ΜΙΚΡΟ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ Έχει και η Ψυχή τον δικό της Κονιορτό Έχει και η ψυχή τον δικό της κονιορτό που εάν σηκωθεί μέσα μας αέρας, αλίμονο. Oι ορμές χτυπάνε στα παράθυρα, τα τζάμια θρυμματίζονται. Λίγοι ξέρουν ότι ο υπερθετικός στα αισθήματα σχηματίζεται με το φως, όχι με τη δύναμη. Kι ότι χρειάζεται χάδι εκεί που βάζουν μαχαίρι. Ότι ένας κοιτώνας με τη μυστική συνεννόηση των σωμάτων μάς παρακολουθεί παντού και μας παραπέμπει στην α- γιότητα χωρίς συγκατάβαση. A! όταν η στιγμή φτάσει να καθίσουμε κι εμείς πάνω στο πεζούλι κάποιας Aγίας Πρέκλας εν μέσω αγριοσυκών, μορεών με ερυθρούς καρπούς, εις έρημον τόπον, απόκρημνον ακτήν, τότε η μικρή Kουμπώ μ' ένα κερί στο χέρι θα σηκωθεί στις μύτες των ποδιών να φτάσει εκεί ψηλά, μέσα στον αναστεναγμό μας, όλα τα εύφλεκτα: πάθη, πείσματα, φωνές οργής, μυριάδες έντομα χρωματιστούλια που να λαμπαδιάσει ο τόπος Ἄξιόν Ἐστι [Τὴ γλῶσσα μου ἔδωσαν ἑλληνικὴ] Τὴ γλῶσσα μοῦ ἔδωσαν ἑλληνική. τὸ σπίτι φτωχικὸ στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου... Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου... Ἐκεῖ σπάροι καὶ πέρκες ἀνεμόδαρτα ρήματα ρεύματα πράσινα μὲς στὰ γαλάζια
ὅσα εἶδα στὰ σπλάχνα μου ν' ἀνάβουνε σφουγγάρια, μέδουσες μὲ τὰ πρῶτα λόγια τῶν Σειρήνων ὄστρακα ρόδινα μὲ τὰ πρῶτα μαῦρα ρίγη... Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου, μὲ τὰ πρῶτα μαῦρα ρίγη... Ἐκεῖ ρόδια, κυδώνια θεοὶ μελαχροινοί, θεῖοι κ' ἐξάδελφοι τὸ λάδι ἀδειάζοντας μὲς στὰ πελώρια κιούπια. Καὶ πνοὲς ἀπὸ τὴ ρεμματιὰ εὐωδιάζοντας λυγαριὰ καὶ σχῖνο σπάρτο καὶ πιπερόριζα μὲ τὰ πρῶτα πιπίσματα τῶν σπίνων ψαλμῳδίες γλυκὲς μὲ τὰ πρῶτα-πρῶτα Δόξα Σοί... Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου, μὲ τὰ πρῶτα-πρῶτα Δόξα Σοί!.. Ἐκεῖ δάφνες καὶ βάγια θυμιατὸ καὶ λιβάνισμα τὶς πάλες εὐλογώντας καὶ τὰ καριοφίλια στὸ χῶμα τὸ στρωμένο μὲ τ' ἀμπελομάντιλα, κνῖσες, τσουγκρίσματα καὶ Χριστὸς Ἀνέστη μὲ τὰ πρῶτα σμπάρα τῶν Ἑλλήνων! Ἀγάπες μυστικὲς μὲ τὰ πρῶτα λόγια του Ὕμνου... Μονάχη ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου, μὲ τὰ πρῶτα λόγια του "Υμνου. Δώρο Ασημένιο Ποίημα Ξέρω πως είναι τίποτε όλ' αυτά και πως η γλώσσα που μιλώ δεν έχει αλφάβητο Aφού και ο ήλιος και τα κύματα είναι μια γραφή συλλαβική που την αποκρυπτογραφείς μονάχα στους καιρούς της λύπης και της εξορίας Kι η πατρίδα μια τοιχογραφία μ' επιστρώσεις διαδοχικές φράγκικες ή σλαβικές που αν τύχει και βαλθείς για να την αποκαταστήσεις πας αμέσως φυλακή και δίνεις λόγο Σ' ένα πλήθος Eξουσίες ξένες μέσω της δικής σου πάντοτε
Όπως γίνεται για τις συμφορές Όμως ας φανταστούμε σ' ένα παλαιών καιρών αλώνι που μπορεί να 'ναι και σε πολυκατοικία ότι παίζουνε παιδιά και ότι αυτός που χάνει Πρέπει σύμφωνα με τους κανονισμούς να πει στους άλλους και να δώσει μιαν αλήθεια Oπόταν βρίσκονται στο τέλος όλοι να κρατούν στο χέρι τους ένα μικρό Δώρο ασημένιο ποίημα. Η Τρελή ροδιά Σ' αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά ο νοτιάς σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά που σκιρτάει στο φως σκορπίζοντας το καρποφόρο γέλιο της με ανέμου πείσματα και ψιθυρίσματα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά που σπαρταράει με φυλλωσιές νιογέννητες τον όρθρο ανοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά με ρίγος θριάμβου; Όταν στους κάμπους που ξυπνούν τα ολόγυμνα κορίτσια θερίζουνε με τα ξανθά τους χέρια τα τριφύλλια γυρίζοντας τα πέρατα των ύπνων τους, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά που βάζει ανύποπτη μες τα χλωρά πανέρια τους τα φώτα που ξεχειλίζει από κελαηδισμούς τα ονόματά τους - πέστε μου είναι η τρελή ροδιά που μάχεται τη συννεφιά του κόσμου; Στη μέρα που απ' τη ζήλεια της στολίζεται μ' εφτά λογιώ φτερά ζώνοντας τον αιώνιο ήλιο με χιλιάδες πρίσματα εκτυφλωτικά, πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά που αρπάει μια χαίτη μ' εκατό βιτσιές στο τρέξιμο της ποτέ θλιμμένη και ποτέ γκρινιάρα - πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά που ξεφωνίζει την καινούργια ελπίδα που ανατέλλει; Πέστε μου είναι η τρελή ροδιά που χαιρετάει τα μάκρη τινάζοντας ένα μαντήλι φύλλα από δροσερή φωτιά, μια θάλασσα ετοιμόγεννη με χίλια δυο καράβια,
με κύματα που χίλιες δυο φορές κινάν και πάνε σ' αμύριστες ακρογιαλιές - πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά που τρίζει τ άρμενα ψηλά στο διάφανο αιθέρα; Πανύψηλα με το γλαυκό τσαμπί που ανάβει κι' εορτάζει αγέρωχο, γεμάτο κίνδυνο, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά που σπάει με φως καταμεσίς του κόσμου τις κακοκαιριές του δαίμονα που πέρα ως πέρα την κροκάτη απλώνει τραχηλιά της μέρας την πολυκεντημένη από σπαρτά τραγούδια - πέστε μου είναι η τρελή ροδιά που βιαστικά ξεθηλυκώνει τα μεταξωτά της μέρας; Σε μεσοφούστανα πρωταπριλιάς και σε τζιτζίκια δεκαπενταυγούστου, πέστε μου, αυτή που παίζει, αυτή που οργίζεται, αυτή που ξελογιάζει, τινάζοντας απ' τη φοβέρα τα κακά μαύρα σκοτάδια της, ξεχύνοντας στους κόρφους του ήλιου τα μεθυστικά πουλιά, πέστε μου, αυτή που ανοίγει τα φτερά στο στήθος των πραγμάτων, στο στήθος των βαθιών ονείρων μας, είναι η τρελή ροδιά; Του Αιγαίου Ο έρωτας το αρχιπέλαγος κι η πρώρα των αφρών του, και οι γλάροι των ονείρων του. Στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζει ένα τραγούδι. Ο έρωτας το τραγούδι του κι' οι ορίζοντες του ταξιδιού του, κι η ηχώ της νοσταλγίας του. Στον πιο βρεμένο βράχο της η αρραβωνιαστικιά προσμένει ένα καράβι. Ο έρωτας το καράβι του κι η αμεριμνησία των μελτεμιών του, κι' ο φλόκος της ελπίδας του. Στον πιο ελαφρό κυματισμό του ένα νησί λικνίζει τον ερχομό.
ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ Πριν απ' τα μάτια μου ήσουν φως Πριν απ' τον 'Ερωτα, έρωτας. Κι όταν σε πήρε το φιλί Γυναίκα Απόσπασµα από το λόγο του Οδυσσέα Ελύτη στην απονοµή του Νόµπελ Λογοτεχνίας [Στοκχόλµη, 8 εκεµβρίου 1979] Μου δόθηκε, αγαπητοί µου φίλοι, να γράφω σε µια γλώσσα που µιλιέται µόνο από µερικά εκατοµµύρια ανθρώπων. Παρ όλα αυτά, µια γλώσσα που µιλιέται επί δυόµισι χιλιάδες χρόνια, χωρίς διακοπή και µ ελάχιστες διαφορές. Η παράλογη αυτή, φαινοµενικά, διάσταση, αντιστοιχεί και στην υλικό-πνευµατική οντότητα της χώρας µου. Που είναι µικρή σε έκταση χώρου και απέραντη σε έκταση χρόνου Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα µέσον επικοινωνίας, πρόβληµα δεν θα υπήρχε. Συµβαίνει όµως να αποτελεί και εργαλείο µαγείας και φορέα ηθικών αξιών. Προσκτάται η γλώσσα στο µάκρος των αιώνων ένα ορισµένο ήθος. Και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις. Χωρίς να λησµονεί κανείς ότι το µάκρος 25 αιώνων δεν υπήρξε ούτε ένας, επαναλαµβάνω ούτε ένας, που να µην γράφτηκε ποίηση στην Ελληνική γλώσσα.
Να το µεγάλο βάρος παράδοσης που το όργανο αυτό σηκώνει. Απόσπασµα από την Οµιλία του Οδυσσέα Ελύτη στη Στοκχόλµη ( 8/12/1979) [Τελετή απόδοσης του Βραβείου Νόµπελ Λογοτεχνίας ]