ΣΑΚΗΣ ΤΟΤΛΗΣ. Το άγραφο χαρτί. Αφήγημα



Σχετικά έγγραφα
Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

Κάτι μου λέει πως αυτή η ιστορία δε θα έχει καλό

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Εικόνες: Eύα Καραντινού

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Κάποια μέρα, όπως όλοι παντρεύονται, έτσι παντρεύτηκε και ο Σοτός. Σον ρωτάει η γυναίκα του:

ΠΟΛΕΜΟΣ ΦΩΤΙΤΣΑΣ - ΣΤΑΓΟΝΙΤΣΑΣ

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Ο Αϊ-Βασίλης και...το όνομα του παιδιού σας...

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Παναγιώτης Πεϊκίδης PAE8397. Σενάριο μικρού μήκους

λινη βάση του κουνιστού αλόγου την είχε μισοφάει

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Το παραμύθι της αγάπης

ΤΟ ΓΙΟΡΝΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ

Μαθαίνω να κυκλοφορώ ΜΕ ΑΣΦΑΛΕΙΑ. Σεμινάρια Κυκλοφοριακής Αγωγής για παιδιά Δημοτικού 6-8 ετών. Ινστιτούτο Βιώσιμης Κινητικότητας & Δικτύων Μεταφορών

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΠΑΙΔΙΩΝ. Τραγούδι:

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

«ΠΩΣ Ν ΑΛΛΑΞΟΥΜΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ!!!» ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: «ΗΤΕΧΝΗ ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ» ΤΜΗΜΑ ΕΝΤΑΞΗΣ ΟΜΑΔΑ Γ (ΜΑΘΗΤΕΣ Γ ΤΑΞΗΣ)

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΧΕ ΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΘΕΜΑ: εξιότητες κοψίματος Σβούρες ΤΑΞΗ: Α-Β

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

Όταν η μαμά έχει στομία

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Αντώνης Πασχαλία Στέλλα Α.

2 ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΛΕΝΗ ΚΟΤΣΙΡΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΖΑΝΝΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ ΠΕΙΡΑΙΑ Β ΤΑΞΗ ΤΙΤΛΟΣ: «ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ-ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΑΙΡΗ»

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

ΜΕΡΟΣ Ι. Τυμπανιστής:

Ένας δράκος στην Ανάποδη Παραμυθοχώρα


O πιο. άγγελος. μικρός. Xίλντε Κέλερ-Τιμ. εικόνες: Στέφανι Ράιχ


Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Ο Τόμπυ και οι Μέλισσες

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ. Μαύρα, σαν τον έβενο, μαλλιά

Ο Φώτης και η Φωτεινή

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

Σακιδη Δανάη του Αλέξανδρου, 13 ετών

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Η μαμά μου είναι υπέροχη και με κάνει να γελάω! Μερικές φορές όμως θυμώνει. επειδή μπερδεύω το φ και το θ. Όμως έχω την καλύτερη μαμά σε ολόκληρο

Ίνγκο Ζίγκνερ. Ο μικρός δράκος. Καρύδας. Ταξίδι στον Βόρειο Πόλο. Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα ολοκαίνουριο κόκκινο τετράδιο. Ζούσε ευτυχισμένο με την τετραδοοικογένειά του στα ράφια ενός κεντρικού βιβλιοπωλείου.

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

Κατερίνα Χριστόγερου. Είμαι 3 και μπορώ. Δραστηριότητες για παιδιά από 3 ετών

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΕΚ ΓΕΝΕΤΗΣ ΤΥΦΛΟΥ (Ιω. 9, 1-38)

Ξέρεις ένα μικρό χω ριου δάκι μπροστά

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

ΤΟ ΜΟΙΡΑΣΜΑ ΤΩΝ ΔΩΡΩΝ. Δυο μέρες πριν τα Χριστούγεννα, όλος ο κόσμος τρέχει στα

ο ροταϊός και ο βασιλιάς της Κάρμεν Ρουγγέρη εικονογράφηση Λαυρέντης Χωραΐτης

ΑΝ ΚΑΙ ΖΩ ΣΤΟΝ ΒΥΘΌ, το ξέρω καλά πια. Ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους και να τους πεις όσα θέλεις είναι να γράψεις ένα

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Γεννηθήκαμε και υπήρξαμε μωρά. Κλαίγαμε, τρώγαμε, γελάγαμε, κοιμόμασταν, ξυπνάγαμε, λερωνόμασταν.

Ιωάννα Κυρίτση. Η μπουγάδα. του Αι-Βασίλη. Εικονογράφηση Ελίζα Βαβούρη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Κρατς! Κρουτς! Αχ! Ουχ!

THE ENGLISH SCHOOL ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Όπου η Μαριόν μεγαλώνει αλλά όχι πολύ σε μια βόρεια πόλη

Μια φορά και ένα καιρό, σε μια μουντή και άχρωμη πόλη κάπου στο μέλλον, ζούσαν τρία γουρουνάκια με τον παππού τους. Ο Ανδρόγεως, το Θρασάκι και ο

Η χριστουγεννιάτικη περιπέτεια του Ηλία

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

Down. Πηγή: kosmos/item/ down- syndrome- pos- eipa- ston- gio- mou- pos- exei- syndromo- down

Δουλεύει, τοποθετώντας τούβλα το ένα πάνω στο άλλο.

Transcript:

ΣΑΚΗΣ ΤΟΤΛΗΣ Το άγραφο χαρτί Αφήγημα ΑΘΗΝΑ 2010

Σάκης Τότλης Το άγραφο χαρτί 2010 Εκδόσεις ΠΟΤΑΜΟΣ & Σάκης Τότλης Επιμέλεια: Γιούλα Κουγιά Σχεδιασμός έκδοσης: Βίβιαν Γιούρη Εκτύπωση: Μητρόπολις ΑΕ Εκδόσεις ΠΟΤΑΜΟΣ Ξενοκράτους 48, 106 76 Αθήνα, τηλ. 210 7231271, fax 210 7254629 www.potamos.com.gr, info@potamos.com.gr ΙSBN 978-960-6691-73-7

a Θυμάμαι τις παράγκες δίπλα στον γκρεμό. Αυτές είναι οι πρώτες εικόνες που έχω στο μυαλό μου. Θυμάμαι που ήταν πράσινες. Ένα σβησμένο λαδοπράσινο πολύ όμορφο....θυμάμαι κάτω στο λόγκο έναν άνθρωπο μικρό από τη μεγάλη απόσταση, ένα τοσοδά μπαρμπαδάκι. Μας φώναζε να πάμε κάτω. Εεε... ελααάτε!... Ελααάτε κααάτωω!... Η φωνή του έφτανε πολύ αδύνατη από την απόσταση και τον αέρα. Ήμουν με τ αδέρφια μου. Σκαλωμένοι οι τρεις μας στο βράχο, στην άκρη του γκρεμού, χωρίς κάγκελα ή ένα σύρμα έστω. Με απορία και μεγάλο θαυμασμό για όλα. Για το μικροσκοπικό ανθρωπάκι, που μας φώναζε να ριχτούμε στο κενό. Για το κενό πάνω από το μεγάλο κάμπο. Για τον αέρα που μας πάλευε κι έπαιρνε τη 7

ΣΑΚΗΣ ΤΟΤΛΗΣ φωνή του. Για τη μικρή φωνή του, που ερχόταν αδύναμη από μακριά, αλλά που ήταν ένα κάλεσμα πολύ καθαρό, φοβερό και μαγνητικό μαζί. Ελαααάτε καααάτωω!... Γιατί μας φώναζε; Τι ήθελε; Τα είχαμε χαμένα με αυτήν την άμεση εντολή, που πρόσταζε κάτι τόσο παράλογο, αν και δε βλέπαμε ακριβώς τον παραλογισμό της, ούτε το χιούμορ της κι είχαμε μπερδευτεί πολύ όλοι. Ήμασταν μικροί και δεν μπορούσαμε να αγνοήσουμε μια προσταγή που ερχόταν από κάποιον μεγάλο. Ξέραμε ότι οι προσταγές των μεγάλων είναι απόλυτες και αυτοδίκαιες πάντα. Αλλά και πάλι τι να κάναμε; Να πέφταμε στον γκρεμό; Εεε... ελαααάτε!... Ελαααάτε καααάτωω!... Μείναμε σκαλωμένοι πάνω στο βράχο τελικά, μια κοιτώντας βουβά απορημένοι ο ένας τον άλλο, μια κοιτώντας κάτω στον κάμπο το μικρό μπαρμπαδάκι. Έκθαμβοι πάνω από το χάος και μπερδεμένοι για πάντα....θυμάμαι ένα βράδυ χωρίς φώτα και πολλά παγωμένα αστέρια στον μαύρο ουρανό....θυμάμαι έναν πολύ δυνατό αέρα που ταρακουνούσε την παράγκα, λες και θα τη σήκωνε να την 8

ΤΟ ΑΓΡΑΦΟ ΧΑΡΤΙ πετάξει στον γκρεμό. Ένας βλάχος γείτονας φώναζε από δίπλα στην κακή του μοίρα. Ορέεε... Τι σπίτια από τεφτέρια είναι αυτά, ορέ... Δυνατή μες στο θυμωμένο βουητό του αέρα η βλάχικη φωνή του! Τον ακούγαμε πεντακάθαρα από το διπλανό δωμάτιο σαν να ήταν στο δικό μας. Είδες πώς τα λέει ο βλάχος; γελούσε η μάνα μου ψιθυριστά, για να μην την ακούσουν. Ε, ο βλάχος τα λέει βλάχικα, απαντούσε σοβαρός ο μπαμπάς μου, το ίδιο σιγά κι αυτός. Ζούσαμε στις παράγκες, γιατί μας είχαν κάψει το σπίτι οι Γερμανοί. Κι ο μπαρμπα-στέργιος στο διπλανό δωμάτιο με τη φαμίλια του. «Πυροπαθείς» είναι ο πρώτος χαρακτηρισμός που θυμάμαι για μας, για μένα. Φαινόταν πολύ σοβαρός κι επίσημος. Θετικός, σαν τίτλος τιμής....θυμάμαι χιόνι ένα πρωί στην αγκαλιά μας, πάνω στο πάπλωμα. Είχε χιονίσει αθόρυβα το βράδυ πάνω μας από ένα άνοιγμα στο ταβάνι της παράγκας. Ήταν η πρώτη μου φορά που έβλεπα χιόνι. Το θυμάμαι αφράτο, άσπρο, αστραφτερό μια πιθαμή από τα μάτια μας μόλις τα ανοίξαμε αγουροξυπνημένοι. Ήταν ένα θέαμα συναρπαστικό! «Χιόνι! Χιόνι!» ξεφωνίζαμε θαυμαστικά, ευχάριστα αιφνιδιασμένοι, και είχε μια απίστευτη φρεσκάδα 9

ΣΑΚΗΣ ΤΟΤΛΗΣ γύρω μας ο κρύος πρωινός αέρας. Κοιμόμασταν σκεπασμένοι με το ίδιο τεράστιο πάπλωμα όλοι, σε ένα στρώμα απλωμένο κάτω στο πάτωμα της παράγκας. Ο μπαμπάς μου από αριστερά, η μάνα μου, τα αδέρφια μου κι εγώ, ο μικρότερος, άκρη άκρη....θυμάμαι ένα ρηχό αυλάκι, πολύ πλατύ, ανάμεσα στην παράγκα και τον μεγάλο γκρεμό. Τότε δεν ήξερα ακόμα πως όπου κι αν πας σ αυτήν την πόλη, θα είσαι κοντά σε κάποιο τρεχούμενο νερό ή σε κάποιον γκρεμό. Έβλεπα τα ψαράκια στο καθαρό νερό, τόσο ζωντανά, τόσο γρήγορα το ένα πίσω από το άλλο, με μάτια φωτεινά και πολύ μεγάλα για το λιγνό τους σώμα....θυμάμαι τα κόκκινα σκουληκάκια στη λάσπη με τα παιχνιδιάρικα σχέδια του ήλιου στο ρηχό νερό. Λικνίζονταν όρθια μες στην τρύπα τους. Όταν άπλωνες το χέρι σου, τσουπ, τραβιόντουσαν μέσα....παραδίπλα από τις παράγκες ήταν ο «Παράδεισος», καταπράσινο εξοχικό κέντρο με ένα δάσος καρέκλες αραδιασμένες στο χείλος του γκρεμού, γεμάτο παιδιά τα πρωινά που δεν δούλευε πολύ. Θυμάμαι κάναμε τρουλωτά φουρνάκια από λάσπη στη σκιερή αυλή του. Μαζεύαμε μια τούφα ψιλό χώμα, το πατικώναμε γερά με τις χούφτες και το 10

ΤΟ ΑΓΡΑΦΟ ΧΑΡΤΙ ραντίζαμε σιγά σιγά με νερό από το αυλάκι. Σταγόνα σταγόνα έσταζε λαμπερό το νερό από τους κόμπους των δαχτύλων. Όχι από πολύ ψηλά, για να μη σκάβουν τρύπες στο ψιλό χώμα οι σταγόνες. Το νοτίζαμε προσεκτικά, παντού γύρω γύρω... Μετά ανοίγαμε μια τοξωτή πορτούλα στη λάσπη και αδειάζαμε από μέσα το στεγνό χώμα μ ένα ξυλάκι. Ήταν ένας τέλειος τρουλωτός φούρνος, που μύριζε φρέσκια λάσπη. Το στολίζαμε γύρω γύρω με τζιτζίνκες καπάκια από αναψυκτικά. Κατάσπαρτη η αυλή του «Παράδεισου» με πολύχρωμες τζιτζίνκες για μας... Δίπλα στον «Παράδεισο» θυμάμαι ένα πράσινο πάρκο με φιδωτά ποταμάκια. Εκεί που τελείωνε το γρασίδι του, πίσω από τα μεγάλα κυπαρίσσια, φαινόταν ένα τετράγωνο κτίριο με πολύ έντονη ώχρα στα ντουβάρια του. Θυμάμαι μια φορά ένα μεγάλο στρατιωτικό αυτοκίνητο που έστριψε στην αυλή και σταμάτησε μπροστά σε κείνο το αυστηρό κτίριο. Στην καρότσα του ήταν όρθιοι πεντέξι ταλαίπωροι αξύριστοι, με τσαλακωμένες στρατιωτικές χλαίνες ξεκούμπωτες. Τα χέρια τους ψηλά όλοι, δεμένα στις γυμνές αψίδες της καρότσας, που ήταν ξεσκέπαστη, χωρίς το χακί καναβάτσο της. 11

ΣΑΚΗΣ ΤΟΤΛΗΣ Το δωμάτιο-σπίτι Δε θυμάμαι πότε αλλάξαμε σπίτι. Θυμάμαι όμως πεντακάθαρα κάθε γωνιά του. Θυμάμαι το μπαούλο δίπλα στο παράθυρο, την ξυλόσομπα, το τραπέζι στη μέση του δωματίου. Ήταν πράσινο και τετράγωνο. Εκεί γίνονταν όλα. Εκεί τρώγαμε, εκεί διαβάζαμε, εκεί ζωγραφίζαμε, εκεί σιδέρωνε η μάνα μου. Εκεί ξυριζόταν κι ο μπαμπάς μου μετά το φαΐ, σκυμμένος στον μικρό καθρέφτη. Σαπούνιζε τα μάγουλά του με το πινέλο πολλή ώρα, σαν να τα έβαφε άσπρα σιγά σιγά, παντού, πολύ προσεκτικά. Τα φούσκωνε από μέσα μετά, για να πάρει με το ξυραφάκι τις τρίχες από τα δύσκολα σημεία. Μια με τη γλώσσα, μια με σκέτο αέρα, πολύ σοβαρός πάντα, παρά τις παράξενες γκριμάτσες του. Κανείς δεν τολμούσε να γελάσει. Ψαλίδιζε το μουστάκι του προσεκτικά. Του έπαιρνε ώρα ώσπου να μείνει κάπως ευχαριστημένος τελικά. Όταν ξεπλενόταν στο νεροχύτη πάνω από τη λεκάνη, μάζευε το νερό στη χούφτα του και μετά έσκυβε ξαφνικά και το πετούσε στο πρόσωπό του απότομα, βγάζοντας έναν πολύ δυνατό θόρυβο από το στόμα και τα ρουθούνια. Ξαφνικά και απότομα πάντα και πολύ δυνατά. Σαν να μάλωνε θυμωμένος με το νερό. 12

ΤΟ ΑΓΡΑΦΟ ΧΑΡΤΙ Ήταν φοβερός όταν θύμωνε. Και θύμωνε πολύ συχνά, με το παραμικρό. Δεν είχε καμιά ανοχή ποτέ με κανέναν. Φαινόταν σαν να έβραζε με κάποια βουβή ένταση, που τον σιγόκαιγε συνεχώς. Σαν να είχε όλη την ώρα ένα κερί αναμμένο κάπου, κρυφά, ακουμπισμένο στη σάρκα του. Ζούσε στο χείλος της έκρηξης συνεχώς. Ήταν σιωπηλός συνήθως, με μια πολύ φορτισμένη σιωπή γύρω του πάντα. Όταν μιλούσε, έδινε απόλυτες εντολές με τρομερή ένταση. Έλα δω! Πάνε κει! Κάνε αυτό! Τα βράδια, όταν μας έβαζε να κοιμηθούμε, απαιτούσε πολύ αυστηρά να σκεπαζόμαστε ως το λαιμό με τα χέρια μέσα. Οι κουβέρτες ως το λαιμό! Τα χέρια μέσα! Να μην τα βγάλει κανείς! Φώναζε αυστηρά κι έστηνε μετά το πρόσωπό του ακίνητο απέναντί μας, το σαγόνι προτεταμένο, μάτια αγριωπά, φρύδια σμιχτά, μέχρι να υπακούσουμε όλοι. Θυμάμαι τα αφόρητα βράδια, που έσκαγα από τη ζέστη κάτω από τις μάλλινες κουβέρτες, ώσπου να καταλαγιάσει κάπως δίπλα μου ακριβώς η φωτιά στην πυρωμένη ξυλόσομπα. Στο δωμάτιο περιφερόταν σαν λυτό θηρίο ο μπαμπάς μου. Περίμενα πότε 13

ΣΑΚΗΣ ΤΟΤΛΗΣ θα κλείσει το φως, για να βγάλω τα χέρια μου λίγο δίπλα από το λαιμό μου, να δροσιστώ κάπως. Δεν πιστεύω να έβγαλε τα χέρια του κανείς, φώναζε μες στο σκοτάδι. Τα μαζεύαμε αμέσως όλοι. Το πρωί, όταν έφευγε για τη δουλειά, ανακουφιζόταν το σπίτι σαν να έπαιρνε μαζί του όλο το σύννεφο της έντασης. Σ αυτά ήταν τέρας συνέπειας. Σπίτι-δουλειά κάθε μέρα χωρίς καμιά παρέκκλιση απολύτως, σαν να πηγαινοερχόταν πάνω σε ράγες. Ήταν οικογενειάρχης με τα όλα του και το έλεγε πολύ συχνά με καμάρι. Εμείς ξέραμε το δρομολόγιό του κι όλο το απαράλλαχτο καθημερινό του πρόγραμμα και ρυθμίζαμε ανάλογα το παιχνίδι και τις ψυχές μας, όπως τα μύδια στις παλίρροιες ανοίγουν με την πλημμυρίδα και κλείνουν με την άμπωτη. Όταν ερχόταν, λουφάζαμε κι εμείς, κι όταν έφευγε, ξεχνούσαμε αμέσως την ύπαρξή του εντελώς και γεμίζαμε το δωμάτιο με φωνές και ακατάπαυστη φασαρία σαν τζίνια απελευθερωμένα ξαφνικά από το μπουκάλι. Η μάνα μου έκανε περισσότερη φασαρία από όλους. Μιλούσε πολύ δυνατά όλη την ώρα. Μας έβαζε τις φωνές όταν έπρεπε και ποτέ περισσότερο από όσο έπρεπε. Φώναζε, γελούσε, τραγουδούσε με την κατσαρή φωνή της, ό,τι βάζει ο νους σου. 14

ΤΟ ΑΓΡΑΦΟ ΧΑΡΤΙ «Μαραμε-ε-έ-να τα γιού-ου-λια κι οι βιο-ο-ό-λες μαραμε-ε-έ-να και τα-α-α γιασεμια-α-α-ά...» Μάλωνε με όποιον την παραενοχλούσε. Θύμωνε εύκολα. Συγχωρούσε πολύ ευκολότερα. Είχε άποψη για όλα. Η γλώσσα της πήγαινε ροδάνι. Μας φρόντιζε συνέχεια. Από το πρωί ως το βράδυ ασταμάτητα. Έστρωνε, ξέστρωνε, έπλενε, σιδέρωνε, κεντούσε, έραβε, έπλεκε, μαγείρευε τρεις φορές την ημέρα. Κι εμείς κλωθογυρίζαμε συνεχώς γύρω από τα πόδια της. Όλα μέσα σε ένα δωμάτιο. Η παραμυθένια ξανθιά στη σκάλα Η πόρτα μας έβγαζε σε μια μικρή εσωτερική αυλή πλακόστρωτη και σε μια σκάλα με κίτρινα κάγκελα για το πάνω πάτωμα. Θυμάμαι μια πολύ όμορφη ξανθιά γυναίκα, με τα μαλλιά περμανάντ, να κατεβαίνει εκείνη την εσωτερική σκάλα. Όλο το μεγάλο σπιτικό ήταν στο πόδι. Μαζί της κατέβαιναν τη σκάλα θείες, γιαγιάδες, ξαδέρφες. Μια χαρούμενη κουστωδία. Γελούσαν ξαναμμένοι όλοι. Άλλος κρατούσε τις βαλίτσες της, άλλος της μιλούσε κολακευτικά. Όλοι αποζητούσαν την προσοχή της. Θα ήταν κάποιο σημαντικό πρόσωπο φαίνεται. Ήταν πολύ όμορφη. Ήταν σαν να ξεπροβοδούσαν 15

ΣΑΚΗΣ ΤΟΤΛΗΣ μια πεντάμορφη βασιλοπούλα, που θα έφευγε για πάντα στα ξένα. Την κοίταζα από απέναντι, από το δικό μας κεφαλόσκαλο, στο ισόγειο, που είχαμε βγει κι εμείς στην πόρτα, στην εσωτερική αυλή με το πλακόστρωτο, η μάνα μου και οι δύο αδελφοί μου. Ήταν το ωραιότερο πλάσμα. Σκάλες πολύ προσεκτικές τα μαλλιά της τα κατάξανθα. Άσπρη, κοκκινομάγουλη, μακιγιαρισμένη σαν κούκλα. Φορούσε ένα κατάλευκο φόρεμα με πολλά πλισέ, φρεσκοσιδερωμένα, του κουτιού. Έλαμπε στη μέση της χαρούμενης φασαρίας με μάγουλα ξαναμμένα. Ήταν η ομορφότερη εικόνα που είχαν δει τα μάτια μου ποτέ. «Πώς μου ρχεται να ορμήσω, να την αγκαλιάσω και να τη φιλήσω...» μου ξέφυγε στη μάνα μου παραδίπλα. «Α, ξέρετε τι είπε ο Στέφος;» φωνάζει η μάνα μου ξαφνικά πιο χαρούμενα και πιο δυνατά από όλους εκεί πέρα. «Πώς μου ρχεται να ορμήσω, να την αγκαλιάσω και να τη φιλήσω». Το είπε για να κερδίσει μια περίοπτη θέση στο επίκεντρο της γενικής προσοχής, όπως έκαναν όλοι. Και, πραγματικά, όλοι στράφηκαν με ιδιαίτερα αστραφτερά πρόσωπα προς τα μας και γέλασαν έντονα για λίγο, ένα έξτρα χαρούμενο μικρό κρεσέντο στη γενική ιλαρότητα, αλλά δε 16

ΤΟ ΑΓΡΑΦΟ ΧΑΡΤΙ σταμάτησε η χαρούμενη πομπή και ούτε δόθηκε καμιά ιδιαίτερη συνέχεια. Ήταν στιγμιαίο το κέρδος της. Εγώ είχα ζεματιστεί από το απρόσμενο ξεμπρόστιασμα το ξαφνικό, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω, ούτε να αξιολογήσω τι ακριβώς είχε συμβεί εκείνη τη στιγμή. Σίγουρα ήταν η πρώτη φορά που έχανα την εμπιστοσύνη μου στους ανθρώπους. Όχι πως έβαλα μυαλό από τότε, ούτε έμαθα να κρύβομαι από τους άλλους. Είμαι κι εγώ σαν τη μάνα μου: όταν έχω κάτι αληθινό που αρέσει στον άλλον, του το λέω. Γιατί να πάει χαμένη μια τόσο εύκολη γενναιοδωρία; Έξω από αυτήν την εικόνα, δε θυμάμαι τίποτα για κείνη την παραμυθένια ξανθιά στη σκάλα, πώς την έλεγαν, ποια ήταν. Πιθανώς κάποια νοικάρισσα στο πάνω πάτωμα και κείνη τη μέρα θα έφευγε, μάλλον, και την αποχαιρετούσαν όλοι. Ποιος ξέρει... Το πάνω πάτωμα Πάνω ήταν τέσσερα δωμάτια κι έμεναν τέσσερις οικογένειες. Δωμάτιο και οικογένεια. Με τον καιρό γνώρισα πολλές γυναίκες στο πάνω πάτωμα, γιατί οι άντρες έλειπαν συνήθως στις δουλειές τους. Ήταν 17

ΣΑΚΗΣ ΤΟΤΛΗΣ ξαδέρφες και θείες, παντρεμένες και ανύπαντρες, συγγενείς της μάνας μου, εκτός από μια άσχετη νοικάρισσα, που κι αυτή όμως τη φωνάζαμε «θεία». Η «θεία Ρίτσα» ήταν η πιο όμορφη και η πιο αστεία από όλες. Γελούσε, τραγουδούσε, αστειευόταν, συνήθως με πονηρά αστεία. Μιλούσε θαρρετά κι ανέμελα για τις συνήθειες των αντρών στο κρεβάτι ή στην τουαλέτα, κι όλες οι άλλες θείες γύρω της ξεραίνονταν στα γέλια. Θυμάμαι, έστελνε καμιά φορά μια μικρούλα ξαδέρφη μου, την Κίτσα, να ζητήσει από τη θεία Κατίνα στο διπλανό δωμάτιο «τη βούρτσα του θείου Νικηφόρου», επειδή η Κίτσα δε μιλούσε ακόμα καλά και τα έλεγε σπασμένα, κι έλεγε κάτι σαν:...θέλω την μπούγτσα, του Μπουγτσόγου... Δώσ του χάχανα όλες οι θείες από γύρω και οι ξαδέρφες. Αυτή η «μπούγτσα» τούς φαινόταν πολύ αστείο πράγμα. Ξεκαρδίζονταν με τ όνομά της και μόνο. Η γιαγιά Βαγγελή έμενε πάνω κι αυτή. Δικό της ήταν το σπίτι. Ήταν η αδελφή της γιαγιάς μου γιαγιά μου κι αυτή: η αδερφή της μάνας της μάνας μου. Ένας από κείνους τους ανθρώπους που δε λένε όχι ποτέ σε κανέναν. Η ζωή είχε κάνει αλοιφή τη βούλησή της. Την είχε κάνει όλη μέλι. Ασχολιόταν αποκλειστικά και μόνο με τα «ναι» 18

ΤΟ ΑΓΡΑΦΟ ΧΑΡΤΙ της ζωής. Όταν μπορούσε να κάνει κάτι χρήσιμο για κάποιον, το έκανε αλλιώς δεν ενδιαφερόταν. Δεν την απασχολούσαν ποτέ τα «δεν», τα «μη», τα «όχι». Η χαρακτηριστική της έκφραση ήταν «Ουφ, καημένε...» Που σήμαινε: «Έλα, μωρέ, τώρα, καημένε, που θα ασχολούμαστε μ αυτά τα ασήμαντα πράγματα...» Το έλεγε πολύ συχνά για το καθετί. Τα πλαστικά ούλα στη μασέλα της ήταν κόκκινα, με ένα αφύσικα έντονο κόκκινο χρώμα. Κουνιόντουσαν πάνω κάτω όταν μιλούσε. Είχε κάτασπρη επιδερμίδα, πολύ απαλή, κι ας ήταν ζαρωμένη. Είχε και δύο μεγάλα μάτια γαλανά, εντελώς ήρεμα κι ακίνητα. Κοίταζε γύρω της σαν να μην έβλεπε, και αντιδρούσε πολύ σπάνια σε οτιδήποτε, και τότε, τις περισσότερες φορές, για να πει πάλι ένα από κείνα της τα «ουφ, καημεεένε!...» Στο δωμάτιό της υπήρχε κι ένας πολύ μεγάλος πίνακας ζωγραφικής με βαριά σκαλιστή κορνίζα. Ποτέ δεν κατάλαβα τι ακριβώς απεικόνιζε. Ήταν οριζόντιος, πάνω από το μεγάλο κρεβάτι, και μαύρος, πίσσα όλος. Μπροστά από ένα σκοτεινό άνοιγμα, κάποιας πολύ σκοτεινής σπηλιάς μάλλον, ήταν ξαπλωμένος κάτω στο χώμα προς τα αριστερά ένας άνθρωπος, άντρας ή γυναίκα, με ένα κόκκινο σεντόνι στην πλάτη, μεγάλη μύτη και 19

ΣΑΚΗΣ ΤΟΤΛΗΣ μάτια μαύρα, ακίνητα, σαν να διάβαζε ένα χοντρό βιβλίο ή κάτι, που ήταν κάτω στο χώμα κι αυτό. Κοίταζε χαμηλά στο βιβλίο, με μισοσκυμμένο το κεφάλι, με το λαιμό γερμένο πολύ, σαν να ήταν πιασμένος, και έπεφταν προς τα κάτω πολύ μακριά, πολύ σκούρα καφέ μαλλιά, που έφεγγαν εδώ κι εκεί με ξανθό φως. Χάζευα κάθε φορά μπροστά σε κείνο τον πίνακα, αλλά ποτέ δεν μπόρεσα να βγάλω καθαρό συμπέρασμα από τις λεπτομέρειές του όλες. Ήταν σαν μισοσκόταδο, σαν να μην είχαν ανάψει το φως κι έμπαινε λίγος ήλιος από κάπου κι έπεφτε στα σαντάλια του, στα χέρια του, στο πρόσωπο από τη μια μεριά και στα μαλλιά εδώ κι εκεί σε λίγα φωτεινά σημεία. Σε κείνο το δωμάτιο υπήρχε κι ένα μεγάλο τζάκι πέτρινο. Η πιο θαυμαστή και τρομερή κατασκευή σε όλο το σπίτι. Το άνοιγμά του έχασκε μαύρο σαν χαμηλή πόρτα ορθάνοιχτη συνεχώς, που έβγαζε ποιος ξέρει πού. Φοβόσουν ακόμα και να σκύψεις μέσα για να κοιτάξεις προς τα πάνω. Σε κείνο το δωμάτιο, μαζί με τη γιαγιά, έμενε και η Μάγδα, μια ξαδέρφη μου όχι ιδιαίτερα έξυπνη, που έβρεχε το στρώμα της και μύριζε βαριά όλο το δωμάτιο. Πολύ παράξενο δωμάτιο αλήθεια. 20