«Είμαι οιονεί βαδιζομανής» ή πεζοπορίας εγκώμιον (Σχόλιο σε μια φράση του Σωτήρη Δημητρίου, τη δεύτερη στο βιβλίο του Τα οπωροφόρα της Αθήνας) του Ηλία Καφάογλου Ο κατεξοχήν δημόσιος χώρος μιας πόλης είναι οι δρόμοι της, οι αρτηρίες της, αυτές που διασφαλίζουν την ύπαρξη προορισμών, μια προοπτική διάστασης στην πόλη: οι δρόμοι διαπαιδαγωγούν το βλέμμα, είναι άξονες, δίοδοι από τους ανοιχτούς στους κλειστούς χώρους, σηματοδοτούν πάντοτε μια διάβαση και μια μετάβαση, είναι τόποι και τοπία της συλλογικής μνήμης και της ατομικής βιωμένης εμπειρίας, όχι άξονες μηχανικής ροής οχημάτων που διέρχονται με ταχύτητα ή ακινητούν, οπότε ο χρήστης του αυτοκινήτου ούτε ελεύθερος ούτε αυτοδύναμος είναι και η πόλη προσλαμβάνεται μέσα από τα τζάμια του αυτοκινήτου με φευγαλέες ματιές σε διαδοχικά καρέ. Και γίνεται εικονική. 1
Στον ρητορικό τόπο του εγκλωβισμένου πλήθους προστίθεται ο τόπος του καταναλωτικού βλέμματος, βλέμματος αδηφάγου, που συνεπάγεται τη διαρκή μετατόπιση, και, επομένως, το ανεκπλήρωτο της επιθυμίας. Εν αντιθέσει με τα αυτοκίνητα, προς τα εμπρός βαδίζει ο περιπατητής με το σώμα του σαν βέλος να οδηγεί στον προορισμό, στο στόχο, και να προκαλεί την ασάλευτη τάξη στους αδιάβατους δρόμους. Χορογραφεί ο περιπατητής στα πεζοδρόμια εκεί πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε ένας τύπος ασφάλτου, στο Παρίσι το 1824 προσπαθεί να αποφύγει ο πεζός τα σταθμευμένα οχήματα, αψηφά την ταχύτητα, μετακινείται και δρα, δρα για να μετακινηθεί, σιωπηλός και σιωπών ακονίζει τη σκέψη, με το μάτι ακούει ό,τι το αυτί χάνει, και οι εντυπώσεις εγκυμονούν αισθήσεις και γεννούν αισθήματα, σκέπτεται και σκοπεύει, προχωρά ευθυτενής, ορθός το γόνυ προτείνει, κινείται σε διαδρομές χαραγμένες και γράφει στο πεζοδρόμιο τις δικές του, γράφει ξανά και πάλι την πόλη ως δικό του χώρο. Πεζοί, δρόμοι και πλατείες Ξετυλίγει ο περιπατητής τις πόλεις αργά και συχνά διαπιστώνει ότι η πόλη συνεχίζει να τον περιμένει, οι δρόμοι, οι πλατείες οι πιο 2
θελκτικές από αυτές στην Ευρώπη αναγγέλλονται από τα πέριξ, από δρομάκια προπομπούς, από τις στοές που τις περιβάλλουν μαντεύουμε το χαρακτήρα τους. Η αίγλη που απολαμβάνουν οι εμβληματικές πλατείες διαχέεται σε αρκετή έκταση τριγύρω και ο περιπατητής, καθώς βαδίζει, ρυθμίζει το βήμα του από την αίγλη τούτη. Κλειστές, αυτάρκεις οι πλατείες ανασαίνουν αργά-αργά από το παρελθόν τους και δυσπιστούν στους διαβάτες, στην ίδια τους την απλή ιδιότητα να είναι κατά κυριολεξία περαστικοί. Στις πλατείες δεν κάθεται κανείς να ταξινομήσει τις εντυπώσεις του, βρίσκεται εκεί για να δεχτεί μια νέα εντύπωση στην οποία οι προηγούμενες έχουν εγκυστωθεί, κι έτσι διαποτισμένος από όλες μαζί αποσυντίθεται και ενσωματώνεται σε ό,τι περιβάλλει την πλατεία εκεί ο πεζός απεκδύεται την αυτάρκειά του, την αλαζονεία του, τη φιλάρεσκη συστολή του. (Και) έτσι ζει την ένταση της πόλης ο περιπλανώμενος, βλέπει τι υπάρχει, θυμάται τι υπήρξε, σκέφτεται τι θα μπορούσε να υπάρξει. Ο πεζός βιώνει την πορώδη υπόσταση του δημόσιου χώρου, ο οδοιπόρος με το σώμα του, «την πιο κοντινή μας γεωγραφία», γράφει στη κυριολεξία την πόλη επί τόπου. Είναι εδώ και βλέπει απέναντι, είναι 3
μέσα και βλέπει έξω, είναι ο εαυτός του και συγχρόνως έτερος, είναι υποκείμενο και αντικείμενο παρατήρησης για τους άλλους, ανεβοκατεβαίνει στις εισόδους του μετρό και μπαίνει στις στοές, ενώ το φως εναλλάσσεται με τη σκιά, μετρά τα βήματά του, εξονυχίζει διαβάσεις σαν να παίζει κουτσό πάνω στο χάρτη της πόλης. Το σώμα ζωσμένο από τους δρόμους που το στρίβουν και το συστρέφουν μπρος πίσω, κατακυριευμένο από τη βουή τόσων διαφορών και τη νευρικότητα της κίνησης, γίνεται σώμα ηδονοβλεψία. Η πόλη, καθώς βαδίζει, απλώνεται εμπρός του ως κείμενο, ως κειμενολογικός ιστός, ακόμη και οι πόλεις που δύσκολα αποκρυπτογραφούνται -όπως κάποτε οι οθωμανικές από τους δυτικούς επισκέπτες, αφού δεν είχαν δημόσιους χώρους, όπως είναι τα βουλεβάρτα ή οι πλατείες, συχνά ήταν περίεργα σιωπηλές, σιγαλιά παχιά, θρεπτική-, ήταν σκοτεινές και έρημες τη νύχτα και οι δρόμοι τους ούτε ονόματα είχαν ούτε αριθμούς. Το άστυ ως κείμενο Το σώμα του οδοιπόρου, του περιπατητή γράφει και συγχρόνως διαβάζει την ανισόπαχη καλλιγραφία του αστεακού κειμένου. Τα δίκτυα 4
τούτων των γραφών, που προχωρούν και διακλαδίζονται, συγκροτούν μια ιστορία πολλαπλή συντεθειμένη από λοξές διαδρομές και θραύσματα τροχιών, αλλοιώσεις χώρων και διαπιστεύσεις ιχνών. Ο πεζός ιχνηλατεί, έτσι, τη σκοτεινή κινητικότητα της κατοικημένης πόλης, «βοτανολογεἰ» την άσφαλτο, για να θυμηθούμε τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, ανιχνεύει την ιστορία της πόλης μέσα από τις πινακίδες των δρόμων, τα δρομολόγια των μέσων μαζικής μεταφοράς, τις επιγραφές και τις προθήκες των καταστημάτων, τα πρόσωπα και τις φυσιογνωμίες των περαστικών. Έτσι, το κείμενο της πόλης, η πόλη ως κείμενο, παρεισδύει στην πόλη που μετακινείται, μια πόλη μεταφορική «η πόλη είναι ένα μεγάλο μοναστήρι», έλεγε ο Έρασμος. Η πόλη για τον περιπατητή και τον οδοιπόρο λειτουργεί ως τόπος μετασχηματισμών και ιδιοποιήσεων, είναι ένα αντικείμενο παρεμβάσεων και συγχρόνως «υποκείμενο που εμπλουτίζεται ακατάπαυστα με νέα κατηγορήματα, ταυτόχρονα η μηχανή και ο ήρωας της νεωτερικότητας», για να θυμηθούμε τον Μισἐλ ντε Σερτώ. Δημιουργεί ο οδοιπόρος τις δικές του ιστορίες και αφηγήσεις βλέμματα, συναπαντήματα, νύξεις, υπαινιγμούς μέσα από σιωπές, 5
ήχους, βόμβους, μυρωδιές, ομιλίες που συνδέονται με τις ιστορίες των άλλων περιπατητών (όλοι μας μετέχουμε σε πολλές ταυτότητες). Χορογραφεί ο περιπατητής και είναι ένας τρόπος αυτός να φτιάξει τη δική του ιστορία, χαράζει ο διαβάτης τον προσωπικό του χώρο στην πόλη, τον «επινοεί», διεκδικεί και ερμηνεύει το χώρο με το περπάτημα είναι δραστηριότητα και συγχρόνως μεταφορά το περπάτημα, είναι ένας τρόπος να ορίσουμε την ταυτότητά μας ως κατοίκων του αστικού χώρου, ως πολιτών (η ταυτότητα συγκροτείται πάντα στη μικρή κλίμακα, μην το ξεχνάμε), με τα βήματα ο οδοιπόρος γράφει το χώρο. Τα βήματα διαπλέκονται και σχηματίζουν χώρους, πλάθουν και υφαίνουν τους τόπους, συγχρόνως ίχνη και τροχιές, εδώ απαλά, πιο κάτω πυκνά καθώς περνούν από το εδώ στο παραπέρα. Το περπάτημα είναι ένα ενέργημα, έτσι όπως είναι η εκφώνηση για τη γλώσσα. Ο πεζός ταυτόχρονα ιδιοποιείται το τοπογραφικό σύστημα της πόλης και πραγματώνει με τα βήματά του τον τόπο, ένα σύνολο δυνατοτήτων. Έτσι ο πεζός ιδρύει με τα βήματά του ένα ασυνεχές -ένα ασύνδετο, το οποίο επιλέγει και τεμαχίζει το χώρο που διανύεται ανάλογα με τη χρήση που επιφυλάσσει στους τόπους-, το περπάτημα, το σουλατσάρισμα, η περιπλάνηση στην πόλη αποτολμά, επιβεβαιώνει, 6
αμφισβητεί, αποδέχεται και σέβεται τις τροχιές τις οποίες μιλά, για τι οποίες ομιλεί. «Το οδοιπορικό έπος», για να θυμηθούμε πάλι τον Ντε Σερτώ, «παίζει με τη χωρική οργάνωση, όσο πανοπτική κι αν είναι: δεν είναι ούτε ξένο προς αυτήν ούτε σύμφωνο, δημιουργεί μέσα της σκιές και διφορούμενα, της εισάγει λαθραία το πλήθος των αναφορών και παραθεμάτων του». Συνιστά, έτσι, το βάδισμα το αποτέλεσμα διαδοχικών συναντήσεων και ευκαιριών, που ακατάπαυστα το αλλοιώνουν και το μετατρέπουν. Οι ποικίλες αυτές πτυχές συγκροτούν μια ρητορική του βαδίσματος. Μια βιτρίνα μπορεί να αντιπροσωπεύει ένα ολόκληρο δρόμο σε μια συνοικία το βάδισμα διαστέλλει το χωρικό στοιχείο-, ένα αστικό λείψανο σε μια γωνιά διανοίγει με την παρουσία του απουσίες το βάδισμα συστέλλει το χωρικό στοιχείο. Με το περπάτημα, ακόμα και οι κοπιώντες βιώνουν και αναμιμνήσκουν την πόλη, μια σύνθεση χρόνου, όπου συναιρούνται το παρόν με το μέλλον στο αστικό παρόν (δρόμοι, τοπωνύμια, κτίρια, άνθρωποι, διαβάσεις και περάσματα, κλειστά συστήματα πεζών, 7
υποστάσεις, στάσεις και ενστάσεις, μια διαδήλωση χειρονομιών), και κατασκευάζουν τη βιωμένη εμπειρία του δρόμου καθ οδόν. Περπατώ πάει να πει δεν έχω τόπο. Ονομάτων επίσκεψις Η περιπλάνηση την οποία πολλαπλασιάζει η πόλη και τη συγκεντρώνει, μετασχηματίζει το αστεακό τοπίο σε έναν ιστό από αναρίθμητες εκτοπίσεις, διαδρομές και μετατοπίσεις, διασταυρώσεις, συνυφάνσεις και αποκλίσεις. Σε αυτά τα δρομολόγια, διαμέσου αυτών, ο πεζός, διά της ρητορικής του βαδίσματος, συγκροτεί στο δικό του κείμενο για την πόλη, το δικό του πέρασμα διαμέσου αυτής, που είναι και μια διαδρομή μέσα στη σημασία που κρύβουν τα κύρια ονόματα, που σε κάθε σημείο της πόλης, από κάθε σημείο της πόλης μάς γνέφουν. Αυτά τα ονόματα είναι που μετατρέπουν τους τόπους σε περάσματα. Τα ονόματα στις ταμπέλες, αλλά και οι αριθμοί των δρόμων, μαγνητίζουν τροχιές, στοιχειώνουν όνειρα, διατάσσουν σημασιολογικά την επιφάνεια της πόλης, είναι τελεστές διευθετήσεων στο χώρο και στο χρόνο, υπομνηματίζουν την Ιστορία και τη μικροϊστορία, και την 8
οπισθογραφούν. Τα ονόματα κατευθύνουν τα δρομολόγια, οδόσημα σε μια πορεία, διανοίγουν νοήματα και κατευθύνσεις, συνδέουν χειρονομίες και βήματα, υποδεικνύουν προσβάσεις και αποκλεισμούς, συμ-βολίζουν και προσανατολίζουν τα βήματα. Τα ονόματα πάνω στη γεωγραφία της πόλης, μια γεωγραφία κυριολεκτικών ή κρυμμένων σημασιών, αρθρώνουν μια γεωγραφία του ποιητικού, έναν ιστό απροσδιοριστιών, καθιστούν δυνατές ή αξιόπιστες τις χωρικές ιδιοποιήσεις, καθιστούν το χώρο κατοικήσιμο, αφού τον ενδύουν με ένα όνομα, ταξινομούν ταυτότητες και τις αναλύουν, ανακαλούν απουσίες, που σημαδεύουν τα σώματα καθώς βηματίζουν. Περπατώντας Μόνοι και μαζί με (τους) άλλους, ίστανται και εξίστανται οι περιπατητές, όταν και επειδή αφίστανται οι οδηγοί των αυτοκινήτων και οι επιβαίνοντες στα μέσα μαζικών συγκοινωνιών μόνοι και μαζί με τους άλλους, αφού η πολυκοσμία είναι συγχρόνως ελπίδα και απειλή, όπως για τους flaneurs: «αναπόσπαστατο μέρος ο ίδιος ενός συνεχώς μεταβαλλόμενου φαντασμαγορικού θεάματος από το οποίο απουσιάζει κάθε συνεκτική δομή, ανοιχτός σε όλα τα εφήμερα θέλγητρα, αλλά 9
καλυμμένος ο ίδιος από τη μάσκα του, ο flaneur είναι ένας από εκείνους τους ξετρελαμένους που αναζητούν την ευτυχία στην κίνηση, σε μια αυτοαναιρούμενη σειρά έντονων στιγμών. Έτσι, γοητεύει και ταυτόχρονα γοητεύεται από τις αναπάντεχες, σαγηνευτικές, φευγαλέες εντυπώσεις που έρχονται, συναντούν την πλανεμένη ματιά του και παρέρχονται ανεπιστρεπτί: ένα περαστικό βλέμμα, μια αγαλμάτινη γάμπα, μια πυρρόξανθη κόμη», συνοψίζει η Τζίνα Πολίτη. Περπατώντας έχουν όλες τις επιλογές, έχουμε όλες τις δυνατότητες: να συνεχίσουμε, να βιαστούμε, να καθυστερήσουμε, να σταματήσουμε, να ξεστρατίσουμε, να ξεχαστούμε, πάντοτε σε άμεση επαφή με τις λεπτομέρειες του αστικού χώρου και τη συλλογική μνήμη που έχει εγκιβωτιστεί σε αυτόν, όπως, άλλωστε, μπορούμε να κάνουμε και αν διαλέξουμε να ποδηλατήσουμε. Περπατώντας ψαύουμε τις ουλές των αντικειμένων, ιχνηλατούμε την ποιητική των ουλών στο σώμα τη πόλης, τα κενά, το παρελθόν που κοιμάται μέσα τους, όπως και στις καθημερινές χειρονομίες, μικρές επαναστάσεις που υπνώττουν και βαδίζοντας πάμε να τις ξυπνήσουμε, όπως ένα κείμενο που κείται και το φέρνουμε στη ζωή διαβάζοντάς το, 10
όπως ο πλάνητας, περιπλανώμενος και επομένως άπατρις, που διακρίνεται στην πόλη από τον τουρίστα, επισκέπτης και, επομένως, μονίμως σε κατάσταση αναχώρησης, από το βιβλίο που έχει αφημένο μπροστά του σε ένα καφενείο, ενώ ο πρώτος έχει το χάρτη διπλωμένο στην τσέπη, πάντοτε σε πρώτη ζήτηση. Η ηδεία νωθρότης της ζωής Με το ποδήλατο και με τα πόδια επιλέγουμε την αργή ζωή, μια ζωή που περνάει μπροστά μας με ταχύτητα τέτοια, ώστε προλαβαίνεις να δεις και να σκεφτείς, μια ζωή που έχει στιγμές αναμονής και δράσης, τον καιρό του σπείρειν και τον καιρό του θερίζειν. Μια ζωή ηδείας νωθρότητος. Όποιος «πηγαίνει με το πάσο του», όποιος επιλέγει να βαδίσει, είναι ένας μικρός επαναστάτης, αφού σθεναρά αντιστέκεται στον αμείλικτο έλεγχο και τη βάναυση χρονομέτρηση κάθε αυστηρά προγραμματισμένης ανθρώπινης δραστηριότητας, από την οποία θέλουμε να ξεφύγουμε αλλά φοβόμαστε, σαν εθισμένοι από καιρό, να το κάνουμε. Ίσως γι αυτό ο Τέοντορ Αντόρνο στα Minima moralia 11
σημειώνει πως ο «θρίαμβος του ανοδικού χιλιομετροδείκτη κατευνάζει τελετουργικά το φόβο του διωκόμενου». Ο πεζός αποτίει φόρο τιμής στην αμεριμνησία, στη βραδύτητα, στο σκότωμα του χρόνου, στην αργή χρονοφαγία σε έναν κόσμο που τρέχει με υψηλές ταχύτητες οδοιπορία: ιδιωτικός τρόπος διάθεσης του χρόνου. Γι αυτό οι αφηγήσεις τόπων έχουν κάτι από μαστορική, φτιάχνονται με απομεινάρια, είναι διάστικτες από παραλείψεις λέξεων, παρεκκλίσεις και διαφυγές. Εξάλλου, η πεζοπορία, όπως και το ταξίδι, όπως το διάβασμα, αναπληρώνουν την έξοδο και την επιστροφή για τους μη-τόπους της φαντασίας, πάντοτε ένα άνοιγμα στο άλλο και στον άλλον. Οι τόποι για τον περιπατητή, ο οποίος ανακαλύπτει και αναδεικνύει ως διαμεσολαβητής τη μητροπολιτική αίσθηση, υφαίνονται από αποσπασματικές και αναδιπλωμένες ιστορίες, παρελθόντα που κλέβει από τον άλλον για να τα διαβάσει μόνον αυτός, σοφιλιασμένοι χρόνοι που θέλει να ξετυλίξει, νοήματα και συμβολισμοί φωλιασμένοι στην οδύνη του βαδίζοντος σώματος που είναι και η ηδονή του. Η ηδονή 12
του ανθρώπου που περπατά, σε κάθε βήμα άλλος σε αναζήτηση του άλλου. Όπως ένα παιδί. Ενδεικτική Βιβλιογραφία -Δημητρίου, Σωτήρης, Τα οπωροφόρα της Αθήνας, Πατάκης, 2005. -Καραποστόλης, Βασίλης, Χειροποίητη πόλη, Αλεξάνδρεια, 1995. -Καφάογλου, Ηλίας, Αυτοκίνητος κόσμος. Δοκίμιο για την κοινωνική ιστορία του αυτοκινήτου, ύψιλον/βιβλία, 2009. -Πολίτη, Τζίνα, «Η ρητορική της πόλης. Από το λόγο στην εικόνα», στο Η δοκιμασία της ανάγνωσης, Άγρα, 2010. -Σερτώ, Μισέλ ντε, Επινοώντας την καθημερινή πρακτική. Η πολύτροπη τέχνη του πράττειν, μτφρ. Κική Καψαμπέλη, Σμίλη, 2010. 13