Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2008



Σχετικά έγγραφα
Ο ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2003 Ν.122(Ι)/2003. ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 97(2)(η) ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΕΡΕΥΝΩΝ

Αριθμός 52(Ι) του 2017 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 2010 ΜΕΧΡΙ Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. ΠΡΟΤΑΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (EΚ) αριθ. /2008 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

ΟΔΗΓΙΑ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΟΥ Π.Δ.Σ.

Έρευνα της Υπηρεσίας Ανταγωνισμού και Προστασίας Καταναλωτών για εμπορική πρακτική της εταιρείας Cyta

ΟΔΗΓΙΑ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΟΥ Π.Δ.Σ.

όπως αυτό έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας ημερομηνίας 26 Ιανουαρίου 2017 σελίδες

ΑΡΧΗ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ (ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 4/2014(19)) ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΗ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΠΑΡΑΒΑΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΟ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ «PLUS TV»

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4359, (Ι)/2012 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟ ΠΕΡΙ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΣΗΜΑΝΣΗΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ ΑΠΟ ΠΟΛΥΤΙΜΑ ΜΕΤΑΛΛΑ ΝΟΜΟ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4437, (Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΝΟΜΟ

ΟΔΗΓΙΑ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΟΥ Π.Δ.Σ.

ΟΔΗΓΙΑ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΟΥ Π.Δ.Σ.

18(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3850, 30/4/2004 Ο ΠΕΡΙ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΩΝ (ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΑΝΩΤΑΤΩΝ ΤΙΜΩΝ ΛΙΑΝΙΚΗΣ ΠΩΛΗΣΗΣ ΣΕ ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

Νομοσχέδιο Αποκρατικοποιήσεων Επισυνάπτεται η σχετική ανακοίνωση.

Πληροφορίες και των Πράξεων Χειραγώγησης της Αγοράς (Κατάχρηση Αγοράς) Νόμος, ΟΔ Παράβαση και διοικητικά πρόστιμα Καταχώρηση Προσφυγής:

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4334, 25/5/2012

KAJI. 328/ Εξουσία του Επιτρόπου προς είσοδο και έρευνα. Διαδικασία εισόδου και έρευνας και επιβολή διοικητικού προστίμου.

ΟΙ ΠΕΡΙ ΓΕΝΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΥΓΕΙΑΣ ΤΟΥ 2001 ΕΩΣ Απόφαση δυνάμει των άρθρων 22(2)(α), 24(4), 26(4) και (6)(β) και 26(7)

Θέμα Παράσταση «Αντιγόνη» που έγινε στο κατεχόμενο θέατρο Σαλαμίνας στις 28/9/2016

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4019, 29/7/2005 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΑΡΟΧΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΣΕ ΕΠΕΝΔΥΤΕΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3386, 4/2/2000. ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 4ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2000

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

Ο ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2003 Ν.122(Ι)/2003 (25/07/2003) ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΑΡΑΠΟΝΩΝ Κ.Δ.Π. 570/2005 (16/12/2005)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Μαρούσι, ΑΡΙΘ. ΑΠ.: 554/052 ΑΠΟΦΑΣΗ

η µάλλον ευρύτερη αναγνώριση του ενδιαφέροντος που παρουσιάζει η θέσπιση διατάξεων για την ενισχυµένη συνεργασία στον τοµέα της ΚΕΠΠΑ.

Ο ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ Διάταγμα δυνάμει του Νόμου 112(Ι)/2004

ΟΔΗΓΙΑ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΟΥ Π.Δ.Σ.

ΑΔΕΙΑ ΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΣΕ ΤΕΛΙΚΟΥΣ ΠΕΛΑΤΕΣ

Ο ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥ ΡΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ ιάταγµα δυνάµει του άρθρου 19

Ο ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΝΟΜΟΣ Ν. 112(I)/2004

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4135, 18/7/2007

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3850, 30/4/2004

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Ανακοίνωση. Απάντηση σε ερώτημα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (Αρ. Πρωτ. 3945/ )

Ε.Ε. Παρ. Ι(I), Αρ.4545,

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4416,

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :15. Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :6. Αρθρο :16

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ

1. Λούης Χατζηθωμάς- στάλθηκε πρόσκληση αλλά ενημέρωσε ότι θα απουσιάζει λόγω ασθενείας

ΔΗΛΩΣΗ ΠΕΡΙ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ. Όνομα και στοιχεία επικοινωνίας του υπεύθυνου επεξεργασίας: Όνομα και στοιχεία επικοινωνίας του υπεύθυνου προστασίας δεδομένων:

ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ ΤΜΗΜΑ B. Αριθμός 5125 Παρασκευή, 7 Δεκεμβρίου

Ο ΠΕΡ! ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥ ΔΡΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2005

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ: ΟΡΟΙ ΕΝΤΟΛΗΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ. της εταιρείας Εργοληπτικές Επιχειρήσεις Κώστας Μιχαηλίδης Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4010, 8/7/2005.Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΣΠΙΣΗΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΕΡΓΟΔΟΤΟΥΜΕΝΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2005

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4162, 2/5/2008

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4137, 27/7/2007 Ο ΠΕΡΙ ΚΕΝΤΡΩΝ ΑΝΑΨΥΧΗΣ (ΑΔΕΙΕΣ ΕΚΠΟΜΠΗΣ ΗΧΟΥ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Άρθρο 4 : Διαδικασία παραλαβής και αξιολόγησης προσφορών - Ενστάσεις

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3849, 30/4/2004

CYPRUS TRADING CORPORATION PLC

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4267, 31/12/2010 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΒΕΒΑΙΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΕΙΣΠΡΑΞΕΩΣ ΦΟΡΩΝ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 1978 ΜΕΧΡΙ 2009

Ε.Ε. Παρ. ΙΙ(Ι), Αρ. 4096, Δ.Κ. 3/2014

ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ. Η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ),

Ο ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2003 Ν.122(Ι)/2003 (25/07/2003) ΔΕΙΚΤΕΣ ΑΠΟΔΟΣΗΣ Κ.Δ.Π. 571/2005 (16/12/2005)

Απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Προσφυγή αρ. 2056/2012, Υπόθεση «Fissler Gmbh v. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού»

30 Οκτωβρίου, [ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής] ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ SEVERIN HOUNZANME ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ

Ο ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4092, 20/10/2006 Ο ΠΕΡΙ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΔΙΑΚΙΝΗΣΗΣ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΠΑΡΑΒΙΑΖΟΥΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2006

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 10 Μαρτίου 2017 (OR. en)

Ο ΠΕΡΙ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟ ΟΤΟΥΜΕΝΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΡΓΟ ΟΤΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΡΟΥΣ ΠΟΥ ΙΕΠΟΥΝ ΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ Ή ΤΗ ΣΧΕΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2000

ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΡΥΘΜΙΖΕΙ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΣΕ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΑΡΘΡΩΝ ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

L 176/16 EL Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΑΠΟΦΑΣΗ ΡΑΕ ΥΠ ΑΡΙΘ. 678/2014

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 1ης Δεκεμβρίου 2009 για τη θέσπιση του εσωτερικού του κανονισμού (2009/882/ΕΕ)

9317/17 ΚΑΛ/ακι/ΜΙΠ 1 D 2A

Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την άσκηση των Δικαιωμάτων των Παιδιών

Μαρούσι, ΑΡΙΘ. ΑΠ.: 514/056 ΑΠΟΦΑΣΗ

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

ΑΠΟΦΑΣΗ ΡΑΕ ΥΠ ΑΡΙΘΜ. 123/2008. Η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας. Κατά την τακτική συνεδρίασή της, στην έδρα της, την 7 η Μαρτίου 2008 και

Δήλωση Πολιτικής Συγκρούσεων Συμφερόντων

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ ΔΗΜΟΥ ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ

Τροποποίηση του Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσον αφορά τις κοινοβουλευτικές ερωτήσεις

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4112, 16/2/2007 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΡΓΟΔΟΤΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕ ΕΡΓΑΣΙΑ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ(ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΔΥΣΜΕΝΟΥΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ)ΝΟΜΟ

Μαρούσι, Αριθ. Πρωτ. 1400

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι) Αρ. 4615,

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3629, 9/8/2002

A&P (ANDREOU & PARASKEVAIDES) ENTERPRISES LTD ΕΚΘΕΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΜΕΡΟΣ Α Το Διοικητικό Συμβούλιο της

Απαντήσεις της ΕΕΤΤ στις παρατηρήσεις των συμμετεχόντων επί της εθνικής δημόσιας διαβούλευσης της ΕΕΤΤ για την τροποποίηση και κωδικοποίηση του

Πίνακας περιεχομένων

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4448,

3(I)/2016 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 2011 ΕΩΣ Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3850, 30/4/2004

Μαρούσι, ΑΡΙΘ. ΑΠ.: 614/057 ΑΠΟΦΑΣΗ

Μαρούσι, ΑΡΙΘ. ΑΠ.: 682/36 ΑΠΟΦΑΣΗ

Στην Αθήνα σήμερα την. μεταξύ των κάτωθι συμβαλλόμενων:

(Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

ΟΙ ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΦΥΣΙΚΟΥ ΑΕΡΙΟΥ ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ 2004 ΕΩΣ 2018 (Ν.183(Ι)/2004 & Ν.103(Ι)/2006 & 199(Ι)/2007 & 219(Ι)/2012&148(Ι)/2018)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΚΩΔΙΚΑΣ ΑΛΛΑΓΗΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ ΠΛΗΡΩΜΩΝ/ΕΝΤΟΛΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΓΙΑ ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ Εσωτερικός Κανονισμός Λειτουργίας Μάρτιος 2016

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4154, 31/12/2007

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Ο Πρόεδρος κηρύσσει την έναρξη της Συνεδρίασης γύρω στις 10:30 πμ ανακοινώνοντας την ημερήσια διάταξη, η οποία και οριστικοποιείται ως ακολούθως:

Ο ΠΕΡΙ ΑΣΥΡΜΑΤΟΥ ΤΗΛΕΓΡΑΦΙΑΣ ΝΟΜΟΣ

Transcript:

Απόφαση ΕΠΑ: 69/2009 Αρ. Φακ: 11.17.79/2005 Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2008 (Νόμος Αρ. 13(Ι)/2008) Αυτεπάγγελτη έρευνα εναντίον των εταιρειών πετρελαιοειδών, που αφορά ενδεχόμενη παράβαση του άρθρου 4 του Νόμου 207/89, νυν άρθρου 3 του Νόμου 13(Ι)/2008. Ενώπιον: Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού: κ. Κωστάκης Χριστοφόρου, Πρόεδρος κ. Λεόντιος Βρυωνίδης, Μέλος κα Ελένη Καραολή, Μέλος κ. Δημήτρης Πιτσιλλίδης, Μέλος κα Λουκία Χριστοδούλου, Μέλος Εμπλεκόμενo μέρoς: Lukoil Cyprus Ltd, Παρόντες: - Κυριάκος Κούσιος - Δικηγόρος-Εκπρόσωπος, Δικηγορικό Γραφείο: Κούσιος & Κορφιώτης, Δικηγόροι & Νομικοί Σύμβουλοι - Λούκας Κούσιος - Δικηγόρος-Εκπρόσωπος, Δικηγορικό Γραφείο: Κούσιος & Κορφιώτης, Δικηγόροι & Νομικοί Σύμβουλοι - Ευάγγελος Γρηγορίου - Διευθυντής Επιχειρήσεων Lukoil Cyprus Ltd - Κώστας Κοντόπουλος - Διευθυντής Επιχειρήσεων Lukoil Cyprus Ltd - Χρίστος Αχιλλέως - Εσωτερικός Νομικός Lukoil Cyprus Ltd Hμερομηνία έκδοσης της απόφασης: 24 Σεπτεμβρίου 2009 1/ 308

Σημείωση: Μέρος του παρόντος κειμένου έχει αποκρυβεί και σημειωθεί ως [...] γιατί έχει θεωρηθεί ως εμπιστευτική πληροφόρηση. ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΘ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ LUKOIL CYPRUS LTD ΜΕΡΟΣ Ι Αντικείμενο εξέτασης της υπόθεσης Αντικείμενο εξέτασης της υπό τον ως άνω και αριθμό και τίτλο υπόθεσης της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (στο εξής η «Επιτροπή»), αποτέλεσε η πιθανολογούμενη παράβαση των διατάξεων του άρθρου 3(1)(α) του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου, Νόμος αρ. 13(Ι)/2008 (στο εξής ο «Νόμος»), από μέρους των εταιρειών Lukoil Cyprus Ltd (στο εξής η «Lukoil» και/ ή «Εταιρεία»), Exxon Mobil Cyprus Ltd (στο εξής η «Exxon Mobil»), Petrolina (Holdings) Public Ltd (στο εξής η «Petrolina»), και Ελληνικά Πετρέλαια Κύπρου Λτδ (στο εξής τα «Ελληνικά Πετρέλαια») λόγω: i. της από μέρους τους υιοθέτησης εναρμονισμένης πρακτικής, που συνίστατο στον έμμεσο καθορισμό τιμών λιανικής πώλησης της αμόλυβδης βενζίνης 95 οκτανίων, της αμόλυβδης βενζίνης 98 οκτανίων και του πετρελαίου κίνησης LS, η οποία είχε ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα την παρακώλυση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της Δημοκρατίας, για την περίοδο από την 1/10/2004 μέχρι τις 22/12/2006, και ii. της συμφωνίας και /ή σύμπραξης με τους πρατηριούχους τους για τον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό τιμής λιανικής πώλησης της αμόλυβδης βενζίνης 95 οκτανίων, της αμόλυβδης βενζίνης 98 οκτανίων και του πετρελαίου κίνησης LS, η οποία είχε ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα την παρακώλυση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της Δημοκρατίας, για την περίοδο από την 1/10/2004 μέχρι τις 22/12/2006. 2/ 308

Περίληψη γεγονότων Η Επιτροπή εστίασε την προσοχή της στην αξιολόγηση των ουσιαστικών γεγονότων που συνθέτουν την υπόθεση, δοθέντος ότι τα δεδομένα αυτά αποτελούν αναντίλεκτα το ουσιαστικό υπόβαθρο για την εξέταση της αυτεπάγγελτης έρευνας. Ως εκ τούτου, η παράθεση των σχετικών με την υπόθεση δεδομένων, καθίσταται αναγκαία και επιτακτική και προς τούτο παρατίθενται συνοπτικά τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση: Οι εμπλεκόμενες, στην υπόθεση, επιχειρήσεις είναι: ι) Η εταιρεία ExxonMobil Cyprus Ltd. Η εν λόγω Εταιρεία δραστηριοποιείται στον τομέα των πετρελαιοειδών στην Κύπρο από το 2001, μετά τη συγχώνευση των πολυεθνικών εταιρειών Exxon (ESSO) και Mobil. Τόσο η Εταιρεία Exxon (ESSO) όσο και η Εταιρεία Mobil, είχαν ήδη εμπορικές δραστηριότητες στην Κύπρο μέσω των θυγατρικών τους ESSO Cyprus Inc και Mobil Oil Cyprus Ltd, αντίστοιχα. Το δίκτυο της Εταιρείας, κατά την υπό εξέταση περίοδο, αποτελείτο από πενήντα οκτώ (58) πρατήρια παγκύπρια, με την εμπορική επωνυμία «ESSO». ιι) Η εταιρεία Petrolina (Holdings) Public Ltd. Η εν λόγω Εταιρεία ιδρύθηκε το 1959 στην Κύπρο, με την επωνυμία Petrolina Ltd, ως ιδιωτική Εταιρεία έχοντας ως κύρια δραστηριότητα την εμπορία πετρελαιοειδών. Η εταιρεία προέβη κατά διαστήματα σε σειρά σταδιακών εξαγορών άλλων εταιρειών πετρελαιοειδών που δραστηριοποιούνταν στην Κυπριακή αγορά όπως οι εταιρείες Agip (Cyprus) Co Ltd, Fina (Cyprus) Ltd και Shell (Cyprus) Ltd. To 1999, η Εταιρεία μετονομάστηκε σε Petrolina (Holdings) Ltd, εξαγοράζοντας από άλλες εταιρείες του ομίλου τις λειτουργικές τους δραστηριότητες που αφορούσαν την εισαγωγή και εμπορία πετρελαιοειδών, το κινητό πάγιο ενεργητικό τους σε σχέση με τις δραστηριότητες αυτές καθώς και τα αποθέματά 3/ 308

τους σε πετρελαιοειδή, υγραέριο και λιπαντικά. Το 2000, εισήχθηκε στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου ως δημόσια Εταιρεία, σύμφωνα με τον περί Εταιρειών Νόμο Κεφ. 113, με την ονομασία Petrolina (Holdings) Public Ltd. Το δίκτυο της Εταιρείας κατά την υπό εξέταση περίοδο, αποτελείτο από ενενήντα πέντε (95) πρατήρια παγκύπρια, με τις εμπορικές επωνυμίες «Petrolina», «Lina» και «Agip». ιιι) Η Εταιρεία Ελληνικά Πετρέλαια Κύπρου Λτδ. Η εν λόγω Εταιρεία δραστηριοποιείται στον τομέα των πετρελαιοειδών στην Κύπρο από τις 31/12/2002, ημερομηνία κατά την οποία εξαγόρασε την Εταιρεία ΒP Cyprus Ltd. Η Εταιρεία Ελληνικά Πετρέλαια Κύπρου Λτδ, είναι θυγατρική της Εταιρείας Ελληνικά Πετρέλαια Α.Ε. Το δίκτυο της Εταιρείας, κατά την υπό εξέταση περίοδο, αποτελείτο από εβδομήντα δύο (72) πρατήρια παγκύπρια, με την εμπορική επωνυμία «ΕΚΟ». ιv) Η Εταιρεία Lukoil Cyprus Ltd. Η εν λόγω Εταιρεία εισήλθε στην κυπριακή αγορά πετρελαιοειδών το 2001, μετά από σχετικό διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 7/9/2001, το οποίο ζητούσε από τις εταιρείες Mobil Oil Cyprus, ESSO Cyprus και BP Cyprus όπως παραχωρήσουν δεκαπέντε (15) πρατήρια στη νέα ενδιαφερόμενη Εταιρεία, η οποία μέχρι τότε δεν είχε δραστηριότητες στην Κύπρο. Το δίκτυο της Εταιρείας κατά την υπό εξέταση περίοδο, αποτελείτο από είκοσι οκτώ (28) πρατήρια παγκύπρια, με την εμπορική επωνυμία «Lukoil». Στις 20/10/2005, η Επιτροπή αποφάσισε την διεξαγωγή αυτεπάγγελτης έρευνας, εναντίον των εταιρειών πετρελαιοειδών που δραστηριοποιούνταν στην κυπριακή αγορά, για πιθανολογούμενη παράβαση του άρθρου 4 του Νόμου 207/89, ως ίσχυε τότε, και εξουσιοδότησε τον Πρόεδρο της Επιτροπής για την διεξαγωγή επιτόπιων αιφνίδιων ερευνών στις εμπλεκόμενες εταιρείες, σε χρόνο που θα καθοριζόταν από αυτόν. 4/ 308

Στις 10/11/2005, πραγματοποιήθηκαν αιφνίδιες επιτόπιες έρευνες στα γραφεία των εταιρειών πετρελαιοειδών Ελληνικά Πετρέλαια, Petrolina και Lukoil, σύμφωνα με το άρθρο 25 του Νόμου 207/89, από εξουσιοδοτημένους λειτουργούς της Υπηρεσίας της Επιτροπής (στο εξής η «Υπηρεσία»). Ακολούθως, στις 11/11/2005, πραγματοποιήθηκε αιφνίδια επιτόπια έρευνα στα γραφεία της Εταιρείας πετρελαιοειδών ExxonMobil, από εξουσιοδοτημένους λειτουργούς της Υπηρεσίας, σύμφωνα με το άρθρο 25 του Νόμου 207/89. Την ίδια ημέρα, πραγματοποιήθηκε δεύτερη αιφνίδια επιτόπια έρευνα στα γραφεία της Εταιρείας πετρελαιοειδών Ελληνικά Πετρέλαια, από εξουσιοδοτημένους λειτουργούς της Υπηρεσίας. Όπως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο, η Επιτροπή αποφάσισε να καλέσει σε συνεδρία της όλες τις εταιρείες πετρελαιοειδών, για να ζητήσει διευκρινίσεις σχετικά με την υπόθεση, πράγμα που έπραξε ορίζοντας ως ημερομηνία συνεδρίας την 12/5/2006. Στις 12/5/2006, παρουσιάστηκαν ενώπιον της Επιτροπής οι τέσσερις εταιρείες πετρελαιοειδών δια των δικηγόρων τους, όπου και καθορίστηκε το πλαίσιο της διαδικασίας που θα ακολουθείτο, συμπεριλαμβανομένης της ετοιμασίας και αποστολής ερωτηματολογίων, από μέρους της Επιτροπής. Στις 2/6/2006, η Επιτροπή απέστειλε σχετικά ερωτηματολόγια προς τις τέσσερις εταιρείες πετρελαιοειδών καθώς και προς τον πρόεδρο του συνδέσμου των πρατηριούχων. Στη συνέχεια και συγκεκριμένα στις 24/8/2006, η Επιτροπή απέστειλε δεύτερο ερωτηματολόγιο στις ίδιες εταιρείες πετρελαιοειδών. Η Επιτροπή απέστειλε τρίτο κατά σειρά ερωτηματολόγιο προς τις υπό εξέταση εταιρείες πετρελαιοειδών στις 6/12/2006, ενώ την ίδια ημέρα απέστειλε ερωτηματολόγια προς όλους τους πρατηριούχους όλων των εταιρειών πετρελαιοειδών. 5/ 308

Η Επιτροπή απέστειλε εκ νέου τα εν λόγω ερωτηματολόγια σε πρατηριούχους που ισχυρίσθηκαν ότι δεν τα είχαν λάβει προηγουμένως. Σε όλα τα ερωτηματολόγια δόθηκαν απαντήσεις τόσο από πλευράς των τεσσάρων εταιρειών πετρελαιοειδών όσο και από πλευράς όλων των πρατηριούχων. Στις 19/3/2007, η Υπηρεσία ενεργώντας σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου, στη βάση της σχετικής απόφασης της Επιτροπής και μετά από τη διεξαγωγή της δέουσας προκαταρκτικής έρευνας των πιθανολογούμενων παραβάσεων, υπέβαλε στην Επιτροπή σχετικό σημείωμα με τα ευρήματα της και την εισήγησή της σχετικά με την υπό αναφορά υπόθεση. Στις 20/3/2007, η Επιτροπή σε συνεδρία της διαπίστωσε, κατά πλειοψηφία, στη βάση των διατάξεων του Νόμου 207/89 ως ίσχυε τότε, ότι οι εταιρείες πετρελαιοειδών που δραστηριοποιούνταν στην Κύπρο, δηλαδή η Exxon Mobil, η Petrolina, τα Ελληνικά Πετρέλαια και η Lukoil, παρέβηκαν εκ πρώτης όψεως το άρθρο 4 (1)(α) του Νόμου 207/89. Προς τούτο, η Επιτροπή απέστειλε στις εν λόγω εταιρείες, Έκθεση Αιτιάσεων και τις κάλεσε να εμφανιστούν ενώπιόν της. Έκτοτε, πραγματοποιήθηκε αριθμός συνεδριάσεων και ακροάσεων ενώπιον της Επιτροπής, η οποία όμως λόγω αλλαγών στη σύνθεσή της δεν ολοκλήρωσε τη διαδικασία εξέτασης και δεν εξέδωσε απόφαση επί της υπόθεσης. Στις 20/9/2007, υπό το φώς της αλλαγής στη σύνθεση της Επιτροπής, λόγω του διορισμού νέου Προέδρου, η υπόθεση τέθηκε εκ νέου ενώπιον της Επιτροπής. Έκτοτε, η Επιτροπή πραγματοποίησε αριθμό διαδοχικών συνεδριών, εξετάζοντας διάφορα ζητήματα διαδικαστικού και άλλου χαρακτήρα που εγέρθηκαν καλώντας τις υπό αναφορά εταιρείες ενώπιόν της για συζήτηση της περαιτέρω πορείας της υπόθεσης. Στις 11/1/2008, η Επιτροπή αφού έλαβε υπόψη το ενημερωτικό σημείωμα της Υπηρεσίας ημερομηνίας 12/11/2007, διαπίστωσε ότι «όλες οι αποφάσεις οι οποίες λήφθηκαν στην πιο πάνω υπόθεση και οι οποίες καταγράφονται στο εν 6/ 308

λόγω σημείωμα καθώς και οι μετέπειτα ληφθείσες αποφάσεις, λήφθηκαν ενόσω ο κ. Ευσταθίου ήταν μέλος της Επιτροπής. Σύμφωνα με την πιο πάνω γνωμάτευση οι εν λόγω αποφάσεις είναι ελαττωματικές. Περαιτέρω πρόκειται για αποφάσεις οι οποίες είναι δυσμενείς για τον ιδιώτη και η ανάκληση τους είναι δυνατή οποτεδήποτε χωρίς χρονικούς περιορισμούς (Σπηλιωτοπούλου Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, έβδομη έκδοση παράγ. 178). Η Επιτροπή αποφάσισε ότι λόγω της συμμετοχής του κου Κ.. Ευσταθίου στη σύνθεση της Επιτροπής όλες οι αποφάσεις οι οποίες έχουν ληφθεί από την Επιτροπή στην πιο πάνω υπόθεση πρέπει να ανακληθούν και με την παρούσα απόφαση ανακαλούνται. Υστερα από την ανάκληση των πιο πάνω αποφάσεων η Επιτροπή προχώρησε στην εξ υπαρχής εξέταση της υπόθεσης, δεδομένου ότι η ανάκληση εξαφανίζει εξ υπαρχής την πράξη, ανατρέχει στον χρόνο της έκδοσης της και αποκαθιστά τη νομική κατάσταση που υπήρχε πριν από την έκδοση της ανακαλούμενης πράξης (Σπηλιωτοπούλου πιο πάνω παράγ. 181). Αφού έλαβε υπόψη το υλικό το οποίο βρισκόταν ενώπιον της Επιτροπής κατά τη λήψη της ανακληθείσας απόφασης ημερομηνίας 20.10.2005 για διενέργεια αυτεπάγγελτης έρευνας η Επιτροπή έκρινε ότι το εν λόγω υλικό δικαιολογεί τη διεξαγωγή αυτεπάγγελτης έρευνας από την υπηρεσία στην αγορά των πετρελαιοειδών. Ως εκ τούτου αποφάσισε όπως η Υπηρεσία προβεί στη διεξαγωγή αυτεπάγγελτης έρευνας με βάση το υφιστάμενο κατά τον κρίσιμο χρόνο, ήτοι, το χρόνο λήψης της ανακαλούμενης απόφασης ημερομηνίας 20.10.2005, νομικό και πραγματικό καθεστώς, για να διαπιστώσει κατά πόσο έχει σημειωθεί ή όχι παράβαση του αρ. 4 ή και του αρ. 6 του Νόμου 207/89. Η Επιτροπή σημείωσε ότι η παρούσα υπόθεση εκκρεμεί από τις 20.10.2005. Σημείωσε, επίσης, ότι η Νομολογία επιτρέπει στην Υπηρεσία να κάμει χρήση του υπάρχοντος στο φάκελο υλικού γιατί θεωρεί ότι αποτελεί νόμιμο στοιχείο κρίσης ή στοιχείο για το οποίο δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε μεμπτότητα στον τρόπο με τον οποίο έχει εξασφαλισθεί. (Α.Η.Κ. v. Ευσταθιάδη). (2002) 3 Α.Α.Δ. 436, 439, Χατζηγεωργίου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23,29 και τις υποθέσεις οι οποίες αναφέρονται σ αυτή και Συμεωνίδου κ.α. v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 7/ 308

145,156, στην οποία, ύστερα από ακυρωτική απόφαση, τα στοιχεία τα οποία είχαν προσκομισθεί στο πλαίσιο της αρχικής διαδικασίας είχαν νομίμως τεθεί ενώπιον του διοικητικού οργάνου στα πλαίσια της διαδικασίας που ακολούθησε ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης. Βλ. και Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων του Μιχ. Δ. Στασινοπούλου, 1951 σελ 472: H τοιαύτη όμως αναδρομική εξαφάνισις της πράξεως δεν παρασύρει αναγκαίως, εάν έτεροι δεν συντρέχωσι προς τούτο λόγοι, και τας επί τη βάσει της ανακαλουμένης πράξεως λαβούσας ήδη ύπαρξιν σχέσεις και ενέργειας). Όλα τα ανωτέρω, κατέληξε η Επιτροπή, δικαιολογούν την διεξαγωγή και την συμπλήρωση της έρευνας καθώς και την υποβολή της σχετικής έκθεσης της Υπηρεσίας εντός σύντομου χρονικού διαστήματος. Ως εκ τούτου δίνονται ανάλογες οδηγίες στην Υπηρεσία.» Στις 28/7/2008 η Επιτροπή, υπό τη νέα σύνθεσή της σύμφωνα με το διορισμό της από το Υπουργικό Συμβούλιο, ως η σχετική απόφασή του ημερομηνίας 14/5/2008, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Νόμος αρ.158(ι)/99 και αφού μελέτησε όλα τα στοιχεία που βρίσκονταν στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, ομόφωνα αποφάσισε να υιοθετήσει το νομικό σκεπτικό της απόφασης της προκατόχου Επιτροπής που λήφθηκε στις 11/1/2008. Στη συνέχεια, έδωσε στην Υπηρεσία οδηγίες για τη διεξαγωγή ή και τη συμπλήρωση συγκεκριμένων εργασιών που έκρινε απαραίτητες προκειμένου να δυνηθεί να μορφώσει την καλύτερη και πληρέστερη γνώμη σε σχέση με την αυτεπάγγελτη αυτή έρευνα και για τις οποίες γίνεται αναφορά σε σχετικό σημείωμα που είναι καταχωρημένο στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης. Η υπό εξέταση υπόθεση τέθηκε ενώπιον της Επιτροπής υπό την παρούσα σύνθεση της, στη βάση των διατάξεων του άρθρου 53(4) του Νόμου, που προβλέπει ότι: «Η διαδικασία διεκπεραίωσης υποθέσεων, εξέτασης καταγγελιών και διενέργειας αυτεπάγγελτων ερευνών, περιλαμβανομένης της διαδικασίας λήψης προσωρινών μέτρων, οι οποίες κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, 8/ 308

εκκρεμούν ενώπιον της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμων του 1989 μέχρι (Αρ.2) του 2000, θεωρείται εκκρεμούσα ενώπιον της Επιτροπής με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου». Η Υπηρεσία, ενεργώντας σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου, στη βάση της σχετικής απόφασης της Επιτροπής και μετά από τη διεξαγωγή της δέουσας προκαταρκτικής έρευνας των πιθανολογούμενων παραβάσεων υπέβαλε, στις 11/11/2008, σχετικό σημείωμα στην Επιτροπή με τα ευρήματα της και την εισήγησή της, σχετικά με την υπό αναφορά υπόθεση. Η Επιτροπή, κατά τη συνεδρία της με ημερομηνία 14/11/2008 αφού μελέτησε το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης και συνεκτίμησε όλα τα δεδομένα και στοιχεία που περιέχονταν σε αυτόν, ομόφωνα αποφάσισε ότι οι τέσσερις εταιρείες πετρελαιοειδών που δραστηριοποιούνται στην κυπριακή αγορά εκ πρώτης όψεως παρέβηκαν τις διατάξεις του άρθρου 3(1)(α) του Νόμου, λόγω: ι) της από μέρους τους υιοθέτησης εναρμονισμένης πρακτικής που συνίστατο στον έμμεσο καθορισμό τιμών λιανικής πώλησης της αμόλυβδης βενζίνης 95 οκτανίων, της αμόλυβδης βενζίνης 98 οκτανίων και του πετρελαίου κίνησης LS, η οποία είχε ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα την παρακώλυση, τον περιορισμό, ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της Δημοκρατίας, για την περίοδο από την 1/10/2004 μέχρι τις 22/12/2006 και ιι) της συμφωνίας και /ή σύμπραξης με τους πρατηριούχους τους για τον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό τιμής λιανικής πώλησης της αμόλυβδης βενζίνης 95 οκτανίων, της αμόλυβδης βενζίνης 98 οκτανίων και του πετρελαίου κίνησης LS, η οποία είχε ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα την παρακώλυση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της Δημοκρατίας για την περίοδο από την 1/10/2004 μέχρι τις 22/12/2006. Ενεργώντας στη βάση των πιο πάνω εκ πρώτης όψεως παραβάσεων, η Επιτροπή απέστειλε σχετική Έκθεση Αιτιάσεων, την οποία οι εταιρείες Exxon 9/ 308

Mobil, Petrolina και Ελληνικά Πετρέλαια παρέλαβαν στις 24/11/2008, ενώ η Εταιρεία Lukoil στις 25/11/2008. Με την εν λόγω Έκθεση Αιτιάσεων, οι εταιρείες κλήθηκαν να εμφανιστούν ενώπιον της Επιτροπής στις 18/12/2008 ενώ τους δόθηκε χρόνος είκοσι μία (21) ημερών από την παραλαβή της Έκθεσης Αιτιάσεων προς υποβολή των γραπτών τους θέσεων, αν το επιθυμούσαν. Η Εταιρεία Lukoil, μέσω των δικηγόρων της, απέστειλε στην Επιτροπή επιστολή ημερομηνίας 28/11/2008, ζητώντας πρόσβαση στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης. Η Επιτροπή, ανταποκρινόμενη άμεσα στο αίτημα της εταιρείας με επιστολή της, ημερομηνίας 28/11/2008 ενημέρωσε την εταιρεία ότι το σχετικό αίτημά της έγινε αποδεκτό και επέτρεψε την επιθεώρηση του διοικητικού φακέλου στις 2/12/2008. Με την ολοκλήρωση της πρόσβασης, η εν λόγω εταιρεία ζήτησε να της σταλούν αντίγραφα συγκεκριμένων εγγράφων, από διάφορους τόμους του διοικητικού φακέλου. Η Επιτροπή με επιστολή της ημερομηνίας 4/12/2008, ενημέρωσε την εταιρεία ότι αποδέχτηκε να της παραχωρήσει αντίγραφα όλου του υλικού που ζήτησε και συγκεκριμένα: Τα Φύλλα Σημειωμάτων όλων των φακέλων (minite sheets), Tο Ερυθρό 164 του Τόμου 45 (Πρακτικά Επιτροπής), Tα Ερυθρά 170-167 του Τόμου 45, Τον εσωτερικό φάκελος στην αρχή του Τόμου 38 (Το περιεχόμενο του Pocket), Το Ερυθρό 172 του Τόμου 38 (Πρακτικά Συνεδρίασης Επιτροπής), Τα Ερυθρά 182, 181, 169-157, 148, 127-122, 108, 99-97, 92 του Τόμου 37, Τα Ερυθρά 39-1 του Τόμου 36, Το Ερυθρό 193 (Συμφωνία / Άδεια Χρήσεως) του Τόμου Β, Από τον Τόμο Α «Suggested Retail Prices», Επιστολή της ExxonMobil ημερομηνίας 20/12/06 και τα παραρτήματα της, 10/ 308

Επιστολή ημερομηνίας 11/7/06 από τον Σύνδεσμο Πρατηριούχων Πετρελαιοειδών Κύπρου προς Επιτροπή Πρακτικά της Επιτροπής 766-30/2006, Πρακτικά της Επιτροπής 763-27/2006, Πρακτικά της Επιτροπής 760-24/2006, Επιστολή προς Lukoil ημερομηνίας 10/11/05, Πρακτικά της Επιτροπής 715-51/2006, Ερωτηματολόγιο της Επιτροπής προς το Σύνδεσμο Πρατηριούχων Πετρελαιοειδών Κύπρου. Στις 05/12/2008 εξουσιοδοτημένος από την εταιρεία αντιπρόσωπος παρέλαβε από τα γραφεία της Επιτροπής αντίγραφα όλων των σχετικών εγγράφων, που ζητήθηκαν. Καταληκτικά, στις 11/12/2008 η Επιτροπή, απέστειλε νέα επιστολή στην εταιρεία, με την οποία την ενημέρωσε ότι η Petrolina ζήτησε κάποια άλλα έγγραφα στα πλαίσια της διαδικασίας πρόσβασής της στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, τα οποία η Επιτροπή θεώρησε ότι πρέπει να δοθούν και στη Lukoil για σκοπούς ισότιμης μεταχείρισης. Στις 16/12/2008 εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος της εταιρείας παρέλαβε από τα γραφεία της Επιτροπής τα επιπρόσθετα αυτά στοιχεία. Στις 18/12/2008 η Εταιρεία Lukoil μετά των δικηγόρων της μαζί με τις εταιρείες ExxonMobil, Ελληνικά Πετρέλαια και Petrolina, επίσης διά των δικηγόρων τους, εμφανίστηκαν ενώπιον της Επιτροπής. Στην εν λόγω συνεδρία, τα μέρη αναφέρθηκαν στο αίτημά τους για αναβολή της ακρόασης της υπόθεσης και ανέπτυξαν τις θέσεις τους σε σχέση με τον τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας. Αφού αποχώρησαν οι εκπρόσωποι των εταιρειών, οι δικηγόροι τους και οι λειτουργοί της Υπηρεσίας, η Επιτροπή συζήτησε κατ ιδίαν όλα όσα τα εμπλεκόμενα μέρη έθεσαν. Λαμβάνοντας υπόψη τις θέσεις των μερών ως αναπτύχθηκαν ενώπιόν της και ενεργώντας στα πλαίσια του Νόμου ως είχε 11/ 308

καθήκον και αρμοδιότητα, η Επιτροπή έδωσε σε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη τις πιο κάτω οδηγίες, τις οποίες τους κοινοποίησε με επιστολή της στις 18/12/2008, δηλαδή την ίδια μέρα της συνεδρίας: (α) (β) Αποφάσισε ομόφωνα τη μετακίνηση της προθεσμίας που αρχικά τέθηκε για υποβολή γραπτών παραστάσεων στις 23 Ιανουαρίου 2009, σε ανταπόκριση του αιτήματος όλων των εταιρειών, παρά το γεγονός πως κατά τη γνώμη της δόθηκε επαρκής πίστωση χρόνου για την υποβολή των γραπτών παραστάσεων των πελατών τους. Τονίστηκε ότι κατά την ημερομηνία αυτή, ήταν αναμενόμενη η από μέρους των εταιρειών παροχή των γραπτών τους θέσεων κατά τρόπο που οι ίδιες έκριναν, καλύπτοντας όλα τα ζητήματα που επιθυμούσαν να θέσουν υπόψη της Επιτροπής. Στη βάση της υφιστάμενης πρακτικής, η κάθε πλευρά όφειλε, υποβάλλοντας τις γραπτές της θέσεις, να τις δώσει σε δύο εκδοχές που η κάθε μια ξεχωριστά να κάλυπτε τόσο το εμπιστευτικό όσο και το μή εμπιστευτικό μέρος τους. Η Επιτροπή, ενεργώντας στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της, διευκρίνισε ότι ανέμενε πως οι οποιεσδήποτε ενισχυτικές αναφορές ήθελαν υποβληθεί, είτε από μέρους μαρτύρων είτε από μέρους άλλων εμπειρογνωμόνων των μερών, θα υποβάλλονταν γραπτώς. Η Επιτροπή συνεκτιμώντας τις υπόλοιπες εκκρεμότητές της και τις ήδη ανειλημμένες δεσμεύσεις της, όρισε ως ημερομηνία έναρξης της ακροαματικής διαδικασίας την 9/2/2009 στις 10:00 π.μ, με ενδεχόμενο συνέχισης της διαδικασίας εξέτασης τις επόμενες μέρες μέχρι και την Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2009, αναλόγως των αναγκών της διαδικασίας. o Αναφορικά με την πρώτη αιτίαση της Εκθεσης Αιτιάσεων, η Επιτροπή πληροφόρησε τα μέρη ότι θα άκουε τις θέσεις όλων των εταιρειών στην παρουσία όλων, διαφυλάττοντας το δικαίωμα της κάθε Εταιρείας να αναπτύξει τα εμπιστευτικής φύσεως ζητήματα σε κλειστή συνεδρία, στη δική της μόνο παρουσία. 12/ 308

o Αναφορικά με τη δεύτερη αιτίαση, η Επιτροπή, σεβόμενη τις καταρχήν απόψεις που είχαν διατυπωθεί, συμφώνησε να πραγματοποιήσει συνεδρίες για κάθε Εταιρεία ξεχωριστά, χωρίς τούτο να σήμαινε ή εξυπάκουε ότι η Επιτροπή, ανάλογα με την πορεία της υπόθεσης, δεν θα αναθεωρούσε τη θέση αυτή, αν προκρινόταν ότι θα ήταν νομικά πιο ασφαλές και λυσιτελές να λειτουργήσει διαφορετικά. Οι θέσεις όλων των εταιρειών πετρελαιοειδών, υποβλήθηκαν στην Επιτροπή εμπρόθεσμα. Η εξέταση της υπόθεσης άρχισε την 9/2/2009 και συνεχίστηκε σε έξι (6) διαδοχικές συνεδριάσεις της Επιτροπής, με την ίδια σύνθεση, στις 10/2/2009, 11/2/2009, 12/2/2009, 13/2/2009, 16/2/2009 και 17/2/2009, στη βάση της πιο πάνω απόφασης της Επιτροπής για κοινή διαδικασία για ό,τι αφορούσε την πρώτη αιτίαση, με τη διαφύλαξη του δικαιώματος της κάθε Εταιρείας να αναπτύξει τα εμπιστευτικής φύσεως ζητήματα σε κλειστή συνεδρία στη δική της μόνο παρουσία και για ξεχωριστές διαδικασίες για ό,τι αφορούσε τη δεύτερη αιτίαση. Μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας, τα μέρη υπέβαλαν περαιτέρω στοιχεία και πληροφορίες που επίσης εξετάστηκαν και αξιολογήθηκαν από την Επιτροπή στη βάση των πρόσθετων διευκρινήσεων που ζητήθηκαν και δόθηκαν συμπληρωματικά. Κατά τις εν λόγω συνεδρίες τα εμπλεκόμενα μέρη είχαν την ευκαιρία να αναπτύξουν και προφορικά τις θέσεις τους, πέραν της γραπτής υποβολής τους που προηγήθηκε, αλλά και να απαντήσουν σε ερωτήσεις και διευκρινίσεις που ζητήθηκαν από την Επιτροπή, μέσα από μία διαδικασία που κατά κοινή αποδοχή διεξήχθηκε με πλήρη διαφάνεια, σεβασμό στο δικαίωμα υπεράσπισης και ακρόασης των μερών, πάντοτε στα πλαίσια και στη βάση του Νόμου που η Επιτροπή τάχθηκε να εφαρμόσει, σεβόμενη τις αρχές που διέπουν τη λειτουργία των διοικητικών οργάνων, παρέχοντας 13/ 308

στα μέρη, κάθε δυνατή ευκαιρία να προβάλουν και υποστηρίξουν τις θέσεις και απόψεις τους. Προκαταρκτικές Ενστάσεις Η Lukoil, στις γραπτές της θέσεις με ημερομηνία 23/1/2009, έθεσε προκαταρτικές ενστάσεις που αφορούσαν τα πιο κάτω ζητήματα: «α) Δεν τηρήθηκε η πρέπουσα διαδικασία συλλογής, κοινοποίησης και υπόδειξης πληροφοριών. β) Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Νόμου και /ή της Νομολογίας ούτως ώστε να δικαιολογούνται οι εκ πρώτης όψεως πιθανολογούμενες παραβάσεις.» Οι εν λόγω εγερθείσες προκαταρκτικές ενστάσεις που τέθηκαν στη γραπτή απάντηση της εταιρείας με ημερομηνία 23/1/2009, αναπτύχθηκαν δια ζώσης από τον εκπρόσωπο της εταιρείας κατά την ακρόαση της υπόθεσης. Ειδικότερα: 1. Η Lukoil ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν σε θέση να απαντήσει ολοκληρωμένα στην Έκθεση Αιτιάσεων γιατί δεν είχε στη διάθεσή της όλα τα αναγκαία στοιχεία, αφού η Επιτροπή δεν τήρησε τη πρέπουσα διαδικασία, κατά παράβαση του Νόμου, του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 και των αρχών που έθεσε το ΔΕΚ. 2. Η Lukoil ισχυρίστηκε ότι η επιτόπια αιφνίδια έρευνα που πραγματοποιήθηκε στα υποστατικά της Lukoil στις 10/11/2005, έγινε κατά παράβαση του άρθρου 31(3) του Νόμου, καθότι όπως ισχυρίζεται η εντολή της Επιτροπής που παραδόθηκε στη Lukoil κατά την 10/11/2005 για την αιφνίδια επιτόπια έρευνα στα υποστατικά της, δεν καθορίζει επακριβώς το αντικείμενο και το σκοπό της έρευνας. 3. Η Lukoil θεωρεί ότι κατά παράβαση του άρθρου 3(1) (α) του Νόμου, ενώ η Επιτροπή αποφάσισε να προχωρήσει σε αυτεπάγγελτη έρευνα, κατά την 20/10/2005, συνέλεξε στοιχεία τα οποία έπονται της εν λόγω ημερομηνίας, με 14/ 308

αποτέλεσμα η Lukoil εν τέλει να κατηγορείται και για την περίοδο που έπεται της 20/10/2005, χωρίς να έχει εξαγγελθεί νέα έρευνα για την περίοδο αυτή. 4. Κατά την ακροαματική διαδικασία, η Lukoil ανέφερε ότι η έναρξη της έρευνας είναι καθεαυτή παράνομη λόγω κακής σύνθεσης της Επιτροπής. 5. Επιπρόσθετα, κατά την ακροαματική διαδικασία, η Lukoil ανέφερε ότι υιοθετεί και επαναλαμβάνει πλήρως όσα ανέφεραν οι εκπρόσωποι των άλλων εταιρειών σε σχέση με τα «προδικαστικά σημεία» που ηγέρθηκαν. Η εταιρεíα Lukoil, κατά την ανάπτυξη των θέσεών της, προέβαλε τις «προδικαστικές» ενστάσεις, που τέθηκαν στη γραπτή απάντηση της εταιρείας, σύμφωνα με τις οποίες υποστηρίχτηκε ότι δεν τηρήθηκε η πρέπουσα διαδικασία συλλογής, κοινοποίησης και υπόδειξης πληροφοριών αλλά και ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Νόμου και/ή της Νομολογίας ούτως ώστε να δικαιολογούνται οι εκ πρώτης όψεως πιθανολογούμενες παραβάσεις. Αναλυτικότερα: 1. Η πρώτη ένσταση της Lukoil, αφορά τον ισχυρισμό της ότι δεν ήταν σε θέση να απαντήσει ολοκληρωμένα στην Έκθεση Αιτιάσεων γιατί δεν είχε στη διάθεσή της όλα τα αναγκαία στοιχεία, αφού η Επιτροπή δεν τήρησε τη πρέπουσα διαδικασία, κατά παράβαση του Νόμου, του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 και των αρχών που έθεσε το ΔΕΚ. Παραπέμποντας στο άρθρο 17 (9) (α-δ) του Νόμου, η Lukoil υποστήριξε ότι η Επιτροπή υποχρεούται να κοινοποιήσει στην ίδια κάθε έγγραφο στο οποίο στηρίζει την απόφασή της. Ειδικότερα, η Lukoil υποστηρίξε ότι η Επιτροπή δεν της κοινοποίησε ή/και υπέδειξε τα έγγραφα που αφορούσαν τη διαπίστωση ότι η Lukoil μαζί με άλλες εταιρείες πετρελαιοειδών συμφώνησε και/ή υιοθέτησε εναρμονισμένη πρακτική που συνίστατο στον έμμεσο καθορισμό τιμών λιανικής πώλησης διαφόρων πετρελαϊκών προϊόντων. Επιπλέον, ανέφερε ότι η Επιτροπή βάσισε την απόφασή της στα παραρτήματα που συνοδεύουν τη Έκθεση Αιτιάσεων αλλά η ίδια η Έκθεση Αιτιάσεων 15/ 308

παραπέμπει και σε έγγραφα και/ή αναλύσεις και/ή σχεδιαγράμματα και/ή γραφικές παραστάσεις χωρίς να προσδιορίζεται η προέλευσή τους ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις συμπεριλαμβάνεται μόνο μέρος των εγγράφων. Επίσης ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή στη Έκθεση Αιτιάσεων, παραπέμπει στο διοικητικό φάκελο, χωρίς να συγκεκριμενοποιεί σε ποιά έγγραφα του διοικητικού φακέλου βασίζει την εν λόγω απόφαση. Η Lukoil, παραπέμποντας στην απόφαση του ΔΕΚ C-100/80, 101/80, 102/80,103/80 Musique Diffusion Francaise v. Commission, [1983], ECT 1825, παράγραφοι 8, 10 και 11, θεωρεί ότι η Επιτροπή παραβιάζει και δεν πληροί τις προϋποθέσεις που έθεσε το ΔΕΚ σε σωρεία αποφάσεών του αναφορικά με αυτά τα έγγραφα. Επίσης, η Lukoil θεωρεί ότι η Επιτροπή, με το να μην παραχωρεί/ή και υποδεικνύει όλα τα έγγραφα στα οποία στηρίζει τις αποφάσεις της, καταπατεί τα δικαιώματα της Lukoil για δίκαιη δίκη αφού αυτή αδυνατεί να θέσει ολοκληρωμένες θέσεις προς υπεράσπισή της. Αφετηρία για την ανάλυση του ζητήματος που ηγέρθηκε από τον εκπρόσωπο της εταιρείας αποτελεί το άρθρο 17 του περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμος του 2008, Ν. 13(Ι)/2008 υπό τον πλαγιότιτλο «Κανόνες που διέπουν την ενώπιον της Επιτροπής διαδικασία», όπου στο εδάφιο (9), ο Νομοθέτης καθορίζει ότι: «(9) Σε ό,τι αφορά την Επιτροπή, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες: (α) η Επιτροπή δεν έχει υποχρέωση να κοινοποιήσει στην επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων εναντίον της οποίας στρέφεται η καταγγελία ή η αυτεπάγγελτη έρευνα, ολόκληρο το σχηματισθέντα από την Επιτροπή φάκελο επί της υπόθεσης οφείλει όμως, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 33, να κοινοποιήσει προς αυτήν εκείνα τα έγγραφα του φακέλου πάνω στα οποία προτίθεται να στηρίξει την απόφασή της, εξαιρουμένων εκείνων των εγγράφων που αποτελούν επαγγελματικά απόρρητα. ή, εάν τα έγγραφα αυτά είναι ήδη προσιτά στην επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων, να της τα υποδείξει γραπτώς, ώστε αυτή η επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων να είναι 16/ 308

έγκαιρα ενήμερη για όλα τα έγγραφα που θα χρησιμοποιηθούν από την Επιτροπή ως αποδεικτικά στοιχεία. (β) δεν επιτρέπεται στην Επιτροπή να στηρίξει απόφασή της πάνω σε έγγραφο που δεν κοινοποιήθηκε ή υποδείχθηκε στην επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων εναντίον της οποίας στρέφεται η καταγγελία ή η αυτεπάγγελτη έρευνα, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (α). (γ) κατά τη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής, εάν η Επιτροπή προτίθεται να στηρίξει την απόφασή της σε έγγραφο το οποίο δεν κοινοποίησε ή υπόδειξε στην επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων εναντίον της οποίας στρέφεται η καταγγελία ή η αυτεπάγγελτη έρευνα, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (α), η Επιτροπή έχει υποχρέωση να κοινοποιήσει το εν λόγω έγγραφο προς την εν λόγω επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων και να της δώσει εύλογο χρόνο για εξέταση του εν λόγω εγγράφου.» (υπογράμμιση δική μας) Με βάση, λοιπόν, το λεκτικό του εν λόγω άρθρου αλλά και σε συνάρτηση με την αρχή της χρηστής διοίκησης, η οποία διέπει τη λειτουργία της διοίκησης και αναφέρεται ρητά στον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο του 1999, η Επιτροπή αναμφίβολα υιοθετεί τη θέση ότι η διοίκηση έχει υποχρέωση να δώσει στην επιχείρηση όλα τα έγγραφα τα οποία βρίσκονται στο φάκελο που την αφορά, σεβόμενη τα νόμιμα απορρήτου 1. συμφέροντα του επαγγελματικού και επιχειρηματικού 1 Σύμφωνα με το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον οποίο γίνεται ρητή αναφορά στο δικαίωμα της χρηστής διοίκησης ορίζονται τα ακόλουθα: «Δικαίωμα χρηστής διοίκησης 1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αμερόληπτη, δίκαιη και εντός ευλόγου προθεσμίας εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης. 2. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει ιδίως: α) το δικαίωμα κάθε προσώπου σε προηγούμενη ακρόαση πριν να ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του, β) το δικαίωμα κάθε προσώπου να έχει πρόσβαση στον φάκελό του, τηρουμένων των νομίμων συμφερόντων της εμπιστευτικότητας και του επαγγελματικού και επιχειρηματικού απορρήτου, γ) την υποχρέωση της διοίκησης να αιτιολογεί τις αποφάσεις της. 3. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αποκατάσταση εκ μέρους της Ένωσης της ζημίας που του προξένησαν τα θεσμικά όργανα ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών.» (υπογράμμιση δική μας). 17/ 308

Όπως προκύπτει από το Νόμο, η Επιτροπή έχει υποχρέωση να κοινοποιήσει στην επιχείρηση όλα εκείνα τα έγγραφα πάνω στα οποία προτίθεται να στηρίξει την απόφασή της. Εντούτοις, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται, όπως ο ίδιος ο Νόμος καθορίζει τα έγγραφα εκείνα «που αποτελούν επαγγελματικά απόρρητα». Επομένως, ο ίδιος ο Νόμος αξιολογώντας τα συγκρουόμενα συμφέροντα, του δικαιώματος υπεράσπισης, από τη μια, και του δικαιώματος προστασίας του επαγγελματικού απορρήτου, από την άλλη, προκρίνει ρητά το δικαίωμα προστασίας του επαγγελματικού απορρήτου. Η ερμηνεία της έννοιας του επαγγελματικού απόρρητου, δεν καθορίζεται από το Νόμο. Όπως όμως έχει κατ επανάληψη νομολογηθεί, αποτελεί βασική αρχή του Δικαίου ότι σκοπός της ερμηνείας των Νόμων, είναι η ανεύρεση της πρόθεσης του νομοθέτη μέσα από το κείμενο του Νόμου. Όπου το λεκτικό της διάταξης είναι σαφές, το Δικαστήριο το ερμηνεύει με βάση τη φυσική και συνήθη έννοια των λέξεων. (Βλ. Southfields Industries v. Δήμου Λευκωσίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 59 ). Ως εκ τούτου, η έννοια «επιχειρηματικό απόρρητο», στη βάση της γραμματικής ερμηνείας που πρέπει να της αποδοθεί ερμηνεύεται ως «η υποχρέωση να μη δημοσιοποιούνται στοιχεία σχετικά με την επαγγελματική δραστηριότητα κάποιου, ιδ. σε ανταγωνιστές του.» (Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Γ. Μπαμπινιώτη, Β Έκδοση, σελ 251). Η Επιτροπή, ως εκ τούτου, ασκώντας τη διακριτική της ευχέρεια, οφείλει να καθορίσει το έγγραφο/έγγραφα που αποτελούν επαγγελματικά απόρρητα, λαμβάνοντας υπόψη και τυχόν υποδείξεις από τις επιχειρήσεις, πλην όμως χωρίς να δεσμεύεται από αυτές 2. Τη θέση αυτή υποστήριξε και η Επιτροπή κατά την ακροαματική διαδικασία, όπου τονίστηκε από τον Πρόεδρο της Επιτροπής, η πρόθεσή της για τη διεξαγωγή μιας πλήρους διαφανούς διαδικασίας, η οποία να σέβεται ταυτόχρονα και το επιχειρηματικό απόρρητο των επιχειρήσεων. 2 Βλέπε επίσης Π.Δ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Τέταρτη Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα 1997, σελ.283.-285. 18/ 308

Η ίδια θέση ως προς το δικαίωμα προσβάσεως στο φάκελο υιοθετείται και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στην υπόθεση Hoechst GmbH κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το ΠΕΚ αναφέρεται χαρακτηριστικά: «το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο, απόρροια της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, συνεπάγεται ότι η Επιτροπή υποχρεούται να παρέχει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση τη δυνατότητα εξετάσεως όλων των εγγράφων που περιλαμβάνονται στον φάκελο έρευνας και τα οποία ενδέχεται να είναι κρίσιμα για την άμυνά της. Στα έγγραφα αυτά συγκαταλέγονται τόσο τα επιβαρυντικά όσο και τα απαλλακτικά στοιχεία, με εξαίρεση τα επιχειρηματικά απόρρητα άλλων επιχειρήσεων, τα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής και άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες». 3 Η Επιτροπή σεβόμενη τα δικαιώματα υπεράσπισης τόσο της Lukoil όσο και των υπολοίπων εταιρειών ανταποκρίθηκε τάχιστα στα αιτήματα που τέθηκαν ενώπιόν της για επιθεώρηση του διοικητικού φακέλου και όχι μόνο. Επέτρεψε στην Lukoil να πάρει αντίγραφα όλων των εγγράφων που αιτήθηκε να λάβει από τη σωρεία των τόμων του διοικητικού φακέλου, εφόσον δεν αποτελούσαν επιχειρηματικά απόρρητα. Προς επιβεβαίωση τούτου, παρατίθενται τα κάτωθι στοιχεία, τα οποία μιλούν από μόνα τους: Όταν η Εταιρεία Lukoil, μέσω των δικηγόρων της απέστειλε στην Επιτροπή επιστολή με ημερομηνία 28/11/2008, αιτούμενη επιθεώρηση του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, η Επιτροπή ανταποκρίθκε άμεσα στο αίτημα της εταιρείας και την ίδια μέρα με επιστολή της με ημερομηνία 28/11/2008 την ενημέρωσε ότι αποδέχτηκε το σχετικό αίτημά της και ως εκ τούτου καθόρισε ως ημερομηνία επιθεώρησης του διοικητικού φακέλου τη 2/12/2008. Επίσης, όταν με την ολοκλήρωση της πρόσβασης, στις 2/12/2008, η εν λόγω εταιρεία ζήτησε να της σταλούν αντίγραφα συγκεκριμένων εγγράφων από διάφορους τόμους του διοικητικού φακέλου, η Επιτροπή με επιστολή της με 3 Υπόθεση T-410/03, Hoechst GmbH κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ECR [2008] II-881, παρ. 145-171. 19/ 308

ημερομηνία 4/12/2008, την ενημέρωσε ότι μπορούσε να πάρει αντίγραφα όλου του υλικού που αιτήθηκε να λάβει από την Επιτροπή. Συγκεκριμένα δόθηκαν τα ακόλουθα έγγραφα: - Τα Φύλλα Σημειωμάτων όλων των φακέλων (minite sheets), - Tο Ερυθρό 164 του Τόμου 45 (Πρακτικά Επιτροπής), - Tα Ερυθρά 170-167 του Τόμου 45, - Ο εσωτερικός φακέλος στην αρχή του Τόμου 38 (Το περιεχόμενο του Pocket), - Το Ερυθρό 172 του Τόμου 38 (Πρακτικά Συνεδρίασης Επιτροπής), - Τα Ερυθρά 182, 181, 169-157, 148, 127-122, 108, 99-97, 92 του Τόμου 37, - Τα Ερυθρά 39-1 του Τόμου 36, - Το Ερυθρό 193 (Συμφωνία / Άδεια Χρήσεως) του Τόμου Β, - Από το Τόμο Α «Suggested Retail Prices», - Επιστολή της ExxonMobil ημερομηνίας 20/12/06 και τα παραρτήματα της, - Επιστολή ημερομηνίας 11/7/06 από τον Σύνδεσμο Πρατηριούχων Πετρελαιοειδών Κύπρου προς Επιτροπή - Πρακτικά της Επιτροπής 766-30/2006, - Πρακτικά της Επιτροπής 763-27/2006, - Πρακτικά της Επιτροπής 760-24/2006, - Επιστολή προς Lukoil ημερομηνίας 10/11/05, - Πρακτικά της Επιτροπής 715-51/2006, - Ερωτηματολόγιο της Επιτροπής προς το Σύνδεσμο Πρατηριούχων Πετρελαιοειδών Κύπρου. Ως εκ τούτου, στις 5/12/2008 εξουσιοδοτημένος από την εταιρεία αντιπρόσωπος παρέλαβε από τα γραφεία της Επιτροπής αντίγραφα όλων των σχετικών εγγράφων που ζητήθηκαν. 20/ 308

Καταληκτικά, στις 11/12/2008 η Επιτροπή, απέστειλε στην εταιρεία νέα επιστολή, με την οποία την ενημέρωσε ότι η Petrolina ζήτησε περαιτέρω έγγραφα στα πλαίσια της διαδικασίας πρόσβασής της στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, τα οποία η Επιτροπή θεώρησε ότι έπρεπε να δοθούν και στη Lukoil για σκοπούς ισότιμης μεταχείρισης. Πράγματι, στις 16/12/2008 εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος της εταιρείας, παρέλαβε από τα γραφεία της Επιτροπής τα επιπρόσθετα στοιχεία. Κρίνοντας στη βάση των πιο πάνω στοιχείων καθίσταται σαφές ότι η Επιτροπή έχει ανταποκριθεί άμεσα στο αίτημα της εταιρείας για επιθεώρηση του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης και έχει επιτρέψει την λήψη αντιγράφων όλων των εγγράφων που η εταιρεία αιτήθηκε να λάβει. Δεν μπορεί ως εκ τούτου να γίνει κατανοητή η θέση της εταιρείας ότι η Επιτροπή δεν τήρησε τη πρέπουσα διαδικασία, κατά παράβαση του Νόμου, του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 και των αρχών που έθεσε το ΔΕΚ και κατά συνέπεια στη βάση των όσων έχουν εκτεθεί η Επιτροπή δεν μπορεί παρά να απορρίψει και απορρίπτει τον ισχυρισμό αυτό. Η Επιτροπή τονίζει ότι έχει τηρήσει όλες τις πρόνοιες του Νόμου αλλά και τις αρχές που θέτει το ΔΕΚ. Είναι ακόμα η θέση της Επιτροπής ότι έχει κοινοποιήσει στην εταιρεία κάθε έγγραφο στο οποίο στήριξε τις εκ πρώτης όψεως παραβάσεις της εταιρείας, ως αυτές περιέχονται στην Έκθεση Αιτιάσεων της, και/ή ότι έχει υποδείξει τα έγγραφα που αφορούσαν τη διαπίστωση ότι η Lukoil μαζί με άλλες εταιρείες πετρελαιοειδών συμφώνησε και/ή υιοθέτησε εναρμονισμένη πρακτική που συνίστατο στον έμμεσο καθορισμό τιμών λιανικής πώλησης διαφόρων πετρελαϊκών προϊόντων, σεβόμενη παράλληλα την εξαίρεση που ο Νόμος τάσσει περί προστασίας του επιχειρηματικού απόρρητου. Όταν η Επιτροπή, κατά την ακροαματική διαδικασία, προσπάθησε μέσω διευκρινιστικών ερωτήσεων προς τον εκπρόσωπο της εταιρείας να αναδείξει περαιτέρω το ζήτημα ώστε να αναλυθούν οι θέσεις της εταιρείας επί αυτού, ο εκπρόσωπος της επέλεξε να μην επεκταθεί στο ζήτημα αναφέροντας ότι: «Νομίζω έχει εξαντληθεί το θέμα κατά τη διάρκεια των προδικαστικών 21/ 308

ενστάσεων» (αναφερόμενος στην ανάλυση των ενστάσεων που έγινε από τους εκπροσώπους των άλλων εταιρειών). Σε επίμονη ερώτηση που έγινε από μέρους της Επιτροπής για επεξήγηση των ισχυρισμών του, αρκέστηκε στα ακόλουθα: «Η διαδικασία συλλογής, κυρίως αναφερόμαστε στο ένταλμα» και σε άλλη απάντηση που δόθηκε όταν ζητήθηκαν περαιτέρω εξηγήσεις «Στην κοινοποίηση ότι δεν υπάρχει αυτό το συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα έγγραφα τα οποία όντως να αποδεικνύουν την ενοχή της Lukoil. Και όσον αφορά κυρίως τα ερωτηματολόγια που απάντησαν οι πρατηριούχοι για τα οποία θα αναφερθούμε στη κλειστή συνεδρία.» Ανεξάρτητα από τη θεώρηση του θέματος που τέθηκε όπως έχει αναλυθεί πιο πάνω από την Επιτροπή, η τελευταία, εξετάζοντας την εκτεθείσα θέση του εκπροσώπου της εταιρείας περί μη εφαρμογής από μέρους της Επιτροπής των αρχών που θέτει το ΔΕΚ, κρίνει σκόπιμο να αναφερθεί στην Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής 2005/C/425/07 περί των κανόνων πρόσβασης στο φάκελο υπόθεσης της [Ευρωπαϊκής] Επιτροπής δυνάµει των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης ΕΚ, όπου με βάση το περιεχόμενο της παραγράφου 47 της εν λόγω Ανακοίνωσης καθορίζονται τα ακόλουθα: «Εάν ένα μέρος κρίνει, αφού εξασφαλίσει την πρόσβαση στον φάκελο υπόθεσης, ότι χρειάζεται να λάβει γνώση συγκεκριμένων µη προσπελάσιμων πληροφοριών για τις ανάγκες της άµυνάς του, μπορεί να υποβάλει σχετικό αιτιολογημένο αίτημα στην Επιτροπή.». Όπως προκύπτει από όσα έχουν ήδη αναφερθεί, η Lukoil, έχει προφανώς επιλέξει να μην υποβάλει τέτοιο αίτημα. Δεν έχει υποβάλει οποιοδήποτε αιτιολογημένο αίτημα, στο οποίο να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους επιθυμούσε να έχει πρόσβαση στα συγκεκριμένα έγγραφα, τα οποία θεωρήθηκαν ως εμπιστευτικά από την Επιτροπή και με ποιο τρόπο θεωρούσε ότι τα έγγραφα αυτά θα συνέβαλλαν ενδεχομένως στην άμυνά της. Πρέπει όμως στο σημείο αυτό να σημειωθεί αλλά και να υπογραμμιστεί ότι στην Έκθεση Αιτιάσεων η Επιτροπή έχει δώσει μια αρκετά σαφή μη 22/ 308

εμπιστευτικής μορφής περίληψη του περιεχομένου των εν λόγω εγγράφων, που δήλωνε με αρκετή σαφήνεια και ευκρίνεια σε τί αφορούσε το περιεχόμενό τους. Με βάση όλα τα πιο πάνω, καθίσταται σαφές πως η Επιτροπή ακολουθώντας τις πρόνοιες του Νόμου, τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου αλλά και καθοδηγούμενη από την πρακτική που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εφαρμόζει σύμφωνα με την Ανακοίνωσή της περί των Κανόνων Πρόσβασης στον Φάκελο της Επιτροπής Σε Περιπτώσεις Σύμφωνα Με τα Άρθρα 81 και 82 Της Συνθήκης ΕΕ, OJ 2005, C 325/7, έδωσε στην εταιρεία κάθε δυνατότητα επιθεώρησης του διοικητικού φακέλου και μάλιστα άμεσα, γεγονός που διασφάλισε το δικαίωμα υπεράσπισής της κατά την όλη διαδικασία εξέτασης της υπόθεσης. H Επιτροπή σεβάστηκε την αρχή «της ισότητας των όπλων» και το δικαίωμα όλων των εταιρειών να επιθεωρήσουν έγγραφα του διοικητικού φακέλου έτσι ώστε να διασφαλιστεί το δικαίωμα όλων των εταιρειών, για τη μέγιστη δυνατή υπεράσπιση των θέσεών τους. Όπως ακριβώς διαφυλάχθηκαν τα δικαιώματα της Lukoil, σεβόμενη το δικαίωμα διαφύλαξης των επιχειρηματικών της απορρήτων έναντι των υπολοίπων εταιρειών-ανταγωνιστών της, έτσι ακριβώς διαφυλάχθηκαν και τα δικαιώματα των υπολοίπων εταιρειών έναντι της ίδιας. 2. Αναφορικά με τη δεύτερη ένσταση της εταιρείας, η Lukoil θεωρεί ότι η επιτόπια αιφνίδια έρευνα που πραγματοποιήθηκε στα υποστατικά της Lukoil στις 10/11/2005, έγινε κατά παράβαση του άρθρου 31(3) του Νόμου, αφού όπως η εταιρεία ισχυρίζεται η εντολή της Επιτροπής που παραδόθηκε στη Lukoil κατά την 10/11/2005 για την αιφνίδια επιτόπια έρευνα στα υποστατικά της, δεν καθορίζει επακριβώς το αντικείμενο και το σκοπό της έρευνας. Η απλή αναφορά στα άρθρα του Νόμου, ήτοι του άρθρου 4 ή/και του άρθρου 6 του Περί προστασίας του ανταγωνισμού Νόμου 1989 (άρθρο 3(i) (α) του Νόμου) δεν πληρεί, σύμφωνα με τη Lukoil, τις προϋποθέσεις του Νόμου, αφού παραμένει αόριστη η παράβαση για την οποία διεξάγεται η έρευνα. 23/ 308

Η Επιτροπή, καταρχήν επιθυμεί να ξεκαθαρίσει ότι στη βάση του Νόμου που καλείται να εφαρμόσει, εκδίδει εντολές προς έρευνα και όχι εντάλματα έρευνας, που είναι αρμοδιότητα άλλων αρχών και οργάνων του κράτους. Ενεργώντας δε, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου που διέπει τη λειτουργία της και στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της, έχει τη δυνατότητα να κάνει χρήση διαφόρων εργαλείων έρευνας, μεταξύ των οποίων και αυτού της έκδοσης γραπτής εντολής για έρευνα υποστατικών, γραφείων και άλλων χώρων επιχειρήσεων, στη βάση του άρθρου 31 του Νόμου (εξουσία που είχε και στη βάση του πανομοιότυπου με το εν λόγω άρθρο 31, άρθρο 25 του προϊσχύσαντος Νόμου 207/89, όπως τροποποιήθηκε). Όπως το θέμα τίθεται από τους C.S.Kerse και N.Khan στο σύγραμμα τους EC Antitrust Procedure: «The Commission s investigative powers can be broadly classified as comprising two types of measure; (i) requests for information and (ii) inspections, and either type of measure may take one of two forms; (i) where information is sought by request and (ii) where information is sought by decision.» ( Βλ. σελ.125, Fifth edition, Thomson Sweet & Maxwell. ). Στη σελίδα 157, του ίδιου συγράμματος, υπό την επικεφαλίδα «V. Inspections of Business Premises», το ζήτημα διευκρινίζεται περαιτέρω, αφού όπως υποστηρίζεται: «Inspections are another means of gathering information.» Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δύναται να χρησιμοποιήσει τις εξουσίες προς διερεύνηση (investigative powers) που ο Νομοθέτης καθόρισε, στη βάση των διατάξεων του Νόμου, επιλέγοντας να χρησιμοποιήσει κάποιο ή κάποιους από τους καθορισμένους, στο σχετικό άρθρο του Νόμου, τρόπους συλλογής πληροφοριών έτσι ώστε να λάβει τις απαραίτητες πληροφορίες, προς άσκηση των αρμοδιοτήτων της. Στην περί ης ο λόγος περίπτωση, η Επιτροπή εξέδωσε εντολή προς έρευνα ημερομηνίας 10/11/2005, ως μέσο εξασφάλισης πληροφοριών, πλην όμως παράλληλα συνέλεξε πληροφορίες και/ή στοιχεία και/ή 24/ 308

άλλο υλικό, διενεργώντας περαιτέρω έρευνα, χρησιμοποιώντας και άλλα μέσα συλλογής πληροφοριών, (όπως π.χ. τα ερωτηματολόγια) τα οποία είχε στη διάθεσή της και τα οποία της επέτρεπε ο Νόμος. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής κανενός πως στους διοικητικούς φακέλους της υπόθεσης υπάρχει πληθώρα εγγράφων, τα οποία συλλέχθηκαν με καθόλα νόμιμο τρόπο και ουδεμία σύνδεση αυτών υπάρχει με την εντολή προς έρευνα, τουναντίον λήφθηκαν στη βάση άλλων διατάξεων του Νόμου. Είναι ακριβώς και με βάση αυτά τα έγγραφα που καταρτίσθηκε η Έκθεση Αιτιάσεων αλλά και αυτά που θα αξιολογηθούν στη συνέχεια και θα αποτελέσουν εν τέλει στοιχείο κρίσης για τη λήψη της απόφασης της Επιτροπής, σύμφωνα με την αρχή χρήσης του υλικού εκείνου που αποτελεί νόμιμο στοιχείο κρίσης ή στοιχείο για το οποίο δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε μεμπτότητα στον τρόπο εξασφάλισής του. Ως εκ τούτου, ακόμα και αν δεκτεί κάποιος την άποψη της Εταιρείας πως η εντολή έρευνας ήταν παράνομη, δεν μπορεί να αποδεκτεί τη θέση ότι το μόνο υλικό που αξιολογήθηκε και βρισκόταν στο διοικητικό φάκελο ήταν το υλικό που συλλέχτηκε από την έρευνα εκείνη. Ο ογκώδης διοικητικός φάκελος της υπόθεσης, που αποτελείται από 45 τόμους, είναι άλλωστε ο αψευδής μάρτυρας τούτου. Κατά συνέπεια, δεν επηρεάζεται το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και/ή η μαρτυρία που λήφθηκε χρησιμοποιώντας και τα άλλα μέσα συλλογής πληροφοριών, τα οποία η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της. Επίσης πρέπει να τονιστεί στο σημείο αυτό πως η Έκθεση Αιτιάσεων αποτελεί στην ουσία μια γραπτή έκθεση, την οποία καταρτίζει η Επιτροπή προς ενημέρωση των επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, αναφορικά με τις αιτιάσεις που εκ πρώτης όψεως διατυπώνονται εις βάρος τους για πιθανολογούμενη παράβαση διατάξεων του Νόμου. Η έκθεση αυτή, αφορά εκ πρώτης όψεως παράβαση και είναι το έναυσμα της όλης διαδικασίας. Προς τούτο, η όποια αναφορά γίνεται σε «παράβαση», συνοδεύεται πάντα από τη λέξη «πιθανολογούμενη». Για να διαπιστωθεί τελικά παράβαση, προηγείται διαδικασία 25/ 308

υποβολής γραπτών παρατηρήσεων επί της Έκθεσης Αιτιάσεων καθώς και εξέταση από την Επιτροπή της πιθανολογούμενης παράβασης, στην παρουσία εκπροσώπων των υπό εξέταση επιχειρήσεων, οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν τις δικές τους απόψεις και να δώσουν τις δικές τους θέσεις. Κατά συνέπεια, τα υπό αναφορά έγγραφα που λήφθηκαν υπόψη βάσει της εντολής προς έρευνα ημερομηνίας 10/11/2005, δεν ήταν τα μόνα έγγραφα και/ή η μόνη μαρτυρία που λήφθηκε υπόψη στον καταρτισμό της Έκθεσης Αιτιάσεων αλλά ένα ελάχιστο μέρος αυτής. Αξιολογώντας τις θέσεις που η Lukoil πρόβαλε γραπτώς και προφορικώς για το ζήτημα αυτό, η Επιτροπή αποφάσισε να μην κάνει χρήση κανενός έγγραφου και/ ή οποιουδήποτε υλικού συλλέχθηκε κατά τις επί τόπου αιφνίδιες έρευνες στα υποστατικά των εταιρειών. Η Επιτροπή έκρινε ορθό να αξιολογήσει αποκλειστικά και μόνο τα έγγραφα και λοιπά στοιχεία που συλλέχθηκαν με άλλους τρόπους, στη βάση άλλων διατάξεων του Νόμου και αποτελούν νόμιμα στοιχεία κρίσης και θα στηρίξει την παρούσα απόφαση της στη βάση των στοιχείων και λοιπών δεδομένων του διοικητικού φακέλου τα οποία λήφθηκαν νόμιμα και δεν πάσχουν από οποιαδήποτε μεμπτότητα. 3. Η Επιτροπή, εξέτασε την τρίτη ένσταση της εταιρείας στη βάση της οποίας η Lukoil θεωρεί ότι κατά παράβαση του άρθρου 3(1) (α) του Νόμου, ενώ η Επιτροπή αποφάσισε να προχωρήσει σε αυτεπάγγελτη έρευνα, κατά την 20/10/2005, συνέλεξε στοιχεία τα οποία έπονται της εν λόγω ημερομηνίας, με αποτέλεσμα η Lukoil εν τέλει να κατηγορείται και για την περίοδο που έπεται της 20/10/2005, χωρίς να έχει εξαγγελθεί νέα έρευνα για τη περίοδο αυτή. Η Επιτροπή σημειώνει ότι κατά την παρούσα έρευνα, η έναρξη του ουσιώδους χρόνου προσδιορίστηκε λαμβάνοντας υπόψη το χρονικό σημείο που έληξε προηγούμενη έρευνα που αφορούσε στοιχεία που συλλέγησαν και αξιολογήθηκαν μέχρι τις 30/9/2004, στη βάση της οποίας κρίθηκε ότι τα υπάρχοντα στοιχεία δεν ήταν αρκετά για να πιθανολογήσουν παράβαση του 26/ 308

Νόμου περί Προστασίας του Ανταγωνισμού. Εξ ου και η έναρξη της παρούσας έρευνας σηματοδοτείται από την 1/10/2004. 4. Κατά την ακροαματική διαδικασία, η Lukoil ανέφερε ότι η έναρξη της έρευνας είναι καθεαυτή παράνομη λόγω κακής σύνθεσης της Επιτροπής. Παρέπεμψε δε, σε συγκεκριμένη απόφαση (Αργυρίδη, Πατσαλίδη και Πασχαλίδη εναντίον Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς,) όπου ένας από τους λόγους που προβλήθηκαν για ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ήταν και η κακή σύνθεση του οργάνου που επέβαλε τι κυρώσεις. Η Lukoil θεωρεί, ότι και στην παρούσα υπόθεση, η απόφαση για έναρξη της έρευνας με ημερομηνία 20 Οκτωβρίου 2005 λήφθηκε από παράνομα συγκροτημένη Επιτροπή, γεγονός που καθιστά παράνομη την ίδια την απόφαση και συμπαρασύρει οποιεσδήποτε αποφάσεις και διαδικασίες ακολούθησαν. Περαιτέρω, σημειώνει ότι η συλλογή πληροφοριών και μαρτυρίας από την Επιτροπή, είτε αυτές λήφθηκαν δυνάμει του εντάλματος έρευνας είτε αυτές δόθηκαν μέσω των ερωτηματολογίων προς τις εταιρείες είναι παράνομες. Η Lukoil θεωρεί ότι από τη στιγμή που το ένταλμα ήταν παράνομο κάθε μαρτυρία, η οποία λήφθηκε στη βάση του εντάλματος είναι παράνομη. Είναι δε θέση της Lukoil, ότι τα στοιχεία αυτά δεν δόθηκαν οικειοθελώς. Η Lukoil υποστηρίζει ότι όλες οι πληροφορίες που δόθηκαν από τις εταιρείες, τόσο τα στοιχεία που συλλέχτηκαν από τα γραφεία της Lukoil και τις άλλες εταιρείες όσο και οι πληροφορίες που έδωσαν οι ίδιες οι εταιρείες, συνιστούν αναπόσπαστο μέρος της έρευνας, την οποία και θεωρεί παράνομη, λόγω της παράνομης απόφασης για έναρξη της έρευνας, η οποία συμπαρασύρει και την υπόλοιπη διαδικασία. Η Lukoil υποστήριξε ότι ακόμα και στην περίπτωση που η Επιτροπή βασίσει την απόφασή της μόνο στα έγγραφα που λήφθηκαν από τις εταιρείες κι όχι σε αυτά που προέκυψαν κατά τις επιτόπιες έρευνες, τότε δυνάμει του άρθρου 17 (3) του 27/ 308

Νόμου, η Επιτροπή θα έπρεπε να είχε προβεί σε τροποποίηση της Έκθεσης Αιτιάσεων. H Επιτροπή, ως εντεταλμένο όργανο της πολιτείας να ενεργεί στα πλαίσια του Νόμου, με αυστηρή προσήλωση στις αρχές της νομιμότητας, ασχολήθηκε με το θέμα αυτό από την πρώτη συνεδρία της, όταν τέθηκε αντιμέτωπη με την εκκρεμούσα αυτή υπόθεση. Εξού και στις 28/7/2008 η Επιτροπή, υπό τη νέα της σύνθεση σύμφωνα με το διορισμό της από το Υπουργικό Συμβούλιο, ως η σχετική απόφασή του ημερομηνίας 14/5/2008, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Νόμος αρ.158(ι)/99 και αφού μελέτησε όλα τα στοιχεία που βρίσκονταν στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, ομόφωνα αποφάσισε να υιοθετήσει το νομικό σκεπτικό της απόφασης της προκατόχου Επιτροπής που λήφθηκε στις 11/1/2008. Η υπό εξέταση υπόθεση τέθηκε ενώπιον της Επιτροπής υπό την παρούσα σύνθεσή της, στη βάση των διατάξεων του άρθρου 53(4) του Νόμου, που προβλέπει ότι: «Η διαδικασία διεκπεραίωσης υποθέσεων, εξέτασης καταγγελιών και διενέργειας αυτεπάγγελτων ερευνών, περιλαμβανομένης της διαδικασίας λήψης προσωρινών μέτρων, οι οποίες κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, εκκρεμούν ενώπιον της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμων του 1989 μέχρι (Αρ.2) του 2000, θεωρείται εκκρεμούσα ενώπιον της Επιτροπής με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου». Ως εκ των ανωτέρω, καθίστατο επιβεβλημένη, υπό τις περιστάσεις, η εξ υπαρχής εξέταση της υπόθεσης στη βάση της υιοθέτησης του νομικού βάθρου της απόφασης της προκατόχου Επιτροπής που λήφθηκε στις 11/01/2008, (αρ. συνεδρίας 862-1/2008): 28/ 308