ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον Αθηνών ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ Α' Τομέας Ιδιωτικού Δικαίου ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΕΤΟΣ: 2015-2016 ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ της Μυρτώ Παργανά ΑΜ 1373 «Η καταχρηστικότητα όρου συναλλαγματικής ισοτιμίας σε δάνεια ελβετικού φράγκου» Επιβλέπoντες Κωνσταντίνος Καραγιάννης Γεώργιος Λέκκας Παρασκευή Παπαρσενίου Αθήνα, Ιούνιος 2017
Copyright, Μυρτώ Παργανά, Ιούνιος 2017 Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος. All rights reserved. Απαγορεύεται η αντιγραφή, αποθήκευση και διανομή της παρούσας εργασίας, εξ ολοκλήρου ή τμήματος αυτής, για εμπορικό σκοπό. Επιτρέπεται η ανατύπωση, αποθήκευση και διανομή για σκοπό μη κερδοσκοπικό, εκπαιδευτικής ή ερευνητικής φύσης, υπό την προϋπόθεση να αναφέρεται η πηγή προέλευσης και να διατηρείται το παρόν μήνυμα. Οι απόψεις και θέσεις που περιέχονται σε αυτήν την εργασία εκφράζουν τον συγγραφέα και δεν πρέπει να ερμηνευθεί ότι αντιπροσωπεύουν τις επίσημες θέσεις του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. 2
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Εισαγωγή...6 Α. Εισαγωγικά...9 Ι. Ιστορικό των δανείων σε ελβετικό φράγκο... 9 II. Τα κίνητρα για τη σύναψη δανείων σε ελβετικό φράγκο... 11 1. To χαμηλό επιτόκιο... 11 2. Η ευνοϊκή συναλλαγματική ισοτιμία... 13 III. O κίνδυνος από τη σύναψη δανείων σε ελβετικό φράγκο... 14 IV. Η νομική φύση των δανείων σε ελβετικό φράγκο... 18 1. Σύμβαση δανείου ή σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών;... 18 1.1 Ο διφυής ρόλος των πιστωτικών ιδρυμάτων... 18 1.2 Η νομολογία του ΔΕΕ... 22 2. Δάνειο σε ξένο νόμισμα ή δάνειο με ρήτρα (αξίας) ξένου νομίσματος;... 24 2.1 Ο όρος περί του τρόπου εξόφλησης του δανείου... 24 2.2 Αυτούσιο και λογιστικό χρήμα... 26 2.3 Η λογιστική καταβολή του ποσού... 27 2.4 Η διαφορά των διατραπεζικών επιτοκίων... 30 V. Η νομιμότητα των δανείων σε ελβετικό φράγκο - Νομοθετικό πλαίσιο... 31 1. Η εξέλιξη της νομοθεσίας... 31 2. Δάνεια σε ελβετικό φράγκο και τραπεζική νομοθεσία... 34 B. Ο έλεγχος καταχρηστικότητας του όρου συναλλαγματικής ισοτιμίας...37 I. O όρος περί του τρόπου εξόφλησης του δανείου... 37 II. Ο χαρακτήρας του όρου περί συναλλαγματικής ισοτιμίας ως ΓΟΣ... 38 1. Οι Γενικοί Όροι Συναλλαγών... 38 2. Ο όρος περί συναλλαγματικής ισοτιμίας ως ΓΟΣ... 39 III. Ο χαρακτήρας του δανειολήπτη ως καταναλωτή... 41 1. Η έννοια του καταναλωτή... 41 2. Ο αποδέκτης των τραπεζικών υπηρεσιών ως καταναλωτής... 43 IV. Ο χαρακτήρας της τράπεζας ως προμηθευτή... 49 1. Η έννοια του προμηθευτή... 49 2. Η τράπεζα ως προμηθευτής... 49 3
V. Η αρχή διαφάνειας... 50 1. Η έννοια της αρχής διαφάνειας... 50 2. Η αρχή διαφάνειας κατά τον δικαστικό έλεγχο του όρου περί συναλλαγματικής ισοτιμίας... 54 2.1 Η αρχή διαφάνειας στο στάδιο ελέγχου της ένταξης των ΓΟΣ στη σύμβαση 54 2.1.1. Οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την ένταξη των ΓΟΣ στη σύμβαση...54 2.1.2. Συνέπειες της έλλειψης των σχετικών προϋποθέσεων... 56 2.1.3. Η ένταξη του όρου περί συναλλαγματικής ισοτιμίας στη σύμβαση... 57 2.2 Η αρχή διαφάνειας του όρου περί συναλλαγματικής ισοτιμίας στο στάδιο ελέγχου των ΓΟΣ μέσω ερμηνείας... 57 2.3 Η αρχή διαφάνειας στο στάδιο ελέγχου του κύρους του περιεχομένου των ΓΟΣ..... 58 2.3.1 Η γενική ρήτρα και ο ενδεικτικός κατάλογος καταχρηστικών όρων... 58 2.3.2 Οι συνέπειες της καταχρηστικότητας... 61 2.3.3 Ο έλεγχος περιεχομένου του όρου περί συναλλαγματικής ισοτιμίας... 62 2.3.2.1 Τα κριτήρια της νομολογίας... 62 i. Η ιδιάζουσα φύση της σύμβασης... 62 ii. Το γνωστικό προβάδισμα της τράπεζας... 65 iii. Δυνατότητα ελεύθερης επιλογής των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της πίστωσης... 65 iv. Το κατανοητό της λειτουργίας όρου και το ορισμένο της παροχής... 69 v. Η πληροφόρηση από την τράπεζα... 72 vi. Ο μέσος καταναλωτής... 82 vii. Το μορφωτικό επίπεδο, η επαγγελματική δραστηριότητα και η προηγούμενη παρόμοια συναλλακτική εμπειρία του δανειολήπτη... 85 viii. Η σχέση τους όρου εξόφλησης βάσει της συναλλαγματικής ισοτιμίας με άλλους όρους της σύμβασης... 90 α) Ο όρος περί μετατροπής του υπολοίπου του δανείου... 90 β) Ο περιορισμός του συναλλαγματικού κινδύνου... 92 ix. Η οικονομική ανατροπή ως προς την ποσότητα της παροχής... 94 2.3.2.2 Η σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων... 97 2.3.2.3 Η προστασία του μέσου καταναλωτή-δανειολήπτη... 114 Γ. Συμπεράσματα...120 4
Δ. Βιβλιογραφία...125 1. Άρθρα... 125 2. Βιβλία... 126 3. Γνωμοδοτήσεις... 127 4. Διαδίκτυο... 127 Ε. Νομολογία...128 Θετικές... 128 Απορριπτικές... 128 Λοιπές... 129 5
Εισαγωγή Συνήθης πρακτική των καταναλωτών είναι η λήψη δανείων από πιστωτικά ιδρύματα για την ικανοποίηση διαφόρων αναγκών τους. Συνηθέστερα είναι τα στεγαστικά δάνεια με σκοπό την απόκτηση ή διαμόρφωση ιδιωτικού ακινήτου, του οποίου ο καταναλωτής είναι ή σκοπεύει να γίνει ιδιοκτήτης. Επιδίωξη του πελάτη αποτελούν οι σταθεροί και ευνοϊκοί όροι αποπληρωμής του δανείου, με το μικρότερο δυνατό ρίσκο και το χαμηλότερο δυνατό επιτόκιο. Από την άλλη, οι τράπεζες, που χορηγούν τα δάνεια, ως κύριο σκοπό έχουν την κερδοφορία από τις προσφερόμενες υπηρεσίες τους, ώστε μετέπειτα να μπορέσουν να ανατοποθετήσουν τα κεφάλαια και να διευρύνουν τις λειτουργίες τους. Υπό το πρίσμα αυτών των δεδομένων, την περίοδο των ετών 2006-2009, τα πιστωτικά ιδρύματα επιδόθηκαν σε μια πρακτική προσφοράς στεγαστικών δανείων σε ελβετικό φράγκο ή ακόμα και τροποποίησης ήδη ληφθέντων δανείων από ευρώ σε ελβετικό φράγκο, δηλαδή καλούσαν τους δανειολήπτες να τροποποιήσουν τις αρχικές τους συμβάσεις ώστε το υφιστάμενο υπόλοιπο μετατρεπόταν λογιστικά σε ελβετικά φράγκα. Το φαινόμενο αυτό πήρε μεγάλες διαστάσεις παγκοσμίως: στην Ελλάδα εκτιμάται ότι υπάρχουν περίπου 65.000 70.000 δανειολήπτες σε ξένο νόμισμα, ποσοστό που αντιστοιχεί στο 10%. Από την άλλη, σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες τα ποσοστά είναι αρκετά υψηλότερα, για παράδειγμα στη Λετονία και τη Λιθουανία ανέρχονται στο 80% και 90%, στην Ουγγαρία στο 60% και στην Αυστρία στο 20%, γεγονός που προδιαθέτει για τις σοβαρές κοινωνικοοικονομικές συνέπειες αυτής της τάσης. Η ιδιαιτερότητα των εν λόγω συμβάσεων έγκειται στην συμφωνία εκταμίευσης του ποσού του δανείου σε νόμισμα άλλο από το εγχώριο, το οποίο οι δανειολήπτες χρησιμοποιούν στις συναλλαγές τους και καταβολής αυτού είτε στο αλλοδαπό αυτό νόμισμα είτε στο εγχώριο, υπολογιζόμενο βάσει της ισοτιμίας της τιμής πώλησης του πρώτου κατά την εκάστοτε καταβολή. Ο λόγος για τον οποίο τόσο τα πιστωτικά ιδρύματα όσο και οι πελάτες οδηγήθηκαν στη σύναψη τέτοιων συμβάσεων δανείου σε ελβετικό φράγκο απαντάται στην ευνοϊκή συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου, που υπολογιζόταν να παραμένει σταθερή, καθώς και στα ελκυστικά επιτόκια δανεισμού αυτών των δανείων. 6
Η ανατροπή, ωστόσο, της ισοτιμίας σε συνδυασμό με την ανατροπή των διατραπεζικών επιτοκίων δανεισμού σε ελβετικό φράγκο, οδήγησαν τους οφειλέτες να ενέχονται έναντι των πιστωτικών ιδρυμάτων είτε για καταβολή των λοιπών δόσεων είτε για επιστροφή των ληφθέντων δανείων σε ευρώ, υπολογιζόμενα όμως με βάση τα νέα δεδομένα, σε ύψη πολύ μεγαλύτερα από τα αρχικά. Ως εκ τούτου, πολλοί δανειολήπτες κατέφυγαν στα εθνικά δικαστήρια με αγωγές κατά των πιστωτικών ιδρυμάτων, ώστε να αναγνωριστεί ότι ως καταναλωτές δεν ενημερώθηκαν ορθά από τις τράπεζες για τους κινδύνους που ανέλαβαν και δεν ήταν σε θέση να κατανοήσουν το ύψος και την έκταση του κινδύνου αυτού. Το ενδιαφέρον που παρουσιάζει ως διαδικασία και η διχασμένη ελληνική νομολογία αναφορικά με την εγκυρότητα της ως άνω συμφωνίας που εκφράζεται ως ΓΟΣ μέσα στη σύμβαση αποτέλεσαν την αφορμή για την επιλογή της εξέτασης των κριτηρίων που έλαβαν υπόψη τα ελληνικά δικαστήρια για την κρίση υπέρ ή μη της καταχρηστικότητας του όρου συναλλαγματικής ισοτιμίας ως αντικειμένου της παρούσας μελέτης. Αρχικά, γίνεται μία ιστορική αναδρομή από την περίοδο άνθησης των εν λόγω συμβάσεων μέχρι και σήμερα και ακολουθεί η παρουσίαση των κινήτρων σύναψης των συμβάσεων δανείου σε ελβετικό φράγκο και των κινδύνων που εγκυμονούσαν, οι οποίοι εν τέλει υλοποιήθηκαν. Στη συνέχεια, εξετάζεται η νομική φύση των εν λόγω συμβάσεων και ειδικότερα το εάν αποτελούν συμβάσεις δανείου ή συμβάσεις παροχής επενδυτικών συμβουλών. Για τον ορθό χαρακτηρισμό των συμβάσεων λαμβάνονται υπόψη τα χαρακτηριστικά της σύμβασης δανείου και παροχής επενδυτικών υπηρεσιών καθώς και η νομολογία του ΔΕΕ. Έπειτα εξετάζεται η φύση του όρου αναφορικά με τον τρόπο καταβολής των δόσεων και ειδικότερα το εάν αυτό καθιστά τη σύμβαση δάνειο σε ξένο νόμισμα ή δάνειο με ρήτρα ξένου νομίσματος ή αξίας σε ξένο νόμισμα. Αφού τονιστούν οι διαφορές μεταξύ των τριών όρων αναζητείται ποιο ήταν πράγματι το νόμισμα χορήγησης του δανείσματος λαμβάνοντας υπόψη ότι ως χρήμα νοείται και το λογιστικό, το οποίο είναι δυνατό να καταβάλλεται με λογιστική μεταφορά του ποσού από τον έναν λογαριασμό σε έναν άλλο υπό μορφή πίστωσης του ενός λογαριασμού και χρέωσης του άλλου. Τέλος, ερευνάται η νομιμότητα των συμβάσεων δανείου σε ξένο νόμισμα βάσει της εξέλιξης του σχετικού ελληνικού νομοθετικού πλαισίου και ο ισχυρισμός ότι το κύρος αυτών πλήττεται καθώς προσκρούουν σε σειρά νομοθετημάτων τραπεζικού δικαίου και Πράξεων του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. 7
Στο δεύτερο κεφάλαιο, επιχειρείται η ανάδειξη των κριτηρίων στα οποία η νομολογία βασίζει την κατάφαση ή άρνηση της παροχής έννομης προστασίας στους δανειολήπτες με την εφαρμογή του ν. 2251/1994 και τον έλεγχο του κύρους του σχετικού όρου ως ΓΟΣ σε συνδυασμό με την έννοια της αρχής της διαφάνειας. Η πορεία αυτής της νομολογίας έχει την αφετηρία της στην πρώτη ελληνική απόφαση, που δικαίωσε δανειολήπτη, την 23/2014 ΠΠρΞάνθ και φθάνει μέχρι την έκδοση της εφετειακής απόφασης 24/2017 ΤριμΕφΘράκης που ανέτρεψε την πρώτη. 8
Α. Εισαγωγικά Ι. Ιστορικό των δανείων σε ελβετικό φράγκο Την χρονική περίοδο μεταξύ 2006-2009, μεγάλος αριθμός Ελλήνων καταναλωτών έλαβαν δάνεια σε ελβετικό φράγκο ή προέβησαν στην τροποποίηση ήδη ληφθέντων δάνειων από ευρώ σε ελβετικό φράγκο, τροποποιώντας τις αρχικές τους συμβάσεις ώστε το υφιστάμενο υπόλοιπο να μετατραπεί λογιστικά σε ελβετικά φράγκα 1. Η τάση αυτή παρατηρήθηκε κυρίως σε στεγαστικά, αλλά και επιχειρηματικά δάνεια και το φαινόμενο πήρε μεγάλες διαστάσεις παγκοσμίως. Στην Ελλάδα εκτιμάται ότι υπάρχουν περίπου 65.000 70.000 δανειολήπτες σε ξένο νόμισμα, ποσοστό που αντιστοιχεί στο 10% των δανείων προς νοικοκυριά και 18% των δανείων σε επιχειρήσεις. Από την άλλη, σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες τα ποσοστά είναι αρκετά υψηλότερα για παράδειγμα στη Λετονία και τη Λιθουανία ανέρχονται στο 80% και 90% αντίστοιχα, στην Ουγγαρία στο 60% και στην Αυστρία στο 20% 2. Ο λόγος για τον οποίο τόσο τα πιστωτικά ιδρύματα όσο και οι πελάτες οδηγήθηκαν στη σύναψη συμβάσεων δανείου σε ελβετικό φράγκο απαντάται στην ευνοϊκή συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου, που υπολογιζόταν να παραμένει σταθερή, καθώς και στα ελκυστικά επιτόκια δανεισμού αυτών των δανείων. Ωστόσο, η παγκόσμια οικονομική κρίση στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας οδήγησε στην υποτίμηση του ευρώ έναντι των ξένων νομισμάτων και μετέβαλλε άρδην τη συναλλαγματική ισοτιμία του ελβετικού φράγκου έναντι του ευρώ. Το 2007 η συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ των δύο νομισμάτων κυμαινόταν σε 1 /1,65 CHF, το 2008 σε 1 /1,55 CHF και το 2011 σε 1 /1,08 CHF. Επομένως, εάν το ποσό του δανείου που είχε συναφθεί και εκταμιευθεί το 2006 ήταν 161.000 CHF, ήτοι 100.000, το 2011 αντιστοιχούσε στο οφειλόμενο ποσό των 149.074, γνωρίζοντας αύξηση 49% 3. Με λίγα λόγια, παρότι οι δανειολήπτες αποπλήρωναν 1 Ψυχομάνης Σπυρίδων, Τραπεζικά στεγαστικά δάνεια σε ελβετικά φράγκα (Το πρόβλημα - Προτεινόμενες λύσεις), ΔΕΕ, 2015, 1. 2 Γιοβαννόπουλος Ρήγας, Προστασία δανειολήπτη στα δάνεια σε αλλοδαπό νόμισμα, ΕπισκΕΔ Δ/2014, 649. 3 Γιοβαννόπουλος Ρήγας, ό. π., ΕπισκΕΔ Δ/2014, 648. 9
σταθερά τα δάνειά τους, εξακολουθούσαν να οφείλουν κεφάλαιο σε ευρώ πολύ μεγαλύτερο από αυτό που αρχικά δανείστηκαν. Με την καταβολή των τοκοχρεωλυτικών δόσεων μειωνόταν μεν το κεφάλαιο σε ελβετικό φράγκο, το ίδιο όμως κεφάλαιο σε ευρώ αυξανόταν. Το 2011, η Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας στην προσπάθεια της από τη μια να προστατέψει την οικονομία της χώρας και από την άλλη να συνεισφέρει στην αποκλιμάκωση των πιέσεων, κερδοσκοπικών και μη, στο ευρώ, έλαβε την απόφαση, να προχωρήσει σε «κλείδωμα» της ισοτιμίας του ευρώ (1 /1,20 CHF). Αυτό προκάλεσε προβλήματα στους καταναλωτές που έπαψαν να ευνοούνται από μια πιθανή ευνοϊκή διακύμανση της ισοτιμίας και παρότι συνέχιζαν να καταβάλουν δόσεις, το άληκτο κεφάλαιό τους σε ευρώ παρέμενε σχεδόν σταθερό ή και αυξανόταν 4. Η απόφαση αυτή τηρήθηκε μέχρι τις 15 Ιανουαρίου 2015, όταν η Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας απελευθέρωσε την ισοτιμία του εθνικού νομίσματος από το όριο του 1,20 και έτσι το ελβετικό φράγκο ενισχύθηκε περαιτέρω σε ποσοστό 30% σε σχέση με το ευρώ (1 /0,805CHF) και 25% σε σχέση με το δολάριο (1$/0,88CHF) 5. Η εξέλιξη αυτή επιδείνωσε ακόμα περισσότερο τη θέση των δανειοληπτών και είχε ως αποτέλεσμα η ισοτιμία να κυμαίνεται σήμερα κοντά στο 1 /1CHF περίπου 6. 4 Χασάπης Χρήστος Σ., Δάνεια σε ελβετικό φράγκο, 2016, 4. 5 Παπαβασιλείου Βασίλειος, Ο δανεισμός σε ελβετικό φράγκο και τα προβλήματα που προκάλεσε, Επιχείρηση, Τεύχος 124/2016, 217, βλ. European parliament, Swiss decision to discontinue its exchange rate ceiling, 21.1.2015. 6 Συγκεκριμένα για το μήνα Μάρτιο 2017 η συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου κυμαίνεται στην αναλογία 1 /1,0706 CHF. Για την τρέχουσα συναλλαγματική ισοτιμία βλ. http://www.bankofgreece.gr/pages/el/markets/isotimies/default.aspx 10
II. Τα κίνητρα για τη σύναψη δανείων σε ελβετικό φράγκο 1. To χαμηλό επιτόκιο Σπουδαίο κίνητρο για τη σύναψη δανείου σε ελβετικό φράγκο υπήρξε το χαμηλό επιτόκιο των στεγαστικών δανείων σε ελβετικό φράγκο εκείνη την χρονική περίοδο, σε σχέση με το αντίστοιχο του ευρώ 7. Το Euribor (Euro Interbank Offered Rate) είναι το διατραπεζικό επιτόκιο καταθέσεων σε ευρώ. Πρόκειται για μία σειρά επιτοκίων με τα οποία η μία τράπεζα δανείζει την άλλη στην ευρωπαϊκή διατραπεζική αγορά και αποτελεί το επιτόκιο αναφοράς για πάρα πολλές συναλλαγές όπως για παράδειγμα δάνεια, ομόλογα και άλλες συμβάσεις. Καθορίζεται καθημερινά από την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Τραπεζών στις 11.00 ώρα κεντρικής Ευρώπης ή 12.00 ώρα Ελλάδας και εκφράζει τον μέσο όρο του επιτοκίου καταθέσεων που προσφέρει μια ομάδα περισσότερων από 50 ευρωπαϊκών τραπεζών. Υπάρχει για διάρκειες από μία έως τρεις εβδομάδες και από έναν έως δώδεκα μήνες. Το επιτόκιο αυτό, που υπολογίζεται με τρία δεκαδικά ψηφία, έχει ισχύ για τις συναλλαγές που θα γίνουν δύο ημέρες μετά από τον καθορισμό του 8. Το Libor (London Interbank Offered Rate) από την άλλη, είναι το αντίστοιχο επιτόκιο με βάση το ελβετικό φράγκο, με το οποίο οι μεγάλες διεθνείς τράπεζες στο Λονδίνο δανείζονται κεφάλαια (ευρωδολάρια) μεταξύ τους. Καθορίζεται από τη Βρετανική Ένωση Τραπεζών, και βασίζεται σε πέντε νομίσματα (συμπεριλαμβανομένου του ευρώ, του δολαρίου, του γιεν, του ελβετικού φράγκου και της λίρας Αγγλίας) ενώ εξυπηρετεί επτά διαφορετικές διάρκειες: καταθέσεις μιας ημέρας, μίας εβδομάδας, και 1,2,3,6 και 12 μηνών. Υπάρχουν συνολικά 35 διαφορετικά ποσοστά Libor κάθε εργάσιμη ημέρα. Η πιο συχνά αναφερόμενη τιμή είναι η τρίμηνη δολαρίου ΗΠΑ 9. 7 Ψυχομάνης Σπυρίδων, ό. π., 2015, 1-7. 8 http://www.forexpros.gr/ti-einai-to-euribor-to-libor/ Το Euribor δημιουργήθηκε το 1999 μαζί με το ευρώ αντικαθιστώντας τις εθνικές διατραπεζικές αγορές - και τα αντίστοιχα Pibor του Παρισιού, Fibor της Φρανκφούρτης κ.ο.κ. Το 2001 εντάχθηκε και η ελληνική αγορά και καταργήθηκε το Athibor, που είχε δημιουργηθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1990. 9 http://www.investopedia.com/terms/l/libor.asp 11
Συγκεκριμένα, το επιτόκιο δανεισμού σε ελβετικό φράγκο καθοριζόταν από τη διαφορά του διατραπεζικού επιτοκίου του ελβετικού φράγκου που ήταν το Libor από το αντίστοιχο του ευρώ, ήτοι το Euribor. Το διατραπεζικό επιτόκιο Libor κυμαινόταν διαχρονικά σε χαμηλότερα επίπεδα έως και 50% χαμηλότερα σε σχέση με τα αντίστοιχα σε ευρώ. Γι αυτό το λόγο, τα στεγαστικά δάνεια σε ελβετικό φράγκο προωθήθηκαν ιδιαίτερα την περίοδο 2006 2008, καθώς αποτελούσαν εναλλακτική επιλογή για όσους ήθελαν να χρηματοδοτήσουν την αγορά κατοικίας, εκμεταλλευόμενοι το χαμηλό επιτόκιο. Οι δανειολήπτες εξασφάλιζαν ένα επιτοκιακό όφελος καθώς κατέβαλαν αισθητά μικρότερο ποσό δόσης σε σύγκριση με εκείνο που θα κατέβαλαν εάν είχαν λάβει ισόποσο και ίσης διάρκειας δάνειο σε ευρώ 10. Ενδεικτικά, το επιτόκιο Libor τριών μηνών το 2007 κινήθηκε κατά μέσο όρο στα επίπεδα του 2,50% έναντι 3,9% του Euribor ίδιας διάρκειας 11. Οι τράπεζες, από την άλλη, μπορούσαν να δανείζονται φθηνότερα σε ελβετικό φράγκο από ό, τι σε ευρώ, αποκτώντας έτσι τη δυνατότητα να προσφέρουν δανειακά προϊόντα σε φράγκο με ευνοϊκότερο επιτόκιο σε σύγκριση με τα δάνεια σε ευρώ 12. Στις αρχές του 2015 και μετά την απόφαση της Ελβετικής Κεντρικής Τράπεζας να ωθήσει το επιτόκιο Libor σε αρνητικά επίπεδα, το μέσο επιτοκιακό όφελος διευρύνθηκε ξανά στα επίπεδα του 0,77% με αποτέλεσμα να προκύψει εκ νέου σημαντικό όφελος για τους δανειολήπτες 13. Επηρεασμένα τα πιστωτικά ιδρύματα από την περίοδο του τραπεζικού ανταγωνισμού ως κερδοσκοπικές επιχειρήσεις και προσπαθώντας να επιφέρουν οι διοικήσεις τους τα μεγαλύτερα εφικτά κέρδη και αποτελέσματα, παρότρυναν σε μεγάλο βαθμό τους πελάτες τους για λήψη τέτοιων επωφελών και για τις δύο πλευρές δανείων. Οι πρακτικές της τράπεζας για να πετύχει αυτά τα επιπλέον κέρδη ήταν θέμα εσωτερικής πολιτικής κάθε πιστωτικού ιδρύματος. Πρότυπα για όλα τα επιτόκια ibor ήταν το βρετανικό Libor, που ξεκίνησε το Δεκέμβριο του 1984 καθώς διάφορα καινοτομικά χρηματοοικονομικά εργαλεία (τα swap επιτοκίων, τα option συναλλάγματος και τα προθεσμιακά συμβόλαια) έφεραν την ανάγκη ύπαρξης κάποιου επιτοκίου αναφοράς. Όμως τυποποιημένο χαρακτήρα με καθημερινό fixing απέκτησε από την 1η Ιανουαρίου του 1986, δηλαδή ένα χρόνο αργότερα. 10 Παπαβασιλείου Βασίλειος, ό. π., Επιχείρηση, Τεύχος 124/2016, 219. 11 http://www.tovima.gr/finance/article/?aid=668137 12 Λιάππης Δημήτριος, Τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο. Η διαγραφόμενη από το ΔικΕΕ και την Οδηγία 2014/17/ΕΕ προσέγγιση και η κυμαινόμενη ελληνική νομολογία, ΧρΙΔ, 2016, 242. 13 334/2016 ΠΠρΑθ ΤΝΠ Νόμος. 12
2. Η ευνοϊκή συναλλαγματική ισοτιμία Η χρήση του επιτοκίου Libor στη συμβατική σχέση μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος και των δανειοληπτών είχε ως προϋπόθεση η εκταμίευση του δανείσματος να γίνει σε ελβετικό φράγκο. Αυτό επηρέαζε και το νόμισμα καταβολής των δόσεων καθώς ο οφειλέτης υποχρεούται, καταρχήν, να επιστρέψει το δάνειο στο νόμισμα που ελήφθη 14. Οι Έλληνες δανειολήπτες, ωστόσο, προέβαιναν στις συγκεκριμένες συμβάσεις για τη χρήση του ποσού του δανείου στην Ελλάδα, στην οποία μέσο πληρωμής είναι το ευρώ, το οποίο ήταν και το μόνο νόμισμα που κατείχαν και διαχειρίζονταν. Η συμφωνία του πιστωτικού ιδρύματος με τον δανειολήπτη περιελάμβανε, λοιπόν, τη λήψη από τον τελευταίο συγκεκριμένου ποσού σε ευρώ και τη μετατροπή του οφειλόμενου κεφαλαίου σε ελβετικό φράγκο με την ισοτιμία 15 που ίσχυε κατά το χρόνο της εκταμίευσης. Έτσι, ο πελάτης συμφωνούσε με το πιστωτικό ίδρυμα για τη λήψη ενός ποσού σε ευρώ και στη συνέχεια υπογραφόταν μια σύμβαση για το αντίστοιχο ποσό σε ελβετικό φράγκο, ανάλογα με την ισοτιμία που ίσχυε κατά το χρόνο της εκταμίευσης. Η γραπτή σύμβαση δανείου συνοδευόταν από μια προφορική σύμβαση μετατροπής σε συνάλλαγμα. Η αποπληρωμή κάθε τοκοχρεωλυτικής δόσης δε γινόταν με καταβολή σε ελβετικά φράγκα αλλά στο ισόποσό τους σε ευρώ, που υπολογιζόταν με βάση την ισοτιμία κατά το χρόνο πληρωμής της δόσης 16. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η μηνιαία δόση σε ευρώ δεν ήταν σταθερή και κυμαινόταν αναλόγως με τη διακύμανση της ισοτιμίας. Η ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου ήταν εκείνη τη χρονική περίοδο αρκετά ευνοϊκή το ίδιο και η προσδοκία διατήρησης της ή βελτίωσής της στο μέλλον, το οποίο και αποτέλεσε πλεονέκτημα και δέλεαρ για τη σύναψη δανείων σε ελβετικό φράγκο. Πράγματι, η ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου παρέμενε σχετικά σταθερή την τελευταία πενταετία, σημειώνοντας διακύμανση της 14 Υποχρέωση που πηγάζει από την 806 ΑΚ. 15 Ισοτιμία ενός ξένου νομίσματος σε σχέση με το εγχώριο εκφράζει τον αριθμό των εγχώριων νομισματικών μονάδων που αντιστοιχούν σε μία μονάδα αλλοδαπού νομίσματος βλ. Καλαμίτσης Σωτήρης, Ξένο Νόμισμα και Δίκαιο, Αφοί Π. Σάκκουλα, 1995, 53 επ. 16 Χασάπης Χρήστος Σ., ό. π., 2016, 3. 13
τάξεως του 5,3% και παράλληλα, απέβαινε και προβλεπόταν ότι θα αποβεί ευνοϊκή για τους δανειολήπτες που επέλεγαν τη σύναψη μιας τέτοιας δανειακής σύμβασης. Ειδικότερα, το 2007 η ισοτιμία ευρώ και ελβετικού φράγκου ήταν 1/1,61, δηλαδή 1 αντιστοιχούσε σε 1,61 CHF, οπότε εάν το ποσό του δανείου ανερχόταν σε 161.000 CHF, ο δανειολήπτης όφειλε σε ευρώ 100.000. III. O κίνδυνος από τη σύναψη δανείων σε ελβετικό φράγκο Ένα δάνειο σε συνάλλαγμα δεν αποτελεί πάντα πηγή ωφελειών, αλλά μπορεί να συνιστά και αιτία κινδύνων, καθώς συνδυάζει δύο μεταβλητές: την μεταβαλλόμενη ισοτιμία του νομίσματος και το κυμαινόμενο επιτόκιο. Ο κίνδυνος της αρνητικής διακύμανσης της ισοτιμίας μεταξύ των δύο νομισμάτων αποδίδεται στη σύγχρονη οικονομική γλώσσα με τους όρους «exchange- rate risk» ή «foreign exchange risk» ή «currency risk». Στην ελληνική γλώσσα οι ανωτέρω όροι αποδίδονται ως «συναλλαγματικός κίνδυνος», «κίνδυνος μεταβολής συναλλαγματικής ισοτιμίας» και «νομισματικός κίνδυνος». Όταν η συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ του εθνικού-εσωτερικού νομίσματος του δανειολήπτη και του ξένου νομίσματος του δανείου εξελίσσεται θετικά υπέρ του εθνικού νομίσματος, ο δανειολήπτης ευνοείται καθώς χρησιμοποιεί λιγότερες εσωτερικές νομισματικές μονάδες για να εξυπηρετήσει το δάνειό του στο ξένο νόμισμα. Αν όμως η συναλλαγματική ισοτιμία εξελιχθεί αρνητικά για το εθνικό νόμισμα του δανειολήπτη σε σχέση με το αλλοδαπό νόμισμα, τότε ο δανειολήπτης βλάπτεται οικονομικά καθώς χρησιμοποιεί περισσότερες εθνικές νομισματικές μονάδες, για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του από το δάνειο σε συνάλλαγμα 17. Πρόκειται, επομένως, για τον κίνδυνο οικονομικών απωλειών από την αρνητική εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ/ελβετικού φράγκου. Γι αυτό το λόγο, η αγορά συναλλάγματος χαρακτηρίζεται από συναλλαγές με βραχυχρόνιο χαρακτήρα, στις οποίες το στοιχείο του χρόνου διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο και στην οποία στρέφονται οι επενδυτές που επιθυμούν να αναλάβουν αυξημένο 17 Λιάππης Δημήτριος, ό. π., ΧρΙΔ, 2016, 241. 14
επενδυτικό κίνδυνο ώστε να επιτύχουν υψηλές αποδόσεις 18. Ωστόσο, τα δάνεια, ιδίως μάλιστα τα στεγαστικά, προορίζονται να λειτουργήσουν για πολυετή χρονικά διαστήματα και η συναλλαγματική ισοτιμία δεν είναι στατικό μέγεθος. Η διαμόρφωση της ισοτιμίας δύο νομισμάτων για το χρονικό διάστημα διάρκειας ενός στεγαστικού δανείου που υπερβαίνει συνήθως την εικοσαετία είναι αβέβαιη. Η δυσμενής εξέλιξή της μπορεί να φέρει το δανειολήπτη αντιμέτωπο με σοβαρές οικονομικές συνέπειες, όπως η αύξηση του οφειλόμενου ποσού ή έστω η πολύ μικρή μείωσή του, παρά την αποπληρωμή πολλών δόσεων 19. Λαμβάνοντας υπόψη τους ανωτέρω κινδύνους, οι τράπεζες απαιτούν από τους δανειολήπτες αυξημένες ασφάλειες, οι οποίες δύναται να υπερβαίνουν κατ αξία το ποσό του δανείου. Πολύ συχνά, οι δανειολήπτες παραχωρούσαν στο πιστωτικό ίδρυμα, προς εξασφάλιση του δανείου, προσημείωση υποθήκης 20 μέχρι του συμφωνημένου ποσού πλέον των τόκων του 21. Επίσης, είναι πιθανό να προβλέπονται ρήτρες εξασφάλισης έτσι ώστε, εάν η ισοτιμία μεταβληθεί πάνω από ένα συγκεκριμένο όριο, η τράπεζα να δικαιούται να απαιτήσει τη χορήγηση περαιτέρω ασφάλειας. Εάν ο δανειολήπτης αδυνατεί να την παράσχει, η τράπεζα μπορεί να καταγγείλει την σύμβαση 22. Ορισμένες τράπεζες προσέφεραν έναντι του συναλλαγματικού κινδύνου κάποιες ασφαλιστικές διεξόδους. Προσέφεραν για παράδειγμα, στον δανειολήπτη τη δυνατότητα να ασφαλίζεται για τον κίνδυνο διατάραξης της συναλλαγματικής ισοτιμίας σε βάρος του, έναντι ασφαλίστρου, όταν η διακύμανση υπερέβαινε το 5% της αρχικής βασικής ισοτιμίας 23. Σε αυτή την περίπτωση η τράπεζα περιορίζει την αύξηση στο όριο αυτό και η δόση για την αποπληρωμή του δανείου υπολογίζεται με βάση την εφαρμοζόμενη ισοτιμία. Το βάρος, ωστόσο, του ασφαλίστρου, η αδυναμία κατανόησης του ύψους της ασφαλισμένης διακύμανσης, το περιορισμένο του ασφαλισμένου κινδύνου σε άνω του 5% διακύμανση και σε σχέση μόνο με τις 18 Μαλινδρέτος Παύλος, Νομισματική πολιτική, Παπαζήση, 2000, 110-112. 19 Χασάπης Χρήστος, Δάνεια σε Ξένο Νόμισμα: Μια προσέγγιση με αφορμή την πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ελληνικών δικαστηρίων, ΧρηΔικ, 2014, 413. 20 Βλ. 56/2015 ΠΠρΑλεξ όπου οι δανειολήπτες (σύζυγοι) έλαβαν δάνειο ποσού 501.446,16 ελβετικών φράγκων και παραχώρησαν υποθήκη ποσού 651.888,01 ελβετικών φράγκων επί του ακινήτου για την αποπληρωμή του τιμήματος του οποίου και την ανακαίνιση του σύνηψαν τη σύμβαση δανείου. 21 Ψυχομάνης Σπυρίδων Δ., ό. π., 2015, 1. 22 Χασάπης Χρήστος Σ., ό. π., 2016, 5. 23 Βλ. 619/2016 ΠΠρΠειρ ΤΝΠ Νόμος. 15
οφειλόμενες δόσεις και ο περιορισμένος χρόνος διάρκειας της ασφάλισης- 3 έως 5 χρόνια- άνηκε στον δανειολήπτη 24. Οι αρνητικές επιπτώσεις δεν άργησαν να φανούν. Η παγκόσμια οικονομική κρίση το 2007 οδήγησε στην υποτίμηση του ευρώ έναντι των ξένων νομισμάτων. Για παράδειγμα, δάνειο ύψους 100.000 CHF υπολογισμένο με βάση την ισοτιμία την ημέρα της εκταμίευσης ανερχόταν το 2007 σε 60.606, ενώ το 2012 θα θεωρείτο αποπληρωμένο, με βάση την ισοτιμία της ημέρας εξόφλησης, εάν καταβάλλονταν 84.745. Για δε την πληρωμή κάθε σταθερής μηνιαίας δόσης 500 CHF, ο δανειολήπτης έπρεπε να καταβάλει το 2007 303, ενώ το 2012 423 25. Λόγω των διαστάσεων που πήρε το φαινόμενο εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και λόγω των δυσμενέστατων συνεπειών προς τους ανίσχυρους καταναλωτές, όργανα της ΕΕ προχώρησαν ήδη από το 2010 σε διάφορες κρούσεις 26. Πρώτη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην έκδοση της με τίτλο «Financial Stability Review» εξήρε τη σημασία των πιθανών συστηματικών κινδύνων που συνδέονται με την επικράτηση του δανεισμού σε ξένο νόμισμα σε ορισμένα κράτη μέλη, τόνισε δε την ανάγκη παρακολούθησης του υπολοίπου των δανείων σε ξένο νόμισμα. Η Ε.Κ.Τ. συσχέτισε τον συναλλαγματικό κίνδυνο, στον οποίο ούτως ή άλλως είναι εκτεθειμένο το τραπεζικό σύστημα με τον πιστωτικό κίνδυνο στην περίπτωση των δανείων σε ξένο νόμισμα, ο οποίος με τη σειρά του εκθέτει την οικονομία σε σημαντικούς μακροοικονομικούς κινδύνους. Ενόψει τούτων, η Ε.Κ.Τ. απαίτησε τη λήψη μέτρων για την περιστολή της υπέρμετρης έκθεσης του τραπεζικού συστήματος στην εν λόγω μορφή δανεισμού. Αντιστοίχως, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστηματικού Κινδύνου (Ε.Σ.Σ.Κ.), που είναι επιφορτισμένο με την μακρο-προληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας εξέδωσε το 2011 μια σύσταση προς τις εθνικές εποπτικές αρχές του χρηματοπιστωτικού συστήματος και τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. σχετικά με την πληρέστερη ενημέρωση των συναλλασσομένων για τους κινδύνους που ενέχουν τα δάνεια σε ξένο νόμισμα. 24 Ψυχομάνης Σπυρίδων Δ., Γνωμοδότηση, 2015, 8. 25 Γιοβαννόπουλος Ρήγας, ό. π., ΕπισκΕΔ Δ/2014,648. 26 Γιοβαννόπουλος Ρήγας, ό. π., ΕπισκΕΔ Δ/2014, 649-650. 16
Ωστόσο, η ανατροπή της ισοτιμίας σε συνδυασμό με την ανατροπή των διατραπεζικών επιτοκίων δανεισμού σε ελβετικό φράγκο, οδήγησαν πολλούς δανειολήπτες στα εθνικά δικαστήρια με αγωγές κατά των πιστωτικών ιδρυμάτων, ώστε να αναγνωριστεί ότι ως καταναλωτές δεν ενημερώθηκαν ορθά από τις τράπεζες για τους κινδύνους που ανέλαβαν και δεν ήταν σε θέση να κατανοήσουν το ύψος και την έκταση του κινδύνου αυτού. Τέλος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εξέδωσε την Οδηγία 2014/17/ΕΕ «σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία», δηλαδή για τη στεγαστική πίστη. Σε αυτήν επισημαίνονται περισσότερο οι μικροοικονομικές συνέπειες που αφορούν τους δανειολήπτες-καταναλωτές. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισημαίνει ως παράδειγμα ανεύθυνου δανεισμού στις αγορές ενυπόθηκης πίστης στην Ευρωπαϊκή Ένωση τα δάνεια που συνάπτουν οι καταναλωτές σε ξένο νόμισμα, προκειμένου να επωφεληθούν από το προσφερόμενο επιτόκιο, χωρίς να έχουν επαρκή επίγνωση του συναλλαγματικού κινδύνου που διατρέχουν. Η οδηγία ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τον ν. 4438/2016, ο οποίος δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την 28.11.2016. 17
IV. Η νομική φύση των δανείων σε ελβετικό φράγκο 1. Σύμβαση δανείου ή σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών; Στην προσπάθεια προσδιορισμού του συναλλαγματικού κινδύνου που αναλάμβαναν οι δανειολήπτες υποστηρίχθηκε η άποψη ότι τα δάνεια αυτά δεν είναι κατ' ουσίαν δάνεια, παρά αποτελούν επενδυτικά προϊόντα. Αρκετοί ήταν αυτοί που προσπάθησαν να χαρακτηρίσουν τις εν λόγω συμβάσεις επενδυτικές υπηρεσίες και να τις υπάγουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2004/39 (MIFID) και του ν. 3606/2007. 1.1 Ο διφυής ρόλος των πιστωτικών ιδρυμάτων Για τον ορισμό του πιστωτικού ιδρύματος ο ν. 4261/2014 27 (άρθρο 3 1 σημ. 1), με τον οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία 2013/36 28 παραπέμπει στον Κανονισμό 575/2013 29 και συγκεκριμένα στο άρθρο 4 1σημ. 1 αυτού. Ως «Πιστωτικό ίδρυμα» νοείται η επιχείρηση της οποίας η δραστηριότητα συνίσταται στην αποδοχή από το κοινό καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων και στη χορήγηση πιστώσεων για ίδιο λογαριασμό. Ήδη από τον ορισμό εμφαίνονται οι δύο βασικές εργασίες, τις οποίες πρέπει ένα πρόσωπο να εκτελεί ως έμπορος χρήματος για να χαρακτηρισθεί εκ του νόμου πιστωτικό ίδρυμα. Πρόκειται για τις καταθέσεις και τη χορήγηση πιστώσεων, οι οποίες συνθέτουν τον πυρήνα της λεγόμενης εμπορικής τραπεζικής (commercial 27 Νόμος 4261/14 (ΦΕΚ 107/Α/5-5-2014) «Πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ), κατάργηση του ν. 3601/2007 και άλλες διατάξεις». 28 Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκου Κοινοβουλιου και του Συμβουλιου, της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ. 29 Κανονισμος (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκου Κοινοβουλιου και του Συμβουλιου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012. 18
banking) 30. Ωστόσο, πρώτα ο ν. 3601/2007 31 και ακολούθως ο ισχύων σήμερα ν. 4261/2014 επέτρεψαν στα πιστωτικά ιδρύματα να παρέχουν και επενδυτικές υπηρεσίες που αναφέρονται σε χρηματοπιστωτικά παράγωγα (investment banking) 32. Σε αυτή τη διφυή δράση των πιστωτικών ιδρυμάτων έχει βασιστεί ο ισχυρισμός ότι οι εν λόγω συμβάσεις αφορούν επενδυτικά προϊόντα και ότι φέρουν χαρακτηριστικά επενδυτικών συμβάσεων. Η καταγραφή των επενδυτικών υπηρεσιών γίνεται στο άρθρο 4 του ν. 3606/2007 33, με τον οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία 2004/39 34. Σε αυτή τη διάταξη οι επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες διακρίνονται από τις παρεπόμενες υπηρεσίες. Η παροχή επενδυτικών συμβουλών ανήκει στην πρώτη κατηγορία και συνίσταται στην παροχή προσωπικών συμβουλών σε πελάτη, είτε κατόπιν αιτήσεως του είτε με πρωτοβουλία της ΕΠΕΥ, σχετικά με μία ή περισσότερες συναλλαγές που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα 35. Στα χρηματοπιστωτικά μέσα περιλαμβάνονται οι κινητές αξίες (π.χ. μετοχές, ομόλογα), τα μέσα χρηματαγοράς (π.χ. έντοκα γραμμάτια), τα μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων (π.χ. αμοιβαία κεφάλαια), και τα διάφορα χρηματοοικονομικά παράγωγα (όπως συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής, προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίων και άλλες παράγωγες συμβάσεις σχετιζόμενες με κινητές αξίες, νομίσματα, επιτόκια ή αποδόσεις ή άλλα παράγωγα μέσα, χρηματοπιστωτικούς δείκτες ή άλλα χρηματοπιστωτικά μεγέθη που είναι δεκτικά εκκαθάρισης με φυσική παράδοση ή με ρευστά διαθέσιμα) 36. Τα τυπολογικά χαρακτηριστικά της επενδυτικής δραστηριότητας έχουν ως εξής: ο επενδυτής διαθέτει κεφάλαιο, το οποίο μεταβιβάζει στον πάροχο της επενδυτικής 30 Χασάπης Χρήστος Σ., ό. π., 2016, 22. 31 Ν. 3601/07 (ΦΕΚ 178 Α/1-8-2007) «Ανάληψη και άσκηση δραστηριοτήτων από τα πιστωτικά ιδρύματα, επάρκεια ιδίων κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και λοιπές διατάξεις». 32 Ρόκας Κ. Νικόλαος, Γκόρτσος Χρήστος, Στοιχεία Τραπεζικού Δικαίου, Δημόσιο και Ιδιωτικό Τραπεζικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, 8. 33 Νόμος 3606/2007(ΦΕΚ 195/τ. Α/18.8.2007) «Αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις». 34 Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Απριλίου 2004 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου. 35 Άρθρο 4 (1) περ. ε Ν. 3606/2007. 36 Χασάπης Χρήστος Σ., ό. π., 2016, 24. 19
υπηρεσίας με στόχο την προσπόριση κέρδους. Ο πελάτης ενός πιστωτικού ιδρύματος, δηλαδή, επενδύει το κεφάλαιό του στο χρηματοπιστωτικό μέσο που του διατίθεται και αναμένει την απόδοση κέρδους. Επομένως, η προσδοκία αποκόμισης και απόληψης κέρδους, βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα, αποτελεί πρωταρχικό εννοιολογικό στοιχείο της επένδυσης και βασικό στόχο του επενδυτή. Παράλληλα, ωστόσο, αναλαμβάνει και τον σχετικό κίνδυνο, ο οποίος αναλύεται στη διάψευση της προσδοκίας της πραγματοποίησης κέρδους και στην απώλεια του ίδιου του επενδυθέντος κεφαλαίου 37. Αρχικά, οι συμβάσεις δανείων δε μπορούν να ενταχθούν σε καμία κατηγορία επενδυτικού προϊόντος ή χρηματοπιστωτικού μέσου κατά την έννοια του άρθρου 5 ν. 3606/2007. Επίσης, δεν πληρούν τα προαναφερθέντα κριτήρια των συμβάσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Μεταξύ ενός δανείου, έστω σε συνάλλαγμα, και μιας επενδυτικής υπηρεσίας υφίσταται μιας κομβικής σημασίας διαφορά. Αυτή η διαφορά έγκειται στο ότι ο επενδυτής διαθέτει το κεφάλαιό του σε ένα χρηματοπιστωτικό μέσο με σκοπό την οικονομική απόδοση ή διατήρηση της αξίας του κεφαλαίου του. Στις δανειακές, αντίθετα, συμβάσεις ο πελάτης της τράπεζαςδανειολήπτης δεν επενδύει ένα κεφάλαιο αλλά δανείζεται από την τράπεζα ένα ποσό, το οποίο χρειάζεται για να χρηματοδοτήσει την απόκτηση ενός αγαθού, όπως λ.χ. για να αγοράσει ένα ακίνητο 38. Όπως υποστηρίζει ο Χρήστος Χασάπης, «οι αντισυμβαλλόμενοι των πιστωτικών ιδρυμάτων στις συμβάσεις δανείων σε ελβετικό φράγκο δε διέθεταν κεφάλαιο προς επένδυση αλλά, αντιθέτως, είχαν ανάγκη χρηματοδότησης της στεγαστικής ή επιχειρηματικής τους δραστηριότητας. Επιπλέον, δεν εντοπίζεται στις εν λόγω συμβάσεις η έννοια του κέρδους με τη μορφή της απόδοσης της επένδυσης, καθώς ο οφειλέτης καλείται να επιστρέψει ο ίδιος το δανεισθέν ποσό και να καταβάλλει και τον σχετικό τόκο» 39. Αντιθέτως, οι εν λόγω συμβάσεις εμφανίζουν τα τυπολογικά χαρακτηριστικά των συμβάσεων δανείου κατά τον ΑΚ. Σύμφωνα με το άρθρο 806 ΑΚ, δάνειο είναι η σύμβαση με την οποία ο ένας συμβαλλόμενος (δανειστής) μεταβιβάζει στον άλλο συμβαλλόμενο (οφειλέτη) χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα κατά κυριότητα, ο δε οφειλέτης υποχρεούται, με τη λήξη της συμβάσεως, να επιστρέψει πράγματα της 37 Ρόκας Κ. Νικόλαος, Γκόρτσος Χρήστος, Ρήγας, ό. π., 2012, 299. 38 Λιάππης Δημήτριος, ό. π., ΧρΙΔ 2016, 241. 39 Χασάπης Χρήστος Σ., ό. π., 2016, 26. 20
ίδιας ποσότητας και ποιότητας 40. Αναγκαίο στοιχείο του δανείου είναι η ύπαρξη καταρτισμένης σύμβασης κατά τους όρους των άρθρων 185-195 ΑΚ και η παράδοση και μεταβίβαση της κυριότητας των πραγμάτων από τον δανειστή στον οφειλέτη. Στα τυπολογικά χαρακτηριστικά του δανείου δεν είναι το νόμισμα, καθώς αντικείμενο της παροχής είναι χρήμα ως φορέας αξίας ή άλλα αντικαταστατά πράγματα. Το τραπεζικό, ειδικά, δάνειο είναι πάντα χρηματικό και έντοκο, χορηγείται δηλαδή με αντάλλαγμα και τόκους. Εφαρμοστέες είναι δε, και εδώ, οι διατάξεις των άρθρων 806 επ. ΑΚ 41. Στις εξεταζόμενες συμβάσεις το πιστωτικό ίδρυμα μεταβιβάζει στον δανειολήπτη την κυριότητα επί του δανείσματος σε ξένο νόμισμα (ελβετικό φράγκο), ο δε δανειολήπτης έχει την υποχρέωση να επιστρέψει το δανεισθέν ποσό μαζί με τον σχετικό τόκο. Η ανωτέρω περιγραφή των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων υπάγεται επακριβώς στα τυπολογικά χαρακτηριστικά της σύμβασης δανείου του ΑΚ. Η ιδιαιτερότητα του δανείου σε αλλοδαπό νόμισμα καθώς η τοκοχρεωλυτική δόση του δανείου αυξομειώνεται ανάλογα με την εξέλιξη της ισοτιμίας του εθνικού νομίσματος του δανειολήπτη έναντι του αλλοδαπού νομίσματος του δανείου, δε μεταλλάσσει τη χορήγηση του δανείου σε επενδυτική πράξη. Άλλο είναι το ζήτημα της αυξημένης ανάγκης ενημέρωσης σε σύγκριση με το κλασσικού τύπου δάνειο σε ημεδαπό νόμισμα, το οποίο όμως δεν πρέπει να αντιμετωπισθεί με την εφαρμογή του ν. 3606/2007. Άλλωστε, αυξημένη ανάγκη ενημέρωσης του οφειλέτη δανείου σε ξένο νόμισμα λαμβάνεται ειδικά υπόψη στην τραπεζική νομοθεσία, η οποία επιβάλλει συγκεκριμένες υποχρεώσεις διαφώτισης 42. 40 Σπυριδάκης Μ.Ι., Ενοχικό δίκαιο, Ειδικό μέρος, τόμος δεύτερος, 2004, 185. 41 Η σύμβαση δανείου καταρτίζεται άτυπα και ανήκει στην κατηγορία των διαρκών και αιτιωδών συμβάσεων. Όταν το δάνειο συμφωνείται έντοκο, όταν δηλαδή υπάρχει ειδική συμφωνία για την οφειλή τόκων, αποτελεί αμφοτεροβαρή σύμβαση, με συνέπεια την εφαρμογή επ αυτού και των διατάξεων των άρθρων 374 επ. ΑΚ. Οι τόκοι καταβάλλονται κατά τον χρόνο που καθορίστηκε στη σύμβαση, αλλιώς ετησίως (ΑΚ 295 (2) ). Η υπαίτια καθυστέρηση καταβολής των τόκων επιφέρει την εφαρμογή των άρθρων ΑΚ 383 επ. και παρέχει δικαίωμα καταγγελίας του δανείου. Η λήξη της σύμβασης δανείου επέρχεται, όταν συντρέξουν οι γενικοί λόγοι λήξεως κάθε σύμβασης, και, ειδικά, όταν πρόκειται για έντοκο δάνειο αορίστου χρόνου, με καταγγελία του ενός ή του άλλου μέρους και μετά την πάροδο μηνός από την καταγγελία (ΑΚ 807). Ειδικότερες διατάξεις, είναι δυνατόν να θεσπίζονται και να ισχύουν ανά κατηγορία δανείου (Ψυχομάνης Σπύρος Δ., Τραπεζικό Δίκαιο, Δίκαιο Τραπεζικών Συμβάσεων, Τεύχος ΙΙ, 2010, 178-182). 42 Βλ. ΠΔ/ΤΕ 2501/2002. 21
1.2 Η νομολογία του ΔΕΕ Το ζήτημα έχει οδηγηθεί σε σχετική λύση με την έκδοση σχετικής απόφασης από το ΔΕΕ κατόπιν υποβολής προδικαστικού ερωτήματος από το ουγγρικό δικαστήριο. Πρόκειται για την υπόθεση C-312/14 (Banif Plus Bank Zrt. κατά Márton Lantos και Mártonné Lantos) 43. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο αγωγής ασκηθείσας από την Banif Plus Bank ενώπιον του Ráckevei Járásbíróság (τοπικό δικαστήριο του Ráckeve, Ουγγαρία) έναντι του ζεύγους Lantos, το ζεύγος ζήτησε από το δικαστήριο να διαπιστώσει ότι οι συμβάσεις δανείου σε ξένο νόμισμα εμπίπτουν στην Οδηγία για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, οπότε και η τράπεζα, ως χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, υποχρεούνταν, μεταξύ άλλων, να αξιολογήσει την καταλληλότητα της προς παροχή υπηρεσίας. Το ουγγρικό δικαστήριο θεωρώντας ότι η σύμβαση δανείου σε ξένο νόμισμα, εμπίπτει ως δάνειο στη χρηματαγορά και, ενδεχομένως, λόγω συναλλαγών ισοτιμιών συναλλάγματος στην κεφαλαιαγορά, απέστειλε προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ ζητώντας μεταξύ άλλων να διευκρινιστεί ποια είδη χρηματοπιστωτικών μέσων εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2004/39 καθώς και εάν απορρέει από την ως άνω Οδηγία υποχρέωση αξιολογήσεως της καταλληλότητας επενδυτικών υπηρεσιών και χρηματοπιστωτικών προϊόντων για κάθε πελάτη χωριστά. Γενικότερα, το νομικό ζήτημα που τέθηκε ήταν η πιθανή εφαρμογή της οδηγίας 2004/39/ΕΚ περισσότερο γνωστής ως MiFID για τα χρηματοπιστωτικά μέσα, μιας και το αιτούν δικαστήριο ήθελε να υποστηρίξει πως οι ροές ελβετικών φράγκων είναι εικονικές και υποκρύπτουν παράγωγο χρηματοπιστωτικό μέσο, όπως η προθεσμιακή πράξη συναλλάγματος μεταξύ της τράπεζας και του πελάτη, με την πρώτη να έχει ενεργήσει για ίδιο λογαριασμό, και προφανώς σε μια εξωχρηματιστηριακή αγορά. Ο Γενικός Εισαγγελέας Niilo Jääskinen στις προτάσεις του προέβη μεταξύ άλλων σε προσδιορισμό της έννοιας του χρηματοπιστωτικού μέσου κατά το άρθρο 4 1 σημ. 17 της Οδηγίας 2004/39 καθώς και της έννοιας των επενδυτικών υπηρεσιών κατά το άρθρο 4 1 σημ. 2 της ίδιας Οδηγίας. Κατά την άποψη του, η επίμαχη συμφωνία θα μπορούσε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής μίας και μόνο διατάξεως της οδηγίας και αυτή είναι το σημείο 4 του τμήματος Γ του παραρτήματος I, που ορίζει ότι τα 43 http://curia.europa.eu/juris/liste.jsf?language=el&td=all&num=c-312/14 22
χρηματοπιστωτικά μέσα περιλαμβάνουν συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίων (forward-rate agreements) και άλλες παράγωγες συμβάσεις σχετιζόμενες με κινητές αξίες, νομίσματα, επιτόκια ή αποδόσεις, ή άλλα παράγωγα μέσα, χρηματοπιστωτικούς δείκτες ή άλλα χρηματοπιστωτικά μεγέθη δεκτικά εκκαθαρίσεως με φυσική παράδοση ή με ρευστά διαθέσιμα. Όλες οι παραπάνω συμφωνίες είναι στο σύνολό τους παράγωγες συμβάσεις ή παράγωγα μέσα, και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αντιστάθμιση κινδύνων ή για κερδοσκοπικούς σκοπούς, με δεδομένο ότι μια μελλοντική τιμή, ένα μελλοντικό επιτόκιο ή η μελλοντική αξία του υποκείμενου περιουσιακού στοιχείου έχει καθοριστεί εκ των προτέρων. Γι' αυτό το λόγο ακριβώς όμως, δεν ευσταθεί ο επιχειρούμενος νομικός διαχωρισμός της σύμβασης δανείου και η προσέγγιση ότι η σύμβαση είναι μικτή και ότι εκτός από το δάνειο υφίσταται προθεσμιακή πράξη συναλλάγματος, που ισοδυναμεί με παράγωγη σύμβαση κατά την έννοια της Οδηγίας. Με βάση τις νομισματικές ρήτρες που περιλάμβανε η κρινόμενη σύμβαση, οποιαδήποτε εκπλήρωση χρηματικών απαιτήσεων σε ελβετικό φράγκο έπρεπε να πραγματοποιείται σε ουγγρικό φιορίνι στην ισοτιμία που ίσχυε κατά τον χρόνο πληρωμής των δόσεων του. Από τη στιγμή λοιπόν που υπάρχει σύνδεση με την πραγματική αξία του ελβετικού φράγκου, η συμφωνία δεν δύναται να έχει τον χαρακτήρα προθεσμιακής συμβάσεως. Η φερόμενη ως προθεσμιακή σύμβαση είναι απλώς ένας περίπλοκος μηχανισμός διατυπώσεως μιας ρήτρας περί ξένου νομίσματος η οποία ισχύει για το δάνειο και μετακυλύει τον συναλλαγματικό κίνδυνο, όσον αφορά ενδεχόμενη υποτίμηση του εθνικού νομίσματος, από τον δανειστή στον οφειλέτη. Άλλωστε, σκοπός της Οδηγίας 2004/39 είναι η προστασία των επενδυτών. Το ζεύγος Lantos όμως, δεν σκόπευε να επενδύσει οποιοδήποτε κεφάλαιο. Σκοπός του ήταν να δανειστεί από την τράπεζα το ποσό που απαιτείτο για τη χρηματοδότηση της αποκτήσεως καταναλωτικού αγαθού μακράς διάρκειας, ήτοι ενός αυτοκινήτου. Επενδυτής, αντίθετα, κατά την έννοια της Οδηγίας είναι όποιος επενδύει ή επιδιώκει να επενδύσει ίδια ή δανεισμένα κεφάλαια σε χρηματοπιστωτικό μέσο, με σκοπό να αποκομίσει έσοδα, ή τουλάχιστον να προστατεύσει την αξία των κεφαλαίων του. Εφόσον ο δανειολήπτης επιδιώκει μόνον τη λήψη των κεφαλαίων ενόψει της αγοράς αγαθού ή παροχής υπηρεσίας και όχι τη διαχείριση συναλλαγματικού κινδύνου ή την κερδοσκοπία επί της συναλλαγματικής 23
ισοτιμίας ξένου νομίσματος, οι επίμαχες πράξεις δεν έχουν σκοπό την πραγματοποίηση επενδύσεως. Εξάλλου, δυνάμει της οδηγίας, οι εν λόγω πράξεις δεν συνιστούν, καθ' αυτές, τέτοιου είδους υπηρεσίες. Διαπιστώνοντας ότι η αξία του ξένου νομίσματος που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό της αποπληρωμής δεν καθορίζεται εκ των προτέρων, παρά προσδιορίζεται βάσει της τιμής πωλήσεως του νομίσματος αυτού κατά την ημερομηνία καταβολής εκάστης μηνιαίας δόσεως, το Δικαστήριο δεν απομακρύνθηκε από τις προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα και στις 3 Δεκεμβρίου 2015 απεφάνθη ότι κατά την έννοια του άρθρου 4 1 σημ. 2 της Οδηγίας 2004/39 δεν αποτελούν επενδυτική υπηρεσία ή δραστηριότητα ορισμένες πράξεις συναλλάγματος, τις οποίες πραγματοποιεί ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δυνάμει ρητρών συμβάσεως δανείου σε ξένο νόμισμα, οι οποίες συνίστανται στον καθορισμό του ποσού του δανείου βάσει της τιμής αγοράς του ξένου νομίσματος που ισχύει κατά τον χρόνο της αποδεσμεύσεως των κεφαλαίων και στον καθορισμό των ποσών των μηνιαίων δόσεων βάσει της τιμής πωλήσεως του εν λόγω ξένου νομίσματος που ισχύει κατά τον υπολογισμό κάθε μηνιαίας δόσεως. Συνεπώς, το πιστωτικό ίδρυμα δεν υπόκειται στις υποχρεώσεις σε θέματα αξιολογήσεως ή καταλληλότητας της προς παροχή υπηρεσίας, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 19 της Οδηγίας. 2. Δάνειο σε ξένο νόμισμα ή δάνειο με ρήτρα (αξίας) ξένου νομίσματος; 2.1 Ο όρος περί του τρόπου εξόφλησης του δανείου Στις εξεταζόμενες δανειακές συμβάσεις συναντάται ο εξής διατυπωμένος - με μικρές παραλλαγές- όρος : «Εφ όσον το Δάνειο ή οποιοδήποτε τμήμα αυτού χορηγηθεί σε συνάλλαγμα, ο Οφειλέτης υποχρεούται να εκπληρώσει τις εντεύθεν υποχρεώσεις του προς την Τράπεζα είτε στο νόμισμα της χορήγησης, είτε σε ευρώ με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος την ημέρα της καταβολής». Σύμφωνα με το άρθρο 806 ΑΚ, δάνειο είναι η σύμβαση με την οποία ο ένας συμβαλλόμενος (δανειστής) μεταβιβάζει στον άλλο συμβαλλόμενο (οφειλέτη) χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα κατά κυριότητα, ο δε οφειλέτης υποχρεούται, με τη λήξη της συμβάσεως, να επιστρέψει πράγματα της ίδιας 24
ποσότητας και ποιότητας 44. Επομένως, το δάνειο είναι επιστρεπτέο στο νόμισμα που έχει χορηγηθεί. Σύγχυση, ωστόσο, έχει δημιουργηθεί σχετικά με το νόμισμα συνομολόγησης των εν λόγω δανείων. Στη σύγχυση συνηγορεί η ευχέρεια που φαίνεται ότι παρέχεται διαζευκτικά από τις τράπεζες προς τους δανειολήπτες, να αποπληρώσουν είτε σε ελβετικά φράγκα, είτε σε ευρώ. Οι δανείστριες τράπεζες και μεγάλο μέρος της θεωρίας υποστηρίζει ότι το νόμισμα εκταμίευσης των δανείων ήταν το ελβετικό φράγκο και γι αυτό το λόγο η καταβολή του δανεισθέντος κεφαλαίου πρέπει να γίνει σε ελβετικό φράγκο. Ωστόσο, οι συμβάσεις που εξετάζονται παρουσιάζουν ένα παράδοξο. Ανεξάρτητα από τις διαφορές στους όρους και τις διατυπώσεις αυτών, κοινό στοιχείο όλων στην λειτουργία τους είναι ότι η μοναδική εκταμίευση που λάμβανε χώρα γινόταν σε ευρώ, ενώ και για την εξόφληση των δόσεων ο οφειλέτης κατέβαλε επίσης ευρώ. Με αφορμή αυτό, έχει υποστηριχθεί ο χαρακτηρισμός των νομισματικών ρητρών που περιέχονται στις συμβάσεις ως ρήτρες ξένου νομίσματος ή αξίας σε ξένο νόμισμα, οι οποίες αποτελούν ασφαλιστικές ρήτρες. Η ρήτρα ξένου νομίσματος ή συναλλάγματος αφορά στη συμφωνία ότι αντί του εγχώριου νομίσματος, το οποίο θα έπρεπε να συνιστά την καταβολή, θα καταβάλλεται ένα ποσό αλλοδαπού νομίσματος ή συναλλάγματος ή ποσό εγχώριου νομίσματος, το οποίο θα αντιστοιχεί κατ αξίαν στο συμφωνημένο ποσό του αλλοδαπού νομίσματος ή συναλλάγματος κατά την ημέρα της πληρωμής 45. Λίγο διαφορετική, η ρήτρα αξίας σε ξένο νόμισμα συνίσταται στο ότι ναι μεν η αντιπαροχή του οφειλέτη θα γίνεται στο ίδιο νόμισμα με την παροχή του δανειστή, κατά κανόνα στο εγχώριο νόμισμα, πλην όμως το ποσό της αντιπαροχής δεν είναι από την αρχή προσδιορισμένο. Αντίθετα, προσδιορίζεται από την τιμή ξένου νομίσματος ή συναλλάγματος κατά το χρόνο καταβολής 46. Στην προκειμένη περίπτωση, οι υποστηρικτές της εν λόγω άποψης, υποστηρίζουν ότι οι δανειακές συμβάσεις είχαν συνομολογηθεί στην πραγματικότητα σε ευρώ καθώς η εκταμίευση γινόταν σε ευρώ και άρα αυτό πρέπει να είναι το επιστρεπτέο νόμισμα. Ωστόσο, σύμφωνα με τις συμβατικές ρήτρες, το ποσό σε ευρώ θα μετατρεπόταν στην αντίστοιχη νομισματική ποσότητα ελβετικού φράγκου, βάσει της ισχύουσας κατά τον 44 Σπυριδάκης Μ.Ι., ό. π., 2004, 185. 45 Καλλιμόπουλος. Γ. Δ., Το δίκαιο του χρήματος, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1993, 224. 46 Σταθόπουλος Μιχ. Π., Επιτομή Γενικού Ενοχικού Δικαίου, Σάκκουλας, 2004, 227-229. 25
χρόνο καταβολής ισοτιμίας μεταξύ των δύο νομισμάτων. Η προσέγγιση αυτή όμως απέχει από την συμβατική πραγματικότητα αλλά και την σύγχρονη τραπεζική πρακτική. 2.2 Αυτούσιο και λογιστικό χρήμα Χρήμα είναι το μέσο πληρωμών που γίνεται δεκτό στις συναλλαγές. Υπό ευρεία έννοια αποτελεί μέτρο αξίας, ως μέσο συσχετισμού της σπουδαιότητας των προσφερόμενων σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο αγαθών και υπηρεσιών υπό τις κρατούσες αντικειμενικές συνθήκες και υποκειμενικές αντιλήψεις και φορέα αξίας, ως μέσο κτήσης των ιδίων αγαθών και υπηρεσιών 47. Ως αφηρημένη έννοια συγκεκριμενοποιείται στις συναλλαγές με τη μορφή του νομίσματος. Νόμισμα είναι κάθε μέσο πληρωμής που εκδίδεται από το Κράτος ή από εξουσιοδοτημένη απ αυτό υπηρεσία ως φορέας αξίας και το οποίο είναι προορισμένο για κυκλοφορία στις δημόσιες συναλλαγές 48. Εκτός από τα νομίσματα, χρήμα υπό ευρεία έννοια, χωρίς υλική υπόσταση ή με υπόσταση άλλη απ ότι τα χαρτονομίσματα και τα κέρματα θεωρείται πλέον το λεγόμενο «λογιστικό χρήμα». Παραδείγματα λογιστικού χρήματος αποτελούν οι καταθέσεις όψεως, αυτές δηλαδή που μπορεί να αναληφθούν κάθε στιγμή, το τραπεζικό έμβασμα (διαβίβαση μέσω τράπεζας ενός χρηματικού ποσού από τόπο σε τόπο), ο τραπεζικός γύρος (διαβίβαση χρηματικού ποσού με χρέωση ενός τραπεζικού λογαριασμού και πίστωση ενός άλλου) κλπ. Λογιστικό χρήμα αποτελεί ακόμη το συνάλλαγμα, που συνίσταται στις απαιτήσεις ή οφειλές ξένων νομισμάτων, σε αντίθεση με τα τραπεζογραμμάτια που νοούνται ως αυτούσιο χρήμα. Με τη χρήση του λογιστικού χρήματος αποφεύγεται η αυτούσια καταβολή χρήματος και η πληρωμή γίνεται με λογιστική μεταφορά του ποσού από έναν λογαριασμό σε άλλον, δηλαδή χρέωση του λογαριασμού του οφειλέτη και πίστωση του λογαριασμού του δανειστή 49. Με την έκδοση από το δικαιούχο εντολής για τη μεταφορά του λογαριασμού ή μέρους αυτού στον λογαριασμό άλλου προσώπου εκπληρώνεται ο 47 Καλαμίτσης Σωτήρης, ό. π., 1995, 43-48. 48 Καλαμίτσης Σωτήρης, ό. π., 1995, 49. 49 Γεωργιάδης Απόστολος Σ., Ενοχικό Δίκαιο, Γενικός Μέρος, 2 η έκδοση, Π. Ν. Σάκκουλας-Δίκαιο και Οικονομία, 2015, 125. 26
ίδιος ακριβώς σκοπός, όπως και με την καταβολή νομισμάτων. Και ειδικότερα, στον δανεισμό σε εγχώριο νόμισμα η οφειλή γεννάται και εκπληρώνεται όχι σε αυτούσιο υλικό χρήμα, καθώς ο οφειλέτης δε λαμβάνει στην κυριότητά του χρηματικές μονάδες με τη μορφή νομισμάτων, αλλά γίνεται πίστωση του λογαριασμού του. Η καταβολή καθίσταται έτσι πιο απλή και αποφεύγονται οι κίνδυνοι και οι δυσχέρειες της αυτούσιας καταβολής και υλικής μεταφοράς χρημάτων. Η χρήση λογιστικού χρήματος για πληρωμές είναι σήμερα ευρύτατη, σε βαθμό που οι πληρωμές με χαρτονομίσματα έχουν σε πολλές συναλλαγές, ιδίως μετά την επιβολής κεφαλαιακών περιορισμών, αντικατασταθεί από τις πληρωμές μέσω τραπεζικών λογαριασμών 50. 2.3 Η λογιστική καταβολή του ποσού Σε συνέχεια των ανωτέρω, αναγκαίο στοιχείο του δανείου είναι η ύπαρξη καταρτισμένης σύμβασης κατά τους όρους των άρθρων 185-195 ΑΚ και η παράδοση και μεταβίβαση της κυριότητας των πραγμάτων από τον δανειστή στον οφειλέτη. Κατά την κρατούσα στη θεωρία άποψη αλλά όπως έχει κριθεί και επανειλημμένα από τη νομολογία 51, το δάνειο θεωρείται παραδοτική (re καταρτιζόμενη) σύμβαση. Απαιτείται, λοιπόν, για την κατάρτισή του μεταβίβαση της κυριότητας των πραγμάτων από τον δανειοδότη στον δανειολήπτη 52. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ωστόσο, αναγνωρίζεται, η δυνατότητα, συνομολόγησης συναινετικού δανείου, έτσι ώστε για την επιτυχή ολοκλήρωση της σύμβασης να μην απαιτείται προηγουμένως η μεταβίβαση του νομίσματος αλλά να αρκεί και μόνη η συμφωνία των μερών. Προβάλλεται δηλαδή ότι στη βάση της αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων και του ενδοτικού χαρακτήρα της 806 ΑΚ, το δάνειο μπορεί να είναι συναινετική σύμβαση 53. Το συναινετικό δάνειο διέπεται επίσης από τις 806 επ. ΑΚ και αποτελεί οριστική σύμβαση, με την οποία ο δανειστής αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταβιβάσει στον οφειλέτη την κυριότητα αντικαταστατών πραγμάτων 54. Η καταβολή του δανείσματος σε μεταγενέστερο χρόνο γίνεται σε 50 Σταθόπουλος Μιχ. Π., ό. π., 2004, 223-224. 51 1327/2001 ΑΠ ΝοΒ 50, 1461, 265/2000 ΑΠ ΕλλΔνη 41, 1303, 1130/1974 ΑΠ ΑρχΝ 26, 380. 52 Γεωργιάδης Σ. Απόστολος, ό. π., 2015, 573-577. 53 Χασάπης Χρήστος Σ., ό. π., 2016, 48. 54 Γεωργιάδης Σ. Απόστολος., ό. π., 2015, 573-574. 27