Υπόθεση C-459/03 Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιρλανδίας «Παράβαση κράτους μέλους Σύμβαση δίκαιο της θάλασσας Μέρος XII Προστασία και διατήρηση του θαλάσσιου περιβάλλοντος Καθεστώς διευθετήσεως των διαφορών προβλεπόμενο από τη Σύμβαση Διαδικασία διαιτησίας την οποία κίνησε στο πλαίσιο του καθεστώτος αυτού η Ιρλανδία κατά του Ηνωμένου Βασιλείου Διαφορά σχετική με το εργοστάσιο MOX στο Sellafield (Ηνωμένο Βασίλειο) Ιρλανδική Θάλασσα Άρθρα 292 EK και 193 EA Δέσμευση περί μη εφαρμογής επί διαφοράς σχετικής με την ερμηνεία ή την εφαρμογή της Συνθήκης διαδικασίας διευθετήσεως άλλης πλην των προβλεπόμενων από τη Συνθήκη Μικτή συμφωνία Αρμοδιότητα της Κοινότητας Άρθρα 10 ΕΚ και 192 ΕΑ Καθήκον συνεργασίας» Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Poiares Maduro της 18ης Ιανουαρίου 2006 I - 4640 Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 30ής Μαΐου 2006 I - 4657 Περίληψη της αποφάσεως 1. Διεθνείς Συμφωνίες Συμφωνίες της Κοινότητας Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας (Άρθρα 175 1 EK και 176 EK) I - 4635
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΥΠΟΘΕΣΗ C-459/03 2. Διεθνείς Συμφωνίες Συμφωνίες της Κοινότητας Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας (Άρθρα 220 EK, 227 EK και 292 EK) 3. Κράτη μέλη Υποχρεώσεις (Άρθρα 227 EK και 292 EK άρθρα 142 EA και 193 EA) 4. Κράτη μέλη Υποχρεώσεις Γενική υποχρέωση απορρέουσα από το άρθρο 10 ΕΚ (Άρθρα 10 EK και 292 EK) 5. Κράτη μέλη Υποχρεώσεις Υποχρέωση συνεργασίας (Άρθρο 10 EK άρθρο 192 EA) 1. Το άρθρο 175, παράγραφος 1, ΕΚ, αποτελεί την προσήκουσα νομική βάση για τη σύναψη διεθνών συμφωνιών εξ ονόματος της Κοινότητας στον τομέα της περιβαλλοντικής προστασίας. Κατά το άρθρο 176 ΕΚ, η εξωτερική αρμοδιότητα της Κοινότητας στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος δεν είναι αποκλειστική, αλλά, καταρχήν, κατανέμεται μεταξύ της Κοινότητας και των κρατών μελών. Εντούτοις, το ζήτημα αν μια διάταξη μικτής συμφωνίας εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Κοινότητας αφορά την απονομή και, επομένως, την ίδια την ύπαρξη της εξωτερικής αρμοδιότητας της Κοινότητας στον συγκεκριμένο τομέα και όχι τον αποκλειστικό ή μη χαρακτήρα της. Επομένως, η ύπαρξη της εξωτερικής αρμοδιότητας της Κοινότητας στον τομέα της προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος δεν εξαρτάται, καταρχήν, από την έκδοση πράξεων παράγωγου δικαίου που καλύπτουν τον οικείο τομέα και θα μπορούσαν να θιγούν σε περίπτωση συμμετοχής των κρατών μελών στη διαδικασία συνάψεως της οικείας συμφωνίας. Η Κοινότητα μπορεί, πράγματι, να συνάπτει συμφωνίες στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος ακόμη και αν τα ειδικά ζητήματα που διέπουν οι συμφωνίες αυτές δεν αποτελούν ακόμη ή αποτελούν όλως μερικώς αντικείμενο μιας κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως η οποία δεν δύναται, ως εκ τούτου, να θιγεί. Εντούτοις, στο ειδικό πλαίσιο της Συμβάσεως δίκαιο της θάλασσας, η διαπίστωση περί μεταβιβάσεως κοινών αρμοδιοτήτων στην Κοινότητα εξαρτάται από την ύπαρξη, στους τομείς τους οποίους διέπουν οι οικείες διατάξεις της Συμβάσεως, κοινοτικών κανόνων, ανεξαρτήτως μάλιστα του περιεχόμενου και της φύσεώς τους. Τα ζητήματα που διέπουν οι διατάξεις της Συμβάσεως περί προλήψεως της θαλάσσιας ρυπάνσεως, ειδικότερα δε τα άρθρα 123, 192, 193, 194, 197, 206, 207, 211 και 213 της εν λόγω Συμβάσεως, ρυθμίζονται κατά το πλεί- I - 4636
ΕΠΙΤΡΟΠΗ κατά ΙΡΛΑΝΔΙΑΣ στον από κοινοτικές πράξεις, πολλές εκ των οποίων μνημονεύονται ρητώς στο προσάρτημα της δηλώσεως για την αρμοδιότητα της Κοινότητας η οποία επισυνάπτεται στην απόφαση 98/392 του Συμβουλίου, με την οποία η Σύμβαση εγκρίθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας. Επομένως, οι εν λόγω διατάξεις της Συμβάσεως εμπίπτουν σε αρμοδιότητα που η Κοινότητα επέλεξε να ασκήσει με την προσχώρησή της στη Σύμβαση, και, ως εκ τούτου, αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της κοινοτικής έννομης τάξεως. Συνεπώς, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να επιλύει διαφορές σχετικές με την ερμηνεία και εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων, καθώς και να κρίνει κατά πόσο ένα κράτος μέλος τηρεί τις διατάξεις αυτές. ρυθμίζουν διαφορές σχετικές με την ερμηνεία ή την εφαρμογή της Συνθήκης ΕΚ κατά τρόπο διάφορο από εκείνον που προβλέπει η Συνθήκη. Επιπλέον, η εν λόγω Σύμβαση καθιστά πράγματι δυνατή την αποφυγή παρόμοιας αγνοήσεως της αποκλειστικής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου ώστε να διαφυλάσσεται η αυτονομία του κοινοτικού νομικού συστήματος. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το άρθρο 282 της Συμβάσεως, το σύστημα διευθετήσεως των διαφορών που καθιερώνει η Συνθήκη ΕΚ, καθόσον προβλέπει διαδικασίες που συνεπάγονται δεσμευτικές αποφάσεις για τη διευθέτηση διαφορών μεταξύ κρατών μελών, κατισχύει, καταρχήν, του συστήματος που προβλέπει το τμήμα XV της Συμβάσεως. (βλ. σκέψεις 90, 92-95, 108, 110, 120, 121) 2. Μια διεθνής συμφωνία, όπως η Σύμβαση δίκαιο της θάλασσας, δεν δύναται να θίγει το σύστημα κατανομής των αρμοδιοτήτων που καθιερώνουν οι Συνθήκες και, συνακόλουθα, την αυτονομία του κοινοτικού νομικού συστήματος, τον σεβασμό της οποίας εγγυάται το Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 220 ΕΚ. Η αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου επιβεβαιώνεται με το άρθρο 292 ΕΚ, κατά το οποίο τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να μη Επομένως, τα άρθρα 220 ΕΚ και 292 ΕΚ αποκλείουν τη δυνατότητα υποβολής στην κρίση διαιτητικού δικαστηρίου, συσταθέντος σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος VII της Συμβάσεως, διαφοράς σχετικής με την ερμηνεία και την εφαρμογή διατάξεων της Συμβάσεως που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα που η Κοινότητα άσκησε με την προσχώρησή της στη Σύμβαση, με αποτέλεσμα οι εν λόγω διατάξεις να αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της κοινοτικής έννομης τάξεως. Επιπλέον, η διαφορά που ανακύπτει μεταξύ δύο κρατών μελών ως προς φερόμενη παράβαση υποχρεώσεων του κοινοτικού δικαίου που απορρέουν από την εν λόγω Σύμβαση άπτεται προδήλως ενός εκ των τρόπων διευθετήσεως των διαφορών που προβλέπει η Συνθήκη, κατά την έννοια του άρθρου 292 ΕΚ, ήτοι της I - 4637
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΥΠΟΘΕΣΗ C-459/03 προβλεπόμενης από το άρθρο 227 ΕΚ διαδικασίας. 3. Η εκ μέρους κράτους μέλους υποβολή σε δικαιοδοτικό όργανο διάφορο του Δικαστηρίου, όπως ένα διαιτητικό δικαστήριο συσταθέν σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος VII της Συμβάσεως δίκαιο της θάλασσας, πράξεων του κοινοτικού δικαίου που άπτονται της Συνθήκης ΕΚ και της Συνθήκης ΕΚΑΕ, προς ερμηνεία και εφαρμογή στο πλαίσιο διαδικασίας σκοπούσας στη διαπίστωση παραβάσεως των διατάξεων των πράξεων αυτών από κράτος μέλος είναι αντίθετη προς την υποχρέωση που υπέχουν τα κράτη μέλη, αντιστοίχως, από τα άρθρα 292 ΕΚ και 193 EA, περί σεβασμού του αποκλειστικού χαρακτήρα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου επί διαφορών σχετικών με την ερμηνεία και την εφαρμογή διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, ιδίως με προσφυγή στις προβλεπόμενες από τα άρθρα 227 ΕΚ και 142 EA διαδικασίες στην περίπτωση κατά την οποία επιδιώκεται η διαπίστωση παραβάσεως των διατάξεων αυτών από άλλο κράτος μέλος. Επιπλέον, η κίνηση και η συνέχιση μιας διαδικασίας ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου ενέχει προδήλως τον κίνδυνο να θιγεί το σύστημα κατανομής αρμοδιοτήτων που καθιερώνουν οι Συνθήκες και, επομένως, η αυτονομία του κοινοτικού νομικού συστήματος. (βλ. σκέψεις 123-126, 128, 133) (βλ. σκέψεις 151, 152, 154) 4. Η προβλεπόμενη στο άρθρο 292 ΕΚ υποχρέωση των κρατών μελών να προσφεύγουν στο κοινοτικό δικαιοδοτικό σύστημα και να σέβονται την αποκλειστική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, η οποία αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της, πρέπει να εκλαμβάνεται ως ειδική έκφανση της γενικότερης υποχρεώσεώς τους περί εντιμότητας η οποία απορρέει από το άρθρο 10 ΕΚ. Συνεπώς, δεν συντρέχει λόγος να αναγνωρισθεί ως διαφορετική η παράβαση των γενικών υποχρεώσεων του άρθρου 10 ΕΚ, εφόσον διαπιστώθηκε ήδη παράβαση των ειδικότερων υποχρεώσεων που υπέχει ένα κράτος μέλος από το άρθρο 292 ΕΚ. (βλ. σκέψεις 169, 171) 5. Τα κράτη μέλη και τα κοινοτικά όργανα έχουν υποχρέωση στενής συνεργασίας για την τήρηση των δεσμεύσεων που έχουν αναλάβει στο πλαίσιο της συ- I - 4638
ΕΠΙΤΡΟΠΗ κατά ΙΡΛΑΝΔΙΑΣ ναρμοδιότητας για τη σύναψη μικτών συμφωνιών. Τούτο ισχύει ιδιαιτέρως στην περίπτωση διαφοράς η οποία αφορά κυρίως δεσμεύσεις που απορρέουν από μικτή συμφωνία και σχετίζονται με τομέα στον οποίο οι αντίστοιχες αρμοδιότητες της Κοινότητας και των κρατών μελών ενδέχεται να επικαλύπτονται. Η υποβολή μιας τέτοιας φύσεως διαφοράς σε δικαιοδοτικό όργανο όπως ένα διαιτητικό δικαστήριο συσταθέν σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος VII της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας ενέχει τον κίνδυνο να αποφανθεί επί των υποχρεώσεων που επιβάλλει το κοινοτικό δίκαιο στα κράτη μέλη έτερο δικαιοδοτικό όργανο και όχι το Δικαστήριο. Υπό τις συνθήκες αυτές, η υποχρέωση στενής συνεργασίας στο πλαίσιο μικτής συμφωνίας επιβάλλει στο κράτος μέλος καθήκον ενημερώσεως και διαβουλεύσεως με τα αρμόδια κοινοτικά όργανα προ της κινήσεως της διαδικασίας διευθετήσεως διαφοράς στο πλαίσιο της Συμβάσεως. (βλ. σκέψεις 175-177, 179) I - 4639