Yom ha-shoah. Αθήνα 19 Απριλίου 2015 Ρίκα Μπενβενίστε Yom ha-shoah. «Ημέρα πένθους» και «ημέρα μνήμης» έτσι θυμάμαι να μιλούν για την ημέρα αυτή στο σπίτι, από τα παιδικά μου χρόνια. Καθώς η χρονική απόσταση των χρόνων που μας χωρίζουν από τη λήξη του πολέμου μεγαλώνει, καθώς οι επιζώντες των στρατοπέδων που ζουν ανάμεσά μας λιγοστεύουν, οι επετειακές μνημονεύσεις της Shoah πολλαπλασιάζονται. Ποτέ στο παρελθόν η μνημόνευση των νεκρών μας δεν συγκέντρωνε τόσο την προσοχή μας ως ανάχωμα απέναντι σε κάθε είδους αρνητές του Ολοκαυτώματος, αλλά και ποτέ προηγουμένως η τόσο συχνή επίκληση της μνήμης στο σχολείο, στο μουσείο, στο δικαστήριο, δεν διέτρεχε τόσο πολύ τον κίνδυνο να συνθλίψει το πένθος μας με το βάρος του τετριμμένου. Πού να σταθούμε για να μην παρασυρθούμε από την καθησυχαστική ρητορική του καθήκοντος της μνήμης, από τη μελοδραματική αναπαράσταση του παρελθόντος, από τα απλουστευτικά σχήματα που διαστρέφουν μια τρομακτική ιστορία; Και πού να σταθούμε για να μη συναινέσουμε στην ένοχη αποσιώπηση και λήθη; Δεν γνωρίζω τη μία και μοναδική απάντηση. Γνωρίζω, όμως, κάποιες ιστορίες από τη «δική μας Shoah». Γνωρίζω επίσης, κάποιες ιστορίες από τις περιπέτειες της μνήμης της, και αυτές θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας σήμερα. Η επέτειος που μας φέρνει σήμερα εδώ έχει τη δική της ιστορία. Ας προσπαθήσουμε να ξετυλίξουμε το κουβάρι της. Η άκρη του νήματος μας οδηγεί πίσω στο 1951, όταν η Κνέσετ, η ισραηλινή Βουλή, όρισε την 27η του μήνα Νισάν, του τέταρτου μήνα στο εβραϊκό ημερολόγιο, για τη μνημόνευση της Shoah -της καταστροφής- και της εξέγερσης του γκέτο της Βαρσοβίας. Με αυτόν τον τρόπο, η εξόντωση αλλά και η αντίσταση, εγγράφονταν από κοινού ως εθνική επέτειος. Η 19 η Απριλίου του 1943, ημέρα που άρχισε η ηρωική εξέγερση, περνούσε έτσι στην επίσημη μνήμη συνδεδεμένη με το θρησκευτικό ημερολόγιο και τον μήνα Νισάν. Η εμπειρία των διώξεων, της εξόντωσης και της επιβίωσης ήταν βέβαια μέρος της εμπειρίας των 250.000 μεταναστών που έφτασαν στο Ισραήλ την πρώτη χρονιά της δημιουργίας του κράτους. Για αρκετά χρόνια, στο Ισραήλ, μονάχα οι επιζώντες ήταν προσηλωμένοι στις τελετές μνήμης της ημέρας αυτής ενώ για όλους τους άλλους, η 27 η του Νισάν ήταν μια μέρα σαν τις άλλες. Πέρασαν οκτώ χρόνια έως ότου η ημέρα αυτή να καθιερωθεί, με νόμο του 1959, ως αναπόσπαστο κομμάτι της δημόσιας ζωής στο Ισραήλ, ως η επίσημη «ημέρα μνήμης της Shoah και του ηρωισμού» των περίπου έξι εκατομμυρίων Εβραίων που εξοντώθηκαν στον πόλεμο που εξαπέλυσε η ναζιστική Γερμανία. «Δεν είναι εύκολο να πλάσεις μια διατύπωση που να εκφράζει τον συλλογικό πόνο» διαπίστωνε ορθά τότε ένας βουλευτής. Συναισθήματα πόνου αλλά και ιδεολογικά φορτισμένες πολιτικές και κοινωνικές αντιπαραθέσεις συνόδευαν τη δημόσια συζήτηση στο Ισραήλ για το Ολοκαύτωμα στην πρώτη μεταπολεμική δεκαετία. Με την επίσημη καθιέρωση της «ημέρας μνήμης» οι μνήμες που κατέκλυζαν τον ιδιωτικό χώρο βρήκαν διέξοδο στη δημόσια σφαίρα. Διέξοδο με λόγους και διέξοδο με τη σιωπή, για δύο λεπτά περισυλλογής στη μνήμη των νεκρών, στο άκουσμα της σειρήνας που ο ήχος της ακινητοποιεί τους πάντες. «Ημέρα μνήμης της Shoah και του ηρωισμού», ο συμπλεκτικός σύνδεσμος εγκαθιστούσε ένα δίπολο που αντανακλούσε όλη την ένταση 1
ανάμεσα σε δύο εικόνες που κυριαρχούσαν την εποχή εκείνη: εκείνης των παθητικών και εκείνης των εξεγερμένων Εβραίων της Ευρώπης. Πολύ σύντομα οι εβραϊκές κοινότητες στη Διασπορά υιοθέτησαν την επέτειο στο δικό τους ημερολόγιο, καθιστώντας την 27 η του Νισάν κοινή στιγμή για τις τελετές της μνημόνευσης της Shoah σε ολόκληρο τον κόσμο. Άλλωστε, η δίκη του Άιχμαν, που άρχισε το 1961 στην Ιερουσαλήμ, δίνοντας βήμα στους επιζώντες για να εξιστορήσουν τους διωγμούς που υπέστησαν, έκανε πιο στενούς τους δεσμούς του Ισραήλ με τις εβραϊκές κοινότητες της Διασποράς. Στην Ελλάδα, στις 2 Μαρτίου του 1961, το ΚΙΣ απευθύνει εγκύκλιο επιστολή πληροφορώντας ότι η 18 η επέτειος της εξεγέρσεως του γκέτο της Βαρσοβίας, «ημέρα Πένθους για την απώλεια των αδελφών μας θυμάτων του Ναζισμού» η 27 η Νισάν, συμπίπτει φέτος προς την 13 η Απριλίου» και καλεί όλες τις κοινότητες να τιμήσουν τη μνήμη των ηρώων και των μαρτύρων. Την επόμενη χρονιά, στο τεύχος του Απριλίου του 1962, των «Χρονικών» διαβάζουμε ότι «Η επέτειος της εξεγέρσεως του Γκέτο της Βαρσοβίας εωρτάσθη ως συνήθως από τους Ισραηλίτας όλου του κόσμου ως ημέρα μνήμης των εξοντωθέντων κατά τον Β Παγκόσμιον πόλεμον ομοθρήσκων». Αλλά τα μνημόσυνα τελούνται πριν ακόμη γίνουν θεσμοθετημένες επέτειοι διότι απαντούν σε θεμελιώδεις παραδόσεις των κοινοτήτων και σε βασικές ανάγκες των μελών τους. Οι εβραϊκές κοινότητες της Ευρώπης δεν περίμεναν δεκαπέντε χρόνια για να καθιερώσουν ημέρα τιμής της μνήμης των δικών τους, για να εγγράψουν τον χαμό τους στην ιστορία τους. Στην Ελλάδα, από πολύ νωρίς οι επιζώντες Εβραίοι καθιέρωσαν ημέρα για το μνημόσυνο των αδελφών τους που εξοντώθηκαν στα χρόνια του πολέμου. Ποια ημέρα επέλεξαν; Την 20 η Μαρτίου, την ημέρα άφιξης του πρώτου συρμού με τους εκτοπισμένους της Θεσσαλονίκης στο Άουσβιτς, την ημέρα που οι περίπου 2191 κάτοικοι του συνοικισμού του Βαρώνου Χιρς, ηλικιωμένοι, ανάπηροι, γυναίκες έγκυοι και παιδιά, δηλαδή όλοι όσοι δεν επιλέχθηκαν για καταναγκαστική εργασία, οδηγήθηκαν κατευθείαν στους θαλάμους αερίων και κάηκαν στα κρεματόρια. Αυτή την επέτειο διάλεξαν να κάνουν ημέρα συλλογικού πένθους, ημέρα μνημόνευσης των δολοφονημένων στα στρατόπεδα. Το 1947, σε ανταπόκριση από τη Θεσσαλονίκη, η αθηναϊκή «Εβραϊκή Εστία» πληροφορούσε ότι στις 20 Μαρτίου όλα τα εβραϊκά καταστήματα έμειναν κλειστά και ότι στη θύρα τους τοιχοκολήθηκε η πένθιμος αγγελία του μνημοσύνου. Η Συναγωγή των Μοναστηριωτών, η μόνη που διασώθηκε από τη ναζιστική βαρβαρότητα, ήταν κατάμεστη και ντυμένη στα μαύρα. Οι πολυέλαιοι σκεπασμένοι και εκατοντάδες κεριά αναμμένα. Η λειτουργία άρχισε στις 10 το πρωί και εκτός από τους «επισήμους» παρευρίσκονταν και χριστιανοί φίλοι. Μίλησαν ο ραβίνος Μόλχο, ο πρόεδρος Μενασέ, ο δικηγόρος Ναχμίας και ο «γηραιός ιστοριογράφος» Ιωσήφ Νεχαμά. Και το πλήθος ξέσπασε σε λυγμούς. Η απόφαση να μην ξεχαστούν οι νεκροί αδελφοί εκφραζόταν με πολλούς τρόπους. Η επιθυμία ανέγερσης μνημείου για τα θύματα διατυπώνεται στην δεύτερη κιόλας Συνέλευση της κοινότητας της Θεσσαλονίκης, τον Μάιο του 1946. Τα αποκαλυπτήρια του μνημείου στον χώρο του νεκροταφείου στη Θεσσαλονίκη έγιναν τελικά στις 6 Μαΐου 1962. Ο εβραϊκός τύπος αναφέρεται εκτενώς στις εκδηλώσεις, στην παρουσία των αρχών, στους λόγους που εκφωνήθηκαν στη μορφωτική Λέσχη, στη θρησκευτική δέηση και στην κατάθεση στεφάνων στο νεκροταφείο, στην τελετή στη 2
συναγωγή όπου εκφωνήθηκαν και άλλοι λόγοι και όπου, όπως σημειώνει η εφημερίδα «η κυρία Λϊζα Πίνχας διηγήθη με δάκρυα στα μάτια το μαρτύριον εις τα στρατόπεδα του θανάτου».. Μερικά χρόνια αργότερα, το 1969 στην επέτειο της ημέρας μνήμης στο ίδιο νεκροταφείο, η ίδια θρηνούσε πάντα για εκείνους που «σάβανα από φλόγες τύλιξαν τα αγαπημένα σώματά τους Και έγιναν στάχτη που πήρε με βία ο αέρας, σα θλιμμένο σύννεφο στον ουρανό της Πολωνίας» Στη Θεσσαλονίκη των παιδικών μου αναμνήσεων από τη δεκαετία του 1960, η ημέρα μνήμης ήταν για κάποιους Εβραίους η μοναδική ημέρα που πήγαιναν στη συναγωγή. Το 1964, μαθαίνουμε ότι «για τεχνικούς κυρίως λόγους» ως Ημέρα Πένθους καθορίζεται η πρώτη Κυριακή μετά την καθοριζόμενη παγκοσμίως ημέρα. Μια ειδική επιτροπή αναλάμβανε τις προετοιμασίες των τελετών για τη ημέρα του μεγάλου πένθους. Μαζί με τις φροντίδες για τη χορωδία, τα πένθιμα αγγελτήρια και η έγνοια να ειδοποιηθεί η ΔΕΗ ώστε να μην υπάρξει διακοπή ρεύματος την ημέρα εκείνη στη Συναγωγή, να ειδοποιηθεί ο ΟΑΣΘ να υπάρχουν λεωφορεία στη γραμμή για το νεκροταφείο Η τελετή πρώτα στη συναγωγή και στη συνέχεια στο μνημείο στο νεκροταφείο παγιώνεται: Ένας σύντομος λόγος, τέσσερις ψαλμοί, το Kaddish, ένα λεπτό σιγής. Στους λόγους κυριαρχεί η περιγραφή της βαρβαρότητας του μαρτυρίου, η υπόσχεση ότι τα αδικοχαμένα πρόσωπα δεν θα ξεχαστούν και η επίκληση των αξιών της ειρήνης και της αδελφοσύνης. Το κάλεσμα στα μέλη της κοινότητας να προσέλθουν είναι γραμμένο στα ισπανο-εβραϊκά «οι αγαπημένοι που χάθηκαν με δάκρυα από αίμα έγραφαν ACCODRATE! ZAHOR», δηλαδή θυμηθείτε. Καθώς οι επιζώντες λιγοστεύουν το κάλεσμα απευθύνεται και στους νέους, στα ελληνικά: «Εσείς η νέα γενιά, η πρώτη γενιά που ανεβαίνει από τις στάχτες των κρεματορίων, από τις στάχτες που σκόρπισαν σε ξένες αφιλόξενες χώρες και παρασύρθηκαν από τα ποτάμια της Πολωνίας στις παγωμένες βόρειες θάλασσες, οφείλετε να συμμετάσχετε ολόψυχα στο Μεγάλο Πένθος του λαού μας που είναι και Μεγάλο Πένθος ολόκληρης της πολιτισμένης ανθρωπότητας ενώ ταυτόχρονα είναι και ντροπή εκείνων που οργάνωσαν ή δεν παρεμπόδισαν την τρομερή σφαγή». Καθώς οι επιζώντες και τα παιδιά της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς μεγαλώνουν η διαβεβαίωση δεν σας ξεχνάμε γίνεται κάλεσμα, θυμηθείτε. Grande Luyto general, Μεγάλο, γενικό πένθος και μια τελετή στραμμένη στο εσωτερικό της κοινότητας. Λίγοι ήταν οι μη Εβραίοι φίλοι που προσέρχονταν, λίγοι και οι «επίσημοι». Στους λόγους οι επιζώντες τόνιζαν αυτό που γνώρισαν, την φρίκη του στρατοπέδου, την αλληλεγγύη, τη χείρα βοήθειας που δόθηκε από τους συμπολίτες, αποσιωπώντας την άλλη όψη, που επίσης γνώρισαν, την κατάδοση και την προδοσία. Όλα όσα σας αφηγήθηκα είναι λίγα από τα στοιχεία για μια ιστορία της ημέρας μνήμης. Της ημέρας που άνθρωποι με διαφορετικές προσωπικές αναμνήσεις προσέρχονται για να πενθήσουν από κοινού, για να ομολογήσουν μεταξύ τους και να δηλώσουν στους άλλους ότι η μνήμη της εξόντωσης είναι παρούσα. Είναι παρούσα και σήμερα εδώ, στην Αθήνα. Μίλησα ως τώρα για τη Θεσσαλονίκη, αφού από εκεί τέθηκε σε κίνηση ο μηχανισμός της εξόντωσης, αφού εκεί ζούσε η πολύ μεγάλη πλειονότητα των Εβραίων από τους οποίους ελάχιστοι διασώθηκαν. Αλλά ας έχουμε στο νου νησιά όπως η Κέρκυρα, η Ρόδος, η Κρήτη ή η Ζάκυνθος, πόλεις όπως τα Γιάννενα, τα Τρίκαλα ή ο Βόλος, όλους τους τόπους δηλαδή που οι εβραϊκές τους κοινότητες ακολούθησαν με χρονική καθυστέρηση τη μοίρα της Θεσσαλονίκης ή πολύ σπανιότερα διέφυγαν από αυτήν. Ακόμη κι όταν γνωρίζουμε τη γεωγραφία 3
της εκτόπισης συχνά λησμονούμε ότι και μέσα στην ίδια πόλη, και μέσα στην ίδια οικογένεια, αποφάσεις, συγκυρία, τύχη έκαναν τους ανθρώπους να πάρουν διαφορετικούς δρόμους, για να σωθούν ή για να χαθούν. Η Αθήνα κατέχει ξεχωριστή θέση στην ιστορία αυτή. Προπολεμικά, η κοινότητά της ήταν πολύ μικρή. Στα χρόνια της Κατοχής η Αθήνα έγινε τόπος διαφυγής, τις περισσότερες φορές επικίνδυνος και απρόσιτος, υπόσχεση ελπίδας για σωτηρία. Οι δρόμοι και οι γειτονιές της έδωσαν καταφύγιο προσωρινό ή μόνιμο σε Εβραίους που ήδη απειλούνταν με εκτόπιση. Μετά τον πόλεμο, στην Αθήνα επέλεξαν πολλοί να πιάσουν το κομμένο νήμα της ζωής τους. Αντάρτες, κρυμμένοι, επιζώντες των στρατοπέδων, Κερκυραίοι, Γιαννιώτες ή Θεσσαλονικείς που δεν αντέχουν τις άδειες γι αυτούς και συχνά εχθρικές πόλεις τους συγκεντρώνονται στην Αθήνα για να ακολουθήσουν τη μοναχική ή τη συλλογική προσπάθεια της ανασυγκρότησης. Κι αν στα χρόνια εκείνα μπορεί ακόμη να τους χωρίζουν πολλά, σε μια χώρα που σπαράζεται ολόκληρη από βίαιες διαιρέσεις, υπάρχουν επίσης άλλα τόσα που τους ενώνουν και πάνω απ όλα ο αβάσταχτος πόνος για την απώλεια των αγαπημένων και η συνειδητοποίηση ότι οι δικοί τους χάθηκαν ως Εβραίοι, σεφαραδίτες ή ρωμανιώτες, πλούσιοι και φτωχοί. Στο παρελθόν οι τελετές της ημέρας μνήμης ήταν στραμμένες στο εσωτερικό της εβραϊκής κοινότητας. Τα πράγματα έχουν εν μέρει αλλάξει. Κοινωνία και πολιτική διαμορφώνουν νέα πρότυπα στη δημόσια μνημόνευση της γενοκτονίας. Η παρουσία στα μνημόσυνα ακολουθεί συμβατικούς κανόνες, «κοινωνικής υποχρέωσης», ή «πολιτειακού καθήκοντος», ωστόσο δεν θα πρέπει να την υποτιμούμε. Η παρουσία των φίλων, των αγνώστων ή των εκπροσώπων των αρχών, δημιουργεί την αίσθηση του κοινού παρελθόντος. Ενός παρελθόντος φτιαγμένου από ιστορίες για όσα συνέβησαν στους γονείς, στους γείτονες ή στους ξένους της διπλανής πόρτας. Αυτή είναι η κοινή μας κληρονομιά σήμερα. Δεν έχει ένα μοναδικό νόημα, τα νοήματα που εμείς της δίνουμε όσοι και όσες είμαστε εδώ παρόντες μας φέρνουν αντιμέτωπους με το κοινό μας μέλλον. Άλλωστε, η διάρκεια της μνήμης εξαρτάται από αυτή την ικανότητά της να συνομιλεί με τους νέους καιρούς, με τα νέα δεδομένα, να παράγει νέες σημασίες. Διαφορετικά μετατρέπεται σε απολίθωμα που πάνω του ακουμπάμε τη νοσταλγία ή τη μελαγχολία μας. Η ζωντανή μνήμη απαιτεί τη συμμετοχή, τη φωνή μας. Αποκρινόμενη στην τιμή που μου κάνατε να μιλήσω σήμερα εδώ, θα ήθελα, τελειώνοντας, να μοιραστώ μαζί σας τις σκέψεις μου για το πώς σ αυτό το μνημόσυνο των δικών μας που χάθηκαν, θα βρούμε τα λόγια για να απευθυνθούμε σε κείνους που μαζί τους πλάθουμε τη δημόσια μνήμη στον τόπο αυτό. Σαν σήμερα, στις 19 Απριλίου 1943, εκδηλώθηκε η ένοπλη εξέγερση στη Βαρσοβία που έγινε εμβληματική της αντίστασης των Εβραίων κατά των Ναζί. Δικαίως εγγράφηκε ως ηρωική πράξη και λιγότερο δίκαια επισκίασε άλλες μορφές αντίστασης. Ακόμη πιο άδικα μετέτρεψε όλες τις άλλες εμπειρίες των Εβραίων στα χρόνια του διωγμού και της εκτόπισης σε αντι-ηρωικές. Γνωρίζουμε όμως, από τις ιστορίες των δικών μας στον τόπο αυτό, τόσο ήρωες αντάρτες που άντεξαν τις κακουχίες και πολέμησαν γενναία, όσο και εκτοπισμένους που μοιράστηκαν μια μπουκιά ψωμί και φρόντισαν έναν άρρωστο. Γνωρίζουμε ήρωες, γνωρίζουμε θύματα, γνωρίζουμε θύματα που υπήρξαν ήρωες. Γνωρίζουμε ότι υπήρξαν στιγμές που ενώ όλα φαινόταν ότι θα πάνε στραβά, η αντίσταση και η 4
επιβίωση έκαναν κάποιους να σταθούν όρθιοι και να επιδείξουν μια σχεδόν τυφλή αισιοδοξία. Ξεχνάμε μερικές φορές ότι η «ανώμαλη κανονικότητα» της Κατοχής, μια κατάσταση σταδιακά επιδεινούμενων συνθηκών διαβίωσης, παραπλάνησης και τρομοκράτησης από την πλευρά των Ναζί αποτέλεσε παγίδα για όλους: για τους Εβραίους που δεν γνώριζαν και εξακολουθούσαν να ελπίζουν αλλά και για όλους τους μη Εβραίους που αδιαφόρησαν, φοβήθηκαν ή αδράνησαν για όσα συνέβαιναν κυριολεκτικά δίπλα τους. Άραγε, με όσα συμβαίνουν γύρω μας σήμερα πόσες φορές μας καταβάλλει «το αίσθημα ότι δεν συναισθανόμαστε», πόσες φορές βλέπουμε την ηθική και συναισθηματική μας ευαισθησία να εξαντλείται; Είμαστε όλοι, κατά κάποιον τρόπο, κληρονόμοι της Shoah, παρόλο που η κληρονομιά αυτή δεν είναι δόγμα ούτε συνεπάγεται οριστικά μαθήματα για το μέλλον. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν υπενθύμιζε ότι οι Εβραίοι δεν έχουν το δικαίωμα να μαντεύουν το μέλλον. Αντίθετα, με τη μελέτη της Τορά και την προσευχή διδάσκονται να θυμούνται. Αυτή η διαδικασία της μάθησης θα έπρεπε να τους επιτρέπει να ξεμαγεύουν το μέλλον που σκλαβώνει καθιστώντας το παρελθόν που μνημονεύουμε πηγή χειραφέτησης. Ας θυμόμαστε λοιπόν ότι κάποιες σκοτεινές αλήθειες που η γνώση του παρελθόντος της Shoah φέρνει στην επιφάνεια, είναι πραγματικότητες με τις οποίες καλούμαστε σήμερα να αναμετρηθούμε: ο πόνος του άλλου, η αδιαφορία μας, η αλληλεγγύη μας. Ας θυμόμαστε ότι η κοινοτοπία του κακού έχει σύστοιχό της το εύθραυστο της καλοσύνης. 5