Το δικαίωμα της επικοινωνίας

Σχετικά έγγραφα
Η ΑΡΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ 1. ΟΙ ΙΣΧΥΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΕ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΥΠΕΡΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ (ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ)

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΑΡ. 1 /2005

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

ΕΛΕΝΗ Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ρ.ν Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ο Σ ΤΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ Η ΤΑΧΥ ΡΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΑΓΗ

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

Η ΚΟΙΝΗ ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΟΛ,

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

Με το παρόν σας υποβάλουµε τις παρατηρήσεις της ΑΠ ΠΧ επί του σχεδίου κανονισµού της Α ΑΕ σχετικά µε τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών.

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

Μετάφραση και δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας (DGT/2013/TIPRs)

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

ΟΡΟΙ ΧΡΗΣΗΣ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΟΥ ΤΟΠΟΥ

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΒΡΕΤΤΟΥ (Α.Μ )

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ : Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ :

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τα νοµικά επαγγέλµατα και το γενικό συµφέρον στην οµαλή λειτουργία των νοµικών συστηµάτων

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

1. Το απόρρητο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών απαιτεί ειδική προστασία πέραν του ΓΚΠΔ

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0011(COD) της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Δίκαιο Μ.Μ.Ε. Μάθημα 13: H προστασία των προσωπικών δεδομένων και ιδίως στο διαδίκτυο. Επικ. Καθηγητής Παναγιώτης Μαντζούφας Τμήμα Νομικής Α.Π.Θ.

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά δικαιώματα.

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4010, 8/7/2005.Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΣΠΙΣΗΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΕΡΓΟΔΟΤΟΥΜΕΝΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2005

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ Β : TO ΔΙΚΑΙΟ

Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Δικαίωμα συνέρχεσθαι

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΤΑΣΗ ΝΟΜΟΥ «ΣΥΜΦΩΝΟ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΣΥΜΒΙΩΣΗΣ» Α' - ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

Κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων με σκοπό την επικοινωνία πολιτικού χαρακτήρα

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ»

9317/17 ΚΑΛ/ακι/ΜΙΠ 1 D 2A

Ηλίας Α. Στεφάνου Έλενα Α. Καπαρδή Δικηγόροι

Δικαίωμα στην εκπαίδευση. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Άποψη περί εφαρμογής ν 4030/2011.

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

Ο ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΤΟΥ INTERNET

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ένωση

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΟΔΗΓΙΕΣ

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

"Τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα στο Σύνταγμα του Μαυροβουνίου"

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Εισαγωγή. 1. Προβληματισμός Μεθοδολογία... 5

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Ε Ν Σ Τ Α Σ Η ΚΑΤΑ Α ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

ΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΆΡΘΡΟ 1 ΣΚΟΠΟΣ. (άρθρο 1 και άρθρο 12 της οδηγίας)

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες η αποχαρακτηρισμένη έκδοση του προαναφερόμενου εγγράφου.

Στην Αθήνα σήμερα την. μεταξύ των κάτωθι συμβαλλόμενων:

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

ΕΘΝΙΚΟΝ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Διοικητικό Δίκαιο. Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Administrative eviction act and right to a prior hearing: observations on Naxos Court 27/2012 judgment. Αθανάσιος Παπαθανασόπουλος

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ. σύμφωνα με το άρθρο 294 παράγραφος 6 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Κανονισμός Λειτουργίας

Προπτυχιακή Εργασία. Γεωργακοπούλου Ελένη. Το Απόρρητο της Επικοινωνίας στις Οικογενειακές Σχέσεις ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΩΝ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R. Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η εφαρµογή του δικαιώµατος της επικοινωνίας στον οικογενειακό χώρο» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 1: Κράτος Δικαίου 1

Πολιτική Απορρήτου Ελληνικής Ουρολογικής Εταιρείας

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

Γνώμη 3/2019 σχετικά με τις ερωτήσεις και απαντήσεις για την αλληλεπίδραση μεταξύ του Κανονισμού για τις Κλινικές Δοκιμές και του Γενικού Κανονισμού

Η Συνδικαλιστική Οργάνωση-Μέρος ΙΙΙ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/ 2656/ ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΗ 2/2016

Βουλή είναι εξοπλισμένη με αναθεωρητική αρμοδιότητα. Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται αφορά την κατά χρόνον αρμοδιότητα αυτού τούτου του αναθεωρητικού

... ΕΝΣΤΑΣΗ ΚΑΤΑ *****

ΕΡΓΑΣΙΑ. «Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας, ως γενικής συνταγµατικής αρχής της ελληνικής έννοµης τάξης»

Transcript:

1 Το δικαίωμα της επικοινωνίας Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου Μπουσδέκης Νίκος

2 Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Σχολή Νομικών, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών Μάθημα: Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου Διδάσκων καθηγητής: Δημητρόπουλος Ανδρέας Θέμα: Το δικαίωμα της επικοινωνίας Μπουσδέκης Νικόλαος ΑΜ: 1340200400292 Μάιος 2013

3 Περιεχόμενα Εισαγωγή... 4 1. Η έννοια της επικοινωνίας... 6 2. Η ελληνική συνταγματική προϊστορία... 7 3. Ξένα Συντάγματα... 9 4. Διεθνείς συμβατικές εγγυήσεις... 10 5. Κατοχύρωση στο ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο.... 11 6. Περιεχόμενο του δικαιώματος... 12 7. Περιορισμοί της συνταγματικής προστασίας... 18 8. Η απαγόρευση της χρήσης «παράνομων» αποδεικτικών μέσων... 22 9. Η προστασία του δικαιώματος 24 Συμπεράσματα.26 Βιβλιογραφία-Αρθογραφία..28 Σχετική Νομολογία 29

4 Εισαγωγή Το άρθρο 19 του Συντάγματος, κατοχυρώνοντας το απόρρητο των επιστολών και εν γένει της επικοινωνίας κάθε μορφής (έντυπης ή ηλεκτρονικής) ως «απαραβίαστο», εξειδικεύει την υποχρέωση του κράτους να σέβεται και να προστατεύει την ιδιωτική ζωή του ατόμου στην ειδική αυτή εκδήλωσή της κατά τη «μεταβίβαση μηνυμάτων» πέραν αυτής της προστασίας που ήδη απολαμβάνει εντός του ασύλου της κατοικίας του κατά το άρθρο 9 παρ. 1 εδ. β του Συντάγματος. Θεσπίζεται έτσι ένα πρόσθετο ατομικό δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής σφαίρας του ατόμου, αυτό της διαβίβασης των μηνυμάτων του (επιστολών, ηλεκτρονικών μηνυμάτων e-mail, τηλεφωνημάτων, fax, τηλεγραφημάτων, sms κλπ) εκτός της κατοικίας του, χωρίς να παραβιάζεται η μυστικότητα και η εμπιστευτικότητα του περιεχομένου τους. Καθιερώνεται δηλαδή η προστασία της επικοινωνίας με την έννοια της ανταλλαγής διανοημάτων, ειδήσεων, γνωμών και συναισθημάτων και ειδικότερα αυτής που γίνεται εντός πλαισίων οικειότητας και εμπιστευτικότητας 1. Προστατεύεται το δικαίωμα του ατόμου να μοιράζεται με πρόσωπο της επιλογής του σκέψεις, ιδέες και συναισθήματα χωρίς τον κίνδυνο της αποκάλυψης αυτών σε τρίτους και χωρίς να ζει με το καταθλιπτικό συναίσθημα ότι κάθε αστόχαστη ή υπερβολική έκφραση, στα πλαίσια μιας ιδιωτικής επικοινωνίας, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον του 2. Απαγορεύεται δηλαδή κάθε ενέργεια του κράτους (σε οποιαδήποτε μορφή του- νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική εξουσία καθώς και νομικών προσώπων που δρουν κατά παραχώρηση της αρχής), καθώς και των ιδιωτών (βάσει της τριτενέργειας των συνταγματικών διατάξεων δυνάμει του αρ.25 παρ.1 εδ.γ Σ) με σκοπό τη γνώση είτε του περιεχομένου της επικοινωνίας, είτε και μόνο αυτού του γεγονότος της επικοινωνίας 3, καθώς και η γνωστοποίηση αυτών των δεδομένων σε τρίτους. Χαρακτηριστικά, απαγορεύεται το άνοιγμα ή η ανάγνωση επιστολών ή μηνυμάτων, καθώς και η ακρόαση ή η καταγραφή των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων. Παραβίαση των διατάξεων για το απόρρητο των επικοινωνιών επιφέρει ποινικές κυρώσεις βάσει των άρθρων 248-250 ΠΚ, όπως ισχύουν μετά και τις τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν.3674/2008, που τιμωρούν την παραβίαση του απορρήτου από ταχυδρομικούς υπαλλήλους, καθώς και από υπαλλήλους τηλεπικοινωνιακών οργανισμών. Τα άρθρα 370 και 370Α του ΠΚ τιμωρούν την παραβίαση του απορρήτου των επιστολών και των τηλεφωνημάτων αντιστοίχως. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 3115/2003, όπως ισχύει, η παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών ή των όρων και της διαδικασίας άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή από 15.000 ως 60.000 ευρώ, εφόσον δεν προβλέπονται βαρύτερες ποινές από άλλες ισχύουσες διατάξεις. Κατ εξαίρεση, και μόνο υπό την διαδικασία που ορίζει εκτελεστικός του συντάγματος νόμος, μπορεί το απόρρητο των επικοινωνιών να αρθεί και τα στοιχεία της επικοινωνίας, τα οποία είναι καταρχήν απόρρητα, να γίνουν γνωστά σε συγκεκριμένες Αρχές και μόνο για τους συγκεκριμένους λόγους που προβλέπει το Σύνταγμα. 1 Χρυσογόνος, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, 3η έκδ. (2006), σ. 256 επ., Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο Ατομικά Δικαιώματα Α αριθ. 534, σ. 350 επ., Τσακυράκης, Το απόρρητο της επικοινωνίας, ΝοΒ 1993, 995 2 Ολ. ΑΠ 1/2001, Ελλ. Δικ. 2001, 374 και την υπ ' αριθμ. 12/2009 Γνωμοδότηση του Εισ. Α.Π. κ. Ι.Τέντε 3 βλ. απόφαση ΕΔΔΑ στην υπόθεση Malone και Copland κατά Ηνωμένου Βασιλείου, όπου η κρίση ότι και τα εξωτερικά στοιχεία επικοινωνίας εμπίπτουν στην ιδιωτική σφαίρα του απορρήτου

5 Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 in finem του Συντάγματος, η άρση αυτή είναι δυνατόν να ισχύσει μόνο για τη δικαστική αρχή -όχι έναντι της διοίκησης-, για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. Δεν επιτρέπεται δηλαδή η άρση του απορρήτου για συνηθισμένους λόγους ή για απλή διευκόλυνση του έργου της αστυνομίας ή για τη διακρίβωση αξιόποινων πράξεων μεν, αλλά μη εντασσόμενων στον κατάλογο των ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων. Την διαδικασία, τις τεχνικές και τις οργανωτικές εγγυήσεις για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών προβλέπουν, εξειδικεύοντας τη διάταξη του άρθρου 19 του Συντάγματος, οι διατάξεις του ν. 2225/1994 για την προστασία της ελευθερίας της ανταπόκρισης και επικοινωνίας, του ν. 3115/2003, με τον οποίο συστάθηκε η ανεξάρτητη αρχή διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), και του ΠΔ 47/2005 «Διαδικασίες καθώς και τεχνικές και οργανωτικές εγγυήσεις για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών και για τη διασφάλισή του».

6 1. Η έννοια της επικοινωνίας Ως επικοινωνία νοείται η αμοιβαία επαφή ατόμων, η μεταβίβαση και ανταλλαγή μηνυμάτων, πληροφοριών από κάποιον που θεωρείται πομπός προς κάποιον που θεωρείται δέκτης είτε αυτή είναι προσωπική είτε γίνεται με τη βοήθεια άλλων μέσων που την εξασφαλίζουν. Στην πραγματικότητα θεμελιακό στοιχείο της επικοινωνίας αποτελεί ανταλλαγή κατανοητών μηνυμάτων -όχι απαραίτητα λεκτικών- τουλάχιστον μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων. Επομένως, υπό αυτό το πρίσμα δεν μπορεί να νοηθεί ως επικοινωνία η αποστολή ενός μηνύματος σε ένα απρόσωπο κοινό αποδεκτών (π.χ. ένας ζωγράφος με την έκθεση ενός πίνακα) ή ανταλλαγή συναισθημάτων με δέκτη που αδυνατεί να αντιδράσει με κριτήρια ανθρώπινης συμπεριφοράς (π.χ. η επικοινωνία ενός ατόμου με το αγαπημένο του κατοικίδιο). Η επικοινωνία ανάλογα με τις μορφές που λαμβάνει διακρίνεται σε άμεση ή προσωπική και σε έμμεση ή ανταπόκριση. Στην άμεση επικοινωνία υπάρχει προσωπική επαφή των επικοινωνούντων, χωρίς την παρεμβολή κάποιου μέσου γεγονός που προϋποθέτει την ταυτόχρονη φυσική τους παρουσία. Αντίθετα, στην έμμεση επικοινωνία τα μέρη βρίσκονται σε απόσταση ώστε η δια ζώσης επικοινωνία τους δεν είναι δυνατή, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούνται διάφορα παρεμβαλλόμενα επικοινωνιακά μέσα όπως το e-mail, οι ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης, το τηλέφωνο, το φαξ και παλαιότερα ίσως η αλληλογραφία, το τηλεγράφημα, τα ταχυδρομικά πτηνά, τα σήματα καπνού κ.λ.π. Μέσα από την παρατήρηση της σημερινής πραγματικότητας και αγνοώντας τις κοινωνιολογικές προεκτάσεις του θέματος για τους σκοπούς της παρούσας εργασίας, δεν μπορεί παρά να υποστηριχθεί ότι η σύγχρονη κοινωνία όλο και με ταχύτερους ρυθμούς επιδίδεται με τη βοήθειας της τεχνολογίας στην επινόηση και εφαρμογή όλο και περισσότερων τρόπων έμμεσης επικοινωνίας. Κατά βάση ωστόσο κοινό είναι το συμπέρασμα ότι στην εποχή της τεχνολογίας η διαφορές μεταξύ άμεσης και έμμεσης επικοινωνίας μάλλον έχουν σχετικοποιηθεί. Η ίδια η παρατήρηση της πραγματικότητας όπως περιγράφηκε παραπάνω οδηγεί και σε μια ακόμη διάκριση των μορφών της επικοινωνίας. Κριτήριο για τη διάκριση αυτή αποτελεί η βούληση των επικοινωνούντων για τη γνωστοποίηση του περιεχομένου της επικοινωνίας τους σε τρίτους, έτσι μιλάμε για την κλειστή (κρυφή) και την ανοιχτή (φανερή) επικοινωνία. Πρακτικά, δεν είναι λίγες οι φορές που οι επικοινωνούντες, ενδέχεται να μην επιθυμούν τη γνωστοποίηση του περιεχομένου της επικοινωνίας τους σε τρίτους, οπότε και εφ όσον δεν πρόκειται για επικοινωνία μεταξύ «corpore» παρόντων, επιλέγουν τα μέσα, τα οποία θα τους διασφαλίζουν τα μυστικότητα της. Η επικοινωνία ως δραστηριότητα σχεδόν σύμφυτη με την κοινωνική συμβίωση του ανθρώπου δεν μπορεί παρά να αποτελεί αντικείμενο συνταγματικής προστασίας. Ιδιαίτερα σήμερα που η πολυπλοκότητα των σύγχρονων κοινωνιών, ο όγκος των ανταλλασσόμενων πληροφοριών και η ανάγκη προάσπισης της ιδιωτικότητας επιβάλλουν τη συνταγματική προστασία της επικοινωνίας σε όλες τις μορφές της αλλά και τη μυστικότητά της. Η ιδιωτικότητα του βίου για το σύγχρονο άνθρωπο δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει και την επικοινωνία με τους συνανθρώπους του, ξεπερνώντας τα στενά όρια του ασύλου της κατοικίας είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ίδια τη μεταβίβαση των μηνυμάτων εκτός αυτής δημιουργώντας την αναγκαιότητα της προστασίας από την οποιαδήποτε παραβίαση της μυστικότητας ή εμπιστευτικότητας των μηνυμάτων.

7 Έτσι, η συνταγματική κατοχύρωση του απαραβίαστου της αλληλογραφίας και εν γένει της επικοινωνίας βρίσκει την έκφρασή της στα πλαίσια της ελληνικής έννομης τάξης στη διάταξη του άρθρου 19 του ισχύοντος Συντάγματος. Το περιεχόμενο της εν λόγω διάταξης ανάγεται στο παρελθόν αποτελώντας προϊόν εξέλιξης και προσαρμογής των νομικών θεσμών και των αντίστοιχων νομικών ρυθμίσεων στη μεταβολή των δεδομένων του σύγχρονου πολιτισμού. 2. Η ελληνική συνταγματική προϊστορία Η ιστορική καταγωγή αλλά και η μεταγενέστερη, ήδη μακρόχρονη, πορεία του δικαιώματος της επικοινωνίας που αποτελεί το σταυροδρόμι στο οποίο συναντώνται και αλληλεπικαλύπτονται μια σειρά από άλλα συνταγματικά δικαιώματα, το εμφάνισαν, για μεγάλο χρονικό διάστημα, ως ταυτόσημο με τη θεσμική έκφραση του απορρήτου των επιστολών. Ωστόσο, είναι χαρακτηριστικό πως παρά το γεγονός ότι, κατά την πριν τη γαλλική επανάσταση του 1789 περίοδο, η παραβίαση του απορρήτου των επιστολών από τις κρατικές αρχές ήταν συχνή και απροκάλυπτη 1 η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη δεν περιέχει σχετική εγγυητική ρύθμιση 2. Το βέβαιο είναι ότι η προστασία του απορρήτου των επιστολών διακηρύχτηκε στη Γαλλία σε δύο ψηφίσματα (της 10 ης Αυγούστου και της 5 ης Δεκεμβρίου 1789) της εθνικής συντακτικής συνέλευσης. Στη συνέχεια θεσπίστηκε στις Η.Π.Α. στο πλαίσιο της 4 ης τροποποίησης (1791) του Συντάγματος της χώρας αυτής του 1787. Ενώ, τέλος η πλήρης καθιέρωση της σχετικής διάταξης και η μεταγενέστερη εξάπλωσή της σε όλα σχεδόν τα συνταγματικά κείμενα της Ευρώπης έχει ως αφετηρία το βελγικό σύνταγμα του 1831. Αντίστοιχα, η πορεία του δικαιώματος της επικοινωνίας στο χώρο της ελληνικής συνταγματικής ιστορίας χαράζει εκφραστικά τη διαδρομή του από την κατοχύρωση του απορρήτου των επιστολών ως την κατοχύρωση του απορρήτου των κάθε είδους μέσων ανταπόκρισης. Το απόρρητο των ανταποκρίσεων με τη στενότερη έκφραση του απορρήτου των επιστολών και μόνο, καθιερώθηκε στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης, για πρώτη φορά στο Σύνταγμα του 1944 ως άρθρο 14 «το απόρρητο των επιστολών είναι απαραβίαστο». Πηγή έμπνευσης του συγκεκριμένου άρθρου αποτέλεσαν οι διατάξεις του άρθρου 22 του βελγικού συντάγματος του 1831 που αναφέρθηκε παραπάνω του οποίου αποτέλεσε πιστή μετάφραση. Από το Σύνταγμα του 1844 έως το Σύνταγμα του 1975 η κατοχύρωση του δικαιώματος της επικοινωνίας έχει υποστεί μεταβολές προς τρεις κυρίως κατευθύνσεις. Η πρώτη μεταβολή οφείλεται στις σοβαρές και επανειλημμένες παραβιάσεις του δικαιώματος κατά τη διάρκεια της οθωνικής περιόδου. Προκειμένου να αποτρέψει την επανάληψη παρόμοιων φαινομένων στο μέλλον, η Β Εθνοσυνέλευση μετέβαλε την προηγούμενη διατύπωση, προσθέτοντας το επίρρημα «απολύτως». Έτσι, στο άρθρο 20 του Συντάγματος του 1864 υιοθετήθηκε η ακόλουθη διατύπωση: «Το απόρρητον των επιστολών είναι απολύτως απαραβίαστον». Ενώ, με το ίδιο περιεχόμενο και την ίδια ακριβώς διατύπωση κατοχύρωσε το απόρρητο των ανταποκρίσεων και το Σύνταγμα του 1911 3. 1 Βλ. Α. Μάνεση, Ατομικές ελευθερίες, α, β εκδ. 1979 2 Κατά μια άποψη η κατοχύρωση του απορρήτου των ανταποκρίσεων προκύπτει εμμέσως από τις διατάξεις του άρθρου 11 της Διακήρυξης αυτής- J. Rivero, Les libertes publiques, 1970. 3 Τη διατύπωση των προαναφερόμενων συνταγμάτων του 1864 και 1911 ακολούθησαν και οι διατάξεις του άρθρου 18 του συντάγματος του 1925.

8 Το Σύνταγμα του 1927 εγκαινίασε τη δεύτερη σημαντική μεταβολή, καθώς ο συντακτικός νομοθέτης περιέβαλε με την εγγύηση του απορρήτου και τα νέα τεχνολογικά μέσα της επικοινωνίας που είχαν εν τω μεταξύ εισαχθεί στη χώρα μας: το τηλέφωνο και τον τηλέγραφο (άρθρο 18). Από μέσο προστασίας της επιστολικής και μόνο ανταπόκρισης, το Σύνταγμα της Β Ελληνικής Δημοκρατίας διεύρυνε το προστατευτικό πεδίο του δικαιώματος, μετατρέποντάς το σε γενικό δικαίωμα προστασίας των μέσων επικοινωνίας, που είχε εν τω μεταξύ δημιουργήσει η ανάπτυξη της τεχνολογίας: «το απόρρητον των επιστολών, τηλεγραφημάτων και τηλεφωνημάτων είναι απολύτως απαραβίαστον». Πιο δόκιμη και πιο περιεκτική είναι η διατύπωση που ακολούθησε ο συνταγματικός νομοθέτης στο πλαίσιο του Συντάγματος του 1952, στο μέτρο που χρησιμοποίησε τον όρο «ανταπόκριση» προκειμένου να καλύψει κατά τρόπο γενικό και πλήρη, κάθε άλλο, πλην των επιστολών, μέσω ανταπόκρισης. Έτσι κατά τις διατάξεις του άρθρου 20 του Σ. 1952 το οποίο όριζε ότι το «απόρρητο των επιστολών και της καθ οιονδήποτε άλλο τρόπον ανταποκρίσεως είναι απολύτως απαραβίαστον» (άρθρο 20). Από το Σύνταγμα του 1952 και εντεύθεν, η συνταγματική προστασία του απορρήτου περιλαμβάνει πλέον τη μορφή μιας «ανοιχτής» συνταγματικής διάταξης, έτοιμης να υποδεχθεί κάθε μέσο επικοινωνίας που διεξάγεται σε συνθήκες εμπιστευτικότητας. Η τάση αυτή παγιώθηκε με τη ρύθμιση του Σ. 1975, που κατοχυρώνει πλέον εν γένει την «ελεύθερη ανταπόκριση ή επικοινωνίας». Με τη διάταξη αυτή κατοχυρώθηκε κατά τρόπο πληρέστερο το απόρρητο των ανταποκρίσεων. Ειδικότερα, με τη σχετική διάταξη κατοχυρώνεται το απόρρητο όχι μόνο των επιστολών και της ανταπόκρισης αλλά, γενικότερα, της «επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο». Με τον τρόπο αυτό εκφράζεται έτσι παράλληλα για ακόμη μια φορά η βούληση του συντακτικού νομοθέτη να καλύψει κάθε ενδεχόμενο, το οποίο είναι δυνατόν να προκύψει από τη μελλοντική και απρόβλεπτη εξέλιξη του επιπέδου της τεχνολογίας. Επίσης, διευκρινίστηκε με την προσθήκη του αντίστοιχου επιθέτου, ότι η κατοχύρωση αυτή αφορά το απόρρητο της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ επιπλέον ορίστηκε ότι το απόρρητο των ανταποκρίσεων είναι «απόλυτα» απαραβίαστο. Υπό την ισχύουσα πάντως συνταγματική τάξη, αφ ενός μεν παγιώθηκε η τάση διεύρυνσης του προστατευτικού πεδίου του δικαιώματος, αφ ετέρου όμως η παραδοσιακά αυξημένη στη χώρα μας- συνταγματική του θωράκιση υπέστη μια πρώτη ρωγμή. Στο σημείο αυτό εντοπίζεται η τρίτη σημαντική μεταβολή: στην εξαγγελία του «απολύτως απαραβίαστου», που κατοχυρώνεται στην πρώτη παράγραφο, προσετέθη μια δεύτερη, που εισάγει δύο σημαντικές εξαιρέσεις. Το δικαίωμα μπορεί πλέον να περιορίζεται βάσει νόμου, που θα ορίσει «τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφαλείας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων». Η συνταγματικά πλέον κατοχυρωμένη δυνατότητα άρσης του απορρήτου αποτελεί βεβαίως μια σημαντική υποχώρηση σε σχέση με το παρελθόν. Από την άλλη πλευρά όμως, πρέπει να τονισθεί ότι, ήδη από το 1922, η απόλυτη συνταγματική προστασία του δικαιώματος είχε προκαλέσει αντιδράσεις. Τόσο κατά τη διάρκεια των εργασιών της Γ εν Αθήναις Εθνοσυνελεύσεως, όσο και ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα, στη Δ Αναθεωρητική Βουλή του 1946, είχαν διατυπωθεί προτάσεις για τον περιορισμό του απορρήτου με σκοπό την καταπολέμηση του εγκλήματος. Εάν λοιπόν ήδη από την τρίτη δεκαετία του εικοστού αιώνα είχε τονισθεί η ανάγκη περιορισμού του απορρήτου, ήταν πολύ πιθανό ότι το 1975, όταν η Ε Αναθεωρητική Βουλή

9 επεξεργαζόταν το κυβερνητικό σχέδιο του Συντάγματος, το παραδοσιακό «απολύτως απαραβίαστο» δεν μπορούσε παρά να καμφθεί όπως και συνέβη. Εκείνη την εποχή ήταν λογικό να αναμένεται πλέον η εμφάνιση και λειτουργία των σύγχρονων οργανωμένων μορφών εγκληματικότητας στη χώρα μας, εξ ου και η συνταγματική πρόβλεψη της δυνατότητας να αίρεται τ0 απόρρητο για τη «διακρίβωση ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων». Η επιπρόσθετη δυνατότητα άρσης για «λόγους εθνικής ασφαλείας» είναι επίσης εξηγήσιμη, καθώς το Σύνταγμα εκπονήθηκε σε μια περίοδο ιδιαίτερης όξυνσης των σχέσεων με τη γείτονα Τουρκία. Σε κάθε περίπτωση όμως επειδή οι διατάξεις του β εδαφίου εισάγουν εξαίρεση από τον κανόνα που καθιερώνει το πρώτο εδάφιου του ίδιου άρθρου πρέπει να ερμηνεύονται στενώς. Με βάση αυτό το συμπέρασμα αφενός οποιοδήποτε πλημμέλημα δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρισθεί ως «ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα» κατά την έννοια των διατάξεων 19 του Συντάγματος και αφετέρου μόνον ορισμένα από τα κακουργήματα, ανάλογα με τη φύση τους και τις συγκεκριμένες συνθήκες, υπό τις οποίες έχουν τελεσθεί μπορεί να θεωρηθεί ότι επιδέχεται τέτοιο χαρακτηρισμό. Πρέπει πάντως να υπογραμμισθεί ότι, έστω και με τις δύο εξαιρέσεις που εισήγαγε ο συντακτικός νομοθέτης το 1975 το άρθρο 19 του Σ. κρινόμενο από συγκριτική σκοπιά, κατοχυρώνει υψηλότερο βαθμό προστασίας από αντίστοιχες διατάξεις πολλών από τα Κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 3. Ξένα Συντάγματα Ρυθμίσεις αντίστοιχες με αυτές του άρθρου 19 Συντ. περιέχονται και στα Συντάγματα των άλλων Κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για σκοπούς πληρότητας της ανάλυσης και γενικότερης συγκριτικής επισκόπησης των σχετικών διατάξεων παρατίθενται κατωτέρω τα κείμενα των σημαντικότερων ευρωπαϊκών συνταγμάτων που κατοχυρώνουν το δικαίωμα της επικοινωνίας: Γερμανικό Σύνταγμα (1949), άρθρο 10 1. Το απόρρητο των επιστολών όπως και το απόρρητο της ταχυδρομικής και τηλεπικοινωνιακής ανταποκρίσεως είναι απαραβίαστα. 2. Περιορισμοί επιτρέπεται να επιβληθούν μόνο βάσει νόμου. Εάν ο περιορισμός αποσκοπεί στην προστασία της φιλελεύθερης δημοκρατικής θεμελιώδους τάξεως ή της υπάρξεως ή της ασφαλείας της Ομοσπονδίας ή μιας Χώρας, ο νόμος μπορεί να ορίσει ότι δεν γνωστοποιείται στον ενδιαφερόμενο και ότι στη θέση της δικαστικής οδού υπεισέρχεται έλεγχος από εντεταλμένα όργανα της Αντιπροσωπείας του Λαού ή βοηθητικά όργανα. Βελγικό Σύνταγμα (1831/1994), άρθρο 29 Το απόρρητο των επιστολών είναι απαραβίαστο. Ο νόμος καθορίζει ποια όργανα είναι υπεύθυνα για την παραβίαση του απορρήτου των επιστολών που έχει κανείς εμπιστευθεί στο ταχυδρομείο. Δανικό Σύνταγμα (1953), άρθρο 72 Η κατοικία είναι απαραβίαστη. Ουδείς κατ' οίκον έλεγχος, ουδεμία κατάσχεση ή έλεγχος των επιστολών ή άλλων εγγράφων, ουδεμία παραβίαση του απορρήτου των επιστολών, της τηλεφωνικής ή τηλεγραφικής επικοινωνίας μπορεί να γίνει παρά μόνον εάν επιτρέπεται ειδικώς υπό του νόμου, και μετά από απόφαση της δικαστικής αρχής. Ισπανικό Σύνταγμα (1978), άρθρο 18 παρ. 3 Είναι εγγυημένο το απόρρητο των ανταποκρίσεων και ιδιαίτερα των ταχυδρομικών, τηλεγραφικών και τηλεφωνικών επικοινωνιών, εκτός αν υπάρχει δικαστική απόφαση.

10 Ιταλικό Σύνταγμα (1948), άρθρο 15 Η ελευθερία και το απόρρητο της ανταποκρίσεως καθώς και κάθε άλλου μέσου επικοινωνίας είναι απαραβίαστα. Περιορισμός τους επιτρέπεται μόνο με αιτιολογημένη πράξη της δικαστικής αρχής, υπό τις εγγυήσεις που προβλέπει ο νόμος. Λουξεμβουργιανό Σύνταγμα (1868), άρθρο 28 Το απόρρητο των επιστολών είναι απαραβίαστο. Ο νόμος καθορίζει ποια όργανα είναι υπεύθυνα για την παραβίαση του απορρήτου των επιστολών που έχει κανείς εμπιστευθεί στο ταχυδρομείο. Ο νόμος θα ορίσει την εγγύηση του απορρήτου των τηλεγραφημάτων. Ολλανδικό Σύνταγμα (1983), άρθρο 13 1. Το απόρρητο των επιστολών είναι απαραβίαστο, εκτός των περιπτώσεων που προβλέπονται από τον νόμο, και πάντοτε κατόπιν δικαστικής εντολής. 2. Το τηλεφωνικό και τηλεγραφικό απόρρητο είναι απαραβίαστο, εκτός των περιπτώσεων που προβλέπονται από τον νόμο. Η παραβίαση μπορεί να γίνει μόνον από εκείνους οι οποίοι αναφέρονται στον νόμο ή με την συγκατάθεση τους. Πορτογαλικό Σύνταγμα (1976), άρθρο 34 1. Η κατοικία και το απόρρητο της αλληλογραφίας και των άλλων μέσων ιδιωτικής επικοινωνίας είναι απαραβίαστα. 4. Κάθε επέμβαση των φορέων δημοσίας εξουσίας στην αλληλογραφία και τις τηλεπικοινωνίες είναι απαγορευμένη, εκτός των περιπτώσεων οι οποίες προβλέπονται από τον νόμο στην ποινική διαδικασία. Τέλος, σημειώνουμε ότι στο Γαλλικό Σύνταγμα (1958) δεν περιέχει ειδική διάταξη για το απόρρητο των ανταποκρίσεων. Εν τούτοις, κατά την γαλλική θεωρία και νομολογία, το σχετικό ατομικό δικαίωμα προκύπτει από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 11 της Διακήρυξης του 1789 ("Η ελεύθερη επικοινωνία των σκέψεων και των απόψεων είναι ένα από τα πολυτιμότερα δικαιώματα του ανθρώπου. Κάθε πολίτης δύναται, συνεπώς, να μιλάει, να γράφει και να τυπώνει ελεύθερα, χωρίς να αποκλείεται να δίνει λόγο για κατάχρηση αυτής της ελευθερίας στις περιπτώσεις που καθορίζονται από τον Νόμο"), και έχει έτσι συνταγματική ισχύ (εμπίπτει στο λεγόμενο bloc de constitutionnalite). Αντίστοιχα, ειδική διάταξη δεν υφίσταται και στο Ιρλανδικό Σύνταγμα (1937), ενώ ως γνωστόν το Ηνωμένο Βασίλειο στερείται τυπικού συντάγματος. 4. Διεθνείς συμβατικές εγγυήσεις Σχετική πρόβλεψη προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών συναντάται και στη σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (εφεξής «ΕΣΔΑ») η οποία διαθέτει τυπική ισχύ υπέρτερη από κάθε αντίθετη διάταξη που θεσπίζει ο έλληνας νομοθέτης, είτε με τυπικό νόμο είτε με κανονιστική πράξη της εκτελεστικής λειτουργίας 1. 1 Τόσο η Σύμβαση όσο και το πρόσθετο «πρωτόκολλο των Παρισίων» επικυρώθηκαν από την Ελλάδα και αποτέλεσαν εσωτερικό δίκαιο αρχικά με το Ν. 2329/1953. Η δικτατορία, ενόψει της επικείμενης αποβολής της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης, κατήγγειλε τη σύμβαση της Ρώμης και το πρώτο πρωτόκολλο. Ωστόσο, με την πτώση της δικτατορίας η ΕΣΔΑ και το πρώτο πρωτόκολλο κυρώθηκαν με το Ν.Δ. 53/1974.

11 Το απόρρητο των επικοινωνιών προστατεύεται και από την ΕΣΔΑ, το άρθρο 8 παρ. 1 της οποίας κατοχυρώνει το δικαίωμα κάθε προσώπου στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του. Η δεύτερη παράγραφος αυτής της διατάξεως προβλέπει λόγους περιορισμού του δικαιώματος από τα κρατικά όργανα, οι οποίοι ομολογουμένως είναι ευρύτερα διατυπωμένοι από αυτούς που αναφέρονται στο άρθρο 19 του Συντάγματος. Όπως, έχει γίνει ευρύτερα δεκτό η συγκεκριμένη διάταξη της ΕΣΔΑ δεν προσθέτει στοιχεία που δε συμπεριλαμβάνονται στην υφιστάμενη ελληνική κατοχύρωση 1. Όμως από την άλλη πλευρά όπως έχει ορθότατα παρατηρηθεί, η νομολογία του ΕΔΔΑ θέτει ως απαραίτητο όρο οποιουδήποτε περιορισμού του ανωτέρω δικαιώματος την ύπαρξη «προβλεψιμότητας» της ρύθμισης που επιτρέπει τον περιορισμό, υπό την έννοια ότι ο νόμος θα πρέπει να είναι διατυπωμένος κατά τρόπος επαρκώς σαφή, ώστε να μπορούν να γνωρίζουν σε ποιες περιπτώσεις και υπό ποιες προϋποθέσεις εξουσιοδοτούνται οι δημόσιες αρχές να αίρουν το απόρρητο. Το συμπέρασμα που συνάγεται από τα ανωτέρω είναι ότι λόγω της αοριστίας και ασάφειας στη διατύπωση, πολλές διατάξεις του κοινού δικαίου (όπως π.χ. το άρθρο 370 Α παρ. 4 του ΠΚ) μπορεί να θεωρηθεί ότι αντίκεινται στο πνεύμα της ΕΣΔΑ διότι δεν πληρούν το υπό αυτήν απαιτούμενο στοιχείο της «προβλεψιμότητας» των προϋποθέσεων περιορισμού της ανθρώπινης επικοινωνίας 2. Επιπλέον, σχετική προστασία του δικαιώματος της επικοινωνίας συναντάται και στην Οικουμενική Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου της 10 Δεκεμβρίου 1948 στο άρθρο 12 της οποίας ρητά προβλέπεται ότι «Κανείς δεν επιτρέπεται να υποστεί αυθαίρετες επεμβάσεις στην ιδιωτική του ζωή, την οικογένεια, την κατοικία ή την αλληλογραφία του, ούτε προσβολές της τιμής και της υπόληψης του. Καθένας έχει το δικαίωμα να τον προστατεύουν οι νόμοι από επεμβάσεις και προσβολές αυτού του είδους.» Η εν λόγω διάταξη δεν έχει άμεση νομική δεσμευτικότητα 3, αν και υποστηρίζεται στη θεωρία του διεθνούς δικαίου ότι οι διατάξεις της Διακήρυξης εμπίπτουν στην έννοια των «γενικώς παραδεδεγμένων κανόνων δικαίου», οπότε εφαρμόζεται ευθέως επ αυτών το άρθρ. 28 ΙΣ και άρα, σύμφωνα με την διατύπωσή του, «αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου», καίτοι περιέχονται σε διεθνές κείμενο που δεν έχει κυρωθεί με νόμο από την Ελλάδα 4. 5. Κατοχύρωση στο ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο Στο πλαίσιο κατοχύρωσης των θεμελιωδών δικαιωμάτων μέσω του «Χάρη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης» αντικείμενο προστασίας αποτελεί και η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή στο ίδιο άρθρο με την κατοικία και την επικοινωνία. Συγκεκριμένα στο άρθρο ΙΙ-67 του Χάρτη με τον χαρακτηριστικό τίτλο 1 Π.Δ.Δαγτόγλου, «Συνταγματικό Δίκαιο: Ατομικά Δικαιώματα» τομ. Α, 2005. 2 Βλ. σχετικά τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ στις υποθέσεις Kruslin και Huvig κατά της Γαλλίας (24.4.1990) και την ανάλυσή τους από τον Αλεξανδρή, «Οι παρακολουθήσεις των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και η νομολογία του ΕΔΔΑ», Υπέρ 1993. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ΕΔΔΑ έκρινε ότι ο γαλλικός νόμος με βάση τον οποίο έλαβαν χώρα οι συγκεκριμένες παρακολουθήσεις από κρατικά μάλιστα όργανα(!), αντίκεινται στην ΕΣΔΑ, παρότι αυτός είχε σειρά αυστηρότερων όρων και προϋποθέσεων, κάτω από τις οποίες η παρακολούθηση υπόπτων για αξιόποινες πράξεις είναι επιτρεπτή. 3 Το κείμενο αυτό της Διακήρυξης, κατ εξοχήν συγκυριακό αφού συντάχθηκε πάνω στα ερείπια του β παγκοσμίου πολέμου, δεν κυρώθηκε από τα τότε υπογράψαντα κράτη του ΟΗΕ ώστε να καταστεί εθνικό δίκαιο και να δεσμεύει τα κρατικά εθνικά όργανα, κυρίως δε τα δικαστήρια. Περιείχε, όμως, την πεμπτουσία των θεμελιωδών δικαιωμάτων-αξιών που προσιδιάζουν στον άνθρωπο. Άλλωστε, στη μέχρι σήμερα ελληνική νομολογία ακολουθείται με συνεπεία η ίδια θέση (ΣτΕ 4039-40/88, 933/91, 2183-84/91, 2905/99)., ήτοι, σε επίπεδο εθνικού δημοσίου δικαίου, το κείμενο της Διακήρυξης θεωρείται ότι δεν αποτελεί εσωτερικό δίκαιο της Ελλάδας, εφαρμοστέο υποχρεωτικώς από τα ελληνικά δικαστήρια. 4 Στην περίπτωση δε αυτή, εφ όσο υπάρξει αμφισβήτηση κατά την εκκρεμότητα υποθέσεως σε δικαστήριο ή ενώπιον διοικητικής αρχής αν κάποια διάταξη της Διακήρυξης περιέχει κανόνα που να υπάγεται, κατά τα ως άνω, στους γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου, τότε η αμφισβήτηση αυτή αίρεται με απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, κατ εφαρμογών του άρθρου 100 1 εδ. στ του Συντάγματος, χωρίς να χρειάζεται εν προκειμένω να προϋπάρξουν δύο αντίθετες αποφάσεις Ανωτάτων Δικαστηρίων, όπως απαιτείται στο προηγούμενο εδ. ε

12 «Σεβασμός της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής» ορίζεται ότι: «Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και των επικοινωνιών του». Ο χάρτης των θεμελιωδών δικαιωμάτων της ΕΕ υιοθετήθηκε με τη μορφή πρωτοκόλλου από τη συνθήκη της Λισσαβόνας (13 Δεκεμβρίου του 2007) γνωστή και ως «μεταρρυθμιστική συνθήκη» η οποία ουσιαστικά υποκατέστησε το εγκατεληφθέν «Ευρωπαϊκό Σύνταγμα» αποκτώντας έτσι νομική δεσμευτικότητα για τα μέλη της Ένωσης. Σημειώνουμε ότι το σχέδιο του Ευρωπαϊκής Συνταγματικής Συνθήκης που ουδέποτε τέθηκε σε ισχύ προέβλεπε την πλήρη οργανική ενσωμάτωση του Χάρτη σε ένα ενιαίο συνταγματικό κείμενο. Βέβαια, έχει υποστηριχθεί και η άποψη ότι η ένταση της δεσμευτικότητας του Χάρτη με την προσάρτησή του ως Πρωτοκόλλου ποικίλλει και υπολείπεται της ενσωμάτωσής του στις συνθήκες καθώς με τον τρόπο αυτό μάλλον εκλαμβάνεται και λειτουργεί όπως και οι κοινές συνταγματικές παραδόσεις και η ΕΣΔΑ που ούτως ή άλλως αναγνωρίζονται ως γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης Άλλωστε, όπως έχει γίνει δεκτό από τη νομολογία του ανώτατου ελληνικού δικαστηρίου 1 τα δικαιώματα, οι ελευθερίες και οι αρχές που προβλέπονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνεπάγονται άμεση εφαρμογή και άμεσο αποτέλεσμα στην εσωτερική έννομη τάξη και επίσης υπερέχουν των εθνικών διατάξεων οι οποίες πρέπει να παραμερίζονται από τους εθνικούς δικαστές όταν δεν υπάρχει συμβατότητα μεταξύ των εν λόγω εθνικών και των σχετικών ευρωπαϊκών διατάξεων. 6. Περιεχόμενο του δικαιώματος 6.1 Αντικείμενο προστασίας Η επικοινωνία αυτή καθ εαυτή αποτελεί αντικείμενο συνταγματικής προστασίας που καλύπτεται και από άλλες πέραν του άρθρου 19 συνταγματικές διατάξεις (κυρίως από το άρθρο 14 παρ. 1 που κατοχυρώνει την ελευθερία έκφρασης και διαδόσεως της γνώμης) 2 που ωστόσο απολαμβάνουν την ίδια συνταγματική βαρύτητα. Το δικαίωμα της επικοινωνίας ως δικαίωμα του ευρύτερου κοινωνικού χώρου είναι συνυφασμένο με την προσωπική ελευθερία, την ιδιωτική ζωή, συνδεόμενη με το άσυλο της κατοικίας και ξεπερνώντας τα περιοριστικά όρια της ιδιωτικότητας αφού στην πράξη συντελείται και στα πλαίσια της απλής οικειότητας. Από την άλλη πλευρά η επικοινωνία συνδέεται και με την πνευματική ελευθερία (ως ευρύτερη εκδήλωση της προσωπικότητας) φτάνοντας μέχρι τα όρια της πνευματικής ιδιοκτησίας, όπως αυτή για παράδειγμα εκδηλώνεται στο χώρο των γραπτών κειμένων μιας επιστολής. Η ευρύτητα της έννοιας της επικοινωνίας όπως σκιαγραφήθηκε συνοπτικά παραπάνω θέτει το ζήτημα ως προς το ποιο είναι το προστατευτικό αντικείμενο της διάταξης του άρθρου 19 του Σ. Την απάντηση ωστόσο δίνει το ίδιο το αντικειμενικό νόημα αλλά και η λεκτική διατύπωση της διάταξης που στην πράξη θεμελιώνει ένα ευρύτερο δικαίωμα επικοινωνίας. Έτσι κατοχυρώνεται η θετική και αρνητική ελευθερία της επικοινωνίας και η ελευθερία επιλογής του επικοινωνιακού μέσου. Άλλωστε, η θεμελίωση ενός «γενικού» αυτόνομου δικαιώματος άμεσης και έμμεσης επικοινωνίας επιβάλλεται όσο ποτέ άλλοτε στη σημερινή εποχή, ακόμη ίσως και στις πιο απλές μορφές της άμεσης επικοινωνίας. 1 ΑΠ 1/2011 2 Η διάταξη του άρθρου 19 είναι ειδική (lex specialis) έναντι της γενικής διάταξης του άρθρου 14 (lex generalis).

13 6.2 Εσωτερική και εξωτερική έμμεση επικοινωνία Το Σύνταγμα πέρα από την προαναφερθείσα γενική προστασία της επικοινωνίας, επεκτείνει την εγγυητική του δύναμη, τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική πλευρά της έμμεσης επικοινωνίας. Η εσωτερική πλευρά της επικοινωνίας στην πράξη αφορά τα ίδια τα στοιχεία της επικοινωνίας τα οποία ανήκουν στους ίδιους τους επικοινωνούντες και κανείς τρίτος δεν έχει δικαίωμα να συλλέξει, επεξεργαστεί προσωπικά δεδομένα σε μια ελεύθερη υπό την προστασία του Συντάγματος ανταπόκριση. Η εξωτερική πλευρά της επικοινωνίας συντελείται κατά κύριο λόγο μέσω της κάθε είδους αλληλογραφίας αφού μέσω αυτής αποκαλύπτονται εσωτερικά προσωπικά στοιχεία του αποστολέα ή του παραλήπτη. Αμφισβητείται εάν τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας υπάγονται στη συνταγματικά προστατευόμενη σφαίρα του απορρήτου 1. Έτσι, έχει διατυπωθεί τόσο η άποψη ότι τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας δεν καλύπτονται από το άρθρο 19 όσο και η αντίθετή της ότι τα εξωτερικά στοιχεία δεν μπορούν παρά να εξομοιώνονται με τα εσωτερικά απολαμβάνοντας της ίδιας προστασίας 2. Την τελευταία αυτή άποψη φαίνεται να υιοθετεί και νομολογία του ΕΔΔΑ 3. Παράλληλα, έχει υποστηριχθεί και η άποψη ότι η προστασία των εξωτερικών στοιχείων της επικοινωνίας δεν περιορίζεται σε μία διάταξη του Συντάγματος αφού δεν ανάγονται στο κλασσικό εσωτερικό απόρρητο απολαμβάνοντας έτσι την προστασία τόσο του Συντάγματος όσο και του κοινού νόμου. 6.3 Η έννοια του απαραβίαστου απόρρητου Ωστόσο, κλειδί για την πλήρη κατανόηση του ατομικού δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο άρθρο 19 του Σ. είναι η διάκριση μεταξύ απαραβίαστου της επικοινωνίας και αναγωγής του περιεχομένου αυτής σε απαραβίαστο απόρρητο. Το απαραβίαστο της επικοινωνίας ασφαλώς περιλαμβάνει και την προστασία του περιεχομένου του μηνύματος, την εγγύηση δηλαδή ότι το μήνυμα έφτασε στον παραλήπτη χωρίς να γνωστοποιηθεί σε τρίτους. Η ίδια η λειτουργία των μέσων επικοινωνίας δεν θα είχε νόημα χωρίς την ασφάλεια της εμπιστευτικής ανταλλαγής μηνυμάτων. Το Σύνταγμα όμως δεν περιορίζεται μόνο στην προστασία του απαραβίαστου της επικοινωνίας, αλλά ορίζει ότι το περιεχόμενο των επιστολών και οποιονδήποτε άλλων μορφών επικοινωνίας είναι απόλυτα απαραβίαστο απόρρητο. Η αναγωγή του περιεχομένου των μηνυμάτων σε απροσπέλαστο απόρρητο ξεπερνά της ανάγκες την εχέμυθης ανταπόκρισης και αποσκοπεί στην προστασία της ιδιωτικής ζωής του ατόμου. Πράγματι, η ανταλλαγή μηνυμάτων με την εγγύηση ότι αυτά θα φτάσουν στον προορισμό τους χωρίς να πέσουν στα χέρια τρίτων, υπαγορεύεται από ποικίλες σχέσεις της κοινωνικής συμβίωσης, από την ασφάλεια των συναλλαγών μέχρι τις προσωπικές σχέσεις των ανθρώπων. Το δικαίωμα όμως του ατόμου να διαφυλάσσει απόρρητα, απόλυτα μυστικά ορισμένα μηνύματά του υπαγορεύεται από την ανάγκη προστασίας της ιδιωτικής του σφαίρας, που στις σύγχρονες κοινωνίες θεωρείται απαραίτητο στοιχείο για την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Όσο δυσχερής και να είναι ο προσδιορισμός ορίων μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας, όλοι αντιλαμβανόμαστε τη ζωτική σημασία που έχει για τον καθένα η ύπαρξη ενός ελάχιστου πεδίου, μέσα στο οποίο αναπτύσσει σχέσεις και δραστηριότητες που διαφεύγουν τη δημόσια αδιακρισία. Μαζί με το 1 Βλ. Χρυσόγονο, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, σελ. 240. 2 Βλ. ΠλημΑθ 3533/1999 3 Η νομολογία του ΕΔΔΑ δέχεται ότι η καταγραφή και η γνωστοποίηση στις αστυνομικές αρχές όλων των αριθμών που καλεί τηλεφωνική συσκευή χωρίς τη συναίνεση του συνδρομητή συνιστά επέμβαση στην αλληλογραφία του τελευταίου κατά την έννοια του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ (ΕΔΔΑ 2.8.1984, Malone κατά Ην.Βασιλείου Α 82 σελ. 37-38).

14 άσυλο της κατοικίας και το απαραβίαστο της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, το απόρρητο της επικοινωνίας διαγράφει τα όρια της ιδιωτικής σφαίρας που προστατεύει η έννομη τάξη 1. Με βάση τα παραπάνω η χρονική έκταση της συνταγματικής προστασίας του απορρήτου της ανταπόκρισης αρχίζει από το χρονικό σημείο αποστολής του μηνύματος (π.χ. ταχυδρόμηση της επιστολής) και τελειώνει από τη στιγμή που ο παραλήπτης λαμβάνει γνώστη του περιεχομένου του μηνύματος 2. Έτσι, η συνταγματική προστασία του εννόμου αγαθού της επικοινωνίας καταλαμβάνει τόσο το corpus όσο και το animus του σχετικού δικαιώματος. Επομένως, το Σύνταγμα προστατεύει την επικοινωνία ανεξάρτητα από το επικοινωνιακό μέσο που χρησιμοποιείται το οποίο είναι αδιάφορο για την παροχή της συνταγματικής προστασίας. Ενώ, αντίστοιχα προστατεύεται ο απόρρητος χαρακτήρας του μηνύματος που μεταβιβάζεται από το ένα υποκείμενο (αποστολέα) στο άλλο (παραλήπτη). Η διάταξη του άρθρου 19 επί της ουσίας καλύπτει όπως αναφέρθηκε το ίδιο το απόρρητο της επικοινωνίας καθώς το ίδιο το μήνυμα προστατεύεται ούτως ή άλλως από το άρθρο 14 του Σ. Το Σύνταγμα λοιπόν στο άρθρο 19 αναγνωρίζει και κατοχυρώνει το δικαίωμα του ατόμου να διατηρεί απόρρητο το περιεχόμενο των μηνυμάτων του, όχι μόνο επειδή θέλει να προστατεύσει το απαραβίαστο της επικοινωνίας αλλά επειδή αναγνωρίζει και προστατεύει το δικαίωμα του ατόμου να μην αποκαλύπτει σε όσους δεν επιθυμεί ορισμένες πτυχές της ιδιωτικής του ζωής 3. Το νόημα του απορρήτου αυτού είναι πολύ ευρύτερο από άλλα απόρρητα που καθιερώνει η έννομη τάξη (τραπεζικό, επαγγελματικό) κατά τούτο: επειδή ακριβώς αποσκοπεί στην προστασία της ιδιωτικής σφαίρας του ατόμου, προσβολή υπάρχει όποτε παρά τη θέληση των ενδιαφερομένων εξετάζεται ή γνωστοποιείται το περιεχόμενό του. Σε αντίθεση π.χ. με την αποκάλυψη ενός απόρρητου κρατικού εγγράφου, όπου η προσβολή ολοκληρώνεται με τη γνωστοποίηση του περιεχομένου του ακόμη και σε περιορισμένο αριθμό προσώπων (δεν έχει νόημα να θεωρείται απόρρητο κρατικό έγγραφο), στην αποκάλυψη μιας εμπιστευτικής επικοινωνίας οποιοσδήποτε λαμβάνει γνώση του περιεχομένου της προσβολής αυτοτελώς το δικαίωμα κάποιου και τούτο διότι ανεξαρτήτως του αριθμού προσώπων που ενδεχομένως γνωρίζουν το μήνυμα, κάθε νέα αδιακρισία αποτελεί νέα παραβίαση της ιδιωτικής ζωής του άλλου. Ακόμη και απλή ανάγνωση στο τύπο μιας παράνομα αποκτηθείσης επιστολής ηθικά αποτελεί παραβίαση της ιδιωτικής ζωής και προσβολή του απορρήτου της επικοινωνίας από τον αναγνώστη. 6.4 Διαπροσωπική ενέργεια Η διατύπωση του Συντάγματος για απόλυτα απαραβίαστο απόρρητο υποδηλώνει την προστασία έναντι πάντων και όχι μόνο από παραβιάσεις της κρατικής εξουσίας. Αλλιώς, δεν έχει νόημα η λέξη «απόλυτα που υπάρχει, η οποία ενόψει των εξαιρέσεων που στη συνέχεια προβλέπονται, προφανώς δεν αφορά την επ ουδενί λόγω άρση του απορρήτου αλλά ακριβώς την προστασία του έναντι πάντων. Όμως πρακτικά τί σημαίνει ο όρος «απολύτως απαραβίαστο». Η ιστορική ερμηνεία δεν είναι ιδιαιτέρως διαφωτιστική σε αυτό το σημείο. Όπως αναλύθηκε προηγουμένως, το «απολύτως» προσετέθη από τη Β Εθνοσυνέλευση από τις αντίστοιχες δε κυβερνητικές συζητήσεις συνάγεται ότι αποσκοπούσε να τονίσει εμφατικά τη συνταγματική προστασία του απορρήτου, 1 Σε σχέση με την κατάταξη του δικαιώματος στην ιδιωτική σφαίρα του ατόμου ο Αρ. Μάνεσης επισημαίνει ότι «βρίσκεται στο μεταίχμιο περισσότερων ατομικών ελευθεριών: α) συνδέεται άμεσα με την ιδιωτική ζωή (privacy) και είναι οιονεί προέκταση του ασύλου της κατοικίας β) προστατεύει την ελεύθερη και εμπιστευτική- προς ένα άλλο πρόσωπο εκδήλωση και ανακοίνωση στοχασμών γ) έχει σχέση με το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και ιδίως της πνευματικής», «Συνταγματικά Δικαιώματα Α», 1981. 2 Από εκεί και έπειτα πρόκειται για ιδιωτικό έγγραφο που μετέχει π.χ. της προστασίας του ασύλου της κατοικίας, εφόσον βρίσκεται σε κατοικία. 3 Κατά την έκφραση του δικαστή Stevens στην Whalen v. Roe (1977) το συνταγματικό δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή περιλαμβάνει το ατομικό συμφέρον στην αποφυγή αποκάλυψης προσωπικών υποθέσεων («individual interest in avoiding disclosure of personal matters»).

15 ενόψει των παραβιάσεων του από το προηγούμενο καθεστώς. Έτσι, η θεωρία της εποχής δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στο «απολύτως» μέρος δε της σύγχρονης συνταγματικής θεωρίας υποστηρίζει την άποψη ότι ακόμη και σήμερα δεν προσθέτει «τίποτα το ουσιαστικό στη διάταξη» 1. Υπό το Σύνταγμα του 1952 είχε διατυπωθεί η άποψη ότι το «απολύτως» 2 απέβλεπε στην πληρέστερη δυνατή προστασία του δικαιώματος, εν όψει της μονοπωλιακής άσκησης των υπηρεσιών ανταποκρίσεως και επικοινωνίας από το Κράτος. Και υπ αυτή την εκδοχή όμως, ο όρος δεν αποκτά ένα αυτόνομο ερμηνευτικό εκτόπισμα, αφού ούτως ή άλλως ο πρωταρχικός αποδέκτης της συνταγματικής προστασίας είναι η κρατική εξουσία. Και σ αυτή την περίπτωση δηλαδή το απλώς «απαραβίαστο» θα επαρκούσε για να διασφαλίσει ερμηνευτικά την πλήρη προστασία του δικαιώματος έναντι όλων των κρατικών οργάνων. Το δικαίωμα στην ελεύθερη επικοινωνία προσφέρει πειστικά επιχειρήματα υπέρ της άμεσης τριτενέργειας των ατομικών δικαιωμάτων, δηλαδή υπέρ της άποψης ότι τα ατομικά δικαιώματα αποτελούν αξίες που ισχύουν για όλη την έννομη τάξη και διέπουν τις σχέσεις των υποκειμένων σε αυτήν. Σχετικά πρόσφατα, υπό το κράτος πλέον του ισχύοντος Συντάγματος, διατυπώθηκε η ενδιαφέρουσα άποψη ότι βάση για την υποστήριξη της άμεσης τριτενέργειας αποτελεί η λέξη «απολύτως» υποστηρίζοντας ταυτόχρονα ότι το δικαίωμα του άρθρου 19 του Σ. αντιτάσσεται άμεσα έναντι όχι μόνον του Κράτους αλλά και των ιδιωτών. Πράγματι, το δικαίωμα του απορρήτου της ανταπόκρισης προστατεύει το άτομο έναντι όχι μόνο της κρατικής εξουσίας αλλά και των ιδιωτών. Αυτό συνάγεται από το ότι η συνταγματική κατοχύρωση αποσκοπεί να διασφαλίσει το «ελεύθερον» της επικοινωνίας. Η ελευθερία δε αυτή μπορεί να απειληθεί τόσο από τα κρατικά όργανα όσο και από τους ιδιώτες, καθώς η σύγχρονη τεχνολογία θέτει στη διάθεση αμφοτέρων τελειοποιημένα μέσα προσβολής του απορρήτου. Αναμφίβολα, στη σημερινή εποχή θα ήταν διάτρητη η διασφάλιση αυτού του ατομικού δικαιώματος αν περιοριζόταν μόνο στην προστασία του από κρατικές παρεμβάσεις. Σε τελευταία ανάλυση, τον φορέα του δικαιώματος δεν τον ενδιαφέρει η κρατική ή ιδιωτική- προέλευση της προσβολής, αλλά αυτό καθ εαυτό το ενδεχόμενο ότι μπορεί να παρακολουθούνται από κάποιον οι κάθε είδους επικοινωνίες που αναπτύσσει και περαιτέρω- να χρησιμοποιηθεί εναντίον του το περιεχόμενό τους. Όμως, η έναντι των τρίτων ισχύς του δικαιώματος δεν πρέπει να συγχέεται με το θεωρητικό δίλημμα μεταξύ άμεσης και έμμεσης τριτενέργειας, διότι έτσι συγχέονται δύο διαφορετικά ζητήματα: το εάν το δικαίωμα προστατεύεται έναντι και των ιδιωτών με το πώς θα εφαρμοστεί αυτή η προστασία, εφ όσον βεβαίως έχει ήδη δοθεί καταφατική απάντηση στο πρώτο ερώτημα. Το δίλημμα μεταξύ «άμεσης» και «έμμεσης» τριτενέργειας είναι αποκλειστικώς μεθοδολογικού χαρακτήρα, καθώς ξεκινά από μια ουσιαστική διαπίστωση που αποτελεί πλέον κεκτημένο της συνταγματικής επιστήμης: τα ατομικά δικαιώματα, ως επί μέρους εγγυήσεις της ανθρώπινης ελευθερίας, πρέπει να αναπτύσσουν την ισχύ τους στις περιπτώσεις εκείνες όπου η ελευθερία αυτή διακυβεύεται. Εάν, λοιπόν όπως συμβαίνει στην περίπτωση του άρθρου 19 του Σ. η συνταγματικώς προστατευόμενη ελευθερία μπορεί να προσβληθεί και από ιδιώτες, καθίστανται και αυτοί αποδέκτες της συνταγματικής εντολής. 1 Δαγτόγλου Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα (Α) 2 Πέραν βεβαίως της ερμηνείας ότι η προσθήκη του όρου «απολύτως» αποσκοπούσε να καταστήσει αδιαμφισβήτητο ότι ο κανόνας του απαραβίαστου ήταν ανεξαίρετος.

16 6.5 Στάθμιση στα πλαίσια της συνταγματικής τάξης Επιπλέον, η ερμηνεία του «απολύτως» θα πρέπει να διενεργηθεί πρωτίστως από τη σκοπιά του δημοσίου και όχι του ιδιωτικού δικαίου. Η προσπάθεια αυτή επιβάλλεται, δεδομένου ότι το απόρρητο, όπως άλλωστε και κάθε συνταγματικό δικαίωμα, είναι δεκτικό περιορισμών όχι μόνο για λόγους δημοσίου συμφέροντος αλλά και έναντι και των υπολοίπων ατομικών δικαιωμάτων. Σε σχέση με τα άλλα δικαιώματα, το «απολύτως» αποκτά μια ερμηνευτική λειτουργία που ανταποκρίνεται, όπως θα δούμε παρακάτω, και σε ορισμένες ιδιομορφίες του απορρήτου της επικοινωνίας. Με άλλα λόγια, ενώ με το απαραβίαστο το Σύνταγμα απευθύνεται στην κρατική εξουσία, υποδεικνύοντας της ότι αυτή δεν δικαιούται να παραβιάζει το δικαίωμα, παρά μόνο για τους λόγους που αναφέρονται στο β εδάφιο, το «απολύτως» αντιτάσσεται στους φορείς άλλων ατομικών δικαιωμάτων, διασφαλίζοντας μια προεξάρχουσα θέση στο απόρρητο. Αυτό έχει συνέπειες στην περίπτωση κατά την οποία το απόρρητο συγκρούεται με το επίσης κατοχυρωμένο συνταγματικά- δικαίωμα προς απόδειξη στο πλαίσιο της πολιτικής ή ποινικής δίκης (άρθρο 20 παρ. 1 του Σ.). Η προεξάρχουσα αυτή θέση του απορρήτου μεταξύ των ατομικών δικαιωμάτων δε συνεπάγεται όμως και την πλήρη και «απόλυτη» προστασία του έναντι αυτών, όπως αφήνει να εννοηθεί το γράμμα της διάταξης. Αυτό, διότι κανένα συνταγματικό αγαθό- εκτός από την ανθρώπινη αξία και αξιοπρέπεια των άρθρων 2 παρ.1 Σ και 7 παρ. 2 Σ. δεν τυγχάνει απόλυτης προστασίας στην έννομη τάξη μας. Άρα με το συγκεκριμένο όρο νοείται ότι, σε περίπτωση συγκρούσεως με άλλα συνταγματικά δικαιώματα, το απόρρητο απολαμβάνει αυξημένης προστασίας στις σταθμίσεις στις οποίες θα προβεί ο εφαρμοστής του δικαίου. 6.6 Δικαιολόγηση των υπέρτερων εγγυήσεων Ωστόσο, θα πρέπει επιπλέον να τονισθεί ότι η επιλογή του συντακτικού νομοθέτη να περιβάλλει με ιδιαίτερες εγγυήσεις το απόρρητο της επικοινωνίας είναι απολύτως εύλογη, διότι, εάν το συγκρίνουμε με άλλα δικαιώματα, εμφανίζει χαρακτηριστικές ιδιομορφίες: όταν παραβιάζεται, αυτό συμβαίνει πάντοτε εν αγνοία του θιγομένου στην περίπτωση δε των περισσότερων μορφών επικοινωνίας πρέπει να ακριβολογήσουμε: εν αγνοία των θιγομένων, διότι ακόμη και όταν αποσκοπείται η παραβίαση του απορρήτου ενός μόνον προσώπου, προσβάλλεται αναπόφευκτα το ίδιο δικαίωμα και ενός αόριστου αριθμού ατόμων. Λόγω μάλιστα της μυστικότητας η οποία περιβάλλει την προσβολή, είναι πολύ πιθανό ο φορέας του δικαιώματος να μη λάβει ουδέποτε γνώση ίδιου του γεγονότος, οπότε ο μυστικός χαρακτήρας της άρσης του απορρήτου διακυβεύει και το συνταγματικό δικαίωμα δικαστικής προστασίας των θιγέντων (άρθρο 20 Σ). Η αυξημένη συνταγματική προστασία επιβάλλεται για τον επί πλέον λόγο ότι το απόρρητο βρίσκεται στο «μεταίχμιο» περισσότερων ατομικών δικαιωμάτων. Ο εμπιστευτικός χαρακτήρας, που καταρχήν περιβάλλει μια ιδιωτική επικοινωνία, διευκολύνει την άσκηση άλλων συνταγματικών ελευθεριών, λ.χ. του ιδιωτικού βίου, της ελευθερίας της γνώμης ή ακόμη και της επαγγελματικής ελευθερίας, στο μέτρο κατά το οποίο διαβιβάζονται απόρρητα επαγγελματική μηνύματα. Το δικαίωμα του απόρρητου της επικοινωνίας είναι συνεπώς ένα δικαίωμα ιδιαιτέρως ευαίσθητο, διότι είναι ευάλωτο. Προσβάλλεται πάντοτε «εν κρυπτώ και παραβύστω», η προσβολή θίγει αόριστο αριθμό προσώπων, ο δε χαρακτήρας του, ως μέσου ενάσκησης άλλων συνταγματικών δικαιωμάτων, τα καθιστά και αυτά, με τη σειρά τους, ευάλωτα. Σε όλα αυτά θα πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι, με την πάροδο του χρόνου η συχνότητα με την οποία οι άνθρωποι θα ασκούν το

17 δικαίωμα του άρθρου 19 του Σ. θα βαίνει αύξουσα. Η τεχνολογική αύξηση θα διευκολύνει σε τέτοιο βαθμό την εξ αποστάσεως εμπιστευτική επικοινωνία, ώστε οι άνθρωποι θα μετακινούνται λιγότερο, αρκούμενοι στην υψηλής ποιότητας οπτικοακουστική συνεννόηση που θα παρέχουν τα νέα τεχνολογικά μέσα. 6.7 Η έννοια της ιδιωτικής επικοινωνίας Το άρθρο 19 του Συντάγματος αναφέρεται σε οποιαδήποτε επικοινωνία ή ανταπόκριση μεταξύ των ανθρώπων. Επομένως, αυτή αφορά όχι μόνο τα γραπτά μηνύματα αλλά και οποιαδήποτε άλλη μορφή ιδιωτικής επικοινωνίας, π.χ. τηλεφωνήματα, ηλεκτρονικά μηνύματα (e-mail), φαξ, ιδιωτικά μηνύματα μέσω ιστοσελίδων κοινωνικής δικτύωσης κλπ. Στην πραγματικότητα όμως αυτή επικεντρώνεται μόνο εμπιστευτική, μέσα στα πλαίσια της οικειότητας επικοινωνία, που όχι μόνο δεν αποσκοπεί στη δημοσιοποίηση αλλά θέλει να παραμείνει γνωστή αποκλειστικά μεταξύ των επικοινωνούντων. Οι ιδιαίτερες σχέσεις οικειότητας και εμπιστοσύνης, ερωτικές, φιλικές, οικογενειακές, που επιλεκτικά αναπτύσσονται μεταξύ συγκεκριμένων ανθρώπων, είναι βασικές για τη ζωή και διακρίνονται από άλλες σχέσεις κοινωνικής συμβίωσης. Το δικαίωμα επομένως του ατόμου να μοιράζονται με ένα πρόσωπο της επιλογής του σκέψεις, ιδέες, συναισθήματα, οποιουδήποτε περιεχομένου χωρίς αυτά να αποκαλύπτονται σε τρίτους είναι ζωτικής σημασίας και επιβεβαιώνεται από την κοινή αντίληψη ότι ηθικά είναι απαράδεκτο για κάποιον να αποκαλύπτει μυστικά που εμπιστευτικά του έχουν εκμυστηρευτεί. Έτσι, το περιεχόμενο του μηνύματος στα πλαίσια των ιδιωτικών σχέσεων είναι αδιάφορο για την παροχή της συνταγματικής προστασίας (με την εξαίρεση των περιορισμών των ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων ή της εθνικής ασφάλειας). Μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί ότι το Σύνταγμα προστατεύει κάθε επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων φανερή ή μυστική και για οποιοδήποτε θέμα εφόσον αυτή ανάγεται στην ιδιωτική σφαίρα. Πότε μια ανταπόκριση είναι ιδιωτικού χαρακτήρα (ανεξάρτητα αν αφορά την προσωπική ή επαγγελματική δραστηριότητα του ατόμου) είναι εύκολο αν εξακριβωθεί. Βασικό κριτήριο είναι η βούληση του αποστέλλοντος το μήνυμα. Μια ανοιχτή επιστολή στον τύπο εξ ορισμού δεν αποτελεί εμπιστευτική επικοινωνία. Γενικά η ανταπόκριση που δεν είναι δημόσια τεκμαίρεται ότι εντάσσεται στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 19 του Σ. μολονότι μπορεί να φανταστεί κανείς περιπτώσεις κατά τις οποίες η βούληση να διασφαλισθεί το απόρρητο δεν καθιστά άνευ ετέρου την ανταπόκριση εμπιστευτική. Ο απαγωγέας ενός παιδιού τηλεφωνεί στους γονείς του για να ζητήσει λύτρα ασφαλώς θέλει η επικοινωνία του να παραμείνει απόρρητη. Η γνώμη μου είναι ότι τέτοια επικοινωνία δεν προστατεύεται από το Σύνταγμα, όχι μόνο επειδή ο αποδέκτης του μηνύματος δεν θέλει τη μυστικότητά της, αλλά επειδή προφανώς δεν πρόκειται για μια ανταπόκριση που γίνεται μέσα στα πλαίσια εμπιστευτικής σχέσης και αφορά την ιδιωτική σφαίρα του ατόμου. Το ζήτημα κατά πόσον το απόρρητο των επικοινωνιών εξαρτάται από τη βούληση αμφότερων των επικοινωνούντων είναι ιδιαίτερο λεπτό. Τι γίνεται π.χ. στην περίπτωση που ο παραλήπτης προδίδει την εμπιστοσύνη του αποστέλλοντος το μήνυμα και το δημοσιοποιεί; Επειδή η επικοινωνία απαιτεί την ύπαρξη αποστολέα και αποδέκτη, κατά μία άποψη, το απόρρητο ισχύει εφόσον το επιθυμούν αμφότεροι οι επικοινωνούντες και παραβίασή του είναι νοητή μόνον εάν γίνει από τρίτο. Ενδέχεται όμως η αποκάλυψη του μηνύματος από τον παραλήπτη να προσβάλλει άλλα δικαιώματα του αποστολέα, όπως π.χ. τα πνευματικά δικαιώματα στη δημοσίευση επιστολής, το γενικότερο δικαίωμα στον ιδιωτικό βίο (άρθρο 9 του Σ.) ή την προσωπικότητά του (άρθρο 5 του Σ.). Ιδιαίτερα μάλιστα συχνή και χαρακτηριστική προσβολή της

18 προσωπικότητας υπάρχει όταν, παρά τη γνώση ή τη θέληση του ομιλούντος, μαγνητοφωνείται ο προφορικός λόγος. Όμως στις περιπτώσεις αυτές η προστασία της ιδιωτικής ζωής ή της προσωπικότητας του αποστολέα πρέπει να θεμελιωθεί σε άλλες διατάξεις και όχι στο άρθρο 19 του Σ. 6.8 Φορείς του δικαιώματος Φορέας του δικαιώματος της απόρρητης επικοινωνίας είναι καταρχήν κάθε φυσικό πρόσωπο αλλά και κάθε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού ή ακόμη και ενώσεις χωρίς νομική προσωπικότητα ή πολιτικά κόμματα που αναπτύσσουν ιδιωτική ή μυστική επικοινωνία. Το άρθρο 19 βασίζεται σε «δημόσιο δικαίωμα στρεφόμενο κατά της κρατικής εξουσίας», αλλά καταλήγει να καθιερώσει μια αντικειμενική αρχή δικαίου από την οποία προκύπτουν τα υποκειμενικά δικαιώματα των εκάστοτε φορών του. Ωστόσο, φορέας του δικαιώματος καθίστανται και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου καθώς στις μέρες οι απειλές σε βάρος του απόρρητου της επικοινωνίας είναι έντονες και επικίνδυνες και στο επίπεδο των νπδδ. Βέβαια, με βάση τη γενική αρχή ότι οι φορείς δημόσιας εξουσίας δεσμεύονται αλλά δεν ωφελούνται από τα ατομικά δικαιώματα έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι το απόρρητο της επικοινωνίας για νπδδ προστατεύεται μόνο στο βαθμό που αυτή η προστασία είναι απαραίτητη για την άσκηση της αυτοδιοίκησής τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις όμως η προστασία δεν προκύπτει από το Σύνταγμα αλλά ισχύει μόνο στο επίπεδο του κοινού νόμου που συνέστησε το νπδδ και του χορήγησε την αυτοδιοίκηση (η προστασία του απορρήτου για τα ΑΕΙ και τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκηση έχει ωστόσο βάσει στο ίδιο το Σύνταγμα). 7. Περιορισμοί της συνταγματικής προστασίας Όπως αναφέρθηκε παραπάνω η ισχύουσα διάταξη του άρθρου 19 παρά το γεγονός ότι εισάγει το «απολύτως απαραβίαστο» οποιασδήποτε ανταποκρίσεως περιέχει μια επιφύλαξη νόμου στο εδ. β του ίδιου άρθρου που αποτελεί προφανή περιορισμό 1 «Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δε δεσμεύεται εκ του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφαλείας ή προς διακρίβωση ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων». Η σκοπιμότητα της θέσπισης της συγκεκριμένης διάταξης μπορεί να διερμηνευτεί μέσα από την ίδια την καταγωγή της. Ειδικότερα οι διατάξεις αυτές θεσπίστηκαν για πρώτη φορά με το β εδάφιο του άρθρου 15 των δικτατορικών συνταγματικών κειμένων του 1968 και του 1973. Με βάση τις διατάξεις των κειμένων αυτών «νόμος ορίζει τας εγγυήσεις τας οποίας η δικαστική αρχή δια λόγους εθνικής ασφαλείας και δημοσίας τάξεως ή προς διακρίβωση απεχθών εγκλημάτων, δεν δεσμεύεται εκ του απορρήτου». Σε σύγκριση με τις ρυθμίσεις αυτές είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ ορθώς στο άρθρο 19 εδ. β του Σ. του 1975 απαλείφθηκε η δυνατότητα εισαγωγής εξαιρέσεων από την αρχή του απορρήτου για λόγους που αφορούν την προστασία της δημόσιας τάξης, στη συνέχεια και ως προς την εξαίρεση που αφορά τη διακρίβωση εγκληματικών πράξεων χρησιμοποιήθηκε όχι η έκφραση «για διακρίβωση απεχθών εγκλημάτων», που υιοθέτησαν τα δικτατορικά 1 Άλλωστε, έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι η απόλυτη και κατηγορηματική διατύπωση με την οποία καθιερώνεται το απόρρητο των ανταποκρίσεων στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 19 του Σ. του 1975, αποτελεί ένα είδος προσπάθειας συγκάλυψης των επιπτώσεων που είναι σε θέση να δημιουργήσει η σχετικοποίηση την οποία εισάγουν οι διατάξεις του β εδαφίου του ίδιου άρθρου. Με βάση τα παραπάνω η αντίφαση είναι κάτι περισσότερο από προφανής (Βλ. Α. Μάνεση, «Ατομικές Ελευθερίες σελ 232, Π. Παυλόπουλου, «Τεχνολογική εξέλιξη και συνταγματικά δικαιώματα», ΝΟΒ, 1987 (1511).