ΜΟΥΣΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: «ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΙΗΤΕΣ» Τετάρτη 16 Μαΐου 2012 Βιβλιοθήκη Μ.Σ.Θ.,., 5 η 6 η ώρα
Ανοιχτό μάθημα ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Ο Νίκος Καββαδίας διαβάζει το Mal du départd Ο Νίκος Καββαδίας διαβάζει τo ''Mal du depart''.flv
Ο Καββαδίας στον ασύρματο του πλοίου
Ο Καββαδίας στον ασύρματο
A bord de l Aspasial Απάνω μου έχω πάντοτε στη ζώνη μου σφιγμένο ένα παλιό αφρικάνικο ατσάλινο μαχαίρι -όπως αυτά που συνηθούν και παίζουν οι αραπάδες- που από έναν γέρο έμπορο αγόρασα στ Αλγέρι. Θυμάμαι, ως τώρα να τανε, το γέρο παλαιοπώλη, όπου έμοιαζε με μια παλιά ελαιγραφία του Γκόγια, ορθόν πλάι σε μακριά σπαθιά και σε στολές σχισμένες, να λέει με μια βραχνή φωνή τα παρακάτου λόγια: «Ετούτο το μαχαίρι, εδώ, που θέλεις ν αγοράσεις με ιστορίες αλλόκοτες ο θρύλος το χει ζώσει, κι όλοι το ξέρουν πως αυτοί που κάποια φορά το χαν, καθένας κάποιον άνθρωπο δικό του έχει σκοτώσει.
Ο Δον Μπαζίλιο σκότωσε μ αυτό τη Δόνα Τζούλια, την όμορφη γυναίκα του γιατί τον απατούσε. ο Κόντε Αντόνιο, μια βραδιά, τον δύστυχο αδελφό του με το μαχαίρι τούτο εδώ κρυφά δολοφονούσε. Ένας αράπης τη μικρή ερωμένη του από ζήλεια και κάποιος ναύτης Ιταλός ένα Γραικό λοστρόμο. Χέρι με χέρι ξέπεσε και στα δικά μου χέρια. Πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μα αυτό μου φέρνει τρόμο.
Σκύψε και δες το, μια άγκυρα κι ένα οικόσημο έχει, είναι αλαφρύ για πιάσε το δεν πάει ούτε ένα κουάρτο, μα εγώ θα σε συμβούλευα κάτι άλλο ν αγοράσεις.» -Πόσο έχει; -Μόνο φράγκα επτά. Αφού το θέλεις πάρ το. Ένα στιλέτο έχω μικρό στη ζώνη μου σφιγμένο, που η ιδιοτροπία μ έκαμε και το καμα δικό μου, κι αφού κανένα δε μισώ στον κόσμο να σκοτώσω, φοβάμαι μη καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου
Γέννηση: : 1910 Αποδημία: : 1975
Γέννηση (11 Ιαν.1910) στη Μαντζουρία (ΒΑ Κίνα) από γονείς Κεφαλλονίτες
ΜΑΡΑΜΠΟΥ (1933) Νοσταλγία Προδοσία ΕνοχέςΕνοχές ΕρωτικήΕρωτική νοσηρότητα ΘάνατοςΘάνατος
Γράμμα Ενός Αρρώστου Φίλε μου Αλέξη, το 'λαβα το γράμμα σου και με ρωτάς τι γίνομαι, τι κάνω Μάθε, ο γιατρός πως είπε στη μητέρα μου ότι σε λίγες μέρες θα πεθάνω... Είναι καιρός όπου έπληξα διαβάζοντας όλο τα ίδια που έχω εδώ βιβλία κι όλο εποθούσα κάτι νέο να μάθαινα που να μου φέρει λίγη ποικιλία Κι ήρθεν εχθές το νέο έτσι απροσδόκητα σιγά ο γιατρός στο διάδρομο εμιλούσε και τ' άκουσα, στην κάμαρα σκοτείνιαζε κι ο θόρυβος του δρόμου σταματούσε
Έκλαψα βέβαια, κάτω απ' την κουβέρτα μου Λυπήθηκα. Για σκέψου, τόσο νέος μα στον εαυτό μου αμέσως υποσχέθηκα πως θα φανώ, σαν πάντοτε, γενναίος Θυμάσαι, που ταξίδια ονειρευόμουνα κι είχα ένα διαβήτη κι ένα χάρτη και πάντα για να φύγω ετοιμαζόμουνα κι όλο η μητέρα μου 'λεγε: Το Μάρτη... Τώρα στο τζάμι ένα καράβι εσκάρωσα κι ένα του Μαγκρ στιχάκι έχω σκαλίσει: «Τι θλίψη στα ταξίδια κρύβεται άπειρη!» κι εγώ για ένα ταξίδι έχω κινήσει
Να πεις σ' όλους τους φίλους χαιρετίσματα κι αν τύχει ν' απαντήσεις την Ελένη πως μ' ένα φορτηγό πες της μπαρκάρισα και τώρα πια να μη με περιμένει Αλήθεια, ο Χάρος ήθελα να 'ρχότανε σαν ένας καπετάνιος να με πάρει χτυπώντας τις βαριές πέτσινες μπότες του κι ένα μακρύ τσιμπούκι να φουμάρει Αλέξη, νιώθω τώρα πως σε κούρασα μπορεί κιόλας να σ' έκαμα να κλάψεις δε θα 'βρεις, βέβαια, λόγια για μια απάντηση μα δε θα λάβεις κόπο να μου γράψεις...
ΠΟΥΣΙ (1947) Παραισθήσεις ΕρωτικέςΕρωτικές φαντασιώσεις ΓυναίκαΓυναίκα (- γοργόνα)
Χαρακτικό του Γ. Μόσχου (1944)
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Ήταν εκείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά σ' έστειλε ο πρώτος τα νερά να πας για να γραδάρεις μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά Ξέχασες κείνο το σκοπό που λέγανε οι Χιλιάνοι άγιε Νικόλα φύλαγε κι αγιά θαλασσινή τυφλό κορίτσι σ' οδηγάει παιδί του Μοντιλιάνι που τ' αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυο Μαρμαρινοί
Νερό καλάρει το Fore Peak, νερό και τα πανιόλα, μα εσένα μια παράξενη ζαλάδα σε κινεί. Με στάμπα που δε φαίνεται σε κέντησε η Σπανιόλα ή το κορίτσι που χορεύει απάνω στο σκοινί; Απάνω στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού
Ο ναύτης ρίχνει τα χαρτιά κι ο θερμαστής το ζάρι κι αυτός που φταίει και δε νογάει, παραπατάει λοξά. Θυμήσου κείνο το στενό κινέζικο παζάρι και το κορίτσι που κλαιγε πνιχτά μέσ στο ρικσά. Κάτω από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου είπες σ' αγαπώ αύριο σαν τότε και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Ντεπό
Έρωτας - Θάνατος Ζωή - Όνειρο Απουσία γυναίκας Τρυφερότητα - Μίσος Αγάπη - Προδοσία ΒΑΡΔΙΑ (1954) ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑ
ΤΡΑΒΕΡΣΟ (1975) Φως & Ερωτισμός ΤαξίδιΤαξίδι = η άπιαστη κατάκτηση της γυναίκας - θάλασσας
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΤΙΜΟΝΙΕΡΗ (2005) Αθησαύριστα πεζογραφήματα και ποιήματα ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΑ ΕΚΔΟΣΗ με τη φιλολογική επιμέλεια του Guy Saunier.
ΦΑΤΑ ΜΟΡΓΚΑΝΑ Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό στάλα τη στάλα συναγμένο απ' το κορμί σου σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό, που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν. Πούθ' έρχεσαι; Απ' τη Βαβυλώνα. Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα. Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα. Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.
Πανί δερμάτινο, αλειμμένο με κερί, οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι, όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη. Πούθ' έρχεσαι; Απ' τη Βαβυλώνα. Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα. Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα. Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.
Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά. Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι. Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά, Μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει. Πούθ' έρχεσαι; Απ' τη Βαβυλώνα. Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα. Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα. Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ 1910-1975 1975
ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι. Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ, τότε που φεύγανε μπουλούκια οι Σταυροφόροι. Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδιά και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου. Στο ρωγοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά κι ο γέρος έλιαζε ακαμάτης τ αχαμνά του.
Του ταύρου ο Πικάσσο ρουθούνιζε βαριά και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι Τραβέρσο ανάποδο πορεία προς το Βοριά. Τράβα μπροστά ξοπίσω εμείς και μη σε μέλει. Κάτου απ τον ήλιο αναγαλλιάζαν οι ελιές και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια. Τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές, τότες που σ έφεραν κατσίβελε στη μπόλια. Ατσίγγανε κι Αφέντη μου, με τι να σε στολίσω; Φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό. Στον τοίχο της Καισαριανής μάς φέραν από πίσω κι ίσαμε έν αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.
Τα τατουάζ
Συμμετείχαν οι μαθητές: Αντώνης Ακριβόπουλος (Α1): φλάουτο Μόνα Ακριτοπούλου (Α1): βιολί Αναστασία Βούρκα-Φτάκα (Α1): φλάουτο Λυδία Καραγκεζίδου (Α1): πιάνο Χρήστος Θεολόγος (Α1): κλαρινέτο Μαρία Τσόγια-Ραζάκοβα (Α3): βιολί Στέφανος Νικολαΐδης (Α3): πιάνο
Συμμετοχής συνέχεια Γεύση Βαφειάδου (Β1): απαγγελία Χρήστος Φώτης (Γ2): τραγούδι Ελένη Καλαϊδοπούλου (ΛΒ1): τραγούδι κιθάρα Άννα Μπακαλάκη (ΛΒ1): απαγγελία - αφήγηση
Υπεύθυνες καθηγήτριες: Μέμα Παπανδρίκου Λευκή Εφραιμίδου Παναγιώτα Αντωνίου Αναστασία Αρζόγλου Βασίλης Βέτσος Συνεργασία: