ΤΜΗΜΑ ΔΙΕΘΝΩΝ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΜΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΓΙΑ ΣΤΕΛΕΧΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΖΑΜΠΟΓΛΟΥ ΜΕ ΘΕΜΑ: Η ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΗ ΕΝΩΣΗ ΩΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΤΩΝ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΠ. ΚΑΡΥΔΗΣ ΕΠ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΕ ΑΘΗΝΑ, ΙΟΥΝΙΟΣ 2017
Η ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΗ ΕΝΩΣΗ ΩΣ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΤΩΝ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΖΑΜΠΟΓΛΟΥ ΑΜ 403733
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Αντί Προλόγου Εισαγωγή 1. Εσωτερική αγορά και ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων 1.1 Από την «κοινή αγορά» στην «εσωτερική αγορά» 1.2 Η λειτουργία της Εσωτερικής αγοράς και η σημασία της για την οικονομική ολοκλήρωση 1.2.1 Θεμελιώδεις ελευθερίες 1.2.2 Αρχές που διέπουν την λειτουργία της εσωτερικής αγοράς 1.2.3 Σημασία της εσωτερικής αγοράς για την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση 1.3 Η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων 1.4 Προϋποθέσεις της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων 1.4.1 Τελωνειακή Ένωση 1.4.2 Κατάργηση φορολογικών διακρίσεων 1.4.3 Κατάργηση ποσοτικών περιορισμών και μέτρων ισοδύναμου αποτελέσματος 1.4.4 Διαρρύθμιση κρατικών μονοπωλίων 2. Η εσωτερική πτυχή της Τελωνειακής Ένωσης: Κατάργηση δασμών και φόρων ισοδυνάμου αποτελέσματος στο ενδοκοινοτικό εμπόριο 2.1 Περί της Τελωνειακής Ένωσης 2.2 Κατάργηση εισαγωγικών και εξαγωγικών δασμών 2.3 Κατάργηση φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδύναμου αποτελέσματος προς δασμούς 2.4 Ειδικές οριακές περιπτώσεις δυσχερούς νομικού χαρακτηρισμού 3. Η εξωτερική πτυχή της Τελωνειακής Ένωσης: Ο ρόλος του Κοινού Δασμολογίου 3.1 Η εξωτερική πτυχή της Τελωνειακής Ένωσης 3.2 Η κοινή εμπορική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης 3.3 Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ GATT) 3.4 Το Κοινό Δασμολόγιο 3.5 Συνδυασμένη Ονοματολογία και δασμολογική κατάταξη 3.6 Αντιμετώπιση εμπορευμάτων τρίτων χωρών στο πλαίσιο των Άρθρων 28-30 Επίλογος Βιβλιογραφία
Αντί Προλόγου
λίγα λόγια για την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση Ιστορικό υπόβαθρο Το οικονομικό, κοινωνικό, ιδεολογικό και πολιτιστικό ανάγλυφο των κρατών της Ευρώπης αποτέλεσε, σε βάθος πολλών αιώνων Ευρωπαϊκής ιστορίας, μάλλον παράγοντα αντιθέσεων παρά προϋπόθεση για δημιουργία συνεργασίας. Οι έντονες διαφορές των λαών, από την γλώσσα και τη θρησκεία τους έως τα οικονομικά και πολιτικά τους συστήματα, οδήγησαν πολλές φορές τις χώρες σε συγκρούσεις, με οικονομικά κυρίως αίτια, και με σκοπό την επιβολή εξουσίας μέσω δημιουργίας αυτοκρατοριών. Το αποκορύφωμα ήταν οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι που σημάδεψαν τον εικοστό αιώνα, οι οποίοι όμως ξεκίνησαν ως Ευρωπαϊκοί και στοίχισαν τόσο σε απώλειες εκατομμυρίων ανθρώπων όσο και στην καταστροφή των οικονομικών δομών. Παρόλα αυτά η μοίρα της «πολύπαθης» Ευρώπης δεν βρισκόταν στην δημιουργία μιας ακόμη αυτοκρατορίας, τουλάχιστον όχι στην βάση της κυριαρχίας του δυνατού και υποτέλειας των αδυνάτων, ούτε ως αποτέλεσμα της έκβασης ενός ακόμα αιματοβαμμένου πολέμου. Τα δεινά των πολέμων και κυρίως η καταστροφή των οικονομιών έδειξαν ότι η οικονομική ανάπτυξη και η ευημερία θα έρθει μόνο μέσα από την συνεργασία των λαών. Ουσιαστικά, οι πρώτες προτάσεις για ευρύτερη συνεργασία μεταξύ των Ευρωπαϊκών χωρών διατυπώθηκαν κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου χωρίς όμως σημαντικά αποτελέσματα. Η Κοινωνία των Εθνών που ιδρύθηκε το 1919 για να διασφαλίσει την διεθνή ασφάλεια, παρόλο που είχε ευοίωνες προοπτικές, τελικώς απέτυχε. Κατά συνέπεια, οι εντάσεις και οι εθνικές αντιπαλότητες συνεχίστηκαν και, σε συνδυασμό με τις φιλοδοξίες της Γερμανίας που παρέμεναν ανικανοποίητες, οδήγησαν στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το όραμα της ενωμένης Ευρώπης Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος άφησε πίσω του μια Ευρώπη κατεστραμμένη οικονομικά και κοινωνικά και αποδυναμωμένη πολιτικά. Οι σχέσεις των κρατών της Δυτικής Ευρώπης έχουν αλλάξει ριζικά και το ζητούμενο ήταν πλέον να μην επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος. Η αδιατάραχτη ειρήνη είναι στο εξής ο μακροπρόθεσμος στόχος και μέσα από αυτήν να οικοδομηθούν σχέσεις εμπιστοσύνης που θα οδηγήσουν σε οικονομική συνεργασία και ανάπτυξη. Ένα πλέγμα κυρίως πολιτικών και οικονομικών παραγόντων, οι νέοι συσχετισμοί δυνάμεων, οι αλλαγές στα θέματα της «παγκόσμιας ατζέντας» καθώς και η αναζήτηση λύσης στο «πρόβλημα της Γερμανίας» που συνέχιζε να απασχολεί τα υπόλοιπα Δυτικοευρωπαικά κράτη, οδήγησαν, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 40, στην δημιουργία του Οργανισμού Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας και του Συμβουλίου της Ευρώπης. Εντούτοις και οι δύο αυτές προσπάθειες απέτυχαν, κυρίως λόγω της ανομοιογένειας των μελών τους και του αυστηρού διακυβερνητικού τους χαρακτήρα.
Οι φωνές όμως για μια πιο στενή και έμπρακτη οικονομική συνεργασία συνεχώς πληθαίνουν και η ιστορική, πλέον, διακήρυξη του Ευρωπαίου οραματιστή Robert Schuman, οδήγησε, μαζί με τον έτερο πρωτεργάτη του εγχειρήματος Jean Monnet, στην δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ). Ο Schuman, μεταξύ άλλων, δήλωνε: «Η Ευρώπη δεν θα δημιουργηθεί αμέσως ή σύμφωνα με ένα και μοναδικό σχέδιο. Θα οικοδομηθεί μέσα από συγκεκριμένα επιτεύγματα τα οποία θα θεμελιώσουν καταρχάς μια de facto αλληλεγγύη. Η σύγκλιση των ευρωπαϊκών εθνών απαιτεί πριν απ όλα την εξάλειψη της μακραίωνης αντιπαράθεσης μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας. Κάθε δράση, λοιπόν, πρέπει να αφορά κατά πρώτο λόγο τις δύο αυτές χώρες». Το νόημα των δηλώσεων αυτών ήταν ότι η Ευρωπαϊκή ενοποίηση θα πραγματοποιηθεί με μικρά αλλά σταθερά βήματα, στην βάση της οικονομικής συνεργασίας των χωρών και με επίκεντρο την γαλλογερμανική συμφιλίωση. Ο Monnet, συμπλήρωνε, τονίζοντας την ανάγκη της υπερεθνικότητας, ως αποφασιστικό στοιχείο για την επιτυχία του εγχειρήματος: «Οι προτάσεις Schuman αποτελούν τη βάση για την οικοδόμηση μιας νέας Ευρώπης μέσω της συγκεκριμένης επίτευξης ενός υπερεθνικού καθεστώτος σε έναν περιορισμένο αλλά κρίσιμο τομέα οικονομικής προσπάθειας Πρωταρχική και απαραίτητη προϋπόθεση των προτάσεων αυτών είναι να απαρνηθούν την κυριαρχία σε έναν περιορισμένο αλλά αποφασιστικό τομέα.» Η Συνθήκη για την ΕΚΑΧ υπεγράφη τον Απρίλη του 1951, στο Παρίσι, μεταξύ της Γαλλίας της Γερμανίας, της Ιταλίας, του Βελγίου, της Ολλανδίας και του Λουξεμβούργου και ετέθη σε ισχύ τον Ιούλιο του 1952. Η ΕΚΑΧ, πράγματι, σημείωσε μεγάλη οικονομική επιτυχία στα πρώτα χρόνια της ύπαρξης της, λόγω του ήταν η πρώτη διακρατική ευρωπαϊκή κοινότητα που συγκέντρωνε σημαντικά υπερεθνικά στοιχεία, ενώ πρακτικά αποτέλεσε και την πρώτη ζώνη ελεύθερων συναλλαγών, τοποθετώντας τα θεμέλια της μετέπειτα Τελωνειακής Ένωσης και της «κοινής αγοράς». Η επιτυχία αυτή αποτέλεσε κίνητρο και προετοίμασε το έδαφος για περαιτέρω ολοκλήρωση. Ωστόσο, η αποτυχία της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας (ΕΑΚ) απέδειξε ότι η ολοκλήρωση δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί με βιαστικά βήματα. Έτσι, τα έξι μέλη της ΕΚΑΧ συναντήθηκαν στην Μεσίνα της Σικελίας, το 1955, προκειμένου να συζητήσουν προτάσεις που θα προωθούσαν, σε πρώτη φάση, την οικονομική συνεργασία και ενοποίηση. Από την συνάντηση αυτή προέκυψε το λεγόμενο «Ψήφισμα της Μεσίνας». Η έκθεση της Επιτροπής Spaak, που συστάθηκε προκειμένου να υλοποιήσει το εν λόγω ψήφισμα, αποτέλεσε το έναυσμα για τις διαπραγματεύσεις που τελικώς οδήγησαν στην υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ), στις 25 Μαρτίου 1957. Από την Ρώμη στη Λισαβόνα: 50 χρόνια ενωμένης Ευρώπης
Η Συνθήκη της Ρώμης έθεσε τις βάσεις για την δημιουργία μιας «κοινής αγοράς», όπως ορίζεται στο άρθρο 2 της ιδρυτικής Συνθήκης, εντός της οποίας θα διακινούνταν ελεύθερα εμπορεύματα, πρόσωπα, υπηρεσίες και κεφάλαια. Ακολουθώντας τις προτροπές του Schuman, η ενοποίηση της Ευρώπης ξεκίνησε, πράγματι, με την δημιουργία μιας οικονομικής κοινότητας. Μέσα από την ανεμπόδιστη, όπως προβλεπόταν, διακίνηση των εμπορευμάτων εντός της κοινότητας, τονώθηκε το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και αναπτύχθηκαν σχέσεις αλληλεγγύης βασισμένες στην οικονομική συνεργασία. Η ολοκλήρωση, φυσικά, της κοινής αγοράς ήταν ένα επίτευγμα που συντελέστηκε σταδιακά και σε βάθος χρόνου και αποτέλεσε τη βάση για την περαιτέρω Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, τόσο σε οριζόντιο όσο και σε κάθετο επίπεδο. Η διεύρυνση, δηλαδή η οριζόντια ολοκλήρωση, που αφορά στην είσοδο νέων κρατών μελών, ακολούθησε μία περίεργη πορεία. Μόλις το 1973, δηλαδή 26 χρόνια μετά την ίδρυση της ΕΟΚ και αφού αποχώρησε ο Ντε Γκολ από την εξουσία στη Γαλλία, προσχώρησε το Ην. Βασίλειο ακολουθούμενο από την Ιρλανδία και τη Δανία, κράτη που είχαν εμπορικούς δεσμούς με το Ην. Βασίλειο. Η πόρτα της εισόδου στην ΕΟΚ άνοιξε, όχι όμως διάπλατα. Έτσι η Ελλάδα έγινε το δέκατο μέλος της ΕΟΚ το 1981, ενώ η Ισπανία και η Πορτογαλία τα επόμενα μέλη, το 1986 (Μεσογειακή διεύρυνση). Το 1995 προστέθηκαν η Αυστρία, η Σουηδία και η Φινλανδία (διεύρυνση της ΕΖΕΣ). Φτάνουμε, τέλος, στην μεγάλη διεύρυνση (10+2+1), η οποία περιελάμβανε και την Κύπρο, σηματοδοτώντας το άνοιγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Ανατολικές χώρες, που μετά από μακρά περίοδο απομόνωσης διεκδίκησαν και κέρδισαν μερίδιο στην Ενωμένη Ευρώπη. Ωστόσο, η ταυτόχρονη εισδοχή ενός τόσο μεγάλου αριθμού χωρών με πολύ διαφορετικό κοινωνικό και οικονομικό υπόβαθρο αύξησε την ετερογένεια μεταξύ των κρατών μελών δημιουργώντας ταυτόχρονα νέες προκλήσεις για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η εμβάθυνση, δηλαδή η κάθετη ολοκλήρωση, αφορά στο πλέγμα των σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών καθώς και στην φύση των σχέσεων αυτών, στην εξέλιξη των θεσμικών οργάνων της Ένωσης καθώς και του ρόλου τους στην λήψη αποφάσεων, στον τρόπο αντιπροσώπευσης των κρατών μελών και στις πολιτικές που εφαρμόζονται σε ολοένα και περισσότερα πεδία δράσης, με αντάλλαγμα, ωστόσο, την απώλεια επιπλέον εθνικής κυριαρχίας από τα κράτη μέλη. Τα παραπάνω αποτυπώνονται στις Συνθήκες που σημάδεψαν την εξηντάχρονη, πλέον, ιστορία της ενωμένης Ευρώπης: Η Ενιαία Ευρωπαϊκή πράξη (1986) που έβγαλε την ΕΟΚ από την στασιμότητα στην οποία είχε περιέλθει για πολλά χρόνια και με την «Λευκή Βίβλο» έθεσε με αποτελεσματικό τρόπο τον στόχο της επίτευξης της κοινής, ή όπως εφεξής ονομάστηκε, ενιαίας ή εσωτερικής αγοράς. Στη συνέχεια, η Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992) ίδρυσε την Ευρωπαϊκή Ένωση και έθεσε τα θεμέλια για την μετέπειτα οικονομική και νομισματική Ένωση, εισάγοντας το Ευρώ ως κοινό νόμισμα. Οι μετέπειτα Συνθήκες, του Άμστερνταμ, της Νίκαιας και, τέλος, της Λισαβόνας (2007) επέφεραν κυρίως θεσμικές και πολιτικές μεταβολές καθώς ακολουθούσαν κάποιο κύκλο διεύρυνσης. Η Συνθήκη της Λισαβόνας, εντούτοις, με την ενσωμάτωση του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο κείμενό της, ο οποίος έτσι απέκτησε δεσμευτικότητα και ισχύ, κατέδειξε την στροφή της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τη κοινωνία, μια κοινωνία ισότητας, δικαιοσύνης, ευημερίας και προόδου.
Εισαγωγή
Στην παρούσα εργασία θα παρουσιαστεί συνοπτικά ο ρόλος της Τελωνειακής Ένωσης ως εργαλείο για την διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των αγαθών στην εσωτερική αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο πρώτο Κεφάλαιο κρίθηκε σκόπιμο να γίνει μια σύντομη ανάλυση της έννοιας της εσωτερικής αγοράς ξεκινώντας με μια μικρή ιστορική αναδρομή από την στιγμή της ίδρυσής της ως «κοινή αγορά» στο πλαίσιο της ΕΟΚ, φτάνοντας μέχρι την σημερινή «εσωτερική αγορά» και την σημασία της για την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Έγινε αναφορά στις τέσσερις θεμελιώδεις ελευθερίες που την στηρίζουν καθώς και στις βασικές αρχές που την διέπουν. Εν συνεχεία, έγινε ιδιαίτερη αναφορά στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, ως η πρώτη και πιο βασική από τις τέσσερις θεμελιώδεις ελευθερίες και αναλύθηκαν οι προϋποθέσεις για την λειτουργία της μία από τις οποίες είναι και η Τελωνειακή Ένωση, η οποία αποτελεί όχι μόνο την βασικότερη προϋπόθεση αλλά και τον θεμέλιο λίθο του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Η Τελωνειακή Ένωση έχει μία εσωτερική πτυχή η οποία αναλύεται στο δεύτερο Κεφάλαιο και αναφέρεται στον πλήρη δασμολογικό αφοπλισμό στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Η έννοια του δασμολογικού αφοπλισμού περιλαμβάνει αφενός την κατάργηση των εισαγωγικών και εξαγωγικών δασμών και αφετέρου την κατάργηση των φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδύναμου προς δασμούς αποτελέσματος. Στο σημείο αυτό γίνεται αναφορά της έννοιας της μη φορολογικής διάκρισης κατά το Άρθρο 110 της ΣΛΕΕ προκειμένου να καταστεί δυνατή η διάκριση μεταξύ των φόρων ισοδύναμου αποτελέσματος προς δασμούς και της εσωτερικής φορολογίας που εμπίπτει στο Άρθρο 110. Στη συνέχεια αναλύονται ορισμένες οριακές περιπτώσεις δυσχερούς νομικού χαρακτηρισμού. Στο τρίτο και τελευταίο Κεφάλαιο της εργασίας αυτής αναλύεται η εξωτερική πτυχή της Τελωνειακής Ένωσης που εκφράζεται με την υιοθέτηση Κοινού Δασμολογίου στις σχέσεις της με τις τρίτες χώρες. Αρχικά γίνεται μια αναφορά στην κοινή εμπορική πολιτική και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου καθώς κρίθηκε ότι έχουν άμεση σχέση με την διαμόρφωση του Κοινού Δασμολογίου και των διμερών ή πολυμερών συμφωνιών που έχουν υπογραφεί με τρίτες χώρες, καθώς και εν γένει της τελωνειακής νομοθεσίας. Στη συνέχεια αναλύεται η έννοια του Κοινού Δασμολογίου καθώς και ο ρόλος της ομοιόμορφης εφαρμογής του από τα κράτη μέλη μέσω της ορθής δασμολογικής κατάταξης των προϊόντων στη Συνδυασμένη Ονοματολογία. Τέλος, γίνεται αναφορά στην αντιμετώπιση των απευθείας εισαγόμενων εμπορευμάτων από τρίτες χώρες στο πλαίσιο των Άρθρων 28-30 καθώς δεν γίνεται σαφές από την Συνθήκη κατά πόσο τα κράτη μέλη, στο πλαίσιο της κοινής εμπορικής πολιτικής, απαγορεύεται να επιβάλουν φόρους ισοδύναμου προς δασμούς αποτελέσματος στις απευθείας εισαγωγές από τρίτες χώρες. Στον επίλογο της εργασίας συνοψίζονται τα βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν από την μελέτη αυτή, ελπίζοντας ότι αναλύθηκαν με σύντομο αλλά περιεκτικό τρόπο όλες οι
βασικές παράμετροι που συνθέτουν την έννοια της Τελωνειακής Ένωσης και του ρόλου της στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων.
1. Εσωτερική Αγορά και ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων 1.1 Από την «κοινή αγορά» στην «εσωτερική αγορά» Η εγκαθίδρυση και λειτουργία μιας ενιαίας αγοράς αποτέλεσε από τα αρχικά στάδια ύπαρξης της ενωμένης Ευρώπης βασικό άξονα της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης. Είχε γίνει από νωρίς παραδεκτό ότι η όποια μετέπειτα πολιτική ένωση θα έπρεπε να βασιστεί πρωτίστως στην οικονομική ένωση των κρατών η οποία, ωστόσο, θα συντελούνταν σε βάθος χρόνου. Η ΕΟΚ, ο πρόγονος της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ θα έλεγε κανείς ότι δεν ήταν τίποτα άλλο από μια συμφωνία για οικονομική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών της, εντούτοις έθεσε τις βάσεις της λεγόμενης «κοινής αγοράς» η οποία αποτέλεσε το θεμέλιο της ενοποίησης. Επιπλέον, όντας εξ ορισμού μη στατική, άνοιξε τον δρόμο στην αέναη διαδικασία της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Το Άρθρο 2 της ιδρυτικής Συνθήκης της Ρώμης (ΣΕΟΚ), όριζε ότι: «Η Κοινότητα έχει ως αποστολή, μέσω της δημιουργίας μιας κοινής αγοράς και με την σταδιακή σύγκλιση των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών, να προάγει την αρμονική ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων στο σύνολο της Κοινότητας, τη συνεχή και ισόρροπη επέκταση της οικονομίας, αυξημένη σταθερότητα, επιταχυνόμενη άνοδο του βιοτικού επιπέδου και σχέσεις περισσότερο στενές μεταξύ των κρατών που συνενώνει.» Γίνεται προφανές ότι, καταρχήν, ο σκοπός της Κοινότητας είναι η ανάπτυξη της οικονομίας, η άνοδος του βιοτικού επιπέδου και η σύσφιγξη των σχέσεων μεταξύ των μελών της. Πως θα επιτευχθεί αυτό? Μέσω της δημιουργίας μιας κοινής αγοράς και της σταδιακής σύγκλισης των οικονομικών πολιτικών των χωρών. Ειδικότερα, στο Άρθρο 3 της ΣΕΟΚ, απαριθμούνται οι κοινές δράσεις οι οποίες θα πρέπει να αναληφθούν προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός της Κοινότητας. Κυρίαρχη θέση (παρ. 1-3) καταλαμβάνει η εγκαθίδρυση και λειτουργία της κοινής αγοράς μέσω α) της μείωσης των δασμών, των ποσοτικών περιορισμών και όλων των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος, β) της δημιουργίας κοινού τελωνειακού δασμολογίου και κοινής εμπορικής πολιτικής στις σχέσεις της με τις τρίτες χώρες και γ) της κατάργησης, ανάμεσα στα κράτη μέλη, των εμποδίων στη ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων. Ενώ στο Άρθρο 8, ορίζεται ότι η κοινή αγορά θα πρέπει να ολοκληρωθεί μέσα σε μια μεταβατική περίοδο διάρκειας 12 χρόνων.
Ο στόχος της δημιουργίας Τελωνειακής Ένωσης επιτεύχθηκε μέσα στο ορισμένο από την Συνθήκη χρονικό διάστημα των 12 ετών. Στο διάστημα αυτό τα κράτη μέλη μείωσαν και εντέλει κατήργησαν τους δασμούς στις μεταξύ τους συναλλαγές ενώ από την 1/1/1968 τέθηκε σε ισχύ το κοινό τελωνειακό δασμολόγιο με τον Καν. (ΕΟΚ) 960/68 που υποχρέωσε τα κράτη μέλη να επιβάλλουν τους ίδιους δασμούς και επιβαρύνσεις στις εισαγωγές τους από τρίτες χώρες. Κατά τον τρόπο αυτό συντελέστηκε το πρώτο μεγάλο βήμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που ήταν το πέρασμα από μια απλή ζώνη ελεύθερων συναλλαγών στην Τελωνειακή Ένωση. Εντούτοις, η ίδια πρόοδος δεν συντελέστηκε όσον αφορά την κατάργηση των φραγμών που εμπόδιζαν την ελεύθερη διακίνηση των προϊόντων, υπηρεσιών, προσώπων και κεφαλαίων, καθώς τα κράτη, προκειμένου να αντισταθμίσουν τις απώλειες από τον τελωνειακό αφοπλισμό, έθεσαν νέα μέτρα με στόχο την προστασία της εγχώριας παραγωγής τους. Οι κύριοι λόγοι αδυναμίας επίτευξης του στόχου αυτού θεωρήθηκαν η έλλειψη συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος καθώς και η έλλειψη εναρμόνισης των νομοθεσιών των κρατών μελών. Επιπλέον, η ομοφωνία ως μοναδικός τρόπος λήψης απόφασης στο Συμβούλιο, που ήταν τότε ο κύριος νομοθέτης της ΕΟΚ, αποτέλεσε τροχοπέδη στην πορεία της ενοποίησης της αγοράς. Κατά συνέπεια, η επιτυχία της επίτευξης της Τελωνειακής Ένωσης επισκιάστηκε από την αποτυχία ολοκλήρωσης της κοινής αγοράς και ταυτόχρονα ακολουθήθηκε από μια μακρά περίοδο στασιμότητας που σημαδεύτηκε από αρνητικές οικονομικές εξελίξεις στις δεκαετίες του 70 και 80 με αποτέλεσμα το εγχείρημα της κοινής αγοράς να κινδυνεύει να εγκαταλειφθεί. Μπροστά στην κατάσταση αυτή και μετά από αρκετό προβληματισμό και αναποφασιστικότητα η απάντηση ήρθε από την Επιτροπή και τον Jacques Delord, τον Ιούνιο του 1985, με την περίφημη έκδοση της «Λευκής Βίβλου». Η Λευκή Βίβλος ουσιαστικά ήταν ένα χρονοδιάγραμμα περίπου 280 δράσεων το οποίο φιλοδοξούσε να οδηγήσει στην ολοκλήρωση της κοινής αγοράς μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1992. Οι δράσεις αυτές ήταν χωρισμένες σε τρεις βασικούς άξονες: α) κατάργηση των φυσικών εμποδίων στο εμπόριο, πχ τελωνειακοί έλεγχοι στα σύνορα μεταξύ των κρατών μελών, β) κατάργηση των τεχνικών εμποδίων, πχ τεχνικές προδιαγραφές και πρότυπα για τα προϊόντα που έθεταν τα κράτη μέλη με εθνικά μέτρα και γ) κατάργηση των φορολογικών εμποδίων που προέρχονταν από τις εθνικές νομοθεσίες, πχ διαφορές στους έμμεσους φόρους (ΦΠΑ). Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (ΕΕΠ) που ψηφίστηκε από τα κράτη μέλη το 1986 και αποτέλεσε την πρώτη σημαντική τροποποίηση της Συνθήκης της Ρώμης, βοήθησε στην επίτευξη των στόχων της Λευκής Βίβλου. Ειδικότερα, επιβεβαίωσε την βασική επιδίωξη της Κοινότητας να επιτύχει τον στόχο της ενοποίησης της κοινής αγοράς, την οποία ονόμασε «ενιαία αγορά», δίνοντας έμφαση στις τέσσερις θεμελιώδεις ελευθερίες και υποχρεώνοντας την Κοινότητα να πάρει τα μέτρα που απαιτούνται για την επίτευξη του στόχου αυτού μέχρι το τέλος του 1992. Τις προσπάθειες για την ολοκλήρωση της κοινής αγοράς επιστέγασε η υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ που εγκαθίδρυσε την Ευρωπαϊκή Ένωση και έθεσε τις βάσεις για την δημιουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) που εισήγαγε το Ευρώ ως ενιαίο νόμισμα. Η δημιουργία της ΟΝΕ και του ενιαίου νομίσματος κρίθηκε αναγκαία
καθώς μόνο έτσι θα προωθείτο η ενοποίηση της κοινής αγοράς στο πλαίσιο της οικονομικής ολοκλήρωσης. Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι δύο αυτές Συνθήκες, σε μία κρίσιμη, για την εξελικτική πορεία της ΕΕ, χρονική καμπή, έπαιξαν καταλυτικό ρόλο τόσο στην ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς όσο και της Ευρωπαϊκής Ένωσης εν γένει. Από τα παραπάνω μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ήταν τόσο συνδεδεμένη η δημιουργία της κοινής αγοράς με το ενοποιητικό εγχείρημα, ώστε ο όρος «κοινή αγορά» σχεδόν ταυτίστηκε με την ίδια την έννοια την Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πράγματι, η σημασία της επίτευξης μιας κοινής αγοράς φαίνεται και στην παράγραφο 3 του Άρθρου 3 της ισχύουσας Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ), όπου η εγκαθίδρυση της «εσωτερικής αγοράς», όπως μετονομάστηκε η «κοινή αγορά», συνεχίζει να αποτελεί έναν από τους κύριους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παράλληλα, σύμφωνα με το Άρθρο 3 της Συνθήκης για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποκλειστική αρμοδιότητα, μεταξύ άλλων, στους τομείς της Τελωνειακής Ένωσης, της χάραξης κοινής εμπορικής πολιτικής και της θέσπισης κανόνων ανταγωνισμού που είναι αναγκαίοι για την λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Ουσιαστικά, ο όρος «εσωτερική αγορά» αντικαθιστά τον όρο «κοινή αγορά» στην Συνθήκη της Λισαβόνας, όπου σύμφωνα με το Άρθρο 26, παρ. 2 της ΣΛΕΕ, ως «εσωτερική αγορά» νοείται ένας χώρος, χωρίς εσωτερικά σύνορα, μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων. Παρόλα τα σημαντικά βήματα που έχουν γίνει, η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς δεν έχει πραγματοποιηθεί, κατά την ίδια λογική που και η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει πάρει την τελική της μορφή, καθώς η φύση της είναι, εξ ορισμού, ρευστή και εξελισσόμενη. Αυτό κυρίως οφείλεται στο ότι το περιβάλλον, μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα η όποια ολοκλήρωση, είναι και αυτό συνεχώς μεταβαλλόμενο, τόσο σε τεχνολογικό επίπεδο, όσο και οικονομικό και πολιτικό. 1.2 Η λειτουργία της Εσωτερικής αγοράς και η σημασία της για την οικονομική ολοκλήρωση 1.2.1 Θεμελιώδεις ελευθερίες Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η εσωτερική αγορά είναι ένας χώρος χωρίς εσωτερικά σύνορα μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων. Με άλλα λόγια, πρόκειται για έναν κοινό οικονομικό χώρο στο πλαίσιο του οποίου αφενός καταργούνται τα εσωτερικά σύνορα και εξαλείφονται όλα τα εμπόδια στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων και συντελεστών παραγωγής, αφετέρου υιοθετείται ένα κοινό δασμολόγιο και κοινή εμπορική πολιτική στις σχέσεις της με τις τρίτες χώρες, με σκοπό την συγχώνευση των εθνικών αγορών σε μία ενιαία αγορά που θα προάγει συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού και οικονομικής ανάπτυξης στο εσωτερικό της. Αυτό πρακτικά σημαίνει την κατάργηση των πάσης φύσεων φραγμών που προέρχονται από κρατικά μέτρα, τον έλεγχο των περιοριστικών πρακτικών του ανταγωνισμού των
επιχειρήσεων καθώς και την διαμόρφωση κοινών πολιτικών και ρυθμίσεων που θα προάγουν την ανεμπόδιστη άσκηση του εμπορίου και την ελεύθερη διακίνηση των συντελεστών παραγωγής στο εσωτερικό του χώρου αυτού. Αυτήν την ευρεία έννοια της εσωτερικής αγοράς (κοινής αγοράς) έδωσε από νωρίς το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) στην υπόθεση Schul (C-15/81), όπου έκρινε ότι «η έννοια της κοινής αγοράς αποσκοπεί στην κατάργηση όλων των εμποδίων στις διακοινοτικές συναλλαγές με σκοπό την συγχώνευση των εθνικών αγορών σε μία ενιαία αγορά που θα δημιουργήσει συνθήκες που θα προσεγγίζουν όσο το δυνατό περισσότερο τις συνθήκες μιας πραγματικής εσωτερικής αγοράς» (1) Από το παραπάνω σκεπτικό προκύπτει ότι οι όροι «κοινή αγορά», «ενιαία αγορά» και «εσωτερική αγορά» που χρησιμοποιήθηκαν σε διαφορετικά στάδια της εξελικτικής πορείας της ΕΕ είναι ουσιαστικά ταυτόσημοι. Εντούτοις, ο όρος «ενιαία» αγορά υποδηλώνει την χωρική συγχώνευση των εθνικών αγορών, ενώ ο όρος «εσωτερική αγορά» έχει το νόημα ότι σε αυτήν την ενιαία αγορά που θα έχει προκύψει από την συγχώνευση των επιμέρους εθνικών αγορών θα πρέπει να ισχύουν οι ίδιες συνθήκες που θα ίσχυαν στο εσωτερικό μιας εξ αρχής ενιαίας αγοράς, π.χ. μιας εγχώριας αγοράς ενός κράτους μέλους. Η λειτουργία, λοιπόν, της ενιαίας κοινής αγοράς υπό συνθήκες μιας πραγματικής εσωτερικής αγοράς προϋποθέτει την απρόσκοπτη άσκηση των λεγόμενων «θεμελιωδών ελευθεριών». Πρέπει, δηλαδή, τα κράτη μέλη που την αποτελούν να έχουν καθιερώσει και να προάγουν τις τέσσερις βασικές ελευθερίες, ήτοι: 1. την ελεύθερη κυκλοφορία των αγαθών, μέσω της εξάλειψης όλων των εμποδίων του εμπορίου, 2. την ελευθερία κυκλοφορίας των μισθωτών εργαζομένων, μέσω της κατάργησης όλων των περιορισμών στην είσοδο και στη διαμονή τους σε άλλα κράτη μέλη, 3. Την ελευθερία εγκατάστασης προσώπων (μη μισθωτών) και εταιρειών στο έδαφος οποιουδήποτε κράτους μέλους και της παροχής υπηρεσιών από αυτούς στο κράτος υποδοχής, μέσω της κατάργησης των εμποδίων υπό την μορφή ρυθμίσεων που εισάγουν διακρίσεις με βάση την ιθαγένεια. 4. Την ελευθερία διακίνησης κεφαλαίων και πραγματοποίησης πληρωμών για προσωπικούς ή επιχειρηματικούς λόγους. (1) Υπόθεση C-15/81 (Schul)
1.2.2 Αρχές που διέπουν την λειτουργία της εσωτερικής αγοράς Σύμφωνα με το Άρθρο 4 της ΣΛΕΕ, η Ένωση έχει συντρέχουσα αρμοδιότητα στον τομέα της εσωτερικής αγοράς. Αυτό σημαίνει ότι στο συγκεκριμένο πεδίο, η Ένωση αναλαμβάνει δράση, βάσει της αρχής της επικουρικότητας. Η Ένωση, δηλαδή, δρα όταν τα κράτη μέλη δεν μπορούν επαρκώς να πετύχουν τους επιδιωκόμενους στόχους και όταν εκείνη μπορεί να τους πραγματοποιήσει με καλύτερο και αποτελεσματικότερο τρόπο. Στην περίπτωση δε, που η Ένωση αναλάβει δράση, τότε, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, το μέτρο που θα ληφθεί θα πρέπει να είναι κατάλληλο και αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου και επιπλέον, συγκρινόμενο με εξίσου αποτελεσματικό μέτρο, θα πρέπει να είναι το λιγότερο επιβλαβές για το κοινωνικό σύνολο και να προκαλεί την μικρότερη δυνατή επιβάρυνση, σε σχέση με τον επιδιωκόμενο στόχο. Τόσο οι διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου όσο και τα μέτρα που λαμβάνονται, ως παράγωγο δίκαιο της ΕΕ, διέπονται από την αρχή της υπεροχής, δηλαδή υπερέχουν έναντι οποιασδήποτε εθνικής διάταξης ή μέτρου. Η νομολογία του ΔΕΚ πολύ γρήγορα διατύπωσε, με την απόφαση στην υπόθεση Costa/ENEL (C-6/64), τον θεμελιώδη κανόνα της άρσης της σύγκρουσης μεταξύ εθνικού και ενωσιακού δικαίου, σύμφωνα με τον οποίο όταν υπάρχει αντίθεση μεταξύ κανόνων εθνικού και ενωσιακού δικαίου, τότε υπερισχύει πάντα ο κανόνας του ενωσιακού δικαίου.(2) Παρόλο που δεν είναι ενταγμένος στο κείμενο της Συνθήκης της Λισαβόνας, ο νομολογιακός αυτός κανόνας εξακολουθεί να ισχύει. Το Δικαστήριο έχει επίσης αναγνωρίσει ότι οι σχετικές με τις θεμελιώδεις ελευθερίες διατάξεις της Συνθήκης παράγουν άμεσο αποτέλεσμα, δηλαδή απονέμουν δικαιώματα στους ιδιώτες, τα οποία μπορούν να επικαλούνται απευθείας έναντι των εθνικών δικαστικών αρχών. Το θέμα του άμεσου αποτελέσματος του ενωσιακού κανόνα τέθηκε για πρώτη φορά στην υπόθεση van Gend en Loos (C-26/62), η οποία αφορούσε την υποχρέωση των κρατών μελών να μην επιβάλλουν νέους δασμούς σε εμπορεύματα που εισάγονταν από άλλα κράτη μέλη. Στο Δικαστήριο ετέθη το ερώτημα κατά πόσο η σχετική διάταξη της Συνθήκης που προέβλεπε αυτή την υποχρέωση για τα κράτη μέλη δημιουργούσε ταυτόχρονα και δικαίωμα στους ιδιώτες το οποίο μπορούσαν να επικαλεστούν απευθείας στο Δικαστήριο στην περίπτωση που θίγονταν από την τήρηση της διατάξεως. Το Δικαστήριο αναγνώρισε το άμεσο αποτέλεσμα των διατάξεων της Συνθήκης που αφορούν στην άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών ως βασική αρχή του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.(3) (2) Yπόθεση C-6/64 (Costa/ENEL) (3) Yπόθεση C-26/62 (van Gend en Loos)
Βασική αρχή πάνω στην οποία στηρίζεται η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς αποτελεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης η οποία περιλαμβάνεται στο άρθρο 18 της ΣΛΕΕ και απαγορεύει οποιαδήποτε διάκριση με βάση την ιθαγένεια. Η αρχή αυτή απαιτεί όπως τα προϊόντα, τα πρόσωπα, οι υπηρεσίες και τα κεφάλαια να τυγχάνουν της ίδιας μεταχείρισης στη χώρα υποδοχής με αυτή των εγχωρίων προϊόντων, υπηρεσιών και κεφαλαίων καθώς και των ημεδαπών προσώπων. Στόχος της απαγόρευσης των διακρίσεων είναι η ύπαρξη συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά. Υπό την έννοια αυτή, ιδιαίτερη έκφανση της παραπάνω αρχής, αποτελεί και η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας (αρχή της μη φορολογικής διάκρισης), σύμφωνα με την οποία τα εισαγόμενα προϊόντα πρέπει να τυγχάνουν της ίδιας φορολογικής μεταχείρισης με τα εγχώρια προϊόντα. Η αρχή αυτή είναι ιδιαιτέρως σημαντική στην διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Η απαγόρευση αυτή δεν αφορά μόνο τις άμεσες αλλά και τις έμμεσες ή συγκαλυμμένες διακρίσεις. Η εφαρμογή της προηγούμενης αρχής που αφορά στις άμεσες και στις συγκαλυμμένες διακρίσεις δεν στάθηκε αρκετή για να απελευθερώσει πλήρως την κινητικότητα των προϊόντων και των συντελεστών παραγωγής. Για τον λόγο αυτό καθιερώθηκε η απαγόρευση όλων των περιορισμών στην κινητικότητα με τον έλεγχο και των αδιακρίτως εφαρμοζόμενων ρυθμίσεων, οι οποίες μπορεί να παρεμποδίζουν ή να καθιστούν λιγότερο ελκυστική την άσκηση των τεσσάρων θεμελιωδών ελευθεριών καθώς έρχονται σε αντίθεση με τις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης. Το μειονέκτημα βέβαια της απαγόρευσης αυτής είναι ότι συρρικνώνει την εθνική αρμοδιότητα πλήττοντας το δημοκρατικό κεκτημένο καθώς το σχετικό εθνικό μέτρο πρέπει να παύσει να ισχύει παρόλο που δεν εισάγει κάποιας μορφής διάκριση, εκτός αν μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση κάποιον επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος. Τέλος, θα πρέπει να προστεθεί στα παραπάνω και η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, ένας κανόνας που εφαρμόζεται τόσο στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων όσο και των προσώπων. Ο κανόνας αυτός προέκυψε από την περίφημη απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Cassis de Dijon (C-120/78). Σύμφωνα με την απόφαση αυτή όλα τα προϊόντα που έχουν παραχθεί νόμιμα σε ένα κράτος μέλος επιτρέπεται να κυκλοφορούν ελεύθερα έστω και αν δεν πληρούν τις τεχνικές προδιαγραφές ενός άλλου κράτους μέλους.(4) Το κράτος μέλος υποδοχής δεν μπορεί δηλαδή να αποκλείσει από την εισαγωγή και την διάθεση στο εσωτερικό του προϊόντα με το σκεπτικό ότι δεν πληρούν τις δικές του τεχνικές προδιαγραφές. Το πλεονέκτημα της αρχής αυτής είναι ότι επιτυγχάνει την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς χωρίς να υπάρχει απαίτηση εναρμόνισης των εθνικών νομοθεσιών. (4) Yπόθεση C-120/78 (Cassis de Dijon)
1.2.3 Σημασία της εσωτερικής αγοράς για την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση Η εγκαθίδρυση και η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς υπήρξε το πρώτο και θεμελιώδες επίτευγμα στην μακρόχρονη διαδικασία της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Δεν ήταν αυτοσκοπός, αλλά το μέσο για την επίτευξη οικονομικών και πολιτικών στόχων. Όπως φαίνεται και από το Άρθρο 3 της ΣΕΕ, η εσωτερική αγορά αποτελεί έναν από τους κύριους σκοπούς της Ένωσης προκειμένου να οδηγήσει τους λαούς της Ευρώπης, στην οικονομική ανάπτυξη, στην σταθερότητα των τιμών, στην πλήρη απασχόληση, στην κοινωνική και τεχνολογική πρόοδο. Αποτελεί το απαραίτητο υπόβαθρο για να μπορέσει να ευοδωθεί το πλέον φιλόδοξο εγχείρημα, αυτό της πλήρους οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης, που ήταν και το όραμα των ιδρυτών της. Η πλήρης οικονομική Ένωση (που μετά την εισαγωγή του κοινού νομίσματος, έχει καταστεί και νομισματική Ένωση) στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς, θα πρέπει να οδηγήσει σε μια σειρά από μεταβολές στα κύρια μικροοικονομικά μεγέθη που με την σειρά τους θα επηρεάσουν την απασχόληση και την ανεργία, το γενικό επίπεδο των τιμών και τον ρυθμό του πληθωρισμού καθώς και τα ισοζύγια πληρωμών και τα εθνικά ΑΕΠ και θα οδηγήσουν, εν γένει, σε περαιτέρω ανάπτυξη και κοινωνική ευημερία. 1.3 Η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων Η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων είναι η πρώτη από τις τέσσερις θεμελιώδεις ελευθερίες, σύμφωνα με την σειρά που καταγράφονται στη Συνθήκη, και ίσως η πιο σημαντική, καθώς αποτελεί το βασικό δομικό στοιχείο της δημιουργίας και ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς και τον πυρήνα των πολιτικών της ΕΕ. Στο πλαίσιο της εγκαθίδρυσης της εσωτερικής αγοράς, η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, ως βασικό μέσο για την ανάπτυξη του εμπορίου και την τόνωση του ανταγωνισμού, υπήρξε το πρωταρχικό «μέλημα» των Συνθηκών της ΕΟΚ αρχικά και της ΕΕ στην συνέχεια. Οι διατάξεις της ΣΛΕΕ που κατοχυρώνουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων εκτείνονται από τα άρθρα 28 έως 37. Τα Άρθρα 28 έως 33 εγκαθιδρύουν την Τελωνειακή Ένωση, ενώ τα Άρθρα 37 έως 37 αναφέρονται στην απαγόρευση των ποσοτικών περιορισμών και των μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος στις εμπορευματικές συναλλαγές καθώς και στη ρύθμιση των κρατικών μονοπωλίων. Εξίσου σημαντικές όμως είναι και οι φορολογικές διατάξεις των Άρθρων 110 έως 113 και ειδικότερα το Άρθρο 110, περί της απαγόρευσης των φορολογικών διακρίσεων ανάμεσα σε εγχώρια και εισαγόμενα εμπορεύματα. Εδώ κρίνεται σκόπιμο να γίνει αναφορά στην έννοια του εμπορεύματος, καθώς οι προαναφερόμενες διατάξεις εφαρμόζονται αποκλειστικά στις συναλλαγές των εμπορευμάτων. Ως «εμπόρευμα» νοείται το υλικό προϊόν, που μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα και να αποτελέσει αντικείμενο εμπορικής συναλλαγής. Διακρίνεται επομένως το εμπόρευμα από την υπηρεσία, η οποία έχει άυλο χαρακτήρα και συνεπώς καλύπτεται από τις διατάξεις για την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Το Δικαστήριο, σε σχετικές αποφάσεις του, έχει κρίνει ότι μπορούν να θεωρηθούν εμπορεύματα, για παράδειγμα, τα κέρματα, υπό την προϋπόθεση να μην βρίσκονται
σε νόμιμη κυκλοφορία (5), τα απόβλητα, όταν διακινούνται για εμπορικούς σκοπούς π.χ ανακύκλωση (6), το ηλεκτρικό ρεύμα και το φυσικό αέριο (7). Ωστόσο, πολλές φορές παρουσιάζονται προβλήματα οριοθέτησης, για παράδειγμα στις περιπτώσεις που μια δραστηριότητα εμφανίζει στοιχεία που εμπίπτουν στα πεδία περισσοτέρων της μιας ελευθεριών. Στις περιπτώσεις αυτές, κατά πάγια νομολογία, έχει κριθεί ότι όταν η διακίνηση των εμπορευμάτων δεν είναι το κυρίαρχο στοιχείο της εμπορικής συναλλαγής, τότε θα τύχουν εφαρμογής οι σχετικές με την ελευθερία που κυρίως χαρακτηρίζει την δραστηριότητα διατάξεις, καθώς αποκλείεται η σωρευτική εφαρμογή διατάξεων που αφορούν σε περισσότερες από μία ελευθερίες. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι διατάξεις για την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων αφορούν τόσο στα εμπορεύματα καταγωγής κρατών μελών όσο και στα εμπορεύματα τρίτων χωρών που έχουν τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Ένωσης. Ειδικότερα για τα προϊόντα τρίτων χωρών που εισάγονται στο έδαφος της Ένωσης, εφαρμόζεται, σύμφωνα με το Άρθρο 28 περί της Τελωνειακής Ένωσης, το Κοινό Τελωνειακό Δασμολόγιο προκειμένου τα προϊόντα αυτά να επιβαρύνονται εξίσου κατά την εισαγωγή τους σε οποιοδήποτε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το παραπάνω συνάδει απόλυτα με την εφαρμογή των Άρθρων 206 και 207 της ΣΛΕΕ, περί κοινής εμπορικής πολιτικής και των Άρθρων 101 έως 109, περί κανόνων ανταγωνισμού, που μαζί με την Τελωνειακή Ένωση, αποτελούν αποκλειστικές αρμοδιότητες της Ένωσης (Άρθρο 3 της ΣΛΕΕ). Είναι προφανές ότι τα τρία αυτά πεδία δράσης της Ένωσης είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους, καθώς η ομοιόμορφη εφαρμογή του Κοινού Τελωνειακού Δασμολογίου και της κοινής εμπορικής πολιτικής (π.χ μέτρα εμπορικής άμυνας) συντελούν στην εξασφάλιση συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού, στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των αγαθών. 1.4 Προϋποθέσεις της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων Για την επίτευξη της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων εντός της εσωτερικής αγοράς, η Συνθήκη χρησιμοποιεί 4 βασικά εργαλεία: 1.4.1 Τελωνειακή Ένωση Στα Άρθρα 28 έως 32 της ΣΛΕΕ ορίζεται ότι η Ένωση περιλαμβάνει Τελωνειακή Ένωση που εκτείνεται στο σύνολο των εμπορευματικών της συναλλαγών. Ειδικότερα, σύμφωνα με το Άρθρα 28 και 30, στο πλαίσιο της Τελωνειακής Ένωσης απαγορεύονται οι εισαγωγικοί και εξαγωγικοί δασμοί καθώς και οι φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδύναμου προς δασμούς αποτελέσματος μεταξύ των κρατών μελών. Επιπλέον υιοθετείται Κοινό Δασμολόγιο στις σχέσεις τους με τις τρίτες χώρες. (5) Υπόθεση C-7/78 (Regina Thomson) (6) Υπόθεση C-2/90 (Επιτροπή κατά Βελγίου) (7) Υποθέσεις C-393/92 (Almelo) και C-159/94 (Επιτροπή κατά Γαλλίας)
1.4.2 Κατάργηση των φορολογικών διακρίσεων Στο πλαίσιο της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας και σύμφωνα με το Άρθρο 110 της ΣΛΕΕ, καταργούνται και απαγορεύονται όλες οι φορολογικές επιβαρύνσεις που εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις σε βάρος των εισαγομένων προϊόντων. Η παράγραφος 1 του εν λόγω Άρθρου καλύπτει τις άμεσες ή έμμεσες διακρίσεις σε βάρος των εισαγόμενων, ομοειδών προς τα εγχώρια, προϊόντων ενώ η παράγραφος 2 του ίδιου Άρθρου καλύπτει τις δυσμενείς διακρίσεις που μπορεί να προκύψουν από την επιβολή εσωτερικού φόρου που θα έχει ως συνέπεια την προστασία εγχώριων ανταγωνιστικών προϊόντων. 1.4.3 Κατάργηση ποσοτικών περιορισμών και μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος Στα Άρθρα 34 και 35 απαγορεύεται η επιβολή ποσοτικών περιορισμών και μέτρων ισοδύναμου αποτελέσματος επί των εισαγωγών και των εξαγωγών μεταξύ των κρατών μελών. Οι ποσοτικοί περιορισμοί δεν εμφανίζουν κανένα πρόβλημα ως προς την οριοθέτηση και τον χαρακτηρισμό τους σε αντίθεση με τα μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος τα οποία είναι δυσδιάκριτα. Πρόκειται για κρατικά, μη χρηματικά, μέτρα τα οποία είτε εισάγουν άμεσες διακρίσεις σε βάρος των εισαγόμενων προϊόντων υπό την έννοια ότι καθιστούν την εισαγωγή του προϊόντος δυσχερέστερη, λιγότερο ελκυστική ή ακόμα και αδύνατη, είτε αποτελούν αδιακρίτως εφαρμοζόμενα μέτρα τόσο σε εγχώρια όσο και εισαγόμενα προϊόντα, τα οποία είναι διατυπωμένα με τέτοιο τρόπο ώστε παρόλο που εφαρμόζονται τόσο στα εγχώρια όσο και στα εισαγόμενα προϊόντα εντούτοις θέτουν εμπόδια στην πρόσβαση στην αγορά ενός κράτους μέλους των προϊόντων άλλων κρατών μελών. 1.4.4 Διαρρύθμιση κρατικών μονοπωλίων Τέλος, τα κράτη μέλη οφείλουν, όπως προκύπτει από το Άρθρο 37 της ΣΛΕΕ, να διαρρυθμίζουν τα κρατικά μονοπώλια εμπορικού χαρακτήρα (σε αντιδιαστολή με τα μονοπώλια παραγωγής ή υπηρεσιών) με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκλείεται, σε σχέση με τους όρους εφοδιασμού και διαθέσεως, οποιαδήποτε διάκριση σε βάρος των εισαγόμενων προϊόντων από άλλα κράτη μέλη. Η παραπάνω διάταξη αποβλέπει ουσιαστικά στην διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και στην διατήρηση κανονικών συνθηκών ανταγωνισμού.
2. Η εσωτερική πτυχή της Τελωνειακής Ένωσης: Κατάργηση δασμών και φόρων ισοδυνάμου αποτελέσματος στο ενδοκοινοτικό εμπόριο 2.1 Περί της Τελωνειακής Ένωσης Η Τελωνειακή Ένωση αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Δεν είναι τυχαίο ότι η ιδρυτική Συνθήκη της ΕΟΚ αναφέρει στο Άρθρο 9: «η Κοινότητα βασίζεται σε μια Τελωνειακή Ένωση» Πράγματι, οι διατάξεις που αφορούσαν την δημιουργία της Τελωνειακής Ένωσης κατείχαν σημαντική θέση στην Συνθήκη της Ρώμης καθώς αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί το σημαντικότερο εργαλείο για την λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και για την διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων μέσα σε αυτή. Η πρώτη πρόκληση λοιπόν για την νεοσύστατη ΕΟΚ ήταν η δημιουργία της Τελωνειακής Ένωσης. Η Συνθήκη της Ρώμης προέβλεπε μία μεταβατική περίοδο 12 ετών (1-1-1958 έως 31-12-1969) κατά τη διάρκεια της οποίας τα κράτη μέλη θα έπρεπε σταδιακά να μειώσουν και εντέλει να εξαλείψουν τους δασμούς και τις φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδύναμου αποτελέσματος, καθώς και τους ποσοτικούς περιορισμούς και τα μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος στις μεταξύ τους εμπορικές συναλλαγές. Ειδικότερα, το Άρθρο 12 της ΣΕΟΚ όριζε ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει, επιπλέον, να μην εισάγουν νέους δασμούς ή φόρους ισοδυνάμου αποτελέσματος στις μεταξύ τους εισαγωγές ή εξαγωγές ή να αυξάνουν τους ήδη υπάρχοντες. Στο τέλος αυτής της περιόδου προβλέπονταν η υιοθέτηση Κοινού Δασμολογίου στις σχέσεις τους με τις τρίτες χώρες. Ο στόχος επιτεύχθηκε και μάλιστα ενάμισι χρόνο πριν την προκαθορισμένη ημερομηνία. Τη 1-7-1968 ετέθη σε εφαρμογή το πρώτο Κοινό Τελωνειακό Δασμολόγιο (Καν. 960/68). Έτσι η απλή ζώνη ελεύθερων συναλλαγών που επετεύχθη με τον σταδιακό τελωνειακό αφοπλισμό μεταξύ των κρατών μελών της Κοινότητας, μετατράπηκε σε Τελωνειακή Ένωση από την στιγμή που υιοθετήθηκε το Κοινό Δασμολόγιο στις εμπορικές συναλλαγές των κρατών μελών με τις τρίτες χώρες. Τα Άρθρα της Συνθήκης ΣΛΕΕ που περιέχουν τις σχετικές με την Τελωνειακή Ένωση διατάξεις είναι τα 28 έως 33 του Τίτλου ΙΙ που αφορά στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Τυπικά, όπως φαίνεται και από την διαρρύθμιση των άρθρων, τα άρθρα 28 και 29 έχουν εισαγωγικό χαρακτήρα, ενώ τα Άρθρα 30 έως 33 περιέχουν τις κυρίως διατάξεις για την Τελωνειακή Ένωση και την Τελωνειακή συνεργασία. Η παράγραφος 1 του Άρθρου 28 της ΣΛΕΕ ορίζει ότι «η Ένωση περιλαμβάνει Τελωνειακή Ένωση η οποία εκτείνεται στο σύνολο των εμπορευματικών της
συναλλαγών και περιλαμβάνει την απαγόρευση των εισαγωγικών και εξαγωγικών δασμών και όλων των φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδύναμου αποτελέσματος μεταξύ των κρατών μελών, καθώς και την υιοθέτηση κοινού δασμολογίου με τις τρίτες χώρες.» Από την διατύπωση του παραπάνω Άρθρου παρατηρούμε καταρχήν ότι δεν χρησιμοποιείται πλέον ο όρος «βασίζεται», καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση με την σημερινή της μορφή περιλαμβάνει πολλές δράσεις και πολιτικές σε πολλούς τομείς του οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού φάσματος, σε αντιδιαστολή με την αρχική της μορφή που, ως οικονομική κοινότητα και μόνο, επικεντρώθηκε στον πρωταρχικό της στόχο που ήταν αυτός της δημιουργίας μιας Τελωνειακής Ένωσης, ως πρώτο βήμα για την μετέπειτα εξελικτική της πορεία προς την ολοκλήρωση. Αποτελεί ωστόσο, η Τελωνειακή Ένωση, σύμφωνα με το Άρθρο 3 της ΣΛΕΕ, πεδίο αποκλειστικής αρμοδιότητας της Ένωσης, γεγονός που αποδεικνύει ότι παραμένει ένας εξαιρετικά σημαντικός παράγοντας για την λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Προκύπτει επίσης με σαφήνεια από την διατύπωση του Άρθρου, ότι η Τελωνειακή Ένωση έχει μία εσωτερική και μια εξωτερική πτυχή. Η εσωτερική πτυχή συνίσταται στη δημιουργία ενός ενιαίου τελωνειακού εδάφους εντός του οποίου διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων μέσω της κατάργησης των δασμών και των φόρων ισοδυνάμου αποτελέσματος στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές. Η εξωτερική πτυχή αφορά στη θέσπιση και εφαρμογή κοινού δασμολογίου έναντι των προϊόντων τρίτων χωρών, ώστε αυτά να υπόκεινται στην ίδια ακριβώς επιβάρυνση κατά την είσοδό τους στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης ανεξαρτήτως του κράτους μέλους μέσω του οποίου γίνεται η εισαγωγή τους. Ωστόσο η διατύπωση του Άρθρου 28 εμφανίζει και κάποια εννοιολογικά και τεχνικά προβλήματα. Καταρχήν, όπως έχει ήδη αναφερθεί, τα Άρθρα 28 και 29 έχουν εισαγωγικό χαρακτήρα και θα περίμενε κανείς να γίνεται λόγος γενικά για την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Εντούτοις, η παράγραφος 1 του Άρθρου 28 αναφέρεται ουσιαστικά στον ορισμό της Τελωνειακής Ένωσης που, αφενός θα αναμενόταν να αναφερθεί παρακάτω, στο Κεφάλαιο 1, αφετέρου αποτελεί μόνο μία συνιστώσα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Ίσως επειδή κρίνεται από τον νομοθέτη ότι είναι η πιο σημαντική συνιστώσα; Είναι γεγονός, όμως, πως με αυτόν τον τρόπο μπορεί να δημιουργηθεί η σύγχυση ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων ταυτίζεται εννοιολογικά με αυτήν της Τελωνειακής Ένωσης. Αντιθέτως όμως, η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων είναι μία κατάσταση που επιτυγχάνεται διαμέσου της Τελωνειακής Ένωσης, αλλά και άλλων παραγόντων όπως η κατάργηση των ποσοτικών περιορισμών, των φορολογικών διακρίσεων και κάθε άλλου φραγμού φυσικού ή τεχνικού που εμποδίζει την κινητικότητα των εμπορευμάτων εντός της Ένωσης. Επιπλέον, η παράγραφος 1 του Άρθρου 28 κάνει μνεία των απαγορεύσεων που εν συνεχεία επαναλαμβάνονται και στο Άρθρο 30, με την μόνη διαφορά πως το Άρθρο 30 επεκτείνεται και στους δασμούς ταμιευτικού χαρακτήρα. Πιθανόν είναι και αυτό ένα δείγμα ότι ο νομοθέτης θέλει να εστιάσει στην καθολική κατάργηση των εσωτερικών φραγμών, ως βασική προϋπόθεση για την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων
στο πλαίσιο μιας Τελωνειακής Ένωσης. Ενώ όμως, το Άρθρο 28, αν και εισαγωγικού χαρακτήρα, ορίζει κατευθείαν την Τελωνειακή Ένωση, τελικώς κάνει μικρή αναφορά (όπως εξάλλου και τα επόμενα άρθρα) στις πτυχές που ακριβώς διαφοροποιούν την Τελωνειακή Ένωση από μία ζώνη ελεύθερων συναλλαγών, ήτοι οι σχέσεις της Ένωσης με τις τρίτες χώρες. Ορίζει απλώς ότι τα κράτη μέλη υιοθετούν κοινό δασμολόγιο στις σχέσεις με τις τρίτες χώρες αλλά δεν κάνει καμία περαιτέρω αναφορά. Δεν αναφέρεται σαφώς, για παράδειγμα, στο τι ισχύει όσον αφορά στους φόρους ισοδυνάμου αποτελέσματος Επιπρόσθετα, η παράγραφος 2 του ίδιου Άρθρου διευκρινίζει ότι οι περί της Τελωνειακής Ένωσης διατάξεις του Άρθρου 30, όπως και οι διατάξεις περί της απαγόρευσης των ποσοτικών περιορισμών, εφαρμόζονται σε όλα τα εμπορεύματα καταγωγής κρατών μελών (συμπεριλαμβανομένων αυτών που έχουν υποστεί ουσιώδη μεταποίηση σε κάποιο κράτος μέλος), αλλά και στα εμπορεύματα τρίτων χωρών που ευρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός των κρατών μελών, σύμφωνα με τον ορισμό που δίνεται παρακάτω στο Άρθρο 29, χωρίς εντούτοις να γίνεται καμία αναφορά για το τι ισχύει στις απευθείας συναλλαγές με τις τρίτες χώρες. Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε πως, καταρχήν, η Συνθήκη απονέμει εξαιρετική σημασία στο ρόλο της Τελωνειακής Ένωσης, ως εργαλείο για την διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων εντός της ενιαίας εσωτερικής αγοράς. Επιπλέον, συνάγεται πως η θέσπιση και εφαρμογή του Κοινού Δασμολογίου, στις σχέσεις με τις τρίτες χώρες, είναι ακριβώς ο παράγοντας που μεταβάλει μια απλή ζώνη ελευθέρων συναλλαγών σε Τελωνειακή Ένωση, επιτρέποντας να επεκταθεί η άνευ περιορισμών ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και σε αυτά που εισάγονται από τρίτες χώρες. Η ερμηνεία των Άρθρων 28-29 καθώς και των επόμενων που αφορούν στην Τελωνειακή Ένωση, αποτέλεσε εφαλτήριο για το Δικαστήριο που τελικώς με πλούσια νομολογία κάλυψε τα κενά που προκύπτουν από τα παραπάνω Άρθρα. Παρακάτω θα αναφερθούμε ειδικότερα στα θέματα που αφορούν στην εσωτερική πτυχή της Τελωνειακής Ένωσης. Πιο συγκεκριμένα, θα ασχοληθούμε με τον δασμολογικό αφοπλισμό μεταξύ των κρατών μελών, με την ανάλυση της έννοιας των δασμών καθώς και των φόρων ισοδύναμου αποτελέσματος και την οριοθέτησή τους σε σχέση με τις φορολογικές ρυθμίσεις που εμπίπτουν στο Άρθρο 110 της ΣΛΕΕ. 2.2 Κατάργηση των εισαγωγικών και εξαγωγικών δασμών Το Άρθρο 30 της ΣΛΕΕ ορίζει ότι «οι εισαγωγικοί και εξαγωγικοί δασμοί ή φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος απαγορεύονται μεταξύ των κρατών μελών. Η απαγόρευση αυτή ισχύει και για τους δασμούς ταμιευτικού χαρακτήρα.» Η παραπάνω διάταξη προβλέπει μια γενική και απόλυτη απαγόρευση όλων των χρηματικών επιβαρύνσεων στις εισαγωγές και εξαγωγές των εμπορευμάτων. Η έννοια του δασμού δεν δημιουργεί πρόβλημα ως προς την κατανόησή της. Δασμός είναι κάθε χρηματική επιβάρυνση που επιβάλλεται στα εμπορεύματα κατά την
εισαγωγή ή την εξαγωγή τους. Ο δασμός, λοιπόν, μπορεί να είναι εισαγωγικός ή εξαγωγικός και συνήθως επιβάλλεται ως ποσοστό επί της δασμολογητέας αξίας του εμπορεύματος. Ο δασμός επιτελεί δύο λειτουργίες: Αποτελεί έσοδο για το κράτος αλλά ταυτόχρονα προστατεύει τους εγχώριους παραγωγούς από τον εξωτερικό ανταγωνισμό καθώς αυξάνει το κόστος του εισαγόμενου προϊόντος. Η απαγόρευση της επιβολής δασμών αποτελεί, επομένως, βασική προϋπόθεση για την ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων καθώς εγγυάται ότι τα κράτη μέλη δεν θα προστατεύσουν την εγχώρια παραγωγή τους σε βάρος των ανταγωνιστικών εισαγομένων από τα άλλα κράτη μέλη. Η απαγόρευση του Άρθρου 30 περιλαμβάνει και τους δασμούς ταμιευτικού χαρακτήρα. Τέτοιοι είναι οι δασμοί που επιβάλλονται στις εισαγωγές προϊόντων ευρείας κατανάλωσης ή πολυτελείας οι οποίοι δεν έχουν προστατευτικό χαρακτήρα καθώς μπορεί να μην υπάρχει εγχώρια παραγωγή ομοειδούς ή ανταγωνιστικού προϊόντος, αλλά έχουν ως βασικό στόχο την αύξηση των εσόδων του κράτους. Ανεξάρτητα όμως από τον λόγο επιβολής τους οι δασμοί αυτοί πλήττουν επίσης την ελεύθερη διακίνηση των εμπορευμάτων και ως εκ τούτου απαγορεύονται. Φυσικά, πρέπει να γίνει σαφές ότι η απαίτηση για δασμολογικό αφοπλισμό στο εσωτερικό της Ένωσης δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή μη εγχώριας ανταγωνιστικής παραγωγής, για τον λόγο αυτό επεκτείνεται και στους προαναφερόμενους δασμούς ταμιευτικού χαρακτήρα που επιβάλλονται ακόμα και όταν δεν υπάρχει εγχώρια παραγωγή άρα έχουν κυρίως εισπρακτικό χαρακτήρα. Επίσης, είναι αδιάφορο αν η επιβάρυνση αυτή είναι μικρή, αν εισπράττεται υπέρ του κράτους ή αποδίδεται σε άλλη οντότητα, όπως για παράδειγμα υπέρ επαγγελματικών οργανισμών ή για την χρηματοδότηση δραστηριοτήτων γενικού συμφέροντος. Η κατάργηση των δασμών δεν παρουσίασε ποτέ ιδιαίτερο πρόβλημα καθώς δεν ήταν δυσχερής η αναγνώριση και η διάκρισή τους. Όμως οι δασμοί, με την στενή τελωνειακή τους έννοια, δεν ήταν οι μοναδικές επιβαρύνσεις που επιβάλλονταν στα εμπορεύματα κατά την εισαγωγή ή την εξαγωγή τους. Μάλιστα, τα κράτη μέλη, συχνά επιδίωξαν να αντισταθμίσουν την «ζημιά» που προκάλεσε η κατάργηση των δασμών, επιβάλλοντας άλλες φορολογικές επιβαρύνσεων προκειμένου, είτε να αυξήσουν τα κρατικά έσοδα, είτε να προστατεύσουν την εγχώρια παραγωγή τους. Οι περιπτώσεις αυτές, που αφορούν στους λεγόμενους φόρους ισοδύναμου αποτελέσματος, αναλύονται στην συνέχεια. 2.3 Κατάργηση φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδύναμου αποτελέσματος προς δασμούς Όπως ήδη αναφέρθηκε, οι κατ ακριβολογία δασμοί δεν αποτέλεσαν την μόνη οικονομική επιβάρυνση των εμπορευμάτων κατά την εισαγωγή ή την εξαγωγή τους. Οι εθνικές νομοθεσίες προέβλεπαν (πιθανόν να προβλέπουν ακόμα) και άλλες, συνήθως μικρές, επιβαρύνσεις, υπό την μορφή τέλους, με διάφορες ονομασίες που υποδήλωναν τον προορισμό τους, συνήθως υπέρ της εξυπηρέτησης κάποιου ευγενή σκοπού γενικού συμφέροντος. Το αποτέλεσμα ήταν το κόστος των διακινούμενων
προϊόντων να αυξάνεται σημαντικά. Οι κρατικές αρχές αμφισβητούσαν τον προστατευτικό ή ταμιευτικό χαρακτήρα των εν λόγω επιβαρύνσεων, θεωρώντας ότι μπορούν να παραμένουν σε ισχύ παρά τον καθολικό δασμολογικό αφοπλισμό στο εσωτερικό της Ένωσης. Τέτοιες υποθέσεις έφτασαν επανειλημμένως στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο το οποίο έδωσε ευρεία ερμηνεία στην έννοια των φόρων ισοδύναμου αποτελέσματος, ενισχύοντας τις διατάξεις της Συνθήκης και οδηγώντας στην πλήρη κατάργηση όλων των εμποδίων στην διακίνηση των εμπορευμάτων εντός της Ένωσης. Η οριοθέτηση της έννοιας των φόρων ισοδύναμου αποτελέσματος κρίθηκε προς τούτο αναγκαία, καθώς τέτοιες επιβαρύνσεις που προκύπτουν μέσα από ένα σύστημα εσωτερικής φορολόγησης, τελικώς αποτελούν φόρους που πλήττουν τα εισαγόμενα προϊόντα και αυξάνοντας το κόστος τους. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου «ως φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό μπορεί να θεωρείται, οποιαδήποτε κι αν είναι η ονομασία του ή η τεχνική του, μονομερώς επιβαλλόμενο τέλος, είτε κατά την εισαγωγή είτε μεταγενέστερα και το οποίο, πλήττοντας ειδικώς εισαγόμενο προϊόν κράτους μέλους, κατ αποκλεισμό του ομοειδούς εγχώριου προϊόντος, έχει ως αποτέλεσμα, αλλοιώνοντας την τιμή του, την ίδια επίπτωση που έχει και ένας δασμός επί της ελεύθερης κυκλοφορίας των προϊόντων.»(8) Από τον παραπάνω ορισμό προκύπτουν τα βασικά χαρακτηριστικά της έννοιας της φορολογικής επιβάρυνσης ισοδύναμου αποτελέσματος προς δασμούς: 1. Η επιβάρυνση επιβάλλεται μονομερώς από το κράτος ως μέρος της εθνικής φορολογίας που θεσπίζεται από την εθνική νομοθεσία. 2. Η τεχνική είσπραξης καθώς και ο προορισμός των σχετικών εσόδων από την εν λόγω επιβάρυνση δεν επηρεάζει τον χαρακτηρισμό της ως φορολογική επιβάρυνση ισοδύναμου προς δασμούς αποτελέσματος 3. Η γενεσιουργός αιτία επιβολής της επιβάρυνσης είναι η διέλευση των συνόρων. Συνεπώς τα εγχώρια προϊόντα δεν πλήττονται από αυτή. Αυτό είναι και το βασικό γνώρισμα που διακρίνει την φορολογική επιβάρυνση ισοδύναμου προς δασμούς αποτελέσματος από την εσωτερική φορολόγηση που πλήττει αδιακρίτως τα εισαγόμενα και τα εγχώρια προϊόντα. 4. Δεν είναι απαραίτητο να αποδεικνύεται περιορισμός του όγκου των διακινούμενων εμπορευμάτων ή μείωση της ζήτησής τους ως συνέπεια της επιβολής της επιβάρυνσης. Τα παραπάνω καταδεικνύουν ότι η βούληση που προκύπτει από το πνεύμα της Συνθήκης, σε σχέση με την επίτευξη της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων στο πλαίσιο μιας ενιαίας εσωτερικής αγοράς, δεν είναι μια απλή ονομαστική κατάργηση των με την στενή έννοια τελωνειακών δασμών (οι οποίοι εύκολα θα μπορούσαν να αντικατασταθούν με άλλες επιβαρύνσεις), αλλά η ουσιαστική κατάργηση όλων των εμποδίων και φραγμών στο ενδοκοινοτικό εμπόριο. (8) Συνεκδικασθείσες Υποθέσεις C-2/62 και C-3/62 (Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου και Βελγίου