Σχετικά έγγραφα
Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Εικόνες: Eύα Καραντινού

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

ΝΗΦΟΣ: Ένα λεπτό µόνο, να ξεµουδιάσω. Χαίροµαι που σε βλέπω. Μέρες τώρα θέλω κάτι να σου πω.

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Αν δούµε κάπου τα παρακάτω σήµατα πώς θα τα ερµηνεύσουµε; 2. Πού µπορείτε να συναντήσετε αυτό το σήµα; (Κάθε σωστή απάντηση 1 βαθµός)

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι...

Παναγιώτης Πεϊκίδης PAE8397. Σενάριο μικρού μήκους

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Γεωργαλή Μελίνα του Νικολάου, 11 ετών

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Η κλέφτρα των ονείρων Ο δράκος που άρπαξε την αγάπη Το ελιξίριο της ευτυχίας... 47

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

ΤΟ ΓΙΟΡΝΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

Με της αφής τα μάτια Χρήστος Τουμανίδης

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Κάθε βράδυ στο σπίτι του Γιαννάκη γινόταν χαμός! Η μαμά του έτρεχε από πίσω του και τον παρακαλούσε:

Modern Greek Beginners

Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος ΑΠΟ ΦΤΕΡΟ ΚΙ ΑΠΟ ΦΩΣ

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

Το παραμύθι της αγάπης

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

9 Η 11 Η Η Ο Ο

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ. Μαύρα, σαν τον έβενο, μαλλιά

καθηγητές ν ανοιγοκλείνουν το στόμα τους, αλλά η φωνή τους δε φτάνει στ αυτιά μου, λες κι έρχεται από το υπερπέραν.

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

Τα παραμύθια της τάξης μας!

9 Σεπτεμβρίου 2005, 12:45 μ.μ.

ΒΟΚΑΚΚΙΟ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΚΑΗΜΕΡΟ

Κάτι μου λέει πως αυτή η ιστορία δε θα έχει καλό

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

«Πούλα τα όσο θες... πούλα ας πούµε το καλάµι από 200 ευρώ, 100. Κατάλαβες;»

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

Κάποια μέρα, όπως όλοι παντρεύονται, έτσι παντρεύτηκε και ο Σοτός. Σον ρωτάει η γυναίκα του:

Τ Ο Υ Κ Ω Ν Σ Τ Α Ν Τ Ι Ν Ο Υ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΕ ΣΧΕΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΔΟΥΚΑ

ΕΚΕΙΝΗ ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥ Ι ΓΙΑ ΤΟΝ Γ

Πήγαν στην καφετέρια και κάθισαν σε ένα τραπέζι, παρήγγειλαν καφέ και η όµνα ήταν σιωπηλή. Ο Λέων σκέφτηκε ότι θα έχει µία ωραία ερωτική σύντροφο, βλέ

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

Πώς γράφεις αυτές τις φράσεις;

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

ΑΝ ΚΑΙ ΖΩ ΣΤΟΝ ΒΥΘΌ, το ξέρω καλά πια. Ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους και να τους πεις όσα θέλεις είναι να γράψεις ένα

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Σταυροπούλου Φωτεινή του Θεοδώρου, 12 ετών

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

Παπαγεωργίου Αννα-Μαρία του Αθανασίου, 10 ετών

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

Οπως μαλλον θα ξερετε, εγώ κι ο αδερφός μου

Transcript:

ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΕΤΡΟΥΛΑΚΗΣ Μου πες να κουρευτώ και κουρεύτηκα 1 (απόσπασµα) Μου πες να κουρευτώ και κουρεύτηκα. `Όχι γιατί το ήθελα εγώ, αλλά γιατί το ήθελες εσύ. Εγώ το µόνο που ήθελα ήταν να µην αφήνω τις επιθυµίες σου ανικανοποίητες. Να µην αφήνω τις εντολές σου ανεκτέλεστες. Ίσως γιατί σε λάτρεψα περισσότερο απ ό,τι θα περίµενε κανείς από έναν άνθρωπο που πολλά γεύτηκε µέχρι τα σαρανταπέντε του. Ήξερα πως δεν ήταν αντίθετα µε την αισθητική σου τα µακριά µου µαλλιά, αλλά πως ήταν µια ακόµα ιδιοτροπία σου, που όµως στ αφτιά µου έφτανε σαν εντολή. Κι εγώ ήθελα να εκτελώ κάθε σου εντολή. Ίσως γιατί στα µάτια σου και στη φωνή σου ζωντάνευε η Μου πες να κουρευτώ και κουρεύτηκα 1 Άγγελος Πετρουλάκης

παρουσία της µάνας, που πάντα ήθελε να γίνεται το δικό της. Αλλά κι εκείνη, παρ όλο που κάθε της επιθυµία εκπληρωνόταν, έφυγε... Ταξίδι χωρίς επιστροφή και το δικό της. Για τον άντρα της εκείνη, που είχε πεθάνει έντεκα χρόνια πριν, για τον άντρα σου κι εσύ. Μόνο που ο άντρας της µάνας µου ήταν και πατέρας µου, ενώ ο δικός σου ο άντρας, ο αντίπαλος εραστής... Το δικό της ταξίδι ήταν ταξίδι θανάτου, το δικό σου ήταν ταξίδι προδοσίας. Γιατί αθέτησες πολλά, γιατί υπαναχώρησες σε πολλά. Και τώρα µένω να κοιτάζω τους δρόµους της φυγής και ν αναλογίζοµαι τα τόσα και τόσα που πήγαν χαµένα. Αναλογίζοµαι αυτά που υπήρξες κι αυτά που δεν υπήρξα. Τα χρόνια που θα µπορούσαν ν αποτελούσαν δυο και τρεις ζωές µαζί. Τα όνειρα, που µένουν τώρα σκορπισµένα σαν ερείπια σεισµών, χωρίς να ελπίζουν την αναστήλωσή τους. Ανάµεσα στα ερείπια εγώ. Μετέωρος µπροστά σε δυο φυγές, να ταριχεύω αναµνήσεις, ν ανασκαλίζω µνήµες. Να πυροβολώ τον εαυτό µου, εκείνον που πάντα έλεγε «ναι» κι έβαζε σε πρώτη µοίρα τις επιθυµίες των άλλων, χωρίς να µπορεί ν αρθρώσει ένα «όχι», χωρίς να θέλει ν αρνηθεί το ελάχιστο στους γύρω του. Να τον πυροβολώ και να τον µέµφοµαι γιατί υπήρξε δεκτικός για τους άλλους, γιατί δεν υπήρξε ανεκτικός για τον ίδιο. Γιατί η ζωή του περνούσε πάντα, µέσα απ των άλλων τις επιθυµίες, επιθυµίες που µετασχηµατίζονταν σε αυτονόητες εντολές που έπρεπε να εκτελεστούν. Επιθυµία σου ήταν να κουρευτώ και κουρεύτηκα. Κουρεύτηκα κι έτρεξα κοντά σου, να µου χαϊδέψεις το κεφάλι, ν ακουµπήσω στο στήθος σου, να γαληνέψω µέσα σου. Κι εσύ, στρέφοντας τα µάτια αλλού, είπες µόνο «φεύγω». Μια λέξη µόνο, είπες... Μια λέξη, µια φυγή. Ένας θάνατος. Όπως και µ εκείνη. Που τη θυµάµαι να µου ζητάει να κουρευτώ και µετά να κλείνει τα µάτια, ψιθυρίζοντας «φεύγω». Ίδιες λέξεις για φυγές χωρίς επιστροφή. Και µ εµένα να κοιτάζω σιωπηλός Μου πες να κουρευτώ και κουρεύτηκα 2 Άγγελος Πετρουλάκης

τις...τελετές της αναχώρησης, υποδυόµενος ξανά το ρόλο του υπάκουου, του κατά συνθήκη θύµατος, του αυτοσαρκαζόµενου. Μια ζωή εντολοδόχος. Αυτό τουλάχιστον µαρτυρούν τα γεγονότα, άσχετα αν κάποιοι άλλοι για χρόνια ολόκληρα πίστευαν το αντίθετο για µένα. Εγώ όµως, που δεν µπορώ να µου κρυφτώ, ξέρω την αλήθεια. Ξέρω πως πίσω από τη δήθεν υπέρβαση κρύβεται η αβουλία και ο δισταγµός. Πως τα «όχι» λειτουργούσαν µόνο σε σχέση µε µένα κι όχι σε σχέση µε τις επιθυµίες των άλλων. Για τις δικές τους επιθυµίες υπήρχε πάντα ένα «ναι». Πάντα έτσι ήταν. Οι άλλοι επιθυµούσαν κι εγώ πραγµατοποιούσα. Τις επιθυµίες τους, τα όνειρά τους... Με πρώτες και καλύτερες του πατέρα µου του µακαρίτη. `Έλεγε: «Να πήγαινες τον Αύγουστο στο χωριό, να βοήθαγες λίγο το θείο σου το Θοδωρή στις σταφίδες... Θα κανες και τα µπάνια σου...» Και πήγαινα. Κι ας ήθελα, µέσα µου, να παραθέριζα στον Πλαταµώνα, στη θεία Ναυσικά, να έτρωγα τις αφράτες φέτες, τις πασαλειµµένες µε µπόλικο βούτυρο και µαρµελάδα και αραχτός όλη µέρα στη θάλασσα µε τον Κώστα και το Μενέλαο, να έκανα ό,τι όλοι οι έφηβοι της ηλικίας µου. Τέτοια ήταν πάντα η δική µου ψυχοσύνθεση. Πρόθυµη πάντα να εκτελεί. Είπε ο πατέρας, ο µακαρίτης, ένα απόγευµα του 71, Απρίλης θα τανε, θαρρώ: «Να δώσεις στη Χωροφυλακή, στην Υπενωµοταρχών. Να µπεις στη Σχολή, να φύγει ένα βάρος από πάνω µου. Ούτε έξοδα για σπουδές, ούτε φόβος να µπλέξεις µε κοµµουνιστές...». εν αποκρίθηκα. Ως εδώ και µη παρέκει. `Άλλο να βοηθάς στις δουλειές του θείου σου, άλλο να στρώνεις και µετά να µαζεύεις το µεσηµεριανό τραπέζι κάθε µέρα, άλλο να υποδύεσαι όλους τους µικρορόλους του καλού και υπάκουου γιου και άλλο να λες «ναι» τόσο γρήγορα και απλά σε αποφάσεις που θα ορίσουν µια ολόκληρη ζωή. `Όχι, δεν γίνεται αυτό, είπα µέσα µου. Τόσα διαβάσµατα, τόσα όνειρα, τόσος καηµός στα χαµένα; `Όχι... `Ώρα για το µεγάλο «όχι» κι ας γίνει ό,τι θέλει, ας φωνάξει όσο θέλει. Εγώ στη Χωροφυλακή Μου πες να κουρευτώ και κουρεύτηκα 3 Άγγελος Πετρουλάκης

δεν πάω. Μόνος µου θα σπουδάσω, µ ένα µπουκάλι γάλα τη µέρα για φαγητό. - Λοιπόν, τι λες; µε ξαναρώτησε, βλέποντάς µε σκεφτικό, ο πατέρας µου... - Εντάξει. Θα πάω να καταθέσω τα χαρτιά. Αυτό ήταν. Άλλη µια επιθυµία είχε γίνει εντολή και µια ακόµα εντολή εκτελέστηκε. `Έτσι απλά, χωρίς καν να διατυπωθούν οι ελάχιστες αντιρρήσεις, χωρίς καν να µετατεθεί η απάντηση γι αύριο. Σε κλάσµατα του δευτερόλεπτου η απόφαση για µια ολόκληρη ζωή. Χωρίς διαπραγµατεύσεις, χωρίς ελιγµούς. Χωρίς καµιά συζήτηση τις επόµενες µέρες. Μόνο µε τον Τάκη, κάθε πρωί που κινούσαµε για το Γυµνάσιο, λίγες κουβέντες. «Κάνεις µαλακία», µου λεγε ο Τάκης. «Εµείς δεν έχουµε µία, αλλά θα δώσω στο Πανεπιστήµιο... Θα βρω και καµιά δουλειά... Πες όχι, όσο είναι νωρίς...» Το «όχι» δεν ειπώθηκε ποτέ. Μια ζωή «ναι». Μια ζωή εκεί όπου συναντιόνταν οι επιθυµίες των άλλων. Μην τύχει και δυσαρεστηθεί κανείς. Μην τύχει και κάποιος άλλος πληγωθεί. Μόνο των άλλων οι πληγές πονούσαν. Οι δικές µου πληγές περνούσαν σε δεύτερη µοίρα. `Έτσι και τώρα, που σε βλέπω να φεύγεις. Μόνο οι δικές σου πληγές αιµορραγούν. Οι δικές µου, ούτε που υπάρχουν. Είµαι από πέτρα φτιαγµένος εγώ. Κοντολογίς, για σένα, µπορεί και ν ανήκω στη συνοµοταξία των παχύδερµων. Ένα δίποδο που εκτελεί. Μόνο εκτελεί. Εκτελεί χωρίς να αισθάνεται, χωρίς να διψάει, χωρίς να πεινάει, χωρίς να κρυώνει. `Ένα δίποδο που δε νιώθει ανάγκες. Μόνο, που όταν αυτό το δίποδο σε ψάχνει, όπως και τώρα, κλαίει... Μπορεί και να κλαίω όχι µόνο για σένα, αλλά και γι άλλα πολλά, που ξεπηδούν απ τη ρωγµή των χρόνων και µπρος µου βάζουν έναν καθρέφτη, να βλέπω το χτες, να βλέπω τις υπαναχωρήσεις, να βλέπω τ ανεκπλήρωτα... Και να θυµάµαι... εν ειπώθηκε, λοιπόν, το «όχι», τότε - που είπε ο πατέρας µου «θα πάς στη Χωροφυλακή» - και βρέθηκα οκτώ το βράδυ, στις 31 του Μου πες να κουρευτώ και κουρεύτηκα 4 Άγγελος Πετρουλάκης

Αυγούστου του 71, στη Μεσογείων, κουρεµένος γουλί, για ένα ρόλο που κράτησε σχεδόν εικοσιπέντε χρόνια. Η Σχολή µε τους εκπαιδευτές της... Τις διαταγές και τα παράλογα. Μόνιµη κραυγή, το: «Τρέξε δόκιµε...». Ουρλιαχτό χωρίς έλεος. Να κατουράς το πρωί, µε τον ύπνο ακόµα στα βλέφαρα και το «τρέξε δόκιµε...» να πέφτει σαν βουρδουλιά στ αφτιά σου. Να ξυρίζεσαι στους λουτήρες και να τρέµει το χέρι σου. Ν ακούς το «τρέξε δόκιµε...» και το ξυράφι να λοξοδροµεί και να καρφώνεται στη σάρκα. Να χτυπάει η σάλπιγγα το τέλος του διαλείµµατος και να σου παραλύει τα πόδια. Εκείνη... Ήταν κι εκείνα τα καταραµένα απογεύµατα του Σαββάτου, που διπλώναµε στρώµα, κουβέρτες, µαξιλάρι, σ ένα µπόγο, τα ρίχναµε στον ώµο κρατώντας τα µε το αριστερό χέρι και µε το δεξί πασχίζαµε να πιάσουµε το όπλο, τις µπότες, το κράνος, το κουτί µε τα ξυριστικά και τα σαπούνια -«κυτίον καθαριότητας» το λέγαµε- κι όλα τα συναφή, να τρέξουµε στο γήπεδο, να τα τινάξουµε, να τα γυαλίσουµε, να τρέξουµε ξανά στο θάλαµο, ανεβαίνοντας δυοδυο τα σκαλιά, να ξαναστρώσουµε το κρεβάτι, να στοιχίσουµε τις κουβέρτες και το µαξιλάρι, να έρθει για επιθεώρηση ο «λοχαγός», ο µοίραρχος διοικητής του λόχου... Τότε άρχιζε το πανηγύρι. Επίδειξη εξουσίας µέχρι εσχάτων. Κάπου να ξέφευγε η νοητή ευθεία γραµµή των µαξιλαριών ή των σεντονιών, σήµαινε στέρηση εξόδου. Το ίδιο και για την ελάχιστη σκόνη στα παπούτσια, στα σίδερα του κρεβατιού, στο στρώµα. Η µια στέρηση γινόταν δυο, τρεις και πήγαινε λέγοντας... Εγώ συνήθως ήµουν απ τους καλούς «εισπράκτορες» των στερήσεων εξόδου γιατί ποτέ δεν προλάβαινα να τα έχω όλα εντάξει. Πάντα κάποια σκόνη θα µου ξέφευγε... Έτσι έµενα σχεδόν µόνιµα πίσω απ τα κάγκελα της Σχολής, δαγκώνοντας τα χείλη µέχρι που να µατώσουν και κοιτάζοντας τους άλλους δόκιµους να βγαίνουν καµαρωτοί - καµαρωτοί στην ξελογιάστρα Αθήνα, που φάνταζε άγνωστη και µαγική στα επαρχιακά µου µάτια... Μου πες να κουρευτώ και κουρεύτηκα 5 Άγγελος Πετρουλάκης

Μια ζωή, λοιπόν, βλέποντας τους άλλους να φεύγουν... Καθηλωµένος πίσω από κάγκελα εγώ; Στους δρόµους της ελευθερίας εκείνοι. Με σφιγµένα τα χείλη εγώ; Με βήµα γρήγορο εκείνοι. Στην προσµονή εγώ; Στην πραγµατοποίηση εκείνοι. Μ ένα βιβλίο εγώ, µόνος πέρα στην άκρη του γηπέδου; Με την κοπελιά τους αυτοί, αγκαλιά σ ένα δωµάτιο ξενοδοχείου, κάπου στην Πειραιώς, ή στη Γ Σεπτεµβρίου... Να ξεχάσω, πώς, το «Ελλάς» της Γ Σεπτεµβρίου... Πώς να ξεχάσω τον άνθρωπο της «υποδοχής», που πάντα νύσταζε. Τα βήµατα στη σκάλα, που έτριζε όπως οι σκάλες σε κάποια σπίτια εγκλήµατος σε ταινίες του Χίτσκοκ... Στο πλάι, σφιγµένη, σχεδόν χωρίς ανάσα η τότε αγάπη, να τρέµει από ντροπή και φόβο. Βήµατα βιαστικά, κοντολαχανιασµένες ανάσες, δάχτυλα που έτρεµαν καθώς πάσχιζαν να ξεκλειδώσουν το δωµάτιο, σώµατα που ήθελαν να µπουν γρήγορα - γρήγορα µέσα και να κρυφτούν στο σκοτάδι. Να κλειδώσουν µε προσοχή, πίσω τους, την πόρτα και να σταθούν ως σκιές ακίνητες πλάι στο κρεβάτι. Εκεί άρχιζαν τα δύσκολα. Εκεί όλα γίνονταν βουνό. Με αφορµή τις άσχηµες ειδήσεις, που έφταναν απ το χωριό, και απειλούσαν και τους δυο µας µε σφάξιµο, γιατί εγώ ήµουν «αλήτης» κι εκείνη «πουτανίτσα», που δεν κοιτούσε τις σπουδές της στο πανεπιστήµιο, αλλά εµένα, εξαγριώνοντας τους δικούς της... Βροχή οι άσχηµες ειδήσεις... 2(απόσπασµα) Παράξενο. Να ζω τώρα τη φυγή σου και παράλληλα να κατρακυλώ στο χθες και να θυµάµαι στιγµές µακρινού παρελθόντος... Μου πες να κουρευτώ και κουρεύτηκα 6 Άγγελος Πετρουλάκης

Εσύ να φεύγεις κι εγώ να θυµάµαι, να γυρίζω κοντά εικοσιπέντε χρόνια πίσω, να πέφτω σε µια ρωγµή του χρόνου και να µη µπορώ να κρατηθώ στο τώρα, σ αυτά που σ έδιωξαν µακριά, σ αυτά που µε κάνουν τώρα να νιώθω φτερό στον άνεµο... Κατρακυλώ πίσω. Νιώθω πως τα τείχη, που είχα υψώσει ανάµεσα στο τώρα και στο παρελθόν, καταρρέουν. Ίσως γιατί εκείνη που είχε βοηθήσει σ αυτό το τείχισµα ήσουν εσύ, που µ έκανες να πιστέψω σε µένα. Πια, εσύ δεν υπάρχεις. Φεύγεις για µια κατάσταση που γρήγορα θα γίνει χθες, θα γίνει κόσµος µνήµης και πηγή αναµνήσεων. Όπως, άλλωστε, τόσα και τόσα άλλα, που έγιναν θύµησες και πια ως µια και µόνη στιγµή, άχρονη θα έλεγα, υπάρχουν εντός µου. Πώς, άραγε, µια και µόνη στιγµή µνήµης εµπεριέχει γεγονότα που χρειάστηκαν χρόνια για να συµβούν; Γιατί, ενώ κάθοµαι µπροστά στις δικές σου φωτογραφίες, στα µάτια µου ζωντανεύουν στιγµές του χθες, πρόσωπα άλλα, που νόµιζα πως είχαν φύγει ανεπιστρεπτί; Θυµάµαι... Εσύ φεύγεις µπροστά κι εγώ γυρίζω πίσω. Θυµάµαι, αντί να προσπαθώ να µε δω στο αύριο χωρίς εσένα. Ως τυµβωρύχος ανασύρω από τάφους του παρελθόντος πρόσωπα και καταστάσεις, φωνές και αγγίγµατα, µάτια και δάχτυλα. Αρχές εκέµβρη του 72 και µόνος, στηµένος στον εθνικό δρόµο, να σταµατάω τ αυτοκίνητα, γιατί το χιόνι είχε κλείσει στο Σαραντάπορο το δρόµο. Από τις δέκα το πρωί κι έχει πάει έξη το απόγευµα. Κόκαλο τα πόδια µέσα στις µπότες. Πέντε δάκτυλα το χιόνι πάνω στο πηλίκιο. Έλιωνε και κατηφόριζε απ τον αυχένα στην πλάτη. Είχε νυχτώσει και η χιονόπτωση πύκνωνε. Τα περισσότερα αυτοκίνητα γύριζαν πίσω... Ζήτησα από κάποιον οδηγό που µου χε συστηθεί ως λοχαγός, να περάσει απ το αστυνοµικό τµήµα και να τους πει πως ζητάω αντικατάσταση. Πήγε η ώρα οκτώ το βράδυ και τίποτε. Παρακαλώ, ξανά για το ίδιο πράγµα, έναν άλλο οδηγό που επέστρεφε κι αυτός και κατά τις εννιάµιση βλέπω να ρχεται το Λαντ-Ρόβερ µε το φάρο αναµµένο. «Είπε ο ιοικητής, να περιµένεις εδώ γιατί δεν έχει άλλον Μου πες να κουρευτώ και κουρεύτηκα 7 Άγγελος Πετρουλάκης

αντικαταστάτη. Μόλις βρει θα σ αλλάξει», λέει απ το µισάνοιχτο παράθυρο και απ τη ζεστασιά του, ο οδηγός, που παίρνει αµέσως στροφή κι εξαφανίζεται στο σκοτάδι. Τ αυτοκίνητα έχουν αραιώσει. Τρία- τέσσερα φορτηγά είναι αραγµένα στην άκρη του δρόµου και οι οδηγοί τους το έχουν ρίξει στον ύπνο. Ερηµιά, ένα τροµακτικό κατάλευκο τοπίο στη νύχτα. Τα τσιγάρα να έχουν τελειώσει από ώρα. Τα πρώτα ρίγη τινάζουν το κορµί. Ένας φόβος να φουντώνει µέσα µου. Έχω ακούσει για πεινασµένους λύκους που κατεβαίνουν απ το βουνό και κοιτάζω τροµαγµένος γύρω µου. Τα χέρι µου µηχανικά ψάχνει το περίστροφο. Τα δάκτυλα, παγωµένα, αρνούνται να λυγίσουν, να πιάσουν τη λαβή του. Και τι να σου κάνει ένα περίστροφο; Και πώς να σηµαδέψεις µε κοκαλιασµένα χέρια; Η ώρα πάει δώδεκα τα µεσάνυχτα και πια το µόνο που νιώθω είναι η κατάρρευση. Εδώ και δυο ώρες δεν έχει φανεί ούτε ένα φως αυτοκινήτου. Είναι σίγουρο ότι η κυκλοφορία έχει διακοπεί εντελώς απ την Κοζάνη και πως µ έχουν ξεχάσει µέσα στο χιόνι, στην ερηµιά... Σκέφτοµαι να γυρίσω πίσω, κι ας µε στείλει στρατοδικείο για «εγκατάλειψη θέσεως». Και να µ αποτάξουν, θα βρω µια δουλειά να ζήσω, σκέφτοµαι. Να µην αφήσω µέσα στο χιόνι την τελευταία µου ανάσα, στα είκοσί µου. Αρχίζω να προχωράω, αλλά τα πόδια µου είναι ξένα. Αρνούνται να µε υπακούσουν. Μαζεύω ό,τι δυνάµεις έχουν αποµείνει και προχωρώ. Πενήντα, εκατό, διακόσια µέτρα. Παραπατάω... Έχω αφήσει αρκετά πίσω µου τ αραγµένα φορτηγά και αν φωνάξω δεν θα µ ακούσουν οι οδηγοί. Τα γόνατα κόβονται στα δυο από σουβλιές ανελέητες. Η χλαίνη θα ζυγίζει πενήντα κιλά. Ο λαιµός δε στρίβει ούτε αριστερά, ούτε δεξιά. «Θα τον σκοτώσω τον πούστη», ορκίζοµαι. Αν µπορέσω και φτάσω ζωντανός, θα τον σκοτώσω. Του βρίζω τα πάντα, µάνα, πατέρα, γυναίκα. Θα τον σκοτώσω. Όπου κι αν τον συναντήσω θα τον σκοτώσω. Θα του αδειάσω όλες τις σφαίρες. Παίρνω κουράγιο από το µίσος που θεριεύει µέσα µου και προχωρώ. Άλλα πενήντα, εκατό, διακόσια µέτρα. Είναι περασµένες µία. Κάθε τόσο πέφτω, µένω λίγο ξαπλωµένος στο χιόνι, Μου πες να κουρευτώ και κουρεύτηκα 8 Άγγελος Πετρουλάκης

ξανασηκώνοµαι, προχωράω. Υπολογίζω πως κάπου δυο χιλιόµετρα που µου µένουν, θα µου πάρουν πάνω από δυο ώρες. Θ αντέξω; Βλέπω φώτα στο βάθος. Ένα αυτοκίνητο. Σώθηκα. Θα έρχονται να µε πάρουν. Τα φώτα του, όµως, δε µοιάζουν µε τα φώτα του Λαντ-Ρόβερ. Είναι κίτρινα φώτα, είναι φώτα άλλου αυτοκινήτου. εν πειράζει, θα το σταµατήσω. Ούτως ή άλλως πρέπει να το γυρίσω πίσω, αφού πιο πέρα ο δρόµος είναι κλειστός. Και ίσως µε πάρει µαζί του. Θα ζήσω. Τώρα ακούγεται κι ο θόρυβος των αλυσίδων που φοράει στους τροχούς. Θεέ µου, άλλα εκατό µέτρα... ογδόντα, πενήντα... σώθηκα... Βγήκε απ το αυτοκίνητο και σχεδόν σηκωτό µ έριξε στο πίσω κάθισµα. Την είχα δει κι άλλες φορές. Ιδίως νύχτα, όταν έκανα περιπολία στους έρηµους δρόµους της κωµόπολης, επιθεωρώντας τους «σκοπούς τοποθέτες». Την είχα προσέξει να οδηγεί αργά-αργά το Σιτροέν, συνήθως σε ακραίες περιοχές. Είχα µάθει ότι ήταν παντρεµένη µε αξιωµατικό του τάγµατος, χωρίς παιδιά. Ο γραµµατέας του Τµήµατος, ο Μπάµπης, µου είχε πει πως πρέπει νά χε προβλήµατα µε τον άντρα της. Ο Μπάµπης είχε τότε σχέσεις µε µια γειτόνισσά της κι αυτή του έλεγε ότι συχνά άκουγε καβγάδες στο σπίτι της «αξιωµατικίνας». «Τη χτυπάει... Στείρα την ανεβάζει, στείρα την κατεβάζει», είχε πει ο Μπάµπης, που είχε αφτιά µέχρι και στον κώλο του και όλα τα µάθαινε, αλλά έλεγε στον σκατοκοιλιά µόνο όσα ήθελε αυτός και µόνο όταν ήταν σίγουρος πως θα είχε τ ανταλλάγµατά του, κάποια επιπλέον εικοσιτετράωρη άδεια, κάποια απαλλαγή... Μ έσπρωξε στο πίσω κάθισµα, τινάζοντας το χιόνι απ τα ρούχα µου, κάθισε στο τιµόνι, πήρε στροφή κι άναψε τσιγάρο. Αργά - αργά και πατώντας πάνω στις ροδιές που είχαν σχηµατιστεί στο χιονισµένο δρόµο απ το δικό της αυτοκίνητο, πήρε το δρόµο της επιστροφής για την κωµόπολη. Αµίλητη... `Άνοιξε το στόµα της µόνο σαν φτάσαµε στα πρώτα σπίτια. -Θα σε αφήσω πίσω απ το Τµήµα, να µη µας δει ο χωροφύλακας που είναι σκοπός. Ν αλλάξεις αµέσως. Θα σου τηλεφωνήσω το µεσηµέρι... Μου πες να κουρευτώ και κουρεύτηκα 9 Άγγελος Πετρουλάκης

Αυτή ήταν, λοιπόν... `Ήµουν πια σίγουρος πως ήταν αυτή. Μέσα σ όλη µου την παραλυσία είχα γνωρίσει τη φωνή της. `Ήταν η άγνωστη που µου τηλεφωνούσε τα βράδια που ήµουν υπηρεσία. Η άγνωστη που µου είχε στείλει στις 8 Νοεµβρίου, πιστεύοντας πως γιόρταζα Μιχαήλ και Γαβριήλ, τον αναπτήρα και την πέννα «Πάρκερ», µ ένα απλό «χρόνια πολλά»... Αυτή, ήταν, λοιπόν... Σταµάτησε το αυτοκίνητο και µε βοήθησε να κατεβώ. Τα πόδια µου δεν µε κρατούσαν. Μάζεψα όσο κουράγιο υπήρχε µέσα µου και στάθηκα όρθιος. Στο αντιφέγγισµα του χιονιού, το πρόσωπό της είχε όψη αγγελική, αλλά και ανέκφραστη. Πάσχιζα να µιλήσω, να της πω ένα «ευχαριστώ» έστω. Ήταν αδύνατον. Πλησίασε το πρόσωπό της κοιτάζοντάς µε κατάµατα και κόλλησε τα χείλη της στα δικά µου. Ένιωσα τη γλώσσα της πάνω στα δόντια µου, να προσπαθεί να τ ανοίξει, να προχωράει στον ουρανίσκο, να βρίσκει τη δική µου. Ένιωθα µια φλόγα να ορµάει µέσα µου, κάτι απίστευτα πρωτόγνωρο. Ένιωσα τα δάκτυλά της να καίνε πάνω στο παγωµένο µου πρόσωπο. «Έλα...πήγαινε τώρα... Όσο πιο γρήγορα αλλάξεις, τόσο πιο καλά» είπε. Προχώρησα µε µικρά αβέβαια βήµατα προς το Τµήµα και µόνο σαν έστριψα στη γωνία για να µπω στην πόρτα, άκουσα πίσω µου να βάζει µπροστά τη µηχανή του αυτοκινήτου.... -Ξύπνα... Τηλέφωνο... µια γυναίκα. Σηκώθηκα δύσκολα και σύρθηκα µέχρι το γραφείο. Ήταν εκείνη. Με ρώτησε αν µπορούσα να σταθώ στα πόδια µου, να ντυθώ και να βγω µ ένα ταξί µέχρι τη γέφυρα του Αλιάκµονα. «Ναι» της ψιθύρισα. -Ωραία. Πριν από τη γέφυρα είναι ένα παλιό φυλάκιο. Θα το ξέρεις... Σταµάτα εκεί. ιώξε το ταξί και κρύψου µέσα στο φυλάκιο. Θα φροντίσω να µην περιµένεις. Ντύθηκα δύσκολα. «Φώναξε ένα ταξί» είπα του Τζάλα. Είχε τις αντιρρήσεις του: -Πού πας; Καίγεσαι στον πυρετό... Μου πες να κουρευτώ και κουρεύτηκα 10 Άγγελος Πετρουλάκης

«Στο γιατρό, στην Κοζάνη...» του απάντησα. Ήρθε ο Στέλιος ο ταξιτζής, ο κοµµούνας, έτσι τον φώναζαν. Είχε µάθει τα καθέκαστα. Ο Ντίνος είχε «ξεράσει» πρωί-πρωί όλα όσα είχαν συµβεί και όλη η κωµόπολη βούιζε. «Φύγαµε για Κοζάνη», του λέω και ο Στελάρας ξεκινάει. «Θα σ έτρωγε, ο αλήτης», λέει µόλις ξεκινήσαµε. «εν φτάνει που πίνει το αίµα του κοσµάκη, πεθαίνει κι εσάς. Ε, ρε κι αλλάξει η κατάσταση. Ε, ρε και πέσει η χούντα...», έβριζε ο Στέλιος ο ταξιτζής, οδηγώντας... Του πα να σταµατήσει πριν τη γέφυρα, στο εγκαταλειµµένο φυλάκιο, να κατεβώ κι αυτός να συνεχίσει για λίγο. Τον παρακάλεσα να µη γυρίσει πίσω αµέσως και καταλάβουν πως δε φτάσαµε στην Κοζάνη. Κι αν τον ρωτούσαν πού ακριβώς µε πήγε, να τους έλεγε πως µε άφησε στην πλατεία της Κοζάνης. Έβγαλα απ την τσέπη µου και διακριτικά άφησα δίπλα του ένα πεντακοσάρικο, αντί για δυο κατοστάρικα που στοίχιζε τότε η διαδροµή για την Κοζάνη. Τ άλλα τρία για τη σιωπή του. Τον είδα που κοίταξε περιφρονητικά το πεντακοσάρικο. Το πήρε και το έβαλε αποφασιστικά στην τσέπη του µπουφάν µου... «Μη µε προσβάλεις». Είχε αγριέψει. -Εσύ, ρε, έχεις γίνει ασπίδα για µας. Ξέρεις τι µήνυση τρώγαµε πριν έρθεις, ρε... Για το τίποτα. Γιατί δεν είχαµε το φαρµακείο, ρε... Γιατί αφήσαµε το ταξί στην πιάτσα και πήγαµε απέναντι για καφέ... Γιατί είµαστε αξύριστοι... Λες και είµαστε στη Ρόδο και θα σχηµατίσουν άσχηµη εικόνα για τη χώρα οι τουρίστες... Πάρτα τα λεφτά σου, σε µένα δεν έχουν πέραση... Πιάσε κι ένα τσιγάρο... εν αντέδρασα, παρά µονάχα πήρα το τσιγάρο και το άναψα, τραβώντας µια γερή ρουφηξιά. Το φυλάκιο φάνηκε µπροστά µας, σαν γκριζόµαυρος λεκές στο κατάλευκο τοπίο. «Να προσέχεις... Ο διοικητής σου έχει γεµίσει τον κόσµο µε ρουφιάνους... Το Σιτροέν της αξιωµατικίνας είναι πίσω µας», ακούω το Στέλιο να λέει, ενώ είχε καρφώσει τα µάτια του στον καθρέφτη. -Μπράβο της, δεν την κωλώνει ούτε το χιόνι... Άλλο πράγµα γυναίκα αυτή... Πώς κι έµπλεξε µ αυτόν τον γορίλα. Και ξέρεις... την έχει λιανίσει στο ξύλο. Τη ζηλεύει το κτήνος. Τώρα θα µου πεις και πώς να µη ζηλέψει κανείς τέτοιο κουκλί... Μα αυτός δεν έβλεπε τι Μου πες να κουρευτώ και κουρεύτηκα 11 Άγγελος Πετρουλάκης

έπαιρνε; εν έβλεπε πως δεν ήταν για τα δόντια του... Ευτυχώς που λείπει το κτήνος τώρα... Έχει πάει ένα µήνα στην Κύπρο... Προχτές έφυγε... Εγώ τον πήγα µέχρι την Κοζάνη... Έλειπε, λοιπόν, ο άντρας της... Κι αυτή µόνη, ν ακολουθεί το ταξί από απόσταση. Σταµάτησε ο Στέλιος και κατέβηκα. Περίµενα ν αποµακρυνθεί προς Κοζάνη και αφού βεβαιώθηκα πως δεν υπήρχε ψυχή πουθενά, τρύπωσα στο εγκαταλειµµένο φυλάκιο. ευτερόλεπτα µετά άκουσα το Σιτροέν να σταµατάει και πετάχτηκα έξω. Μπήκα γρήγορα. «Ξάπλωσε πίσω το κάθισµά σου» την άκουσα να λέει χαµηλόφωνα και υπάκουσα. Συνεχίσαµε προς Κοζάνη. Εκείνη µίλησε πρώτη. -Χθες, κατά το µεσηµεράκι, τηλεφώνησα στο Τµήµα κι έµαθα πως ήσουν υπηρεσία στο δρόµο προς το Σαραντάπορο. Ξαναπήρα τηλέφωνο το απόγευµα κι έµαθα πως ήσουν ακόµα εκεί. Το ίδιο µου είπαν και το βράδυ. Άρχισα ν ανησυχώ. Ξανατηλεφώνησα τα µεσάνυχτα και τότε µ έζωσαν τα φίδια. Φοβόµουν πως δε θα σε προλάβαινα ζωντανό... Είχα ψιθυρίσει, θυµάµαι, στα χαµένα, κάποιο «ευχαριστώ...» και είχα ψελλίσει κάποιες ανόητες ανησυχίες, «...θα µε ψάχνει ο διοικητής µου... Ίσως µου τηλεφωνήσουν και οι δικοί µου» πασχίζοντας να κρύψω την αµηχανία µου, αλλά κατάλαβα πως έτσι γινόµουν αρκετά γελοίος κι έµεινα αµίλητος να την παρατηρώ. Την είδα να χαµογελάει. -Θα πάµε στο ΞΕΝΙΑ, στην Κοζάνη. Θα τηλεφωνήσεις στους δικούς σου να µην ανησυχούν... Θα γυρίσουµε, πίσω, νύχτα... ε θα µας δει κανείς... Θα βρούµε και κάποια δικαιολογία για το διοικητή σου. Είχα κλείσει τα µάτια µε ανακούφιση. Ένιωθα τον πυρετό να υποχωρεί, αλλά παράλληλα ένιωθα µέσα µου και µιαν αγαλλίαση απερίγραπτη. Αισθάνθηκα το χέρι της στο µέτωπό µου, στη µύτη, στα µάγουλα. Ένα χάδι πρωτόγνωρο, απαλό σαν φιλί λουλουδιού µε πότιζε γαλήνη. Μέχρι την Κοζάνη δεν ανταλλάξαµε λέξη. Έξω από την πόλη, σταµάτησε το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόµου, τράβηξε το χειρόφρενο, έγειρε πλάι µου και κόλλησε τα χείλη της στα δικά µου... Έκλεισα ξανά τα µάτια κι αφέθηκα. Μου πες να κουρευτώ και κουρεύτηκα 12 Άγγελος Πετρουλάκης

«Με λένε Ισµήνη», την άκουσα να ψιθυρίζει. «Είµαι από τη Σέριφο. εν έχω κανέναν να µε περιµένει και ούτε δύναµη έχω να σπάσω τις αλυσίδες µου. Εσύ, όµως, γιατί έµπλεξες σ αυτή τη σκατοδουλειά; εν γινόσουν καλύτερα οικοδόµος;» Ένιωθα τη ντροπή να µε πνίγει. Ένας, ακόµα, άνθρωπος να ρωτάει πώς και γιατί στο λυκοτόµαρο ντυµένος; Τα χείλη της συνέχιζαν να περιηγούνται στο πρόσωπό µου κι αυτή να ψιθυρίζει: -Έµαθα πως γράφεις ποιήµατα. Έµαθα πως έγραφες µικρά άρθρα από µικρός στις εφηµερίδες. Έµαθα πως έγραφες καταπληκτικές εκθέσεις στο Γυµνάσιο... Τυχαία τα έµαθα όλα. Πριν ένα µήνα που ταξίδευα µε το λεωφορείο για τη Λάρισα. Στο ίδιο κάθισµα καθόταν µια καθηγήτρια από την Κοζάνη που υπηρετεί στην πόλη σου. Πιάσαµε κουβέντα και όταν της είπα πού µένω, µου είπε πως στο αστυνοµικό τµήµα, υπηρετεί ένας γνωστός της, παλιός µαθητής της, ο πιο αγαπηµένος της. Μου περιέγραψε εσένα. Της είπα πως σ έχω δει και πως µου είχε κάνει εντύπωση το ύφος σου, που δε θύµιζε αστυνοµικό και το ότι δεν βγαίνεις παρέα µε συναδέλφους σου, αλλά πάντα µόνος σου. Είχαµε την ίδια απορία: Πώς και γιατί πήγες στη Χωροφυλακή;... -Έλα µου...στην υγειά µας... Είχε ακουµπήσει απαλά το ποτήρι της στο δικό µου και το έφερε αργά στα χείλη της, χωρίς να πάψει να έχει τα µάτια της καρφωµένα στα µάτια µου. Ήπια κι εγώ, αλλά µια στυφή, απαίσια γεύση γέµισε το στόµα µου. Γέλασε. -Μικρή γουλιά, την αφήνεις λίγο στο στόµα, αφήνεις τη γλώσσα σου και τον ουρανίσκο να δοκιµάσουν πρώτα, κι ύστερα αργά, την αφήνεις να προχωρήσει µέσα σου. Μου πήρε το ποτήρι και καθίσαµε αντικριστά στο στρωµένο τραπέζι. Πρόσεξα πως τα µαχαιροπίρουνα γυάλιζαν παράξενα. Ένιωθα άβολα. Φοβόµουν µην και λερώσω το άσπρο κεντηµένο τραπεζοµάντιλο. Την είδα να βυθίζει το δάκτυλο σ ένα µπολ µε κάτι που έµοιαζε µε σάλτσα, να σκύβει προς το µέρος µου. Ακούµπησε το Μου πες να κουρευτώ και κουρεύτηκα 13 Άγγελος Πετρουλάκης

δάχτυλο στα χείλη µου και το έσυρε οριζόντια, κάνοντας γραµµή µ αυτό στο µάγουλο. Έφερε το πρόσωπό της πιο κοντά στο δικό µου... Ακούµπησε τη γλώσσα της στα χείλη µου και την έσυρε πάνω στη γραµµή που είχε κάνει µε το δάκτυλό της, µαζεύοντας µ αυτήν τα υπολείµµατα της σάλτσας. Είχα χαµηλώσει τα µάτια, πασχίζοντας να σταθεροποιήσω το µαχαίρι και το πιρούνι, που χόρευαν άρρυθµα στα δάχτυλά µου. Εκείνη, κορυφώνοντας την αµηχανία µου, άφησε την ρόµπα να πέσει στο πάτωµα... Στάθηκε πλάι γυµνή. Σήκωσε ψηλά το ποτήρι, στη βάση του λαιµού της και γέρνοντάς το άφησε να κυλήσει ένα κατακόκκινο ρυάκι στα στήθη της... Ρυάκι κατακόκκινο στη λευκή σάρκα, να κατηφορίζει αργά... -Αν δεν το πάρεις µε τα χείλη σου, θα φτάσει στο πάτωµα και θα λερώσει το χαλί... Έσκυψα και πρόλαβα το µικρό ρυάκι στο ύψος της κοιλιάς της. Τινάχτηκε δυο φορές και κόλλησε την ήβη της στο στόµα µου, ενώ εξακολουθούσε να ρίχνει το κρασί του ποτηριού της πάνω στα στήθη της. Ρούφηξα άπληστα κρασί και σάρκα, τα χίλια ψιθυριστά «ναι», κλείνοντας τα µάτια σε µέρες περισσότερο γκρίζες και από το γκρίζο του εκέµβρη. Εκείνη κάτω απ το φως των κεριών µου µαθε να πίνω κρασί απ το πιο γλυκό ποτήρι του κόσµου... Κάτω απ το φως των κεριών µου µαθε τη γλώσσα των αντικειµένων, την αίσθηση που προκαλεί η άκρη του µαχαιριού σαν ακουµπάει και σύρεται απαλά στη σάρκα, χωρίς να τη σχίζει, περιγράφοντας, νοητά, κύκλους γύρω από τις ρώγες... Μου µαθε τη γεύση των φαγητών όταν αυτά σερβίρονται στο ιδιόρρυθµο πιάτο της κοιλιάς και τα πιρούνια παραµένουν αχρησιµοποίητα στο τραπέζι. --------------------------------------------------------- Μου πες να κουρευτώ και κουρεύτηκα 14 Άγγελος Πετρουλάκης

3 (απόσπασµα) Η Ισµήνη...Οι νύχτες της... Νύχτες ατέλειωτες. Κάθε νύχτα κι ένα ταξίδι στο άπειρο. Με τρένο τις αισθήσεις, που άλλοτε έτρεχε ξέφρενα ανάµεσα σ ανθισµένα λιβάδια, άλλοτε, κατηφόριζε ανεξέλεγκτα στα έγκατα της γης κι άλλοτε έβγαζε κάτι πελώρια φτερά κι απογειωνόταν κι έτρεχε ανάµεσα στα σύννεφα. Μετά το πρώτο µπουκάλι κρασί, η Ισµήνη ξάπλωνε στο χαλί και συναρµολογούσε τα κοµµάτια της ζωής της.... Είχε φτάσει το απόγευµα κι εγώ ακόµα καρφωµένος πλάι στο τηλέφωνο. Κάθε φορά που κουδούνιζε, άρπαζα µε λαχτάρα το ακουστικό, αλλά τίποτα. υο φορές που θέλησα να πάω στο αποχωρητήριο, το έβγαλα από την πρίζα µην τύχει και το σηκώσει κάποιος άλλος. Επί τέλους, κατά τις δέκα το βράδυ άκουσα τη φωνή της. Μιλούσε ψιθυριστά: -Είµαι καλά. Είναι στο µπάνιο τώρα. Η µετάθεση είναι για την Κύπρο. Βρήκε τους δίσκους σου και τους έσπασε. Ούρλιαζε πως θα τον καταστρέψω βάζοντας στο σπίτι δίσκους κοµµουνιστών. Να ήξερες πόσο κακόγουστος και γελοίος φαντάζει πια στα µάτια µου... Μπορώ να σου πω, όµως, πως για πρώτη φορά µε διασκεδάζει η αντίδρασή του. Μου πες να κουρευτώ και κουρεύτηκα 15 Άγγελος Πετρουλάκης

Μονολογεί ότι, αύριο πρωί, στο Τάγµα, όλοι θα έχουν την ευκαιρία να δουν από κοντά έναν µελλοντικό ήρωα... που όµως έχει την ατυχία να έχει για γυναίκα του µια φευγάτη, µια κρυφοκοµµουνίστρια. Αποτρελάθηκε... Η φωνή της άλλαζε χρώµα. Την άκουγα µέσα απ ένα κοντολαχάνιασµα... -Όµως, εγώ, τώρα σε θέλω... Σε θέλω µέσα µου, µωρό µου, µ ακούς; Σε θέλω... Να σε νιώθω να µε πυρπολείς... Να µε σχίζεις... Εκείνος είναι στο µπάνιο κι εγώ θα φτάσω στον οργασµό µαζί σου, τηλεφωνικά έστω... Μίλα µου, µωρό µου, µίλα µου... σε νιώθω µέσα µου, τώρα, τώρα που φτάνω... Προσπάθησα να µιλήσω. Να της πω ότι δεν ήθελα να τη χάσω. Ότι φοβόµουν να προχωρήσω µόνος µου. Πως δεν ήξερα τι χρώµα θα είχαν πια οι νύχτες µου, ούτε ήξερα αν θα µπορούσα να περιµένω κάτι από κάθε αυριανή µέρα. Της ζήτησα να κάνει κάτι ώστε να µείνει αυτή, να µην τον ακολουθήσει, να µείνει µαζί µου... Ανάµεσα σε λυγµούς έλεγα και ξανάλεγα το όνοµά της, οµολογώντας µια απελπισία...... `Ήταν η πρώτη φορά που χόρευα χωρίς να ξέρω το γιατί... Ένα ζεϊµπέκικο ιδιόρρυθµο, ένας αυτοσχεδιασµός απόγνωσης, κάτι σαν αποχαιρετιστήριο φτερούγισµα. Νόµιζα, πως, πίσω από τη θολούρα του καπνού των τσιγάρων υπήρχε εκείνη... Ο Μήτσος έγειρε πίσω την καρέκλα του, ούρλιαξε «δώστα όλα», έπιασε από χαµηλά το τραπέζι και το τίναξε ψηλά. Τραπέζι, πιάτα, ποτήρια, µπουκάλια, τραµπαλίστηκαν για κλάσµατα του δευτερόλεπτου στο κενό και όλα µαζί σωριάστηκαν µπροστά µου. Στάθηκα ακίνητος, στα δάχτυλα του ενός ποδιού, διπλώθηκα αργά προς το δάπεδο, έτσι όπως όταν έσκυβα για να της φιλήσω τους αστραγάλους, αιωρήθηκα ελάχιστα και µετά σφίγγοντας τη δεξιά γροθιά σηµαδεύω ένα ποτήρι, στο τραπέζι δίπλα µου. Την κατεβάζω Μου πες να κουρευτώ και κουρεύτηκα 16 Άγγελος Πετρουλάκης

µε δύναµη και νιώθω το γυαλί να συντρίβεται στο χτύπηµά της... Πετάγεται πάνω ο Μήτσος, ο ταβερνιάρης. «Σφάχτηκες», φωνάζει. Η παλάµη µου είχε γεµίσει αίµα που έτρεχε ποτάµι και είχε αρχίσει να σχηµατίζει λιµνούλα στο δάπεδο. «Πίνω καηµό, πίνεις λυγµό», ουρλιάζω και το αίµα βρύση. Ο Μήτσος να πασχίζει να µου δέσει την παλάµη µ ένα τραπεζοµάντιλο, που γρήγορα έγινε κατακόκκινο. Άρχισα να τα χάνω... Εκείνος, πιο ψύχραιµος, αποφασίζει. «Πάµε στη γιατρίνα», µου λέει και µε σπρώχνει στο δρόµο, σ ένα παλιό «`Οπελ». «Είναι αργά -κατορθώνω να ψελλίσω- κι αν το µάθει ο αστυνόµος θα µε περάσει Πειθαρχικό Συµβούλιο». Εκείνος βάζει µπροστά τη µηχανή και ξεκαρδίζεται στα γέλια. -Να σταµατήσουµε το αίµα πρώτα και µετά θα βρούµε και την ιστορία για να τα κουκουλώσουµε. Θα πω πως κάποιο δικοί µου πελάτες, που ήρθαν πρώτη φορά στο µαγαζί, µέθυσαν και τά σπασαν. Ήρθες κι εσύ να δεις τι συµβαίνει, πάτησες στα γυαλιά, γλίστρησες κι έπεσες πάνω στα σπασµένα. Τότε, οι πελάτες που ήταν άγνωστοι περαστικοί, έφυγαν... `Έτσι µένω µόνο εγώ για κατηγορούµενος... Και άµα λάχει µε στέλνεις και στο αυτόφωρο... 4 (απόσπασµα) Μου πες να κουρευτώ και κουρεύτηκα 17 Άγγελος Πετρουλάκης

Το σπίτι της γιατρίνας ήταν στην άκρη της κωµόπολης, τριγυρισµένο από δέντρα. Ψυχή δεν υπήρχε γύρω. Ο Μήτσος κατέβηκε και πήγε προς το σπίτι της, ενώ εγώ έµεινα στο αυτοκίνητο, µε το αίµα να ποτίζει το τραπεζοµάντιλο, αλλά και δάπεδο του αυτοκινήτου. Τα δευτερόλεπτα που περνούσαν, µου φαίνονταν ώρες. Όταν επέστρεψε µου είπε να κατεβώ και να πάω µέσα, ενώ αυτός θα µε περίµενε στο αυτοκίνητο, όσο κι αν αργούσα. Στο µεταξύ, είχα ανακτήσει την ψυχραιµία µου, είχα σκεφτεί το πώς έπρεπε ν αντιµετωπίσω το διοικητή µου και του είπα πως δεν χρειάζεται να ισχυριστούµε σπασίµατα και φασαρίες µε ανύπαρκτους ανθρώπους. Θα λέγαµε πως παραπάτησα σε κάποια στιγµή και απλώνοντας το χέρι µου να στηριχτώ στο τραπέζι, αυτό βρήκε το ποτήρι κι έγινε το κακό. Μπήκα στο σπίτι φορτωµένος ντροπή. Η γιατρίνα -την έβλεπα για τρίτη, ή τέταρτη φορά- είχε ρίξει πάνω της, αρκετά βιαστικά, µια ρόµπα µαύρη, ίδια µ εκείνη που φορούσε η Ισµήνη. Ήταν η πρώτη απ τις εκπλήξεις που θ ακολουθούσαν. Χωρίς λέξη µ έσπρωξε στο µπάνιο και γύµνωσε την παλάµη µου. Το αίµα να τρέχει ποτάµι. Εκείνη, µουρµουρίζοντας, να πηγαινοέρχεται φέρνοντας διάφορα µπουκάλια και αδειάζοντας το περιεχόµενό τους πάνω στις κοψιές. Τα τοιχώµατα της µπανιέρας γίνονται κατακόκκινα. - εν της φτάνουν όλα τ άλλα, να έχει τώρα και τη δική σου στεναχώρια... Τα έχω χαµένα. Τι να σηµαίνουν αυτά τα λόγια; Βλέπει την έκπληξη στο πρόσωπό µου και ξαφνικά τα µάτια της γεµίζουν τρυφεράδα. «Σκατόπαιδο...», µου λέει και µου χαϊδεύει Μου πες να κουρευτώ και κουρεύτηκα 18 Άγγελος Πετρουλάκης

το κεφάλι. Σηκώνω τα µάτια µου και την κοιτάζω για πρώτη φορά. Έχει καταλάβει πως φοβάµαι. -Μη φοβάσαι...το αίµα σταµατάει. Θα το δέσουµε. Θα πάρεις και αντιβίωση για λίγες µέρες. Θα κάνουµε και αντιτετανικό. Θα βρούµε και δικαιολογία για το κτήνος, το διοικητή σου. Εκείνη, όµως, από αύριο, όσο και να ψάχνουµε δεν θα τη βρίσκουµε... Εξακολουθώ να µένω άφωνος. Ώστε ξέρει... Της έχει µιλήσει η Ισµήνη, χωρίς εµένα να µου πει κάτι... Είναι, λοιπόν φανερό πως είναι κάτι παραπάνω από φίλες... Το αίµα έχει σχεδόν σταµατήσει. Με παίρνει απ το χέρι και µε οδηγεί στο δωµάτιο, ένα µεγάλο δωµάτιο, καθιστικό και κρεβατοκάµαρα µαζί. Με βάζει να καθίσω και ανοίγει την τσάντα της να βγάλει γάζες και λευκοπλάστ. ίπλα µου µια µικρή βιβλιοθήκη µε κάµποσα βιβλία. Στο τελευταίο ράφι µια κορνίζα µε τη φωτογραφία της Ισµήνης. Γαληνεύω. Η υπόθεσή µου πως είναι κάτι παραπάνω από φίλες, γίνεται πια βεβαιότητα. Γιατί, όµως, η Ισµήνη να µη µου µιλήσει γι αυτήν και για τη φιλία τους; Η γιατρίνα γονατίζει δίπλα µου, παίρνει το χέρι µου, ρίχνει µε προσοχή µια υπόλευκη σκόνη στις πληγές... Τα µάτια µου περιεργάζονται το δωµάτιο. Σταµατούν στο κοµοδίνο, πλάι στο κρεβάτι. Σ ακόµα δυο κορνίζες η φωτογραφία της Ισµήνης... `Έχει φωτογραφηθεί σχεδόν γυµνή, σ αυτό το ίδιο δωµάτιο, επιτηδευµένα γυµνή, αφού κάποιο σεντόνι που υπάρχει για ντύµα, καλύπτει µόνο τις γάµπες της...... 5 (απόσπασµα) Μου πες να κουρευτώ και κουρεύτηκα 19 Άγγελος Πετρουλάκης

Μού ζητούσες -λοιπόν- να κουρεύοµαι, γιατί έτσι σου άρεσα κι εγώ κουρευόµουν, αν και πάντα ήθελα να έχω µακριά µαλλιά. Με δοκίµαζες και µε ξαναδοκίµαζες... Ρωτούσες τα πάντα... Ήθελες να µάθεις τα πάντα... Εξέταζες µε το µικροσκόπιο της λογικής συµπεριφορές που ξέφευγαν από τα κοινά µέτρα και σταθµά. Και ύστερα, αφού πια είχες µάθει και από πού ξεκίνησα και πού έφτασα, ζήτησες να σου εξηγήσω τι ήταν αυτό που µ έκανε να σε ψάχνω και πώς ήταν δυνατόν εσύ ν αποτελούσες πια, τον έναν και µοναδικό καταλύτη για όλα τα πριν και τα µετά µιας ζωής που είχε εντοιχιστεί στην καρτερία και στους ενδοιασµούς... εν πρόλαβα να ξετυλίξω µπροστά στα µάτια σου κάποια άλλα πράγµατα. εν πρόλαβα να σου µιλήσω για τραγούδια και για όνειρα. εν πρόλαβα να σου δείξω τα φεγγάρια της πόλης µας. Ούτε να σε ξεναγήσω σε κάστρα και σε ξεχασµένες πολιτείες. εν πρόλαβα να σου µάθω τη λαλιά του νερού, ούτε να χορέψω µπροστά σου το θανάσιµο χορό ενός έρωτα. Νύχτωνε γρήγορα και πάντα µέναµε στην αρχή. Εσύ έτρεχες να κρυφτείς ξανά στη µισή, άλλη σου, ζωή κι εγώ προχωρούσα ξανά ξυπόλητος στη νύχτα. ική µου πρόθεση δεν ήταν, ούτε είναι, να πασχίσω να σου εξηγήσω τ ανεξήγητα, αλλά ούτε το πώς και το γιατί κάποιες επιθυµίες άλλων, παρ ότι τις απέρριπτα, λειτουργούσαν σε µένα ως εντολές. `Ήθελα µόνο να σου µιλήσω για τις νύχτες µου, που πια σε ψάχνουν απελπισµένα... Ψάχνουν τα µάτια σου, ψάχνουν τα χείλη Μου πες να κουρευτώ και κουρεύτηκα 20 Άγγελος Πετρουλάκης

σου, ψάχνουν το σώµα σου... Αναζητούν κάποια απ τις τόσες επιθυµίες σου, να την ικανοποιήσουν... `Όµως η εκπλήρωση της τελευταίας σου επιθυµίας προϋποθέτει τη µεταξύ µας σιωπή, το χτίσιµο του µεταξύ µας τείχους. Έξω απ αυτό εσύ, µε τη φυγή σου. Εντός του εγώ, ν αναζητάω χαραµάδες, µήπως και µέσα απ αυτές µπορώ έστω φευγαλέα να βλέπω τη σκιά σου.... Ηλέκτρα την έλεγαν, λοιπόν... Τόσο καιρό δεν είχα αξιωθεί να µάθω τ όνοµά της. Το µάθαινα εκείνη τη στιγµή... λες και µοναδική µου σκέψη πια, ήταν αυτή. Και τι θα µπορούσα να ζητήσω από την Ηλέκτρα; Τι να της έλεγα; Πως ψάχνω τα χείλη της Ισµήνης, τον τρελό χορό της γλώσσας της στο στόµα µου; Πως ψάχνω τα δάχτυλά της και το κορµί της; Πως θέλω τον έρωτά της; Πως έχω ανάγκη τους οργασµούς της, τα φοβερά τινάγµατα και τις κραυγές της, που µε µεθούσαν και µε απογείωναν; Τι να ζητούσα; Και πώς θα µου τα έδινε; εν άντεχα άλλο. `Ήθελα να ουρλιάξω, ήθελα να ικετεύσω. `Ήθελα να πέσω στα πόδια της. Να ρωτήσω «γιατί;»... Και πάλι, όµως, δεν έβγαλα άχνα. Στο πακέτο µου υπήρχε µόνο ένα, το τελευταίο τσιγάρο. Την είδα να χαµογελάει πικρά. -Στο πίσω κάθισµα υπάρχει µια τσάντα µε δέκα κούτες ΑSTOR. Είναι δικά σου, βέβαια. Υπάρχει κι ένας φάκελος µε χρήµατα. Για το δώρο των Χριστουγέννων, που δεν πρόλαβα να σου κάνω. Στην Ηλέκτρα θα σου αφήσω όλους τους δίσκους µου. Ξέρω πως µόνο εσύ θα τους προσέχεις... Μέσα απ αυτούς θα σου µιλώ... Και κάτι ακόµα: Σ αγαπώ... σ αγαπώ τόσο που κινδυνεύει να φαίνεται σχήµα λόγου. `Ίσως κάποτε αγαπήσεις κι εσύ έτσι. Τότε σου εύχοµαι να µπορέσεις να βρεις τη δύναµη που χρειάζεται για να προχωρήσεις µόνος στο φως ή στο σκοτάδι... Τελευταίες υποθήκες... Ποτέ δεν είχα σκεφτεί µέχρι εκείνη τη στιγµή το ενδεχόµενο ενός τέτοιου τέλους. Και τώρα µέσα στην Μου πες να κουρευτώ και κουρεύτηκα 21 Άγγελος Πετρουλάκης

τροµακτικά νεκρική σιγή του χιονισµένου τοπίου, η Ισµήνη έπαιρνε τα πιο γκρίζα χρώµατα απ την παλέτα του έρωτα και ζωγράφιζε ένα τέλος χωρίς κραυγές, χωρίς υποσχέσεις, χωρίς αίµα. `Έτσι νόµιζα... Γρήγορα διαπίστωσα πως κάθε λέξη που θα µπορούσε να ορθωθεί ως αντίλογος, ναυαγούσε κάπου µεταξύ του ουρανίσκου και της γλώσσας. Η Ισµήνη συνέχιζε να µιλάει παραθέτοντας επιθυµίες. Η ώρα προχωρούσε µε γρήγορο βήµα, σκορπιζόταν χωρίς οίκτο σε µονοµερείς συµφωνίες, που όµως θα έπρεπε να γίνονταν σεβαστές και από τους δυο. Ξαφνικά ένας λυγµός µου ξέφυγε κι ένας δεύτερος αµέσως µετά. Ένα ποτάµι δάκρυα θόλωσε τα µάτια µου κι άρχισε να σκάβει πυρωµένα αυλάκια στα µάγουλα. Σαν αστραπή, µια κίνηση χεριού της έσχισε βίαια τον αέρα και το χαστούκι στο µάγουλό µου ήταν κάτι παραπάνω από κεραυνός. Συνέχιζε να µε χαστουκίζει όλο και δυνατότερα, λες και είχε χάσει τον έλεγχο του εαυτού της. «Γδύσε µε», ούρλιαξε και τα χέρια µου υπάκουσαν χωρίς δισταγµό, ενώ τα δικά της χέρια µε βίαιες κινήσεις είχαν κιόλας σχίσει το πουκάµισο και τη φανέλα µου. «Γδύσε µε», συνέχισε να ουρλιάζει και τα δάχτυλά της είχαν αρπάξει τα µαλλιά µου και προσπαθούσαν να τα ξεριζώσουν. `Έσπρωξε πίσω το κάθισµά µου και µε καθήλωσε κάτω µε µια κίνηση. Τα µάγουλά µου έκαιγαν απ τα χαστούκια και το κεφάλι µου το τρυπούσαν χιλιάδες βελόνες. `Ένιωσα τα χείλη και τα δόντια της στο στέρνο µου, µετά στην κοιλιά και µετά πάλι στο στέρνο. Μια ανάσα καυτή ανεβοκατέβαινε πυρπολώντας κάθε χιλιοστό του κορµιού µου. Κάτι ισχυρότερο από ηλεκτρικό ρεύµα διαπερνούσε το σώµα µου κι ένιωθα να διασκορπίζει κάθε διάθεση αντίδρασης. `Έκλεισα τα µάτια και αφέθηκα. Βυθιζόµουνα σε καυτό πηγάδι µε κινήσεις απρόσµενα χορευτικές και άγριες, σαν να ακολουθούσαν την κίνηση ενός ανεµοστρόβιλου αναποφάσιστου ως προς την πορεία του. `Ένιωθα το στόµα της να µε ρουφάει, τα δόντια της να βυθίζονται στη σάρκα, το αίµα µου να θέλει να τιναχτεί µακριά, τη σπονδυλική µου στήλη να θρυµµατίζεται και µια σκοτοδίνη να µε κυκλώνει. Μου πες να κουρευτώ και κουρεύτηκα 22 Άγγελος Πετρουλάκης

Πήρε ώρα να συνέλθω. `Άνοιξα τα µάτια µου και είδα την Ισµήνη να κλαίει βουβά αγκαλιάζοντας το τιµόνι. Τα στήθη της ήταν χαραγµένα από νυχιές. Τα εσώρουχά της κουρελιασµένα. `Έσκυψε και µε τη γλώσσα της καθάρισε το αίµα από τους ώµους και το στήθος µου. Τη φίλησα. Είχε µια πρωτόγνωρη γεύση το στόµα της, έντονα αρµυρόγλυκεια. Προσπάθησε να τακτοποιήσει τα δικά µου κουρέλια. Μετά έβαλε µπροστά τη µηχανή κι έστριψε, παίρνοντας το δρόµο της επιστροφής... Φτάνοντας στο καφενείο, είδαµε το Στέλιο τον ταξιτζή να µε περιµένει. Σταµάτησε ακριβώς δίπλα στο αυτοκίνητό του. Γύρισε και τον κοίταξε επίµονα και απροκάλυπτα. Μετά, στράφηκε απότοµα σε µένα, µε τράβηξε πάνω της και κόλλησε δυνατά τα χείλη της στα χείλη µου. Η γλώσσα της βυθίστηκε απελπισµένα στο στόµα µου για ώρα. Όταν αποτραβήχτηκε, κατέβασε το παράθυρό της κι ένα ουρλιαχτό ξέφυγε απ το στόµα της: -Ταξιτζή, µ ακούς; ικός σας από εδώ και πέρα. ικός µου ο πόνος... Και η ντροπή... Ξέσπασε σε λυγµούς την ώρα που άνοιγα την πόρτα για να κατεβώ. Βγήκα απ το αυτοκίνητο, πήρα τις τσάντες και ξεκίνησε πρώτη...`έµεινα να την κοιτάζω µέχρι που χάθηκε πίσω απ τις πρώτες στροφές. Μου πες να κουρευτώ και κουρεύτηκα 23 Άγγελος Πετρουλάκης

6 (απόσπασµα) Κάπως έτσι έφυγες κι εσύ. Αφού πρώτα ζήτησες να βρεθούµε πλάι στην όχθη του ποταµού, όπου για πρώτη φορά είχαµε δοθεί ο ένας στον άλλον. Είχαµε χρόνια να βρεθούµε εκεί κι όταν µου το ζήτησες ήταν για µένα έκπληξη. Το άλλο που µου χες ζητήσει ήταν να κουρευτώ... Αυτό, άλλωστε, το απαιτούσες συχνά. Σου άρεσαν τα κοντά µαλλιά κι εγώ υπάκουα... Πάντα έκανα αυτό που ζητούσες. Πίστευα πως έτσι εξουδετέρωνα κάθε λόγο που θα µπορούσε να σε διώξει από κοντά µου. Γελάστηκα... Και τώρα κάθοµαι σε µια κλειστή κάµαρα και ανασταίνω φαντάσµατα του παρελθόντος. Σκαλίζω συρτάρια, ανοίγω καταχωνιασµένους φακέλους. Κοντά σε δικά σου δώρα και αναµνηστικά κάποιων στιγµών που έπρεπε να µείνουν, βρίσκω και µνήµες κιτρινισµένες απ το χρόνο. Τη µνήµη τη Ισµήνης... τα Μου πες να κουρευτώ και κουρεύτηκα 24 Άγγελος Πετρουλάκης

γράµµατά της που έφταναν κάθε τόσο από την Κύπρο, πάντα στο ίδιο επιστολόχαρτο, µε τ αρχικά της µόνο στη θέση του αποστολέα στην πάνω αριστερή γωνία του φακέλου. Τα ξαναδιαβάζω τώρα, µετά από χρόνια, έτσι για να µη µείνουν µισές οι θύµισες και νιώθω ένα τσούξιµο στα µάτια Ίσως να φταίει και η φωνή του Καζαντζίδη, που έρχεται απ το ραδιόφωνο, τραγουδώντας: «η θύµησή σου τη νύχτα αυτή, µές στην καρδιά µου είναι καρφί...».... 7 (απόσπασµα) Εκείνο το βράδυ, βράδυ Χριστουγέννων, είχα φτάσει στο σπίτι της Ηλέκτρας µε χίλιες προφυλάξεις και µε την απόγνωση ζωγραφισµένη στα µάτια µου. Στις τσέπες µου βολόδερνε η µοναξιά και η απελπισία. Από τη µια η φυγή της Ισµήνης, απ την άλλη η βαναυσότητα της εξουσίας. Η δεύτερη µε σηµάδεψε ανεξίτηλα για µια ολόκληρη ζωή. Μου πες να κουρευτώ και κουρεύτηκα 25 Άγγελος Πετρουλάκης

Εκείνη τη ηµέρα φανερώθηκε για µένα ο εφιάλτης που θα κατάτρωγε τις µέρες και τις νύχτες µου και που η σκιά του µε τροµάζει ακόµα και τώρα, παρ όλο που ξέρω πια πως µοναδική εξουσία στα ανθρώπινα είναι ο θάνατος, αυτή η καθοριστική επέµβαση του τέλους. Πρωί Χριστουγέννων του 1972, λοιπόν... Στις οκτώ είχα παραδώσει νυχτερινός αξιωµατικός υπηρεσίας στο Μπάµπη και ξάπλωσα για µια-δυο ώρες στο θάλαµο για να ξεκουραστώ. Είχαµε συµφωνήσει, για το µεσηµέρι, να φάµε όλοι µαζί οι συνάδελφοι, ακόµα και οι παντρεµένοι φέρνοντας µαζί τους και τις οικογένειές τους κι έτσι η γιορτή να είχε κάποιο νόηµα για όλους. Είχαµε καλέσει και το διοικητή, µήπως και γαληνέψει η καρδιά του και δούµε άσπρη µέρα. Κατά τις δέκα το πρωί σηκώθηκα και αρχίσαµε µε τους άλλους να ετοιµάζουµε το τραπέζι. Στις δώδεκα µαζεύτηκαν όλοι και περιµέναµε να έρθει κι αυτός. `Ήρθε, χωρίς τη γυναίκα του, µε τη στολή και µ ένα φαρδύ χαµόγελο στο πρόσωπό του. Είπα µέσα µου πως ίσως είχε γίνει κάποιο θαύµα κι έµαθε να χαµογελάει. Μπήκε για λίγο στο γραφείο του, υπόγραψε κάποιους φακέλους. Τον άκουσα να µε καλεί. `Έτρεξα, στάθηκα προσοχή... - ιατάξτε...... Θέλησες να φύγεις κι έφυγες. Μπορεί να ήµουνα για σένα καθεστώς κατοχής και να ταν καιρός ν ανοίξεις τα φτερά σου στην ελευθερία. Όπως για µένα, τότε, στα είκοσί µου, ήταν καθεστώς κατοχής εκείνη η σχέση που είχε για αρχή της την Ισµήνη και για συνέχειά της την Ηλέκτρα... Η Ηλέκτρα, θυµάµαι, εκείνο το βράδυ των Χριστουγέννων του 72 έβαλε στο πικ-απ το κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα Νο 1 του Τσαϊκόφσκι. Η εισαγωγή της Συµφωνικής Ορχήστρας της Βιέννης µε τον φον Κάραγιαν µε πήρε δυναµικά στην αγκαλιά της κι έκλεισα τα µάτια περιµένοντας τη γλυκιά είσοδο του πιάνου µε τον Σβγιατοσλάβ Μου πες να κουρευτώ και κουρεύτηκα 26 Άγγελος Πετρουλάκης

Ρίχτερ. Ήταν ένα κοµµάτι που το γνώριζα καλά απ τα χρόνια του Γυµνασίου, εξαιτίας κάποιου καταπληκτικού καθηγητή της µουσικής, του Θανάση Βαλακώστα, που συχνά - πυκνά έφερνε στην αίθουσα ένα πικ-απ της εποχής κι έβαζε ν ακούµε δίσκους µε κλασικά κοµµάτια για να γνωρίσουµε τον κόσµο της µεγάλης µουσικής. -Η Ισµήνη σε παρακαλεί να τη σκέφτεσαι µε αγάπη. Για την ίδια υπήρξες η συγκλονιστική στιγµή που θ αλλάξει τη ζωή της... Μόνο που οι δρόµοι σας δεν είναι δυνατόν να ξανασµίξουν... Και πάλι δε µίλησα, αν και θα θελα να της πω: ορίστε, σου απαντάει αυτό το πιάνο για µένα. Να η προσδοκία µου, και να, εδώ, σ αυτές τις σκληρές και ολοµόναχες νότες, το δάκρυ µου, µε την ελπίδα πνιγµένη στην πίκρα... Την είδα να κάθεται πλάι µου, στο πάτωµα, σε µια κατακόκκινη µαξιλάρα, ακουµπώντας πλάι της ένα µπουκάλι κονιάκ και δυο ποτήρια. `Έγειρε το κεφάλι πίσω και το ακούµπησε στα πόδια µου. `Άκουσα τη φωνή της µ ένα χρώµα εντελώς ξεχωριστό. Σαν να µιλούσε κάποια άλλη στη θέση της, κάποια που τρόµαζε µε τις λέξεις κι εκείνες ξέφευγαν παραπατώντας απ το στόµα της: «`Ήµουνα κοντά στα δεκατρία όταν κατάλαβα πως η µάνα µου µε κλείδωνε στην αχυραποθήκη, όχι γιατί οι αταξίες µου ήταν µεγάλες και σοβαρές, αλλά γιατί έπρεπε να ξεσπάει εκεί που µπορούσε - δηλαδή σε µένα - κάθε φορά που την ξυλοφόρτωνε ο πατέρας µου. Εκείνος µεθούσε... Μεθούσε κι όταν γύριζε σπίτι όλα του έφταιγαν. ηλαδή εκείνη, η µάνα µου. Πάλαι ποτέ γυναίκα του και από κάποια στιγµή και µετά απλή συγκάτοικός του... σχέση γνωστή στους πιο πολλούς ανθρώπους, απλά όχι παραδεκτή δηµόσια.... Σταµάτησε απότοµα την εξοµολόγησή της. Σηκώθηκε και προχώρησε προς το παράθυρο. Κόλλησε το µέτωπό της στο τζάµι και κοίταξε έξω. «Χιονίζει πάλι...», είπε µε φωνή εντελώς άχρωµη. Πήγα και στάθηκα πλάι της. Ήταν ένα ψιλό, αραιό χιονάκι, σπυρωτό στην αρχή, που γρήγορα έγινε τούφες. Η Ηλέκτρα έσβησε το φως και Μου πες να κουρευτώ και κουρεύτηκα 27 Άγγελος Πετρουλάκης

τράβηξε, ανοίγοντας εντελώς, τις κουρτίνες. Το πρόσωπό της έβγαινε πια από ένα κατάµαυρο φόντο, φωτισµένο κόντρα απ το αντιφέγγισµα του χιονιού, καδραρισµένο σε παράθυρο κλειστό, ξεκοµµένο απ τον υπόλοιπο κόσµο. Το χιόνι έπεφτε παχύ και σιωπηλό, δηµιουργώντας µια κουρτίνα που έκρυβε το τοπίο... Η καρδιά µου είχε αρχίσει να σφίγγεται.... Η Ηλέκτρα ήρθε και στάθηκε πίσω µου. Πέρασε τα χέρια της στο λαιµό µου και ψιθύρισε τ όνοµα της Ισµήνης. «Μόνο εσύ κι εγώ την αγαπάµε», µου είπε. `Ένιωσα µια παράξενη ζεστασιά ν απλώνεται στο κορµί µου, αλλά και µια δύσπνοια να σφίγγει το στήθος µου. εν ήξερα πώς ν αντιδράσω. Τα χέρια της Ηλέκτρας κατηφόριζαν από τους ώµους µου στους αγκώνες, η δύσπνοια µεγάλωνε και το σαγόνι µου άρχισε να µουδιάζει. -Όπου και να είναι, ας είναι καλά, µπόρεσα να ψελλίσω. Η Ηλέκτρα έσκυψε κι άλλο. `Ένιωθα στο πίσω µέρος των αφτιών µου την ανάσα της. -Μου ζήτησε να είµαι εγώ ό,τι ήταν εκείνη, µαζί σου... Πάντα ήταν ιδιόρρυθµη στις επιθυµίες της. Πάντα ήταν αυτή που ζητούσε. Είναι χαρισµατική. Συχνά νοµίζεις πως δεν την έχει αγγίξει ο χρόνος, πως έχει µείνει εκεί, εκεί που το καλοκαίρι έχει τη γεύση του κρασιού, της θάλασσας και του κορµιού του συγγραφέα της... Σαν υπνωτισµένος αφέθηκα στα χέρια της. Έγειρα πίσω κι εκείνη πέρασε το κορµί της πάνω µου. Έσκυψε µπροστά τόσο που τα χείλη της ακούµπησαν στα δικά µου. -Εκείνη είµαι εγώ, πια. Ισµήνη µπορεί να είναι τώρα το δικό µου όνοµα... Εσύ είσαι αυτός που πάγωσε στο χιόνι, που έσπασε ένα ποτήρι µε το χέρι του, όχι γιατί παραπάτησε µισοµεθυσµένος, αλλά γιατί έψαχνε για κόκκινο µελάνι να γράψει αυτό το όνοµα στους τοίχους... Μου πες να κουρευτώ και κουρεύτηκα 28 Άγγελος Πετρουλάκης

Το σώµα της κινούνταν αργά πάνω στο δικό µου κι ένιωθα το ηβικό της τόξο να πιέζει έντονα το κάτω µέρος της κοιλιάς µου, ενώ η φωνή της γινόταν ολοένα και πιο αχνή. -Είµαι η Ισµήνη εγώ κι εσύ µια άγουρη άνοιξη που κατά λάθος έκανε την εµφάνισή της καταχείµωνο. Ξεστράτισες αγόρι µου... ώρα να κλείσεις τις πυξίδες σου, να τραγουδήσουµε µε τα δάχτυλα και τις ανάσες µας... Θυµάµαι τα λόγια της, σαν να ειπώθηκαν πριν λίγο. Ο ψίθυρός της µ είχε αναστατώσει. εν ήµουν σίγουρος αν παρακολουθούσα κινηµατογραφική ταινία ή αν ζούσα µια κατάσταση εντελώς πρωτόγνωρη. `Ένιωθα άβολα, αλλά συνάµα και ολόγλυκα. εν ήθελα τίποτα άλλο παρά µόνο αυτό που συνέβαινε εκείνη τη στιγµή. `Έπαιρνα βαθιές αναπνοές, έσφιγγα τα χέρια µου. `Ένιωσα τα χείλη της να προχωρούν στο πρόσωπο, στη µύτη, στο σαγόνι, στο στόµα µου. Τη γλώσσα της ένιωσα, να ψάχνει τη γλώσσα µου. `Ένιωθα τα χέρια της να µε γδύνουν. «Είµαι η Ισµήνη... Είµαι η Ισµήνη», εξακολουθούσε να ψιθυρίζει. Αφέθηκα µ ένα τίναγµα και πια το σώµα µου το έζωσαν φλόγες. Φλόγες που άλλοτε καταβρόχθιζαν τα χέρια, άλλοτε την κοιλιά µου. Με γύρισε πάνω της και µε πήρε βαθιά µέσα της, µ έναν τρόπο αργό, επίµονο, βασανιστικό. Βυθιζόµουν περισσότερο στο όνειρο παρά στον κόλπο της. Μόνο που το όνειρο αυτό έκαιγε, µετασχηµατιζόταν σε καυτή, κοχλάζουσα, θάλασσα. Τα πόδια της πλέχτηκαν δυνατά πίσω από τη µέση µου, έγιναν τανάλια που µ έσφιγγε και µε τίναζε στους δικούς της ρυθµούς, χορογραφία πρωτόγνωρη, άλλες στιγµές άγρια και άλλες γαληνεµένη σαν κύµα ξεπνοηµένης θάλασσας. Τα κύµατα της παραφροσύνης που µε είχαν συνεπάρει, είχαν διώξει απ το µυαλό µου κάθε εικόνα της Ισµήνης. Ένιωθα την Ηλέκτρα να φτάνει στον οργασµό καλπάζοντας, να κοντοστέκεται αίφνης και ξανά να καλπάζει... Ένιωθα τα νύχια της να µπαίνουν βαθιά στην πλάτη µου, να σχίζουν τη σάρκα µου... Μου πες να κουρευτώ και κουρεύτηκα 29 Άγγελος Πετρουλάκης

Παράδερνα, δεν µπορούσα να καταλάβω αν ζούσα ένα τυφώνα πάθους, ή µια τρικυµία θυµού. εν αγαπούσα αυτή τη γυναίκα, την ήξερα ελάχιστα, αλλά ένιωθα απόλυτα ταυτισµένος µαζί της. εν αντιπροσώπευε τίποτα για µένα, όµως ρουφούσα άπληστα την ηδονή της. Μικρές κραυγές έβγαιναν απ τα χείλη της, κραυγές που κοµµάτιαζαν τ όνοµά µου... κραυγές που µετά δυνάµωναν και γίνονταν παραµιλητό, τραγούδι που ξεστράτιζε και θρυµµάτιζε σε χιλιάδες µόρια τη χορογραφία του έρωτα, µε τα δυο σώµατα πλεγµένα στο πάτωµα, ιδρωµένα, λαχανιασµένα. -Ισµήνη...Ισµήνη... Σαν µικρές κραυγές τ όνοµα της Ισµήνης βγήκε από τα χείλη της Ηλέκτρας καθώς έπεφτε πλάι µου, αποκαµωµένη. Ταράχτηκα. Η απορία και οι ενοχές έστησαν χορό γύρω µου. Ντρεπόµουν για τη γύµνια µου και άρχισα να ντύνοµαι νευρικά. Στο ρόλο αυτό ίσως είχα αποδειχθεί κακός ηθοποιός. Λίγες µέρες πριν, µόλις νύχτωνε, η σκέψη µου όλη γινόταν καυτός άνεµος κι έψαχνε τρόπους και δρόµους για να τρυπώσει κρυφά στο σπίτι µιας και µόνης γυναίκας, της Ισµήνης, που τώρα την υποδυόταν µια άλλη. Λίγες µέρες πριν, όλο µου το είναι έψαχνε εκείνη, την Ισµήνη. Την έψαχναν τα χέρια µου, τ αφτιά µου, οι αισθήσεις µου όλες. Πίστευα πως αν δεν την άγγιζα, η ζωή έχανε την αυτοτέλειά της και συνάµα τα πάντα χλόµιαζαν και έχαναν τις διαστάσεις τους. Και σ ένα βράδυ όλα άλλαξαν σχήµα. Μια άλλη γυναίκα, µια ξένη, µια γυναίκα που δεν είχα δει και δεν είχα µιλήσει µαζί της συνολικά περισσότερο από τρεις ώρες, να γίνεται Ισµήνη, να παίρνει το σχήµα της, να παίρνει τη φωνή της, το δέρµα της, τα χείλη της, τον κόλπο της, τον οργασµό της... Κι όλα να δείχνουν συµφωνηµένα, τακτοποιηµένα από καιρό... Στέκοµαι µετέωρος, νιώθω άθλιος... Πόσο απόλυτη, ή όχι, µπορεί να είναι η σχέση του έρωτα, λοιπόν; Ψάχνω να βρω λέξεις, να πω κάτι. Θέλω να της δηλώσω πως εγώ δεν έχω θέση ανάµεσά τους. Πως τώρα µολύνθηκαν όλα, ακόµα Μου πες να κουρευτώ και κουρεύτηκα 30 Άγγελος Πετρουλάκης

και αυτή η φιγούρα της Ισµήνης, τα πάντα που µπορούσε ν αντιπροσωπεύει αυτό το όνοµα, αυτό το πρόσωπο. Τελικά, νιώθω ανήµπορος ακόµα και γι αυτό. Το µόνο που κάνω είναι ν ανάψω ακόµα ένα τσιγάρο. Να µπορούσα να καώ µε τη φλόγα του σπίρτου... Η Ηλέκτρα µε µια χειρονοµία µε καλεί πλάι της. Την πλησιάζω. Γιατί; Θα µπορούσα να κουνήσω αρνητικά το κεφάλι µου, έστω ως ένδειξη άλλων επιλογών, ή έστω ως έκφραση λύπης για ό,τι έγινε. Όµως, την πλησιάζω. Υπάκουα, άβουλα. -Σκύψε, µου λέει. `Έσκυψα. -Φίλησέ µε. Η φωνή της ήρεµη κι επιτακτική. Με παραλύει... Τη φιλώ. -Ξανά... Υπακούω και πάλι. Αυτή τη φορά µε πάθος. Σκάβω το στόµα της, βυθίζω τα δάχτυλά µου στα µαλλιά της, τραβώ το κεφάλι στα πλάγια και δαγκώνω τα χείλη της. -Είσαι το µωρό µας..., την ακούω. Τινάζοµαι όρθιος... εν είµαι τίποτα. `Η µάλλον είµαι εγώ. Εγώ και τα όνειρά µου και ο πόνος µου. Εγώ και τίποτα άλλο. Αυτά θέλω να πω, αλλά δεν τα λέω. Παίρνω τα τσιγάρα µου και βγαίνω στο δρόµο. Τα παπούτσια µου βυθίζονται στο χιόνι. Παντού ερηµιά. Μια τροµακτική ερηµιά. Νιώθω τις νιφάδες να κάθονται στα φρύδια και στα τσίνορά µου. Καλύτερα στην παγωνιά του χιονιού, στην ερηµιά της νύχτας, στην επίγνωση µιας µοναξιάς, στη θλίψη µιας αναζήτησης... Καλύτερα... Ούτως ή άλλως στα όνειρά µου ποτέ µέχρι τότε δεν είχαν χωρέσει περισσότερα από ένα γυναικείο πρόσωπο... Το χιόνι µπαίνει στα παπούτσια µου κι αυτό µ ευχαριστεί. Στέκοµαι ν ανάψω ακόµα ένα τσιγάρο. Νιώθω ένα χέρι ν ακουµπά βίαια στον ώµο µου. Τροµάζω. Γυρίζω αργά το κεφάλι... Η Ηλέκτρα ολόγυµνη... Εικόνα συγκλονιστική στο χιόνι... Με καρφώνει µε τα Μου πες να κουρευτώ και κουρεύτηκα 31 Άγγελος Πετρουλάκης