1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΜΣ Κατεύθυνση Πολιτικής Ιστορίας και Στρατηγικών Σπουδών Διπλωματική Εργασία Οικονομικοί δείκτες στην Ελλάδα της Κατοχής Βοβόλης Δημήτριος Επιβλέπων Καθηγητής: Μαργαρίτης Γεώργιος Τριμελής Επιτροπή Μαργαρίτης Γεώργιος Ροτζώκος Νικόλαος Ώρμπακε Βέμουντ Θεσσαλονίκη 2016
2 Πίνακας Περιεχομένων 1) Εισαγωγή 2) Οικονομία πολέμου 3) Μεταλλεύματα 4) Εξωτερικό εμπόριο 5) Δημόσια οικονομικά 6) Επίλογος 7) Βιβλιογραφία 8) Πρωτογενείς πηγές 9) Πίνακες
3 1) Εισαγωγή Η παρούσα εργασία έχει ως σκοπό να ασχοληθεί και να αναλύσει τους οικονομικούς δείκτες στην Ελλάδα της κατοχικής περιόδου. Η περίοδος της Κατοχής αποτελεί αντικείμενο μελέτης και έρευνας τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα να έχουν εμπλουτιστεί οι γνώσεις μας για τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν την περίοδο εκείνη. Η οικονομία της κατεχόμενης Ελλάδας παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον, καθώς επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις της περιόδου. Η επιρροή της κατοχικής οικονομίας στην διαμόρφωση των κοινωνικών ομάδων που αναδύθηκαν εκείνη την εποχή έπαιξε καθοριστικό ρόλο και αν θέλουμε να κατανοήσουμε τις εξελίξεις που σημειώθηκαν τότε, η εμβάθυνση των γνώσεων μας για την κατοχική οικονομία είναι απαραίτητη. Στα πλαίσια της παρούσας διπλωματικής εργασίας θα εξετάσουμε οικονομικά στοιχεία από συγκεκριμένους τομείς της ελληνικής οικονομίας όπως είναι η παραγωγή μεταλλευμάτων, το εξωτερικό εμπόριο και τα δημόσια οικονομικά του κράτους. Οι τομείς αυτοί της ελληνικής οικονομίας παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον επειδή αυτοί οι τρεις τομείς είχαν μεγάλη σημασία για τις δυνάμεις κατοχής και αποτέλεσαν πεδίο εκμετάλλευσης και αφαίμαξης σημαντικών πόρων της ελληνικής οικονομίας οδηγώντας στην καταστροφή και την κατάρρευση της οικονομίας. Η ανάλυση των πινάκων που αφορούν τους τρεις τομείς της οικονομίας που προαναφέραμε έχει ως σκοπό να προκύψουν κάποια συμπεράσματα σχετικά με τις μεταβολές που σημειώθηκαν στην παραγωγική δραστηριότητα της χώρας και σε ποιο βαθμό κατάφερε να εξυπηρετήσει τον σκοπό της που ήταν να ενισχύσει με κάθε τρόπο και κάθε κόστος την πολεμική προσπάθεια των δυνάμεων του Άξονα. Στο πρώτο κεφάλαιο θα γίνει αναφορά στην οικονομία πολέμου, ενώ το δεύτερο κεφάλαιο θα ασχοληθεί με τον κλάδο των μεταλλευμάτων και την πορεία που είχε αυτός κατά την κατοχική περίοδο. Ο τομέας των μεταλλευμάτων είναι στρατηγικής σημασίας για τις δυνάμεις του Άξονα επειδή η Ελλάδα διαθέτει μεταλλεύματα σπάνια και πολύτιμα για την πολεμική βιομηχανία του Γ Ράιχ. Άλλωστε η Ελλάδα προοριζόταν να είναι χώρα που θα
4 προσφέρει στην Γερμανία τους φυσικούς της πόρους και ένας από τους σημαντικότερος πόρους ήταν τα ορυκτά της. Μέταλλα όπως το χρώμιο, το νικέλιο και ο βωξίτης ήταν υψίστης σημασίας για την διεξαγωγή του πολέμου, καθώς η παραγωγή όπλων εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από την εξόρυξη δυσεύρετων μεταλλευμάτων που υπήρχαν στον ελλαδικό χώρο και στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων απ όπου η εξάρτηση της Γερμανίας για χρώμιο ήταν καθοριστική. Μέσα από τους πίνακες θα δούμε την παραγωγή μεταλλευμάτων και την πορεία της στα χρόνια της Κατοχής αλλά και τις παραχωρήσεις εκτάσεων από το κράτος σε ιδιώτες και εταιρείες για την ενίσχυση της παραγωγής του μεταλλευτικού τομέα. Τα στοιχεία των πινάκων αποτυπώνουν εν μέρει την εξέλιξη της μεταλλευτικής δραστηριότητας στην χώρα και σε ποιο βαθμό συνέβαλε η παρουσία των δυνάμεων κατοχής στο κλάδο της εξόρυξης των μεταλλευμάτων. Το τριτο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στο εξωτερικό εμπόριο της Ελλάδας της κατοχικής περιόδου. Εξετάζοντας τις εισαγωγές και τις εξαγωγές που πραγματοποιήθηκαν κατά το διάστημα της Κατοχής θα δούμε τις αλλαγές που έγιναν σε αυτόν τον κρίσιμο για την ανάπτυξη της χώρας τομέα. Οι πίνακες που περιλαμβάνονται σε αυτό το κεφάλαιο περιέχουν στοιχεία για τις εισαγωγές και τις εξαγωγές που έγιναν από το ελληνικό κράτος και αφορούν τον όγκο του εξωτερικού εμπορίου της χώρας, τις χώρες προέλευσης των εισαγωγών και τις χώρες προορισμού των ελληνικών εξαγωγών, καθώς και τον διαχωρισμό των εμπορευμάτων ανά κατηγορία. Επίσης, σημαντικό είναι να δούμε την αξία των εισαγωγών και των εξαγωγών για να καταλάβουμε την πτώση που σημειώθηκε στο εμπόριο. Με αυτόν τον τρόπο μας δίνεται η δυνατότητα να αποκτήσουμε μια σφαιρική και πιο ολοκληρωμένη εικόνα για το εξωτερικό εμπόριο της Ελλάδας κατά την περίοδο που εξετάζουμε και ποιες μεταβολές παρουσίασε εξαιτίας των ιδιαίτερων συνθηκών που δημιουργούσε ο πόλεμος στο διεθνές εμπόριο που σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστη την Ελλάδα, καθώς και η τριπλή κατοχή της χώρας που έθετε άλλες προτεραιότητες στην εμπορική πολιτική της χώρας. Στο τέταρτο κεφάλαιο θα αναφερθούμε στα δημόσια οικονομικά του ελληνικού κράτους της κατοχικής περιόδου. Ο δημόσιος τομέας και κυρίως τα δημόσια οικονομικά έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στην λειτουργία της ελληνικής
5 οικονομίας και αυτό δεν άλλαξε κατά την Κατοχή. Τα δημόσια οικονομικά, πέρα από τον κρίσιμο ρόλο τους για την οικονομία, έχουν μεγάλη σημασία για τους κατακτητές επειδή η χρηματοδότηση των δυνάμεων κατοχής του προέρχεται από το ελληνικό κράτος. Τα έξοδα κατοχής και το κατοχικό δάνειο θα συμβάλλουν σε μεγάλο βαθμό στην οικονομική κατάρρευση της Ελλάδας και στο τεράστιο έλλειμμα που θα παρουσιάσει ο κρατικός προϋπολογισμός αυτή την περίοδο, δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο κατάρρευσης της οικονομικής δραστηριότητας και δραματικής επιδείνωσης των δημόσιων οικονομικών. Τα έξοδα κατοχής, αν και αποτελούσαν ένα σημαντικό μέρος των συνολικών εξόδων του κράτους δεν αφορούσαν την πλειοψηφία των εξόδων του κράτους. Μέσα από τους πίνακες θα δούμε το δημοσιονομικό έλλειμμα που προκάλεσαν οι δαπάνες κατοχής αλλά και πως τα έσοδα του κράτους ήταν ισχνά και σε καμία περίπτωση δεν έφταναν για να καλύψουν τις βασικές ανάγκες του κράτους. Η πτώση των εσόδων, με τα οποία θα ασχοληθούμε ξεχωριστά, είναι χαρακτηριστικό της οικονομικής κρίσης που περνούσε η ταλαιπωρούσε την χώρα αλλά ήταν και απόρροια της κατάρρευσης των κρατικών δομών. Όπως θα δούμε και στον αντίστοιχο πίνακα, οι κατοχικές κυβερνήσεις δεν είχαν υψηλές προσδοκίες από τα φορολογικά έσοδα και φυσικό ήταν να καταφύγουν στον δανεισμό και κυρίως στην έκδοση χρήματος για την κάλυψη των ελλειμμάτων. Η συνεχόμενη έκδοση χαρτονομισμάτων προκάλεσε ένα πρωτοφανή πληθωρισμό που ουσιαστικά εξανέμιζε την όποια αξία είχε το χρήμα, αποδυναμώνοντας τον ρόλο της νόμιμης αγοράς και ενισχύοντας αυτόν της μαύρης με αρνητικές επιπτώσεις για την είσπραξη των φόρων. Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να αναφέρουμε πως ο πληθωρισμός πέρα από τα προβλήματα που δημιουργούσε στην οικονομία της χώρας, υποτιμούσε συνεχώς την αξία του νομίσματος με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να υπολογίσουμε την πραγματική αξία της δραχμής της κατοχικής περιόδου αλλά και την αξία των συναλλαγών που έγιναν με αυτό το νόμισμα. Για τον λόγο αυτό ήταν αναγκαία η μετατροπή της δραχμής σε χρυσή λίρα που ήταν πιο αξιόπιστο και σταθερό νόμισμα για να μπορέσουμε να αποκτήσουμε μια πιο ξεκάθαρη εικόνα για τα πραγματικά οικονομικά μεγέθη της περιόδου, καθώς με την ανεξέλεγκτη υποτίμηση της δραχμής κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό.
6 Οι οικονομικοί δείκτες της Κατοχής με τους οποίους θα ασχοληθεί αυτή η εργασία βασίζονται στα επίσημα στατιστικά στοιχεία του ελληνικού κράτους και της Τράπεζας της Ελλάδας καθώς και από την βιβλιογραφία τα στοιχεία της οποίας βασίζονται και αυτά στα επίσημα ελληνικά στατιστικά στοιχεία. Αν και τα επίσημα ελληνικά στοιχεία παρουσιάζουν ελλείψεις και τα στοιχεία τους είναι ανακριβή, μπορούμε να αποκτήσουμε μια εικόνα για την οικονομική κατάσταση της χώρας και για τους κλάδους της οικονομίας στους οποίους αναφέρονται τα στατιστικά στοιχεία. Για να αναλύσουμε και να εξηγήσουμε τα στοιχεία που παρατίθενται απαραίτητη είναι η χρήση της βιβλιογραφίας, η οποία αν και περιορισμένη συνέβαλε στην ολοκλήρωση της εργασίας.
7 2) Οικονομία πολέμου Η είσοδος της Ελλάδας στον πόλεμο αποτέλεσε σταθμό για την πορεία της χώρας και είχε ως αποτέλεσμα την ανατροπή των κοινωνικών και πολιτικών της. Όμως εξίσου σημαντικές ήταν οι μεταβολές που παρατηρήθηκαν στην οικονομία της χώρας κατά την περίοδο που θα εξετάσουμε. Η ελληνική οικονομία ήδη από τον πόλεμο με την Ιταλία είχε μετατραπεί σε οικονομία πολέμου και ως τέτοια θα συνέχιζε να λειτουργεί και κατά την κατοχική περίοδο. Αυτό σήμαινε πως η οικονομία θα λειτουργούσε για να εξυπηρετήσει τις στρατιωτικές ανάγκες που δημιουργούσε ο πόλεμος. Οι πολεμικές ανάγκες που έπρεπε να καλύψει η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή θα καθορίζονταν από τις δυνάμεις κατοχής και για να μπορέσουν να καλυφθούν αυτές οι ανάγκες η Ελλάδα έπρεπε να κινητοποιήσει συγκεκριμένες παραγωγικές μονάδες για να τα καταφέρει να συμβάλει στην πολεμική προσπάθεια του Άξονα. Είναι σημαντικό να επισημάνουμε το γεγονός πως η ελληνική οικονομία δεν ήταν μια οικονομία που δεν είχε ισχυρή βιομηχανία και ως εκ τούτου ήταν μια οικονομία με μικρή παραγωγικότητα που δύσκολά θα μπορούσε να καλύψει τις πολεμικές ανάγκες του Γ Ράιχ. Οι Γερμανοί αντιλήφθηκαν αμέσως τις περιορισμένες δυνατότητες της οικονομίας και επικεντρώθηκαν σε τομείς που θα μπορούσαν να αποδώσουν οφέλη και στους οποίους η χώρα είχε συγκριτικά πλεονεκτήματα. Σε κάθε οικονομία πολέμου όπως και η ελληνική, υπάρχουν κλάδοι της οικονομίας που παρουσιάζουν άνοδο, και σε κάποιες περιπτώσεις θεαματική άνοδο, ενώ υπάρχουν και αυτοί οι κλάδοι της οικονομίας που γνωρίζουν την παρακμή ή και την πλήρη εξαφάνιση. Η μικρή πολεμική βιομηχανία που διέθετε η χώρα ήταν ένας κλάδος που βρισκόταν σε λειτουργία κατά την περίοδο της Κατοχής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Εταιρεία Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου που συνέχισε την παραγωγή της κατά την Κατοχή. Τομείς της μεταλλευτικής δραστηριότητας διατήρησαν την λειτουργία τους ενώ η εξόρυξη μεταλλευμάτων όπως ο λιγνίτης σημείωσε αύξηση λόγω της χρήσης τους στην κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της χώρας.
8 Επίσης, η φθορά που προκαλούσε ο πόλεμος είχε ως αποτέλεσμα να υπάρχει ανάγκη για επιδιορθώσεις στα όπλα, τα αεροπλάνα και τα πλοία του στρατού κατοχής. Οι επιχειρήσεις που απασχολούνταν στην επιδιόρθωση των γερμανικών αεροσκαφών είχαν μια αξιόλογη δραστηριότητα και η επισκευή των πολεμικών αεροσκαφών αποτέλεσε μια από τις παραγωγικότερες δραστηριότητες της ελληνικής πολεμικής βιομηχανίας. Ένας άλλος τομέας που ήταν καθοριστικός για την πολεμική προσπάθεια του Άξονα, ήταν ο ναυπηγοεπισκευαστικός τομέας καθώς και οι ανελκύσεις πλοίων. Το γερμανικό ναυτικό είχε βασιστεί σε μεγάλο βαθμό στην ελληνική ναυπηγεία για να εκπληρώσει το πρόγραμμα του και αυτό δεν μπορούσε να μην έχει θετικά αποτελέσματα για τις επιχειρήσεις εκείνες που ασχολήθηκαν με αυτόν τον τομέα. Η πολεμική βιομηχανία είναι αυτή που σε μια οικονομία πολέμου όχι μόνο συνεχίζε να λειτουργεί αλλά γνωρίσε και θεαματική άνοδο. Η κάλυψη των στρατιωτικών αναγκών δεν σταματάει στην πολεμική βιομηχανία. Ένα ευρύ φάσμα κλάδων της οικονομίας διατήρησαν την παραγωγική τους δραστηριότητα ή και την αύξησαν κατά την κατοχική περίοδο. Όποιος τομέας της οικονομίας αφορούσε τον πόλεμο και την εξυπηρέτηση των αναγκών των στρατευμάτων κατοχής αλλά και της ίδιας της γερμανικής οικονομίας δεν ακολουθούσε την πτωτική πορεία άλλων κλαδών. Βιομηχανίες όπως η τσιμεντοβιομηχανία, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργεια, ορισμένα ορυκτά όπως το χρώμιο και το νικέλιο, κλάδοι της γεωργίας που παρήγαγαν προϊόντα δυσεύρετα για το Γ Ράιχ σημείωσαν άνοδο. Ωστόσο, σε μια οικονομία πολέμου είναι λογικό να υπάρξουν τομείς τη οικονομίας που θα σταματούσαν την παραγωγή τους ή θα φυτοζωούσαν. Το εμπόριο, εσωτερικό και εξωτερικό, παρουσίασε πτώση με την εξαίρεση των εμπορευμάτων εκείνων που κρίνονταν απαραίτητα για τους κατακτητές. Η πτώση του εμπορίου επίσης σήμαινε και την πτώση της ιδιωτικής κατανάλωσης που προφανώς θα επηρέαζε αρνητικά πολλούς τομείς της εγχώριας παραγωγής. Αυτή πτώση του εμπορίου συνδεόταν με τον ναυτικό αποκλεισμό που οδήγησε σε μείωση της ναυτιλιακής δραστηριότητας και παράλληλης μείωσης του στόλου της χώρας καθώς και της δυναμικής που είχε χτίσει τα προηγούμενα χρόνια. Η απώλεια της ελληνικής ναυτιλίας δεν μπορούσε να μην έχει αρνητικό αντίκτυπο καθώς ήταν ένας από τους κλάδους
9 που γνώρισε μεγάλες καταστροφές εξαιτίας του πόλεμου. Οι τομείς των υπηρεσιών που δεν σχετίζονταν με τον πόλεμο έχασαν σημαντικό ποσοστό από το μερίδιο που τους αναλογούσε στην ελληνική οικονομία. Η ελληνική οικονομία ήδη από τον πόλεμο με την Ιταλία ήταν μια οικονομία πολέμου και αυτό δεν άλλαξε με την κατάκτηση της χώρας από τις στρατιωτικές δυνάμεις του Άξονα. Αυτό που άλλαξε όμως ήταν ο προσανατολισμός της οικονομίας και αυτό οφειλόταν στην παρουσία του Άξονα. Η γεωγραφική θέση της Ελλάδας ανάγκασε τις δυνάμεις κατοχής να προσαρμόσουν την στρατηγική τους αλλά και την ελληνική οικονομία. Η Ελλάδα θα μετατρεπόταν σε φρούριο της νοτιοανατολικής Ευρώπης και παράλληλα θα ήταν και διαμετακομιστικός σταθμός για την τροφοδότηση των γερμανικών στρατευμάτων στην Βόρεια Αφρική. Ο νέος ρόλος που επεφύλαξαν οι κατοχικές δυνάμεις στην Ελλάδα θα απαιτούσε δημιουργία υποδομών και την άνθηση των κατασκευών. Ο τομέας των κατασκευών στην Ελλάδα της κατοχικής περιόδου ωφέλησε αρκετούς κλάδους της οικονομίας επειδή οι καταστροφές που έγιναν εξαιτίας του πολέμου ήταν μεγάλες με το μεγαλύτερο μέρος των συγκοινωνιακών δικτύων να έχει καταστραφεί, καθώς και μέρος των υποδομών που είχαν άμεση στρατιωτική χρήση, όπως είναι τα οχυρά και τα στρατόπεδα. Αρχικά, ήταν αναγκαίες οι επισκευές του υπάρχοντος σιδηροδρομικού και οδικού δικτύου και η επέκταση των υπαρχόντων δικτύων της χώρας για την μεταφορά εμπορευμάτων προς το μέτωπο της Βόρειας Αφρικής αλλά και την εξαγωγή ελληνικών προϊόντων στις χώρες του Άξονα. Την επισκευή του σιδηροδρομικού δικτύου και δρόμων ανέλαβαν ελληνικές εταιρείες και την παραγωγή των υλικών ελληνικές βιομηχανίες, με τον κλάδο της σιδηροβιομηχανίας να είναι αναλαμβάνει μεγάλο μέρος της κατασκευής των σιδηροδρόμων. Επειδή η Ελλάδα ήταν πολύ πιθανό να αποτελέσει στόχο των συμμαχικών δυνάμεων, οι Γερμανοί είχαν καταστρώσει αμυντικά σχέδια. Τα οχυρωματικά έργα που χτίστηκαν στην κατοχική περίοδο ήταν πηγή κέρδους και εργασίας για πολλές βιομηχανίες της χώρας. Το ίδιο ισχύει και για την ανέγερση στρατοπέδων που χρειάζονταν για την εγκατάσταση των στρατευμάτων κατοχής. Η ζήτηση για οικοδομικά υλικά ήταν σημαντική και οι κλάδοι της βιομηχανίας που παρήγαγαν αυτά τα προϊόντα ήταν περιζήτητοι από τους
10 Γερμανούς. Τα αμυντικά έργα που αφορούσαν την κατασκευή οχυρώσεων κράτησαν σε λειτουργία τις τσιμεντοβιομηχανίες της χώρας που παρά τα προβλήματα που είχαν να αντιμετωπίσουν, η έλλειψη καυσίμων ήταν το κυριότερο πρόβλημα όχι μόνο για την τσιμεντοβιομηχανία αλλά για το σύνολο της ελληνικής βιομηχανίας, με τον κύκλο εργασιών και τα κέρδη που προέκυπταν να είναι μεγάλα. Η χρήση του τσιμέντου για την κατασκευή των στρατώνων και των οχυρωματικών έργων ήταν τέτοια που παρά την μείωση της παραγωγής τσιμέντου ο κλάδος ήταν από τους πιο παραγωγικούς της κατοχικής περιόδου. Η έλλειψη οικοδομικών υλικών λόγω των πολλών προβλημάτων ανάγκασε τις κατοχικές αρχές να ανακυκλώνουν υλικά από κατεστραμμένα κτήρια και πλοία για να χρησιμοποιηθούν στα αμυντικά έργα και στα νέα αεροδρόμια που κατασκευάστηκαν στην χώρα. Ιδιαίτερα για την κατασκευή των αεροδρομίων που βοηθούσαν στην εκστρατεία στην Βόρεια Αφρική συχνή ήταν η τούβλων για την ανέγερση των κτηριακών εγκαταστάσεων των αεροδρομίων. Πέρα από τις κατασκευές στρατιωτικών υποδομών ο κατοχικός στρατός είχε καταναλωτικές ανάγκες που δεν αφορούσαν άμεσα τον πόλεμο αλλά περισσότερο την διαμονή και συντήρηση του στρατού κατοχής. Οι προμήθειες στις αρχές κατοχής ήταν μια κερδοφόρα επιχείρηση που κράτησε ζωντανές πολλές βιομηχανίες. Τα περιθώρια κέρδους για αρκετές ελληνικές επιχειρήσεις μπορεί να μην ήταν μεγάλα αλλά αυτό δεν αποτέλεσε αποθαρρυντικό παράγοντα για τους προμηθευτές των αρχών κατοχής. Η τροφοδοσία των στρατευμάτων κατοχής κατάφερε κατά κάποιο τρόπο να καλύψει την πτώση στην ζήτηση της ιδιωτικής κατανάλωσης που προερχόταν από τον πόλεμο και την Κατοχή. Η λειτουργία τους συστήματος των προμηθειών χρηματοδοτούταν από το ελληνικό κράτος και καθοριστικό ρόλο στην λειτουργία του έπαιζε η Ελληνο- Γερμανική Οικονομική Εταιρεία. Αρκετές από τις εταιρείες και τις επιχειρηματίες που δραστηριοποιήθηκαν στον κλάδο των προμηθειών, είχαν ήδη εμπορικές σχέσεις με την Γερμανία, οι οποίες και συνεχίστηκαν κατά την Κατοχή. Ωστόσο, αρκετοί επιχειρηματίες ανέπτυξαν οικονομικές συναλλαγές με τους κατακτητές αυτή την περίοδο λόγω των προϊόντων που παρείχαν και τα οποία είχαν ζήτηση από τα στρατεύματα κατοχής. Οι προμήθειες του στρατού κατοχής ήταν ένας τρόπος ενίσχυσης των υπαρχόντων οικονομικών
11 δεσμών Ελλάδας-Γερμανίας και η δημιουργία νέων οικονομικών σχέσεων που έκαναν την ελληνική οικονομία δέσμια των γερμανικών αναγκών. Όπως έχουμε αναφέρει οι προμήθειες αφορούσαν την κατανάλωση των στρατευμάτων κατοχής και κάλυπτε ένα ευρύ φάσμα προϊόντων αλλά και υπηρεσιών. Η σίτιση του στρατού κατοχής κατανάλωνε σημαντικό ποσοστό από την εγχώρια γεωργική παραγωγή που έπρεπε να συντηρήσει τα στρατεύματα και παράλληλα να εξάγει προϊόντα στην Γερμανία, αν και μεγάλο μέρος των επισιτιστικών αναγκών καλυπτόταν από την συγκέντρωση της αγροτικής παραγωγής. Οι βιομηχανίες τροφίμων είχαν έντονη δραστηριότητα την εποχή αυτή λόγω των στρατευμάτων κατοχής που κατανάλωναν τα προϊόντα τους. Ενδεικτικό είναι πως η ζήτηση για μαρμελάδες από τους Γερμανούς στρατιώτες ήταν μεγάλη και τα επίπεδα παραγωγής τους ήταν αξιοσημείωτα, ενώ και η κατανάλωση κονσερβών ήταν τέτοια που συντηρούσε την αντίστοιχη ελληνική βιομηχανία. Εκτός από την διατροφή του στρατού, οι προμήθειες αφορούσαν όλα τα σώματα του στρατού και περιελάμβαναν πληθώρα προϊόντων αλλά και υπηρεσιών. Η κατασκευή των στολών των στρατιωτών της Βέρμαχτ, ακόμη και αυτών που πήγαιναν στην Βόρεια Αφρική, γινόταν από ελληνικές εταιρείες υπόδησης αλλά και από βυρσοδεψία, μεταξουργεία και υφαντουργεία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να είναι αυξημένη η ζήτηση για υφάσματα και κλωστές, όμως η ζήτηση αυτή δεν σχετιζόταν μόνο με την ένδυση των στρατιωτών του γερμανικού και ιταλικού στρατού. Οι ελληνικές προμήθειες προς τον κατοχικό στρατό αφορούσαν και είδη εξοπλισμού όπως είναι οι σκηνές, οι κουνουπιέρες και άλλα, με ένα μέρος εξ αυτών να μεταφέρεται στην Βόρεια Αφρική, όπου μέρος της παραγωγής των υφαντουργείων πήγαινε εκεί. Πέρα από τις στρατιωτικές ανάγκες των στρατευμάτων στην Ελλάδα, η εγχώρια παραγωγή οποιουδήποτε χρήσιμου προϊόντος κατέληγε σε εμπόλεμες ζώνες όπου οι ανάγκες ήταν αυξημένες. Ένα μέρος των προμηθειών εκτός από τις εμπόλεμες ζώνες κατέληγε και στην Γερμανία ή σε άλλες φιλικές προς τον Άξονα χώρες. Οι εξαγωγές καπνού είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα εξαγώγιμου προϊόντος που όμως είχε και μεγάλη κατανάλωση στην Ελλάδα από τα στρατεύματα κατοχής. Τα προϊόντα με μεγάλη ζήτηση από τους Γερμανούς είχαν τέτοια οικονομικά οφέλη για τους προμηθευτές που τα όποια προβλήματα υπήρχαν στην παραγωγή τους
12 αντιμετωπίζονταν και οι ίδιοι οι προμηθευτές φρόντιζαν για την λειτουργία των επιχειρήσεων τους. Άλλα είδη προς εξαγωγή ήταν γεωργικά προϊόντα όπως το ελαιόλαδο, μεταλλεύματα όπως το χρώμιο και το νικέλιο και άλλα είδη που θα δούμε στο κεφάλαιο που θα ασχοληθούμε με το εξωτερικό εμπόριο της Ελλάδας στην Κατοχή. Οι συνέπειες της οικονομίας του πολέμου στην Ελλάδα ήταν τεράστιες και ήταν φυσικό να σημαδέψουν το μεταπολεμικό σκηνικό στην χώρα. Η εκμετάλλευση κάθε χρήσιμου για τον Άξονα οικονομικού τομέα είχε σημαντικές επιπτώσεις όχι μόνο στην οικονομία αλλά και στον κοινωνικό ιστό του τόπου. Η κάλυψη των στρατιωτικών αναγκών έδωσε ώθηση σε αρκετούς οικονομικούς κλάδους και την ίδια στιγμή σταματούσαν την παραγωγή τους ή υπολειτουργούσαν άλλοι κλάδοι, ανεβάζοντας τα ποσοστά της ανεργίας και δημιουργώντας μια κοινωνική ανακατάταξη που η χώρα δεν είχε ξαναδεί σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Η ανάδειξη νέων κοινωνικών στρωμάτων ήταν μια από τις χαρακτηριστικότερες επιπτώσεις της οικονομίας πολέμου. Η οικονομική συνεργασία με τον κατακτητή ήταν πηγή κέρδους αλλά και μια μορφή κοινωνικής και οικονομικής ανέλιξης διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων. Βέβαια, πολλοί ισχυροί επιχειρηματίες διατήρησαν την θέση τους χάρης στις οικονομικές συναλλαγές με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς αλλά αρκετοί ήταν και αυτοί που έχασαν μεγάλο μέρος της περιουσίας τους την περίοδο αυτή. Η πολεμική οικονομία ωφέλησε συγκεκριμένους κλάδους της οικονομίας και μαζί με αυτούς επωφελήθηκαν πολλοί επιχειρηματίες και οικονομικοί παράγοντες της χώρας. Η συντήρηση της οικονομίας του πολέμου βασίστηκε στο εργατικό δυναμικό που λόγω της οικονομικής κρίσης που προκλήθηκε από τον πόλεμο και την Κατοχή ήταν σε απελπιστική κατάσταση. Η καταναγκαστική εργασία ήταν η αιτία της μείωσης των μισθών, δίνοντας την δυνατότητα στις επιχειρήσεις να μειώσουν το κόστος εργασίας, ρίχνοντας δραματικά το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης. Μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης εργάζονταν χωρίς την καταβολή μισθού και εργάζονταν μόνο για να καλύψουν τις επισιτιστικές τους ανάγκες. Αυτή η μορφή εργασίας που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί δουλική, έκανε τις επιχειρήσεις πιο ανταγωνιστικές και η απειλή της ανεργίας αποτελούσε ανασταλτικό παράγοντα για την ανάπτυξη διεκδικήσεων από την
13 μεριά των εργαζομένων. Αυτή η φτωχοποίηση μεγάλου μέρους του ελληνικού πληθυσμού δεν θα γινόταν να μην προκαλέσει αντιδράσεις, που εκδηλώθηκαν σε όλη την χώρα, σε όλους τους χώρους της κοινωνικής ζωής και έδωσε ελπίδα σε αρκετό κόσμο που είχε λυγίσει από την ανέχεια που είχε δημιουργήσει η οικονομική μετάλλαξη της Ελλάδας.
14 3) Μεταλλεύματα Τα ορυχεία και τα μεταλλεύματα της Ελλάδας υπήρξαν υψίστης σημασίας και η εκμετάλλευση τους αποτέλεσε μια από τις σημαντικότερες οικονομικές δραστηριότητες στην Ελλάδα την περίοδο της Κατοχής. Η Ελλάδα μετά από την γερμανική εισβολή χωρίστηκε σε τρεις ζώνες ελέγχου, την γερμανική, την ιταλική και την βουλγάρικη. Η διαίρεση της Ελλάδας ανάμεσα στις τρεις χώρες του Άξονα σήμαινε πως κάθε χώρα θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί οικονομικά την περιοχή που είχε υπό την κατοχή της. Όμως, η Γερμανία ως η ισχυρότερη από τις τρεις κινήθηκε για την απόκτηση και αξιοποίηση των όποιων κοιτασμάτων είχε η χώρα, ακόμη και σε περιοχές που ήταν ιταλοκρατούμενες. Ο ορυκτός πλούτος της χώρας δεν ήταν τεράστιος από άποψη μεγάλων και πλούσιων κοιτασμάτων αλλά αυτό δεν σήμαινε πως είχε μικρή σημασία για τους Γερμανούς και τους Ιταλούς. Τα ελληνικά ορυκτά υπήρξαν ένας από τους πολυτιμότερους πόρους που άντλησαν οι δυνάμεις κατοχής από την χώρα με σκοπό να καλύψουν τις ανάγκες της πολεμικής βιομηχανίας που λόγω του πολέμου βρισκόταν σε μεγάλη έξαρση, με αποτέλεσμα να απαιτούνται μεγάλες ποσότητες πρώτων υλών για να συνεχιστεί η παραγωγική δραστηριότητα. Η γερμανική αμυντική βιομηχανία χρειαζόταν απεγνωσμένα πρώτες ύλες και συγκεκριμένα ορυκτά μέταλλα. Κάποια από αυτά ήταν σπάνια και δυσεύρετα στον γερμανικό χώρο όπως το χρώμιο που βρισκόταν σε ικανοποιητικές ποσότητες στον ελλαδικό χώρο. Η ύπαρξη στην Ελλάδα κοιτασμάτων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από την πολεμική βιομηχανία δεν θα μπορούσε να μην κεντρίσει το ενδιαφέρον των κατακτητών. Κάποια από τα μέταλλα με την μεγαλύτερη αξία για την Γερμανία και την Ιταλία ήταν το χρώμιο που προαναφέραμε, ο λιγνίτης, το νικέλιο, ο βωξίτης, το θείο, ο σιδηροπυρίτης και άλλα. Η εξόρυξη αυτών των μετάλλων υπήρξε καθοριστική για την συνέχιση του πολέμου από πλευράς του τρίτου Ράιχ καθώς η εξάρτηση του από τα προερχόμενα από την Ελλάδα μεταλλεύματα ήταν μεγάλη από την στιγμή που είχε χάσει βασικές πηγές που την προμήθευαν με ορυκτά εξαιτίας του πολέμου. Οι απώλειες εισαγωγών χρωμίου για παράδειγμα από χώρες όπως η Αυστραλία και η Νότια Αφρική είχε ως επακόλουθο η Γερμανία να στραφεί προς τις βαλκανικές χώρες
15 δικαιολογώντας την αύξηση των εισαγωγών χρωμίου από τα Βαλκάνια που παρουσιάστηκε 1. Επίσης, κατανοώντας την αξία που είχε η παραγωγή μεταλλευμάτων στην χώρα και με σκοπό να προστατεύσουν την παραγωγή, οι δυνάμεις κατοχής τοποθέτησαν τα στρατεύματα τους σε εγκαταστάσεις ορυχείων αλλά και στους δρόμους που οδηγούσαν σε αυτά 2. Οι Γερμανοί είχαν εκδηλώσει το ενδιαφέρον τους πριν από την έναρξη του πολέμου για τα μεταλλεία της Ελλάδας. Ήδη πριν από τον πόλεμο, μεγάλο μέρος των εξαγωγών από την Ελλάδα προς την Γερμανία αφορούσε μεταλλεύματα όπως το χρώμιο, το νικέλιο, ο βωξίτης και άλλα. Αυτού του είδους οι πρώτες ύλες ήταν από τις σημαντικότερες εξαγωγές προς την Γερμανία μετά από τα καπνά. Η εταιρεία Hansa Leichtmetall A.G. είχε κάνει επενδύσεις στον βωξίτη πριν από τον πόλεμο και βέβαια συνέχισε τις δραστηριότητες της και κατά την διάρκεια του πολέμου. Τα ορυχεία της Ελλάδας και πιο συγκεκριμένα τα κοιτάσματα του βωξίτη ήταν από τη δεκαετία του '30 στον σχεδιασμό των Γερμανών για την παραγωγή αλουμινίου 3. Η εξόρυξη μεταλλευμάτων στην Ελλάδα όπως θα δούμε και στον πίνακα 1.1 κινήθηκε ανάλογα τις ανάγκες των Γερμανών με αποτέλεσμα να σημειωθεί μείωση ή και παύση της εξορυκτικής δραστηριότητας στα μέταλλα που δεν είχαν αξία καθώς το κόστος παραγωγής, οι δυσχέρειες στην μεταφορά της παραγωγής και η αδυναμία αξιοποίησης των μεταλλευμάτων ήταν παράγοντες που δεν επέτρεπαν την συνέχιση της παραγωγής. Τα ίδια προβλήματα όμως αντιμετώπιζε και η εξόρυξη μεταλλευμάτων που είχαν μεγάλη αξία για τους κατακτητές με αποτέλεσμα η παραγωγή σε αρκετά ορυχεία να σημειώσει κάμψη κυρίως κατά τα έτη 1943 και 1944. Η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων στην Ελλάδα έγινε από εταιρείες που βρίσκονταν σε συνεργασία και υπό την πλήρη καθοδήγηση του γερμανικού και ιταλικού κράτους. Το προβάδισμα στην εκμετάλλευση των ορυχείων και των υπόλοιπων εγκαταστάσεων είχε η Γερμανία, με την Ιταλία να έχει την δυνατότητα να αξιοποιήσει όσες εγκαταστάσεις άφηναν οι Γερμανοί. 1 Βασίλειος Μανουσάκης: Οικονομία και Πολιτική στην Ελλάδα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου (1940-1944), Διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 2014, σελ. 358 2 Χρήστος Χατζηιωσήφ: Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, Κατοχή -Αντίσταση 1940-1945, Γ' τόμος μέρος 2ο,Βιβλιόραμα, Αθήνα 2007, σελ. 192. 3 Βασίλειος Μανουσάκης, ό.π., σελ. 353-354.
16 Εκμεταλλευόμενοι την θέση ισχύος τόσο σε στρατιωτικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο, οι Γερμανοί ήλεγχαν την παραγωγή των σημαντικότερων για αυτούς μεταλλευμάτων, με την ιταλική πλευρά να μην μπορεί να διεκδικήσει μεγαλύτερο μερίδιο λόγω των παραπάνω λόγων αλλά και επειδή η γερμανική πλευρά είχε υπογράψει τις συμβάσεις πολυετούς διάρκειας και τις χρησιμοποιούσε ως επιχείρημα για την ευνοϊκή θέση στην οποία είχε περιέλθει σχετικά με την παραγωγή μεταλλευμάτων. Μερικές από τις εταιρείες που λειτούργησαν στην Ελλάδα στον τομέα της εξόρυξης μεταλλευμάτων ήταν η ιταλική Montecatini και οι γερμανικές Hansa Leichtmetall καθώς και οι θυγατρικές εταιρείες της Krupp στην Ελλάδα, η Wolframerz-Gesellschaft, η Griechischer Bergbau και η Mazedonischer Bergbau 4. Οι Γερμανοί είχαν επίσης υπογράψει συμβόλαια με ελληνικές εταιρείες για την εξασφάλιση της παραγωγής των ορυχείων αποκλειστικά για τις ανάγκες της πολεμικής τους βιομηχανίας. Μερικές από τις πιο σημαντικές ελληνικές εταιρείες που είχαν τέτοιου είδους συνεργασία ήταν η Μεταλλευτική Ένωση και η Μεταλλευτική Εταιρεία 5. Παρακάτω ακολουθεί ο πίνακας 1 που δείχνει την παραγωγή μεταλλευμάτων από το 1940 έως και το 1944. Παραγωγή μεταλλευτικών προϊόντων (σε τόνους) 1940-1944 Είδος 1940 1941 1942 1943 1944 Λιγνίτης 250000 180000 365000 370000 190000 Χρώμιο 30000 16240 24300 15500 18295 Λευκόλιθος 10360 4650 2890 680 950 Σιδηροπυρίτη 15750 10370 7480 3860 4380 4 Χρήστος Χατζηιωσήφ, ό.π, σελ. 191-195 και Βασίλειος Μανουσάκης, ό.π, σελ. 351-366. 5 Χρήστος Χατζηιωσήφ, ό.π, σελ. 191-192.
17 ς Βωξίτης 75000 18000 23000 25000 10000 Σμυρίδα 6180 1757 507 - - Μαγγάνιο 350 180 430 290 - Νικέλιο 23000 7400 28250 19780 - Θειούχα Μικτά 12854 9500 23550 10450 6500 Θείο 6500 4600 13600 18500 5400 Θηραϊκή γη 56000 35000 20000 10000 - Πυρωμένος Λευκόλιθος 2500 900 - - 130 Μόλυβδος 1250 890 2300 1150 600 Μολυβδαίνιο - - - - - Χρυσός 47879 κιλά - - - - Καυστική μαγνησία 2500 900 - - 130 Πίνακας 1.1: Πηγή : Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Τμήμα Μεταλλευτικών Μελετών: Στατιστική της Μεταλλευτικής Βιομηχανίας της Ελλάδος κατά τα Έτη 1940-1946. Από το πίνακα προκύπτουν χρήσιμα συμπεράσματα σχετικά με την παραγωγή μεταλλευμάτων στην Ελλάδα. Αυτό που θα μπορούσαμε να πούμε είναι ότι το σύνολο της παραγωγής μεταλλευτικών προϊόντων στην χώρα στο τέλος της κατοχικής περιόδου είχε σημειώσει πτώση σε σύγκριση με το 1940 ενώ και η παραγωγή για κάποια μεταλλεύματα είχε σταματήσει. Αν και τα μεταλλεύματα ήταν αναγκαία για την τροφοδότηση της γερμανικής και ιταλικής βιομηχανίας, από τον πίνακα 1.1 προκύπτει το συμπέρασμα πως η ανάγκη των Γερμανών και Ιταλών για τον ορυκτό πλούτο της χώρας δεν προκάλεσε μια ραγδαία και σταθερή αύξηση της εξόρυξης μεταλλευμάτων όπως παρατηρούμε με την παραγωγή του λιγνίτη που αποτέλεσε την εξαίρεση στον κανόνα. Μια τέτοια εξέλιξη ήταν και αναμενόμενη αν αναλογιστούμε τις δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει η μεταλλευτική δραστηριότητα στην χώρα.
18 Η παραγωγή σημαντικών μεταλλευμάτων πρωτίστως για την γερμανική και δευτερευόντως για την ιταλική πολεμική βιομηχανία δεν παρουσίασε τα αντίστοιχα επίπεδα αύξησης της παραγωγής λιγνίτη. Κάποια από τα μεταλλεύματα που παρουσίασαν άνοδο μικρότερη και λιγότερο σταθερή από τον λιγνίτη ήταν το νικέλιο, το θείο, ο βωξίτης, τα θειούχα μικτά και το χρώμιο. Όσο για τα υπόλοιπα μεταλλεύματα θα μπορούσαμε να πούμε πως παρουσιάζουν μείωση της παραγωγή τους με κάποιες πρόσκαιρες τάσεις ανόδου όπως παρατηρούμε για παράδειγμα στον μόλυβδο για το έτος 1942 όπου η παραγωγή του εν λόγω ορυκτού ήταν μεγαλύτερη από το 1940. Επίσης, η μη καταγραφή στοιχείων για ορισμένα μεταλλεύματα δείχνει πως είτε η παραγωγή τους είχε σταματήσει, είτε οι επίσημες αρχές δεν ήταν σε θέση να κάνουν καταγραφή της παραγωγής, κάτι που θέτει υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία των αριθμών που παραθέτουν οι επίσημες αρχές, ωστόσο μπορούμε να δούμε σε ποια ορυκτά επικεντρωνόταν η παραγωγή μεταλλευμάτων κατά την περίοδο της Κατοχής. Το μετάλλευμα που παρουσιάζει την μεγαλύτερη παραγωγή είναι ο λιγνίτης και η αύξηση που έχει κατά την κατοχική περίοδο οφείλεται στο γεγονός πως ο λιγνίτης μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως υποκατάστατο του κάρβουνου με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη για τα τρένα την στιγμή που υπήρχαν σημαντικές ελλείψεις καυσίμων στις σιδηροδρομικές μεταφορές και όχι μόνο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η μεταφορά του λιγνίτη να είναι πιο εύκολη από την στιγμή που έλυσε το πρόβλημα της έλλειψης καυσίμων και θα μπορούσαμε να πούμε πως ο λιγνίτης έλυνε από μόνος του το πρόβλημα της μεταφοράς του. Το κόστος της εξόρυξης και της μεταφοράς του αν και αυξήθηκε στα αρκετά στα χρόνια της Κατοχής, δεν έπαψαν να το καθιστούν ένα φτηνό και αποδοτικό ορυκτό. Ένας άλλος λόγος για τον οποίο ο λιγνίτης είναι το μετάλλευμα με την μεγαλύτερη παραγωγή οφείλεται και στην σημασία που είχε αυτό το ορυκτό και για εσωτερική κατανάλωση. Ο λιγνίτης είχε ευρεία χρήση ως καύσιμο χαμηλής αξίας και η ύπαρξη μεγάλων κοιτασμάτων λιγνίτη στις βόρειες περιοχές της χώρας δεν έμεινε ανεκμετάλλευτη. Η χρήση του λιγνίτη ως καύσιμης ύλης για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας δεν ήταν μέχρι και την κατοχική περίοδο διαδεδομένη στον ελλαδικό χώρο, ωστόσο αυτός δεν ήταν ανασταλτικός παράγοντας για την εξόρυξη του.
19 Ωστόσο, ο λιγνίτης αν και είναι το μεγαλύτερο σε παραγωγή μετάλλευμα, δεν έχει σημαντική συνεισφορά στην γερμανική πολεμική οικονομία. Η ελληνική παραγωγή κυμαινόταν σε εκατοντάδες χιλιάδες τόνους, την στιγμή που η αντίστοιχη γερμανική ήταν εκατοντάδες εκατομμύρια τόνους. Από την χαοτική διαφορά στα ποσά συμπεραίνουμε πως η εξόρυξη λιγνίτη στην Ελλάδα δεν μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά την γερμανική πολεμική οικονομία. Αν για την Γερμανία ο λιγνίτης δεν είχε ιδιαίτερη σημασία λόγω της αφθονίας άνθρακα στο γερμανικό υπέδαφος, όμως δεν ισχύει το ίδιο και για την Ιταλία. Η έλλειψη άνθρακα αποτελούσε πρόβλημα για την χώρα, με την Γερμανία να στέλνει σημαντικές ποσότητες άνθρακα. Οι ανάγκες όμως της Ιταλίας για άνθρακα δεν μπορούσαν να καλυφθούν μόνο από την Γερμανία, με την κατάσταση να επιδεινώνεται λόγω και το ναυτικού αποκλεισμού που σταμάτησε την μεταφορά άνθρακα από την Γερμανία στην Ιταλία. Η παραγωγή άνθρακα στην Ιταλία κυμαινόταν στους 2 εκατομμύρια τόνους ετησίως κατά την περίοδο του πολέμου 6, με την ζήτηση να είναι πολύ μεγαλύτερη από την προσφορά. Η μικρή παραγωγή της Ελλάδας μπορούσε να καλύψει ένα μικρό μόνο μέρος των ιταλικών αναγκών σε άνθρακα με ένα κακής ποιότητας και απόδοσης ορυκτό όπως ο λιγνίτης, αλλά οι ανάγκες των Ιταλών για καύσιμη ύλη δεν άφηναν περιθώρια στο να μην εκμεταλλευτούν τον ελληνικό λιγνίτη. Ένα από τα μεταλλεύματα που είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον των κατακτητών και πιο συγκεκριμένα των Γερμανών ήταν το χρώμιο. Το χρώμιο είναι ένα από αυτά τα μεταλλεύματα που ήταν σπάνια και απολύτως αναγκαία για την γερμανική πολεμική βιομηχανία και συγκεκριμένα για την παραγωγή ειδικών χαλύβων 7, με την χρησιμότητα αλλά και ζήτηση του συγκεκριμένου υλικού να είναι αυξημένη. Όπως βλέπουμε και στον πίνακα 1.1, η παραγωγή χρωμίου έφτασε το αποκορύφωμα της το 1942 και έπεσε το 1943 για να ανέβει ξανά το 1944 όχι όμως στα επίπεδα του 1942. Αυτές οι αυξομειώσεις που παρατηρούνται στην παραγωγή του χρωμίου οφείλονται στα γενικότερα προβλήματα που αντιμετώπιζε η εξόρυξη μεταλλευμάτων στην Ελλάδα και αυτά δεν ήταν άλλα από την έλλειψη εργατικού δυναμικού, ανειδίκευτου και 6 Οικονομία και ολοκληρωτικός πόλεμος, τόμος Β, Η περίπτωση του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου (1939-1945), τα στοιχεία προέρχονται από τον πίνακα 8, σελ. 459. 7 Χρήστος Χατζηιωσήφ, ό.π., σελ. 191-195.
20 εξειδικευμένου, το πρόβλημα στην μεταφορά της παραγωγής, καθώς και η δράση των αντάρτικων ομάδων. Ωστόσο, επειδή το χρώμιο ήταν απαραίτητο για να συνεχιστεί ο πόλεμος, η παραγωγή του διατηρήθηκε σε ικανοποιητικά επίπεδα, παρά το κλείσιμο κάποιων μεταλλείων από το 1943 και την προσωρινή αναστολή των εργασιών την ίδια χρονιά για κάποια άλλα 8. Αν και εξαιρετικά πολύτιμο για την Γερμανία, η παραγωγή χρωμίου δεν μπόρεσε να αποφύγει τις δυσκολίες που είχαν σαν αποτέλεσμα να μην παρουσιάσει την άνοδο που ήταν απαραίτητη για τις κατοχικές δυνάμεις. Όπως αναφέραμε, η έλλειψη εργατικού δυναμικού και οι επιθέσεις που δέχονταν τα μεταλλεία χρωμίου οδήγησαν στο κλείσιμο κάποιων από αυτά από το 1943, όμως δεν ήταν οι μόνοι λόγοι για τους οποίους έκλεισαν κάποια και κυρίως τα πιο μικρά. Η χαμηλή παραγωγικότητα και το εργατικό κόστος των πιο μικρών ορυχείων είχε ως αποτέλεσμα το κλείσιμο αυτών με σκοπό να υπάρξει συγκέντρωση και αύξηση της παραγωγικότητας των μεγαλύτερων και πιο αποδοτικών ορυχείων. Επιπλέον, η έλλειψη τροφίμων είχε σαν αποτέλεσμα την πτώση της παραγωγικότητας των εργατών με αποτέλεσμα την συγκέντρωση του εργατικού δυναμικού στις μεγαλύτερες και παραγωγικότερες μονάδες με σκοπό να ενισχυθεί η παραγωγικότητα τους αλλά και να υπάρξει εξοικονόμηση πόρων και ανθρώπινου δυναμικού. Οι παραπάνω πρακτικές ίσχυαν όχι μόνο για την εξόρυξη του χρωμίου αλλά για το σύνολο της εξορυκτικής δραστηριότητας στην χώρα, ενώ τα ίδια μέτρα λαμβάνονταν και στις υπόλοιπες κατεχόμενες χώρες. Ένα άλλο μετάλλευμα που βλέπουμε να παρουσιάζει σημαντική δραστηριότητα στην παραγωγή του ήταν ο βωξίτης. Η πτώση που παρατηρείται το 1941 σε σχέση με το 1940 είναι ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη γιατί είναι η μεγαλύτερη από όλες τις υπόλοιπες του πίνακα. Φαίνεται πως επιπτώσεις του ελληνοϊταλικού πολέμου και η εδραίωση των δυνάμεων κατοχής στην χώρα είχαν μεγαλύτερο αντίκτυπο σε αυτόν τον κλάδο του μεταλλευτικής δραστηριότητας. Ωστόσο η παραγωγή βωξίτη σημείωσε άνοδο μέχρι το 1944 που έπεσε κατακόρυφα. Αν και τα περισσότερα μεταλλεία βωξίτη βρίσκονταν σε περιοχές υπό ιταλική κατοχή, η κατοχή και διαχείριση τους πέρασε σε γερμανικές εταιρείες, παραγκωνίζοντας τους Ιταλούς στην 8 Ό.π σελ. 194.
21 εκμετάλλευση του βωξίτη 9. Οι Γερμανοί ενδιαφέρονταν έντονα για τον βωξίτη, λόγω της χρησιμότητας που είχε για την πολεμική βιομηχανία. Ο βωξίτης αποτελούσε την πρώτη ύλη για την παραγωγή αλουμινίου, το οποίο ήταν το κυριότερο μέταλλο για την κατασκευή αεροσκαφών 10 που ήδη είχαν τεράστια αξία στην διεξαγωγή του πολέμου. Η παραγωγή βωξίτη στην Ελλάδα όπως και η παραγωγή των άλλων μεταλλευμάτων στην χώρα, αντιμετώπιζε τις ίδιες δυσκολίες που δεν ήταν άλλες από το κακό οδικό δίκτυο και τις προβληματικές μεταφορές που λόγω του πολέμου είχαν γίνει ακόμη πιο προβληματικές, καθώς και τις ελλείψεις που παρουσίαζαν οι εγκαταστάσεις των ορυχείων με αποτέλεσμα η παραγωγή να μην σημειώσει μεγάλη άνοδο. Ωστόσο, ο βωξίτης ήταν αναγκαίος για την γερμανική βιομηχανία και οι Γερμανοί ήταν διατεθειμένοι να βελτιώσουν την παραγωγή των υπαρχουσών ορυχείων και να επενδύσουν στην δημιουργία νέων μονάδων επεξεργασίας βωξίτη για την παραγωγή αλουμινίου χωρίς όμως τελικά τα σχέδια τους να υλοποιηθούν 11. Η αύξηση της παραγωγής όπως και η παραγωγή άλλων μεταλλείων έπεσε το 1944 ως αποτέλεσμα των πληγμάτων που δέχονταν τα ορυχεία από τις αντιστασιακές ομάδες, η δράση των οποίων ήταν πλέον συχνότερη και με πιο καταστρεπτικά αποτελέσματα. Οι εγκαταστάσεις όλων των ορυχείων βωξίτη είχαν καταστραφεί από το 1943 12, κάτι που σημαίνει πως η Αντίσταση γνώριζε την αξία που είχε για τους Γερμανούς ο βωξίτης. Επίσης, παρατηρώντας καλύτερα τα στοιχεία που μας δίνει ο πίνακας 1.1 για τον βωξίτη βλέπουμε πως η παραγωγή του 1944 παρουσιάζει σημαντική πτώση. Όπως από την στιγμή που γνωρίζουμε πως οι εγκαταστάσεις είχαν κλείσει από το 1943 (δεν γνωρίζουμε την ακριβή ημερομηνία) προκύπτει το συμπέρασμα πως η παραγωγή του 1944 ουσιαστικά ήταν παραγωγή του προηγούμενου χρόνου, κάτι που σημαίνει πως η παραγωγή θα πρέπει να ήταν μεγαλύτερη τον προηγούμενο χρόνο και πως εξαιτίας των προβλημάτων που υπήρχαν στην μεταφορά της παραγωγής και σε συνδυασμό με την δράση των αντιστασιακών ομάδων που εμπόδιζαν την διαδικασία εξόρυξης, μέρος της παραγωγής του 1943 πιθανόν να προστέθηκε στην παραγωγή του 9 Βασίλειος Μανουσάκης, ό.π., σελ. 354. 10 Ό.π σελ. 353. 11 Η Hansa Leichtmetall σκόπευε να φτιάξει ένα μεγάλο βιομηχανικό σύμπλεγμα κοντά στην Θεσσαλονίκη, σχέδιο το οποίο δεν υλοποιήθηκε. Ό.π, σελ.354-355. 12 Χρήστος Χατζηιωσήφ, ό.π., σελ. 194.
22 1944 που είχε σταματήσει. Το ενδιαφέρον των Γερμανών για τον βωξίτη είχε εκδηλωθεί πριν από τον πόλεμο με σκοπό να εξασφαλιστούν τα αποθέματα βωξίτη, με την Ελλάδα να εντάσσεται σε ένα ευρύτερο σχέδιο για την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων βωξίτη της Ευρώπης από την Γερμανία, με την συγκέντρωση της παραγωγής του βωξίτη στην Νορβηγία που πληρούσε τις προϋποθέσεις για μια μεγάλης έκτασης βιομηχανίας αλουμινίου 13. Η Ελλάδα δεν πληρούσε τις προδιαγραφές για να αναπτυχθεί η βιομηχανία αλουμινίου που θα προϋπέθετε την επεξεργασία του βωξίτη και η μόνη συνεισφορά που μπορούσε να έχει σε αυτό το σχέδιο ήταν η εξόρυξη του συγκεκριμένου μεταλλεύματος. Όπως αναφέραμε, ο βωξίτης ήταν το βασικό υλικό για την παραγωγή αλουμινίου, το οποίο με την σειρά του χρησιμοποιούταν στην κατασκευή αεροσκαφών, κάτι που μας διευκολύνει στο να κατανοήσουμε την αξία που είχε το ορυκτό αυτό για την Γερμανία. Το αεροσκάφος είχε εξελιχθεί σε κομβικό πολεμικό μέσο και η παραγωγή αεροσκαφών έπρεπε να διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα. Ο ρόλος του αεροπλάνου σε αυτό τον πόλεμο ήταν καθοριστικός και η ναζιστική Γερμανία όφειλε να έχει υπεροπλία σε αυτό τον τομέα αν ήθελε να κερδίσει τον πόλεμο. Μια εταιρεία που συνέδεσε το όνομα με την παραγωγή και εκμετάλλευση του βωξίτη στην Ελλάδα ήταν η Hansa Leichtmetall. Η εταιρεία αυτή θα είχε την αποκλειστική εκμετάλλευση του μεγαλύτερου τμήματος των κοιτασμάτων βωξίτη της χώρας, υπηρετώντας το σχέδιο για την πανευρωπαϊκή συγκέντρωση της βιομηχανίας αλουμινίου από τους Γερμανούς. Η σχεδόν μονοπωλιακή θέση που είχε αυτή η εταιρεία στην παραγωγή του βωξίτη θα περίμενε κανείς πως θα διευκόλυνε τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής να αξιοποιήσουν τα υπάρχουσα ορυχεία και να δημιουργήσουν τις κατάλληλες εγκαταστάσεις για την μεγαλύτερη δυνατή αύξηση της παραγωγής και άντληση των κοιτασμάτων βωξίτη. Όμως, οι δυσκολίες που προκαλούσαν οι αντάρτικες ομάδες στην μεταφορά της παραγωγής και η έλλειψη εργατών είχαν ως αποτέλεσμα μεγάλο μέρος αυτής να καθηλωθεί στα ορυχεία και να ανασταλούν οι επενδύσεις 14. Η Hansa Leichtmetall είχε εκπονήσει σχέδια για την δημιουργία εργοστασίων και εγκαταστάσεων σχετικών με το αλουμίνιο, τα 13 Μανουσάκης, ό.π., σελ. 353-354. 14 Ό.π, σελ. 361.
23 οποία όμως δεν προχώρησαν 15, κάτι που μπορεί να οφείλεται σε μια σειρά από άλλους παράγοντες που δεν σχετίζονται με τις δολιοφθορές των ανταρτών και τις κακές συγκοινωνίες της χώρας, όπως θα μπορούσε να είναι η έλλειψη πόρων και χρηματοδότησης των εν λόγω έργων ή άλλες δυσκολίες που αφορούσαν τεχνικής φύσης ζητήματα που δεν επέτρεπαν την υλοποίηση των έργων. Η παραγωγή και εκμετάλλευση του βωξίτη κατά αποκλειστικότητα από τους Γερμανούς δείχνει πως οι Γερμανοί είχαν ένα προβάδισμα έναντι των Ιταλών στην εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της Ελλάδας. Η ιταλική πλευρά κατάλαβε γρήγορα πως η Ελλάδα δεν θα είναι ζώνη οικονομικής επιρροής για την Ιταλία. Το μερίδιο που είχε η Ιταλία στην εξόρυξη και επεξεργασία του βωξίτη ήταν μικρό. Οι Ιταλοί αρκέστηκαν σε δραστηριότητες που είχαν κάποια σχέση με τον βωξίτη. Ένα άλλο μέταλλο εξίσου χρήσιμο με τα προαναφερθέντα ήταν και το νικέλιο. Το νικέλιο είχε μεγάλη χρήση στην πολεμική βιομηχανία και ιδιαίτερα στην κατασκευή πυροβόλων όπλων αλλά και στην θωράκιση των αρμάτων μάχης. Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής νικελίου πήγαινε στην Γερμανία ενώ και η Ιταλία έπαιρνε ένα μερίδιο από την παραγωγή. Σύμφωνα με τα ελληνικά στατιστικά στοιχεία, η παραγωγή νικελίου παρουσίασε άνοδο το 1942, μεγαλύτερη από εκείνη του 1940 ενώ έπεσε το 1943 και για το 1944 δεν υπάρχουν στοιχεία. Η μείωση που παρατηρήθηκε το 1943 οφείλεται στα προβλήματα που αντιμετώπιζε γενικότερα η μεταλλευτική δραστηριότητα και έχουν αναφερθεί και στην εξόρυξη και των άλλων μεταλλευμάτων. Η έλλειψη στοιχείων για το 1944 οφείλεται στις επιθέσεις που εξαπέλυσε ο ΕΛΑΣ στα μεταλλεία νικελίου που είχε ως αποτέλεσμα να καθυστερήσει η παραγωγή στα μεταλλεία και να μην υπάρξει καταγραφή της παραγωγής για εκείνο το έτος 16. Μια άλλη κατηγορία ορυκτών που φαίνεται με βάση τον πίνακα να εμφανίζει άνοδο κατά την περίοδο της Κατοχής σε σχέση πάντα με το 1940, τελευταίο έτος πριν από την Κατοχή, είναι το θείο και τα μικτά θειούχα μεταλλεύματα που έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε θείο. Το συγκεκριμένο ορυκτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην χημική βιομηχανία αλλά και στην πολεμική βιομηχανία, με την χρήση του να είναι σημαντική για την παραγωγή καουτσούκ και την 15 Ό.π, σελ. 354-355. 16 Χρήστος Χατζηιωσήφ, ό.π., σελ. 194.
24 κατασκευή ελαστικών αλλά και για την παραγωγή πυρίτιδας που χρησιμοποιούταν στην κατασκευή φυσιγγίων, εκρηκτικών και αλλού. Η χρησιμότητα του θείου για μια οικονομία που βρίσκεται σε πόλεμο εξηγεί την υψηλή για τα δεδομένα της εποχής παραγωγή του θείου στην Ελλάδα. Τα στοιχεία που παρουσιάζονται στον πίνακα 1.1 αν και δείχνουν σε ποια μεταλλεύματα είχε επικεντρωθεί η προσοχή των κατακτητών δεν μας δίνουν τα ποσά της πραγματικής παραγωγής μεταλλευμάτων. Τα επίσημα γερμανικά στοιχεία δίνουν υψηλότερα νούμερα για την παραγωγή των μεταλλευμάτων που ήταν στρατηγικής σημασίας ενώ για κάποια άλλα μεταλλεύματα, όπως το μολυβδαίνιο, που με βάση τα ελληνικά στοιχεία δεν υπάρχει καταγραφή, στα γερμανικά στοιχεία γίνεται αναφορά για εξόρυξη μερικών τόνων. Κρίνοντας από την κατάσταση που επικρατούσε, δεν είναι παράξενη η αστοχία που βλέπουμε στα ελληνικά στατιστικά της περιόδου, αν αναλογιστούμε την κατάρρευση του κρατικού μηχανισμού και τις αντικειμενικές δυσκολίες καταγραφής της παραγωγής μεταλλείων που ήταν απομονωμένα και δεν μπορούσε να υπολογιστεί η παραγωγή τους ή αγνοούσε την ύπαρξη και λειτουργία τους. Η μη καταγραφή της παραγωγής του μολυβδαίνιου οφείλεται πιθανότατα στους παραπάνω λόγους και ίσως οι ελληνικές αρχές να μην έδωσαν σημασία στην παραγωγή μολυβδαίνιου λόγω του ότι ήταν μικρή σε ποσότητα αν κρίνουμε από τα γερμανικά στατιστικά 17. Ωστόσο, το μολυβδαίνιο ήταν ένα πολύτιμο μετάλλευμα για την γερμανική πολεμική βιομηχανία επειδή η πρόσμειξη μολυβδαίνιου στον χάλυβα τον κάνει ανθεκτικότερο και πολύτιμο για την κατασκευή ανθεκτικών όπλων και καλύτερη θωράκιση για άρματα μάχης. Ο τομέας της εξόρυξης των μεταλλευμάτων ήταν ένας από τους ισχυρότερους κλάδους της ελληνικής οικονομίας κατά την διάρκεια της Κατοχής. Η Ελλάδα τόσο για την Γερμανία όσο και για την Ιταλία θα αποτελέσει τόπο άντλησης πρώτων υλών και στην συγκεκριμένη περίπτωση μεταλλευμάτων. Αν και οι δυο μεγάλες χώρες του Άξονα και σε μεγαλύτερο βαθμό η Γερμανία κινήθηκαν με σκοπό να εξαγοράσουν και να ελέγξουν τις μεταλλευτικές μονάδες που είχαν την μεγαλύτερη σημασία για αυτές, αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπήρχαν 17 Η εξόρυξη μολυβδαίνιου ήταν το 1942 24,05 τόνοι, το 1943 ήταν 21,13 τόνοι και το 1944 έφτασε τους 25,3 τόνους. Μανουσάκης, ό.π., σελ. 356-357.
25 και ελληνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιήθηκαν σε αυτόν τον τομέα. Υπήρξαν ελληνικές εταιρείες που δραστηριοποιήθηκαν στον μεταλλευτικό τομέα, πάντα σε συνεργασία με τις γερμανικές και ιταλικές επιχειρήσεις ή και αυτόνομα. Το ελληνικό κράτος δεν έμεινε αμέτοχο στην προσπάθεια που έκαναν οι δυνάμεις κατοχής για να μεγιστοποιήσουν την εξόρυξη μεταλλευμάτων στην Ελλάδα. Η κατοχική κυβέρνηση βοήθησε στην περαιτέρω εκμετάλλευση των ορυκτών κοιτασμάτων με παραχωρήσεις εκτάσεων κυρίως σε Έλληνες επιχειρηματίες και επιχειρήσεις ελληνικής ιδιοκτησίας. Πίνακας με τις χορηγηθείσες παραχωρήσεις κατά τα έτη 1940-1945 Νομοί Εκτάσεις (στρέμματα) Μετάλλευμα Παραχωρησιούχοι Αργολίδας 2179 Λιγνίτης Παπακωνσταντίνου Ευσσ. Αργολίδας 2448,258 Μαγγάνιο Σινάνης Ι. Αργολίδας 6500 Σιδηροπυρίτης Αν. Εταιρεία Χημ. Προϊόν. Και Λιπασμάτων Αργολίδας 4135 Λιγνίτης Νικ. Λιακόπουλος Αττικής 8152,300 Λιγνίτης Κων. Αλαβάνος- Κ. Σανταμούρης Αττικής 4007 Λιγνίτης Α.Ε. Λιγνιτωρυχείων Αττικής Αττικής 6755 Λιγνίτης Νικ. Γρυπάρης Αττικής 6129,850 Λιγνίτης Μ. Λεκανίδης- Εμ. Λεκανίδης- Δημ. Σκλαβενίτης Αχαΐας 7700 Μαγγάνιο Σ. Κατσιρόπουλος- Μ. Τριανταφυλλίδης Αχαΐας 9091,140 Λιγνίτης Α. Νίκανδρος Ευβοίας 9845,400 Βωξίτης Δημ. Σκαλιστήρης Ευβοίας 7320 Βωξίτης Δημ. Σκαλιστήρης Ευβοίας 6048,525 Βωξίτης Δημ. Σκαλιστήρης Ευβοίας 7150 Σίδηρος Δημ. Σκαλιστήρης Ευβοίας 9104 Σίδηρος Αναστ. Σιδέρης Ευβοίας 5607 Χρωμίτης Δημ. Σκαλιστήρης Ευβοίας 7554 Χρώμιο Λ. Νικολαΐδης Ευβοίας 4082 Βωξίτης Δημ. Σκαλιστήρης
26 Ευβοίας 7808 Βωξίτης Δημ. Σκαλιστήρης Ευβοίας 7023 Αμίαντος Α. Καρδερίνης- Κ. Καρδερίνης- Λ. Δελλατόλας Ευβοίας 3115 Αμίαντος Α. Καρδερίνης- Κ. Καρδερίνης- Λ. Δελλατόλας Λακωνίας 9930 Σίδηρος Μ. Καρούσης- Π. Λύρας Λακωνίας 9950 Γαιάνθρακας Μ. Καρούσης- Π. Λύρας- Κ. Σύρκος Λακωνίας 9950 Χαλκός Καρ. Γκουντρούμ Λακωνίας 9206 Σίδηρος Γ. Αναγνωστόπουλος Λάρισας 8892 Χαλκός Νικ. Βλιούρας- Α. Μητακίδης Λάρισας 7169 Χρώμιο Γρ. Οικονόμου ή Γκόρης Μεσσηνίας 7640 Λιγνίτης Αν. Εταιρεία Χημ. Προϊόν. Και Λιπασμάτων Μεσσηνίας 8100 Λιγνίτης Αν. Εταιρεία Χημ. Προϊόν. Και Λιπασμάτων Μεσσηνίας 2869 Λιγνίτης Αν. Εταιρεία Χημ. Προϊόν. Και Λιπασμάτων Φθιωτιδοφωκίδος 9846,750 Βωξίτης Γεώργιος Μπάρλος- Ιωάννης Μπάρλος Αθανάσιος Μπάρλος- Ελ. Λ. Λιάσκου Φθιωτιδοφωκίδος 9978,675 Βωξίτης Γεώργιος Μπάρλος- Ιωάννης Μπάρλος Αθανάσιος Μπάρλος- Ελ. Λ. Λιάσκου Φθιωτιδοφωκίδος 9998 Μαγγάνιο Ι. Σακελίων- Α. Καλεσκόπουλος Γ. Ζ. Τριανταφύλοου-Χρ. Κολλατζάς Γ. Τριανταφύλλου- Γ. Τ. Τριανταφύλλου Κ. Αθανασίου- Γ. Μπαλακάκη Αν. Παπαδόπουλος Φθιωτιδοφωκίδος 6370 Χαλκός Αν. Εταιρεία Χημ. Προϊόν. Και Λιπασμάτων Φθιωτιδοφωκίδος 8021 Μαγγάνιο Ι. Κατραμάτος- Ι. Λάτζος- Κ. Τριανταφύλλου Φθιωτιδοφωκίδος 9981 Βωξίτης Α.Ε. Hansa Leichtmetalle AKTIEN- GESELLSCHAFT Φθιωτιδοφωκίδος 9200 Βωξίτης Α.Ε. Hansa Leichtmetalle AKTIEN- GESELLSCHAFT Φθιωτιδοφωκίδος 5620,842 Λιγνίτης Κ. Κλωναρίδης- Ν. Γρυπάρης
27 Πίνακας 1.2 : Πηγή : Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Τμήμα Μεταλλευτικών Μελετών: Στατιστική της Μεταλλευτικής Βιομηχανίας της Ελλάδος κατά τα Έτη 1940-1946. Στον παραπάνω πίνακα παρατηρούμε πως οι περισσότερες εκτάσεις που παραχωρήθηκαν αφορούσαν τον βωξίτη και τον λιγνίτη, δυο από τα πιο σημαντικά μεταλλεύματα για τις δυνάμεις του Άξονα, με την γερμανική πλευρά να είναι αυτή που ενδιαφέρεται περισσότερο για τον βωξίτη, ενώ οι Ιταλοί είχαν αναλάβει την εξόρυξη του λιγνίτη. Το μαγγάνιο ήταν το αμέσως επόμενο πιο δημοφιλές μετάλλευμα, ενώ εντύπωση προκαλεί η πολύ μικρή ζήτηση που είχε το χρώμιο, ένα μετάλλευμα που όπως γνωρίζουμε ήταν υψίστης σημασίας για την γερμανική πολεμική βιομηχανία. Βλέποντας τον πίνακα προκαλεί αίσθηση το γεγονός πως η πλειοψηφία αυτών στους οποίους παραχωρήθηκαν οι εκτάσεις είναι φυσικά πρόσωπα και η παρουσία εταιρειών είναι πολύ περιορισμένη. Βέβαια, πρέπει να αναφέρουμε το γεγονός πως ο πίνακας περιλαμβάνει και τις χρονιές πριν και μετά την Κατοχή και αυτός είναι ένας λόγος που βλέπουμε πως η πλειοψηφία των παραχωρήσεων έγιναν σε άτομα και όχι σε ανώνυμες εταιρείες γερμανικών και ιταλικών συμφερόντων που η παρουσία τους λόγω και της Κατοχής ήταν πιο αισθητή στην οικονομική ζωή της χώρας. Αν κάνουμε μια σύγκριση με τον πίνακα 1.1, μπορούμε να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι οι παραχωρήσεις των εκτάσεων με κοιτάσματα λιγνίτη συνέβαλε στην αύξηση της παραγωγής του συγκεκριμένου ορυκτού, καθώς οι εκτάσεις που παραχωρήθηκαν ήταν μεγάλες με ενδεχομένως πλούσια κοιτάσματα και έκαναν επικερδή την εξόρυξη του λιγνίτη, λόγω της χρήσης του συγκεκριμένου ορυκτού από τους Ιταλούς. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για τον βωξίτη με την αξία του συγκεκριμένου ορυκτού να είναι μεγαλύτερη σε σύγκριση με τον λιγνίτη λόγω της χρήσης που είχε στην παραγωγή αεροσκαφών και όχι μόνο. Τα δυο αυτά ορυκτά είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα πως η ύπαρξη αξιόλογων σε ποσότητα κοιτασμάτων δεν έμενε αναξιοποίητη τόσο από τους κατακτητές όσο και από τους ντόπιους
28 επιχειρηματίες. Επίσης αν τα μεταλλεύματα που υπήρχαν ήταν σημαντικά για τους κατακτητές και κατά συνέπεια απέφεραν κέρδος σε όποιον αναλάμβανε την εξόρυξη τους, το ενδιαφέρον ήταν έντονο και δεν υπήρχαν εμπόδια από το κράτος για την παραχώρηση των εκτάσεων με αξιόλογα κοιτάσματα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η γεωγραφική κατανομή των παραχωρήσεων σε ιδιώτες και επιχειρήσεις. Όλες οι περιοχές στις οποίες παραχωρούνται κοιτάσματα, είναι περιοχές που η εξουσία των κατακτητών είναι ισχυρή και δεν θα παρουσιάζονταν προβλήματα στην εξόρυξη των μεταλλευμάτων αλλά και μεταφορά τους στο εξωτερικό. Όπως βλέπουμε στον πίνακα, δεν υπάρχουν παραχωρήσεις για κοιτάσματα από πολλές περιοχές της χώρας όπως η Ήπειρος και η Μακεδονία. Αυτό ίσως να οφείλεται στην ανάπτυξη των αντιστασιακών ομάδων που προξενούσαν καταστροφές στα ορυχεία και η δράση τους ήταν ισχυρότερη στην Βόρεια Ελλάδα και λόγω των προβλημάτων στην μεταφορά των μεταλλευμάτων εξαιτίας των καταστροφών στις συγκοινωνίες, ενώ πέρα από αυτά τα προβλήματα που έκαναν την εμφάνιση τους από το 1943, οι συγκοινωνίες στις περιοχές που αναφέρονται στον πίνακα ήταν πιο ανεπτυγμένες και σε καλύτερη κατάσταση. Η παραχώρηση κοιτασμάτων έγινε σε περιοχές της Αττικής και κοντινές σε αυτή όπως είναι η Εύβοια, επειδή εκεί ήταν συγκεντρωμένα τα στρατεύματα και μπορούσαν να προφυλάξουν τα ορυχεία από επιθέσεις και πράξεις δολιοφθοράς και η μεταφορά της παραγωγής των μεταλλευμάτων στο λιμάνι του Πειραιά, το οποίο ήταν από τα λίγα λιμάνια της χώρας που διέθετε τις προδιαγραφές για ασφαλή μεταφορά των εμπορευμάτων και παράλληλα ήταν το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας, ήταν πιο εύκολη. Οι παραπάνω παράγοντες ήταν σημαντικοί για να ασχοληθεί κάποια εταιρεία ή κάποιος επιχειρηματίας με την εξόρυξη κάποιου μεταλλεύματος που θα απέφερε οικονομικά οφέλη και θα είχε χαμηλό κόστος λόγω των συνθηκών που δεν επέτρεπαν ακριβές εγκαταστάσεις. Όμως τα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει η μεταλλευτική δραστηριότητα στην Ελλάδα ήταν αξεπέραστα και αρκετές από τις παραχωρηθείσες εκτάσεις έμειναν αναξιοποίητες, χωρίς να μπορέσουν να συνεισφέρουν στην αύξηση της παραγωγής μεταλλευμάτων. Βέβαια, το μικρό μέγεθος των παραχωρούμενων εκτάσεων δεν ήταν τέτοιο που θα μπορούσε να ενισχύσει την αύξηση της εξόρυξης μεταλλευμάτων.