΡΑΕ, θα επηρεάσει αρνητικά την πελατειακή βάση της Μικρής ΔΕΗ, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. - Η διαδικασία πώλησης της Μικρής ΔΕΗ ενδέχεται να καθυστερήσει με την εφαρμογή ρυθμιστικών μέτρων τύπου ΝΟΜΕ, ενώ η Αγορά βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο. - Η ρυθμιστική αβεβαιότητα, που επιτείνεται από την έλλειψη σαφούς χρονοδιαγράμματος ως τη λήξη της ρυθμιστικής παρέμβασης τύπου ΝΟΜΕ, ενδέχεται να μειώσει το ενδιαφέρον δυνητικών επενδυτών για τη Μικρή ΔΕΗ. - Ρυθμιστική παρέμβαση τύπου ΝΟΜΕ έχει τους εξής σημαντικούς κινδύνους για τους δυνητικούς επενδυτές όσον αφορά στη Μικρή ΔΕΗ: Αβεβαιότητα όσον αφορά το κατώφλι τιμής για το προϊόν ΝΟΜΕ και όσον αφορά τη δυνατότητα για ανάκτηση του πλήρους κόστους παραγωγής. Αβεβαιότητα για το επίπεδο διαμόρφωσης των χονδρεμπορικών τιμών ηλεκτρικής ενέργειας. Αβεβαιότητα για το βαθμό επιτυχούς ρυθμιστικής επιτήρησης/παρέμβασης κατά τη διάρκεια των φάσεων Α και Β της πρότασης της ΡΑΕ. Αδυναμία πρόβλεψης της δυναμικής της χονδρεμπορικής αγοράς και των μελλοντικών χρηματορροών. Ασαφείς συνθήκες κάτω από τις οποίες οι υποχρεώσεις τύπου ΝΟΜΕ θα μεταφερθούν και στη Μικρή ΔΕΗ (ποσοστό ενέργειας που θα χρειαστεί να δεσμευτεί για το προϊόν ΝΟΜΕ, διάρκεια προϊόντος). Ενδεχόμενη μείωση του ενδιαφέροντος για τη Μικρή ΔΕΗ δεδομένου ότι κάποιοι από τους ενδιαφερόμενους θα θεωρήσουν ότι η παροχή προϊόντων τύπου ΝΟΜΕ, θα μειώσει την απόδοση της επένδυσής τους. Σημαντική ενδέχεται να είναι η επίδραση της προτεινόμενης ρυθμιστικής παρέμβασης και όσον αφορά την προοπτική προσέλκυσης στρατηγικού επενδυτή για την απόκτηση του 17% των μετοχών της ΔΕΗ σύμφωνα με το εγκεκριμένο από την κυβέρνηση σχέδιο αναδιάρθρωσης της ΔΕΗ. Η επίδραση της εν λόγω ρύθμισης στα οικονομικά αποτελέσματα της ΔΕΗ ενδέχεται να επηρεάσει δυσμενώς την πώληση του 17% των μετοχών της ΔΕΗ (τόσο το ενδιαφέρον των επενδυτών όσο και το τίμημα που θα είναι διατεθειμένοι να καταβάλουν). Παραθέτουμε περιληπτικά ορισμένα επιπρόσθετα ζητήματα αναφορικά με την εφαρμογή ρυθμιζόμενων προθεσμιακών προϊόντων: 1. Δεν είναι σαφής ο τρόπος με τον οποίο θα αποφασιστεί η ποσότητα ενέργειας που θα διατεθεί μέσω των προθεσμιακών προϊόντων. Πέραν της συμβατότητας με το χρονοδιάγραμμα απόσχισης της «Μικρής ΔΕΗ», η διαφαινόμενη προσπάθεια διάθεσης προϊόντος που να αντιστοιχεί στο 25%-30% του ετήσιου αθροίσματος της παραχθείσας λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής ενέργειας, οφείλει να λάβει υπόψη της μία σειρά από παραμέτρους που αναμένεται να μεταβάλουν σημαντικά τα δεδομένα τα επόμενα έτη: Απόσυρση μονάδων παραγωγής. Μείωση λειτουργίας μονάδων λόγω περιβαλλοντικών περιορισμών. Μείωση απόδοσης μονάδων λόγω ποιότητας λιγνιτικών κοιτασμάτων. Μείωση απόδοσης μονάδων λόγω παλαιότητας. 5
Η μεθοδολογία ορισμού της προς διάθεση ποσότητας ενέργειας από το Γάλλο Ρυθμιστή στο αντίστοιχο προϊόν είναι πολύ πιο κατάλληλη, ειδικά για τα ελληνικά δεδομένα, και θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη (βλέπε παράγραφο (ε) για το γαλλικό μοντέλο, ανωτέρω). Σε κάθε περίπτωση κρίνεται ως αδόκιμη η ιδέα δέσμευσης συγκεκριμένης ποσότητας ενέργειας εξ αρχής για ένα διάστημα τριών ετών. Η προς διάθεση ποσότητα θα πρέπει να επανακαθορίζεται ετησίως μετά την εξέταση των πραγματικών δεδομένων παραγωγής και της πρόσβασης των Εναλλακτικών Προμηθευτών στους τελικούς καταναλωτές. 2. Το προθεσμιακό προϊόν που έχει σχεδιάσει η ΡΑΕ (αποτελεί στην ουσία μία σύμβαση διαφορών μεταξύ της ΔΕΗ και των εναλλακτικών προμηθευτών) για την διάθεση 7,5 TWh αντιστοιχεί, σε 850ΜW σταθερής ισχύος. Η διαθεσιμότητα τέτοιου προϊόντος στην πράξη απαιτεί από την ΔΕΗ τη διάθεση σημαντικά μεγαλύτερης ισχύος: τουλάχιστον κατά 30% μεγαλύτερης όσον αφορά τις λιγνιτικές μονάδες (με μέσο συντελεστή φόρτισης 65-70%) και τουλάχιστον 82% μεγαλύτερης όσον αφορά τις υδροηλεκτρικές μονάδες (με μέσο συντελεστή φόρτισης 13-18% περίπου). Η επιπλέον ισχύς είναι απαραίτητη προκειμένου να υποστηρίξει η ΔΕΗ τις συμβατικές της υποχρεώσεις για ένα σταθερό και εγγυημένο προϊόν (firm product) όπως αυτό που προβλέπει η πρόταση της ΡΑΕ. Αυτή η επιπλέον ισχύς επηρεάζει το σταθερό κόστος των μονάδων και θα πρέπει να ανακτηθεί από την τιμή διάθεσής του προθεσμιακού προϊόντος. 3. Η ένταξη της υδροηλεκτρικής παραγωγής στο προτεινόμενο προθεσμιακό προϊόν, το οποίο αφορά αποκλειστικά και μόνο «φορτίο βάσης», είναι παντελώς αδόκιμη. Η υδροηλεκτρική παραγωγή στην Ελλάδα χρησιμοποιείται κατά κανόνα για κάλυψη «φορτίου αιχμής», δεν είναι επαρκώς προβλέψιμη, ενώ υπόκειται σε αυστηρούς κανόνες σε ότι αφορά στη χρήση της, συμπεριλαμβανομένων υποχρεώσεων για την παροχή υπηρεσιών προς τοπικές κοινωνίες (π.χ. ύδρευση και άρδευση). Συνεπώς η υδροηλεκτρική παραγωγή δεν μπορεί εξ ορισμού να αποτελεί μέρος του προτεινόμενου προθεσμιακού προϊόντος φορτίων βάσης και θα πρέπει να εξαιρεθεί. 4. Η διασφάλιση της αξιοπιστίας των οικονομικών συναλλαγών ειδικά για τα προθεσμιακά προϊόντα (συμπεριλαμβανομένης και της ενέργειας) διέπεται από Ευρωπαϊκά θεσμικά κείμενα (MiFiD, REMIT, EMIR), τα οποία καθορίζουν με λεπτομέρειες τις μεθόδους λειτουργίας των Κεντρικών Αντισυμβαλλομένων (Central Counterparties), ρόλο που από την πρόταση της ΡΑΕ διαφαίνεται ότι θα αναλάβει ο ΛΑΓΗΕ. Με δεδομένη την εμπειρία της Ελληνικής Αγοράς, είναι απαραίτητο να προβλεφθεί εξ αρχής η κατάλληλη συμμόρφωση προς τις εν λόγω Ευρωπαϊκές Οδηγίες, διότι το αντίθετο ενδεχόμενο μπορεί να οδηγήσει και σε απρόβλεπτο κόστος, στην περίπτωση αστοχίας αντισυμβαλλομένου, αλλά και σε πρόσθετο κόστος στην περίπτωση που ζητηθεί η συμμόρφωση ενώ ο όλος μηχανισμός (ρυθμιζόμενα προθεσμιακά προϊόντα) έχει ήδη τεθεί σε λειτουργία. Οποιαδήποτε σκέψη για την απ ευθείας παροχή διασφαλίσεων από τους αγοραστές των προϊόντων προς τη ΔΕΗ πρέπει να αποκλειστεί και, πέραν του ότι θα προσέθετε κίνδυνο συναλλασσομένου στην Επιχείρηση, θα μετέτρεπε τη ΔΕΗ σε Κεντρικό Αντισυμβαλλόμενο, θα δημιουργούσε σημαντική επιβάρυνση για τη χρηματοπιστωτική συμμόρφωσή της προς τις απαιτήσεις των κανονισμών και πρακτικά θα καθιστούσε χωρίς ουσιαστικό ρόλο το ΛΑΓΗΕ σε αυτό το τμήμα της Αγοράς, ο οποίος θα είχε να οργανώσει απλώς μία διαδικασία κατανομής του προϊόντος (είτε διαγωνιστικής, είτε αναλογικής «pro rata»- κατανομής). Στην περίπτωση αυτή χρήσιμη θα ήταν η άντληση διδαγμάτων από τη μέχρι τώρα προσπάθεια του Ομίλου του Χρηματιστηρίου Αθηνών για την θεσμική, οργανωτική και χρηματοοικονομική θωράκιση των δραστηριοτήτων του με βάση τα εν λόγω θεσμικά κείμενα. Χρήσιμη επίσης θα ήταν η άντληση διδαγμάτων από την 6
εφαρμογή του μοντέλου ΝΟΜΕ στη Γαλλία και τη θωράκιση των αντισυμβαλλομένων έναντι χρηματοοικονομικού κινδύνου μέσω κρατικού πιστωτικού ιδρύματος (CDC) που δρα ως κεντρικός αντισυμβαλλόμενος. 5. Τέλος, θεωρούμε απαραίτητο να καταργηθεί, κατ εξαίρεση και ειδικά για τους αποδέκτες των προθεσμιακών προϊόντων τύπου ΝΟΜΕ, η δυνατότητα που παρέχεται από το ρυθμιστικό πλαίσιο για μερική εκπροσώπηση των πελατών (τελικών καταναλωτών) Μέσης και Υψηλής Τάσης από τους Προμηθευτές τους. Χρήση της παραπάνω δυνατότητας από τους αγοραστές των προθεσμιακών προϊόντων θα τους επέτρεπε να καλύπτουν επιλεκτικά μόνο το φορτίο βάσης ή το φορτίο εκτός αιχμής των πελατών τους, με σημαντικό περιθώριο κέρδους, αφήνοντας τη ΔΕΗ να καλύπτει επί ζημία το αιχμιακό και μόνο φορτίο αυτών των πελατών. Το σύνολο των ως άνω σημείων θέτει ουσιαστικά ερωτήματα ως προς την προοπτική επιτυχίας της προτεινόμενης παρέμβασης σε σχέση με τους επιδιωκόμενους στόχους. Οι κίνδυνοι και αβεβαιότητες επιβάλλουν μεταξύ άλλων μηχανισμό αξιολόγησης και περιοδικής επανεξέτασης της αποτελεσματικότητας της προτεινόμενης παρέμβασης ως προς τη μεταφορά του όποιου οικονομικού πλεονεκτήματος στους καταναλωτές. Εν όψει των ανωτέρω, θεωρούμε απαραίτητη και αυτονόητη την εκπόνηση αναλυτικής μελέτης επιπτώσεων από τη ΡΑΕ για το προβλεπόμενο αποτέλεσμα της προτεινόμενης ρύθμισης, τόσο επί της χονδρεμπορικής όσο και επί της λιανικής Αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Η μελέτη θα πρέπει να επικεντρώνεται ιδίως στις επιπτώσεις της προτεινόμενης παρέμβασης επί της βιωσιμότητας των συμμετεχόντων (ΔΕΗ και Εναλλακτικών Προμηθευτών) και επί των τιμολογίων προς τους τελικούς καταναλωτές. Επίσης, θα πρέπει να υπολογίζει, με χρήση αναλυτικής προσομοίωσης της Αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, τις βέλτιστες τιμές όλων των κρίσιμων μεγεθών της προτεινόμενης παρέμβασης (όπως π.χ. της ποσότητας ενέργειας προς διάθεση, των συντελεστών χρησιμοποίησης ανά κατηγορία καταναλωτών κ.ο.κ.), ώστε να διασφαλίζεται η βιωσιμότητα όλων των συμμετεχόντων και να μεγιστοποιείται το όφελος των τελικών καταναλωτών. Μετά τα βήματα προόδου που σημειώθηκαν πρόσφατα στην κατεύθυνση της μείωσης των στρεβλώσεων στην Αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, είναι σημαντικό τα επόμενα βήματα να σχεδιαστούν κατάλληλα προκειμένου η προσπάθεια περαιτέρω ανοίγματος της Αγοράς να είναι επιτυχής και μακροπρόθεσμα βιώσιμη και ωφέλιμη για όλους τους συμμετέχοντες στην αγορά και τους τελικούς καταναλωτές. Συνημμένες: - 2 Μελέτες Συμβούλων 7