A Κατάλογος ρωματικών & Pαρμακευτικών Φυτών Το έργο συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΤΠΑ) και από Εθνικούς Πόρους της Ελλάδας και της Ιταλίας μέσω του Προγράμματος Ευρωπαϊκής Εδαφικής Συνεργασίας.
Κείμενα, επιστημονική επιμέλεια Δρ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΙΑΤΡΟΥ, Καθηγητής, Επιστημονικός Υπεύθυνος ΠΑΝΕΠΙΣΤHΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΦΥΤΩΝ Δρ. ΦΩΤΕΙΝΗ ΛΑΜΑΡΗ, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια ΤΜΗΜΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΦΑΡΜΑΚΟΓΝΩΣΙΑΣ ΚΑΙ ΧΗΜΕΙΑΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΡΟΙΟΝΤΩΝ Δρ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΕΛΛΟΣ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΦΥΤΩΝ MSc ΜΑΡΙΑ ΤΣΑΚΙΡΗ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΦΥΤΩΝ Πάτρα, Οκτώβριος 2014
Εισαγωγή H Ελλάδα έχει μια από τις πλουσιότερες χλωρίδες στην Ευρώπη σε σχέση πάντα με την έκτασή της. Αριθμεί 6.600 είδη και υποείδη (taxa), εκ των οποίων, τα 1.462 χαρακτηρίζονται ως ενδημικά (22,2%). Περισσότερα από το 1/6 του συνόλου χαρακτηρίζονται ως αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά, ενώ, περισσότερα από 2.000 παρουσιάζουν εμπορικό ενδιαφέρον. Τα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά ταξινομούνται σε περίπου πενήντα οικογένειες (Abietaceae, Apiaceae, Asteraceae, Geraniaceae, Lamiaceae, Labiatae, Rutaceae, Iridaceae, Rosaceae κ.λπ.). Με τον όρο αρωματικά φυτά χαρακτηρίζονται όλα εκείνα τα φυτά που αποδίδουν άρωμα, το οποίο οφείλεται στις πτητικές ενώσεις που περιέχουν. Τα φαρμακευτικά φυτά θεωρούνται εκείνα που τουλάχιστον κάποιο τμήμα τους παράγει χημικές ενώσεις με θεραπευτικές δράσεις για τον άνθρωπο. Δεν υπάρχει σαφής διάκριση ανάμεσα σε πολλά αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά καθώς τα περισσότερα έχουν και τις δύο ιδιότητες. Χρησιμοποιούνται εδώ και εκατοντάδες χρόνια σε κάθε σημείο της γης από πολυάριθμους πολιτισμούς, τόσο στη διατροφή όσο και στην αντιμετώπιση προβλημάτων υγείας. Είναι ευρέως διαδεδομένα σε όλη την περιοχή της Μεσογείου καθώς είναι κυρίαρχα στοιχεία της χλωρίδας της. Τα φαρμακευτικά φυτά είναι τα αρχαιότερα θεραπευτικά μέσα που ανακάλυψε ο άνθρωπος για την θεραπεία του και την ανακούφισή του από τους πόνους, άλλωστε, στο παρελθόν, η βοτανική και η ιατρική αποτελούσαν στην πρακτική τους εφαρμογή συνώνυμους όρους. Για πολλούς αιώνες το θεραπευτικό οπλοστάσιο περιελάμβανε μόνο φυτικά φάρμακα. Οι πρώτοι γιατροί ήταν στην πραγματικότητα βοτανολόγοι. Οι κλασσικοί Έλληνες και γιατροί της αρχαιότητας έγραψαν διάφορα συγγράμματα για τις θεραπευτικές ιδιότητες και τον τρόπο χρήσης των φυτών βασισμένοι στις λαϊκές παραδόσεις της εποχής τους. Oι γνώσεις τους κυριάρχησαν για πολλούς αιώνες και αποτέλεσαν τη βάση για την ανάπτυξη της λαϊκής θεραπευτικής σε ολόκληρο το Δυτικό Κόσμο. Ο Αριστοτέλης (384-322 π.χ.), και ο μαθητής του Θεόφραστος (371-285 π.χ.) έθεσαν τις πρώτες επιστημονικές βάσεις της Βοτανικής. Το έργο του Αριστοτέλη «Περί Φυτών», δεν έχει διασωθεί, όμως, τα βιβλία του Θεόφραστου «Περί φυτών ιστορία» και «Φυτών αιτίαι», θεωρούνται έως και σήμερα κλασικά βιολογικά έργα και δικαίως ο Θεόφραστος θεωρείται ο πατέρας της Βοτανικής. Ο Ιπποκράτης (460-377 π.χ.) και ο Διοσκουρίδης (40-90 μ.χ.), ήταν αυτοί που δημιούργησαν τις βάσεις της σύγχρονης ιατρικής, αναγνωρίζοντας και χρησιμοποιώντας για θεραπευτικούς σκοπούς διάφορα φυτά. Το σύγγραμμα του Διοσκουρίδη «Περί Ύλης Ιατρικής» (De Materia medika), αποτελούσε για αιώνες το πολυτιμότερο συμβουλευτικό κείμενο για ιατρό-φαρμακευτικούς σκοπούς. 55
6 Η ιστορία είναι γεμάτη μύθους, θρύλους και παραδόσεις που αναφέρονται στις θεραπευτικές χρήσεις των φυτών. Στην αρχαία ελληνική Μυθολογία και λογοτεχνία υπάρχουν πολυάριθμες αναφορές φυτών σε μύθους με θεούς, ημίθεους και μυθικά πλάσματα, που κάποιοι εξηγούν την κοινή ονομασία τους, ενώ κάποιοι άλλοι περιγράφουν λεπτομερώς τη χρήση τους ως μέσο ίασης. Βασιζόμενες τη λαϊκή παράδοση, έχουν διασωθεί στο πέρασμα του χρόνου πολλές συνταγές με χρήση φυτών και συχνά αποκαλούνται ως ελιξίρια με μαγικές ιδιότητες. Η χρήση βοτάνων, οι αυτοσχέδιες αλοιφές για επιθέματα και καταπλάσματα, τα αφεψήματα, κ.τ.λ., που παρασκευάζονταν από διάφορα μέρη φυτών, όπως άνθη, φλοιούς, φύλλα, ρίζες, υπόγειους βλαστούς, και καρπούς, υποκαθιστούσαν επί αιώνες την επιστημονική ιατρική και πάνω τους εναπέθεταν συνήθως, οι πάσχοντες τις ελπίδες της γιατρειάς. Σήμερα, η παγκόσμια βιομηχανία τροφίμων, ποτών (προσθήκη αρώματος / γεύσης και συντήρηση), καλλυντικών, αρωμάτων και φαρμάκων, επιστρέφει ξανά στη φύση, με αποτέλεσμα όλο και περισσότερα φυτά να χρησιμοποιούνται για την παρασκευή των προϊόντων τους. Χρησιμοποιούνται είτε ως φυτικό υλικό, ξερό ή νωπό, ή μεταποιημένα σε αιθέριο έλαιο. Στο σύγχρονο δυτικό κόσμο, η βοτανοθεραπεία ανακτά το χαμένο έδαφος και αποτελεί πλέον μία από τις αξιόπιστες συμπληρωματικές μεθόδους θεραπείας, με τη μορφή εισπνοών, με λουτρά, κομπρέσες, εντριβές, μασάζ, αφεψήματα, εγχύματα, καταπλάσματα, βάμματα, εκχυλίσματα, κ.τ.λ. Η ζήτηση αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών, εξαιτίας των ιδιοτήτων τους, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο είναι πλέον ιδιαίτερα αυξημένη, ενώ αυτοφυείς πληθυσμοί απαντώνται σχεδόν σε ολόκληρη την Ελλάδα. Στην κατεύθυνση της αξιοποίησης των αυτοφυών αρωματικών φυτών της χώρας μας προσανατολίζονται ήδη πολλές ελληνικές αλλά και ξένες εταιρίες, με την ανάπτυξη της βιομηχανικής έρευνας, έχοντας ως αντικείμενο την ανάδειξη ιδιοτήτων φαρμακευτικών φυτών της ελληνικής χλωρίδας. Η ανάγκη της καλλιέργειας των εν λόγω φυτών είναι επιτακτική για τις επιχειρήσεις και τους επαγγελματίες, αποσκοπώντας στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους στη διεθνή αγορά και στον περιορισμό της ανεξέλεγκτης συλλογής άγριων φυτών με σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος. Η καλλιέργεια των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών μπορεί να βοηθήσει αποτελεσματικά τις περιοχές που χαρακτηρίζονται από χαμηλή παραγωγικότητα ή χαμηλή εκμετάλλευση να προσελκύσουν νέους αγρότες σε νέες και καινοτόμες παραγωγικές δραστηριότητες, γεγονός που θα συμβάλει στην ενίσχυση του πρωτογενούς τομέα της εθνικής οικονομίας. Αναμφισβήτητα, τα αυτοφυή αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά της ελληνικής χλωρίδας, επειδή αποτελούν στοιχεία του ελληνικού οικοσυστήματος, συνήθως υπερτερούν άλλων καλλιεργειών που ευδοκιμούν σε παρόμοια εδάφη, με αποτέλεσμα να μην αναμένονται ιδιαίτερα καλλιεργητικά προβλήματα. Επομένως, η επιλογή καλλιέργειας και εμπορίας των προϊόντων τους, αποτελεί μια άριστη εναλλακτική πρόταση καλλιέργειας. Τα έργο «Re.herb» περιλαμβάνει: α) την καταγραφή και τεκμηρίωση των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών, αυτοφυών και καλλιεργούμενων, στην Δυτική Ελλάδα, Ήπειρο, Ιόνια νησιά στην Ελλάδα και στην επαρχία του Τάραντα στην Ιταλία, β) τη λεπτομερή ανάλυση της υφιστάμενης κατάστασης όσον αφορά στην υπάρχουσα παραγωγή, τιμολόγηση, διανομή και μελλοντικές ευκαιρίες, γ) την ταξινόμηση και δομημένη παρουσίαση της τεκμηρίωσης όσον αφορά τόσο τα χαρακτηριστικά των προϊόντων και τα χαρακτηριστικά που αφορούν την τοπική κουλτούρα και τον τοπικό τουρισμό, και τέλος, δ) την ανάπτυξη μίας καινοτόμου, πολυδιάστατης πλατφόρμας για την αξιοποίηση του χώρου ηλεκτρονικής αγοράς και των δυνατοτήτων δικτύωσης με στόχο την αύξηση του αριθμού των συμμετεχό-
ντων ΜΜΕ στις δραστηριότητες του δικτύου και την ενίσχυση της συνεργασίας και των κοινών δράσεων για την διεθνοποίηση. Ο βασικός στόχος του «Re.herb» έγκειται στην ανάδειξη των θεραπευτικών και καλλυντικών ιδιοτήτων συγκεκριμένων φυτών, τόσο σε εθνικό, όσο και διασυνοριακό επίπεδο, με σκοπό αφενός την ενημέρωση του πληθυσμού κάτω από ένα πιο ολοκληρωμένο και περιεκτικό τρόπο και, αφετέρου, στην ενίσχυση της ζήτησης (τόσο της εγχώριας όσο και της ξένης) για τέτοια φυτά ή φυτικά προϊόντα. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η περιοχή μελέτης παρουσιάζει πλούσια χλωριδική ποικιλότητα. Κατά τη διάρκεια του έργου «Re.herb» πραγματοποιήθηκε καταλογογράφηση του συνόλου των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών της εν λόγω περιοχής. Επειδή δεν ήταν εφικτό να μελετηθούν στο σύνολο τους, επιλέχθηκαν αντιπρόσωποι που παρουσιάζουν ήδη εμπορικό ενδιαφέρον ή θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν προς αυτή την κατεύθυνση εξαιτίας των φαρμακευτικών ιδιοτήτων τους. Τα πλήρη κείμενα για το σύνολο των αυτοφυών και καλλιεργούμενων taxa που μελετήθηκαν, παρατίθεται στην ιστοσελίδα που υλοποιήθηκε στα πλαίσια του έργου (www.reherb.eu), περιλαμβάνοντας την επιστημονική και παραδοσιακή ονομασία για το κάθε ένα, τη συστηματική περιγραφή, τη γεωγραφική εξάπλωση, τα υποείδη που περιλαμβάνει, το βιότοπο όπου απαντάται, τις φαρμακευτικές ιδιότητες και τη φυτοχημική σύσταση, το βαθμό καλλιέργειας και τη χρήση του σε τοπικό επίπεδο, τις παραδοσιακές χρήσεις, τους πιθανούς κινδύνους της χρήσης του, καθώς και αντιπροσωπευτικό φωτογραφικό υλικό. Για πρακτικούς και κυρίως οικονομικούς λόγους, στο παρόν βιβλίο, παρατίθενται επιλεκτικά από τις τρείς περιοχές μελέτης, οι σημαντικότεροι αντιπρόσωποι των αυτοφυών (82 taxa) και των καλλιεργούμενων (19 taxa) και συνοδεύονται αντίστοιχα από την επιστημονική και παραδοσιακή ονομασία, την συστηματική περιγραφή, τη γεωγραφική εξάπλωση, τις φαρμακευτικές χρήσεις και την φυτοχημική τους σύσταση. 7
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αυτοφυή Αρωματικά και Φαρμακευτικά Φυτά Achillea setacea Waldst. & Kit. Čelak... 15 Anchusa officinalis L. subsp. οfficinalis... 16 Anthyllis vulneraria subsp. rubriflora (DC.) Arcang.... 17 Arbutus unedo L.... 18 Arctium lappa L.... 19 Artemisia arborescens (Vaill.) L.... 20 Asparagus acutifolius L.... 21 Asphodelus ramosus L.... 22 Berberis cretica L.... 23 Blitum bonus-henricus (L.) Rchb.... 24 Borago officinalis L.... 25 Brassica nigra (L.) W. D. J. Koch in Röhl.... 26 Bryonia dioica Jacq.... 27 Calendula officinalis L.... 28 Capparis spinosa L.... 29 Capsella bursa-pastoris (L.) Medik.... 30 Celtis australis L.... 31 Centaurea cyanus L.... 32 Ceratonia siliqua L.... 33 Cichorium intybus L.... 34 Cistus creticus subsp. creticus Greuter and Burdet... 35 Colchicum bivonae Guss.... 36 Cornus mas L.... 37 Crataegus monogyna Jacq.... 38 Crocus boryi J. Gay... 39 Cynara scolymus L.... 40 Cynodon dactylon (L.) Pers.... 41 Cynoglossum officinale L.... 42 Digitalis grandiflora Mill.... 43 Dracunculus vulgaris Schott... 44 Drimia numidica... 45 Ephedra nebrodensis Guss. subsp. procera... 46 Eryngium amethystinum L.... 47 Euphorbia characias L. subsp. wulfenii (W. D. J. Koch) Radcl.-Sm.... 48 Foeniculum vulgare Mill.... 49 Fumaria officinalis L. subsp. officinalis... 50 Glycyrrhiza glabra L.... 51 Humulus lupulus L.... 52 Hypericum perforatum L. subsp. perforatum... 53 9
10 Iris germanica L.... 54 Juniperus oxycedrus L.... 55 Laurus nobilis L.... 56 Lavandula stoechas L. subsp. stoechas... 57 Malva sylvestris L.... 58 Marrubium vulgare L.... 59 Matricaria chamomilla L.... 60 Melissa officinalis L. subsp. altissima (Sm.) Arcang.... 62 Melittis melissophyllum subsp. albida (Guss.) P. W. Ball... 63 Mentha aquatica L.... 64 Mentha pulegium L.... 65 Myrtus communis L. subsp. communis... 66 Origanum vulgare L. subsp. hirtum... 67 Parietaria officinalis L.... 68 Pistacia lentiscus L.... 69 Portulaca oleracea L.... 70 Pulicaria dysenterica (L.) Bernh.... 71 Pyrus spinosa Forssk.... 72 Quercus frainetto Ten.... 73 Ribes uva-crispa L. subsp. austro-europaeum (Bornm.) Bech.... 74 Rosa canina L.... 75 Rosmarinus officinalis L.... 76 Rubus idaeus L.... 77 Salvia fruticosa Mill.... 79 Salvia officinalis L. subsp. officinalis... 80 Sambucus nigra L.... 81 Saponaria officinalis L.... 82 Sideritis clandestina subsp. peloponnesiaca (Boiss. & Heldr.) Baden... 83 Silybum marianum (L.) Gaertn.... 84 Sinapis alba L. subsp. alba... 85 Sisymbrium officinale (L.) Scop.... 86 Taraxacum pindicola (Bald.) Hand.-Mazz.... 87 Teucrium capitatum L. subsp. capitatum... 88 Thymbra capitata (L.) Cav. Elench.... 89 Thymus leucotrichus Halácsy subsp. leucotrichus... 90 Tilia tomentosa Moench... 91 Tordylium apulum L.... 92 Tussilago farfara L.... 93 Urtica dioica L.... 94 Urtica urens L.... 95 Verbascum thapsus L.... 96 Vinca major L. ssp. major... 97 Vitex agnus-castus L.... 98
Καλλιεργούμενα Αρωματικά και Φαρμακευτικά Φυτά Allium sativum L.... 101 Aloe vera (L.) Burm. f.... 102 Aronia melanocarpa (Michx.) Elliott... 103 Artemisia dracunculus L.... 104 Coriandrum sativum L.... 105 Cuminum cyminum L.... 106 Echinacea purpurea (L.) Moench... 107 Eruca vesicaria (L.) Cav.... 108 Hippophae rhamnoides L.... 109 Jasminum grandiflorum L.... 110 Lycium barbarum L.... 111 Mentha x piperita L.... 112 Ocimum basilicum L.... 113 Pelargonium graveolens (Thunb.) L Hér.... 114 Pimpinella anisum L.... 115 Punica granatum L.... 116 Stevia rebaudiana (Bert.) Bertoni... 117 Trigonella foenum-graecum L.... 118 Vaccinium corymbosum L.... 119 11
A υτοφυή Aρωματικά και Φαρμακευτικά Φυτά 13
Achillea setacea Waldst. & Kit. Čelak Květ. Okolí Pražsk.: 130. 1870 Οικογένεια: Asteraceae. Συνώνυμα: Achillea fililoba Freyn, Achillea kuemmerleana Prodan. Κοινή ελληνική ονομασία: Αχιλλέα. Συστηματική περιγραφή: Βλαστοί 15-30(-45) cm, όρθιοι η ανερχόμενοι, απλοί, με 12-20 μεσογονάτια διαστήματα. Μεσαία φιλα του βλαστού 3 x 0,5 cm, με περίγραμμα στενά λογχοειδές, 3-πτεροσχιδή, με κοντό η μακρύτερο τρίχωμα, η ράχης 0,5 mm πλάτους, ακέραια. Πρωτογενή τμήματα c. 2 mm, με σχεδόν κυκλικό περίγραμμα, η ράχης 0,4 mm πλάτους. Λοβοί νηματοειδείς αφιστάμενοι. Κεφάλια c. 3 x 0,5-2,5 mm, με βράκτια σχεδόν ομοιόμορφα τριχωτά. Γλωσσίδια λευκά. 2n = 18. Γεωγραφική εξάπλωση: Σε ξηρά μέρη. Εντοπίζεται σε Ν, ΝΑ & ΝΚ Ευρώπη, δυτικά της ΝΔ Ελβετίας και βορειότερα των 56 o Β, στην Κ. Ρωσία. [Au Bu Cz Ge Gr He?Hs Hu It Ju Po?Rm Rs (C, W, K, E)]. Φαρμακευτικές χρήσεις: Η ευρεία εξάπλωση του γένους Achillea σε όλο τον κόσμο, συνετέλεσε στην χρήση των ειδών από τις τοπικές κοινωνίες στην παραδοσιακή ιατρική ως φάρμακα. Αφεψήματα των ειδών του γένους Achillea έχουν παραδοσιακά χρησιμοποιηθεί για τον κοιλιακό πόνο και τον μετεωρισμό. Ο Διοσκουρίδης, επίσης, χρησιμοποιούσε την Achillea για τη δυσεντερία είτε σχετιζόταν με την χολέρα ή με άλλες νόσους. Όπως και στο είδος A. millefolium, το σκούρο μπλε αιθέριο έλαιο, το οποίο εκχυλίζεται με απόσταξη μεθ υδρατμών από τα φύλλα, γενικά χρησιμοποιείται ως αντιφλεγμονώδες ή ως εντριβή στο στήθος σε κρυολογήματα και γρίπη. Έχει αναφερθεί ότι χρησιμοποιείται ως αντιφλογιστικό, ευστόμαχο και εμμηναγωγό και για την αντιμετώπιση του πόνου, της αιμορραγίας, των γαστρεντερικών διαταραχών, και φλεγμονών της χοληδόχου κύστεως. Φυτοχημική σύσταση: Με GC-MS ανάλυση του απομονωμένου αιθερίου ελαίου από τα αποξηραμένα εναέρια τμήματα του φυτού Achillea setacea ταυτοποιήθηκε Achillea setacea Waldst. & Kit: Λεπτομέρεια των ταξιανθιών. ένας μεγάλος αριθμός συστατικών, με την ευκαλυπτόλη (1,8-κινεόλη) να αποτελεί το κυριότερο συστατικό του ελαίου. Επιπλέον, η καμφορά και τα παράγωγά της, βορνεόλη, τερπινεν-4-όλη και ευκαλυπτόλη (1,8-κινεόλη) θεωρούνται ως τα κυριότερα αντιμικροβιακά συστατικά του. Από τα εναέρια τμήματα της Achillea setacea έχουν απομονωθεί, επίσης, σεσκιτερπένια με δομή α-μεθυλεν-γ-λακτόνης και φλαβονοειδή. 15
Anchusa officinalis L. subsp. οfficinalis Sp. Pl.: 133. 1753 Οικογένεια: Boraginaceae. Συνώνυμα: Anchusa angustifolia L., Anchusa officinalis subsp. angustifolia (L.) Bjelcić, Anchusa arvalis Rchb., Anchusa microcalyx Vis., Anchusa osmanica Velen. 16 Κοινές ελληνικές ονομασίες: Άγχουσα η φαρμακευτική, Άγχουσα, Βοϊδόγλωσσα, Σκυλόγλωσσα, Αλκάνη, Λύκοψις. Συστηματική περιγραφή: Πολυετές, σπάνια διετές, με σκληρές ομοιόμορφες ή σύνθετες τρίχες, βλαστοί 20-80 (-170) cm, όρθιος. Φύλλα 50-120 x 10-20 mm. Κυματώδης ταξιανθία πολλαπλή, πυκνή μίσχος πολύ κοντός, έως 5 mm στην καρποφορία, βράκτια ίσα ή κοντύτερα από τον κάλυκα. Κάλυκας 5-7 mm, έως 10 mm καρποφορία, διαιρούμενος έως τη μέση ή σχεδόν ως τη βάση σε λογχοειδείς, οξείς λοβούς. Η στεφάνη είναι βιολετί ή κοκκινωπή, σπάνια λευκή ή κίτρινη με σωλήνα 5-7 mm, ίσος ή έως 1½ φορά το μήκος του κάλυκα της στεφάνη 7-15 mm σε διάμετρο; Οι στήμονες φτάνουν στο ανώτερο μισό του σωλήνα της στεφάνης φτάνοντας ή επικαλύπτουν μερικώς τα λέπια. Καρπίδια περίπου 2 x 4 mm, αμβλέως ωοειδή. 2n = 16 ± 0-2B. Γεωγραφική εξάπλωση: Εντοπίζεται σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης, όμως απουσιάζει από τις βορειότερες περιοχές, από πολλές περιοχές της Δύσης και από ορισμένα μέρη της Μεσογείου. [Αl Au Bl Bu Co Cz Da GaGe Gr He Ho Hu It Ju *No Po RmRs (*N, B, C, W, E) Su Tu (*Be *Fe)]. Στη χώρα μας είναι αυτοφυές με εξάπλωση στην Ηπειρωτική Ελλάδα, Ζάκυνθο, Κεφαλλονιά και νησιά του Βορείου Αιγαίου. Στην περιοχή μελέτης απαντάται στην Αιτωλοακαρνανία, Αχαϊα, Ηλεία, Κεφαλλονιά και Ζάκυνθο. Φαρμακευτικές χρήσεις: Οι ανθοφόροι βλαστοί, οι ρίζες και τα άνθη χρησιμοποιούνται στην θεραπευτική ως μαλακτικά και αποχρεμπτικά. Η άγχουσα, χρησιμοποιείται για τη θεραπεία του βήχα, της βρογχίτιδας και άλλων λοιμώξεων του στήθους και του λάρυγγα, στην τοπική θεραπεία πληγών, εκχυμώσεων και κιρσών. Ομοιοπαθητικό Anchusa officinalis L. subsp. officinalis: Λεπτομέρεια των ανθέων. φάρμακο που παρασκευάζεται από το φυτό αυτό χρησιμεύει στη θεραπεία του έλκους του στομάχου και του δωδεκαδάχτυλου. Αφέψημα από τις ρίζες πιστεύεται ότι «καθαρίζει» το αίμα, ενώ επίσης χρησιμεύει ως διουρητικό και ως εφιδρωτικό. Φυτοχημική σύσταση: Στο ανθοφόρο φυτό έχουν εντοπιστεί σιλικικό οξύ, αλκαλοειδή (συμπεριλαμβανομένων ορισμένων τοξικών αλκαλοειδών της πυρρολιζιδίνης), βλέννα, τριτερπενοειδείς σαπωνίνες και ανθοκυανίνες.
Anthyllis vulneraria subsp. rubriflora (DC.) Arcang. Comp. Fl. Ital.: 178. 1882 Οικογένεια: Fabaceae. Συνώνυμα: Anthyllis font-queri Rothm., Anthyllis gandogeri (Sagorski) W. Becker, Anthyllis praepropera (A. Kern.) Beck, Anthyllis rosea Willk., Anthyllis spruneri (Boiss.) Beck, Anthyllis vulneraria subsp. praepropera (A. Kern.) Bornm., Anthyllis vulneraria subsp. spruneri (Boiss.) Bornm. Κοινές ελληνικές ονομασίες: Κοκκωνόχορτο, Ανθυλίδα, Καπνόχορτο. Συστηματική περιγραφή: ετήσιο, διετές ή πολυετές. Βλαστοί έως 10-35 cm, ανερχόμενοι προς στητοί, τριχωτοί στο κάτω μέρος. Κατώτερα φύλλα συνήθως με ένα μόνο φυλλάριο. Τα ανώτατα φύλλα με 7-13 ίσα φυλλάρια, ενώ τα ανώτερα φύλλα περιτόλληκτα, ίσα μεταξύ τους ή όχι. Κεφάλια με πολυάριθμα άνθη, κείνται απέναντι από 2 παλαμοσχιδή βράκτια, πολύ κοντά κάτω από τα άνθη. Κάλυκας φουσκώνει κατά την άνθιση, στενεύουν στην κορυφή, με 5 άνισα δόντια και στόμιο λοξό άνισο. Στεφάνη κίτρινη, ερυθρή, πορφυρή, πορτοκαλί, λευκωπή, ή ποικιλόχρωμη. Όσπριο με 1 έως 2 σπέρματα. Γεωγραφική εξάπλωση: Εμφανίζεται στη μεσογειακή περιοχή, απουσιάζει από την Ισπανία και το μεγαλύτερο μέρος της Ιταλίας. [Al Bl Co Cr Ga Gr It Ju Sa Tu]. Φαρμακευτικές χρήσεις: H ανθυλίδα χρησιμοποιείται σε πομάδα για την θεραπεία των ελκών και των πληγών. Επίσης, είναι καθαρτικό και αντιασθματικό. Το λούσιμο των μαλλιών με το ίδιο έμβρεγμα προλαβαίνει την τριχόπτωση. Φυτοχημική σύσταση: Περιέχει τανίνες, κολλώδεις ουσίες, σαπωνίνες, ξανθοφύλλες, οργανικές χρωστικές ουσίες. Anthyllis vulneraria subsp. rubriflora (DC.) Arcang: Ταξιανθία. 17
Arbutus unedo L. Sp. Pl.: 395. 1753 18 Οικογένεια: Ericaceae. Συνώνυμα: Arbutus serratifolia Salisb., nom. illeg., Arbutus salicifolia Hoffmanns. Κοινές ελληνικές ονομασίες: Άρβουτος η κοινή, Κουμαριά. Συστηματική περιγραφή: Συνήθως είναι φουντωτός θάμνος 1,5-3 m, περιστασιακά μικρό δένδρο έως 12 m. Ο φλοιός έχει σχισμές, ξεφλουδίζεται σε μικρές λουρίδες, κυρίως θαμπό καφέ, τα νεαρά κλαδιά αδενώδη τριχωτά τουλάχιστον εν μέρη. Τα φύλλα 4-11 x 1,5-4 cm, επιμήκη-λογχοειδή, συνήθως 2-3 φορές μακρύτερα από το φάρδος, οδοντωτά προς ακέραια, λεία εκτός από την βάση, ποδίσκος 10 mm ή μικρότερος. Ταξιανθία 4-5 cm. Κρεμμάμενη και εμφανίζεται το Φθινόπωρο. Κάλυκας 1,5 mm, με υπό-κυκλικούς λοβούς, στεφάνη 9 x 7 mm, λευκή, συχνά με πράσινα ή ροζ στίγματα. Καρπός μούρο, 20 mm καλυμμένος με κωνικές θηλές, όταν ωριμάζουν περνούν από το κίτρινο στο κόκκινο και τέλος έντονα κόκκινο. 2n = 26. Γεωγραφική εξάπλωση: Σε αειθαλείς θαμνώτοπους, στα περιθώρια δασών και σε βραχώδεις πλαγιές. Στην περιοχή της Μεσογείου και στην ΝΔ Ευρώπη, εκτεινόμενο βόρεια τοπικά στην ΒΔ Ιρλανδία. [Al Bl Co Cr Ga Gr HbHs It Ju Lu Sa Si Tu]. Είναι στενό μεσογειακό είδος. Στην χώρα μας απαντάται τόσο στην Ηπειρωτική Ελλάδα όσο και στα νησιά. Στην περιοχή μελέτης απαντάται στην Αχαΐα, Ηλεία, Αιτωλοακαρνανία και στα νησιά του Ιονίου (Ζάκυνθο και Κεφαλλονιά). Είναι αυτοφυές, άφθονο και με πολύ καλούς πληθυσμούς. Μπορεί να συλλέγεται από τη φύση χωρίς να υπάρχει κίνδυνος υποβάθμισης. Στην περιοχή μας αναπτύσσεται επίσης και το είδος Arbutus andrachne L. (αυτοφυές στην περιοχή της Μεσογείου, τη Μέση Ανατολή και της νοτιοδυτική Ασία). Arbutus unedo L.: Χρωματιστά (ώριμα) άνθη και καρποί. Φαρμακευτικές χρήσεις: Τα φύλλα, ο φλοιός και τα η ρίζα είναι γνωστά στην παραδοσιακή ιατρική ως αντισηπτικά, διουρητικά και καθαρτικά, ενώ τα άνθη του είναι ελαφρώς εφιδρωτικά. Επίσης, χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία μολύνσεων του ουροποιητικού συστήματος, όπως η κυστίτιδα και η ουρηθρίτιδα. Λόγω της στυπτικής του δράσης χρησιμοποιείται στη αντιμετώπιση της διάρροιας και της δυσεντερίας και, όπως συμβαίνει με πολλά άλλα στυπτικά φυτά, χρησιμεύει σε εκπλύσεις για την αντιμετώπιση ερεθισμών της στοματοφαρυγγικής κοιλότητας. Φυτοχημική σύσταση: Όλα τα μέρη του φυτού είναι πλούσια σε πολυφαινόλες, από απλά φαινολικά συστατικά, φλαβονοειδή, ανθοκυανίνες μέχρι τις περισσότερο πολύπλοκες ταννίνες.
Arctium lappa L. Sp. Pl.: 816. 1753 Οικογένεια: Astreraceae. Συνώνυμα: Arctium majus Bernh., nom. illeg., Arctium vulgare (Hill) Druce, Lappa glabra Lam., nom. illeg., Lappa major Gaertn., nom. illeg., Lappa officinalis All., nom. illeg., Lappa vulgaris Hill, nom. nov., Arctium chaorum Klokov. Κοινές ελληνικές ονομασίες: Άρκτιο το αρπακτικό, Λάππα ή Κολλιτσίδα ή Πλατανομαντηλίδα ή Αρκουδοβότανο. Συστηματική περιγραφή: Φυτό 90-150 cm. Βλαστοί, μίσχοι και ποδίσκοι χνουδωτά έως σχεδόν λεία. Κάθε βασικός κλάδος της ταξιανθίας κορυμβώδης. Φύλλα βάσης μέχρι 50 cm, πλατιά ωοειδή, καρδιοειδή, συνήθως αμβλεία, ποδίσκοι στέρεοι. Μίσχοι 3-10 cm. Περίβλημα ταξιανθίας 20-25 x 35-42 mm στην καρποφορία, σφαιρικό ως μπουμπούκι, ημισφαιρικό και ευρέως ανοικτό πάνω στην καρποφορία, λαμπερό χρυσοπράσινο, λείο ή σχεδόν λείο. Άνθίδια, περίπου ίσου μήκους με τα βράκτια του κεφαλίου. Αχαίνια 6-7 mm. Πάππος 1, 3-5 mm. 2n = 36. Γεωγραφική εξάπλωση: Σχεδόν σε όλη την Ευρώπη εκτός από τις βόρειες χώρες. Arctium lappa L.: Ταξιανθίες (σφαιροειδή κεφάλια) με αγκαθωτά βράκτια περιβλήματος. Φαρμακευτικές χρήσεις: Χρησιμοποιείται για τη θεραπεία παθήσεων που προκαλούνται από την «υπερφόρτωση» του οργανισμού με τοξίνες, όπως του λαιμό και άλλες λοιμώξεις, εξανθήματα και άλλα δερματικά προβλήματα. Το φυτό είναι αντιβακτηριακό, αντιμυκητιακό, αντιστομαχικό. Έχει καταπραϋντικές, ιδιότητες και λέγεται ότι είναι μία από τις πιο σίγουρες θεραπείες για πολλούς τύπους ασθενειών του δέρματος, εγκαύματα, μώλωπες κ.λπ. Χρησιμοποιείται στη θεραπεία του έρπη, του εκζέματος, της ακμής, των λειχηνών, κατά δαγκωμάτων κ.λπ. Το φυτό μπορεί να ληφθεί εσωτερικά ως έγχυμα, ή να χρησιμοποιηθεί εξωτερικά σαν έκπλυση. Χρησιμοποιήστε το με προσοχή. Οι ρίζες ηλικίας ενός έτους φυτού συλλέγονται στα μέσα του καλοκαιριού και αποξηραίνονται. Πρόκειται για εναλλακτικό, καθαρτικό, καθαριστικό αίματος, χολαγωγό, εφιδρωτικό, διουρητικό. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (EMA), αναγνωρίζοντας τη μακροχρόνια χρήση της ρίζας Arctium, επιτρέπει τη χρήση του ως παραδοσιακό φάρμακο φυτικής προέλευσης με στόχο 1) την αύξηση της ποσότητας των ούρων για την επίτευξη του αδειάσματος της ουροποιητικού συστήματος, ως ανοσοενισχυτικό σε μικρές λοιμώξεις ουροποιητικού συστήματος, 2) σε προσωρινή απώλεια της όρεξης, και 3) στη θεραπεία της σμηγματορροϊκές δερματικές παθήσεις. Το σπέρμα είναι αντιφλογιστικό, καθαρκτικό, εφιδρωτικό και διουρητικό. Πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει ότι οι καρποίι οδηγούν σε χαμηλότερα επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Το σπέρμα συλλέγεται το καλοκαίρι και ξηραίνεται για μετέπειτα χρήση. Το θρυμματισμένο σπέρμα τοποθετείται ως κατάπλασμα σε μώλωπες. Τα φύλλα επίσης χρησιμοποιούνται σαν κατάπλασμα σε έλκη εγκαύματα και πληγές. Καταπλάσματα φύλλων έχουν χρησιμοποιηθεί για τραυματισμούς, ενώ εγχύματα χρησιμοποιούνται για το έλκος στομάχου και γαστρίτιδα. Τοπικώς χρησιμοποιείται για τη θεραπεία ασθενειών του δέρματος, κατά τσιμπημάτων εντόμων, κνησμό και γρατσουνιές. Τα φύλλα μπορεί να βοηθήσει στη θεραπεία μωλώπων, όγκων και οιδημάτων. Φυτοχημική σύσταση: Η ρίζα του Arctium περιέχει πολυσακχαρίτες (μέχρι 70% της ξηρής μάζας, κυρίως ινουλίνη), λιπαρά οξέα (0,4-0,8%), πολλά τριτερπένια (οξέα, εστέρες, αλκοόλες), λιγνάνες (κυρίως αρκτίνη), φαινολικά οξέα, φλαβονοειδή και ταννίνες (μέχρι 3,65% στή νωπή ρίζα) και μικρό ποσοστό αιθέριου ελαίου (έως 0,18%). Τα φύλλα περιέχουν σεσκιτερπένια (κυρίως στο αιθέριο έλαιο), ελεύθερες τερπενικές αλκοόλες και εστέρες, στερόλες, λιπαρά οξέα (κυρίως κορεσμένα), φαινολικά οξέα, ασκορβικό οξύ και τανίνες, ενώ οι σπόροι είναι πλούσιοι σε λιπαρά οξέα, λιγνάνες (συμπεριλαμβανομένων αρκτίνης) και ντοκοστερόλης. 19
Artemisia arborescens (Vaill.) L. Sp. Pl., ed. 2: 1188. 1763 20 Οικογένεια: Asteraceae. Συνώνυμα: Absinthium arborescens Vaill. Κοινές ελληνικές ονομασίες: Αρτεμισία η δενδροειδής, Αρτεμισία. Συστηματική περιγραφή: Φυτό πολυετές, αρωματικό, λευκό - χνοώδες, βλαστοί 50-100 cm, ξυλώδες κάτω. Φύλλα 1-2 - πτεροσχιδή ή το ανώτερο μερικές φο ρές απλό, έμμισχο Λοβοί 5-25 x 1-2 mm, αμβλείοι. Κεφάλιο 6-7 mm, σε όλη την ταξιανθία. Περίβλημα 3,5-4 mm, βράκτια ωοειδή, χνοώδη, με ένα ευρύ, λείο, μεμβρανώδες περιθώριο. Ανθοδόχη τριχωτή. Στεφάνη λεία. 2n = 18. Γεωγραφική εξάπλωση: Περιοχή της Μεσόγειου, Ν. Πορτογαλία. [Bl Co Cr Gr Hs It Ju Lu Sa Si (Ga)]. Η εξάπλωσή της στη χώρα μας εκτείνεται στην νότια Ελλάδα και στην Κρήτη Στην περιοχή μελέτης απαντάται στην Ηλεία και Κεφαλονιά. Φαρμακευτικές χρήσεις: Το A. arborescens είχε διάφορες ιατρικές χρήσεις κατά τη διάρκεια των χρόνων, όπως ανθελμινθικό, τονωτικό της ορέξεως, διουρητικό, εμμηναγωγό και εκτρωτικό φάρμακο. Αφεψήματα των φύλλων έχουν χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση του κοινού κρυολογήματος, του άσθματος, της αλλεργικής ρινίτιδας και της ασθματικής βρογχίτιδας, των ιλίγγων, και ως υπογλυκαιμικός παράγοντας. Επίσης, κονιοποιημένα φύλλα έχουν χρησιμοποιηθεί παραδοσιακά για την τοπική εξωτερική αντιμετώπιση διαφόρων δερματοπαθειών, αλλεργικών αντιδράσεων, και της φλεβικής ανεπάρκειας. Τέλος, θεωρείται αντισηπτικό. Φυτοχημική σύσταση: Το γένος έχει υψηλή περιεκτικότητα σε αιθέριο έλαιο-θυιόνη, καμφορά και χαμαζουλένιο αποτελούν μέχρι και το 75% των συστατικών. Η υψηλή περιεκτικότητα του σε χαμαζουλένιο εξηγεί τις αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες και τις χρήσεις του, ενώ σπασμολυτικές και αντιικές ιδιότητες έχουν αναφερθεί για το αιθέριο έλαιο. Εκτός από αιθέριο έλαιο, τα φυτά περιέχουν φαινολικά οξέα, φλαβονοειδή, σεσκιτερπένια, στερόλες και άλλα τριτερπένια. Artemisia arborescens (Vaill.) L.: Ταξιανθία.
Asparagus acutifolius L. Sp. Pl.: 314. 1753 Οικογένεια: Asparagaceae. Συνώνυμα: Asparagus aetnensis Tornab., Asparagus ambiguus De Not., Asparagus brevifolius Tornab., Asparagus commutatus Ten., Asparagus corruda Scop., Asparagus inarimensis Tornab. Κοινές ελληνικές ονομασίες: Ασπάραγος ο οξύφυλλος, Αγριοσπαράγγι, Σπαράγγια, Σφαράγγια, Σφαραγγιές, Κουτσαγρέλια. Συστηματική περιγραφή: Βλαστοί έως 200 cm, ξυλώδεις, λευκοί ή γκρι. Βλαστοί και κλαδιά κατά μήκος ραβδωτά, θηλώδη ή σχεδόν λεία. Κλαδώδια 2-8 (-10) x 0,3-0,5 mm, σχεδόν ίσα, σε δέσμες (5 -)10-30(-50), αφιστάμενα, έντονα αγκαθωτά. Μίσχοi 3-7(-8) χιλιοστών, που περιβάλλεται από μικρά βράκτια στη βάση. Γόνατα με (1-)2-4 άνθη που αναμιγνύονται με τα κλαδώδια. Περιάνθιο-τμήματα 3-4 mm. Ράγα 4,5-7,5(-10) mm, μαύρη, με 1-2 σπόρους. 2n = 40. Τα κλαδώδια είναι γενικά μικρότερα στους πληθυσμούς της δυτικής από ό,τι της ανατολικής Μεσογείου. Φυτά από τις παράκτιες περιοχές, κυρίως από τα νησιά, είναι μερικές φορές μόνο ελαφρώς ξυλώδη και έχουν λεπτό, ελάχιστα ακανθώδη κλαδώδια (var. gracilis Baker). Γεωγραφική εξάπλωση: Νότια Ευρώπη, ανατολικά προς Κρήτη και Ν.Α. Βουλγαρία. [Al Bl Bu Co Cr Ga Gr Hs It Ju Lu Sa Si Tu]. Στη χώρα μας είναι αυτοφυές με εξάπλωση κυρίως στην Ηπειρωτική Ελλάδα και λιγότερο στα νησιά του Ιονίου και Αιγαίου. Απαντάται στην Αιτωλοακαρνανία, Αχαϊα, Ηλεία, Κεφαλλονιά, Ιθάκη και Ζάκυνθο. Φαρμακευτικές χρήσεις: Τα είδη του γένους Asparagus θεωρούνται καθαρκτικά, αποτοξινωτικά και διουρητικά. Η ρίζα του είδους Asparagus officinalis χρησιμοποιείται ως διουρητικό, στην περίπτωση της υδρωπικίας, ως ισχυρό ηρεμιστικό για την καρδιά, ως θεραπεία για την σχιστοσωμίαση και την φυματίωση. Οι ρίζες του Asparagus filicinus θεωρούνται τονωτικές, στυπτικές και ανθελμινθικές. Asparagus acutifolius L.: Μίσχος με καρπούς. Φυτοχημική σύσταση: Οι κύριες βιοδραστικές ενώσεις των σπαραγγιών είναι μια ομάδα στεροειδών σαπωνίνων. Χαρακτηριστικά οργανοθειούχα συστατικά είναι υπεύθυνα για τη χαρακτηριστική οσμή στα ούρα μετά την κατανάλωση τους. Το φυτό αυτό περιέχει επίσης βιταμίνες Α, Β1, Β2, C, Ε, Mg, Ρ, Ca, Fe, και φυλλικό οξύ. Άλλες σημαντικά χημικά συστατικά του Asparagus είναι η ασπαραγίνη, αργινίνη, τυροσίνη, φλαβονοειδή (κεμπφερόλη, κερκετίνη και ρουτίνη), ρητίνες και ταννίνες. 21
Asphodelus ramosus L. Sp. Pl.: 310. 1753 Οικογένεια: Asphodelaceae. Συνώνυμα: Asphodelus albus subsp. ramosus (L.) Bonnier & Layens, Asphodelus ramosus L. subsp. ramosus, Asphodelus ramosus subsp. distalis Z. Díaz & Valdés. Κοινές ελληνικές ονομασίες: Aσφόδελος. Συστηματική περιγραφή: Πολυετές, με γογγυλοειδείς ρίζες. Φύλλα 15-40 x 1-3 (-4) cm, επίπεδα, σε κάποιο βαθμό με τρόπιδα. Βλαστός 40-150 cm, γερός, συνήθως με πολλές διακλαδώσεις. Τα πλευρικά κλαδιά σχεδόν ίσου μήκους με το ακραίο. Βράκτια μεμβρανώδη προς ωχρά πράσινα. Τμήματα περιανθίου 15-20 mm, λογχοειδή ή γραμμοειδή-επιμήκη, αμβλέα. Κάψα 8-14 x 5-11 mm, ωοειδής. 2n = 28, 56, 84. Γεωγραφική εξάπλωση: Εμφανίζεται στη Νοτιοδυτική Ευρώπη, εκτείνεται ανατολικά έως τη Νοτιοδυτική Ελλάδα. [Co Ga Gr Hs It Ju Lu Sa Si]. Φαρμακευτικές χρήσεις: Χρησιμοποιείται ως διουρητικό και για την αποσυμφόρηση του ερεθισμένου δέρματος. Φυτοχημική σύσταση: Το φυτό περιέχει υδατάνθρακες, γλυκοσίδια και αλκαλοειδή. Asphodelus ramosus L.: Εικόνα του φυτού στη φύση. 22
Berberis cretica L. Sp. Pl. (1753) 331. Οικογένεια: Berberidaceae. Συνώνυμα: Berberis cretica var. serratifolia Loudon, Berberis vulgaris var. cretica (L.) Hook.f. & Thomson. Κοινές ελληνικές ονομασίες: Βερβερίς η κρητική, Αλουτσά, Λουτσιά, Bερβεριτζιά. Συστηματική περιγραφή: Μοιάζει με το Β. hispanica, αλλά είναι στολωνοφόρο. Τα φύλλα σχεδόν πάντα ολόκληρα, βότρεις 7-15 mm, μόλις και μετά βίας υπερβαίνουν τα φύλλα, με μόνο 3-8 άνθη, μελιτοφόρα φύλλα c. 4,5 mm μεγαλύτερα από το εσωτερικό του περιανθίου-τμημάτων, καρπός 6-7 mm. Γεωφραφική εξάπλωση: Β. Αφρική, Ανατολική Μεσόγειος, συμπεριλαμβανομένης της Κύπρου, σπανιότερα στην Ευρωπαϊκή Μεσόγειο. Στη χώρα μας είναι αυτοφυές με εξάπλωση στη Ηπειρωτική Ελλάδα, στην Κρήτη και στο Αιγαίο. Στην περιοχή μελέτης φύεται σε υψόμετρα από 1.500-2.200 m περίπου. Φαρμακευτικές χρήσεις: Εκχυλίσματα βερβερίδος χρησιμοποιούνται ως αναλγητικά, αντιβακτηριακά, αντι-ιικά, κατά της αρρυθμίας, αντιφλεγμονώδη, υπογλυκαιμικά, χολαγωγά, ως παράγοντες οστεοποίησης, για την αντιμετώπιση της δυσπεψίας και της διάρροιας. Οι ρίζες και ο φλοιός της βερβερίδος σε αφέψημα είναι χρήσιμες για λοιμώξεις των πνευμόνων, των νεφρών και του ήπατος. Βοηθά στην αποβολή των λίθων από τη χοληδόχο κύστη και τους νεφρούς. Επίσης, χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση της δυσεντερίας, τα ελονοσίας, της λεϊσμανίασης, της ηπατίτιδας, του καρκίνου του ήπατος, και της υπέρτασης. Τα φύλλα χρησιμοποιούνται ως αντιαιμορραγικό στις γυναικολογικές αιμορραγίες. Φυτοχημική σύσταση: Τα χαρακτηριστικά φυτοχημικά του γένος είναι τα τετρακυκλικά αλκαλοειδή (πρωτοβερβερίνες) που προέρχονται από τη βενζυλοισοκινολίνη και είναι υπεύθυνα για τις χρωστικές ιδιότητες και πολλές από τις θεραπευτικές. Επιπρόσθετα, τα φυτά είναι πλούσιες πηγές ταννινών, κηρών, βλέννας, μεταλλικών αλάτων και πηκτινών. Berberis cretica L.: Όψη του φυτού με τα αγκαθωτά κλαδιά. 23