ΜΙΚΡΑ ΑΓΓΛΙΑ της Ιωάννας Καρυστιάνη Ομαδική εργασία στο μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α Λυκείου Θεματική: Τα φύλα στη Λογοτεχνία Νικηφόρος Αναστασάκης, Ελεάννα Δευτερίγου, Μαρίνα Ζαχαρίου, Κωνσταντίνα Θεοδοσάκη, Εβελίνα Κοντονάσσιου, Εύα Λεμονά, Κλεοπάτρα Μαλικούρτη, Ειρήνη Μέμα, Αλέξανδρος Μικρόπουλος, Ιωάννα Μπούρχα Σχεδιασμός και επιμέλεια παρουσίασης : Μαρίνα Ζαχαρίου, Κωνσταντίνα Θεοδοσάκη Επόπτρια καθηγήτρια: Κατερίνα Κυριακού Σχολ. Έτος 2016-2017
Το βιβλίο Συγγραφέας : Ιωάννα Καρυστιάνη Εκδοτικός οίκος : Εκδόσεις Καστανιώτη Τόπος έκδοσης : Αθήνα Χρόνος α έκδοσης : 1997 Βραβεία : Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (1998) Xώρες κυκλοφορίας: Αγγλία, Βουλγαρία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Λιθουανία, ΗΠΑ.
Η ιδέα για τη συγγραφή του βιβλίου Σύμφωνα με τη συγγραφέα Ιωάννα Καρυστιάνη «ένας παλιός συμφοιτητής με φώναξε για έναν καφέ στο σπίτι του και είδα τις φωτογραφίες πέντε πνιγμένων ναυτικών σε κάδρα. Μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα άλλαξαν όλα μέσα μου. Ένιωσα ένα τεράστιο σοκ και αναρωτήθηκα πώς ένα σπίτι μπορεί να αντέξει τέτοιο πένθος. Στην Άνδρο σχεδόν όλα τα σπίτια είναι λαβωμένα από ναυάγια. Αυτό με έκανε να αγαπήσω παράφορα το νησί και τη ναυτική ζωή και αποφάσισα ότι ήθελα να γράψω ένα βιβλίο γι αυτό το θέμα».
Η ιστορία Στην Άνδρο της δεκαετίας του 30, η Μίνα, σύζυγος ναυτικού που λείπει σε πολύχρονα ταξίδια, παντρεύει την κόρη της Όρσα με τον νεαρό καπετάνιο και πλοιοκτήτη Νίκο Βατοκούζη και όχι με τον υποπλοίαρχο Σπύρο Μαλταμπέ, με τον οποίο η Όρσα είναι ερωτευμένη. Όταν όμως ο τελευταίος πλουτίσει και γίνει περιζήτητος καπετάνιος, θα τον παντρέψει με τη μικρότερη κόρη της, τη Μόσχα, αναστατώνοντας έτσι επικίνδυνα την οικογενειακή καθημερινότητα (ένιωθε ένα βάρος στο στέρνο της, δεν της άρεσε να πληγώνει τις κόρες της, ήταν η ίδια η ζωή που τα κανόνιζε έτσι να βαστάει ο έρωτας λίγο κι ένας καημός πολύ).
Η δομή του μυθιστορήματος Με τον σύντομο, αλλά πολύ χαρακτηριστικό τίτλο η Καρυστιάνη μας εισάγει στον τόπο και τον χρόνο της αφήγησης και μας προϊδεάζει για το κλίμα του έργου, αφού "Μικρά Αγγλία" ονομαζόταν η Άνδρος από τα τέλη του 19ου αιώνα έως την περίοδο του Μεσοπολέμου, επειδή προσπαθούσε να μιμηθεί την πανίσχυρη στη θάλασσα Αγγλία. Το μυθιστόρημα κατανέμεται σε τρία κεφάλαια με τους επίσης χαρακτηριστικούς τίτλους το Μάτι του Θεού, Μονοπατωσιά, Όποιος πνίγηκε μετάνιωσε. Όλα τα κεφάλαια διακρίνονται σε επιμέρους ολιγοσέλιδες και κάπως ανεξάρτητες υποενότητες.
Ο αφηγηματικός χρόνος Ο αφηγηματικός χρόνος καλύπτει το διάστημα λίγο πριν την έναρξη της τρίτης δεκαετίας του 20ου αιώνα μέχρι την Παρασκευή 16 Απριλίου 1948. Με άλλα λόγια, στις 365 σελίδες του μυθιστορήματος συμπυκνώνεται η περιπέτεια είκοσι περίπου χρόνων (1930-1950) αν και ορισμένες αναδρομικές αναφορές φτάνουν πίσω στο έτος 1888.
Η κοινωνική πραγματικότητα Η συγγραφέας στέκεται αφενός σε μια εποχή που επιβάλλει τη μακρόχρονη απουσία των ανδρών, αφετέρου στην ακόρεστη επιθυμία για αλλαγή που θα οδηγήσει στην κοινωνική άνοδο των γυναικών. Αντί για την εκπλήρωση των επιθυμιών τους, όμως, οι άνδρες πληρώνουν την υπέρμετρη φιλοδοξία τους με τον θάνατο, ενώ οι γυναίκες βιώνουν την ασφυκτική μονοτονία, τον καταναγκασμό της απομόνωσης στο νησί και το πένθος.
Οι γυναίκες αυτές έμεναν πίσω και κρατούσαν στο χέρι τους ένα άλλο τιμόνι όχι του πλοίου, αλλά της οικογένειας που έπρεπε να επιβιώσει διευθετώντας τις απλές καθημερινές ανάγκες, αλλά και παίρνοντας αποφάσεις ή αναλαμβάνοντας ευθύνες για μεγάλα οικογενειακά θέματα, όπως οι γάμοι των παιδιών και τα οικονομικά ζητήματα, π.χ. αγορές οικοπέδων ή κτίσιμο σπιτιών (είχε τους ανθρώπους της [η Μίνα], έπαιρνε τις πληροφορίες της, έκανε τους λογαριασμούς της και οι λίρες πιάνανε τόπο).
Οι άντρες ήταν οι μεγάλοι απόντες, δεσπότες στη σκέψη των γυναικών τους, αλλά άμαθοι στο στεριανό κουμαντάρισμα. Πιστοί στις οικογενειακές αξίες, άνδρες και γυναίκες βίωναν τη μοναξιά στις συζυγικές σχέσεις. Ωστόσο δεν έλειπαν και οι εξωσυζυγικές σχέσεις των συζύγων με άλλες γυναίκες κατά τη διάρκεια των μακρινών ταξιδιών τους, όπως συμβαίνει με τον άνδρα της Μίνας (χίλες φορές καλύτερα να μην παντρεύονται τα κορίτσια αυτούς που αγαπούν, γιατί όταν θα τρέχουνε γραμμή στις παστρικές, ο πόνος θα παλεύεται)..
Το ύφος της Καρυστιάνη Η Καρυστιάνη επιλέγει μακροπερίοδο λόγο: Μεγάλες περίοδοι, που πολλές φορές εκτείνονται σε ολόκληρη παράγραφο, με τις προτάσεις να διαδέχονται η μία την άλλη ξεφεύγοντας καμιά φορά απ το τυπικό του συντακτικού. Είναι λες και η συγγραφέας έχει μέσα της έναν ολόκληρο κόσμο από συναισθήματα και σκέψεις που την πνίγουν και τα βγάζει χωρίς να πάρει ανάσα, φαινομενικά αδιαφορώντας για την έκφραση. Το ύφος αυτό είναι συνηθέστερο όταν εκφράζονται συναισθηματικές καταστάσεις με δραματική ένταση.
Ο λόγος της Καρυστιάνη διανθίζεται από αργεντίνικες φράσεις, όπως «άσι ες λα βίδα» (έτσι είναι η ζωή), που δείχνουν ότι όλοι οι λαοί της γης με τα ίδια πράγματα λυπούνται και χαίρονται. H συγγραφέας καταφέρνει να αποδώσει τη φυσικότητα της ανδριώτικης ντοπιολαλιάς συνδυάζοντας σ ένα αρμονικό σύνολο, αφενός ένα «αντιποιητικό» λεξιλόγιο με ναυτικούς όρους, λέξεις από την ελληνική κουζίνα κ.τ.λ., αφετέρου μια ποιητικότατη γλώσσα που εκφράζει έναν καταπιεσμένο λυρισμό.
Ανακεφαλαιώνοντας Η θάλασσα είναι το πεπρωμένο των γυναικών, το οποίο τις ενώνει κι απ το οποίο «φυγείν αδύνατον», όπως επαναλαμβάνουν συχνά οι ήρωες (Και φυσικά το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον, γελούσε ικανοποιημένη η Μόσχα, που πήρε μεν ναυτικό, αλλά ποιον, τον Σπύρο Μαλταμπέ, πώς να το κάνουμε, οι άλλοι δεν πιάνανε μπάζα μπροστά του). Η γυναικεία παρουσία απασχολεί ιδιαίτερα τη συγγραφέα, που παρουσιάζει πλήθος γυναικείων προσώπων σ αυτό το «γυναικονήσι». Οι περισσότερες δεν περιγράφονται ως ολοκληρωμένοι χαρακτήρες, εκτός λίγων εξαιρέσεων, όπως είναι η Μίνα, η γυναίκα του καπετάνιου Σαλταφέρου, και οι κόρες της, Όρσα και Μόσχα.
Οι πλόες δεν αναφέρονται μόνο στους Ανδριώτες ναυτικούς αλλά και στους ανθρώπους γενικά άντρες και γυναίκες δείχνοντας πως οδηγεί ο καθένας το δικό του πλοίο, τη δική του ζωή. Χαρακτηριστική είναι η φράση με την οποία ο Μαλταμπές συνήθιζε να κλείνει την κουβέντα: όποιος πνίγηκε μετάνιωσε. Σωρεία λαθών που πηγάζουν από ποικίλες αιτίες εμποδίζουν τον άνθρωπο να αποφασίσει ελεύθερα και να πράξει για την ευτυχία του. Μια αβλεψία στο λογικό σχεδιασμό της ζωής ανοίγει ρωγμή και εισχωρεί ο δαίμων με κάθε μορφή. Όσο κι αν υπολογίζουμε λογικά και σχεδιάζουμε τα πάντα κάτι διαφεύγει που δεν μπορούμε να το ελέγξουμε.
Έτσι έγινε και με το κτίσιμο του διώροφου αρχοντικού της οικογένειας Σαλταφέρου που η Μίνα έδωσε ως προίκα στις κόρες της. Ένα λάθος στην κατασκευή του πατώματος που χώριζε το ισόγειο από τον πάνω όροφο, η λεγόμενη «μονοπατωσιά», απέβη μοιραία για τις δυο αδελφές και τις οικογένειές τους, αφού η μονοπατωσιά επέτρεπε στην Όρσα να ακούει τις κρυφές στιγμές μεταξύ της αδελφής της και του άντρα της, του Μαλταμπέ, στον επάνω όροφο και δεν την άφηνε να ξεχάσει τον έρωτα που τη συνέδεε μαζί του (όταν τελείωσε η ιστορία συνειδητοποίησε πως η έκφραση «έγινα δική του» είναι λάθος, ήταν η πρώτη φορά που ένιωσε το κορμί της δικό της και μόνο δικό της όσο και τις σκέψεις της).
Έτσι λοιπόν, στο διάβα της ζωής, ο έρωτας της ευαίσθητης Όρσας και του Μαλταμπέ παραμένει βουβός και απελπισμένος έως τη στιγμή που θα εκραγεί, όταν το πλοίο του Μαλταμπέ, η «Μικρά Αγγλία», καταποντίζεται κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο μαζί με τον καπετάνιο του, που αρνήθηκε να το εγκαταλείψει. Όμοια τότε καταποντίζεται και η ζωή της Όρσας και, μάλιστα, ενώπιον όλης της οικογένειας (Κάποια μέρα θα το κάψω το σπίτι, σκέφτηκε η Μόσχα κι έσφιξε το χέρι της αδελφής της, κανονικά αυτή ήταν πιο τρελή από την Όρσα, αφού καθόταν κι άκουγε τώρα μια τέτοια ομολογία).
Η «Μικρά Αγγλία» που ονοματίζει και ένα συγκεκριμένο πλοίο, τελικά γίνεται το σύμβολο της προσωπικής ζωής του καθενός μας που ταξιδεύει μέσα στην απέραντη θάλασσα της ύπαρξης προσφέροντας μας πλούτη κι εμπειρίες, αλλά συμπαρασύροντας μας και στον χαμό, όταν δεν το κουμαντάρουμε σωστά κι όταν το κτυπούν δυνάμεις που αδυνατούμε να ελέγξουμε. Κι έτσι μοιάζει να επαληθεύεται πως στη ζωή σα ν' αξίζουν περισσότερο αυτά που χάνεις, παρά αυτά που βρίσκεις. Αυτά που βρίσκεις, μπορούν να χαθούν. Εκείνα που έχασες, υπάρχουν για πάντα.