Η ΒΡΟΧΗ ΕΠΕΦΤΕ ασταμάτητα και η λάσπη που κόλλαγε στα παπούτσια της τα έκανε πιο βαριά από ό,τι ήταν. Στο τσακ κρατιόταν να μην τα βγάλει κι αρχίσει να ζυμώνει τις λάσπες με τα πόδια της, σαν ένδειξη διαμαρτυρίας. Δεν της γέμισαν το μάτι από τη στιγμή που τα είδε μέσα στο κουτί. Τι να τα δοκιμάσει; Φαίνονταν με την πρώτη ματιά: χοντροκομμένα και βαριά. Και το είπε, δεν άντεξε: «Θα τα συνηθίσεις, όλα μια συνήθεια είναι...» της είπε η θεία της, και έφυγε για να ταΐσει την κατσίκα. «Να χαρείς, θεία, πήγαινέ τα πίσω...» σύρθηκε ξοπίσω της ικετεύοντας. «Δεν τα παίρνουν ξανά πίσω...» «Θεία, σε παρακαλώ...» «Τώρα αυτά είναι, θα τα συνηθίσεις! Φύγε από το κεφάλι μου!» «Κάνε καμιά βόλτα, χοντρέλα, να χάσεις κανένα κιλό! Γι' αυτό σ τα πήρε βαριά, εξ επίτηδες...» την τσαλάκωσε ο α- δερφός της. Μετά τον καβγά έμαθε ότι αρχικά είχαν αγοραστεί για ε- κείνον, επειδή όμως το πόδι του φέτος μεγάλωσε, αντί για έ- να, δύο νούμερα, της τα φόρτωσαν. Ποιος νοιαζόταν εξάλλου γι' αυτή; Ούτε η ίδια δεν πρό- 11
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΠΑΛΤΖΗ σεχε την εμφάνισή της. Πέρα από ένα γλυκό προσωπάκι, με δύο τεράστια αμυγδαλωτά μαύρα μάτια, όλα τα άλλα ήταν θαμπά πάνω της: τα μαλλιά της, το δέρμα της γεμάτο σπυριά από ακμή, ακόμη και τα ρούχα που φόραγε, τα μαύρα για τη μάνα. H ίδια η φύση της, στα δεκαεφτά της χρόνια, έδειχνε λες και είχε αποκοιμηθεί, αφού ακόμη δεν της είχε έρθει περίοδος. Το χαμόγελο είχε ξεχάσει τα χείλη της και η χαρά την ψυχή της. Η αγάπη είχε αργήσει γι αυτή και ίσως να μην ερχόταν ποτέ. Εξαιτίας αυτών, ένας κόμπος που την έπνιγε στο λαιμό θαρρείς και έπνιγε και το μέλλον της, τα όνειρά της και τις φιλοδοξίες της. Το κλάμα της μιμήθηκε τη βροχή που δυνάμωσε και τα μάτια της πρήστηκαν κι άλλο. Μα αυτή τη φορά δεν έκλαιγε ε- πειδή ήταν βαριά τα παπούτσια, αλλά γιατί η ψυχή της είχε σπάσει τη ζυγαριά και όλα γύρω της έγιναν το καθένα από εκατό κιλά. Έκλαιγε για τη μάνα της, που την πήρε η κακιά αρρώστια και τους άφησε να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. Έκλαιγε για τον πατέρα της, τον Σωτήρη, που την ξέχασε τη συγχωρεμένη μόλις μια μακρινή συγγένισσά τους, η Μαρίκα η χήρα, ήρθε να τους συντρέξει και από τότε ρίζωσε στο σπιτικό τους παριστάνοντας την καλή. Και το α- ποδείκνυε πως η καλή νοικοκυρά είναι δούλα και κυρά, α- 12
ΣΟΛΟΜΟΝΙΚΑ κόμη και το βράδυ που χωνόταν κρυφά κάτω από τα σκεπάσματα του Σωτήρακλα, αφήνοντας την γκρίνια για τo σομιέ. Αυτό το τρίξιμο την είχε κρατήσει ξάγρυπνη βράδια και βράδια, νύχτες ατέλειωτες πάνω σε ένα μουσκεμένο μαξιλάρι. Και το τρίξιμο να σταματά και ν αρχίζει, να σταματά και ν αρχίζει... Άρχισε τότε κι αυτή κάτι ξεγυρισμένες εφόδους στην κουζίνα και ήρθε κι έγινε διπλή από ό,τι ήταν. Το μόνο καλό με τη θεία Μαρίκα ήταν πως για το φαγητό έδινε τη μισή της ζωή. Την άλλη μισή στο γαμήσι, κι ας το έκρυβε. Για το φαΐ όμως το ντελαλούσε πως είναι το μυστικό για να 'χεις σίγουρο το στεφάνι σου. Ποιο στεφάνι; Να 'χαμε να λέγαμε... Τάχα μου τάχα μου συμβουλές σαν τη στρίμωχνε και της μάθαινε τα περίτεχνα φαγητά της, βάζοντάς την όλη την ώρα να καθαρίζει κρεμμύδια, πατάτες, φασολάκια και ό,τι άλλο ζαρζαβατικό υπήρχε... «Να μάθεις να μαγειρεύεις, γι' αυτό σε μαλώνω να γίνεις νοικοκυρά», της έλεγε η θεία Μαρίκα. «Πώς θα κρατήσεις τον άντρα σου μεθαύριο; Κι αυτός που θα σε πάρει γι' αυτό θα σε πάρει. Θα σε δει αφράτη και στρουμπουλή και θα του ανοίξει η όρεξη. Αλίμονό σου, κακομοίρα μου, αν τον απογοητεύσεις». Στο σημείο αυτό τα χοντρά μάγουλα του κοριτσιού γίνονταν κατακόκκινα από ντροπή, νομίζοντας πως η θεία Μαρίκα θα πήγαινε και αλλού την κουβέντα. Όπως εκείνη τη μέρα που, κρυμμένη η κοπέλα πίσω από την πόρτα, την ά- 13
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΠΑΛΤΖΗ κουσε να προσθέτει σε όλες τις συμβουλές περί νοικοκυριού κι από ένα πιπεράτο σχόλιο. Από τότε τα λόγια αυτά τής έ- μειναν. Η ξαδέρφη της θείας, η Τασία, που είχε έρθει επίσκεψη από το διπλανό χωριό, την άκουγε με το στόμα ανοιχτό. Μέχρι και ερωτικές στάσεις τής έμαθε, και πρόστυχα λόγια που τα ξεστομίζεις κρυφά στο αφτί, και ανάσες, και περίτεχνα πιασίματα που κάνουν έναν άντρα να παραλύει... «Και όλα αυτά ίσα που να τα σκεπάζει ο σομιές...» είχε τονίσει η θεία Μαρίκα. Να γιατί εκείνη δεν άκουγε τίποτ άλλο πέρα από ένα τρίξιμο... «Όχι η γειτονιά, ούτε το σπίτι να σε παίρνει χαμπάρι, Τασία μου, ούτε το σπίτι!» Σε σχέση με τη Μαρίκα, που ήταν μια χοντροκάπουλη αλλά ντελικάτη σαραντάρα, με κορακί μαλλί σχεδόν μονίμως τυλιγμένο σε ρόλεϊ, η ξαδέρφη της, που είχε πατήσει τα είκοσι έξι γεροντοκόρη για τα δεδομένα του χωριού, είχε λεπτά χαρακτηριστικά. Ήταν ψηλότερη από εκείνη, με ξανθά κοντοκουρεμένα μαλλιά και γαλάζια μάτια. Αυτές τους οι εξωτερικές αντιθέσεις επεκτείνονταν και στους χαρακτήρες τους, αλλά αυτό ακριβώς ήταν το στοιχείο που τους ένωνε: η μία έκοβε και η άλλη έραβε. Η Τασία μαζί με τον καφέ ρούφαγε τα λόγια της ξαδέρφης της και το βλέμμα της έπαιρνε μια αλλόκοτη γυαλάδα, «χασικλίδικη». Έτσι είχε πει ο πατέρας και από τότε έμεινε, όταν πριν 14
ΣΟΛΟΜΟΝΙΚΑ από χρόνια είχε έρθει ο κατά μία δεκαετία μεγαλύτερος ξάδερφός του και νονός της Μόνικας από την Αμερική: «Αυτός σίγουρα είναι χασικλής, φαίνεται από τα μάτια του που γυαλίζουν. Γι' αυτό κάνει τα δικά του και δεν υπολογίζει τίποτα. Αλλά αφού θέλει να την πει Μόνικα...» Ο πατέρας τότε είχε θυμώσει για το όνομα, άλλο αν δεν το έδειξε. Αφού ο ξάδερφος ήταν μεγαλύτερος, δεν μπορούσε να του πει κουβέντα. Η Μόνικα, βλέπεις, που κάτω από άλλες συνθήκες θα λεγόταν Βαγγελίτσα, είχε κλείσει τα τέσσερα και ήταν ακόμη αβάφτιστη. Πότε αρρώσταινε εκείνη και πότε η τσέπη τους. Ο θείος, από την άλλη, χασικλής μεν και ιδιότροπος, αλλά μοίραζε παράδες... Με αυτούς βούλωσε το στόμα του πατέρα, αλλά και του παπά, που στην αρχή είπε πως το Μόνικα δεν είναι χριστιανικό και μετά τη χειρονομία του νονού συμπλήρωσε έ- να «Αλλά δεν πειράζει». Δεν πειράζει, είπε και το χωριό, και χόρτασε κοψίδι... Έτσι και η Τασία τώρα. Έπινε τον καφέ της, λάδωνε τ άντερό της, έπαιρνε και τη δόση της περί παντρειάς... Αρκούσε μόνο ένα «Ναι» σε καθετί που έλεγε η Μαρίκα αν και τις περισσότερες φορές το εννοούσε. Με τον καιρό, οι επισκέψεις της Τασώς έγιναν συχνότερες. Είχε αφήσει πια την τύχη της στα χέρια της ξαδέρφης. Όχι μόνο επειδή εκείνη ήταν πιο μεγάλη και είχε πείρα, αλλά επειδή είχε και μυαλό. Ήξερε να βάζει στόχους και να τους πετυχαίνει. 15
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΠΑΛΤΖΗ Πολλά είχαν ακουστεί και για δαύτη και για την περιουσία του μακαρίτη του άντρα της. «Κοπέλα σαν τα κρύα τα νερά και να πάρει το γέρο, το απολειφάδι...» Γέλαγε όλο το χωριό... Αλλά γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος. Ξινό τούς βγήκε. Σε έξι μήνες τον κλάψανε το μακαρίτη, και δεν είχε ούτε παιδιά ούτε σκυλιά. Κάθε φορά που ερχόταν η Τασία, η Μόνικα καραδοκούσε, στήνοντας αφτί πίσω από την πόρτα. Και το τι άκουγε; Μωρέ, καλά δεν την είχε χωνέψει την Τασώ... Από την αρχή την είχε καταλάβει. Ήταν στριμμένη και κακιά σαν τη θεία της. Εκείνο το στόμα της... Με το που έ- μπαινε, το έριχνε το δηλητήριο. Έτσι και τώρα... «Η χοντρή εδώ είναι;» ρώτησε η Τασώ τη Μαρίκα. «Μόνικααα!» φώναξε αυτή. «Κλειδωμένη στην κάμαρή της. Την έβαλα να ζυμώσει ψωμί κι απόκαμε. Ε, Μόνι - κα!» Εκείνη άνοιξε την πόρτα τάχα απορημένη. «Δεν κρένεις στην Τασία, δε λες καλημέρα;» «Καλημέρα...» «Καλημέρα, Μόνικα. Κοίτα μαγουλάκια αφράτα... Φτου να μη σε ματιάσω! Μωρέ, εσύ είσαι από τις τυχερές. Είδες χοντρή γυναίκα; Μην τη φοβάσαι, αυτή θα βρει τον καλύτε- 16
ΣΟΛΟΜΟΝΙΚΑ ρο, που δε θα 'χει μάτια για άλλη! Πάντα οι χοντρές έχουν τις τύχες τις καλές». «Τι με θες, θεία;» ψέλλισε η Μόνικα, φαρμακωμένη από τα λόγια της Τασίας που ποτέ να μην έβρισκε γλύκα στα σκέλια της! Έτσι έλεγε η Μαρίκα όταν φουρκιζόταν απ' το σούσουρο που της κάνανε οι Κατίνες του χωριού, κι η Μόνικα το 'χε ξεσηκώσει. «Τι να σε θέλω;» της απάντησε η θεία Μαρίκα. «Δεν είπαμε ότι θα σε κάνω νοικοκυρά; Για ψήσε μας δυο καφεδάκια να δούμε... Άντε, όπως σου έμαθα...» Αυτό της έλειπε τώρα, να κάνει και την υπηρέτρια μέσα στο ίδιο της το σπίτι... Τι μπορούσε να κάνει όμως; Υπάκουσε. Βάζοντας στο μπρίκι τον καφέ, την πήρε το παράπονο. «Αχ, μάνα, μάνα, που έφυγες και μ άφησες έρημη και μόνη στα ξένα χέρια...» Σκούπισε τις μύξες της και σερβίρισε σ ένα δίσκο τους καφέδες με τα παγωμένα νερά παραδίπλα. «Για να δούμε, τον έκανες τον καφέ όπως τον παίνεψε η θεια σου; Α, και οι φουσκάλες δύο, μπράβο... Αχ, Μαρίκα μου, δασκάλα είσαι μεγάλη! Κι εσύ τυχερό κορίτσι, ξεφτέρι θα σε κάνει η θεια σου, αν σου μάθει και το φλιτζάνι που ξέρει...» «Άντε, άντε τώρα», την πάγωσε η Μαρίκα, «μικρή είσαι για να κάθεσαι στους καφέδες. Άσ' την κι εσύ, Τασία, που έ- χουμε να μιλήσουμε...» Κι αυτά που είχαν να πουν μακάρι να μην τα άκουγε η 17
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΠΑΛΤΖΗ Μόνικα, που είχε γίνει ένα με την μπουκαμβίλια που φούντωνε δίπλα στο παράθυρο της κουζίνας. «Μην τη βλέπεις χαμηλοβλεπούσα και λιγομίλητη, είναι μεγάλη μάρκα», έλεγε η Μαρίκα. «Μμμ, σιγά!» «Δεν κόβει το μάτι σου, ξαδέρφη...» «Βγάλε με τώρα και χαζή!» «Δεν τα ζυγίζεις καλά τα πράγματα και δε με ακούς, γι' αυτό και έμεινες αστεφάνωτη. Σ' τα λέω, σ' τα λέω και, μόλις ξεμακραίνεις από κοντά μου, τα ξεχνάς όλα». «Ό,τι μου λες το κάνω, Μαρίκα μου». «Μακάρι να το έκανες, αλλά εσύ ούτε από όρκους ξέρεις ούτε από υποσχέσεις. Μη με κοιτάς έτσι... Πάλι στα αφτιά μου ήρθαν κουβέντες. Κόφ' το πια αυτό το χούι με τους φαντάρους... Κανένας απ αυτούς δε θα σε πάρει. Αυτοί το κέφι τους κάνουν και θα φύγουν κι εσένα θα σου βγει τ όνομα και θα μείνεις στο ράφι. Αυτές οι πουτανιές δεν περνάνε. Η πουτάνα η καλή, αν θες να ξέρεις, δεν είναι αυτή που κατεβάζει το βρακί, αλλά εκείνη που δεν το βγάζει». «Εσύ όμως το έβγαλες και δεν το ξαναφόρεσες από τότε που πέθανε η συγχωρεμένη...» «Να, εκεί είναι το λάθος σου, βρε Τασώ. Εγώ το έκανα την κατάλληλη στιγμή. Αλλά πού να το καταλάβεις εσύ αυτό...» «...» «Αυτή, αυτή...» είπε με νόημα η Μαρίκα. «Αυτή θα γίνει μεγάλη πουτάνα». «Ποια, καλέ, η χοντρή, το αβάφτιστο;» 18
ΣΟΛΟΜΟΝΙΚΑ «Χοντρό είναι το μάτι σου και δε βλέπει», επέμεινε η άλλη. «Αλλά είσαι τυχερή που το δικό μου βλέπει και κοιτά προς το μέλλον σου». «Για πες, για πες...» «Ο αδερφός της πάτησε τα δεκαοχτώ». «Ο Γιαννάκης;» «Νταβραντισμένος πια, ποιος Γιαννάκης; Πραγματικός ά- ντρας ο Γιάγκος. Έχει μπει ο διάολος μέσα του για τα καλά και ησυχία δεν έχει. Προχτές τον τσάκωσα καβάλα στην κατσίκα...» «Γυάλισε το μάτι σου, καλέ!» «Ε, μ' αυτά που είδα πώς να μη γυαλίσει; Γι' αυτό σου λέω, τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή. Πριν μεγαλώσει το πουτανί και μας κάνει άνω κάτω, κοίτα να τον τυλίξουμε. Βάλ' το καλά στο μυαλό σου πως σ' έναν πρέπει να το δίνεις, γιατί ο ήλιος δε βγαίνει μία φορά, αλλά κάθε μέρα». «...Και η διαφορά ηλικίας;» «Ποια διαφορά; Λίγα χρονάκια; Αυτό δε λέγεται διαφορά, πείρα λέγεται!» «Μα είναι μικρός, αμούστακος...» «Αυτά σε φάγανε, τα μουστάκια και τα τριχωτά τα στέρνα... Για τράβα πίσω στην αυλή να τον δεις που κόβει ξύλα για το φούρνο!» Τι καφέδες του 'ψησαν, τι πίτα φουρνίσανε μαζί με το ψωμί για χάρη του, τι παινέματα και γλυκόλογα του είπανε διά στόματος Τασίας... Ο άντρας ξελογιάζεται με το τίποτα. Μέχρι τη χαμηλοβλεπούσα έκανε η μαριονέτα της Μα- 19
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΠΑΛΤΖΗ ρίκας. Ποια; Η Τασώ η ξεπετάχτρα! Ώσπου στο τέλος ε- κείνος ο πανίβλακας το χαψε. Αλλά έχουνε γνώση οι φύλακες. Όλα τα ένιωθε η Μόνικα, που παρατηρούσε κάθε τους κίνηση. Τι να του έλεγε όμως, αφού ήταν ξεροκέφαλος και συνεχώς της πήγαινε κόντρα; Αν του έκανε κουβέντα, ήταν ι- κανός να τη μαρτυρήσει στην πανούργα τη Μαρίκα, που, πονηρή ούσα, σε λίγο βρήκε τρόπο να την ξεφορτωθεί. «Μόνικααα!» Αυτό που δε χώνευε η Μόνικα ήταν όταν η Μαρίκα τσίριζε το όνομά της. Η θεία της έπιασε την τριχιά που ήταν δεμένη η κατσίκα και της την έδωσε. «Τόση ώρα σε φωνάζω... Θα την πας στη στάνη του Μελισσά, πάνω στο λόφο. Συνεννοήθηκα εγώ μαζί του να την κανονίσει ο τράγος. Άμα δεν είναι ο ίδιος, άσ' τη στον παραγιό του και φύγε, κορίτσι πράμα μην κάτσεις εκεί και βλέπεις. Αύριο θα πάει ο αδερφός σου να την πάρει». «Γιατί δεν την πάει αυτός;» «Γιατί απόκαμε όλη τη μέρα να κόβει ξύλα, πού να τρέχει τώρα και πάνω στο λόφο; Άιντε, τράβα κι άσ' τα λόγια». Μπρος αυτή και πίσω η κατσίκα ανέβηκαν την πλαγιά. Με τόσα κιλά, το ότι κατάφερε κι έφτασε μέχρι πάνω ήταν άθλος γι αυτή. Όταν πια νόμισε πως δε θα άντεχε άλλο, ήρθαν στα αφτιά της τα βελάσματα των ζωντανών. Τώρα μπορούσε να κάνει μια στάση της προκοπής. 20