ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ F. G. JACOBS της 2ας Ιουλίου 1992 *

Σχετικά έγγραφα
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 16ης Μαΐου 2002 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 9ης Οκτωβρίου 1997 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τρίτο τμήμα ) της 13ης Ιουλίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( έκτο τμήμα ) της 27ης Σεπτεμβρίου 1989 *

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 10ης Φεβρουαρίου 2004 *

GROSOLI ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

INTERNATIONAL FRUIT COMPANY ΚΑΤΑ PRODUKTSCHAP VOOR GROENTEN EN FRUIT ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

της 3ης Ιουνίου 1971 της 14ης αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τρίτο τμήμα ) της 13ης Ιουλίου 1989 *

δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 18ης Νοεμβρίου 1999 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 10ης Νοεμβρίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 1993 *

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

L 181/74 EL Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. της. Πρότασης ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

PUBLIC ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 17 Μαρτίου 2004 (26.03) (OR. en) 7562/04 LIMITE JUR 142 COPEN 33

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 14ης Απριλίου 1994 *

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

5803/17 ROD/ech DGG 3B

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. της πρότασης ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2001 *

της 8ης Ιουνίου 1971<appnote>*<appnote/>

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 1997 *

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 145/25

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 18ης Μαρτίου 1986 *

Του Δημήτρη Λώλη, Γεωπόνου

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 13ης Νοεμβρίου 1990 *

Εφαρμοστέο δίκαιο στα έναντι τρίτων αποτελέσματα των εκχωρήσεων απαιτήσεων. Πρόταση κανονισμού (COM(2018)0096 C8-0109/ /0044(COD))

EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL B7-0079/124. Τροπολογία. James Nicholson εξ ονόματος της Ομάδας ECR

(Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

5620/18 ROD/alf DGB 1A. Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 9 Φεβρουαρίου 2018 (OR. en) 5620/18. Διοργανικός φάκελος: 2017/0269 (NLE)

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 347/56 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 145/17

Union Professionnelle de la Radio et de la Télédistribution (RTD), Société Intercommunale pour la Diffusion de la Télévision (BRUTELE),

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου

Ομόσπονδου κράτους Rheinland/Pfalz, εκπροσωπουμένου από τον υπουργό Οικονομίας και Μεταφορών, 65 Mainz,

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΘΕΜΑ: ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΛΑΔΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΟΝΟΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ ΤΟΥ Τ.Σ.Α.Υ.

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2001 *

της 3ης Απριλίου 1968*

L 162/20 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΟΔΗΓΙΕΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 3ης Μαρτίου 1994 *

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ Τροποποιήσεις του κανονισμού διαδικασίας του δικαστηρίου

της 19ης Νοεμβρίου 1975 *

Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθημα τεκμηρίωσης και δεν δεσμεύει τα κοινοτικά όργανα

Το παρόν έγγραφο αποτελεί απλώς βοήθημα τεκμηρίωσης και τα θεσμικά όργανα δεν αναλαμβάνουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 4 Σεπτεμβρίου 2007 (05.09) (OR. fr) 12585/07 Διοργανικός φάκελος: 2007/0177 (CNS) AGRI 260 AGRISTR 12

ΠΡΟΣΘΗΚΗ στο ΣΧΕ ΙΟ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ * της 2168ης συνόδου του Συµβουλίου (Γενικές Υποθέσεις) που έγινε στις Βρυξέλλες, στις Μαρτίου 1999

Οικονομικής Κοινότητος», που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου. Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης R. και V. Haegeman, Βρυξέλλες,

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΑΓΡΟΤΙKHΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΟΔΗΓΙΑ 93/109/EK ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 6ης Δεκεμβρίου 2007 *

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 3ης Μαρτίου 2004 *

ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθηµα τεκµηρίωσης και δεν δεσµεύει τα κοινοτικά όργανα

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΧΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΡΟΥΜΑΝΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ

L 307/62 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 26ης Μαρτίου 1987 *

31987L0344. EUR-Lex L EL. Avis juridique important

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 185/57

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

THIEFFRY ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Προβλήματα εφαρμογής των ρυθμίσεων του Ν 4387/2016 για. την παράλληλη ασφάλιση 1

ΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΧΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΡΟΥΜΑΝΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ

BERTRAND ΚΑΤΑ OTT ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 6ης Δεκεμβρίου 2005 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 30ής Μαρτίου 1993 *

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - C(2014) final.

12848/1/18 REV 1 GA/ag ECOMP.2.B. Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 26 Νοεμβρίου 2018 (OR. en) 12848/1/18 REV 1

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

-Ερωτ.: Θα συνεχίσουν να υπάρχουν οι ενισχύσεις στον αγροτικό τομέα και μετά το 2013 και σε τι ύψος; - Η απάντηση είναι ναι.

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 23ης Νοεμβρίου 1989 *

Υπόθεση 206/89 R. S. κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 20ής Σεπτεμβρίου 1988 *

Transcript:

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ JACOBS ΥΠΟΘΕΣΗ C-81/91 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ F. G. JACOBS της 2ας Ιουλίου 1992 * Κύριε Πρόεδρε, Κύριοι δικαστές, 1. Ο Twijnstra, προσφεύγων της κύριας δίκης, είναι αγρότης στις Κάτω Χώρες. Το 1980 συνήψε με την αρμόδια ολλανδική αρχή συμφωνία για τη σφαγή ή τη μετατροπή των γαλακτοπαραγωγών ζώων του. Στα πλαίσια αυτής της συμφωνίας, ανέλαβε την υποχρέωση να αναστείλει τις παραδόσεις γάλακτος από την επιχείρηση του κατά το χρονικό διάστημα από 10 Απριλίου 1980 μέχρι 10 Απριλίου 1985 με αντάλλαγμα τη χορήγηση πριμοδοτήσεως μετατροπής. Η συμφωνία συνήφθη σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1078/77 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί θεσπίσεως καθεστώτος πριμοδοτήσεων για τη μη εμπορία του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων και την μετατροπή αγελών βοοειδών γαλακτοκομικής κατευθύνσεως (JO L 131, σ. 1). Στις αρχές Ιανουαρίου του 1984, ο Twijnstra πώλησε μέρος των εκτάσεων που κάλυπτε η συμφωνία. Οι αγοραστές ανέλαβαν τη δέσμευση να μη χρησιμοποιήσουν την αγορασθείσα έκταση για την παραγωγή γάλακτος μέχρι τις 10 Απριλίου 1985 και πράγματι την τήρησαν. Συνεπώς o Twijnstra κράτησε το σύνολο της πριμοδοτήσεως μετατροπής, σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού 1078/77, το οποίο προβλέπει: «1. Πας διάδοχος γεωργικής εκμεταλλεύσεως μπορεί να δεσμεύεται εγγράφως να συνεχίσει την εκτέλεση των υποχρεώσεων που ανέλαβε ο δικαιοπάροχος του. * Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική. Στην περίπτωση αυτή, τα ήδη καταβληθέντα ποσά παρακρατούνται από τον δικαιοπάροχο, το δε υπόλοιπο καταβάλλεται στον διάδοχο. Στην αντίθετη περίπτωση, τα ήδη καταβληθέντα ποσά επιστρέφονται από τον δικαιοπάροχο. 2. Σε περίπτωση που μεταβιβάζεται μόνον τμήμα της εκμεταλλεύσεως, ο αιτούμενος πριμοδότηση διατηρεί το δικαίωμα του, εάν ο προς ον η μεταβίβαση δεσμεύεται εγγράφως να συνεχίσει την εκτέλεση των υποχρεώσεων που ανέλαβε ο δικαιοπάροχος του. Στην αντίθετη περίπτωση, μέρος των ήδη καταβληθέντων ποσών, υπολογιζόμενο σε συνάρτηση με την επιφάνεια των μεταβιβασθέντων βοσκοτόπων, επιστρέφεται από τον δικαιοπάροχο.» 2. Το 1988, o Twijnstra άρχισε εκ νέου την παραγωγή γάλακτος. Εν τω μεταξύ, είχε θεσπιστεί με τους κανονισμούς (ΕΟΚ) 856/84 (ΕΕ L 90, σ. 10) και 857/84 (ΕΕ L 90, σ. 13) του Συμβουλίου συμπληρωματική εισφορά επί του γάλακτος. Στους αγρότες χορηγήθηκε ποσότητα αναφοράς με βάση την παραγωγή τους πατά τη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδου (γνωστής ως περιόδου αναφοράς) και επεβλήθη συμπληρωματική εισφορά επί της παραγωγής που υπερέβαινε την ποσότητα αναφοράς. Οι κανονισμοί αυτοί δεν προέβλεπαν αρχικά τη χορήγηση ποσότητας αναφοράς σε αγρότες που, όπως o Twijnstra, δεν είχαν παραγάγει γάλα κατά την περίοδο αναφοράς διότι είχαν συνάψει συμφωνίες μη εμπορίας ή μετατροπής. Με τις αποφάσεις της 28ης Απριλίου 1988 στην υπόθεση 120/86, Mulder κατά Minister van Landbouw en Visserij (Συλλογή 1988, σ. 2321) και στην υπόθεση 170/86, Ι - 2468

TWIJNSTRA von Deefzen κατά Hauptzollamt Hamburg- Jonas (Συλλογή 1988, σ. 2235), το Δικαστήριο κήρυξε ανίσχυρο τον κανονισμό 857/84 στον βαθμό που παρέλειψε να προβλέψει τη χορήγηση ποσότητας αναφοράς στους αγρότες αυτούς που, κατά το Δικαστήριο, είχαν τη θεμιτή προσδοκία ότι θα τους επιτρεπόταν πάλι να παράγουν γάλα μετά τη λήξη της περιόδου που κάλυπτε η συμφωνία περί μη εμπορίας ή μετατροπής. 3. Μετά τις αποφάσεις στις υποθέσεις Mulder και von Deetzen, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΟΚ) 764/89 της 20ής Μαρτίου 1989 (ΕΕ L 84, σ. 2) ο οποίος προσέθεσε στον κανονισμό 857/84 το άρθρο 3α, με το οποίο προβλέφθηκε η χορήγηση ειδικής ποσότητας αναφοράς σε αγρότες που δεν είχαν μπορέσει να λάβουν τέτοια ποσότητα προηγουμένως, διότι είχαν συνάψει συμφωνία μη εμπορίας ή μετατροπής. Η ειδική ποσότητα αναφοράς ισοδυναμούσε με το 60 % της ποσότητας γάλακτος που παραδόθηκε κατά το δωδεκάμηνο πριν από τον μήνα πατά τον οποίο υπεβλήθη η αίτηση για τη χορήγηση πριμοδοτήσεως μη εμπορίας ή μετατροπής (άρθρο 3α, παράγραφος 2, του κανονισμού 857/84). Με τις αποφάσεις της 11ης Δεκεμβρίου 1990 στην υπόθεση C-189/89, Spagl κατά Hauptzollamt Rosenheim (Συλλογή 1990, σ. 1-4539) και στην υπόθεση C-217/89, Pastätter κατά Hauptzollamt Bad Reichenhall (Συλλογή 1990, σ. I-4585), το Δικαστήριο κήρυξε ανίσχυρη τη διάταξη αυτή, διότι περιόριζε την ειδική ποσότητα αναφοράς στο 60 % της ποσότητας που παραδόθηκε κατά το εν λόγω δωδεκάμηνο. Στις 13 Ιουνίου 1991, εκδόθηκε ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1639/91 του Συμβουλίου (ΕΕ L 150, σ. 35) με σκοπό την εκτέλεση των αποφάσεων αυτών. 4. Στις 22 Ιουνίου 1989, ο Twijnstra υπέβαλε αίτηση να του χορηγηθεί ειδική ποσότητα αναφοράς. Με απόφαση της 11ης Αυγούστου 1989, ο διευθυντής Γεωργίας, Προστασίας της Φύσεως και Υπαίθριας Αναψυχής της επαρχίας Friesland χορήγησε στον Twijnstra προσωρινή ποσότητα αναφοράς 245 653 χγρ. για την περίοδο εμπορίας 1989/1990. Ο Twijnslra αμφισβήτησε την απόφαση αυτή, προβάλλοντας ως λόγο ότι η ποσότητα αναφοράς δεν υπολογίστηκε επί ορθής βάσεως. Η απόφαση επικυρώθηκε από τον Υπουργό Γεωργίας, Προστασίας της Φύσεως παι Αλιείας, καθού η προσφυγή της κύριας δίκης. Ο καθού η προσφυγή της κύριας δίκης έκρινε ότι ο προσφεύγων της κύριας δίκης δεν δικαιούνταν ποσότητα αναφοράς ίση με το 60 % της συνολικής ποσότητας που παρέδωσε κατά το δωδεκάμηνο πριν από την υποβολή της αιτήσεως του για τη χορήγηση πριμοδοτήσεως μετατροπής. Αντ' αυτού έκρινε ότι η ποσότητα αυτή πρέπει να μειωθεί αναλόγως προς την έκταση που είχε πωλήσει ο Twijnstra τον Ιανουάριο του 1984. Ο καθού η προσφυγή της κυρίας δίκης στηρίχθηκε συναφώς στο άρθρο 5, παράγραφος 1, του Beschikking Superheffing SLOM-deelnemers (ολλανδική απόφαση περί εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς στους μετέχοντες σε σύστημα σφαγής ή μετατροπής αγελών γαλακτοπαραγωγικής φυλής), το οποίο, κατά τη γνώμη του, αποτελεί πιστή εφαρμογή του άρθρου 3α, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 857/84. 5. Το άρθρο 3α, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 857/84 προέβλεπε (πριν από την τροποποίηση του με τον κανονισμό 1639/91): «Σε περίπτωση που ο παραγωγός εκχώρησε μέρος της εκμετάλλευσης του κατά τη διάρκεια της περιόδου μη εμπορίας ή μετατροπής: Ι - 2469

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ JACOBS ΥΠΟΘΕΣΗ C-81/91 η ειδική ποσότητα αναφοράς του εκχωρούντος, όπως καθορίζεται ανωτέρω, ισούται με το 60 % της ποσότητας για την οποία είχε διατηρηθεί το δικαίωμα πριμοδότησης, η ειδική ποσότητα αναφοράς του προσώπου στο οποίο εκχωρείται μέρος της εκμετάλλευσης, όπως καθορίζεται ανωτέρω, ισούται με το 60 % της ποσότητας για την οποία είχε αποκτηθεί το δικαίωμα πριμοδότησης.» 6. Το άρθρο 5, παράγραφος 1 του Beschikking Superheffing SLOM-deelnemers προβλέπει ότι, όταν ο παραγωγός μεταβιβάζει μέρος της εκμεταλλεύσεώς του κατά τη διάρκεια της περιόδου μη εμπορίας ή μετατροπής, η ειδική ποσότητα αναφοράς κατανέμεται μεταξύ του πωλητή και του αγοραστή: στον πωλητή χορηγείται ποσότητα αναφοράς αντίστοιχη προς τον βαθμό κατά τον οποίο εξακολουθεί να υπέχει υποχρεώσεις απορρέουσες από τη συμφωνία μη εμπορίας ή μετατροπής, ενώ στον αγοραστή χορηγείται ειδική ποσότητα αναφοράς αντίστοιχη προς την έκταση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που αποκτά με τη συμφωνία. Συνέπεια αυτής της διατάξεως φαίνεται να είναι ότι ο αγοραστής, εφόσον έχει τηρήσει τη συμφωνία, λαμβάνει ειδική ποσότητα αναφοράς ανάλογη προς το τμήμα της εκμεταλλεύσεως που απέκτησε. Η ειδική ποσότητα αναφοράς του πωλητή μειώνεται αναλόγως. βαθμό που περιορίζει την ειδική ποσότητα αναφοράς στο 60 % της ποσότητας γάλακτος που παρήγαγε το τελευταίο δωδεκάμηνο πριν από την υποβολή της αιτήσεως για τη χορήγηση πριμοδοτήσεως μη εμπορίας. Δεύτερον, η απόφαση του καθού αντίκειται στο γράμμα του άρθρου 3α, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, στον βαθμό που μείωσε την ειδική ποσότητα αναφοράς του Twijnstra όσον αφορά το τμήμα της εκμεταλλεύσεως που επώλησε κατά τη διάρκεια της περιόδου ισχύος της συμφωνίας μη εμπορίας. 8. Το College van Beroep voor het Bedrijfsleven δέχθηκε ως βάσιμο τον πρώτο λόγο ενόψει των αποφάσεων στις υποθέσεις Spagl και Pastätter, έκρινε όμως ότι ο δεύτερος λόγος ήγειρε ζητήματα ως προς την ερμηνεία και το κύρος του άρθρου 3α, παράγραφος 2, του κανονισμού 857/84. Δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα ζητώντας την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: «1) Πρέπει το άρθρο 3α, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΟΚ) 857/84 του Συμβουλίου, σε περιπτώσεις όπως αυτές που περιγράφονται στην κύρια δίκη, να εφαρμόζεται κατά παρέκκλιση από το γράμμα αυτής της διατάξεως; 7. Ο Twijnstra προσέβαλε την απόφαση του καθού η προσφυγή στην κύρια δίκη ενώπιον του College van Beroep voor het Bedrijfsleven, επικαλούμενος δύο λόγους: Πρώτον, το άρθρο 3α, παράγραφος 2, του κανονισμού 857/84 είναι ανίσχυρο, στον 2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 1, πρέπει η διάταξη αυτή να εφαρμόζεται κατ' αντιστοιχία προς την εφαρμογή που τυγχάνει στις Κάτω Χώρες το άρθρο 5, παράγραφος 1, του Beschikking Superheffing SLOMdeelnemers (απόφαση περί συμπληρωματικής εισφοράς στους μετέχοντες στο σύστημα SLOM); Ι - 2470

TWIJNSTRA 3) Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ερώτημα 1, συνεπάγεται η εφαρμογή της προαναφερθείσας κοινοτικής διάταξης, κατά το γράμμα της, ότι το πρόσωπο προς το οποίο γίνεται, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η μεταβίβαση ουδέποτε μπορεί να διεκδικήσει ειδική ποσότητα αναφοράς, εκτός αποκλειστικά από την περίπτωση κατά την οποία έχει, μέσω συμβάσεως ιδιωτικού δικαίου με τον εκποιούντα το οικόπεδο SLOM, αποκτήσει το δικαίωμα του τελευταίου για πριμοδότηση SLOM; 4) Καταφατική απάντηση στο ερώτημα 3 έχει ως αποτέλεσμα, ενδεχομένως σε συνδυασμό με άλλες εκτιμήσεις, ότι η προαναφερθείσα διάταξη είναι, πλήρως ή εν μέρει, ανίσχυρη λόγω παραβιάσεως του κοινοτικού δικαίου και δη της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης;» 9. Σημειωτέον ότι παρόμοια ερωτήματα έχει υποβάλει γερμανικό δικαστήριο το Verwaltungsgericht Oldenburg στην υπόθεση C-175/91, Ahlers και Grünefeld. Επί του πρώτου και δευτέρου ερωτήματος 10. Η έννοια του γράμματος της διατάξεως του άρθρου 3α, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 857/84 είναι σαφής. Η διάταξη αυτή έχει την έννοια ότι ένα πρόσωπο ευρισκόμενο στη θέση του Twijnstra θα έπρεπε να λάβει ειδική ποσότητα αναφοράς ίση προς το 60 % της ποσότητας γάλακτος που παρέδωσε κατά το δωδεκάμηνο πριν από την υποβολή της αιτήσεώς του για τη χορήγηση πριμοδοτήσεως μετατροπής. Δεν γίνεται μείωση για το λόγο ότι πώλησε τμήμα της εκμεταλλεύσεως του κατά τη διάρκεια της περιόδου ισχύος της συμφωνίας μετατροπής, εφόσον έχει διατηρήσει το δικαίωμα πριμοδοτήσεως δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 1078/77. Και ο αγοραστής τμήματος της εκμεταλλεύσεως δεν δικαιούται ειδική ποσότητα αναφοράς για την αγορασθείσα έκταση, εφόσον δεν απέκτησε δικαίωμα επί ποσοστού της πριμοδοτήσεως. 11. Εντούτοις, οι ολλανδικές αρχές υποστηρίζουν ότι το άρθρο 3α, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, δεν πρέπει να ερμηνεύεται κατά γράμμα, αλλά υπό την έννοια ότι η χορηγηθείσα στον Twijnstra ειδική ποσότητα αναφοράς βάσει της ποσότητας που παρήγαγε κατά το δωδεκάμηνο πριν από την υποβολή της αιτήσεως του για την καταβολή πριμοδοτήσεως μετατροπής πρέπει να κανανέμεται μεταξύ αυτού και των αγοραστών τμήματος της εκμεταλλεύσεώς του αναλόγως προς την έκταση που κατέχουν ο Twijnstra και οι αγοραστές αντίστοιχα. Η Ολλανδική Κυβέρνηση εφιστά την προσοχή στην ύπαρξη προφανούς ανακολουθίας στην εφαρμοστέα ρύθμιση: το άρθρο 3α, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 857/84 συνεπάγεται ότι, οσάκις μέρος της εκμεταλλεύσεως μεταβιβάζεται κατά τη διάρκεια της περιόδου μη εμπορίας ή μετατροπής, η ειδική ποσότητα αναφοράς κατανέμεται μεταξύ του πωλητή και του αγοραστή βάσει του ποσοστού της πριμοδοτήσεως που δικαιούται έκαστος εντούτοις, το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 1078/77 δεν προβλέπει ότι ο αγοραστής μέρους της εκμεταλλεύσεως αποκτά δικαίωμα επί ποσοστού της πριμοδοτήσεως. Η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το άρθρο 6, παράγραφος 2, αφήνει τα μέρη ελεύθερα να καθορίσουν αν ο αγοραστής θα δικαιούται ποσοστό της πριμοδοτήσεως. Εάν όμως συμβαίνει αυτό και εάν το δικαίωμα επί ειδικής ποσότητας αναφοράς εξαρτάται από το δικαίωμα πριμοδοτήσεως, η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του αγοραστή διαψεύδεται, διότι δεν θα μπορεί να λάβει ειδική ποσότητα αναφοράς παρά μόνον εφόσον είχε εξασφαλίσει υπέρ αυτού δικαίωμα επί ποσοστού της πριμοδοτή- I - 2471

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ JACOBS ΥΠΟΘΕΣΗ C-81/91 σεως. Η Ολλανδική Κυβέρνηση ισχυρίζεται, ενόψει της ratio της εν λόγω διατάξεως, το αποφασιστικό κριτήριο είναι η επιφάνεια των παραγωγικών γαιών που κατέχουν ο πωλητής και ο αγοραστής αντίστοιχα. Κατά τη διαδικασία ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, ο καθού η προσφυγή υπουργός υποστήριξε ότι, όταν το Συμβούλιο προσέθεσε το άρθρο 3α στον κανονισμό 857/84, πρέπει να είχε την εσφαλμένη αντίληψη ότι ο αγοραστής τμήματος εκμεταλλεύσεως η οποία καλύπτεται από συμφωνία μη εμπορίας ή μετατροπής αυτομάτως καθίσταται δικαιούχος αναλόγου ποσοστού της πριμοδοτήσεως, εφόσον αναδέχεται τις υποχρεώσεις του πωλητή που απορρέουν από τη συμφωνία. 12. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή αρνούνται, στις γραπτές παρατηρήσεις τους, ότι ο κοινοτικός νομοθέτης διατελούσε εν πλάνη όταν το άρθρο 3α προστέθηκε στον κανονισμό 857/84. Ισχυρίζονται ότι όταν το άρθρο ομιλεί περί δικαιώματος επί ποσοστού της πριμοδοτήσεως που αποκτά ο αγοραστής τμήματος της εκμεταλλεύσεως αναφέρεται αποκλειστικά στην περίπτωση που η εκμετάλλευση εκποιείται με σειρά τμηματικών μεταβιβάσεων ο πωλητής χάνει το δικαίωμα επί ποσοστού της πριμοδοτήσεως μετά από κάθε μερική μεταβίβαση, εκτός εάν ο αγοραστής αναλάβει τη δέσμευση να τηρήσει τη συμφωνία μη εμπορίας ή μετατροπής (κανονισμός 1078/77, άρθρο 6, παράγραφος 2) όταν μεταβιβάζεται το τελευταίο αγροτεμάχιο, η πράξη εξομοιούται με ολική μεταβίβαση της εκμεταλλεύσεως στα πλαίσια του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1078/77, με συνέπεια να καθίσταται ο αγοραστής, εφόσον αναλαμβάνει τη δέσμευση να τηρήσει τη συμφωνία, δικαιούχος της πριμοδοτήσεως που δεν έχει ακόμη καταβληθεί, στον βαθμό που ο πωλητής δεν έχει ήδη χάσει το δικαίωμα πριμοδοτήσεως συνεπεία των προηγουμένων μεταβιβάσεων. Σύμφωνα με το Συμβούλιο και την Επιτροπή, αυτή είναι η μοναδική περίπτωση που ο αγοραστής τμήματος της εκμεταλλεύσεως μπορεί να καταστεί δικαιούχος ποσοστού της πριμοδοτήσεως και αυτή είναι η περίπτωση στην οποία αναφέρεται το άρθρο 3α, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, δεύτερη παύλα, του κανονισμού 857/84. 13. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποστηρίζουν επίσης ότι, όταν το άρθρο 3α, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ομιλεί περί δικαιώματος πριμοδοτήσεως, αναφέρεται σε δικαίωμα έναντι της αρμόδιας αρχής, όχι σε δικαίωμα έναντι του αντισυμβαλλομένου του στη μεταβίβαση δυνάμει ιδιωτικής συμβάσεως. Επομένως, ο αγοραστής τμήματος της εκμεταλλεύσεως δεν αποκτά «δικαίωμα πριμοδοτήσεως» κατά την έννοια αυτής της διατάξεως επειδή απλώς ο πωλητής αναλαμβάνει την υποχρέωση να του καταβάλει την πριμοδότηση. 14. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει επομένως λόγος αποκλίσεως από το γράμμα της διατάξεως του άρθρου 3α, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο. Ο πωλητής μέρους της εκμεταλλεύσεως, ο οποίος διατηρεί το δικαίωμα εφ' όλης της πριμοδοτήσεως, δικαιούται ολόκληρη την ειδική ποσότητα αναφοράς, ο δε αγοραστής δεν δικαιούται κανένα τμήμα της ειδικής ποσότητας αναφοράς. Ο αγοραστής δεν έχει νόμιμη προσδοκία να λάβει ειδική ποσότητα αναφοράς, διότι δεν τον παρεκίνησε η Επιτροπή να συνάψει συμφωνία μη εμπορίας ή μετατροπής. Μολονότι αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να χορηγείται σε παραγωγό ειδική ποσότητα αναφοράς βάσει της παραγωγής του σε εκμετάλλευση πολύ μεγαλύτερη από την παρούσα εκμετάλλευσή του, τούτο δεν αποτελεί σοβαρή συνέπεια, διότι το άρθρο 3α, παράγραφος 1, επιβάλλει στον παραγωγό να αποδείξει ότι μπορεί να παράγει στην εκμετάλλευση του ποσότητα γάλακτος που φθάνει μέχρι την ποσότητα αναφοράς που ζήτησε, και το άρθρο 3α, παράγραφος 3, τον υποχρεώνει να απο- I-2472

δείξει ότι οι παραδόσεις του έφθασαν το 80 % της ποσότητας αναφοράς, προκειμένου να οριστικοποιηθεί η προσωρινή ποσότητα αναφοράς. 15. Κατά την προφορική διαδικασία, οι εκπρόσωποι του Συμβουλίου και της Επιτροπής διευκρίνισαν ότι, κατά την άποψη τους, το άρθρο 3α μπορεί να παρέχει ειδική ποσότητα αναφοράς στον αγοραστή ολοκλήρου της εκμεταλλεύσεως και στον αγοραστή που αποκτά το τελευταίο τμήμα της εκμεταλλεύσεως μετά από σειρά τμηματικών μεταβιβάσεων εντούτοις, όπου υπάρχει σειρά τμηματικών μεταβιβάσεων ουδείς των αγοραστών, πλην του τελευταίου της σειράς, μπορεί να αποκτήσει ειδική ποσότητα αναφοράς δυνάμει του άρθρου 3α, παράγραφος 2. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή προσπαθούν να δικαιολογήσουν τη διαφορετική μεταχείριση των διαφόρων κατηγοριών αγοραστών προβάλλοντας ως λόγο ότι, στα πλαίσια του άρθρου 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 1078/77, ο αγοραστής μέρους της εκμεταλλεύσεως δεν καθίσταται δικαιούχος της πριμοδοτήσεως και δεν υποχρεούται, έναντι της αρμόδιας αρχής, να μην παράγει γάλα στην εκμετάλλευση του επομένως δεν μπορεί να προβληθεί ο ισχυρισμός ότι τον παρακίνησε η Επιτροπή να εγκαταλείψει την παραγωγή γάλακτος και συνεπώς δεν έχει θεμιτή προσδοκία ότι θα του επιτραπεί η παραγωγή γάλακτος στην εκμετάλλευση. Εξάλλου, ο αγοραστής ολόκληρης της εκμεταλλεύσεως και ο αγοραστής που αποκτά το τελευταίο τμήμα της μετά σειράν τμηματικών μεταβιβάσεων μπορούν να επικαλεστούν την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, διότι καθίστανται δικαιούχοι μέρους της πριμοδοτήσεως δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 1078/77 και υποχρεούνται, έναντι της αρμόδιας αρχής, να μην παράγουν γάλα στην εκμετάλλευση. 16. Εξακολουθώ να μην έχω πειστεί από την προσπάθεια του Συμβουλίου και της TWDNSTRA Επιτροπής να εξηγήσουν την προφανή ανακολουθία της εφαρμοστέας ρυθμίσεως. Βεβαίως, το άρθρο 3α, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, φαίνεται να προϋποθέτει ότι ο πωλητής και ο αγοραστής δικαιούνται αμφότεροι μέρος της πριμοδοτήσεως και συνεπώς μπορούν αμφότεροι να λάβουν ειδική ποσότητα αναφοράς. Ο ισχυρισμός ότι η δεύτερη παύλα της διατάξεως αυτής έχει εφαρμογή μόνον στον αγοραστή του τελευταίου τμήματος της εκμεταλλεύσεως μετά σειράν τμηματικών μεταβιβάσεων είναι ελάχιστα πειστικός. Στην περίπτωση αυτή, ο αρχικός παραγωγός εκλείπει τελείως και το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 3α φαίνεται να μην έχει καθόλου εφαρμογή. Πράγματι, η διάταξη αυτή προϋποθέτει ότι ο αρχικός παραγωγός εξακολουθεί να παραμένει σε μεγάλο βαθμό στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Αρχίζει με τη φράση: «Σε περίπτωση που ο παραγωγός εκχώρησε μέρος της εκμετάλλευσης του κατά τη διάρκεια της περιόδου μη εμπορίας ή μετατροπής (...)». Αυτό υποδηλώνει σαφώς ότι ο παραγωγός έχει διατηρήσει μέρος της εκμεταλλεύσεως. Εάν ο συντάκτης της διατάξεως αυτής είχε θελήσει να νομοθετήσει για την περίπτωση που ο παραγωγός επώλησε το σύνολο της εκμεταλλεύσεως του κατά τη διάρκεια της περιόδου μη εμπορίας ή μετατροπής, είτε με ενιαία πράξη είτε με σειρά τμηματικών μεταβιβάσεων, θα είχε βεβαίως επιλέξει προς τούτο πιο πρόσφορη διατύπωση. 17. Παρά την ανακολουθία της εφαρμοστέας ρυθμίσεως, δεν βλέπω πώς θα μπορούσε να ερμηνευθεί η εν λόγω διάταξη, στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως, κατά τρόπο αποκλίνοντα από τη συνήθη έννοια των χρησιμοποιούμενων όρων. Το άρθρο 3α, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, πρώτη παύλα, ορίζει ότι «η ειδική ποσότητα αναφοράς του εκχωρούντος (...) ισούται με το 60 % της ποσότητας για την οποία είχε διατηρηθεί το δικαίωμα πριμοδότησης». Ι - 2473

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ JACOBS ΥΠΟΘΕΣΗ C-81/91 Η έννοια αυτών των λέξεων δεν μπορεί να είναι σαφέστερη. Ένας παραγωγός όπως ο Twijnstra έχει διατηρήσει το δικαίωμα εφ' όλης της πριμοδοτήσεως και επομένως πληροί τις προϋποθέσεις για να λάβει ολόκληρη την ειδική ποσότητα αναφοράς. Οι αγοραστές μέρους της εκμεταλλεύσεώς του δεν αποκτούν κανένα δικαίωμα επί της πριμοδοτήσεως και επομένως δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση ειδικής ποσότητας αναφοράς δυνάμει του άρθρου 3α, παράγραφος 2. 18. Ενδεχομένως, αυτή δεν είναι η λογικότερη λύση, διότι σημαίνει ότι ο παραγωγός που έχει πωλήσει τμήμα της εκμεταλλεύσεώς του κατά τη διάρκεια της περιόδου μη εμπορίας ή μετατροπής μπορεί να δικαιούται ειδική ποσότητα αναφοράς υπερβαίνουσα εκείνη που μπορεί να παράγει στις εκτάσεις που καλύπτει η συμφωνία μη εμπορίας ή μετατροπής. Ενδεχομένως, θα ήταν λογικότερο να κατανέμεται η ειδική ποσότητα αναφοράς μεταξύ του πωλητή και του αγοραστή με βάση τα αντίστοιχα μερίδιά τους επί των εκτάσεων που καλύπτει η συμφωνία μη εμπορίας ή μετατροπής. Εντούτοις, δεν είναι η λύση που υιοθέτησε η οικεία ρύθμιση και τέτοια επιχειρήματα δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τη μη αναγνώριση στον Twijnstra των ευεργετικών γι' αυτόν συνεπειών μιας διατάξεως, κατά την οποία σαφώς και αναμφιβόλως δικαιούται ειδική ποσότητα αναφοράς βάσει της συνολικής παραγωγής του κατά το δωδεκάμηνο πριν από την υποβολή της αιτήσεώς του για τη χορήγηση πριμοδοτήσεως μετατροπής. Η νομοθεσία που περιορίζει την ελευθερία του παραγωγού να χρησιμοποιεί τη γη του για την άσκηση θεμιτής οικονομικής δραστηριότητας, ακόμα και αν ο περιορισμός δικαιολογείται κατ' αρχήν για λόγους δημοσίου συμφέροντος, δεν πρέπει να ερμηνεύεται στενά κατά τρόπο παραβλάπτοντα τα συμφέροντα του παραγωγού. Εν πάση περιπτώσει, η άποψη της Ολλανδικής Κυβερνήσεως συνιστά ακόμη στενότερη ερμηνεία στρεβλώνει τη φυσική έννοια μιας απολύτως σαφούς διατάξεως. Επί του τρίτου και του τετάρτου ερωτήματος 19. Το τρίτο και το τέταρτο ερώτημα αφορούν το ενδεχόμενο δικαίωμα του αγοραστή να του χορηγηθεί ειδική ποσότητα αναφοράς. Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι το άρθρο 3α, παράγραφος 2, του κανονισμού 857/84, σε συνδυασμό με το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 1078/77, δεν αποτελεί διάταξη με την οποία χορηγείται ειδική ποσότητα αναφοράς στον αποκτώντα τμήμα εκμεταλλεύσεως, η οποία καλύπτεται από συμφωνία μη εμπορίας ή μετατροπής (εκτός εάν κατά την άποψη που προτείνουν το Συμβούλιο και η Επιτροπή, ο αγοραστής αποκτά το τελευταίο τμήμα της εκμεταλλεύσεως μετά σειράν τμηματικών μεταβιβάσεων). Η ύπαρξη ιδιωτικής συμφωνίας με την οποία ο πωλητής δέχεται να εκχωρήσει στον αγοραστή το δικαίωμά του επί της πριμοδοτήσεως ή να του καταβάλει το ισόποσο σε χρήματα δεν αλλάζει τα πράγματα. Όταν το άρθρο 3α, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, δεύτερη παύλα, ομιλεί περί «δικαιώματος πριμοδοτήσεως» του αγοραστή, αυτό σημαίνει, κατά τη γνώμη μου, δικαίωμα έναντι της αρμόδιας αρχής και δεν μπορεί να ερμηνεύεται ως παραπομπή σε συμβατικό δικαίωμα έναντι του αγοραστή. Όπως είδαμε, ο αγοραστής μέρους της εκμεταλλεύσεως δεν αποκτά, κατ' αυτήν την έννοια, δικαίωμα επί ποσοστού της πριμοδοτήσεως σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 1078/77. 20. Επομένως, εάν ο αγοραστής μέρους της εκμεταλλεύσεως ζητεί να λάβει ειδική ποσότητα αναφοράς, θα στηριχθεί όχι στο γράμμα του κανονισμού 857/84, αλλά μόνον Ι-2474

TWIJNSTRA στην αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Το ερώτημα εάν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή αυτή εγείρει ορισμένα δυσχερή ζητήματα τα οποία δεν ενδείκνυται, κατά τη γνώμη μου, να επιλυθούν στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, διότι το θέμα των δικαιωμάτων του αγοραστή δεν τίθεται εν προκειμένω. Το ουσιώδες στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι ότι, αν ο αγοραστής δικαιούται ειδική ποσότητα αναφοράς δυνάμει της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να μειώνεται αναλόγως η ειδική ποσότητα αναφοράς που χορηγείται στον πωλητή. Πάντως, ο κοινοτικός νομοθέτης πρέπει να καθορίσει τα μέτρα εκείνα που θα ικανοποιούν τις θεμιτές προσδοκίες του αγοραστή και συγχρόνως θα διασφαλίζουν τα κεκτημένα δικαιώματα του πωλητή. Εάν αυτό το στοιχείο ληφθεί υπόψη, παρέλκει η απάντηση στο τρίτο και το τέταρτο ερώτημα. Πρόταση 21. Επομένως, προτείνω να δοθεί η ακόλουθη απάντηση στα ερωτήματα που υπέβαλε στο Δικαστήριο το College van Beroep voor het Bedrijfsleven: O παραγωγός γάλακτος που έχει συνάψει συμφωνία μη εμπορίας ή μετατροπής στα πλαίσια του κανονισμού 1078/77 και κατά τη διάρκεια ισχύος της περιόδου μεταβίβασε μέρος της εκμεταλλεύσεως του σε άλλον, διατηρώντας το δικαίωμά του εφ' όλης της πριμοδοτήσεως μη εμπορίας ή μετατροπής, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 1078/77, δικαιούται ολόκληρη την ειδική ποσότητα αναφοράς που προβλέπεται στο άρθρο 3α, παράγραφος 2, του κανονισμού 857/84. Ι-2475