Η ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ Ή ΕΥΧΕΡΕΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ; * Θανάσης Γ. Ξηρός ΔΝ-Δικηγόρος Διδάσκων Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου Ι. Εννοιολογικές αποσαφηνίσεις Η εκπαίδευση, σε όλες τις γνωστές μορφές της, συνυφαίνεται άρρηκτα με τη διδασκαλία. Η τελευταία, κατά κανόνα, παρέχεται προφορικά και συμπληρώνεται με τη διάθεση βιβλίων ή άλλων κειμένων για μελέτη. Η επιλογή της γλώσσας μέσω της οποίας μεταφέρεται η γνώση από τον διδάσκοντα στους διδασκόμενους συνιστά βασική έκφανση του, εν γένει, δικαιώματος στην εκπαίδευση. Γλώσσα διδασκαλίας είναι, κατά κανόνα, η επίσημη του κράτους. Πρόκειται για την αποκαλούμενη και εθνική, η οποία, συχνά, κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα. Ως επίσημη γλώσσα επιλέγεται, συνήθως, μία. Δεν αποκλείεται πάντως η αναγνώριση και περισσότερων, ιδίως σε κράτη που τα απαρτίζονται ή φιλοξενούνται και άλλες εθνότητες. Τούτο παρατηρείται, πρωταρχικά, όταν τα σύνορά τους προκύπτουν τεχνητά, στην κατάληξη πολεμικών συγκρούσεων, και τα εδαφικά τους όρια επισημοποιούνται με πολιτικές συμφωνίες. Ο όρος γλωσσική εκπαίδευση, δηλαδή η σταθερά στις αναζητήσεις της εισήγησής μου, προφανώς δεν ακριβολογεί. Ορθότερος τεχνικά και πάντως * Γραπτή απόδοση εισήγησης, με μόνη την προσθήκη της βασικής νομολογιακής τεκμηρίωσης, στην επιστημονική εσπερίδα με θέμα: «Παγκοσμιοποίηση και τα δικαιώματα των μειονοτήτων» που διοργάνωσαν η εφημερίδα «ΜΚ-Αθηναϊκός Κούριερ», οι εκδόσεις Contact και η ελληνορωσική λέσχη «Διάλογος» την Τρίτη 27 Ιουνίου 2017 στην αίθουσα του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Καλλιθέας. Η παρατιθέμενη νομολογία είναι αναρτημένη στο δικτυακό τόπο: www. hudoc.echr.coe.int/eng. 1
ακριβέστερος θα ήταν ο, περισσότερο περιγραφικός, (όρος) γλώσσα διδασκαλίας. Όποιος όμως και εάν τελικά προκριθεί, συνέχεται στενά με την εκπαίδευση και, εντέλει, το ομώνυμο δικαίωμα. ΙΙ. Η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων Η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων οργανώνεται σε τρία επάλληλα επίπεδα. Καθένα τους έχει την αναφορά του σε διακριτή έννομη τάξη, από την οποία αντλεί και τη νομιμοποίησή του. Το πρώτο επίπεδο συγκροτεί η λεγόμενη εθνική προστασία. Οι σχετικές ρυθμίσεις απαντώνται στο τυπικό Σύνταγμα, διαθέτουν γι αυτό αυξημένη τυπική ισχύ, και εξειδικεύονται στην κοινή νομοθεσία. Το δεύτερο επίπεδο προστασίας, αν και η εμφάνισή του δεν ακολουθεί χρονικά το εθνικό, είναι το ευρωπαϊκό. Το συνθέτουν οι ρυθμίσεις του πρωτογενούς, με τον ποιοτικό εμπλουτισμό αργότερα του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, και του παράγωγου δικαίου, πλέον, της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το πρωτογενές, σύμφωνα και με την κρατούσα τουλάχιστον στη νομολογία άποψη, υπέρκειται ακόμη και του εθνικού Συντάγματος, ενώ το παράγωγο (δίκαιο) διατηρεί μόνον υπερνομοθετική ισχύ. Το τρίτο επίπεδο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων είναι το διεθνές. Η συγκρότησή του αποτέλεσε προϊόν διακρατικών συμφωνιών ή πολυμερών συμβάσεων, που ακολούθησαν, συνήθως, γεγονότα με παγκόσμια και πάντως με ευρύτερη γεωγραφικά απήχηση, είχαν συχνά αρνητικές συνέπειες για τους λαούς και σηματοδότησαν τη βούληση των εμπλεκόμενων κρατών για την υπέρβασή τους. Με χώρο υποδοχής την ήπειρό μας, αναφορά στο Συμβούλιο της Ευρώπης και στον απόηχο του Β Παγκοσμίου Πολέμου συναντάται η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Πρόκειται για ένα, κατά βάση, πλήρες σώμα κανόνων που με την υπερνομοθετική του ισχύ και την ευρύτερη κανονιστική του εμβέλεια προσφέρει το έσχατο καταφύγιο στους πολίτες έναντι της κρατικής εξουσίας. Καθένα από τα τρία επίπεδα διαθέτει συγκροτημένο, οργανωμένο και, εν πολλοίς, αποτελεσματικό, αυτοτελώς και πάντως συνδυαστικά, σύστημα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Δίχως να παραγνωρίζεται η κανονιστική τους αυτονομία, τα διακριτά επίπεδα τελούν σε συνεχή επικοινωνία και διατηρούν αμείωτη ώσμωση. Η «διέλευση» από το στενότερο χωρικά αποτελεί, κατά κανόνα, την προϋπόθεση για να προσφύγει κανείς στο ευρύτερο. Η περιγραφή αφορά, προνομιακά, τη σχέση του εθνικού με το διεθνές. Σε κάθε περίπτωση, τα δύο υπερεθνικά συστήματα 2
με τους ολοκληρωμένους μηχανισμούς τους για την παροχή δικαστικής προστασίας, κρίνουν, με πρωτοβουλία των πολιτών, διαφορές που ανακύπτουν από την εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας. Όταν διαπιστώνονται παραβάσεις, τα οικεία δικαιοδοτικά όργανα επιβάλλουν, εντέλει, την προσαρμογή και τη διεύρυνση του ισχύοντος κάθε φορά εθνικού πλαισίου, ενδεχομένως και υπό την απειλή, συνήθως οικονομικών, κυρώσεων. ΙΙΙ. Το αντικείμενο Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπινου συμπληρώνει εξήντα έτη ζωής. Το σώμα της συνθέτουν σαράντα έξι άρθρα και αρκετά πρωτόκολλα, σε ορισμένα από τα τελευταία έχει προσχωρήσει η χώρα μας. Καταλαμβάνουν το σύνολο των κλασσικών αλλά και των λεγόμενων νέων δικαιωμάτων. Το κανονιστικό τους περιεχόμενο αναδεικνύεται, ερμηνεύεται και εμπλουτίζεται από το Δικαστήριό της (Σύμβασης), γνωστό και ως Δικαστήριο του Στρασβούργου. Με την εμπλοκή και τη συμβολή του το κείμενό της διατηρείται, κατά το δυνατό, ζωντανό όσο και επίκαιρο. Σε μια ενδιαφέρουσα επιστημονική εσπερίδα, αφιερωμένη «στα δικαιώματα των μειονοτήτων την εποχή της παγκοσμιοποίησης», η εισήγησή μου εξετάζει την αντιμετώπιση της γλωσσικής εκπαίδευσης από τη Σύμβαση. Η υπόθεση εργασίας συγκεκριμενοποιείται στο ερώτημα, εάν η πρώτη (η γλωσσική εκπαίδευση) συνιστά δικαίωμα των πολιτών ή απλώς ευχέρεια του κράτους. Η απάντηση καθορίζει τη δυνατότητα του τελευταίου να προκρίνει ως γλώσσα διδασκαλίας την εθνική ή να εντάξει στο εκπαιδευτικό του σύστημα και άλλες. Σταθερά των αναζητήσεών μου αποτελεί η νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου και στην αφετηρία της θεωρητικής αναζήτησης βρίσκεται το δικαίωμα στην εκπαίδευση. IV. Το δικαίωμα στην εκπαίδευση: Μη επιτρεπτή η στέρησή του Στην πρώτη πρόταση του άρθρου 2 του Πρώτου (Πρόσθετου) Πρωτοκόλλου της Σύμβασης προβλέπεται ότι κανένας δεν μπορεί να στερηθεί το δικαίωμά του να εκπαιδευθεί. Έτσι, κατοχυρώνεται το δικαίωμα στην εκπαίδευση, το οποίο είναι ταυτόχρονα και ο τίτλος του άρθρου. Η προκρινόμενη διατύπωση φαίνεται να καθιστά (το δικαίωμα) απόλυτο και ως τέτοιο δεν θα επέτρεπε τη θέσπιση περιορισμών. Η εν λόγω ερμηνευτική προσέγγιση δεν μπορεί πάντως να θεωρηθεί κρατούσα. Κάθε 3
δικαίωμα, όταν οργανώνεται, περιβάλλεται και από περιορισμούς. Το ίδιο ισχύει και για εκείνο στην εκπαίδευση, καθώς από τη φύση του χρήζει οριοθέτησης (βλ. τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, Relating to certain aspects of the laws on the use of the languages in education in Belgium vs Belgium της 23 ης Ιουλίου 1968, σκέψη 15, Ι, Β, 3 Catan and others vs Moldavia and Russia της 19 ης Οκτωβρίου 2012, σκέψη 137 Τarantino and others vs Italy της 2 ας Απριλίου 2013, σκέψη 44 και τις εκεί νομολογιακές αναφορές). Από τους ενδεχόμενους περιορισμούς θεωρείται συμβατός μόνον όποιος διασφαλίζει μια εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που πρέπει να πληρωθεί, αφήνοντας στα κράτη την ευχέρεια να σταθμίσουν κα να επιλέξουν (βλ. την απόφαση του ΕΔΔΑ Catan and others vs Moldavia and Russia, της 19 ης Οκτωβρίου 2012, σκέψη 140 και τις εκεί νομολογιακές αναφορές). Οι αποδέκτες του δικαιώματος στην εκπαίδευση, δηλαδή τα συμβαλλόμενα κράτη, υποχρεούνται να διαθέτουν εκπαιδευτικό σύστημα, αρθρωμένο σε τρεις, τις γνωστές και παραδοσιακές, βαθμίδες. Τούτο δεν σημαίνει όμως ότι οφείλουν να οργανώσουν συγκεκριμένη μορφή του ούτε, βέβαια, να προκρίνουν συγκεκριμένη γλώσσα διδασκαλίας και πάντως διαφορετική της εθνικής ή, ενδεχομένως, των εθνικών. Η όποια επιλογή τους καθορίζεται από τις εξυπηρετούμενες ανάγκες, τους διαθέσιμους πόροι και τα διακριτικά γνωρίσματα κάθε βαθμίδας (βλ. τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, Relating to certain aspects of the laws on the use of the languages in education in Belgium vs Belgium της 23 ης Ιουλίου 1968, σκέψη 15, Ι, Β, 5 Τarantino and others vs Italy της 2 ας Απριλίου 2013, σκέψη 44, και τις εκεί νομολογιακές αναφορές). Εκείνη που θα προκριθεί δεν επιτρέπεται πάντως να βλάψει στην ουσία του το δικαίωμα στην εκπαίδευση ή να συγκρουστεί με άλλα (δικαιώματα) κατοχυρωμένα στη Σύμβαση. Δικαίωμα στην εκπαίδευση έχουν, καταρχήν, όλοι όσοι βρίσκονται εντός των εδαφικών ορίων κάθε συμβαλλόμενου κράτους. Δεν απαιτείται να είναι πολίτες του, δηλαδή κάτοχοι της ιθαγένειάς του. Εξάλλου, η υιοθετούμενη, έστω και κατά τρόπο αρνητικό, διατύπωση της πρώτης πρότασης του άρθρου 2 δεν φαίνεται να διακρίνει μεταξύ ενηλίκων και παιδιών. Έτσι, όποιος επιθυμεί να εκπαιδευτεί, ανεξαρτήτως της ηλικίας του, και είναι σε θέση να το πράξει πρέπει να θεωρείται φορέας του δικαιώματος. Δεδομένου ότι οι ανήλικοι στις εθνικές έννομες τάξεις δεν απολαμβάνουν πλήρους ικανότητας δικαίου, όταν τεθεί ζήτημα προστασίας, εκπροσωπούνται και δικαστικά από τους γονείς τους ή και από οποιονδήποτε άλλον του έχει ανατεθεί η επιμέλειά τους. 4
Στην υποχρέωση κάθε συμβαλλόμενου κράτους, όπως αναλυτικά εκτέθηκε παραπάνω, αντιστοιχεί απαίτηση με το ίδιο περιεχόμενο των φορέων του δικαιώματος στην εκπαίδευση. Η απαγόρευση της στέρησής του επιβάλλει την αναγνώριση σε όλους, εφόσον ασφαλώς το επιθυμούν, της δυνατότητας να αποκτήσουν πρόσβαση στις προσφερόμενες μορφές και τις επιμέρους βαθμίδες του εκπαιδευτικού συστήματος (βλ. τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, Relating to certain aspects of the laws on the use of the languages in education in Belgium vs Belgium της 23 ης Ιουλίου 1968, σκέψη 15, Ι, Β, 4 Catan and others vs Moldavia and Russia της 19 ης Οκτωβρίου 2012, σκέψη 137 Σαμπάνης και λοιποί κατά Ελλάδας της 11 ης Δεκεμβρίου 2012, σκέψη 75 Τarantino and others vs Italy, της 2 ας Απριλίου 2013, σκέψη 43 Λαβίδας και λοιποί κατά Ελλάδας της 30 ής Μαΐου 2013, σκέψη 60 και τις εκεί νομολογιακές αναφορές). Τούτο δεν σημαίνει πάντως ότι απαγορεύεται η οργάνωσή του. Αντιθέτως, έκφανση του δικαιώματος και όρος της άσκησής του είναι η κατάστρωση διαδικασιών για την εισαγωγή, για την προαγωγή και την ολοκλήρωση των σπουδών σε κάθε βαθμίδα. Όποιες επιλεγούν επιβάλλεται να διασφαλίζουν την αντικειμενικότητα, την αξιοκρατία και τη διαφάνεια. Σε κάθε περίπτωση, η Σύμβαση δεν καθορίζει τη γλώσσα στην οποία θα παρέχεται η εκπαίδευση, το δικαίωμα θα ήταν όμως χωρίς κανονιστικό περιεχόμενο, εάν οι φορείς του δεν διδάσκoνται στην εθνική ή σε μία από τις εθνικές γλώσσες (βλ. τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, Relating to certain aspects of the laws on the use of the languages in education in Belgium vs Belgium της 23 ης Ιουλίου 1968, σκέψη 15, Ι, Β, 3 Catan and others vs Moldavia and Russia της 19 ης Οκτωβρίου 2012, σκέψη 137 και τις εκεί νομολογιακές αναφορές). Σύμφυτη με το δικαίωμα είναι, τέλος, η απαίτηση όσων αποφοιτούν να απολαμβάνουν τα οφέλη, επαγγελματικά και άλλα, της επιτυχίας τους, δηλαδή την επίσημη αναγνώριση των σπουδών τους σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες (βλ. τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ, Relating to certain aspects of the laws on the use of the languages in education in Belgium vs Belgium της 23 ης Ιουλίου 1968, σκέψη 15, Ι, Β, 4 Catan and others vs Moldavia and Russia της 19 ης Οκτωβρίου 2012,σκέψη 137 Σαμπάνης και λοιποί κατά Ελλάδας της 11 ης Δεκεμβρίου 2012, σκέψη 75 Λαβίδας και λοιποί κατά Ελλάδας της 30 ής Μαΐου 2013, σκέψη 60 και τις εκεί νομολογιακές αναφορές). V. Το δικαίωμα στην εκπαίδευση: Οι γονείς ως φορείς του Το άρθρο 2 του Πρώτου (Προσθέτου) Πρωτοκόλλου συμπληρώνει μία ακόμη πρόταση. Σε αυτήν κατοχυρώνεται, ταυτόχρονα, υποχρέωση κάθε συμβαλλόμενου 5
κράτους και δικαίωμα των γονέων. Το κανονιστικό του περιεχόμενο συνίσταται στην παροχή από το πρώτο μόρφωσης και εκπαίδευσης, η σειρά ακολουθεί την παράθεση στη Σύμβαση, που θα σέβεται, για την ακρίβεια θα είναι σύμφωνη, με τις θρησκευτικές και τις φιλοσοφικές πεποιθήσεις των δεύτερων. Δεδομένου ότι η τριτοβάθμια εκπαίδευση παρέχεται σε ενηλίκους οι γονείς πρέπει να θεωρούνται μεν φορείς του δικαιώματος (βλ. ΕΔΔΑ, Relating to certain aspects of the laws on the use of the languages in education in Belgium vs Belgium της 23 ης Ιουλίου 1968, σκέψη 15, Ι, Β, 6 ΕΔΔΑ, Catan and others vs Moldavia and Russia της 19 ης Οκτωβρίου 2012, σκέψη 137 με τις εκεί νομολογιακές αναφορές), αλλά για προφανείς λόγους μόνο στις δύο πρώτες (βαθμίδες). Εξάλλου, προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι, με ρητό μάλιστα ορισμό, οι θρησκευτικές και οι φιλοσοφικές πεποιθήσεις. Η σχετική υποχρέωση του κράτους δεν εξαντλείται στο περιεχόμενο της διδασκαλίας ή στον τρόπο παροχής της αλλά καταλαμβάνει και την, εν γένει, άσκηση των λοιπών καθηκόντων του στο πλαίσιο της εκπαίδευσης (βλ. την απόφαση του ΕΔΔΑ, Lautsi and others vs Italy της 18 ης Μαρτίου 2011, σκέψη 63 και 67, καθώς επίσης τις εκεί νομολογιακές αναφορές). Οι θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις είναι θεματικά εντοπισμένες και συστηματικά απολύτως διακριτές (βλ., αντί άλλων, ΕΔΔΑ Campbell and Cosans vs UK της 25 ης Φεβρουαρίου 1986, σκέψη 37) και σε αυτές, όπως γίνεται δεκτό, δεν περιλαμβάνεται και η προτίμηση άλλης γλώσσας, πέραν της επίσημης ή των επίσημων (βλ., ιδίως, την απόφαση του ΕΔΔΑ, Relating to certain aspects of the laws on the use of the languages in education in Belgium vs Belgium της 23 ης Ιουλίου 1968, σκέψη 15, Ι, Β, 6). Εάν η Σύμβαση ήθελε να κατοχυρώσει και τις γλωσσικές επιλογές, θα το είχε πράξει ρητά και ευθέως. VI. Η απαγόρευση διακρίσεων Προκειμένου να διευρυνηθεί η ενδεχόμενη, ερμηνευτικά, θεμελίωση της γλωσσικής εκπαίδευσης ως προστατευόμενου δικαιώματος στη Σύμβαση, επιβάλλεται να εξεταστεί, εάν διαθέτει σχετικό έρεισμα και στις λοιπές διατάξεις της. Η αναζήτηση εντοπίζεται στο άρθρο 14, το οποίο απαγορεύει τις διακρίσεις. Η θέσπισή του συμπληρώνει το κανονιστικό περιεχόμενο των ουσιαστικών επιλογών της Σύμβασης, όπως αποτυπώνεται στις επιμέρους διατάξεις της (βλ., αντί πολλών, τις αποφάσεις ΕΔΔΑ, Σαμπάνης και λοιποί κατά Ελλάδας της 11 ης Δεκεμβρίου 2012, σκέψη 77 6
Λαβίδας και λοιποί κατά Ελλάδας της 30 ής Μαΐου 2013, σκέψη 60 και τις εκεί νομολογιακές αναφορές), συγκεκριμενοποιεί δε την πιο σημαντική από τις εγγυήσεις για το σεβασμό και την προστασία των, εν γένει, θεμελιωδών δικαιωμάτων. Υιοθετώντας διατύπωση, που θα χρησιμεύσει στο μέλλον ως υπόδειγμα για τη διαμόρφωση και άλλων διεθνών συμφωνιών ή εθνικών κειμένων, η Σύμβαση οριοθετεί το πλαίσιο απόλαυσης από τους φορείς τους των αναγνωρισμένων σε αυτήν δικαιωμάτων και ελευθεριών. Η άσκησή τους, όχι η «χρήση» τους όπως αναφέρεται δίχως να ακριβολογεί, πρέπει να εξασφαλίζεται, μεταξύ άλλων, «ασχέτως διακρίσεως... γλώσσας». Συνεπώς, η τελευταία δεν αποτελεί κριτήριο και δεν μπορεί, καταρχήν, να δικαιολογήσει διαφοροποιήσεις στην αντιμετώπιση των φορέων του ίδιου δικαιώματος. Το δικαίωμα στην εκπαίδευση κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 του Πρώτου (Προσθέτου) Πρωτοκόλλου. Η προβολή του στο γενικό κανόνα της απαγόρευσης των διακρίσεων φαίνεται, καταρχήν, να επιτρέπει την υποστήριξη της άποψης ότι ο ανήλικος, δηλαδή το παιδί, και, κατά περίπτωση, ο γονέας, αυτοτελώς ή και ως έχων την επιμέλειά του, μπορούν να απαιτήσουν την παροχή εκπαίδευσης στη γλώσσα της επιλογής τους. Υπό αυτήν την ερμηνευτική εκδοχή, η γλωσσική εκπαίδευση θα ήταν, λοιπόν, δυνατόν να βρει έρεισμα στη Σύμβαση. Ωστόσο, η αποδοχή της οδηγεί σε συστηματικό άτοπο και θα κατέληγε σε λειτουργικό αδιέξοδο με όλες τις παρεπόμενες δυσμενείς συνέπειες για τους φορείς του δικαιώματος στην εκπαίδευση. Και τούτο, επειδή ο καθένας θα απαιτούσε και θα μπορούσε να επιβάλει τη διδασκαλία στη γλώσσα της προτίμησής του (βλ. την απόφαση του ΕΔΔΑ, Relating to certain aspects of the laws on the use of the languages in education in Belgium vs Belgium της 23 ης Ιουλίου 1968, σκέψη 15, Ι, Β, 9 και 15). Έτσι, θα διεκδικούνταν η παροχή εκπαίδευσης σε τόσες γλώσσες όσες, εν πολλοίς, και οι ομιλούμενες εντός των εδαφικών ορίων κάθε κράτους. Αλλά και στην περίπτωση που η εν λόγω ερμηνευτική προσέγγιση γίνονταν δεκτή, προ στιγμής και αποκλειστικά για την πληρότητα του θεωρητικού προβληματισμού, θα έθετε εκ ποδών και πάντως εν αμφιβόλω όσα συγκροτούν το σκληρό πυρήνα του δικαιώματος στην εκπαίδευση. Δηλαδή, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση κάθε συμβαλλόμενου κράτους να διαθέτει εκπαιδευτικό σύστημα, διαθέσιμο σε όλους τους ενδιαφερόμενους και προσβάσιμο χωρίς διακρίσεις. VIΙ. Συμπεράσματα 7
Σε αντίθεση με το δικαίωμα στην εκπαίδευση, η γλωσσική εκπαίδευση δεν κατοχυρώνεται ρητά στη Σύμβαση. Ούτε όμως μπορεί να βρει στις διατάξεις της τη ζητούμενη ερμηνευτική θεμελίωση. Έτσι, η επιλογή της γλώσσας στην οποία παρέχεται η διδασκαλία ανήκει και παραμένει στην αποκλειστική αρμοδιότητα κάθε συμβαλλόμενου κράτους, προκρίνεται δε, συνήθως, η επίσημη, η εθνική. Η γλωσσική εκπαίδευση στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν αποτελεί, λοιπόν, δικαίωμα των πολιτών, αλλά ευχέρεια του κράτους. Οι επικρατούσες συνθήκες, οι υπηρετούμενες πραγματικές ανάγκες και οι διαθέσιμοι πόροι του καθορίζουν, εντέλει, τις όποιες αποφάσεις. Δεν αποκλείεται, γι αυτό, να προκριθεί, συμπληρωματικά, και άλλη γλώσσα διδασκαλίας, τουλάχιστον στις δύο πρώτες βαθμίδες της εκπαίδευσης. Μια τέτοια εξέλιξη δεν μπορεί πάντως να επιβληθεί από τη Σύμβαση, ούτε, βέβαια, να έρεισμα στις διατάξεις της. 8