Στο Ν. Μακρής & Δ. Δεσλή (Επιμ.) Η Γνωστική Ψυχολογία Σήμερα: Γέφυρες για τη Μελέτη της Νόησης, Αθήνα, Τυπωθήτω Δαρδανός, 2004, 290-294.



Σχετικά έγγραφα
Γνωστικοί και Συναισθηματικοί Παράγοντες της Επικοινωνίας

Γνωστικοί και Συναισθηματικοί Παράγοντες της Επικοινωνίας

ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Πως ο Νους Χειρίζεται το Φόβο

Εισαγωγή στη Γνωστική Ψυχολογία. επ. Κωνσταντίνος Π. Χρήστου

Στόχος της ψυχολογικής έρευνας:

Νόησης Συγκίνησης. Πανεπιστήμιο Αθηνών

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΨΧ 00)

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ. Θεματική Ενότητα 4: Η ψυχαναλυτική θεωρία των κινήτρων

Η οργάνωση της γνώσης ΠΕΤΡΟΣ ΡΟΥΣΣΟΣ

EMDR Πρωτόκολλο. Πέννυ Παπανικολοπούλου M.Sc. Ph.D Σεπτέμβριος 2011

Εννοιολογική χαρτογράφηση. Τ. Α. Μικρόπουλος

Μεταγνωστικές διεργασίες και αυτο-ρύθμιση

Περίγραμμα Εισηγήσεων

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Εισαγωγή στην Ψυχολογία Ενότητα 10: Μνήμη: Δομικά μέρη και Λειτουργία

ΙΑΤΡΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ: ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Τρόποι εξάσκησης της μνήμης και μέθοδοι καλυτέρευσης

Συνείδηση, αντίληψη και τυφλή όραση

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Εισαγωγή Μεθοδολογία της Έρευνας ΕΙΚΟΝΑ 1-1 Μεθοδολογία της έρευνας.

Η έννοια της κοινωνικής αλλαγής στη θεωρία του Tajfel. Ο Tajfel θεωρούσε ότι η κοινωνική ταυτότητα είναι αιτιακός παράγοντας κοινωνικής αλλαγής.

Η Επίδραση της Συγκίνησης ης στη Λήψη Ατομικών Αποφάσεων

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες. Θεματική Ενότητα 3: Σχολές σκέψης στην ψυχολογία: I

Ο ρόλος των αναπαραστάσεων στην επίλυση προβλήματος

Η πρώιμη αλληλεπίδραση μητέρας βρέφους και η ανάπτυξη της σκέψης: άνεια και ερμηνείες από τη γνωστική ψυχολογία

Αθανασούλα Ρέππα Αναστασία* Καθηγήτρια Εκπαιδευτικής Διοίκησης και Οργανωσιακής Συμπεριφοράς

ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΙΔΟΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες. Θεματική Ενότητα 6: Σχολές σκέψης στην ψυχολογία: IV

Εισαγωγή στην Ψυχολογία Ενότητα 11: Μνήμη: Είδη μνημονικής καταγραφής

Με την ολοκλήρωση του μαθήματος ο διδασκόμενος αναμένεται να είναι σε θέση να:

Ο όρος μεταγνώση χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη γνώση μας για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε, θυμόμαστε, σκεφτόμαστε και ενεργούμε, με

Πέραν της θεωρίας του Piaget. Κ. Παπαδοπούλου ΕΚΠΑ/ΤΕΑΠΗ

Περιεχόμενα. Πρόλογος... 13

Τι είναι ψυχοθεραπεία;

Δ19. Γνωστική Ψυχολογία- Ψυχολογία Μάθησης. επ. Κωνσταντίνος Π. Χρήστου

ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΠ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ

MAΘΗΜΑ 4-ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ P S Y M Α Θ Η Μ Α 4 Ο 1

Μαθηματικά: θεωρίες μάθησης. Διαφορετικές σχολές Διαφορετικές υποθέσεις

Θεωρίες Μάθησης και Εκπαιδευτικό Λογισμικό

Γνωστική Ψυχολογία 3

Η ράση των Συναισθημάτων στη Λήψη Αποφάσεων στους Οργανισμούς. Περίληψη ιατριβής

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΑΝΟΙΚΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Ψυχολογία Κινήτρων

ΜΑΘΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΕΛΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

Εισαγωγή στην Ψυχολογία με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες

«Η κανονική νοητική συνθήκη των ανθρώπων σε κατάσταση εγρήγορσης, που χαρακτηρίζεται από την εμπειρία των αντιλήψεων, σκέψεων, συναισθημάτων,

ΙΟΝΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ Τμήμα Ψηφιακών Μέσων & Επικοινωνίας. Κοινή Γνώμη & Προπαγάνδα

Διοίκηση Ανθρώπινων Πόρων Ενότητα 7: Διοίκηση της ατομικής συμπεριφοράς στην εργασία

Το Αρνητικό στην Ψυχανάλυση

Γενικός προγραμματισμός στην ολομέλεια του τμήματος (διαδικασία και τρόπος αξιολόγησης μαθητών) 2 ώρες Προγραμματισμός και προετοιμασία ερευνητικής

Νόησις, Ειδικό Αφιέρωμα «Συγκίνηση και Νόηση», 2006, 2, Προλεγόμενα στο Ειδικό Αφιέρωμα «Συγκίνηση και Νόηση»

ΙΑΤΡΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ: ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Η τυπική θεωρία Επεξεργασίας Πληροφοριών

Oδηγός Σπουδών ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ BSc (Hons) in Psychology Science

Α. Ερωτήσεις Σωστού - Λάθους

Το συναίσθημα απαιτεί γνωστική λειτουργία. λειτουργία; (1)

Γεωργική Εκπαίδευση. Θεματική ενότητα 10 1/2. Όνομα καθηγητή: Αλέξανδρος Κουτσούρης Τμήμα: Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης

Η δραστηριότητα της σκέψης ήταν στην προέλευσή της, διαδικασία εκτόνωσης της ψυχής, από υπερχείλισμα ερεθισμάτων.

Εκπαιδευτική Διαδικασία και Μάθηση στο Νηπιαγωγείο Ενότητα 2: Μάθηση & διδασκαλία στην προσχολική εκπαίδευση: βασικές αρχές

Ορισμός και φύση της σκέψης. Ορισμός και χαρακτηριστικά της σκέψης σε αντιδιαστολή προς άλλες γνωστικές λειτουργίες. Μεθοδολογικές ιδιαιτερότητες της

Κείμενο εργασίας, Μετα - Συμπόσιο της Ελληνικής Ψυχοσωματικής Εταιρείας, 23 Νοεμβρίου 2013.

ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ. Παπαϊωάννου Σοφία Ψυχολόγος, PhD

Ο 19ος αιώνας Είδαμε ότι πρώτοι ιστορικο-συγκριτικοί επιστήμονες είχαν στόχο να εξηγήσουν τις ομοιότητες που παρατηρούσαν ανάμεσα στις γλώσσες. Είδαμε

Γνωστική Ψυχολογία. Ερωτήσεις Ποιο είναι το αντικείμενο της Γνωστικής Ψυχολογίας;

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ PSY 301 Φιορεντίνα Πουλλή. Μάθημα 1ο

εισήγηση 8η Είδη Έρευνας ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΑΣ (#Ν151)

Γνωστική Ανάπτυξη Ενότητα 11: Επίλυση Προβλημάτων

Οδηγός. Σχολιασμού. Διπλωματικής Εργασίας

Θεωρίες ανάπτυξης και μάθησης του παιδιού σε σχέση με τη μουσική

Μάθηση σε νέα τεχνολογικά περιβάλλοντα

Γεωργική Εκπαίδευση. Θεματική ενότητα 9 1/2. Όνομα καθηγητή: Αλέξανδρος Κουτσούρης Τμήμα: Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης

Η Θεωρία Αυτο-κατηγοριοποίησης (ΘΑΚ) Από Χαντζή, Α. (υπό δηµοσίευση)

Γνωστική Ψυχολογία 3

Εισαγωγή στην Ψυχολογία Ενότητα 2: Τομείς Έρευνας της Σύγχρονης Ψυχολογίας

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ. Θεματική Ενότητα 8: Θεωρίες αιτιακών αποδόσεων

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΨΧ 00)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες. Θεματική Ενότητα 8: Γνωστική επανάσταση/τομείς της ψυχολογίας

ΑΝΑΛΥΣΗ ΠΟΙΟΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Γεωργική Εκπαίδευση. Θεματική ενότητα 7 2/2. Όνομα καθηγητή: Αλέξανδρος Κουτσούρης Τμήμα: Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης

Εισαγωγή στην Ψυχολογία με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ

Η Μνήμη Στάδια μνήμης: 1) Kωδικοποίηση. 2) Αποθήκευση. 3) Ανάσυρση

Θεμελιώδεις αρχές επιστήμης και μέθοδοι έρευνας

Ατομικές διαφορές στην κατάκτηση της Γ2. Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ.

ΑΣΠΑΙΤΕ ΕΠΠΑΙΚ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ. Δρ. Κατσιφή Χαραλαμπίδη Σπυριδούλα Σχολική Σύμβουλος. 5 ο ΜΑΘΗΜΑ «ΟΙ ΓΝΩΣΤΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ»

1. Οι Τεχνολογίες της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών στην εκπαιδευτική διαδικασία

Το μάθημα της Τεχνολογία ευκαιρία μεταγνωστικής ανάπτυξης

Γνωστική Ανάπτυξη Ενότητα 9: Θεωρίες Εννοιολογικής Ανάπτυξης

Εισαγωγή στην Ψυχολογία με έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

Γνωστική Ψυχολογία: Οι ανώτερες γνωστικές διεργασίες

Γνωστική Ανάπτυξη Ενότητα 3: Θεωρίες Επεξεργασίας Πληροφοριών για την γνωστική ανάπτυξη

Μεθοδολογία Έρευνας Διάλεξη 1 η : Εισαγωγή στη Μεθοδολογία Έρευνας

Εισαγωγή στην Ψυχολογία Ενότητα 13: Σκέψη

Κυριακή Αγγελοπούλου. Επιβλέπων Καθηγητής: Μανώλης Πατηνιώτης

Transcript:

Στο Ν. Μακρής & Δ. Δεσλή (Επιμ.) Η Γνωστική Ψυχολογία Σήμερα: Γέφυρες για τη Μελέτη της Νόησης, Αθήνα, Τυπωθήτω Δαρδανός, 2004, 290-294. Γνωστικό και Ψυχαναλυτικό Ασυνείδητο Μπετίνα Ντάβου Πανεπιστήμιο Αθηνών Για πολλά χρόνια, οι κυρίαρχες ψυχολογικές προσεγγίσεις αντιμετώπιζαν την έννοια του ασυνειδήτου ως υποθετική, και συνεπώς ως μη επιδεχόμενη διερεύνηση στο πλαίσιο του επικρατούντος επιστημονικού παραδείγματος. Την τελευταία δεκαπενταετία, με το άνοιγμα της ψυχολογίας σε νέες προσεγγίσεις και επιστήμες επανήλθε και το ενδιαφέρον για τις ασυνείδητες λειτουργίες. Ένα κεντρικό ερώτημα που ανακύπτει είναι αν το «γνωστικό» ασυνείδητο (δηλαδή, οι μη συνειδητές λειτουργίες που μελετώνται με τη χρήση γνωστικών πειραματικών μεθόδων) είναι το ίδιο με το «ψυχαναλυτικό» ασυνείδητο (δηλαδή, με τα όσα διατυπώνει περι ασυνειδήτου η ψυχαναλυτική θεωρία και πρακτική). Πολλοί σύγχρονοι ερευνητές (π.χ. Stein, 1997, Horowitz, 1997, Weinberger & Weiss, 1997) υποστηρίζουν ότι η συσχέτιση μεταξύ ψυχαναλυτικού και γνωστικού ασυνειδήτου είναι πλέον εφικτή, παρά το γεγονός, ότι ακόμη και οι έννοιες «ψυχαναλυτικό» (Ellenberger, 1970) και «γνωστικό» ασυνείδητο είναι πολυσήμαντες και μολονότι η γνωστική και ψυχαναλυτική προσέγγιση υπήρξαν παραδοσιακά «αντίπαλες». Όσον αφορά τις ψυχαναλυτικές θέσεις, οι Weinberger & Weiss (1997) παρουσιάζουν τουλάχιστον τέσσερις θεωρίες με πολλές διαφορές μεταξύ τους, αλλά και με κοινά σημεία στα οποία θα μπορούσε να στηριχτεί η ανταλλαγή απόψεων και δεδομένων. Οι δύο προσεγγίσεις του ψυχαναλυτικού ασυνειδήτου προέρχονται από το τοπογραφικό και το δομικό μοντέλο της κλασσικής ψυχανάλυσης, ενώ οι άλλες δύο από τη θεωρία των αντικειμενοτρόπων σχέσεων και την ψυχολογία του εαυτού. Τα τέσσερα αυτά ψυχαναλυτικά μοντέλα διαφέρουν πολύ ως προς τις λεπτομέρειές τους. Τα κλασσικά μοντέλα τοποθετούν την έμφαση σε ενδοψυχικές συγκρούσεις και επιθυμίες, η θεωρία των αντικειμενοτρόπων σχέσεων συνδέει τις επιθυμίες με την αναπαράσταση σχέσεων και σημασιακών άλλων, ενώ η ψυχολογία του εαυτού επικεντρώνεται στην έκφραση του διαπροσωπικού συναισθήματος. Υπάρχουν ωστόσο ομοιότητες στα ψυχαναλυτικά μοντέλα, οι οποίες στοιχειοθετούν μια συνολική διαφοροποίησή τους από άλλες προσεγγίσεις. Όλα τα ψυχαναλυτικά μοντέλα συμφωνούν στα εξής: (α) μεγάλο μέρος της συμπεριφοράς κινητοποιείται ασυνειδήτως, (β) οι ασυνείδητες διεργασίες έχουν συγκινησιακό βάρος, (γ) το ψυχαναλυτικό ασυνείδητο είναι στον πυρήνα του συγκινησιακό και κινητοποιητικό, είναι δηλαδή σε μεγάλο βαθμό ανορθολογικό, (δ) οι πρώιμες εμπειρίες έχουν κρίσιμες επιδράσεις στις ασυνείδητες λειτουργίες

(ε) η κατανόηση και η ερμηνεία είναι μέθοδοι μετατροπής των ασυνείδητων διεργασιών σε συνειδητες. Ορισμένοι ερευνητές, όπως ο Wegman (1985), προσπαθούν να μεταφράσουν την ψυχαναλυτική θεωρία σε ένα υπολογιστικό μοντέλο που να είναι αποδεκτό από τους ψυχαναλυτές ως αντικατοπτρισμός της φροϋδικής θεωρίας, ενώ παράλληλα να ικανοποιεί τις απαιτήσεις των τυπικών μοντέλων της σύγχρονης ψυχολογίας. Στο πλαίσιο αυτού του μοντέλου ο Wegman εξετάζει τη συνάφεια των απωθημένων αναμνήσεων και του ασυνειδήτου, συσχετίζοντας την πειραματική έννοια γνωστική επανεκτίμηση με τη φροϋδική συνειρμική επανόρθωση. Ένα από τα χαρακτηριστικά των κατά Freud απωθημένων αναμνήσεων είναι ότι διατηρούνται για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα «με εκπληκτική φρεσκάδα και με όλες τις συναισθηματικές τους αποχρώσεις». Αν επιστρέψουν στη συνείδηση, λειτουργούν με όλη τη συγκινησιακή δύναμη που θα είχε μια νέα εμπειρία. Οι αναμνήσεις αυτές δεν υφίστανται καμία μετατροπή κατά τη διάρκεια της απώθησής τους, ακριβώς επειδή εξαιρούνται από τη συνειδητή σκέψη. Η συναισθηματική τους εκφόρτιση 1 όμως είναι δυνατή, όπως είναι και η γνωστική επανόρθωση των αναμνήσεων. Ο Wegman αναφέρεται σε έρευνα που έδειξε ότι η προσπάθεια του ανθρώπου να αποφεύγει σκέψεις που δημιουργούν συγκινήσεις δεν καταφέρνει να μειώσει τη συγκινησιακή ισχύ των σκέψεων, αλλά αντιθέτως την αφήνει ανεπηρέαστη. Όταν οι άνθρωποι αποφεύγουν να σκέπτονται μια συγκινησιακά φορτισμένη κατάσταση, στερούν από τον εαυτό τους την ευκαιρία να την υποβάλει στη γνωστική επανεκτίμηση που θα την αποφόρτιζε, πράγμα που επιτρέπει τη διατήρηση του συγκινησιακού της βάρους και μια διαρκή αόριστη πίεση για εκτόνωση. Η διεργασία της απώθησης, στο μοντέλο που προτείνει ο Wegman, εξηγεί μια σειρά από παρατηρήσεις του Freud σχετικά με την οργάνωση των ασυνείδητων αναμνήσεων. Οι αναμνήσεις αυτές επιστρέφουν στη συνείδηση με χρονολογική σειρά αντίστροφη από αυτή με την οποία δημιουργήθηκαν, δηλαδή η τελευταία ανάμνηση επιστρέφει πρώτη. Επιπλέον, είναι θεματικά τοποθετημένες και εναποθηκευμένες κατά στρώματα γύρω από ένα παθογενή πυρήνα, με τέτοιο τρόπο ώστε όσο κοντύτερα στον πυρήνα βρίσκονται τόσο δυσκολότερη να είναι η επαναφορά τους στη συνείδηση. Αυτή η φροϋδική σκέψη είναι συμβατή με γνωστικά ευρήματα όπως π.χ. η συνάφεια μεταξύ προσπελασιμότητας της πληροφορίας και ταχύτητας ανάσυρσής της από το προτασιακό δίκτυο. Η γνωστική προσέγγιση διερεύνησε εξαρχής εμμέσως τις ασυνείδητες διεργασίες, ορίζοντας τις λειτουργικά και εισάγοντας νέες έννοιες, οι οποίες, ωστόσο, ήταν σαφές ότι αναφέρονταν αν όχι σε «αμιγώς» ασυνείδητες, πάντως σε διεργασίες που δεν ήταν συνειδητές, όπως π.χ. η υπό τον ουδό αντίληψη, οι υπονοούμενες σε αντιδιαστολή με τις σαφείς γνωστικές λειτουργίες ή η αυτοβιογραφική πολύ μακρόχρονη μνήμη. Οι γνωστικές πειραματικές προσεγγίσεις των μη συνειδητών διεργασιών 1 Σύμφωνα με την πρώτη φροϋδική θεωρία, η διαδικασία κατά την οποία απωθημένες συγκινήσεις απελευθερώνονται μέσω της αναβίωσης της αρχικής σύγκρουσης ή της τραυματικής εμπειρίας (Rycroft, 1995). Στα πρώτα γραπτά του Freud, η συγκινησιακή εκφόρτιση θεωρείτο αυτοδύναμα θεραπευτική, ανεξάρτητα από το αν ο ασθενής κατανοούσε τη σημασία της απωθημένης εμπειρίας.

παρήγαγαν αρκετές ερευνητικές ενδείξεις, ορισμένες από τις οποίες είναι συμβατές με ψυχαναλυτικές παρατηρήσεις περί ασυνειδήτου. Τα ερευνητικά δεδομένα που προέκυψαν από τις έρευνες της υποσυνείδητης αντίληψης συγκροτούνται και αναλύονται λεπτομερώς από τον Dixon (1981) και καταλήγουν στο γενικό συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι ανταποκρίνονται σε ερεθίσματα που είναι τόσο ασθενή ώστε να μην μπορούν να αναπαρασταθούν στη συνείδηση. Τα ερεθίσματα αυτά αφορούν όλες τις αισθήσεις. Ο Brewin (1988) παρουσιάζει στοιχεία από νευρολογικές μελέτες που επιβεβαιώνουν ότι υποσυνείδητα ερεθίσματα διαφόρων τύπων (π.χ. απτικού) καταγράφονται στον ανθρώπινο εγκέφαλο, ενώ ο Marcel (1983) επισημαίνει ότι μέσω της υπο τον ουδό αντίληψης καταγράφονται όχι μόνον τα φυσικά χαρακτηριστικά των ερεθισμάτων αλλά και μέρος του νοήματός τους. Το παράδοξο του «να ξέρεις και να μην ξέρεις», αυτού δηλαδή που ονομάστηκε στη γνωστική προσέγγιση υπονοούμενη γνωστική λειτουργία απαντήθηκε κυρίως μέσα από υπολογιστικά μοντέλα. Το επιχείρημα ήταν απλό: στα υπολογιστικά συστήματα οι πληροφορίες αποθηκεύονται σε ανεξάρτητα αλλά αλληλεπιδρώντα αρθρωτά συστήματα (modules), που το κάθε ένα έχει μερική μόνο (ή και καμία) γνώση για τα περιεχόμενα του άλλου. Η πρόσβαση ενός συστήματος στις πληροφορίες που περιέχει το άλλο κατευθύνεται από ένα γενικό εκτελεστικό σύστημα που παραβλέπει ή αγνοεί τη δραστηριότητα των επιμέρους συστημάτων. Με έναν αντίστοιχο τρόπο, μέρος του ανθρώπινου νοητικού συστήματος (π.χ. το συνειδητό) είναι πιθανό να αγνοεί τη δραστηριότητα ενός άλλου συστήματος (π.χ. του μη συνειδητού). Από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 80 διαπιστώνεται συστηματικά με έρευνες σε κλινικό και μη κλινικό πληθυσμό ότι η «γνώση χωρίς επίγνωση» είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο και ότι εμπειρίες που δεν είναι διαθέσιμες στη συνείδηση μπορούν να επιδρούν στην αντίληψη, την κρίση και τη δράση. Η ποικιλία αυτών των «χωρίς επίγνωση» φαινόμενων αναφέρεται γενικά ως υπονοούμενη μνήμη και χαρακτηρίζει εκείνες τις περιστάσεις όπου πληροφορίες που κωδικοποιήθηκαν στη διάρκεια κάποιου συγκεκριμένου επεισοδίου εκφράζονται κατόπιν, χωρίς συνειδητή ή σκόπιμη ανάμνηση (Schacter, 1987). Οι μελέτες από το πεδίο της σαφούς και υπονοούμενης μνήμης δείχνουν ότι υπάρχει μια μορφή γνώσης που δεν είναι διαθέσιμη στο λόγο, δεν μπορεί δηλαδή να περιγραφεί λεκτικά, αλλά είναι διαθέσιμη υπό την έννοια ότι επιδρά και μετατρέπει τη συμπεριφορά. Μια τρίτη έννοια που χρησιμοποιήθηκε για να εξηγηθούν φαινόμενα που υπονοούσαν τη δράση ασυνείδητων λειτουργιών είναι αυτή της αυτοβιογραφικής, πολύ μακρόχρονης μνήμης. Η έννοια προέκυψε από μια διάκριση των περιεχομένων της ανθρώπινης μνήμης σε δύο γενικές κατηγορίες: (α) στη μνήμη επεισοδίων που υπάγονται οι πληροφορίες που καταγράφηκαν μέσα από το προσωπικό βίωμα του υποκειμένου και (β) στη σημασιολογική μνήμη που περιλαμβάνει τις οργανωμένες γνώσεις που έχει το άτομο για τη σημασία λεκτικών συμβόλων, τις σχέσεις μεταξύ τους και τους κανόνες που τις διέπουν (Collins & Quillian, 1969, Tulving, 1972). Οι αυτοβιογραφικές μνήμες έχουν συνήθως μια έντονη συγκινησιακή διάσταση. Ο Morris (1992) αναφέρεται σε πειραματικές μελέτες που δείχνουν ότι όταν το άτομο υποχρεώνεται να θυμηθεί παλαιότερα γεγονότα που το είχαν συγκινήσει, τείνει να ξαναζεί τη συγκίνηση που συνόδευε το βίωμα στο παρελθόν και αυτό είναι κάτι που θυμίζει πολύ τη φροϋδική «επιστροφή του απωθημένου». Ο Siegel (1998) παρουσιάζει στοιχεία

σύμφωνα με τα οποία από τη μνήμη επεισοδίων προκύπτει η αυτοβιογραφική μνήμη, γνωστική λειτουργία που είναι κυρίως υπεύθυνη για την ανάπτυξη της αίσθησης του εαυτού και της αίσθησης του χρόνου, δηλαδή για την αίσθηση της συνέχειας της ύπαρξης του υποκειμένου στο χώρο και το χρόνο (Wheeler, Stuss & Tulving, 1997). Υπάρχουν οπωσδήποτε πολύ σημαντικές διαφορές μεταξύ της ψυχαναλυτικής και της γνωστικής προσέγγισης στη μελέτη του ασυνειδήτου, που πηγάζουν από τη διαφορετική φύση των μεθόδων και των δεδομένων τους και από τη ριζική διαφορά των θεμελιωδών εννοιών που καθοδηγούν την έρευνα στην κάθε προσέγγιση. Και ενώ ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η συμπληρωματικότητα που χαρακτηρίζει τις δύο προσεγγίσεις σημαίνει ότι ήρθε η ώρα της ένωσής τους (π.χ. Erderlyi, 1984, Wegman, 1985, Oatley, 1990, Cloitre, 1997, Stein & Young, 1997), άλλοι προτείνουν κάποια ενδιάμεσα βήματα: στη γνωστική προσέγγιση να ενσωματώσει στις έρευνές της τα συγκινησιακής φύσης ερεθίσματα που τονίζονται από την ψυχανάλυση (π.χ. τον έρωτα, τη σεξουαλικότητα, τις ενοχές, το πάθος και τον ανταγωνισμό), και στην ψυχανάλυση να υιοθετήσει τις αυστηρές πειραματικές μεθόδους της γνωστικής ψυχολογίας, ως μέσα για μια συστηματικότερη αξιολόγηση των κλινικών της παρατηρήσεων (Weinberger & Weiss, 1997). Παρ όλα αυτά, υπάρχουν ήδη ορισμένα κοινά σημεία στα συμπεράσματα των δύο προσεγγίσεων, που είναι τα εξής: (α) οι ασυνείδητες διεργασίες αποτελούν μια σημαντικότατη πλευρά της νοητικής δραστηριότητας, (β) υπάρχουν ποιοτικές διαφορές μεταξύ συνειδητών και ασυνείδητων διεργασιών και (γ) οι ασυνείδητες διεργασίες είναι πιο «πρωτόγονες», λιγότερο νοητικά κατεργασμένες και λιγότερο «εύπλαστες» από τις συνειδητές. Βιβλιογραφικές Αναφορές Brewin, C.R. (1988) Cognitive Foundations of Clinical Psychology, London, Lawrence Erlbaum. Cloitre, M. (1997) Conscious and unconscious memory: A model of functional amnesia in D.J. Stein (Ed.) Cognitive Science and the Unconscious, Washington, D.C. American Psychiatric Press. Collins, A.M. & Quillian, M.R. (1969) Retrieval time from semantic memory, Journal of Verbal Learning and Verbal Behavior, 8, 240-247. Dixon, N.F. (1981) Preconscious Processes, Cichester, Wiley. Ellenberger, H.F. (1970) The Discovery of the Unconscious, New York, Basic Books. Erderlyi, M.H. (1984) Psychoanalysis: Freud s Cognitive Psychology, New York, W.H. Freeman & Co. Horowitz, M.J. (1997) Cognitive psychodynamics: The clinical use of statyes, person schemas and defensive control process theories in D.J. Stein (Ed.) Cognitive Science and the Unconscious, Washington, D.C. American Psychiatric Press. Marcel, A.J. (1983) Conscious and unconscious perception: Experiments on visual masking and word recognition, Cognitive Psychology, 15, 197-237. Morris, P.E. (1992) Cognition and consciousness, The Psychologist, 5, 3-8.

Oatley, K. (1990) Freud s cognitive psychology of intention: The case of Dora, Mind and Language, 5, 69-86. Schacter, D.L. (1987) Implicit memory: History and current status, Journal of Experimental Psychology: Learning, Memory and Cognition, 13, 501-518. Stein, D.J. (1997) Introduction: Cognitive science and the unconscious in D.J. Stein (Ed.) Cognitive Science and the Unconscious, Washington, D.C. American Psychiatric Press. Stein, D.J. & Young, J. (1997) Rethinking repression in D.J. Stein (Ed.) Cognitive Science and the Unconscious, Washington, D.C. American Psychiatric Press. Siegel, D.J. (1998) The developing mind: Toward a neurobiology of interpersonal experience, The Signal, 6 (3-4), 1-11. Tulving, E. (1972) Episodic and semantic memory in E. Tulving & W. Donaldson (Eds) Organization of Memory, New York, Academic Press. Wegman, C. (1985) Psychoanalysis and Cognitive Psychology: A Formalization of Freud s Earliest Theory, London, Academic Press. Weinberger, J. & Weiss, J. (1997) Psychoanalytic and cognitive conceptions of the unconscious in D.J. Stein (Ed.) Cognitive Science and the Unconscious, Washington, D.C. American Psychiatric Press. Wheeler, M.A. Stuss, D.T. & Tulving, E. (1997) Toward a theory of episodic memory: The frontal lobes and autonoetic consciousness, Psychological Bulletin, 121(3), 331-354.