Κεφάλαιο 1 Η Έμα Γκίλμπερτ βούτηξε στην πισίνα χωρίς να σηκώσει ούτε πιτσιλιά και ανέβηκε στην επιφάνεια διαγράφοντας μια καμπύλη. Τα χέρια της έσκισαν το νερό οι απλωτές της διαδέχτηκαν η μια την άλλη με την ίδια επιδεξιότητα. Συγκεντρώθηκε για να κρατά σταθερή την αναπνοή της και τις κινήσεις της υπό έλεγχο, απολαμβάνοντας την αίσθηση του νερού που κυμάτιζε στα μπράτσα της. Τα μακριά ξανθά μαλλιά της ήταν σφιχτά μαζεμένα μέσα σε ένα εφαρμοστό σκουφάκι κολύμβησης για να παραμένει η κίνησή της όσο το δυνατόν πιο αεροδυναμική. Ταχύτητα και έλεγχος, επαναλάμβανε από μέσα της ξανά και ξανά. Ταχύτητα και έλεγχος. Αυτό ήταν που μια μέρα θα τη βοηθούσε να κερδίσει στους τοπικούς αγώνες κολύμβησης. Στην άκρη της πισίνας, η καλύτερή της φίλη, η Κλίο Σερτόρι, παρακολουθούσε με θαυμασμό. Τα χέρια της Έμα έσκιζαν τη λαμπερή επιφάνεια του νερού χωρίς να δημιουργούν ούτε παφλασμό. Έμοιαζε σαν να κολυμπούσε μια ολόκληρη ζωή. Τώρα που το καλοσκεφτόταν, η Κλίο συνειδητοποίησε ότι αυτό δεν απείχε και πολύ από την αλήθεια. Η Έμα κολυμπούσε απ όταν ήταν έξι μηνών, και όσα χρόνια την 7
ήξερε η Κλίο, αυτό ήταν το μεγαλύτερο πάθος της φίλης της. Η Κλίο δεν μπορούσε να κάνει ούτε μία απλωτή, παρ όλα αυτά, όμως, της άρεσε πολύ να βοηθά την Έμα να προπονείται. Στην αρχή, η Έμα είχε προσπαθήσει να πείσει την Κλίο να κολυμπά μαζί της. Αλλά όσο και αν άρεσε στην Κλίο να βλέπει τη φίλη της να κολυμπά, μισούσε την ιδέα να μπει η ίδια στο νερό. Και μόνο η σκέψη τής προκαλούσε ναυτία. Με μια τελευταία ώθηση, η Έμα γλίστρησε στην άκρη της πισίνας και έβγαλε τα γυαλάκια της, ενώ η Κλίο σταμάτησε βιαστικά το χρονόμετρο. Έσκυψε προς την πισίνα για να δείξει στη φίλη της το χρόνο της και ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο της Έμα. «Τέλεια, δυο μονάδες κάτω από το προσωπικό μου ρεκόρ», είπε, βλέποντας την ένδειξη. «Έμα, εκείνη τη φορά πήγαινες πραγματικά σαν σφαίρα», είπε η Κλίο. Η Έμα χαμογέλασε στη φίλη της. Εκτιμούσε πραγματικά τη βοήθεια της Κλίο στις προπονήσεις της. Ήταν πολύ πιο ευχάριστο να έχει κάποιον μαζί της εκεί, να την ενθαρρύνει. «Αύριο θα τα πάω καλύτερα», δήλωσε. «Δώσε μου δύο εβδομάδες και θα είμαι έτοιμη για τους τοπικούς αγώνες». Έδειχνε γεμάτη προσμονή και ενθουσιασμό. Ξαφνικά, 8
η Κλίο ευχήθηκε να είχε κι εκείνη κάτι που να την έκανε να νιώθει έτσι. Διώχνοντας αυτή τη σκέψη, χαμογέλασε στην Έμα, που ετοιμαζόταν για ένα γύρο ακόμα. «Αυτό είναι υπέροχο», είπε. Η Έμα συμφώνησε με ένα χαμόγελο, ξαναφόρεσε τα γυαλάκια της και εκτοξεύτηκε από την άκρη της πισίνας. Η Κλίο κοίταξε πάλι το χρονόμετρο και σκέφτηκε πόσο συναρπαστικό θα ήταν να δει την καλύτερή της φίλη να παίρνει μέρος στους τοπικούς αγώνες. Δεν είχε καμία αμφιβολία ότι η Έμα θα κέρδιζε. Η Έμα μπορούσε να πετύχει οτιδήποτε έβαζε στο μυαλό της. Όταν η Έμα τελείωσε την καθημερινή της προπόνηση, τα κορίτσια συμφώνησαν να συναντηθούν αργότερα στο «Juice-Net Café». Η Έμα έπρεπε να πάει στο σπίτι για να αλλάξει και η Κλίο έπρεπε οπωσδήποτε να καθίσει να διαβάσει λίγη βιολογία. Κανόνισαν τι ώρα θα συναντιούνταν και χωρίστηκαν, παίρνοντας διαφορετικές κατευθύνσεις. Η μέρα ήταν ζεστή και η Κλίο αποφάσισε να ακολουθήσει τη διαδρομή για το σπίτι που περνούσε από τη μαρίνα. Απόλαυσε το δροσερό αεράκι που ερχόταν από τη θάλασσα και σύντομα χάθηκε στις σκέψεις της. Θυμήθηκε τη γεμάτη ενθουσιασμό και ελπίδα έκφραση της Έμα. 9
Η Έμα είχε τόσο πολύ ταλέντο. Όχι μόνο αυτό, ήταν και αφοσιωμένη. Δεν την είχε οδηγήσει ως εδώ μόνο η τύχη, αλλά και η πολύ σκληρή δουλειά. Η Έμα ήταν απόλυτα συγκεντρωμένη στο όνειρό της να γίνει πρωταθλήτρια κολύμβησης και η στιγμή που το όνειρο αυτό θα γινόταν πραγματικότητα ερχόταν όλο και πιο κοντά. Φυσικά, η Κλίο ήξερε πόσο αγαπούσε η Έμα το κολύμπι, άρα μάλλον δεν πρέπει να ήταν για εκείνη και πολύ σκληρή δουλειά. Όμως η Κλίο αναγνώριζε την προσπάθεια που κατέβαλλε η Έμα και χαιρόταν να κάνει ό,τι μπορούσε για να βοηθά την καλύτερή της φίλη. Απλώς... η Κλίο αναστέναξε βαθιά. Αναρωτήθηκε πώς θα ήταν να έχει ένα όνειρο όπως η Έμα να έχει τόσες φιλοδοξίες. Τώρα που τα κορίτσια κόντευαν σχεδόν τα δεκάξι, μερικές φορές ένιωθε λες και όλοι οι άλλοι είχαν βρει κάτι να τους παθιάζει όλοι οι άλλοι εκτός από την ίδια. Η Κλίο έδιωξε αυτή τη σκέψη. Υπήρχε άφθονος χρόνος. Και προς το παρόν, το πρόγραμμά της ήταν ήδη υπερβολικά φορτωμένο. Σκεφτόταν αγχωμένη πόσο πίσω είχε μείνει με το διάβασμα της βιολογίας, όταν άκουσε μια βαθιά φωνή. «Κλίο!» Η Κλίο σήκωσε το βλέμμα της και έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ο Ζέιν Μπένετ τη φώναζε από μια προβλήτα 10
προφανώς θα ήταν δεμένο εκεί κάποιο από τα γιοτ του μπαμπά του. Ο Ζέιν Μπένετ ήταν ένα υπεροπτικό καθίκι. Πάντα πίστευε ότι μπορούσε να κάνει ό,τι γουστάρει και να τη γλιτώνει επειδή ο μπαμπάς του ήταν πλούσιος. Για την ακρίβεια, ο μπαμπάς του ήταν το μοναδικό πιο αντιπαθητικό άτομο από τον ίδιο. Ο Ζέιν είχε ένα κατσαβίδι στο χέρι κι εκείνη τη μόνιμη έκφραση αλαζονείας στο πρόσωπό του. Ήταν γονατισμένος στην άκρη της μαρίνας, δίπλα στο μικρό σκάφος του. Το σκέπασμα της μηχανής ήταν σηκωμένο και ο Ζέιν έμοιαζε να τα έχει βρει σκούρα. Η Κλίο αναστέναξε και ευχήθηκε να μην είχε μιλήσει σ εκείνη. Εννοείται ότι δεν της είχε ξαναδώσει σημασία και άλλωστε εκείνη δεν είχε ιδέα από σκάφη. Της έκανε εντύπωση ακόμα και το γεγονός ότι ήξερε το όνομά της. Έβαλε το κεφάλι κάτω και συνέχισε να περπατά. «Έι! Κλίο!» ξαναφώναξε εκείνος. Ήταν ανώφελο να τον αγνοήσει ο Ζέιν είχε καταλάβει ότι τον είχε δει. Κοίταξε προς το μέρος του, επιφυλακτικά, εξακολουθώντας να ελπίζει ότι μπορεί να μιλούσε σε κάποια άλλη. «Ναι, σ εσένα μιλάω, Κλίο», είπε, γελώντας ανέμελα. Η Κλίο μπερδεύτηκε ακουγόταν σχεδόν φιλικός. «Έχω πρόβλημα εδώ, μήπως μπορείς να βοηθήσεις;» ρώτησε. 11
Σηκώθηκε και την κοίταξε το ύφος στα γαλανά του μάτια έμοιαζε χαλαρό, παρακλητικό. Η Κλίο δίστασε. «Εεε... δε νομίζω», είπε κι έκανε να φύγει. «Έλα, τώρα. Σε παρακαλώ;» Ακουγόταν πραγματικά ειλικρινής. «Το Ζόντιάκ μου δεν παίρνει μπρος. Και το μόνο που θέλω είναι να μου δίνεις τα εργαλεία». Ο Ζέιν κοίταξε το μικρό σκάφος μπροστά του το Ζόντιακ και της έδωσε την εντύπωση πως πραγματικά χρειαζόταν ένα χεράκι. Η Κλίο γούρλωσε απαυδισμένη τα μάτια, τίναξε πίσω τη μακριά καστανή κοτσίδα της και άρχισε να προχωρά προς το μέρος του. Μπορεί να είναι υπερόπτης και απίστευτα εκνευριστικός, αλλά αν έχει στ αλήθεια πρόβλημα και χρειάζεται βοήθεια, δεν μπορώ να αρνηθώ, έτσι δεν είναι; σκέφτηκε καθώς πήγαινε από πίσω του για να ρίξει κι αυτή μια ματιά στο σκάφος. «Δεν τα πηγαίνω καλά με τα σκάφη», του είπε, μπαίνοντας μέσα στο Ζόντιακ. Το σκάφος ταλαντεύτηκε κάτω απ το βάρος της και η Κλίο κρατήθηκε σφιχτά απ το πηδάλιο, νιώθοντας διστακτική και πολύ ανήσυχη. «Θα τα πας μια χαρά», είπε ο Ζέιν με σιγουριά. Η φωνή του ήταν ευγενική και ενθαρρυντική. Η Κλίο δεν είχε ξανακούσει ποτέ τον Ζέιν Μπένετ να μιλά έτσι. Αυτό θα έπρεπε να την υποψιάσει. 12
Η Κλίο δεν κοιτούσε τον Ζέιν προσπαθούσε να συγκεντρωθεί για να μη χάσει την ισορροπία της και πέσει στο νερό. Αν είχε κοιτάξει πίσω της, θα τον είχε δει να λύνει αθόρυβα το σκοινί του σκάφους. «Δεν το κατάλαβα αμέσως, αλλά κάποιος μου έκλεψε το μπουζί», συνέχισε, με τον ίδιο ευγενικό τόνο. «Δουλεύει και χωρίς μπουζί;» ρώτησε η Κλίο, προσπαθώντας να δείξει ενδιαφέρον και να σταματήσει να σκέφτεται ότι βρισκόταν πάνω στο νερό. Πήρε μερικά εργαλεία από την εργαλειοθήκη του σκάφους και αναρωτήθηκε ποια θα χρειαζόταν ο Ζέιν. «Μπα», έκανε γελώντας ο Ζέιν, με σκληρή, ειρωνική φωνή. «Χωρίς μπουζί δεν παίρνει μπρος!» Τότε η Κλίο ένιωσε το σκάφος να κλυδωνίζεται από κάτω της και, όταν γύρισε, είδε το πόδι του Ζέιν να σπρώχνει την άκρη του. Το Ζόντιακ απομακρύνθηκε με φόρα από τη μαρίνα. Η Κλίο βρισκόταν σ ένα ακυβέρνητο σκάφος χωρίς μηχανή και κατευθυνόταν προς τ ανοιχτά της θάλασσας! 13
Κεφάλαιο 2 Η καρδιά της Κλίο πήγαινε να σπάσει. Προσπάθησε να μείνει ακίνητη, αλλά έτρεμε από φόβο και θυμό κυρίως από φόβο. Φοβόταν πάρα πολύ το νερό. Παρότι είχε μεγαλώσει κοντά στη θάλασσα, δεν είχε μάθει ποτέ κολύμπι και στους χειρότερους εφιάλτες της βρισκόταν πάντα αβοήθητη στη θάλασσα χωρίς ελπίδα σωτηρίας. Τώρα οι εφιάλτες της έμοιαζαν να γίνονται πραγματικότητα. Από τη μαρίνα όπου στεκόταν, ο Ζέιν άφησε ένα γελάκι βλέποντας την Κλίο να παρασύρεται στα ανοιχτά. Ο φίλος του, ο Νέιτ, που ήταν κρυμμένος πίσω από ένα μεγαλύτερο σκάφος, βγήκε από την κρυψώνα του και άρχισαν να γελούν κοροϊδευτικά, καθώς η Κλίο και το Ζόντιακ απομακρύνονταν όλο και περισσότερο από κοντά τους, με το σκοινί του σκάφους να σέρνεται στο νερό. «Έτσι κι αλλιώς, είχα αρχίσει να το βαριέμαι αυτό το πράγμα», είπε ο Ζέιν και ο Νέιτ τού χαμογέλασε. «Γιατί εμένα;» του φώναξε η Κλίο, ενώ σε κάθε της λέξη το ρεύμα την έπαιρνε όλο και πιο μακριά. «Δεν έκλεψα εγώ το μπουζί σου». «Επειδή ήσουν εδώ, Κλίο», είπε ο Ζέιν, λες και ήταν ο πιο προφανής λόγος του κόσμου. 14
Συνοφρυώθηκε και το πρόσωπό του σκοτείνιασε. Όταν ανακάλυψε ότι το σκάφος του δεν έπαιρνε μπροστά, το μόνο που ήθελε ήταν ένα εξιλαστήριο θύμα για να κατηγορήσει. Τότε, ακριβώς την κατάλληλη στιγμή, εμφανίστηκε η μικρή Κλίο Σερτόρι. Ο Ζέιν πάντα ένιωθε καλύτερα όταν έκανε κάποιον άλλο να υποφέρει. «Έτσι κι αλλιώς, ο μπαμπάς μου θα μου αγοράσει άλλο σκάφος», της φώναξε. «Άκου, αν καταφέρεις να το βάλεις μπρος, μπορείς να το κρατήσεις». «Αυτό δεν είναι αστείο!» φώναξε θυμωμένα η Κλίο. Μα δεν καταλαβαίνουν πόσο επικίνδυνο είναι; σκέφτηκε. Δεν έχω την παραμικρή ιδέα πώς να κουμαντάρω αυτό το πράγμα και κατευθύνομαι προς τη θάλασσα! «Σοβαρά μιλάς;» είπε ο Ζέιν, γελώντας κοροϊδευτικά. «Εμένα μου φαίνεται πολύ αστείο, έτσι, Νέιτ;» Τα δυο αγόρια «κόλλησαν πέντε» στον αέρα και ξεκαρδίστηκαν στα γέλια. Διασκέδαζαν και οι δύο πάρα πολύ βλέποντας το τρομαγμένο πρόσωπο της Κλίο. Ο Νέιτ χαιρέτησε την Κλίο από μακριά, καθώς το σκάφος απομακρυνόταν όλο και περισσότερο από τη μαρίνα. «Ζέιν!» ούρλιαξε η Κλίο, αλλά ήξερε ότι ήταν μάταιο. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να κάνει ο Ζέιν Μπένετ το παραμικρό για να τη βοηθήσει. Δεν ξέρω τι στην ευχή να κάνω τώρα, σκέφτηκε. Πώς μπορεί κάποιος να είναι τόσο κακός; 15
«Απ ό,τι φαίνεται, θα πρέπει να κολυμπήσεις, Κλίο», φώναξε ο Ζέιν. Ο Νέιτ κι εκείνος έκαναν μεταβολή και έφυγαν, σκουντώντας ο ένας τον άλλο στα πλευρά και χαχανίζοντας. Το γέλιο τους έφτασε αμυδρό στην Κλίο. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της, καθώς περνούσε δίπλα από προβλήτες και σκάφη. Γύρω της δεν υπήρχε κανείς κανείς για να του ζητήσει βοήθεια. Δεν είχε μαζί της το κινητό, ούτε ήξερε κανείς ότι είχε κατέβει στη μαρίνα δεν είχε πει στην Έμα από ποιο δρόμο θα γυρνούσε στο σπίτι. «Δεν μπορεί να μου συμβαίνει αυτό», μουρμούρισε. Τι θα κάνω; Η Κλίο κάθισε κάτω προσεκτικά και ακούμπησε το πιγούνι της στην παλάμη της. Κοίταξε προς τη μαρίνα, όπου οι μορφές του Ζέιν και του Νέιτ μίκραιναν όλο και περισσότερο. Το σκάφος απομακρυνόταν διαρκώς, χωρίς να πλησιάζει ποτέ αρκετά τις προβλήτες ή τα άλλα σκάφη, ώστε να πιαστεί από κάπου και να σταματήσει. Ήταν εξαιρετικά τρομαγμένη ακόμα και για να θυμώσει. Ήταν εγκλωβισμένη σε ένα σκάφος χωρίς μηχανή, δεν υπήρχε κανείς για να τη βοηθήσει και έτρεμε το νερό. Η Κλίο αναρωτήθηκε αν τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι χειρότερα. Το σκάφος πέρασε από την τελευταία μικρή ξύλινη προβλήτα και κατευθύνθηκε προς την ανοιχτή θάλασσα. 16
Η Κλίο δεν είχε ιδέα τι θα έκανε στη συνέχεια. Τότε, ξαφνικά, μια φιγούρα πήδηξε στον αέρα από την προβλήτα! Το σκάφος ταλαντεύτηκε καθώς ο νεοφερμένος πήδηξε μέσα. Η Κλίο ένιωσε το Ζόντιακ να τραμπαλίζεται κάτω απ τα πόδια της και ξεφώνισε τρομαγμένη, αρπάζοντας τις άκρες του σκαριού. Γύρισε απότομα και είδε ένα κορίτσι να την κοιτάζει σκανταλιάρικα. Είχε σγουρά ξανθά μαλλιά και διαπεραστικά γαλανά μάτια και η Κλίο την αναγνώρισε μεμιάς. Ήταν η Ρίκι Τσάντγουικ, το καινούριο κορίτσι από το σχολείο. Η καρδιά της Κλίο κόντευε να σπάσει και ξαφνικά έγινε έξαλλη με αυτή την καινούρια επιβάτισσα. Για μια στιγμή, σκέφτηκε ότι η Ρίκι θα μπορούσε να τη βοηθήσει να γυρίσει στην ξηρά, αλλά τώρα συνειδητοποίησε ότι δε θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. «Υποτίθεται ότι αυτό είναι κάποιο είδος διάσωσης;» της είπε νευριασμένα. «Γιατί εδώ έχουμε μεγάλο πρόβλημα. Χωρίς να θέλω να τονίσω τα αυτονόητα, όμως παρασυρόμαστε στ ανοιχτά της θάλασσας και οι δύο!» Χωρίς να απαντήσει, η Ρίκι έβαλε το χέρι πίσω απ την πλάτη της και εμφάνισε ένα μπουζί, λες κι έκανε μάγια. Ένα αυτάρεσκο χαμόγελο σχηματίστηκε φευγαλέα στο πρόσωπό της. «Εσύ το πήρες αυτό!» φώναξε η Κλίο. Για μια στιγμή, έριξε το φταίξιμο για όλα αυτά στη Ρίκι. Έπειτα, η Κλίο 17
χαμογέλασε ανεπαίσθητα, καθώς συνειδητοποιούσε ότι το μπουζί ήταν η λύση για το πρόβλημά τους. Είχαν ηλεκτρικό ρεύμα! Η Ρίκι πέρασε από δίπλα της και πήγε στο πίσω μέρος του σκάφους. «Ο Ζέιν Μπένετ είναι γουρούνι», είπε η Ρίκι, καθώς έπαιρνε ένα γαλλικό κλειδί από τον πάτο του σκάφους και έβαζε το μπουζί στη θέση του. «Οτιδήποτε μπορώ να κάνω για να του σπάσω τα νεύρα δεν μπορεί να είναι κακό, σωστά;» Η Ρίκι έριξε μια ματιά πίσω της, προς το μέρος όπου περπατούσαν ο Ζέιν και ο Νέιτ. Αντιπαθούσε τον Ζέιν για τους δικούς της λόγους και, όταν είδε το σκάφος του εκεί, απλώς να περιμένει να περάσει κάποιος και να το πειράξει... ε, λοιπόν... της φάνηκε υπερβολικά καλή ευκαιρία για να την αφήσει να πάει χαμένη. Μόλις η Κλίο βεβαιώθηκε ότι είχαν ρεύμα, το αίσθημα πανικού την εγκατέλειψε. Ίσως, τελικά, αυτό το καινούριο κορίτσι να μην ήταν και τόσο κακό! Εννοείται ότι δεν είχε κανένα πρόβλημα με οποιονδήποτε μπορούσε να τη φέρει στον Ζέιν Μπένετ. «Τέλεια», είπε χαμογελώντας. «Ευχαριστώ, Ρίκι». «Ξέρεις το όνομά μου;» ρώτησε η Ρίκι έκπληκτη. «Ναι. Βασικά, σε έχω προσέξει στο σχολείο από τότε που ήρθες», εξήγησε η Κλίο. Η Ρίκι κοίταξε την Κλίο από το πίσω μέρος του σκά- 18
φους, καθώς έκλεινε το σκέπασμα της μηχανής. Είχε μια παράξενη έκφραση, έμοιαζε σχεδόν κατσουφιασμένη, και ξαφνικά η Κλίο συνειδητοποίησε ότι πρέπει να είχε φανεί πολύ αγενής. Ασφαλώς θα ήταν απαίσιο να είσαι το καινούριο κορίτσι κάπου και να μην έχεις καθόλου φίλους. «Αχ, θέλω να πω είχα διαρκώς στο νου μου να σε χαιρετήσω και τα συναφή», είπε η Κλίο, προσπαθώντας να τα μπαλώσει. Η Ρίκι απλώς ανασήκωσε το φρύδι της και η Κλίο είχε την αίσθηση ότι έκανε τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Σταμάτησε να μιλάει κι έμεινε απλώς να παρακολουθεί. Μόλις τελείωσε με τη μηχανή, η Ρίκι γύρισε το κλειδί και έβαλε μπροστά το σκάφος. Η μηχανή άναψε μουγκρίζοντας. Ευτυχώς, Παναγίτσα μου! σκέφτηκε η Κλίο. Αυτό το κορίτσι είναι υπέροχο! «Κρατήσου!» προειδοποίησε η Ρίκι την Κλίο, καθώς άνοιγε το γκάζι και το σκάφος ξεκινούσε με φόρα. Τα κορίτσια κοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν η μια στην άλλη, καθώς η Ρίκι γύρισε το Ζόντιακ προς τα πίσω και το οδήγησε ξανά κατευθείαν προς τη μαρίνα. Ο Ζέιν και ο Νέιτ σουλάτσαραν στην άκρη της προκυμαίας. Ο Ζέιν εξακολουθούσε να κρατά το κατσαβίδι στο χέρι του και να γελά. Σταμάτησε και στάθηκε σαν μοντέλο σε περιοδικό, λες κι ήθελε να επιδείξει τα ακριβά του ρούχα. 19
Πιστεύει πραγματικά ότι είναι ξεκαρδιστικός, σκέφτηκε η Ρίκι. Ε, λοιπόν, θα του δείξουμε εμείς! Έστρεψε το σκάφος προς τα αγόρια και άνοιξε τέρμα το γκάζι. Το Ζόντιακ όρμησε κατευθείαν πάνω τους, αλλά την τελευταία στιγμή η Ρίκι έστριψε απότομα το πηδάλιο, στέλνοντας ένα τεράστιο κύμα νερού προς τα αγόρια. Έπεσε σαν καταρράκτης πάνω στον Ζέιν και τον Νέιτ, αλλά κυρίως πάνω στον Ζέιν, που έχασε εντελώς τον αέρα μοντέλου και ζάρωσε κάτω, προσπαθώντας να προστατευτεί από το νερό. Όμως ήταν μάταιο το σημάδι της Ρίκι ήταν θανατηφόρο. Τα επώνυμα ρούχα του Ζέιν είχαν γίνει μούσκεμα και το χαμόγελο είχε σβήσει εντελώς από το πρόσωπό του. Δεν μπόρεσε παρά να κατσουφιάσει καθώς η Ρίκι και η Κλίο τον κοίταξαν, χαμογέλασαν και απομακρύνθηκαν με ταχύτητα. Ο Νέιτ δεν μπορούσε να σταματήσει να χαχανίζει βλέποντας τον Ζέιν να στάζει από την κορυφή μέχρι τα νύχια, έξαλλος. Ο Ζέιν αγριοκοίταξε τον Νέιτ, που έφερε το χέρι του στο στόμα, προσπαθώντας να πνίξει το γέλιο του. Το θέαμα ήταν σκέτη απόλαυση. Νομίζω ότι θα το συμπαθήσω αυτό το κορίτσι, σκέφτηκε η Κλίο. 20