Για 5η χρονιά φέτος, παρέχετε επιστημονική υποστήριξη στην εκστρατεία ΚΑΘΑΡΙΣΤΕ ΤΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ αναλαμβάνοντας την επεξεργασία των φύλλων καταγραφής που συμπληρώνουν οι εθελοντές κατά τη διάρκεια των καθαρισμών. Έχοντας αποκομίσει πλέον μια σφαιρική εικόνα για τα απορρίμματα που συναντάμε στις Ελληνικές ακτές, τόσο από την συμμετοχή σας στην εκστρατεία, όσο και από την πολυετή ερευνητική σας δράση, που θα εντοπίζατε κυρίως την «πηγή του κακού»; Καταρχήν θα πρέπει να τονισθεί ότι είναι ιδιαίτερο σημαντικό το γεγονός ότι συμπληρώνονται από τους εθελοντές τα φύλλα καταγραφής, τα οποία αποτελούν ένα εξαιρετικό μέσο για την εκτίμηση των πηγών ρύπανσης κάθε ακτής. Έχει γίνει πλέον σαφές σε κάθε εθελοντή ότι η καταγραφή του υλικού και της πρώτης χρήσης των απορριμμάτων μπορεί να οδηγήσει στον καθορισμό των πηγών ρύπανσης της κάθε ακτής, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα για παρεμβάσεις απευθείας στις πηγές ρύπανσης και όχι στην ίδια την ακτή. Με αυτή την προσέγγιση διακόπτεται η συνεχής τροφοδοσία των ακτών με απορρίμματα. Επιπλέον, η συστηματική καταγραφή των απορριμμάτων στις Ελληνικές ακτές την τελευταία πενταετία αναμένεται να τροφοδοτήσει με πολύτιμα στοιχεία την Ελλάδα στις υποχρεώσεις της στο πλαίσιο της Θαλάσσιας Στρατηγικής. Η πενταετής καταγραφή των απορριμμάτων έχει δώσει μεγάλο αριθμό στοιχείων των οποίων η στατιστική επεξεργασία και η αποτύπωση σε περιβάλλον GIS βρίσκεται σε εξέλιλιξη. Τα προκαταρτκικά αποτελέσματα δείχνουν πως περισσότερα από τα μισά απορρίμματα που καταγράφηκαν προέρχονται από δραστηριότητες που συνδέονται με την αναψυχή ενώ το ένα τρίτο των απορριμμάτων είναι αστικής προέλευσης και απορρίμματα που προέρχονται κυρίως από οικοδομικές δραστηριότητες. Ένα μικρό αλλά αξιοσημείωτο ποσοστό απορριμμάτων, που καταγράφηκαν στις Ελληνικές ακτές, είναι θαλάσσιας προέλευσης και προέρχονται κυρίως από την αλιευτική δραστηριότητα. Οι χερσαίες πηγές ρύπανσης των Ελληνικών ακτών είναι υπεύθυνες για άνω του 90% των απορριμμάτων, ενώ οι θαλάσσιες πηγές υπεύθυνες για ένα ποσοστό περίπου 7%. Αυτά τα μέσα ποσοστά δεν διαφέρουν πολύ από τα μέσα ποσοστά που δίνονται για τη ρύπανση του θαλάσσιου περιβάλλοντος σε παγκόσμια κλίμακα και εκτιμούν σε 80% τη συμβολή των χερσαίων πηγών και σε 20% αυτή των θαλάσσιων πηγών. Με τα διαθέσιμα στοιχεία γίνεται προσπάθεια να ποσοτικοποιθεί η συμβολή κάθε ρυπαντικής πηγής σε κάθε ακτή ώστε να είναι διαθέσιμο το «ρυπαντικό αποτύπωμα» των Ελληνικών ακτών. Είναι σαφές όμως ότι θα πρέπει να σχεδιαστούν παράλληλες δράσεις τόσο για την ευαισθητοποίηση των επισκεπτών των ακτών, όσο και για τον έλεγχο των απορρίψεων των απορριμμάτων στις ακτές από παρακείμενα αστικά κέντρα. Ιδιαίτερες δράσεις θα πρέπει να αναπτυχθούν στις παρόχθιες περιοχές ποταμών/ποταμοχειμάρων, οι οποίοι αποτελούν συνήθεις οδούς μεταφοράς απορριμμάτων από την ενδοχώρα στις ακτές. Το πλαστικό αναδεικνύεται παγκοσμίως ως το υπ αριθμ. 1 υλικό ρύπανσης με απορρίμματα των ακτών και των θαλασσών. Για ποιους λόγους θεωρείτε ότι είναι επιβλαβές για τα
θαλάσσια και παράκτια οικοσυστήματα και τι παρεμβάσεις θα μπορούσαν να γίνουν για την αντιμετώπιση του προβλήματος; Πιστεύετε ότι ο στόχος της μείωσης κατά 50 % των θαλάσσιων απορριμμάτων μέχρι το 2020 που προτείνεται από 8 ευρωπαϊκές περιβαλλοντικές οργανώσεις μπορεί να είναι εφικτός στην περίπτωση της Ελλάδας; Πράγματι, το πλαστικό σε όλες τι έρευνες που έχουν δημοσιευθεί διεθνώς αλλά και σε αυτές που πραγματοποιήθηκαν στον Ελληνικό χώρο κατέχει τα υψηλότερα ποσοστά συμμετοχής στο ρυπαντικό φορτίο του θαλάσσιου περιβάλλοντος. Τα ποσοστά του πλαστικού στις Ελληνικές ακτές κυμαίνονται μεταξύ 43 και 51% ενώ στον πυθμένα τεσσάρων Ελληνικών κόλπων αποτελεί το 56% των «βενθικών» απορριμμάτων (benthic litter). Δυστυχώς δεν υπάρχουν διαθέσιμα αξιόπιστα στοιχεία για τα επιπλέοντα απορρίμματα (floating litter) στις Ελληνικές θάλασσες, ένα ζήτημα που θα πρέπει να μας απασχολήσει στο άμεσο μέλλον. Μεγάλος αριθμός ερευνών καταδεικνύει τις καταστροφικές επιπτώσεις των πλαστικών απορριμμάτων σε θαλάσσιους οργανισμούς και θαλασσοπούλια λόγω της κατάποσής τους ή της εμπλοκής τους σε αυτά. Καθώς μόνο τα τελευταία περίπου 60 χρόνια υπάρχει μαζική παραγωγή πλαστικών αντικειμένων και συνεπώς είσοδος πλαστικών απορριμμάτων στο θαλάσσιο περιβάλλον, τώρα έρχονται στο φώς νέες σοβαρές επιπτώσεις του πλαστικού στα θαλάσσια και παράκτια οικοσυστήματα ως αποτέλεσμα της μακροχρόνιας παραμονής τους στο θαλάσσιο περιβάλλον. Η πυκνή παρουσία πλαστικών στην επιφάνεια του πυθμένα είναι δυνατόν να αλλοιώσει την υφή του υποστρώματος και συνεπώς τον τύπο των οικοσυστημάτων. Τα επιπλέοντα πλαστικά απορρίμματα έχει διαπιστωθεί ότι βοηθούν στη μετακίνηση οργανισμών και την εγκατάστασή τους σε περιβάλλοντα που κάτω από άλλες συνθήκες δεν θα ήταν δυνατόν να προσεγγίσουν. Αναμφίβολα όμως ο σοβαρότερος περιβαλλοντικός κίνδυνος είναι ο κατακερματισμός (fragmentation) των πλαστικών απορριμμάτων. Το πλαστικό κάτω από την επίδραση της υπεριώδους ακτινοβολίας και της φυσικής φθοράς κατακερματίζεται σε μικροσκοπικά τεμάχη ακόμη και μεγέθους μερικών mm. Τα μικρο-πλαστικά αποτελούν σοβαρό κίνδυνο καθώς, λόγω μεγέθους, είναι σχεδόν αδύνατο να απομακρυνθούν από το θαλάσσιο περιβάλλον, ενώ επιπλέον είναι δυνατόν να καταποθούν από ένα πολύ μεγαλύτερο εύρος θαλασσίων οργανισμών. Τα παραπάνω δείχνουν ότι όσο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα παραμένει το πλαστικό στο θαλάσιο περιβάλλον, τόσο σοβαρότερες επιπτώσεις έχει σε αυτό. Είναι αναγκαίο λοιπόν να αναχαιτιστεί η συνεχής είσοδος πλαστικού στον «παγκόσμιο» ωκεανό με αποτελεσματικές δράσεις όπως η αυστηρή ανακύκλωση των απορριμμάτων, ο περιορισμός των πλαστικών συσκευασιών με ταυτόχρονες δράσεις ευαισθητοποίησης των πολιτών. Συστηματικές έρευνες για την παρουσία των βενθικών απορριμμάτων στις Ελληνικές θάλασσες έδειξαν ότι τρείς μόνο συσκευασίες, η πλαστική σακκούλα, το πλαστικό μπουκάλι νερού και τα κουτάκια αλουμινίου αποτελούν το 50% του ρυπαντικού φορτίου του θαλάσσιου πυθμένα. Η κατάργηση της πλαστικής σακκούλας, ένας στόχος ιδιαίτερα εφικτός, και ο περιορισμός της χρήσης του πλαστικού μπουκαλιού θα «ανακούφιζε» σημαντικά το θαλάσσιο περιβάλλον. Με τέτοιου τύπου καλά σχεδιασμένες και διακρατικά συντονισμένες δράσεις, ο στόχος της μείωσης κατά 50 % των θαλάσσιων απορριμμάτων μέχρι το 2020 φαντάζει και ρεαλιστικός και εφικτός.
Σύμφωνα με τα όσα απαιτεί η Οδηγία Πλαίσιο 2008/56/ΕΚ για τη Θαλάσσια Στρατηγική, η επίτευξη του «Οι ιδιότητες και οι ποσότητες των απορριμμάτων στη θάλασσα δεν βλάπτουν το παράκτιο και θαλάσσιο περιβάλλον» αποτελεί χαρακτηριστικό της επίτευξης της καλής περιβαλλοντικής κατάστασης. Με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, πιστεύετε ότι η Ελλάδα είναι σε θέση να ανταποκριθεί ολοκληρωμένα στις άμεσες υποχρεώσεις της (προκαταρκτική αξιολόγηση της περιβαλλοντικής κατάστασης και των επιπτώσεων, καθορισμός ποιοτικών προτύπων και θέσπιση δέσμης στόχων και δεικτών) όσον αφορά την παρουσία των θαλάσσιων απορριμμάτων; Δυστυχώς στην Ελλάδα δεν έχουν αναπτυχθεί εθνικά προγράμματα για την αξιολόγηση της περιβαλλοντικής κατάστασης του θαλάσσιου περιβάλλοντος από την απόρριψη σε αυτό στερεών απορριμμάτων. Αυτό είναι ιδιαίτερα απογοητευτικό αν αναλογιστεί κανείς την σπουδαιότητα του θαλάσσιου περιβάλλοντος για την Ελλάδα, η οποία καθορίζεται εν πολλοίς από νησιωτικά συμπλέγματα και αρχιπελάγη. Την απουσία εθνικής πολιτικής σε θέματα θαλασσίων απορριμμάτων έρχονται να καλύψουν, μέχρι ένα βαθμό, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις και και οι μεμονομένες προσπάθειες ερευνητών από Πανεπιστήμια και Ινστιτούτα. Το Δίκτυο ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ SOS με την πανελλαδική εκστρατεία ΚΑΘΑΡΙΣΤΕ ΤΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ και ιδιαίτερα τη συστηματική καταγραφή των απορριμμάτων στις ακτές την τελευταία πενταεία, θα τροφοδοτήσει με πολύτιμα στοιχεία την όποια προσπάθεια για εκτίμηση της ρύπανσης των θαλασσίων απορριμμάτων και το σχεδιασμό πρωτοκόλων αποτίμησης του προβλήματος και δράσεων για τον περιορισμό του. Επιπλέον υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία δημοσιευμένα σε επιστημονικά περιοδικά που αφορούν στην παρουσία των απορριμμάτων σε ακτές και στον πυθμένα («βενθικά» απορρίμματα) συγκεκριμένων θαλασσίων κόλπων ενώ υπάρχει απουσία αξιόπιστων στοιχείων, όσον αφορά στα επιπλέοντα απορρίμματα (floating litter) στις Ελληνικές Θάλασσες. Σε σύγκριση με προηγούμενα χρόνια, θεωρείτε ότι έχει σημειωθεί κάποια πρόοδος όσον αφορά στην ευαισθητοποίηση και την αλλαγή συμπεριφοράς των πολιτών; Μαθαίνουμε βαθμιαία να σεβόμαστε το φυσικό μας περιβάλλον και δη το θαλάσσιο και παράκτιο; Οι δράσεις των Μη Κυβερνητικών περιβαλλοντικών οργανώσεων την τελευταία δεκαπενταετία, ο θεσμός της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης στην Β θμια Εκπαίδευση (Περιβαλλοντικές Διευθύνσεις, Περιβαλλοντικά Κέντρα) και τα περιβαλλοντικά κινήματα και οργανώσεις έχουν βελτιώσει σε πολύ σημαντικό βαθμό την συμπεριφορά των πολιτών προς το φυσικό περιβάλλον. Η ευαισθητοποίηση των πολιτών και ιδιαίτερα των νεώτερων γενιών είναι μια ασπίδα προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος. Η περιβαλλοντική κουλτούρα πού έχει αναπτυχθεί πλέον στις μέρες μας απέχει πολύ από την περιβαλλοντική άγνοια των περασμένων δεκαετιών. Ο ευαισθητοποιημένος περιβαλλοντικά πολίτης όχι μόνο συμμετέχει σε περιβαλλοντικές δράσεις, αλλά είναι ώριμος ακόμη και για την παραγωγή αποτελεσματικών πολιτικών για την προστασία του περιβάλλοντος. Όσον αφορά στο θαλάσσιο περιβάλλον ήδη σχεδιάζουμε ερευνητικά προγράμματα για να εντοπίσουμε πιθανή μείωση
εισόδου απορριμμάτων στο θαλάσσιο περιβάλλον, ως αποτέλεσμα της ευαισθητοποίησης των πολιτών την τελευταία δεκαετία. Η θάλασσα αποτελεί ένα αναπόσπαστο κομμάτι της Ελληνικής πραγματικότητας και ζωής, ενώ πολλές επαγγελματικές δραστηριότητες και οικονομικοί τομείς συνδέονται άμεσα με το θαλάσσιο περιβάλλον (π.χ. αλιεία, ναυτιλία, τουρισμός, υδατοκαλλιέργειες κ.α). Υπό τις παρούσες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, γινόμαστε (ολοένα και συχνότερα) μάρτυρες της διασύνδεσης της έννοιας της ανάπτυξης με τη συνέχιση της άνευ όρου εκμετάλλευσης/ απομύζησης του φυσικού μας πλούτου. Αποτελεί τελικά η διατήρηση και διαχείριση του θαλάσσιου και παράκτιου περιβάλλοντος ευκαιρία ή πολυτέλεια; Αυτό είναι πράγματι ένα βασανιστικό ερώτημα που απασχολεί τις τελευταίες δεκαετίες τόσο την επιστημονική κοινότητα, όσο και τους πολίτες. Το θαλάσσιο περιβάλλον και κατ επέκταση το φυσικό περιβάλλον και οι πλουτοπαραγωγικές τους πηγές δεν είναι ιδιοκτησία καμίας γενιάς, πόσο μάλλον ιδιωτικών συμφερόντων. Έχουμε υποχρέωση να παραδώσουμε στην επόμενη γενιά ένα θαλάσσιο περιβάλλον σε άριστη υγεία, ανεξαρτήτως των αναπτυξιακών πολιτικών μας. Με αυτή την οπτική η διατήρηση και η διαχείριση του θαλάσσιου και παράκτιου περιβάλλοντος δεν αποτελεί ευκαιρία ή πολυτέλεια, αποτελεί πρωτίστως υποχρέωση. Στον Ελληνικό θαλάσσιο χώρο, οι αναπτυξιακές πολιτικές και η προστασία του περιβάλλοντος μπορούν να συνυπάρξουν καθώς οι απαιτήσεις για ανάπτυξη σχετίζονται με δραστηριότητες (αλιεία, ναυτιλία, τουρισμό, υδατοκαλλιέργειες κ.α) που δεν προκαλούν συνήθως «σκληρή» ρύπανση. Σε συνθήκες σφοδρής οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, όπως αυτές που γνωρίζει η Ελλάδα, οφείλουμε να εντείνουμε τις δράσεις μας για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος καθώς κάτω από τέτοιες συνθήκες και με ζητούμενο την ανάπτυξη ένα από τα πρώτα θύματα είναι και το περιβάλλον. Η διακρατική συνεργασία αναδεικνύεται ως ένα βασικό συστατικό για την επιτυχία οποιασδήποτε προσπάθειας για την ανάκαμψη, διατήρηση και βιώσιμη διαχείριση της Μεσογείου. Τι πεδίο συνεργασίας υπάρχει μεταξύ των Ευρωμεσογειακών κρατών προκειμένου να επιτευχθεί ένα διακρατικό δίκτυο προστασίας της Μεσογείου; Οι διακρατικές συνεργασίες είναι απαραίτητες για την ανάκαμψη, διατήρηση και βιώσιμη διαχείριση της Μεσογείου Θάλασσας, καθώς η ρύπανση δεν «γνωρίζει» σύνορα. Συνεργασίες Ευρωμεσογειακών κρατών έχουν αναπτυχθεί, πέραν των Διεθνών Συμβάσεων, κυρίως διαμέσου Ευρωπαϊκών και διακρατικών ερενητικών προγραμμάτων. Η Μεσόγειος Θάλασσα όμως δεν έχει μόνο βόρειες ευρωπαϊκές ακτές αλλά και νότιες καθώς είναι μια κλειστή θάλασσα. Όλες οι έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί στη Μεσόγειο Θάλασσα σχετικά με τα θαλάσσια απορρίμματα είναι επικεντρωμένες στο βόρειο περιθώριο της. Οι διαθέσιμες μέσες τιμές απορριμμάτων στις μεσογειακές ακτές, στον πυθμένα και στην υδάτινη στήλη δεν μπορεί να θεωρηθούν αντιπροσωπευτικές καθώς δεν υπάρχουν δεδομένα από το νότιο τμήμα της. Είναι επιτακτική ανάγκη, αν επιθυμούμε να σχεδιάσουμε διακρατικά δίκτυα προστασίας της
Μεσογείου, να εκπονήσουμε σε πρώτο χρόνο κοινά ερευνητικά προγράμματα με τις χώρες των νοτίων ακτών της Μεσογείου (Αίγυπτο, Λιβυή, Τυνησία, Μαρόκο).