ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ/ΠΑΙΔΙ/0609(ΒΕ)/04

Σχετικά έγγραφα
ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ. Προσεγγίσεις στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του σχολείου

ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ/ΠΑΙΔΙ/0609(ΒΕ)/04

ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ: Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ ΜΕ ΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

ΣΥΝΕΔΡΙΟ «ΠΡΟΩΘΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ: ΜΙΑ ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ»

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ. Λεωνίδας Κυριακίδης Τμήμα Επιστημών της Αγωγής, Πανεπιστήμιο Κύπρου

Ανάπτυξη Προγραμμάτων Επιμόρφωσης των Εκπαιδευτικών που Στηρίζονται στην Έρευνα για την Εκπαιδευτική Αποτελεσματικότητα: Η Δυναμική Προσέγγιση

ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΓΙΑ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΣΙΑΚΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ

International Conference Quality and Equity in Education: Theories, Applications and Potentials

Η ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΔΥΝΑΜΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΓΙΑ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ: ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

6 ECTS. Κανένα. ΑΜΑ 1: Εξηγούν την έννοια και τις αρμοδιότητες της διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού.

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΗΓΕΤΙΚΟΥ ΣΤΥΛ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ ΣΤΙΣ ΕΠΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΣΧΟΛΕΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Δημητρίου Δημήτρης Πανεπιστήμιο Κύπρου. Κυριακίδης Λεωνίδας

Η ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΙΕΘΝΩΝ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ: Η ΕΡΕΥΝΑ PISA

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΣΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ: ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Δημητρίου Δημήτρης Πανεπιστήμιο Κύπρου

Η ΕΠΙ ΡΑΣΗ ΤΟΥ ΗΓΕΤΙΚΟΥ ΣΤΥΛ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ ΣΤΙΣ ΕΠΙ ΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΩΝ ΗΜΟΤΙΚΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ Μια διεθνής διαχρονική έρευνα

Θ ε σ σ α λ ο ν ί κ η

Παρατήρηση διδασκαλίας. Εργαλείο βελτίωσης της εκπαιδευτικής αποτελεσματικότητας

Υποστήριξη Επαγγελματικής Μάθησης στο Περιφερειακό Γυμνάσιο Ξυλοφάγου Σχολική Χρονιά

ΕΡΕΥΝΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΧΩΡΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΣΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ: ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Oι πρακτικές του αποτελεσματικού εκπαιδευτικού στην Κύπρο. Ορφανός Στέλιος Πανεπιστήμιο Frederick

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ : ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ ΣΤΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΣΧΟΛΙΚΗΣ

Εξετάζοντας την Αποτελεσματικότητα των Εκπαιδευτικών στη Διδασκαλία της Φυσικής Αγωγής και των Μαθηματικών

Ανάπτυξη προγραμμάτων βελτίωσης της σχολικής αποτελεσματικότητας: μια δυναμική προσέγγιση

ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΣΧΕΔΙΟΥ ΔΡΑΣΗΣ ΓΙΑ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΣΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ

Παιδαγωγική ηγεσία και (αυτο)αξιολόγηση. Αυτοαξιολόγηση σχολικής μονάδας. Δρ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗΣ

Αναζητώντας θέμα έρευνας: ορισμένες μεθοδολογικές παρατηρήσεις. Δρ. Ηλίας Μαυροειδής

Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε. Π.Μ.Σ. ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΣΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΘΗΣΗΣ: ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Ανασκόπηση Βιβλιογραφίας. Δρ. Ιωάννης Γκιόσος

Διάγραμμα Μαθήματος. Κωδικός Μαθήματος Τίτλος Μαθήματος Πιστωτικές Μονάδες ECTS EDUG-552 Εφαρμογές της Τεχνολογίας στην Ειδική Εκπαίδευση

ΜΕΤΑ-ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΡΕΥΝΩΝ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ: ΠΡΟΣ ΕΝΑ ΥΝΑΜΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Διδάσκοντας Φυσικές Επιστήμες

Το πρόγραμμα PETALL. Πανευρωπαϊκές Δραστηριότητες για την Εκμάθηση Γλωσσών Πρόταση διεξαγωγής σεμιναρίου σε εθνικό επίπεδο.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΡΑΘΕΟΔΩΡΗΣ 2008

Διερεύνηση κινήτρων μάθησης Χημείας και Φυσικής μεταξύ φοιτητών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης

Το Πρόγραµµα του Λειτουργικού Αναλφαβητισµού στην Κύπρο

Ποσοτικές ερευνητικές προσεγγίσεις

ΕΡΕΥΝΑ ΜΕ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ: Από τη θεωρία στην εφαρμογή

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ. Διάλεξη 8 Εφαρμογές της στατιστικής στην έρευνα - Ι. Υπεύθυνος Καθηγητής Χατζηγεωργιάδης Αντώνης

Παρακολούθηση Διδασκαλίας στη βάση του Δυναμικού Μοντέλου Εκπαιδευτικής Αποτελεσματικότητας. Μαργαρίτα Χριστοφορίδου 28 Νοεμβρίου 2013

Από τη θεωρία στην εφαρμογή

Δρ. Μαρία Μαχαιρίδου Καθ. Φυσικής Αγωγής Project Coordinator Πρότυπο Πειραματικό Γυμνάσιο Πανεπιστημίου Μακεδονίας

Χαρακτηριστικά αποτελεσματικής διδασκαλίας στην Άλγεβρα Β Λυκείου: Ανάπτυξη και εγκυροποίηση ενός δυναμικού μοντέλου εκπαιδευτικής αποτελεσματικότητας

ΣΥΧΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ TIMSS

Εκπαιδευτική Ψυχολογία

Έρευνες με χρήση φορητής μάθησης στα Μαθηματικά

(Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε.) ΠΑΡΑΔΟΤΕΟ Δ3-5_3 1 ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΕ ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ. Vocational Technology Enhanced Learning (VocTEL) 2015

Η οικολογία της σχολικής τάξης ΙΙ

þÿ ¼ ¼± Ä Â ÆÅùº  ÃÄ ½

Νέες τεχνολογίες. στην εκπαίδευση. ΜΑΡΙΑ Γ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ ΠΕ02 M.Ed. ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ

Ηγεσία Ομάδων στην εκπαίδευση

Εντοπισμός, οριοθέτηση και διατύπωση ερευνητικού προβλήματος

Εισαγωγή Η ανάγκη ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ της αυτοαξιολογησης της ΣΧΟΛΙΚΗΣ μονάδας για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της

þÿ¼ ½ ±Â : ÁÌ» Â Ä Å ÃÄ ²µ þÿä Å ÃÇ»¹º Í Á³ Å

þÿ ÀÌ Ä º± µä À ¹ ¼ ½

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΝ ΜΑΘΗΜΑ 943 ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΣΤΗ ΦΥΣΙΚΗ ΑΓΩΓΗ

Η Επίδραση ενός Ευρωπαϊκού Προγράμματος Σχολικής Βελτίωσης στην Προώθηση της. Ποιότητας και Ισότητας στην Εκπαίδευση

H ΕΡΕΥΝΑ ΣΕ ΣΧΟΛΙΚΗ ΒΑΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΡΑ. Χαράλαμπος Χαραλάμπους Τμήμα Επιστημών της Αγωγής, Πανεπιστήμιο Κύπρου

Αξιολόγηση Εκπαιδευτικού Έργου. Επιλεγόµενο. Μάστερ (2 ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

Στόχος της ψυχολογικής έρευνας:

Διάγραμμα Μαθήματος. Σελίδα1 8

ΟΜΑΔΟΠΟΙΗΣΗ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

1ο Πανελλήνιο Συνέδριο. MoodleMoot 2017

Επιστημολογικές πεποιθήσεις για τα μαθηματικά και επίδοση σε αριθμητικά έργα με το μηδέν

ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΚΥΠΡΟΥ

Διαφορές στις επιδόσεις αγοριών και κοριτσιών στις Φυσικές Επιστήμες: Μια μετα-ανάλυση

Επιμορφωτικό Σεμινάριο. Διαφοροποίηση της διδασκαλίας σε πολυπολιτισμικές τάξεις

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΠΑ71Κ / Διαχείριση αλλαγής, σχολική αποτελεσματικότητα και στρατηγικός σχεδιασμός

Στόχοι Συνάντησης. Λευκή Κουρέα,Ph.D. Πανεπιστήμιο Κύπρου. Ανασχεδιασμός σχολικών μονάδων προς την ποικιλομορφία του μαθητικού πληθυσμού

Αποτελέσματα Έργου EUfolio

Πανεπιστήμιο Πατρών Π.Τ.Δ.Ε. - Κέντρο Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης. Θέμα εργασίας : «Η επαγγελματική ικανοποίηση των εκπαιδευτικών» Μπούτσκου Λεμονιά

Μαθητές από μειονεκτικά περιβάλλοντα. Μονογονεϊκές οικογένειες

Με την ολοκλήρωση του μαθήματος ο διδασκόμενος αναμένεται να είναι σε θέση να:

Σειρά: Επεξεργασία Δεδομένων Εκδοση/Ημ.νία: #3.1/ Συγγραφέας: Μίχος Θεόδωρος, Φυσικός

þÿ ½ Á Å, ˆ»µ½± Neapolis University þÿ Á̳Á±¼¼± ¼Ìù±Â ¹ º à Â, Ç» Ÿ¹º ½ ¼¹ºÎ½ À¹ÃÄ ¼Î½ º±¹ ¹ º à  þÿ ±½µÀ¹ÃÄ ¼¹ µ À»¹Â Æ Å

ΜΑΘΗΤΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ: ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΒΕΛΤΙΩΣΗ»

Μεθοδολογία των Επιστημών του Ανθρώπου: Στατιστική

Η πρόληψη των κατακλίσεων σε βαριά πάσχοντες και η χρήση ειδικών στρωμάτων για την πρόληψη και αντιμετώπιση των κατακλίσεων

2. Μοντέλα Ερευνας Γενικά Μοντέλα έρευνας

Σπύρος Φερεντίνος, Σχολικός Σύμβουλος Μαθηματικών Γ Αθήνας Κατερίνα Κασιμάτη, Επίκουρος Καθηγήτρια ΑΣΠΑΙΤΕ

ΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΤΩΝ ΥΟ ΦΥΛΩΝ ΣΤO ΠΛΑΙΣΙO THΣ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΝΟΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΜΙΚΟΥ ΣΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΤΗΣ Β/ΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠ/ΣΗΣ

ΕΠΕΑΕΚ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΥ Τ.Ε.Φ.Α.Α.ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ - ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ

ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ Ι

Εκπαιδευτική Διαδικασία και Μάθηση στο Νηπιαγωγείο Ενότητα 2: Μάθηση & διδασκαλία στην προσχολική εκπαίδευση: βασικές αρχές

Συνάφεια μεταξύ ποιοτικών μεταβλητών. Εκδ. #3,

Ψηφιακές Τεχνολογίες βασικά θεωρητικά ζητήματα με αναφορά στη διαδικασία σχεδιασμού

Ενότητα Γ. Ερευνητικές Μέθοδοι και Τεχνικές Συλλογής και Παραγωγής Δεδομένων

Ενότητα 4 η : Ανάλυση ερευνητικών δεδομένων. Δημήτριος Σταμοβλάσης Φιλοσοφίας Παιδαγωγικής ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Διάγραμμα Μαθήματος. Σελίδα1 5

ΜΙΑ ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ: ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΩΝ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΕΝΟΣ ΛΥΚΕΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟ 2000 ΩΣ ΤΟ 2013.

ημιουργικότητα, Αυτοσχεδιασμός και Σύνθεση στη Μουσική Εκπαίδευση Κωδικός Μαθήματος: MUS 624 Θα ανακοινωθεί

648 Πρακτικά Συνεδρίου - ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ

7. ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ 8. ΠΗΓΕΣ 6. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Transcript:

ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ/ΠΑΙΔΙ/0609(ΒΕ)/04 Προωθώντας την Ποιότητα και την Ισότητα στην Εκπαίδευση: Ανάπτυξη, Εφαρμογή και Αξιολόγηση Παρεμβατικού Προγραμμάτος για Παροχή Ίσων Εκπαιδευτικών Ευκαιριών σε Όλους τους Μαθητές ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΔΡΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΧΗ ΙΣΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΕΥΚΑΙΡΙΩΝ - ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΟΥ ΜΟΝΤΕΛΟΥ Οι ερευνητές του Ανάδοχου Φορέα σε συνεργασία με τους ερευνητές του Συνεργαζόμενου Φορέα 2 (University of Oxford) και του Συνεργαζόμενου Φορέα 3 (University of Groningen) ανέπτυξαν το στατιστικό μοντέλο μέτρησης της επίδρασης του σχολείου και του εκπαιδευτικού στην παροχή ίσων εκπαιδευτικών ευκαιριών (βλ. Μοντέλο 3). Τα υφιστάμενα μοντέλα μέτρησης της εκπαιδευτικής αποτελεσματικότητας διερευνούν τη συμβολή του σχολείου και των εκπαιδευτικών στην πρόοδο που σημειώνουν οι μαθητές στις σχολικές τους επιδόσεις (Goldstein, 2003). Συνεπώς, τέτοια μοντέλα έχουν πολυεπίπεδη μορφή αφού αναφέρονται στο επίπεδο του μαθητή, της τάξης (του εκπαιδευτικού) και του σχολείου. Έχουν, επίσης, ως εξαρτημένη μεταβλητή την τελική επίδοση των μαθητών και ως μια από τις ανεξάρτητες μεταβλητές την αρχική επίδοση των μαθητών. Με τον τρόπο αυτό εξετάζεται η συμβολή του σχολείου (και του εκπαιδευτικού) στην πρόοδο που σημειώνει ο μαθητής κατά τη διάρκεια ενός σχολικού έτους (Snijders & Bosker, 1999). Στην τρίτη φάση της Έρευνας για την Εκπαιδευτική Αποτελεσματικότητα (ΕΕΑ), διερευνήθηκε η επίδραση του κοινωνικοοικονομικού επιπέδου των μαθητών στην επίδοσή τους και αναπτύχθηκαν θεωρητικά μοντέλα που αναφέρονται σε παράγοντες που επεξηγούν την αποτελεσματικότητα ανεξάρτητα από το αντικείμενο μάθησης και τα χαρακτηριστικά των υποκειμένων (Creemers 1994 Scheerens, 1992 Stringfield & Slavin, 1992). Έτσι, οι έρευνες στο χώρο της εκπαιδευτικής αποτελεσματικότητας κατά τη φάση αυτή οδήγησαν στη διερεύνηση ύπαρξης διαφοροποιημένης αποτελεσματικότητας (που συνδέεται με τη διάσταση της ισότητας) στο επίπεδο της τάξης και στο επίπεδο του σχολείου. Συγκεκριμένα, οι Jesson και Gray (1991) ανέπτυξαν το μοντέλο που χρησιμοποιεί η Έρευνα για τη Διαφοροποιημένη Αποτελεσματικότητα, το οποίο παρουσιάζεται πιο κάτω (βλ. Μοντέλο 1) και το οποίο υιοθετήθηκε και από άλλες έρευνες για εξέταση ύπαρξης διαφοροποιημένης αποτελεσματικότητας είτε σε ένα από τα πιο πάνω επίπεδα είτε και στα δύο (π.χ. Kyriakides, 2004, 2007 Nuttall, Goldstein, Prosser, & Rasbach, 1989 Strand, 2010). Πιο κάτω παρουσιάζονται αναλυτικά τα τρία μοντέλα που λήφθηκαν υπόψη, έτσι ώστε να καταλήξουν οι 1

ερευνητές του συγκεκριμένου προγράμματος στο προτεινόμενο μοντέλο για τους σκοπούς του συγκεκριμένου προγράμματος. 1. Το μοντέλο που χρησιμοποιεί η Έρευνα για τη Διαφοροποιημένη Αποτελεσματικότητα (general hierarchical linear model with random slopes) Το μοντέλο αυτό εντοπίζει το βαθμό στον οποίο οι εκπαιδευτικοί εκδηλώνουν διαφοροποιημένη αποτελεσματικότητα σε συγκεκριμένες μεταβλητές (κοινωνικοοικονομικό επίπεδο (ΚΟΕ), αρχική επίδοση, φύλο κτλ.). Με τον όρο διαφοροποιημένη αποτελεσματικότητα εννοείται ο βαθμός στον οποίο η συμβολή του εκπαιδευτικού και του σχολείου σε συγκεκριμένες ομάδες παιδιών είναι μεγαλύτερη από ότι σε άλλες. Η Έρευνα για τη Διαφοροποιημένη Αποτελεσματικότητα (ΕΔΑ) (Kyriakides, 2007 Strand, 2010), συνδέεται με την προσπάθεια της ΕΕΑ να αναπτύξει θεωρητικά μοντέλα που αναφέρονται σε παράγοντες οι οποίοι σχετίζονται με τη μαθησιακή πρόοδο (effectiveness factors). Ορισμένοι από τους παράγοντες αυτούς επεξηγούν την αποτελεσματικότητα ανεξάρτητα από το αντικείμενο μάθησης και τα χαρακτηριστικά των υποκειμένων (generic factors). Πιο κάτω παρουσιάζεται το στατιστικό μοντέλο που χρησιμοποιείται στο χώρο της ΕΔΑ και εντοπίζονται τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματά του. Το μοντέλο αυτό έχει επεκταθεί ώστε να αναφέρεται σε τρία επίπεδα (μαθητής, τάξη, σχολείο). Με τον τρόπο αυτό εξετάζεται η ύπαρξη διαφοροποιημένης αποτελεσματικότητας τόσο στο επίπεδο της τάξης όσο και στο επίπεδο του σχολείου (Campbell, Kyriakides, Muijs, & Robinson, 2004 Strand, 2010). Y ijk = β 0ijk + β 1jk Χ ijk β 0ijk = β 0 + V 0k + u 0jk + r ijk β 1jk = β 1 + V 1k + u 1jk και άρα προκύπτει το μοντέλο, Y ijk = β 0 + β 1 Χ 1ijk + V 1k + V 0k + u 0jk + u 1jk Χ 1ijk + r ijk όπου, Y = επίδοση του κάθε μαθητή στην τελική μέτρηση X = επίδοση του κάθε μαθητή στην αρχική μέτρηση i = επίπεδο του μαθητή j = επίπεδο της τάξης (του εκπαιδευτικού) k = επίπεδο του σχολείου 2

β 0ijk = σταθερά η οποία μεταβάλλεται στο επίπεδο του μαθητή, της τάξης και του σχολείου (random intercept) β 1jk = συντελεστής της μεταβλητής Χ 1 που μεταβάλλεται στο επίπεδο της τάξης και του σχολείου Πιο κάτω παρουσιάζεται το Διάγραμμα 1 που δείχνει τη σχέση ανάμεσα στην αρχική και τελική επίδοση των μαθητών ανά σχολείο. Στο διάγραμμα αυτό μπορεί κανείς να διακρίνει ότι η κλίση των τριών σχολείων διαφέρει. Σημειώνεται ότι όσο μεγαλύτερη είναι η κλίση, τόσο μεγαλύτερη είναι η επίδραση που ασκεί η αρχική επίδοση του μαθητή στην τελική του επίδοση. Έτσι, κανείς μπορεί να ισχυριστεί πως στο Σχολείο 3 τα τελικά μαθησιακά αποτελέσματα εξαρτούνται λιγότερο από τις επιδόσεις των μαθητών στη αρχή του σχολικού έτους. Με αντίστοιχο τρόπο, μπορεί κανείς να εξετάσει εάν ο συντελεστής που δείχνει τη σχέση της αρχικής επίδοσης με την τελική μεταβάλλεται από τάξη σε τάξη (Διάγραμμα 2). Σε περιπτώσεις που οι μεταβλητές είτε στο ένα επίπεδο είτε και στα δύο είναι στατιστικά σημαντικές, κανείς μπορεί να ισχυριστεί πως εμφανίζεται διαφοροποιημένη αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού ή/και του σχολείου ως προς την αρχική επίδοση. Το πιο πάνω μοντέλο μπορεί, επίσης, να χρησιμοποιηθεί για να εξεταστεί εάν υπάρχει διαφοροποιημένη αποτελεσματικότητα ως προς οποιανδήποτε άλλη μεταβλητή που βρίσκεται στο επίπεδο του μαθητή (π.χ. φύλο, ΚΟΕ, εθνότητα). Για παράδειγμα, το Διάγραμμα 1 μπορεί να δείχνει τη σχέση της τελικής επίδοσης με το ΚΟΕ. Σε αυτήν την περίπτωση, μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι στο Σχολείο 3 το ΚΟΕ του μαθητή επηρεάζει λιγότερο την τελική του επίδοση και άρα μαθητές που προέρχονται από χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα έχουν παρόμοια πιθανότητα να επιτύχουν στο σχολείο όπως και μαθητές που προέρχονται από ψηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα. Έτσι, το μοντέλο αυτό μπορεί να συνδεθεί με την προσπάθεια της ΕΕΑ να εντοπίσει την επίδραση που ασκεί το σχολείο στην μαθησιακή πρόοδο των παιδιών ανεξάρτητα από την «ομάδα» (ΚΟΕ, φύλο κτλ.) από την οποία προέρχονται. Y (2) Y (1) Y (3) Σχολείο 1 Σχολείο 2 Σχολείο 3 X Διάγραμμα 1 3

Y (2) Y (1) Y (3) Τάξη 1 Τάξη 2 Τάξη 3 X Διάγραμμα 2 Το πιο πάνω μοντέλο μπορεί, λοιπόν, να εντοπίσει εάν οι εκπαιδευτικοί ή/και τα σχολεία μπορούν να περιορίσουν την επίδραση που ασκούν τα δημογραφικά χαρακτηριστικά των μαθητών στην τελική τους επίδοση. Το γεγονός, όμως, ότι εντοπίζεται διαφοροποιημένη επίδραση δεν σημαίνει κατ ανάγκην ότι μειώνονται στατιστικά σημαντικά οι αρχικές διαφορές των μαθητών. Επίσης, η επικέντρωση σε ένα μόνο χαρακτηριστικό κάθε φορά (μεταβλητή) δεν επιτρέπει να εξεταστούν αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στα δημογραφικά χαρακτηριστικά των μαθητών (Creemers, Kyriakides, & Sammons, 2010). Τη σημασία του μειονεκτήματος αυτού μπορεί κανείς να την αντιληφθεί εάν λάβει υπόψη πορίσματα ερευνών που δείχνουν διαφορετικούς ρυθμούς μάθησης ανάμεσα σε αγόρια και κορίτσια ανάλογα με την εθνότητα από την οποία προέρχονται ή/και το ΚΟΕ τους (Opdenakker & Van Damme, 2000 Sylva, Melhuish, Sammons, Siraj-Blatchford, & Taggart, 2010 Thomas & Mortimore, 1996). Τέλος, το συγκεκριμένο μοντέλο δεν επιτρέπει τον καθορισμό ενός διακεκριμένου βαθμού που να δείχνει τη συμβολή του κάθε σχολείου ή/και εκπαιδευτικού ξεχωριστά στη μείωση των αρχικών διαφορών. Έτσι, δεν είναι δυνατή η σύγκριση των δύο διαστάσεων της σχολικής αποτελεσματικότητας (ισότητας και ποιότητας) (Kyriakides & Creemers, 2011). 2. Η επέκταση του δείκτη Gini Πολύ πρόσφατα, ο Kelly (υπό δημοσίευση) αξιοποίησε το δείκτη Gini για να μετρήσει τη διάσταση της ισότητας στα σχολεία από την πλευρά του βαθμού στον οποίο ένα σχολείο ή μια ομάδα σχολείων έχουν «δίκαιη» κατανομή στις επιδόσεις των μαθητών τους και η οποία ανταποκρίνεται σε μια δίκαιη κατανομή του μαθητικού τους πληθυσμού. Ο συντελεστής Gini αναπτύχθηκε από τον Corrado Gini το 1912 και είναι ένας δείκτης μέτρησης της στατιστικής 4

Αθροιστικό % της μεταβλητής y διασποράς που χρησιμοποιείται ευρέως σήμερα από οργανώσεις όπως τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης για τη μέτρηση της κατανομής του εισοδήματος και του πλούτου. Στο Διάγραμμα 3 παρουσιάζονται οι περιοχές Α και Β που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του δείκτη Gini, καθώς και η καμπύλη Lorenz. 100 80 Γραμμή Ισότητας 60 40 20 A B Καμπύλη Lorenz Gini = A/(A + B) 20 40 60 80 100 Αθροιστικό % της μεταβλητής x (πληθυσμός) Διάγραμμα 3 X Ενώ η καμπύλη Lorenz που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αντιπροσωπεύσει την κατανομή της επίδοσης των μαθητών σε κάθε σχολείο είναι δυνατό να είναι συνεχής, για τον εντοπισμό της ισότητας μόνο μεταβλητές σε συγκεκριμένα σημεία (values) έχουν νόημα, αφού τα αντίστοιχα δημογραφικά χαρακτηριστικά μετρούνται με τη βοήθεια διατακτικών κλιμάκων. Για αυτό, ο Kelly (υπό δημοσίευση) ανέπτυξε ένα δείκτη ισότητας στηριγμένο στο συντελεστή Gini (Gini-type «Attainment Equity Index (Æ)») που δίνεται από την πιο κάτω εξίσωση: Æ = 1 - (Χ k X k-1 ) (Y k + Y k-1 ) όπου, (Χ k, Y k ) είναι τα γνωστά σημεία πάνω στην καμπύλη Lorenz με Χ 0 = 0 και Χ n =1 και Υ 0 =0 και Υ n =1 Για σκοπούς υλοποίησης του πιο πάνω δείκτη, μπορεί κανείς να διακρίνει τους μαθητές σε ομάδες ανάλογα με την αρχική τους επίδοση και να παρακολουθήσει πως εξελίσσονται τα άτομα της κάθε ομάδας στο τέλος του σχολικού έτους. Πιο κάτω δείχνουμε δύο τρόπους εφαρμογής. Στην πρώτη περίπτωση διακρίνουμε τους μαθητές σε πέντε ομάδες ανάλογα με το αν βρίσκονται στο 20 ο, στο 40 ο, στο 60 ο, στο 80 ο ή στο τελευταίο εκατοστημόριο. Πιο κάτω φαίνεται η εξίσωση: 5

Æ R = 1 0.2 (Y k + Y k-1 ) με Χ k X k-1 = 0.2 Στη δεύτερη περίπτωση διακρίνουμε τους μαθητές σε δέκα κατηγορίες (10 ο εκατοστημόριο, 20 ο, 30 ο, 40 ο, 50 ο, 60 ο, 70 ο, 80 ο, 90 ο και τελευταίο εκατοστημόριο). Πιο κάτω φαίνεται η εξίσωση: Æ R = 1 0.1 (Y k + Y k-1 ) με Χ k X k-1 = 0.1 Προτού προχωρήσουμε στην υιοθέτηση του τρίτου μοντέλου, εφαρμόσαμε τον πιο πάνω δείκτη για να μετρήσουμε τη διάσταση της ισότητας σχολείων που συμμετείχαν σε έρευνες που διεξήγαγε η ερευνητική μας ομάδα την τελευταία δεκαετία (Creemers & Kyriakides, 2010 Kyriakides, 2005 Kyriakides, Campbell, & Gagatsis, 2000 Kyriakides & Creemers, 2008 Kyriakides & Tsangaridou, 2008). Οι δείκτες που προέκυψαν έδειξαν ότι υπάρχουν στατιστικά σημαντικές αποκλίσεις στο επίπεδο της τάξης και του σχολείου. Έτσι, η ερευνητική μας ομάδα αξιοποίησε το δείκτη αυτό για να αναπτύξει το πιο κάτω πολυεπίπεδο μοντέλο ανάλυσης που δείχνει το βαθμό στον οποίο το κάθε σχολείο συμβάλει στην άμβλυνση των αρχικών διαφορών των μαθητών. Æ ij = β 0ij + β 1 Χ 1ij β 0ij = β 0 + u 0j + r ij και άρα προκύπτει το μοντέλο, Æ ij = β 0 + β 1 Χ 1ij + u 0j + r ij όπου, Æ ij = δείκτης ισότητας για κάθε τάξη ξεχωριστά Χ 1ij = παράγοντας στο επίπεδο της τάξης που σχετίζεται με τον παράγοντα της ισότητας i = επίπεδο της τάξης (του εκπαιδευτικού) j = επίπεδο του σχολείου β 0ij = σταθερά η οποία μεταβάλλεται στο επίπεδο της τάξης και του σχολείου (random intercept) 6

Το πιο πάνω μοντέλο μας δίνει τη δυνατότητα όχι απλά να έχουμε μια μέτρηση για κάθε τάξη (r ij ) και για κάθε σχολείο (u 0j ), αλλά και να εντοπίσουμε πιθανούς παράγοντες που εξηγούν την αποτελεσματικότητα του κάθε εκπαιδευτικού και του κάθε σχολείου σε σχέση με τη διάσταση της ισότητας. Ένα, όμως, από τα μειονεκτήματα του μοντέλου αυτού σχετίζεται με τον τρόπο καθορισμού του δείκτη ισότητας. Συγκεκριμένα, οι μαθητές τοποθετούνται σε ομάδες ανάλογα με την αρχική τους επίδοση και δεν λαμβάνονται υπόψη όλες οι άλλες μεταβλητές που αναφέρονται στα δημογραφικά τους χαρακτηριστικά (π.χ. φύλο, ΚΟΕ, εθνότητα). Έτσι, είναι αδύνατη η εξέταση ύπαρξης διαφοροποίησης στην αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού και του σχολείου σε σχέση με τις μεταβλητές αυτές. Το βασικό, ωστόσο, μειονέκτημα του μοντέλου σχετίζεται με την αδυναμία του να μας απαντήσει κατά πόσο οι αρχικές διαφορές στις επιδόσεις των μαθητών έχουν μειωθεί. Για παράδειγμα, είναι δυνατό ένα σχολείο να θεωρείται ως ένα από τα πιο αποτελεσματικά επειδή καταφέρνει να βοηθήσει όλες τις ομάδες να βελτιωθούν εξίσου, ενώ στα άλλα σχολεία μαθητές με ψηλότερες επιδόσεις καταφέρνουν να βελτιωθούν περισσότερο. Σε αυτήν την περίπτωση το σχολείο αυτό θα θεωρείται από τα πλέον αποτελεσματικά χωρίς όμως να συμβάλλει στην άμβλυνση των αρχικών διαφορών. Στην πράξη, το πρόβλημα αυτό παρουσιάστηκε όταν χρησιμοποιήθηκε το πιο πάνω μοντέλο για να αναλυθούν δεδομένα δύο ερευνών από αυτές που αναφέρονται πιο πάνω (Kyriakides & Creemers, 2008 Kyriakides & Tsangaridou, 2008). Σε αυτές τις δύο βάσεις δεδομένων εντοπίστηκαν, επίσης, σχολεία με αρνητικούς δείκτες. Έτσι, με βάση το μοντέλο αυτό τα πλέον αποτελεσματικά σχολεία ως προς τη διάσταση της ισότητας παρουσίαζαν θετικούς συντελεστές που ήταν, όμως, πολύ κοντά στο μηδέν. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει την αδυναμία του μοντέλου αυτού να εντοπίσει σχολεία που συμβάλλουν στη μείωση των αρχικών διαφορών. 3. Το πολυεπίπεδο μοντέλο διερεύνησης του βαθμού στον οποίο μειώνονται οι αποκλίσεις των επιδόσεων των μαθητών σε επίπεδο τάξης και σχολείου (general hierarchical linear model focused on variance). Το πιο κάτω μοντέλο χρησιμοποιεί ως εξαρτημένη μεταβλητή τη διαφορά που παρουσιάζεται ανάμεσα στις αποκλίσεις των τελικών επιδόσεων των μαθητών στο επίπεδο της τάξης (του εκπαιδευτικού) και των αρχικών τους επιδόσεων (d jk ). Στη συνέχεια, χρησιμοποιείται η πολυεπίπεδη ανάλυση δεδομένων (multilevel modelling) (Cools, de Fraine, Van den Noortgate, & Onghena, 2009 Heck & Thomas, 2000) για να μετρηθεί η επίδραση του σχολείου, καθώς και άλλων παραγόντων στην ικανότητα ενός εκπαιδευτικού να συμβάλλει περισσότερο από άλλους στην άμβλυνση των αρχικών διαφορών. Με τον τρόπο αυτό μπορεί να μετρηθεί η επίδραση του σχολείου στη μείωση των διαφορών που παρουσιάζουν οι μαθητές στις επιδόσεις τους κατά την αρχή του σχολικού έτους (διάσταση της ισότητας). 7

d jk = β 0jk + α 1 f 1k + α 2 f 2k β 0jk = β 0 + r jk + u k και άρα προκύπτει το μοντέλο, d jk = β 0 + r jk + u k + α 1 f 1k + α 2 f 2k όπου, i = επίπεδο του μαθητή j = επίπεδο της τάξης (του εκπαιδευτικού) k = επίπεδο του σχολείου d jk = (vary ijk ) jk (varx ijk ) jk Y = επίδοση του κάθε μαθητή στην τελική μέτρηση X = επίδοση του κάθε μαθητή στην αρχική μέτρηση β 0jk = σταθερά η οποία μεταβάλλεται στο επίπεδο της τάξης και του σχολείου (random intercept) f 1, f 2, f k = παράγοντες που ερμηνεύουν τη διάσταση της ισότητας και που βρίσκονται στο επίπεδο του σχολείου Το μοντέλο έχει τη δυνατότητα να επεκταθεί και να περιλαμβάνει περισσότερα από δύο επίπεδα. Για παράδειγμα, μπορούν να αναλυθούν δεδομένα διεθνών ερευνών (π.χ. TIMSS, PISA) με τη χρήση μοντέλου τριών επιπέδων, αφού προστεθεί το επίπεδο της χώρας. Με τον τρόπο αυτό είναι δυνατός ο εντοπισμός της επίδρασης που ασκεί το σχολείο και το εκπαιδευτικό σύστημα στην άμβλυνση των διαφορών που παρατηρούνται στις αρχικές επιδόσεις των μαθητών. Στην περίπτωση αυτή ισχύει η πιο κάτω εξίσωση: d jkl = β 0jkl + α 1 f 1kl + α 2 f 2kl β 0jkl = β 0 + r jkl + u kl + v l και άρα προκύπτει το μοντέλο, d jkl = β 0 + r jkl + α 1 f 1kl + α 2 f 2kl + u kl + v l όπου, i = επίπεδο του μαθητή j = επίπεδο της τάξης (του εκπαιδευτικού) k = επίπεδο του σχολείου 8

l = επίπεδο του συστήματος d jkl = (vary ijkl ) jkl (varx ijkl ) jkl Y = επίδοση του κάθε μαθητή στην τελική μέτρηση X = επίδοση του κάθε μαθητή στην αρχική μέτρηση β 0jkl = σταθερά η οποία μεταβάλλεται στο επίπεδο της τάξης, του σχολείου και του συστήματος (random intercept) f 1, f 2, f kl = παράγοντες που ερμηνεύουν τη διάσταση της ισότητας και που βρίσκονται στο επίπεδο του σχολείου και του συστήματος Πιο κάτω παρουσιάζονται τα Διαγράμματα 4, 5 και 6 στα οποία παρουσιάζονται τρεις διαφορετικές περιπτώσεις τάξεων. Στο Διάγραμμα 4, οι διαφορές στις επιδόσεις των μαθητών στην αρχή του σχολικού έτους παρέμειναν εξίσου μεγάλες όπως και στο τέλος του σχολικού έτους. Κανείς μπορεί να παρατηρήσει ότι οι κλίσεις στις δύο ευθείες (Α και Β) είναι ίσες. Στην περίπτωση δηλαδή αυτή, οι λιγότερο ικανοί μαθητές σημείωσαν την ίδια πρόοδο με τους περισσότερο ικανούς μαθητές. Στο Διάγραμμα 5, παρουσιάζεται η πιο αποτελεσματική περίπτωση τάξης (εκπαιδευτικού) κατά την οποία παρατηρείται μείωση στις διαφορές των επιδόσεων των μαθητών στο τέλος του σχολικού έτους σε σύγκριση με τις διαφορές που υπήρχαν στην αρχή του σχολικού έτους. Στο Διάγραμμα 6, παρουσιάζεται η λιγότερο αποτελεσματική περίπτωση τάξης (εκπαιδευτικού) κατά την οποία παρατηρείται μεγέθυνση στις διαφορές των επιδόσεων των μαθητών στο τέλος του σχολικού έτους σε σύγκριση με τις διαφορές που υπήρχαν στην αρχή του σχολικού έτους. Με παρόμοιο τρόπο κανείς μπορεί να συγκρίνει μεταξύ τους σχολεία ως προς το βαθμό αποτελεσματικότητάς τους σε σχέση με τη διάσταση της ισότητας. Τα πιο κάτω διαγράμματα θα μπορούσαν, δηλαδή, να παρουσιάζουν τρεις διαφορετικές περιπτώσεις σχολείων αντί τάξεων. Y Α Y Α Y Α Β Β Β 0 X 0 X 0 X Διάγραμμα 4 Τυπική περίπτωση Διάγραμμα 5 Περισσότερο αποτελεσματική Διάγραμμα 6 Λιγότερο αποτελεσματική 9

Τέλος, στο πιο πάνω μοντέλο μπορούμε να εξετάσουμε την ύπαρξη διαφοροποιημένης αποτελεσματικότητας ως προς άλλα δημογραφικά χαρακτηριστικά των μαθητών (π.χ. φύλο, ΚΟΕ, εθνότητα), αλλά και τυχόν αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στις μεταβλητές αυτές (π.χ. επίδραση φύλου σε σχέση με το ΚΟΕ ή/και την εθνότητα). Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω πλεονεκτήματα, αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθεί το μοντέλο αυτό στη διενέργεια δευτερογενούς ανάλυσης δεδομένων από προηγούμενες έρευνες εκπαιδευτικής αποτελεσματικότητας, έτσι ώστε να εντοπιστούν οι παράγοντες εκείνοι που μπορούν να ερμηνεύουν και να καθορίζουν τη διάσταση της ισότητας στο επίπεδο της τάξης και του σχολείου (Δέσμη Εργασίας 4). Τα αποτελέσματα που θα προκύψουν από την ανάλυση αυτή θα συγκριθούν με εκείνα που προέκυψαν από την ανάλυση των δεδομένων χρησιμοποιώντας το Μοντέλο 2. Επίσης, το μοντέλο αυτό (Μοντέλο 3) θα χρησιμοποιηθεί στην ανάλυση των δεδομένων της αρχικής και τελικής αξιολόγησης της επίδοσης των μαθητών που θα συμμετάσχουν στην έρευνα κατά τη σχολική χρονιά 2012-2013, ώστε να ελεγχθεί το θεωρητικό μοντέλο της παρέμβασης και να εντοπιστούν οι επιδράσεις της (Δέσμες Εργασίας 7 & 9). Βιβλιογραφικές Αναφορές Campbell, R.J., Kyriakides, L., Muijs, R.D., & Robinson, W. (2004). Assessing teacher effectiveness: a differentiated model. London: RoutledgeFalmer. Cools, W., de Fraine., B., Van den Noortgate, W., & Onghena, P. (2009). Multilevel design efficiency in educational effectiveness research. School Effectiveness and School Improvement, 20(3), 357 373. Creemers, B. (1994). The Effective Classroom. London: Cassell. Creemers, B.P.M., & Kyriakides, L. (2010). School factors explaining achievement on cognitive and affective outcomes: Establishing a dynamic model of educational effectiveness. Scandinavian Journal of Educational Research, 54(1), 263-294. Creemers, B.P.M., Kyriakides, L., & Sammons, P. (2010). Methodological Advances in Educational Effectiveness Research. London and New York: Taylor & Francis. Goldstein, H. (2003) (3 rd Edition). Multilevel statistical models. London: Edward Arnold. Heck, R.H., & Thomas, S.L. (2000). An introduction to multilevel modeling techniques. Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaum Associates. Jesson, D., & Gray, J. (1991). Slants on slopes: Using multilevel models to investigate differential school effectiveness and its impact on pupils examination results. School 10

Effectiveness and School Improvement, 2(3), 230-247. Kelly, Α. (υπό δημοσίευση). Measuring equity and equitability in school effectiveness research. British Educational Research Journal. Kyriakides, L. (2004). Differential school effectiveness in relation to sex and social class: some implications for policy evaluation. Educational Research and Evaluation, 10(2), 141-161. Kyriakides, L. (2005). Extending the Comprehensive Model of Educational Effectiveness by an Empirical Investigation. School Effectiveness and School Improvement, 16(2), 103-152. Kyriakides, L. (2007). Generic and Differentiated Models of Educational Effectiveness: Implications for the Improvement of Educational Practice. In T. Townsend (Ed.) International Handbook of School Effectiveness and Improvement (pp. 41-56). Dordrecht, the Netherlands: Springer. Kyriakides, L., Campbell, R.J., & Gagatsis, A. (2000). The significance of the classroom effect in primary schools: An application of Creemers comprehensive model of educational effectiveness. School Effectiveness and School Improvement, 11(4), 501-529. Kyriakides, L., & Creemers, B.P.M. (2008). A longitudinal study on the stability over time of school and teacher effects on student learning outcomes. Oxford Review of Education, 34(5), 521-545. Kyriakides, L., & Creemers, B.P.M. (2011). Can Schools Achieve Both Quality and Equity? Investigating the Two Dimensions of Educational Effectiveness. Journal of Education for Students Placed at Risk (JESPAR), 16(4), 237-254. Kyriakides, L., & Tsangaridou, N. (2008). Towards the development of generic and differentiated models of educational effectiveness: a study on school and teacher Effectiveness in Physical Education. British Educational Research Journal, 34(6), 807-838. Nuttall, D., Goldstein, H., Prosser, R., & Rasbach, J. (1989). Differential school effectiveness. International Journal of Educational Research, 13, 769 776. Opdenakker, M.C., & Van Damme, J. (2000). Effects of Schools, Teaching Staff and Classes on Achievement and well-being in secondary education: Similarities and Differences Between school Outcomes. School Effectiveness and School Improvement, 11(2), 65 196. Scheerens, J. (1992). Effective Schooling: Research, Theory and Practice. London: Cassell. Snijders, T., & Bosker, R. (1999). Multilevel Analysis: An Introduction to Basic and Advanced Multilevel Modeling. London: Sage. Strand, S. (2010). Do some schools narrow the gap? Differential school effectiveness by ethnicity, gender, poverty, and prior achievement. School Effectiveness and School Improvement, 21(3), 289 314. Stringfield, S.C., & Slavin, R.E. (1992). A hierarchical longitudinal model for elementary school effects. In B.P.M. Creemers & G.J. Reezigt (Eds.), Evaluation of Educational Effectiveness, pp. 35 69. Groningen: ICO. 11

Sylva, K., Melhuish, E., Sammons, P., Siraj-Blatchford, I., & Taggart, B. (2010). Early Childhood Matters: Evidence from the Effective Pre-school and Primary Education Project. Oxford: Routledge. Thomas, S., & Mortimore, P. (1996). Comparison of value added models for secondary school effectiveness. Research Papers in Education, 11(1), 5-33. 12