Αρχαίος Πύργος Οινόης Αρχαίο Φρούριο Ελευθερών Αρχαιολογικός χώρος Οινόης Γιώργος Πρίμπας
Το παρόν φωτογραφικό άλμπουμ είναι ένα αφιέρωμα για τους τρεις μεγάλης αρχαιολογικής αξίας χώρους στην περιοχή της Οινόης, η οποία βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο της Αττικής. Χώροι οι οποίοι ανάγονται στην αρχαία Ελλάδα και συγκεκριμένα: - Τον αρχαίο Πύργο της Οινόης, ο οποίος βρίσκεται στην είσοδο του ομώνυμου χωριού, 45 περίπου χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας, ακριβώς δίπλα στην παλιά εθνική οδό Αθηνών Λαμίας, - Το αρχαίο φρούριο Ελευθερών, το οποίο βρίσκεται 5 περίπου χιλιόμετρα μετά την Οινόη, προς τη Θήβα, δίπλα στην παλαιά εθνική οδό Αθηνών Λαμίας και - Τον αρχαιολογικό χώρος της Οινόης, ο οποίος βρίσκεται 3,5 χιλιόμετρα ανατολικά της Οινόης στο δρόμο προς Λεύκα. Γιώργος Πρίμπας Οκτώβρης Νοέμβρης 2017
Ο αρχαίος Πύργος της Οινόης, φωτογραφίες από τον οποίο ακολουθούν, είναι ο ένας εκ των τριών με το ίδιο όνομα αρχαιολογικής αξίας πύργος στην Αττική. Ως προς τους άλλους, που είναι πολύ μεταγενέστεροι, ο μεν ένας βρίσκεται στην περιοχή του Μαραθώνα και κατασκευάστηκε στα μέσα του 13ου αιώνα μ.χ. από τον Όθωνα Δελαρός (DeLaroche), ιδρυτή του ελληνικού κλάδου του ομώνυμου οίκου ευγενών της Βουργουνδίας, ο δε άλλος στη θέση Κοντίτα, βορειοανατολικά του χωριού της Οινόης και κατασκευάστηκε επί φραγκοκρατίας.
ΠΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΟΙΝΟΗΣ Ο μεμονωμένος τετράγωνος πύργος της Οινόης, πλευράς 8μ. διατηρεί τη βορειοδυτική γωνία, με 32 δόμους, σε ύψος 14μ. Οι τέσσερις κατώτεροι δόμοι είναι από συμπαγή ασβεστόλιθο, ενώ οι υπερκείμενοι από κροκαλοπαγή. Το διαφορετικό υλικό δόμησης και η τοιχοδομία υποδηλώνουν δύο οικοδομικές φάσεις από τις οποίες η νεότερη τοποθετείται στα μέσα του 4ου αι. π.χ. Από τις δοκοθήκες που διακρίνονταν στο εσωτερικό τού πύργου και στήριζαν τα δοκάρια τών πατωμάτων, εκτιμάται ότι υπήρχαν τέσσερις όροφοι, ενώ η ανώτατη σειρά δοκοθηκών στήριζε τη στέγη. Στους ορόφους 2,3 και 4 διακρίνονται τοξοθυρίδες, ενώ στον ανώτερο όροφο υπάρχουν ενδείξεις δύο παραθύρων για μικρούς καταπέλτες. Η είσοδος βρισκόταν πιθανόν στη βόρεια πλευρά. Η θέση του πύργου, το μέγεθος και ο εξοπλισμός του, ενισχύουν την άποψη του στρατιωτικού του χαρακτήρα. Θα πρέπει να ήλεγχε τη βασική οδό Αθήνας-Θήβας που διερχόταν λίγο βορειότερα και να λειτούργησε ως φρυκτωρία λόγω της οπτικής του επαφής με τουλάχιστον τρεις ακόμη στρατηγικές θέσεις. Ο πύργος ήλεγχε τα ΒΔ σύνορα της Αττικής και αποτελούσε τμήμα του γενικότερου αμυντικού συστήματος της Αθήνας κατά τον 4ο αι. π.χ. Γ ΈΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ
Οι Ελευθερές ήταν αρχαία πόλη στα όρια της Αττικής με τη Βοιωτία. Αρχικά ανήκε στους Βοιωτούς αλλά τον 6ο αι. π.χ. πέρασε στην κυριαρχία των Αθηναίων. Από τις Ελευθερές διαδόθηκε στην αρχαία Αθήνα η λατρεία του Διονύσου. Μάλιστα επί Πεισίστρατου μεταφέρθηκε το ξόανο του Διονύσου από τις Ελευθερές στο ναό προς τιμήν του Διονύσου του Ελευθερέα, ο οποίος χτίστηκε στους νοτιοανατολικούς πρόποδες του λόφου της Ακρόπολης. Οι Ελευθερές το πιθανότερο είναι πως βρισκόντουσαν στη θέση των ερειπίων του αρχαίου φρουρίου των Ελευθερών, το οποίο βρίσκεται στην περιοχή που σήμερα λέγεται Κάζα, κατά μήκος του περάσματος στον Κιθαιρώνα από την Αττική στη Βοιωτία, δίπλα στην παλαιά εθνική οδό Αθήνας Λαμίας, πέντε περίπου χιλιόμετρα μετά το χωριό της Οινόης. Το φρούριο σήμερα ονομάζεται από τους ντόπιους και Γυφτόκαστρο.
Φρούριο Ελευθερών Το φρούριο των Ελεύθερων έχει κτιστεί σε επιτελική Θέση για τον έλεγχο του φυσικού στενού περάσματος από την Βοιωτία στην Αττική. Από τη Θέση αυτή είναι απρόσκοπτη η θέα προς το αρχαίο πέρασμα δυτικά, καθώς και στην πεδιάδα της Οινόης νοτιοανατολικά. Η χρονολόγηση του μεταξύ του 370-360 π.χ., το εντάσσει στο αμυντικό σύστημα της Αθήνας που φαίνεται ότι αναπτύχθηκε στα σύνορα της Αττικής κατά τον 4ο αι. π.χ. Το περίγραμμα του φρουρίου ακολουθεί τη μορφολογία του υψώματος, περικλείοντας έκταση 300x100 μ., με περίμετρο τειχών 860 μ. Η ευάλωτη βόρεια πλευρά έχει ισχυρή τοιχοδομία που σώζεται σε ύψος 4 έως 6 μ. περίπου, φέρει δύο μικρές πυλίδες και ενισχύεται από επτά τετράγωνους πύργους πλευράς 6 μ., οι οποίοι εξέχουν και από τις δύο πλευρές του τείχους, ενώ συνδέονται μεταξύ τους με περίδρομο. Δύο πύλες αποτελούσαν τις εισόδους του φρουρίου: η κύρια διπλή πύλη βρίσκεται δυτικά πάνω από το δρόμο ελέγχου, ενώ η δευτερεύουσα στη νοτιοανατολική πλευρά, μαζί με μια πυλίδα, συνέδεε το φρούριο με την πόλη των Ελευθερών από τις νότιες υπώρειες του λόφου. Πλην της βόρειας, οι άλλες πλευρές ενισχύονταν με λιγότερους πύργους που σώζονται σε χαμηλό ύψος ενώ η τοιχοδομία είναι κατά τόπους πολυγωνική και ακανόνιστη, οφειλόμενη προφανώς στην μορφολογία του εδάφους. Στο εσωτερικό και κοντά στη βόρεια πλευρά, σώζονται θεμέλια διώροφου ενδεχομένως κτίσματος, διαστάσεων 16x11 μ., πολυγωνικής τοιχοδομίας με κεντρικό διάδρομο και ζεύγη δωματίων σε κάθε πλευρά. Χρονολογείται πιθανόν σε πρωιμότερη του φρουρίου φάση και λειτούργησε ως χώρος εγκατάστασης φρουράς. Είναι πιθανή, ωστόσο, η χρήση του ως καταλύματος και μετά την κατασκευή του φρουρίου. Αποσπασματικοί χαμηλοί τοίχοι, διάσπαρτοι στον εσωτερικό χώρο του φρουρίου υποδηλώνουν παρόμοιες κατασκευές. Γ ΈΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ
Ακολουθούν εικόνες από το νότιο μέρος του φρουρίου
Ακολουθούν εικόνες από το ανατολικό μέρος του φρουρίου
Ακολουθούν εικόνες από το βόρειο μέρος του φρουρίου
Ο αρχαιολογικός χώρος της (αρχαίας) Οινόης βρίσκεται 3,5 χιλιόμετρα ανατολικά του σημερινού χωριού της Οινόης (ή Μάζι, μέχρι το 1919) στο δρόμο προς Λεύκα, σε ένα στενό πέρασμα του όρους Κιθαιρώνα προς τη Βοιωτία. Η αρχαία Οινόη βρισκόταν στα βορειοδυτικά όρια της αρχαίας Αττικής και οι κάτοικοί της ανήκανε στην Ιπποθοωντίδα φυλή. Ήταν εκτεθειμένη σε επιθέσεις από τους Θηβαίους, όπως αυτή του 506 π.χ. στην οποία την καταλάβανε. Αργότερα πέρασε εκ νέου στην κυριαρχία των Αθηναίων. Το 431 π.χ., με την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου, οι Σπαρτιάτες επιχείρησαν αλλά απέτυχαν να την καταλάβουν. Την καταλάβανε πάντως το 411 π.χ. οι Βοιωτοί, αλλά πρόσκαιρα. Οφείλει το όνομά της στην ομώνυμη νύμφη από την Αρκαδία και πιθανή μητέρα του Πανός. Η αρχαιολογική σκαπάνη απέδωσε πλήθος κεραμικών ευρημάτων και ανέδειξε τρεις φάσεις οικοδόμησης: της κλασικής αρχαϊκής περιόδου, των ελληνιστικών χρόνων (όταν ανήκε διαδοχικά στις μακεδονικές φυλές: Δημητριάδας και Πτολεμαΐδας) και των βυζαντινών χρόνων, όταν ονομαζόταν Μυούπολις ή Μυόπολις ή Νυούπολις.