2ο Γυμνάσιο Χαϊδαρίου Σμύρνη Εργασία μαθητών/τριών Γ1 Υπεύθυνη καθηγήτρια: Κουλοπούλου Θωμαϊς 2011-12
Η Σμύρνη πριν την καταστροφή της Η πλούσια πληθυσμιακή σύνθεση αποτελεί το βασικό χαρακτηριστικό της Σμύρνης του 19ου αιώνα, της ομορφότερης, κατά το Φιλόστρατο, από όλες της πόλης που φωτίζει ο ήλιος. Κατά τις αρχές του αιώνα, αριθμούσε, εκτός από τον τουρκικό πληθυσμό, γύρω στις 120.000 ανθρώπους εκ των οποίων οι Έλληνες αποτελούσαν περίπου το ένα τρίτο. Άγγλοι, Αρμένιοι, Αυστριακοί, Γάλλοι, Γερμανοί, Εβραίοι, Ελβετοί, Ιταλοί, Ολλανδοί, Πέρσες και Σουηδοί αποτελούσαν τις σημαντικότερες εθνότητες που συμπλήρωναν το πληθυσμιακό μωσαϊκό της πόλης. Λογικά λοιπόν η ελληνική αποτελούσε τη καθιερωμένη γλώσσα συνεννοήσεως, μετά τα ελληνικά, ακολουθούσαν τα τούρκικα και τα ιταλικά, σε τρίτη γραμμή τα αρμένικα και τα σπανιόλικα - η διάλεκτος των Εβραίων - και τελευταία τα αγγλικά και τα γαλλικά. Το ευάριθμο του πληθυσμού και η πολύμορφη σύνθεσή του ήταν συνάρτηση της σπουδαιότητας της Σμύρνης ως λιμάνι και εμπορικό κέντρο. Η Λίζα Μιχελή αναφέρει χαρακτηριστικά: Η Σμύρνη, δημιούργημα του ανταγωνισμού των Μεγάλων Δυνάμεων στον τομέα του εμπορίου, είναι ένα λιμάνι διεθνές, όπως η Αλεξάνδρεια και η Μασσαλία. Είναι μια πόλη με πολλά πρόσωπα, με κυρίαρχο όμως το ελληνικό χρώμα ιδιαίτερα μετά το 1832, όταν η ίδρυση του νεοελληνικού κράτους ισχυροποιεί, ακόμα και συναισθηματικά, το ήδη ακμάζον ελληνικό στοιχείο. Οι ευρωπαίοι, αν και λιγότεροι σε αριθμό μεταξύ των μονίμων κατοίκων της πόλης, έπαιζαν σπουδαίο ρόλο στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της. Η προσέλευσή τους στη Σμύρνη αιτιολογείται από το περιεχόμενο των διομολογήσεων, διμερών συμφωνιών μεταξύ των δυτικοευρωπαϊκών κρατών και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που παρείχαν ευρύτατα προνόμια στους Δυτικούς με αντάλλαγμα τη συλλογή φόρων από τους Τούρκους. Με μέριμνα του Οθωμανικού Κράτους παραχωρούνταν στους ξένους κεντρικές περιοχές στα παράλια της Σμύρνης για τη δημιουργία κατοικιών και αποθηκών. Έτσι δημιουργήθηκαν οι βερχανέδες (σπίτια των Φράγκων), η Ευρωπαϊκή Οδός ή Rue Franque, ο Φραγκομαχαλάς (η συνοικία των Φράγκων) και, στη νότια άκρη του Φραγκομαχαλά, το Ευρωπαϊκό Τελωνείο. Από τους Έλληνες κατοίκους της Σμύρνης οι παλαιότεροι ήταν νησιώτες από τη Χίο, την Τήνο, τη Νάξο και άλλα νησιά των Κυκλάδων. Στις αρχές του 18ου αιώνα πολλοί νησιώτες κηπουροί εργάζονται στη Σμύρνη, για λογαριασμό των Ευρωπαίων κυρίως. Πρόκειται για Ορθόδοξους και Καθολικούς από τη Χίο, τη Νάξο, τη Σαντορίνη, την Τήνο, την Πάρο. Την ίδια περίοδο έρχονται εδώ και πολλές γυναίκες απ τα νησιά, για να δουλέψουν στα σπίτια ως υπηρέτριες, γράφει η Λίζα Μιχελή. Αργότερα ακολούθησαν οι τεχνίτες, κυρίως τσαγκαράδες, χτίστες και μαρμαράδες όπου άρχισαν να δημιουργούν εργαστήρια στην πόλη ενώ πολύ αργότερα δημιουργήθηκαν στο Φραγκομαχαλά μεγάλα μαγαζιά κάθε είδους με φραγκοτηνιακούς ιδιοκτήτες. Από τους πρώτους Έλληνες της Σμύρνης ήταν οι Χιώτες αυτοί, που, παίρνοντας στα ηνία τους το εμπόριο της πόλης κατάφεραν να
δημιουργήσουν μια ανθούσα παροικία στη Σμύρνη καθώς και σημαντικές περιουσίες. Η ελληνική κοινότητα της Σμύρνης, ιδιαίτερα μετά την μετατόπιση των δρόμων του ανατολικού εμπορίου από τις νοτιότερες περιοχές προς τη Μικρά Ασία στα μέσα του 18ου αιώνα, ακολούθησε τη νέα εμπορική ανάπτυξη της πόλης. Η οικονομική άνθηση των εμπόρων αστών οδηγεί στη θέληση για συμμετοχή στις δομές της κοινοτικής εξουσίας (δικαιοσύνη, φορολογία δημόσιες δαπάνες, εκπροσώπηση της κοινότητας στις οθωμανικές αρχές) όπου μέχρι τότε πρωτοστατούσε η εκκλησία. Η προσπάθεια περιορισμού των αρμοδιοτήτων της με σκοπό τον έλεγχο της κοινότητας είχε προχωρήσει αρκετά ως το 1785 με τη υπογραφή του «Συνυποσχετικού» από τον τότε μητροπολίτη και μετέπειτα πατριάρχη Γρηγόριο Ε.
Από το 1785 ως το 1819, γράφει ο Φίλιππος Ηλιού, στη διοίκηση της κοινότητας εναλλάσσονται αδιάκοπα οι αντιπρόσωποι των εμπόρων και οι εκπρόσωποι της μητρόπολης και οι αλλαγές αυτές δεν πραγματοποιούνται, σε όλες τις περιπτώσεις, χωρίς συγκρούσεις. Παράλληλα παρουσιάζεται η προσπάθεια συμμετοχής στον «αστικό» σχηματισμό της πόλης από την πλευρά των συντεχνιών λόγω της άνθησης του εμπορίου μέσα στα πλαίσια της πόλης και της δημογραφικής ανάπτυξης. Οι αντιθέσεις και οι συγκρούσεις ανάμεσα στα τρία αυτά κοινωνικά στρώματα (εκκλησία έμποροι συντεχνίες), σημαδεύουν την ιστορία της Σμύρνης με μια μακρά σειρά από εντάσεις, αντιπαραθέσεις και εξεγέρσεις. Έτσι η Σμύρνη, τόπος συγκέντρωσης αγαθών από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας, της Περσίας και των νησιών του Αιγαίου μεταλλάχτηκε κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα σε ένα από τα πιο ζωντανά λιμάνια της Μεσογείου μαζί με τη Μασσαλία και το Λιβόρνο ενώ μαζί με την Αλεξάνδρεια και την Τρίπολη της Συρίας, μία από τις μεγαλύτερες πύλες εξόδου των αγαθών της Ανατολής. Στην αγορά της μπορούσες να βρεις σχεδόν τα πάντα. Σταφίδα, σουλτανίνα, αμύγδαλα, κερί, λάδι, σαπούνι, μέλι, σύκα, αχλάδια, βερίκοκα, μαστίχα, σφουγγάρια, βαμβάκι, μετάξι, ερυθρόδανο, βελανίδι, μαλλί, σιτάρι, αλεύρι, κουκιά, αλάτι, καπνό, σκαμμώνιο, κεράσια, κόλλα, κηπευτικά και λουλούδια, όπιο, κάνναβη, ράκη, κρασί, τυριά, καπνιστά ψάρια, κρέατα, ζάχαρη, καφέ, ρύζι, μήλα, καρπούζια, πεπόνια,ο κατάλογος είναι ατελείωτος. Ο Jakob Levi Salomon Bartholdy, Γερμανός περιηγητής, γράφει για τη Σμύρνη: Απαλή σιλουέτα, γαλάζια θάλασσα, καθαρός ουρανός, χαϊδευτικό αεράκι. Τα καλύτερα φρούτα και τα πιο νόστιμα λαχανικά σε αφάνταστη αφθονία. Τα σύκα, τα σταφύλια και οι σταφίδες της Σμύρνης είναι φημισμένες και στη Γερμανία όπου εξάγονται κατά μεγάλες ποσότητες. Περίφημα επίσης είναι τα ρόδια και τα κεράσια του Νυφαίου, ενώ τα πεπόνια του Κασσαμπά θεωρούνται τα καλύτερα της Μικρασίας, και τα πορτοκάλια της δεν πάνε πίσω από κείνα της Χίου Εδώ στη Σμύρνη η φύση σπαταλά την πολυτέλειά της.
Καταστροφή της Σμύρνης Mε τον όρο καταστροφή της Σμύρνης αναφέρονται τα γεγονότα της σφαγής του ελληνικού και αρμενικού πληθυσμού της Σμύρνης από τους Τούρκους, καθώς και της πυρπόλησης της πόλης, που συνέβησαν το Σεπτέμβρη του 1922. Η καταστροφή αυτή άρχισε 7 ημέρες μετά την αποχώρηση και του τελευταίου ελληνικού στρατιωτικού τμήματος από την Μικρά Ασία και την είσοδο των ατάκτων του Κεμάλ Ατατούρκ στην πόλη. Η φωτιά που εκδηλώθηκε κατέκαψε όλη την πόλη εκτός από την μουσουλμανική και την εβραϊκή συνοικία, και διήρκεσε από τις 13 έως τις 17 Σεπτεμβρίου του 1922 Προηγηθέντα της πυρπόλησης Μετά την κατάρρευση του μετώπου, την ευθύνη του οποίου έφερε ο τότε Διοικητής του Α' Σώματος Στρατού Νικόλαος Τρικούπης και την άτακτη υποχώρηση και αναδίπλωση του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος από το Αφιόν Καραχισάρ, (στα μέσα Αυγούστου του 1922), άρχισε και ο ξεριζωμός ενός μεγάλου μέρους του χριστιανικού πληθυσμού (Ελλήνων και Αρμενίων) προς τη Μικρασιατική ακτή που κατά τους υπολογισμούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου έφτανε τις 250.000. Επίσης στη Σμύρνη είχαν βρει καταφύγιο και 15.000 Αρμένιοι που συνωστίζονταν στα διάφορα ιδρύματα και σπίτια της Αρμενικής Κοινότητας. Η αδιάκοπη όμως άφιξη των τρένων που μετέφεραν στρατιωτικά υπολείμματα και πρόσφυγες (υπολογίστηκε ότι έφταναν με ρυθμό 30.000 ατόμων την ημέρα) στη Σμύρνη, καθώς και οι έντονες φήμες της γενικής κατάρρευσης του μετώπου μεγάλωναν την ένταση και την ανησυχία του πληθυσμού, ενώ η προετοιμασία της ελληνικής διοίκησης για αναχώρηση δεν άφηναν πλέον τις παραμικρές αμφιβολίες για τη μετέπειτα εξέλιξη. Έναντι της έντρομης εκείνης κατάστασης που εξελίσσονταν, χαρακτηριστική υπήρξε η απάντηση του Έλληνα Υπάτου Αρμοστή Αριστείδη Στεργιάδη στον πρώην Νομάρχη Λέσβου και Διοικητή Χίου Γεώργιο Παπανδρέου, όταν ο δεύτερος του συνέστησε να ενημερώσει άμεσα τον ελληνογενή πληθυσμό για να φύγει, φέρεται να του δήλωσε: "Καλύτερα να μείνουν εδώ, να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θ ανατρέψουν τα πάντα"
Ο ελληνικός στόλος Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1922, δηλαδή δύο ημέρες πριν την έναρξη της καταστροφής της πόλης είχε εκδηλωθεί κίνημα στη Χίο και στη Μυτιλήνη. Τούτο είχε ως συνέπεια όλος σχεδόν ο ελληνικός στόλος με το σύνολο των επίτακτων πλοίων να τεθεί υπό τους κινηματίες για τη μεταγωγή του ελληνικού στρατού προς το Λαύριο προκειμένου να επικρατήσει η επανάσταση στην Αθήνα. Μάλιστα δε, το ελληνικό θωρηκτό Κιλκίς που ναυλοχούσε και είχε ως βάση τη Σμύρνη, με την έκρηξη του κινήματος και υπό τον κυβερνήτη πλοίαρχο Δεμέστιχα μετέβη στη Σάμο όπου και παρέμεινε εκεί προκειμένου να επιβάλει την επανάσταση, παρότι οι καπνοί της καταστροφής, (κατά την ημέρα), και το φέγγος της πυρκαιάς, (κατά τη νύκτα), ήταν ορατοί τόσο από τη Χίο όσο και από τη Σάμο. Στις 15 Σεπτεμβρίου 1922 κατά τη 3η ημέρα της καταστροφής της Σμύρνης το θωρηκτό Κιλκίς απέπλευσε και ενώθηκε με το θωρηκτό Αβέρωφ, μεταξύ Χίου Σάμου, που κατέρχονταν ολοταχώς το Αιγαίο προς Πειραιά προερχόμενο από Κωνσταντινούπολη αφού προηγουμένως είχε σημειωθεί ανταρσία και είχε αποχωρήσει από τη Διασυμμαχική Ανταντική ναυτική δύναμη, που ναυλοχούσε στο Βόσπορο, (στην οποία είχε ενταχθεί μετά την υπογραφή της ανακωχής του Μούδρου), υπό τον κινηματία κυβερνήτη Αντιπλοίαρχο Γ. Χατζηκυριάκο.