Φ ΙΛ Ο Λ Ο ΓΙΚ Ο * * ΥΛΛΟΓΟ* ΠΛΡΝΑ**0* ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ. ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑ ΚΑΤΑ ΤΡΙΜΗΝΙΑΝ ΕΚ Al ΑΟΜΕΝΟΝ ΠΕΡΙΟΑΟΖ ΛΕΥΤΕΡΑ



Σχετικά έγγραφα
Ρομαντισμός. Εργασία για το μάθημα της λογοτεχνίας Αραμπατζή Μαρία, Βάσιου Μαρίνα, Παραγιού Σοφία Σχολικό έτος Τμήμα Α1

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΤΟΥ JOSTEIN GAARDER

ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΕ Ο ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑΣ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

Μάνος Κοντολέων : «Ζω γράφοντας και γράφω ζώντας» Πέμπτη, 23 Μάρτιος :11

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Το παραμύθι της αγάπης

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Τα παραμύθια της τάξης μας!


Εισαγωγή στα Πρότυπα Γυμνάσια-N.Γλώσσα

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Αναστασία Μπούτρου. Εργασία για το βιβλίο «Παπούτσια με φτερά»

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018


Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Θαύματα Αγίας Ζώνης (μέρος 4ο)

Γιώτα Γουβέλη: Ως προς την ιστορική έρευνα, Η νύφη της Μασσαλίας ήταν το πιο απαιτητικό από όλα μου τα βιβλία

Εμείς τα παιδιά θέλουμε να γνωρίζουμε την τέχνη και τον πολιτισμό του τόπου μας και όλου του κόσμου.

6. '' Καταλαβαίνεις οτι κάτι έχει αξία, όταν το έχεις στερηθεί και το αναζητάς. ''

«ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ»

15/9/ ποίηση & πεζογραφία στρέφονται προς νέες κατευθύνσεις Νέα εκφραστικά μέσα

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα Περιόδου Χριστουγέννων

Μεταξία Κράλλη! Ένα όνομα που γνωρίζουν όλοι οι αναγνώστες της ελληνικής λογοτεχνίας, ωστόσο, κανείς δεν ξέρει ποια

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;

ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΤΡΑΓΟΥ ΙΑ

Σόφη Θεοδωρίδου: «Ζήσαμε και καλά χρόνια στη Μικρά Ασία με τους Τούρκους, πριν γίνουν όλα μαχαίρι και κρέας»

ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ. Το κίνημα του ρομαντισμού κυριάρχησε στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα.

ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΡΟΛΟΙ: Αφηγητής 1(Όσους θέλει ο κάθε δάσκαλος) Αφηγητής 2 Αφηγητής 3 Παπα-Λάζαρος Παιδί 1 (Όσα θέλει ο κάθε δάσκαλος) Παιδί 2

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: «Στόχος μου είναι να μάθω στους αναγνώστες μου, ότι η αγάπη συλλαβίζεται»

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Πώς γράφεις αυτές τις φράσεις;

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΦΥΣΗ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ

Επιμέλεια παρουσίασης : Μαριλένα Χυτήρογλου Α3 Υπεύθυνη καθηγήτρια: Δανίκα Ευανθία

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

2 ο Δημοτικό Σχολείο Λιτοχώρου

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Η ΥΠΕΥΘΗΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: Αλεξανδρή Ελευθερία. Η ΕΛΙΑ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ: Δημαράκης Κοσμάς Δράκου Άννα Καίρης Μάριος Κομίνη Ιωάννα Σουλάνδρος Τάσος

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ: ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ

Μύθοι. Τοπικοί μύθοι Η ανάγκη των ανθρώπων οδήγησε στη δημιουργία μύθων

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα. Εργασία Χριστίνας Λιγνού Α 1

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

ISSP 1998 Religion II. - Questionnaire - Cyprus

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

Ο συγγραφέας Δημήτρης Στεφανάκης και «Ο χορός των ψευδαισθήσεων» Πέμπτη, 10 Σεπτεμβρίου :26

Κλαίρη Θεοδώρου: Στην Ελλάδα ο διχασμός καλά κρατεί


Διάλογος 4: Συνομιλία ανάμεσα σε φροντιστές

Για αυτό τον μήνα έχουμε συνέντευξη από μία αγαπημένη και πολυγραφότατη συγγραφέα που την αγαπήσαμε μέσα από τα βιβλία της!

ΟΔΥΣΣΕΙΑ: ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΚΑΙ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ

ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ :ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΧΡΟΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΥΝΘΕΣΗΣ ΤΩΝ ΟΜΗΡΙΚΩΝ ΕΠΩΝ

ΜΙΚΡΕΣ ΚΥΡΙΕΣ. 10/1/2014 Κουτσουρνά Ιφιγένεια 3 ο Γυμνάσιο Ωραιοκάστρου Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνία

Κατανόηση προφορικού λόγου

Από ξύλο και ασήμι φτιαγμένο το νέο βιβλίο της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου

ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΟΝΟ ΕΝΑΣ ΘΕΟΣ!

Ένα γόνιμο μέλλον. στο παρόν και πνευματικές ιδιότητες που εκδηλώνουν οι Έλληνες όταν κάνουν τα καλά τους έργα

1 00:00:08,504 --> 00:00:11,501 <i>το σχολείο της Τσιάπας παρουσιάζει:</i> 2 00:00:14,259 --> 00:00:17,546 <b>"ποιοί είναι οι Ζαπατίστας;"</b>

Γιώργος Δ. Λεμπέσης: «Σαν να μεταφέρω νιτρογλυκερίνη σε βαγονέτο του 19ου αιώνα» Τα βιβλία του δεν διαβάζονται από επιβολή αλλά από αγάπη

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΣΠΛΑΧΝΙΚΟΥ ΠΑΤΕΡΑ (ΑΣΩΤΟΥ ΥΙΟΥ)

Ιόλη. Πως σας ήρθε η ιδέα;


Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ:

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Η συγγραφέας Πένυ Παπαδάκη και το «ΦΩΣ ΣΤΙΣ ΣΚΙΕΣ» Σάββατο, 21 Νοεμβρίου :20

ΞΕΝΙΑ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ. Το Σκλαβί. ή πώς ένα κορίτσι με τρεις φίλους και έναν παπαγάλο ναυλώνει ένα καράβι για να βρει τον καλό της

ROUSSI M. LOGOTEXNIA A GYMNASIOU ΤΟ ΠΙΟ ΓΛΥΚΟ ΨΩΜΙ

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Μαρτυρίες για τη προσωπικότητα του Γέροντα Αιμιλιανού

Μεγάλο βραβείο, μεγάλοι μπελάδες. Μάνος Κοντολέων. Εικονογράφηση: Τέτη Σώλου

Χρήστος Τερζίδης: Δεν υπάρχει το συναίσθημα της αυτοθυσίας αν μιλάμε για πραγματικά όνειρα

«Η τύχη του άτυχου παλικαριού»

Άντον Τσέχωφ, Ο Βάνκας

Όταν φεύγουν τα σύννεφα μένει το καθαρό

Στον τρίτο βράχο από τον Ήλιο

Πανήγυρη Αγίου Γεωργίου 2016

Ο Αντώνης Σαμαράκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1919.

Εργασία Κειμένων Α Λυκείου

Φανταστικά, μαγικά, παράξενα λουλούδια

Έπος σημαίνει: λόγος, διήγηση και ειδικότερα αφηγηματικό ποίημα με περιεχόμενο μυθολογικό, διδακτικό, ηρωικό.

Σαν το σύννεφο φεύγω πετάω έχω φίλο τον ήλιο Θεό Με του αγέρα το νέκταρ µεθάω αγκαλιάζω και γη κι ουρανό.

β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Νεοελληνική Λογοτεχνία. Β Λυκείου

Θεογονία: Πώς ξεκίνησαν όλα.

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Το συγκλονιστικό άρθρο. του Γλέζου στη Welt. Διαβάστε το συγκλονιστικό άρθρο του Μανώλη Γλέζου στη 1 / 5

THE ENGLISH SCHOOL ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ώρες με τη μητέρα μου

Από τις «Άγριες θάλασσες» στην αθανασία, χάρη στο νέο βιβλίο της Τέσυ Μπάιλα

Χαρακτηριστικές εικόνες από την Ιλιάδα του Ομήρου

ΤΑΠΑ ΣΟΦΙΑ ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΘΕΑΤΡΙΚΟ: ΚΑΦΕΝΕΙΟ Η ΕΛΛΑΣ

ΕΙΔΙΚΕΣ ΒΟΥΛΗΤΙΚΕΣ ΕΝΔΟΙΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ. Εισάγονται με τους συνδέσμους: ότι, πως, που

Transcript:

Φ ΙΛ Ο Λ Ο ΓΙΚ Ο * * ΥΛΛΟΓΟ* ΠΛΡΝΑ**0* ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ / ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑ ΚΑΤΑ ΤΡΙΜΗΝΙΑΝ ΕΚ Al ΑΟΜΕΝΟΝ ΠΕΡΙΟΑΟΖ ΛΕΥΤΕΡΑ ΤΟΜΟΣ Η ' ΑΡ. 3 (ΙΟΥΛΙΟΣ-ΣΕΠΤΕΜ ΒΡΙΟΣ 1966) ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Τη ς Συ ν τ ά ξ ε ω ς... Άνδρέας Καρκαβίτσας ( ΕΙσαγωγή ) Γ. θ ΖΩΡΑ...*0 Ήλείος πεζογράφος (Μελέτη) θ. Ξυ δ η... Άνδρέας Καρκαβίτσας (Μελέτη) ΑΝΔΡΕΟΥ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑ....Ναυάγια (Διήγημα)»»... j...ή Μάννα (Διήγημα) ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Εμμανουήλ...Τά άρχαϊα Φαρμακεία (Μελέτη) ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΜΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ.... Ή Ιστορία τής Φιλοσοφίας ώς Ιστορική καί μετά - ιστορική έπιστήμη ( Μελέτη ) Στ. Μακρυμιχααου... "Ενα ταξίδι από τον Πειραιά είς Λειψίαν πρά 120 έτών μέ άτμόπλοιον καί σιδηροΰν δρόμον ( Άνακοίνωσις ) Α. Ζ0ΥΜΠ0Υ......Εΐδωλον θεωρητικόν ( Μελέτη ) Α. ΣΚΙΑΔΑ...'Αλεξανδρινοί ποιηταί (Μελέτη) Κ. ΔΑΦΝΗ...Τά σονέττα τοΰ Κ. Θεοτόκη ( Μελέτη ) Τ. ΓΡΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ... Έ νφ τό Βυζάντιον εκπνέει (Μελέτη) A. Mirambki......... Η διγλωσσία των τελευταίων αιώνων τοΰ Βυζαντίου άρχή τής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας ( Μελέτη ) Γ. θ. ΖΩΡΑ.... Πώς έπληροφορήθημεν τό «δχι» είς τήν Ιταλικήν πρωτεύουσαν (Προσωπικοί αναμνήσεις) ΧΡΟΝΙΚΑ Γ. Θ. Ζ... Τής Συντάξεως ΣΠ. Π λναπωτοπουλου... Εικαστικοί Τέχναι Γ. ΣΚΛΑΒΟΥ... Μουσική Κίνησις...Ή κίνησις τοΰ Παρνασσού - Νέα Βιβλία i t......πένθη: 'Ιωάννης Καλιτσουνάκης

ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑ ΚΑΤΑ ΤΡΙΜΗΝΙΑΝ ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΝ Γ ρ α φ ε Τ α : ΠλατεΤα Ά γ. Γεωργίου Καρύτση 8 'Α θ ή ν α ι" ΔΙΕΥΘΥΝΟΥΣΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Ια. ΚΑΛΙΤΣΟΥΝΑΚΗΣ : Πρόεδρος Φιλολογικοί Συλλόγου Παρνασσός Γ ε ρ. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ : Γεν. Γραμματεύς Φιλολογικοί) Συλλόγου Παρνασσός Γ. θ. ΖΩΡΑΣ : Πρόεδρος Φιλολογικοί) τμήματος Παρνασσού, 'Υπεύθυνος περιοδικοί) ΕΤΗΣΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ( συμπεριλαμβανομένων καί των ταχυδρομικών ) : 'Εσωτερικοί) Δρχ. 80 'Εξωτερικού Δολ. 6 Διά Συλλόγους, Σχολεία καί*'επιχειρήσεις Δρχ. 120 Δι* 'Οργανισμούς, Τραπέζας, Ανωνύμους 'Εταιρείας, Δήμους καί Κοινότητας Δρχ. 200 Τιμή έκάστου τεύχους Δρχ. 20 'Εμβάσματα άποστέλλονται έπ* όνόματι του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» Χειρόγραφα δημοσιευόμενα ή μή δόν έπιστρέφονται. Διευθύνσεις συμφώνως τφ Νόμφ 1092/1938 "Αρθρ. β 1: 'Υπευθύνου περιοδικού, Γ. Θ. Zqpa : Πολυτεχνείου δα, Αθήναι. Προϊσταμένου τυπογραφείου, I. Α ΜΥΡΤΙΔΗ : ΣεΙζάνη 5, Ά θηναι.

ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ ΤΟΜΟΣ Η' ΙΟΥΛΙΟΣ-ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1966 APIO. 3 ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ ΕΠΙ TÇ ΕΚΑΤΟΣΤΆ ΕΠΕΤΕΙφ ΑΠΟ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ( 1866-1966) Ε π εύκαιρίςι της επετείου τής πρώτης εκατονταετηρίδος από τής γεννήσεως του μεγάλου Ήλείου πεζογράφου Άνδρέου Καρκαβίτσα ( 1866-1922), το Φιλολογικόν καί Αρχαιολογικόν Τμήμα του Συλλόγου «Παρνασσός», εν συνεργασία μετά τής «Εταιρείας Ήλειακών Σπουδώ ν»1, ώργά* νωσε την 25ην Απριλίου 1966, εν τή μεγάλη αιθούση του Συλλόγου, φιλολογικόν μνημόσυνον, κατά τό οποίον μετά σχετικήν εισήγησιν του καθηγητοΰ τής Μεσαιωνικής καί Νεωτέρας Ελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Γεωργίου Θ. Ζώρα, ώμίλησε περ'ι τής ζωής καί του έργου του τιμωμένου ό γνωστός λογοτέχνης κ. Θεόδωρος Ξύδης, ή δέ πρωταγωνίστρια του Βασιλικού Θεάτρου κ. Κάκια Παναγιώτου άνέγνωσε δύο διηγήματα τού Καρκαβίτσα. Εις τήν κατάμεστον κόσμου αίθουσαν διεκρίνοντο πολλοί επίσημοι, άνθρωποι τών γραμμάτων καί τα προεδρεία τών Ήλειακών Σωματείων. Κατωτέρω δημοσιεύονται τα κείμενα τών ομιλιών και τών διηγημάτων. 1. Ή φιλολογική αυιη έσπερίς άπετέλεσε τήν πρώτην εκδήλωσιν εκ τής σειράς συγκεντρώσεων, αιιινες έχουν προγραμματιστή εν Άθήναις καί Ήλείφ επ εύκαιρίφ τής εκατονταετηρίδος του Άνδρέου Καρκαβίτσα.

ΓΕΩΡΓΙΟΥ Θ. ΖΩΡΑ ΚαΦηγητοΰ τοΰ Π ανεπιστημίου Ά Φηνών 0 ΗΛΕΙΟΣ ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ1 Κατά το τρέχον έτος έορτάζομεν τήν εκατοστήν επέτειον από τής γεννήσεως δυο μεγάλων λογοτεχνών : τοΰ *Ανδρέου Καρκαβίτσα καί τοΰ Παύλου Νιρβάνα (Πέτρου Άποστολίδου ). Πεζογράφος ό πρώτος, πεζογράφος καί ποιητής ό δεύτερος. *Αμφότεροι κατ* εξοχήν ηθογράφοι' καί οΐ δυο έρασταί τής ελληνικής πατρίδος. Ή λογοτεχνία υπήρξε κατ* άρχάς και δια τους δυο πάρεργον' ενωρίς δμως αΰτη άπερρόφησεν άμφοτέρους καί άπέβη αποκλειστική άπασχόλησίς των. Κατά παράδοξον σΰμπτωσιν καί οί δυο έσποΰδασαν ιατρικήν, ήκολοΰθησαν δε παράλληλον σταδιοδρομίαν ως στρατιωτικοί ιατροί. Φαινόμενον οΰχ'ι σπάνιον τοΰτο είς τήν ιστορίαν τών ελληνικών γραμμάτων, δεδομένου ότι, ώς γνωστόν, από τα πρώτα βήματα τής άναγεννηθείσης φιλολογίας μας μέχρι τών ημερών μας, οί περισσότεροι λογοτέχναι ήσχολήθησαν επισήμως μέ επαγγέλματα καί μελέτας τελείως ξένας προς τάς Μούσας. Ή αναγραφή λεπτομεροΰς σχετικοΰ καταλόγου θά ήτο πολύ εκτενής, διά τοΰτο περιορίζομαι είς ολίγα μόνον καί πρόχειρα παραδείγματα. Έ κ τών προεπαναστατικών ποιητών, ό Χριστόπουλος έσποΰδασε νομικά καί ιατρικήν, ό Βηλαράς ιατρικήν, έκ τών ποιητών τής επτανησιακής σχολής ό Σολωμός, ό Τυπάλδος, ό Τερτσέτης, ό Βαλαωρίτης κ.ά. εσποΰδασαν τήν νομικήν επιστήμην, ανεξαρτήτως τοΰ 3ν ήσκησαν ή δχι ταΰτην* έκ τής ρομαντικής σχολής οί Σοΰτσοι, ό Παπαρρηγόπουλος, ό Βασιλειάδης κ.ά. έσποΰδασαν έπίσης νομικά, δπως τής νομικής βαθύς μελετητής ήτο καί ό πατήρ τοΰ νεοελληνικοΰ μυθιστορήματος Παΰλος Καλλιγάς' ό Ζαλοκώστας καί ό 1. Αί βασικοί Ιδέαι τής παροΰσης μελέτης περιλαμβάνονται είς άρθρον δημοσίευαν πρό τινων ετών είς τό περιοδικόν «Ελληνική Δημιουργία», τόμ. Η' ( 1951 ), σ. 5-8.

Ραγκαβής αρχίζουν την σταδιοδρομίαν των ώς αξιωματικοί, 6 *Α. Καρκαβίτσας κα'ι ό Π. Νιρβάνας υπηρετούν ώς ιατροί εις τον στρατόν, ό Ξενόπουλος, εγγράφεται εις τήν φυσικομαθηματικήν σχολήν κ.ο.κ., ενφ άλλοι, σύγχρονοι καί νεώτεροι, επιδίδονται εις άλλας επιστήμας ή εις το έμπόριον, χωρίς να άναφέρη κανείς εκείνους, οί όποιοι ώς συνέβη εις παλαιοτέραν εποχήν μέ τον Άχιλλέα Παράσχον ού'τε αυτήν τήν στοιχειώδη παιδείαν κατώρθωσαν να συμπληρώσουν. Ελάχιστοι είναι εις τήν Ελλάδα οί λογοτέχναι, οί όποιοι ευθύς εξ αρχής ή άποκλειστικώς έπεδόθησαν εις τήν καλλιέργειαν των Γραμμάτων καί τήν θεραπείαν των Μουσών. * * Ό Άνδρέας Καρκαβίτσας είναι Μοραΐτης : εγεννήθη εις τα Λεχαινά τής Ηλείας το 1866 καί άπέθανεν δλίγον μετά τήν Μικρασιατικήν καταστροφήν, τον Οκτώβριον τού 1922, φυματικός, είς το Άμαρούσιον. Δεν εσπούδασε φιλολογίαν καί δεν εγνώριζε ξένας γλώσσας, είχε δε σπουδάσει, ώς ελέχ9η, ιατρικήν. Έ ν τοΰτοις ύπήρξεν εκ των άντιπροσωπευτικωτέρων πεζογράφων μας τού παρελθόντος αιώνος καί δικαίως θεωρείται εκ των σημαντικωτέρων Πελοποννησίων, οϊτινες άνεδείχθησαν πράγματι μεγάλοι λογοτέχναι καί δή καί τεχνίται τού πεζού λόγου. Οπως ήθελεν ό Σολωμός, ό Καρκαβίτσας έκλεισε μέσα είς τήν ψυχήν του ολην τήν Ελλάδα, όχι τήν αριστοκρατικήν, όχι τήν επίπλαστον των σαλονιών, άλλα τήν ταπεινήν, τήν πραγματικήν, τήν καθαρώς λαϊκήν, είς τήν οποίαν καλύτερον έκδηλούται ή συνείδησις τού *Έθνους. "Ολον του τό εργον διακρίνει ή συνεχής προσπάθεια να προσφέρη άνάγλυφον εικόνα τής πατρίδος του, να ζωγραφίση τα ήθη, τα έθιμα καί τάς παραδόσεις, άλλα καί να τονίση τα ελαττώματα καί τάς άδυναμίας, να συμβάλη είς τήν κοινωνικήν άναγέννησιν, να άνοιξη τον δρόμον προς καλύτερον καί ύγιέστερον μέλλον. Διά τούτο καί κινείται διαρκώς μεταξύ τού πνεύματος τού συντηρητισμού, δι* ό,τι ελληνικόν καί πατροπαράδοτον άφ ενός, καί άφ ετέρου τής τάσεως τής προοδευτικής έξελίξεως, άπηλλαγμένης άπό ό,τι σφαλερόν καί δπισθοδρομικόν είχεν άφήσει ή μακρά δουλεία. Αύτή ήτο εξ άλλου ή άποστολή όλης τής γενεάς του, καί εις τον σκοπόν αύτόν άπέβλεπον, μετά μεγαλυτέρας ή μικροτέρας επιτυχίας, όσοι εκ τών συγχρόνων του, εγκαταλείποντες προκαταλήψεις, δεισιδαιμονίας καί βλαβερούς εγωισμούς, εζήτουν να εξυψώσουν τον λαόν καί να άπαλλάξουν τό Κράτος άπό τήν άποτελμάτωσιν προς τήν οποίαν εφέρετο. Περίοδος, λοιπόν, προπαρασκευής καί προετοιμασίας αύτή τού Καρκαβίτσα, όπως ό ίδιος γράφει τό 1897 : «Ή φιλολογία μας, όπως καί όλον τό Έθνος, βρίσκεται στή μεταβατική της εποχή, Δεν είναι καιρός λοιπόν να βγάλη μεγάλους εργάτας

σέ κανένα κλάδον. "Ολοι οι σύγχρονοι καί πολλοί ακόμη μέλλοντες, υποθέτω, δεν κάνουμε τίποτ* άλλο παρά να συνάζουμε ταπεινά λιθαράκια, τό υλικόν, πού θά εύρη εκείνος, πού θά χτίση ψηλόν καί πανώριον τό παλάτι τής μεγαλοφυίας του». 'Η προσπάθεια αυτή τού Καρκαβίτσα να «δασκαλέψη» τό "Εθνος είναι έκδηλος άνά πάσαν στιγμήν ε!ς τό έργον του, είς τό όποιον δεν άρκειται να περιγράφη απλώς ο,τι γίνεται γύρω του, άλλ ο,τι θά έπεθΰμει να γίνεται, όχι ό,τι βλέπει, άλλ* ό,τι θά έπεθΰμει να βλέπη, όχι ό,τι είναι, άλλ* ότι θά έπεθΰμει να είναι. Βαθύς γνώστης τής ελληνικής πραγματικότητος υπογραμμίζει από την πλέον δυσάρεστον καί αυστηρόν πλευράν τα ελαττώματα τής φυλής. Δεν παρασΰρεται από εύκολους ενθουσιασμούς καί δεν άφίνει τον εαυτόν του να άπατάται από ρομαντικούς όραματισμοΰς. Ακραιφνής έθνικιστής καί πατριώτης χωρίς συμβιβασμούς, δεν διστάζει να πλήξη ανηλεώς ό,τι νομίζει αναξιοπρεπές, οπισθοδρομικόν ή χυδαΐον «Τρεις δυνάμεις γράφει εις τον «Ζητιάνον» απειλούσαν τώρα τον τελωνοφύλακα: ή θρησκεία, ή δεισιδαιμονία κα'ι ή άγυρτεία. Τρεις φοβερές δυνάμεις, άγριοπρόσωπες καί φιδοπλόκαμες σαν τις Έρινύες τού αρχαίου Ελληνικού κόσμου, μεταφερμένες στή νεώτερη κοινωνία με όλη τή φρίκη καί τήν αηδία τους. Μεγάλα πνεύματα τής χριστιανοσύνης ξάστερα καί άμόλυντα σαν τα νερά τής Κασταλίας ποιος ήξεύρει από τί αναγκασμένα ίσως από χρεία να καταπλήξουν τό λαό τους, ίσως από ά'στοχη ενέργεια στο θεμέλιωμα τής παντοδυναμίας "Οντος πού ελάτρευαν έ'ρριξαν τον σπόρον άφθονο στα βιβλία τους. Η αμάθεια, δειλή καί ακυβέρνητη, άρπαξε τον σπόρο στα γόνιμα χώματά της, τον άνάστησε καρποφόρον καί πικρόχυμο, τον εμεγάλωσε καί ήρθεν ή άγυρτεία ή πρόθυμη να θερίση τον καρπό καί να τρύγηση τα κέρδη της». "Οπως βλέπομεν, ό λογοτέχνης προσλαμβάνει ύφος διδασκάλου, πράγμα τό όποιον αν άπό εθνικής πλευράς έξυψώνη καί έξιδανικεύη τό έργον του, άποτελεΐ όμως έμπόδιον εις τό τάλαντόν του καί παραβλάπτει τήν λογοτεχνικήν άξίαν του. Είς πολλά μέρη τα διηγήματα τού Καρκαβίτσα, άντί τού λογοτεχνικού, έχουν χαρακτήρα άρθρων εφημερίδος ή δοκιμίων κοινωνικού ελέγχου. Ουχί σπανίως ό λογοτέχνης άσυνειδήτως ή καί συνειδητώς ίσως εγκαταλείπει τήν υψηλήν τέχνην, ινα στηλιτεύση άδυναμίας τής συγχρόνου κοινωνίας ή ινα νουθετήση τό "Εθνος. Καί όλα αυτά είς ένα τόνον μελαγχολικόν καί άπαισιόδοξον, ό όποιος δεν δφείλεται είς ξένην επίδρασιν ή λογοτεχνικήν επιρροήν. Ή άπαισιοδοξία του προέρχεται άπό τήν φυσικήν κατήφειαν καί τήν ψυχικήν στενοχώριαν τού Καρκαβίτσα, ό οποίος άπό νεαράς ηλικίας παρουσιάζει συμπτώματα μελαγχολίας καί άπογοητεύσεως. «Εγώ, γράφει τό 1895, είμαι πάντα ό ίδιος δέκα ώρες πικραμένος χωρίς λόγο, δύο ώρες χαρούμενος πάλι δίχως

λόγο. Μέσα στη μικρή καμπίνα μου, μαζεύω από δώ καί από κεΐ ο,τι μπορεί να μεθάη τα μάτια μου, μαζεύομαι κ* εγώ ό ίδιος καί μοιρολογάω την ανθρωπότητα καί πρώτα τον εαυτόν μου». Την φυσικήν του απαισιοδοξίαν επιτείνει το γεγονός ότι δεν βλέπει τον γύρω κόσμον δπως θά έπεθύμει να είναι ή διότι, ενφ θά ήθελε να ϊδη την Ελλάδα άναγεννωμένην καί προοδεύουσαν, την βλέπει εν μαρασμφ και καταπτώσει, κα'ι μάλιστα μετά τον άτυχή πόλεμον του 1897. Με δλην την δύνομιν τής ψυχής του ζητεί να άντιδράση καί είς την πνευματικήν κατάπτωσιν, τής οποίας θεωρεί κυρίαν αιτίαν τήν άρχαιολατρείαν, τήν προγονοπληξίαν καί τον επιπόλαιον καί επιφανειακόν κλασσικισμόν. Εις το κακόν αυτό δ Καρκαβίτσας αποδίδει δλας τάς ατυχίας του Έθνους, εις δε τον «Αρχαιολόγον» υπογραμμίζει δτι οί "Ελληνες πρέπει να άφήσουν κατά μέρος τα ανόητα καυχήματά των μέ μοναδικούς τίτλους τήν δόξαν των προγόνων των κα'ι να φροντίσουν διά τήν σημερινήν των πρόοδον καί προκοπήν επί τή βάσει τής ιδικής των αξίας. Το τονίζει μία απλή κόρη τού λαού, ή Ελπίδα, ή οποία εκπροσωπεί τήν σύνεσιν κα'ι τήν ρεαλιστικήν άντίληψιν. Βλέπει δτι δ «Αρχαιολόγος» έχει παρασυρθή, δτι έχει χάσει τήν επαφήν μέ τήν νεοελληνικήν πραγματικότητα, δτι έπεσε θύμα τής αγόνου καί παθητικής προγονοπληξίας. «Τα λόγια σου, Δημήτρη, είναι σωστά καί φρόνιμα τον έκοψε μέ ταπεινοσύνη ή κόρη. Μα στον αδελφό σου δέν έφταιξε ή γενιά του, ού'ιε τα μεγαλεΐά της. Το ξέρεις καλΰτερ άπό μένα. "Εφταιξε δ δρόμος πού πήρε. "Αγιος ήταν κ* εκεινοΰ δ σκοπός, δπως κι δ δικός σου* μα πλανεύτηκε στα μέσα. Εσύ δμως δέ θά φερθής έτσι. Θά ζητήσης τή ζωή όχι στα κόκκαλα των παππούδων σου, παρά στα χέρια σου. Είσαι νέος δυνατός κα'ι θαυμαστός». Καί κατωτέρω : «Έτσι σάς έφτειαξε το σκολειό... Σάς έθρεψε τή φαντασία καί σάς σκότωσε τήν πράξι. Σάς έδειξε τήν αρχαία Ελλάδα ένα απέραντο τεμπελχανιό. Μα δέν ήταν τέτοια μάθε το από μένα δέν ήταν τέτοια. Ή τα ν εν άργαστήρι, μεγάλο άργαστήρι, άπ* δλες τές τέχνες τής ζωής». Έ ν τούτοις είς τον Καρκαβίτσαν δέν λείπει ή αγάπη κα'ι ή συγκίνησις. Είς τα διηγήματά του, λησμονών πολλάκις το δργίλον καί αυστηρόν ύφος του, άφίνει να διαφαίνεται δλη ή ευγένεια τής ψυχής του, καί ή άφοσίωσίς του προς τα υψηλά ιδανικά τού "Εθνους καί τήν ελληνικήν αγνότητα. «Ό Καρκαβίτσας, γράφει δ Παλαμάς, είναι έν ταύτφ πραγματιστής καί ίδανιστής». Δέν αγνοεί επίσης δ Καρκαβίτσας, δ τόσον ζωηρώς προσκεκολλημένος είς τα ήθη καί τάς παραδόσεις τής ελληνικής φυλής, δτι δ χρόνος τα πάντα αλλοιώνει καί μεταβάλλει. Τούς αρχαίους διαδέχονται νέοι θεοί, τάς παλαιός νέαι συνήθειαι, τού παρελθόντος τάς αναμνήσεις τού παρόντος ή πραγματικότης. Τήν άντίθεσιν ακριβώς αυτήν παρουσιάζει είς το διήγημά του «Νέοι Θεοί», δπου, ως παρατηρεί δ Καμπάνης : «Τ ο σασεπδ τού ενωματάρχη

νικάει το καριοφίλι τού αγωνιστή, ή νέα δίχως ιδανικά εποχή τήν ηρωική εποχή πού ζούσαν για έναν έπαινο καί πέθαιναν για ένα τραγούδι». Ο γέρων Χιμάρας συνδεδεμένος με το καριοφίλι του, με τάς πατριωτικός παραδόσεις, μέ τάς αναμνήσεις τής κλέφτικης ζωής, δεν θέλει να πιστεΰση δτι ή δύναμις τού δπλου του εκείνου είχε τώρα πλέον εκμηδενισθή από τήν πρόοδον των νεωτέρων χρόνων. Καί δταν δ μικρός εγγονός του ζητεί ως δώρον ενα δπλον, ως αυτό τό όποιον φέρουν οί στρατιώται αντί τοΰ πατροπαραδότου καριοφιλιού, τοΰ φαίνεται ως μία ιεροσυλία, ως μία προσβολή, ως μία άπάρνησις τής θρησκείας. «Οι κλαυθμηρισμοί τούς οποίους έβαλε τό παιδίον διά τήν άρνησίν του εκείνην, εφαίνοντο εις τον γέροντα κλαυθμηρισμοί ολοκλήρου γενεάς, τής οποίας άπηρνούντο τήν πρόοδον, τούς αγνώστους κόσμους, εις τούς οποίους μοιραίως βαδίζει, θέλοντες νά στρέψουν αυτήν οπίσω, εις τό παρελθόν. Καί κατενόει ήδη δτι ήτο άδικον τούτο, εντελώς άδικον καί μάταιον!». Διά τήν καλυτέραν γνωριμίαν τής ελληνικής ψυχής, ό Καρκαβίτσας ζητεί νά πλησιάση δσον δΰναται περισσότερον τον λαόν. Ώ ς φοιτητής επισκέπτεται διάφορα μέρη τής επαρχίας του καί συγγράφει τα πρώτα διηγήματά του, μέ πλούσιον λαογραφικόν υλικόν. Βραδύτερον, αί μεταθέσεις τάς οποίας έχει ως στρατιωτικός, τον βοηθούν νά γνωρίση καί άλλα μέρη τής Ελλάδος καί νά άγαπήση, δσον δλίγοι, τό βουνό καί ταύτοχρόνως τήν θάλασσαν, τούς δύο αυτούς σημαντικούς παράγοντας τής ελληνικής ζωής, μέ τούς οποίους είναι στενώτατα συνδεδεμέναι αί παραδόσεις, τα έθιμα, ή ιστορία εν γένει τού λαού μας. Ζητεί νά γνωρίση τήν λαϊκήν ψυχήν, τήν πραγματικήν ζωήν τών ταπεινών καί περιγράφει μέ κατανόησιν καί αγάπην τάς ποικίλας εκδηλώσεις της. 'Ιδού μία εικών από τον «Αρχαιολόγον» : «Κάθισε στον καναπέ, άκκούμπησε στο χέρι τό κεφάλι της καί κοίταξε γύρω σωθέματα μ' ευχάριστο ξάφνισμα. 'Αντίκρυ στο κρεββάτι ασπροντυμένο, έμοιαζε μέ ανθισμένο αγιόκλημα- Σέ μιαν άκρη ήταν στημένος ό αργαλειός μέ μισοϋφασμένο παννί καί δίπλα ή ανέμη έτοιμη νά μασουρίση χρυσόγνεμα. Στον τοίχο κρεμόταν τό δοξάρι καί μια κιθάρα. Τό δοξάρι για τό βαμπάκι της βαμπάκι για φορεσιές κ3 ή κιθάρα για τό τραγούδι τραγούδι για καημούς, για πόθους καί για έρωτες. Τούς άλλους τοίχους τούς στολίζανε ζωγραφιές παλιές, μά ολοζώντανες, σά νά έφυγε τώρα τό κοντύλι από πάνω τους. Ή μια έδειχνε τήν Άρετούσα στή φυλακή νά βρέχη μέ τα δάκρυα της τό δακτυλίδι τού Ρωτόκριτου *. Στήν άλλη παράδερνε ή Άροδαφνούσα στον πύρινο θυμό τής Ρήγισσας κι ό Ρήγας παραπέρα ξάμωνε μέ τό σπαθί του νά πετσοκόψη τή 1 1. Ό συγγραφείς άναφέρεται είς τήν σκηνήν τής επισκέψεως τοΰ Έρωτοκρίτου είς τήν φυλακήν, εις τήν όποιαν είχεν εγκλεισθή ή Άρετοΰσα ( Ε', στ. 553-564).

ζηλιάρα1. Η Βοσκοπούλα12 σ άλλη ψυχομαχούσε μέσα στο άνθοσπαρμένο σπηλιό της, αναζητώντας ιόν άγνωστο βοσκό». Μέ εξαιρετικήν παραστατικότητα ζωγραφίζει ό Καρκαβίτσας την ζωήν των θαλασσινών καί τών ορεσιβίων, τούς πόθους των, τάς ελπίδας των, τήν χαράν των. «Διαγαγών μέρος τού βίου του γράφει ό Παναγιωτόπουλος μεταξύ τών Ελλήνων ναυτίλων, άπέβη μοναδικός ζωγράφος τής ναυτικής ζωής, ενώ παραλλήλως, καί τα ήθη τών ορεσιβίων καί πεδινών Ελλήνων άπέδωκε μέ πιστότητα και ειλικρίνειαν. Πλούσιος εις τήν έ'κφρασιν, προικισμένος μέ θαυμασίαν αντίληψην τής λαϊκής ψυχής, έ'ντονος καί νευρώδης εις τάς περιγραφάς του, ζωηρός εις τήν άπόδοσιν τών τύπων του, κυμαινόμενος από τού ρομαντισμού εις τον ρεαλισμόν, πατριδολάτρης και φυσιολάτρης άνοθεύτου υφής, μολονότι ή φράσις του είναι δύσκαμπτος και τραχεία, ενιαχού δέ καί καθ υπερβολήν πεφορτισμένη, κατέλιπεν έ'ργον εξαίρετον κατέχον θέσιν εν τή νεοελληνική πεζογραφίφ». "Ισως ούδείς άλλος χαρακτηρισμός είναι τόσον επιτυχής καί ακριβής διά τον Καρκαβίτσαν, δσον οι δύο στίχοι τούς οποίους έγραψε δι αυτόν ό Σουρής : Έ γώ μεγάλως εκτιμώ κι αυτόν τον Καρκαβίτσα ποϋναι γιατρός σ ατμόπλοια με λιάρα και με γκλίτσα. Και πράγματι μέχρι τής τελευταίας του στιγμής, ό Καρκαβίτσας δέν εγκατέλειψε ποτέ τήν «γκλίτσα», καί αυτό διότι είναι βέβαιος δτι ή ελληνική ψυχή περιέχει άστείρευτον πηγήν εμπνεύσεως. «Ό σημερινός "Ελλην καλλιτέχνης γράφει ό ίδιος τό 1892 σέ οποίον κλάδο και αν άνήκη, βρίσκεται πάντα μέσα σέ θησαυρόν ατέλειωτο, καί δέν χρειάζεται παρά να σκύψη για να γεμίση τούς κόρφους του». Άλλ ό συγγραφεύς τού «Ζητιάνου» δέν είναι απλώς ηθογράφος. Προχωρεί καί εις τήν μελέτην τών χαρακτήρων καί, χωρίς να φθάνη βεβαίως ακόμη είς τήν ψυχολογικήν άνάλυσιν, ανοίγει δμως τον δρόμον προς αυτήν. Είναι βαθύς παρατηρητής, προικισμένος μέ πραγματικήν καί νατουραλιστικήν δύναμιν περιγραφής. ΕΙς αυτό συντελεί καί τό γεγονός δτι ό Καρκαβίτσας μελετφ και τούς σπουδαιοτέρους ξένους πεζογράφους τής εποχής του, δχι δυστυχώς άπ ευθείας, διότι δέν εγνώριζε ξένας γλώσσας, άλλ από μεταφράσεις, καί δέχεται τήν επίδρασιν τού τότε κυριαρχούντος νατουραλισμού, καί ιδίςι τού Ζολά. Τής επιδράσεως αυτής υπάρχουν πολλά δείγματα εις 1. Πρόκειται περί τοΰ γνωστού Κυπριακού δημοτικού ποιήματος «τής Άροδαφνούσας». 2. Ώ ς ό Σολωμός, οΰτω καί ό Καρκαβίτσας, αναφέρει τό γνωστόν κρητικόν είδυλλιον τής «Βοσκοπούλας» ( όρθώς καί ούχί Ομορφης Βοσκοπούλας ), τό όποιον φαίνεται ότι είχε μελετήσει καί αγαπήσει Ιδιαιτέρως.

το πεζογραφικόν εργον, εις τάς αναλύσεις κα'ι εις τάς περιγραφάς τοό Καρκαβίτσα. Ακριβώς εις τάς περιγραφάς του φαίνεται δλη ή δΰναμις του ταλάντου του, το οποίον χαρακτηρίζει δ πλούτος και ή μεγαλοπρέπεια των εικόνων. Ιδού μία περιγραφή από τον «Ζητιάνον», ή οποία άναφέρεται εις την πυρκαϊάν : «Καί οι φλόγες ελεύθερες, με τη βοήθεια του αύγινού άνεμου, πού χύνεται πολυδύναμος από τον *Όλυμπο, ηύραν τροφή τις παλιές καί σάπιες ξυλοδεσιές, τον τοίχο τον κατάξερο, καί ώρμησαν επάνω με δλη τή φρίκη καί τήν λύσσα πεινασμένου θηρίου. *0 πλατύχωρος εξώστης με τούς χοντροπελεκημένους στύλους καί τα κέδρινα κεφαλοκόλωνα καί το ψιλοσκαλισμένο περίφραγμα εκατάντησαν αμέσως πύρινο καταπέτασμα μ' εξαίσιους κυματισμούς, με φωτοσκιάσεις μεγαλοπρεπείς, άπ* δπου ξεχώριζαν εδώ κ* εκεί, σαν ναυάγια πλεούμενου σε φριχτή θαλασσοταραχή, στρεβλοί καί κατακομματιασμένοι σκελετοί από σταχτοκόκκινα ξυλοκάρβουνα. Άλλ* οι φλόγες, πολύγλωσσες, με χαίτη άνεμοτάραχτη καί φιδοπλόκαμα κεφάλια, μέ στήθη πού ανάβραζαν τον δλεθρο καί στόματα πού εσύριζαν τή φοβέρα, εσκάλωσαν νυχοπόδαρες στον τοίχο, εγλυψαν καταστρεπτικά τα κουφώματα, έχαψαν τα παραθυρόφυλλα, εγλύστρησαν στο πάτωμα, ετρύπησαν πέρα πέρα σά σουβλερά σπαθιά τις σανίδες, εχύθηκαν στό κατώγι, δπου ηύραν τούς σωρούς τού αραποσιτιού άσωστους, καί άρχισαν εκεί το παμφάγον έργον τους». Τήν αγάπην του προς τήν νεωτέραν Ελλάδα καί τήν προσπάθειαν τήν οποίαν καταβάλλει διά τήν προκοπήν καί τήν πρόοδον αυτής μαρτυρεί καί το γεγονός δτι δ Καρκαβίτσας εύρίσκεται πάντοτε μεταξύ τών πρωτεργατών κάθε προσπάθειας καί κάθε εκδηλώσεως, ή δποία ενόμιζεν δτι δύναται να συμβάλη εις τήν άνόρθωσιν τής πολιτικής καί κοινωνικής ζωής τής χώρας. Λαμβάνει μέρος εις κάθε κίνησιν ή σύλλογον, δ δποΐος παρουσιάζει προοδευτικόν χαρακτήρα, δπως εις τήν εταιρείαν «Ή Εθνική Γλώσσα», εΐς το κίνημα τού 1909, εις τον «Εκπαιδευτικόν Ομιλον», άποφεύγων δμως πάντοτε τάς ακρότητας καί παραμένων πιστός εντός τού πλαισίου τής εθνικόφρονος δράσεως. Δεν άρκεϊται δμως μόνον εΐς πλατωνικός εκδηλώσεις, άλλ είναι πρόθυμος καί ένεργώς να συμμετάσχη εις κάθε θυσίαν, δταν τούτο άπαιτή ή ανάγκη. "Ηδη τό 1897 συμμετέχει εις τα πολεμικά γεγονότα. Ό Καμπύσης, εΐς επιστολήν του, περιγράφει τήν ψυχολογικήν κατάστασιν τού Καρκαβίτσα, ως καί τήν ΐδικήν του συγκίνησι ν, «να τόνε βλέπω να δακρύζη, πού περνάει ή διαδήλωση τών φοιτητών καί να ψελνη τό Απ τα κόκκαλα βγαλμένη...». Ό ίδιος αναχωρεί βραδύτερον μέ τήν «Υδρα» εΐς τήν Κρήτην, από τήν δποίαν δυστυχώς επέστρεψεν απογοητευμένος, διότι είδε να διαλύωνται τα όνειρα καί αί ελπίδες του. Κατά τούς Βαλκανικούς πολέμους θά λάβη επίσης ενεργόν μέρος, δπως ενεργόν μέρος θά λάβη βραδύτερον καί εΐς τάς εσωτε-

ρίκας πολιτικός διαμάχας τής χώρας, πράγμα το οποίον θά γίνη αιτία να άποσταλή εις εξορίαν, δπου καί προσβάλλεται το πρώτον από την φοβέραν ασθένειαν, ή οποία μετά τινα έτη θά τον ωδήγει εις τον τάφον. Στρατιώτης, λοιπόν, πιστός τής ελληνικής Ιδέας κα'ι των ελληνικών Γραμμάτων, θά άγωνισδή πάντοτε εις την πρώτην γραμμήν 6 Καρκαβίτσας. Ή εποχή του, αν δεν είναι εποχή ακμής, είναι δμως εποχή προπαρασκευής κα'ι θυσίας. Κα'ι εϊς τήν κατεΰθυνσιν ταυτην ή συμβολή του Καρκαβίτσα είναι πλέον ή σημαντική. Μαζί με δυο ή τρία άλλα ονόματα, ό Καρκαβίτσας είναι εκ τών πρώτων σημαντικών εκπροσώπων τής πεζογραφίας μας, τής οποίας θά άνοιξη τον δρόμον διά να συνεχίσουν άλλοι, υπό καλυτέρας συνθήκας, το ενθουσιώδες έργον.

ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΞΥΔΗ Λογοτέχνου ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ Ο μεγάλος πεζογράφος, πού τιμάμε την πρώτη εκατονταετία από τη γέννησί του, ό Άνδρέας Καρκαβίτσας, πρωτοείδε το φως της ζωής στα Λεχαινά της Ηλείας στα 1866. Έγράφηκε, καί μάλιστα πολύ σοβαρά, δτι πραγματικό έτος γεννήσεώς του είναι το 1865. Ο πατέρας του Δημήτριος Καρκαβίτσας γεννήθηκε στα 1840 και πέθανε στα 1922, τήν ίδια χρονιά με τον συγγραφέα γιο του. Είχε παντρευτή την Αννα Σκαλτσα.Απέκτησαν οι γονείς του 11 παιδιά. Ό Άνδρέας ήταν ο πρωτότοκος. Θά σημαδέψω πρώτα μερικές χρονολογίες, βιαστικά, για να ιδούμε φευγαλέα την πορεία τής ζωής του. Στα 1884, 18 ετών μόλις, έγραψε το πρώτο διήγημά του, την «Άσήμω», πού την εδημοσίευσε στα 1885 στο περιοδικό «Έβδομάς». Τήν ίδια χρονιά, στο ίδιο περιοδικό, εδημοσίευσε τον «Καπετάν Βέργα», τον «Έβυθό» κα'ι τα «Δύο σκέλεθρα». Ά πό το 1888 αρχίζει νά δημοσιεύη διηγήματά του στην «Ε σ τία», στην οποία εξακολούθησε να γράφη πολλά χρόνια έπειτα. "Υστερα εδημοσίευσε διηγήματα στην «Εφημερίδα», στο «'Ημερολόγιο» τού Σκόκου, στήν «Τέχνη» τού Χατζόπουλου, στην «Άκρόπολιν», στον «Διόνυσο». Αυτά έως το 1900. Στα 1888 είναι πτυχιοΰχος τής Ιατρικής Σχολής τού Πανεπιστημίου Αθηνών. "Εως το 1900 έχει δημοσιεύσει σε τόμους σημαντικό μέρος τού έργου του. Δηλαδή, στα 1892 ετύπωσε τα πρώτα «Διηγήματά» του. Στα 1896 βλέπει το φώς ή «Λυγερή», χωρισμένη σέ έξι κεφάλαια. Στα 1897 τα «Λόγια τής Πλώρης», πού περιέχουν κατά τήν άντίληψί μου τα άξιολογώτερα διηγήματά του. Στά 1897 τυπώνει επίσης τό «Ζητιάνο». Στα 1900 τη συλλογή διηγημάτων του με τον τίτλο «Παλιές Αγάπες». "Ωστε, δπως βλέπουμε, γύρω στα 30 χρόνια του είναι ό σχηματισμένος, δ ώριμασμένος συγγραφέας. *0 Καρκαβίτσας υπηρέτησε πρώτα ως γιατρός σέ μιαν ακτοπλοϊκή εταιρεία κ έτσι γνώρισε στα ταξίδια του από κοντά τή θάλασσα, πού πιάνει τόσο μέρος στο έργο του. Στα 1896 κατετάχθη στον στρατό ως ανθυπίατρος, καί μέ τον τρόπο αυτό έζησε πολύ τήν ελληνική επαρχία.

Είναι παράλληλη ή σταδιοδρομία του ώς συγγραφέα, ως γιατρού, μαζί μέ την εθνική του δράσι. Στα 1896 γίνεται μέλος της Εθνικής Εταιρείας, ή οποία πρόσφερε πολλές υπηρεσίες στή χώρα, αφού έτεινε προς τούς σκοπούς τής Μεγάλης Ε θνικής Ιδέας. Στα 1897 πηγαίνει δ Καρκαβίτσας εθελοντικά στην έπαναστατημένη Κρήτη. Την ίδια χρονιά πικραίνεται βαριά για τό ατύχημα καί την ταπείνωσι τού πολέμου μας στή Θεσσαλία. Στα 1898 τον βρίσκουμε έναν από τούς κυριώτερους συνεργάτες τού περιοδικού «Τ έχνη» τού Χατζόπουλου, πού αποτελεί σταχθμό στα νεοελληνικά γράμματα. 'Ως στρατιωτικός γιατρός στα 1902 υπηρετεί στή Θεσσαλία καί στα 1904 στήν νότια Ή πειρο. Ή τα ν τότε αυτές ακριτικές περιοχές τής χώρας. Στα 1905 είναι από τα ενεργότερα μέλη τής Εταιρείας «Εθνική Γλώσσα». Τότε γράφει διηγήματα στον «Ν ουμά». Έπίστευε δ Καρκαβίτσας από τότε στήν καθιέρωσι τής πανελλήνιας κοινής γλώσσας σέ δλους τούς τομείς τής πνευματικής ζωής τού έθνους. Στα 1908 υπήρξε από τούς ιδρυτές τής Λαογραφικής Εταιρείας, βοηθώντας μέ δλες του τίς δυνάμεις τήν προσπάθεια τού Νικολάου Πολίτη. Στα 1909 παίρνει μέρος στήν Ανακαινιστική Κίνησι στο Γουδί, φλογερός πατριώτης καθώς είναι. Στα 1910 ιιέ τον Δελμούζο, τον Μαβίλη, τον Δραγούμη, τον Τριανταφυλλίδη καί μέ άλλους φωτισμένους Ελληνες ιδρύουν τον «Εκπαιδευτικό Ομιλο», πού εργαζόταν για τήν άναμόρφωσι τής ελληνικής παιδείας καί είχε τάξει ώς σκοπό του τήν εκπαιδευτική άναγέννησι τής χώρας. Στούς καλλίνικους πολέμους 1912 καί 1913 παρακολουθεί ώς στρατιωτικός γιατρός στο μέτωπο τή μεγαλειώδη εξόρμησι τού νικηφόρου ελληνικού στρατού στή Μακεδονία καί στήν "Ηπειρο καί αισθάνεται τήν επαλήθευσι των ονείρων τής φυλής. Στα 1913 πηγαίνει στήν μόλις ελευθερωμένη Μυτιλήνη. Αργότερα υπηρετεί στή Θεσσαλονίκη καί αλλού. Στα 1917 προσβάλλεται από φυματίωσι καί είσάγεται στο Σανατόριο τής Πεντέλης. Γρήγορα όμως ή υγεία του βελτιώνεται. Τήν επόμενη χρονιά, στα 1918, τότε πού είχε γίνει ή πρώτη εκπαιδευτική μεταρρύθμισι, δ Καρκαβίτσας αισθάνεται τήν ανάγκη να βοηθήση τα μικρά Ελληνόπουλα καί γράφει έως τά 1920 τά Αναγνωστικά τής Γ ' τάξεως τού Δημοτικού Σχολείου μέ τον τίτλο «Στον καιρό τού Μεγαλέξανδρου», τής Δ' τάξεως «Ή πατρίδα μας», τής Ε ' τάξεως «Διγενής Ακρίτας». Τά θέματά του τά πήρε από τήν αρχαία ελληνική μυθολογία καί ιστορία, από τίς βυζαντινές καί νεοελληνικές παραδόσεις, από τήν ελληνική φύσι καί

ζωή. Τα 'Αναγνωστικά αυτά είναι από λογοτεχνική και παιδαγωγική άποψι άψογα. Στα 1921 δ Καρκαβίτσας προάγεται σέ Γενικό Αρχίατρο καί αποστρατεύεται μέ αΐτησί του τον Μάϊ'ο του 1922, πέντε μήνες πριν πεθάνη. Έδοκίμασε βαθύτατα τή θλϊψι τού Έ θνους από τή Μικρασιατική τραγωδία. Πέθανε στο Μαρούσι στις 24 Οκτωβρίου 1922, στο 56 έτος τής ήλικίας του. Υστερ από 5 χρόνια τα οστά του μεταφέρθηκαν στήν ιδιαίτερη πατρίδα του, τα Λεχαινά τής Ηλείας, καί βρήκαν εκεί τή γαλήνη τής πατρικής του γής, πού τόσο τήν είχε αγαπήσει. * * * Για να ίδοΰμε τον πεζογράφο Καρκαβίτσα, προχωρώντας τον κριτικό δρόμο, πού αρχίζει μέ τήν επαφή μέ το έ'ργο του καί φτάνει στήν ερμηνεία του καί στή συμπερασματική συγκεφαλαίωσή θά πρέπει να παρακολουθήσουμε το συντελεσμένο έργο του ανεξάρτητα από τή σειρά πού ακολούθησαν οι εκδόσεις του. Ό Καρκαβίτσας μπορεί να παρουσιάζη έξέλιξι στο λεκτικό και στον τρόπο τής επεξεργασίας των θεμάτων του καί στήν ταξινόμησι των πηγών του, δμως παρέμεινε άμετάπτωτος στήν εσωτερική του ύπόστασι. Ή ζωή του ακολούθησε μιαν ώρισμένη πορεία από το ξεκίνημά της κα'ι καμμιά άλλη ανησυχία ή εντατική μελέτη δέν τού άνοιξε άλλους ορίζοντες.'ο Καρκαβίτσας υποτάχθηκε στήν περιγραφή τής ζωής, μέ χάρι όμως καί μέ ποίησι. Τήν αναζήτησε στα λαϊκά παραμύθια, στούς θρύλους, στο άνόίίευτο επαρχιακό περιβάλλον, στα θαλασσινά ταξίδια, στήν περιορισμένη δράσι. Στοιχεία ψυχογραφικά δέν τού λείπουν. Επίσης κάθε φορά συγκροτεί το θέμα σέ ενότητα. Ό Καρκαβίτσας ήταν δ τύπος τού περιηγητή. Γνώρισε τή στεριά καί τή θάλασσα από τά ταξίδια. Έζησε τις εντυπώσεις τής στεριάς πρώτα στήν ιδιαίτερη πατρίδα του, στά Λεχαινά. Ό Ήλειακός κάμπος υπήρξε ή αφετηρία σταθερών εντυπώσεων. Έπειτα, ως τοπικός γιατρός, σέ χωριά τής Ρούμελης, δπως στήν Άμβλιανη τού Καρπενησιού, μαζεύει νέες εντυπώσεις. Έ τ σ ι συγκέντρωσε λαογραφικό υλικό, πού ήξερε βέβαια νά το εκμεταλλεύεται ώς συγγραφέας αληθινός. "Υστερα, ώς γιατρός στο ατμόπλοιο «Ά θήναι» κ έπειτα σέ άλλα πλοία, γνωρίζει τή θάλασσα. Ή ρθε σέ επαφή έτσι μέ δλη τήν Ελλάδα, μέ ναύτες από κάθε νησί κι από κάθε ελληνική γωνιά. Μέ προσοχή άκουγε τις νύχτες στήν πλώρη νά τού αφηγούνται οί ναυτικοί τις δροσερές ιστορίες καί τούς συναρπαστικούς μύθους τής πατρίδας τους. Ταξίδεψε πολλές φορές στο Αιγαίο, στο Ίόνιο, στή Μαύρη Θάλασσα, στή Μεσόγειο. Κι αργότερα ώς στρατιωτικός γιατρός ζητούσε πάντα τήν ευκαιρία νά ταξιδεύη.

"Ολο φυσικά το έργο τού Καρκαβίτσα δεν παρουσιάζει τήν άρτια τεχνική οίκονομία, τήν ευτυχισμένη έμπνευσι, ώρισμένα δμως διηγήματα του είναι αληθινά αριστουργήματα. Πρώτα στήν περιγραφικότητά τους. Είναι πίνακες μέ βαθειάν άπεικόνισι, με ζωηρά χρώματα. 'Ο Καρκαβίτσας δεν έγραφε τα διηγήματα του, ακολουθώντας στερεότυπα ένα σχέδιο καθωρισμένο. Καταπιανόταν μέ θέματα, πού είχαν πάντα σχέσι μέ τήν ελληνική ζωή τής υπαίθρου ή τής θάλασσας καί για τα όποια διέθετε πάντα κάποιαν εμπειρία ή τις σημειώσεις του. Ξέφευγε δμως αμέσως από τον θεματογράφο, γιατί είχε τή δΰναμι να μεταπλάθη τον μΰθο ή να ενσαρκώνη επιδέξια τον σκελετό των πληροφοριών. Σύσσωμη ή κριτική διαπίστωσε τον ρεαλισμό τών διηγημάτων του Καρκαβίτσα. Τον ρεαλισμό δμως αυτόν πρέπει να τον καθορίσουμε. Δέν είναι ό μεταφυσικός ρεαλισμός, κατά τον όποιον οι καθολικές έννοιες έχουν πραγματική αξία καί είναι αιώνια πρότυπα. Ούτε ό ρεαλισμός εκείνος, πού στή γνωσιολογία άντιτίθεται προς τον ιδεαλισμό, καί βλέπει τον εξωτερικό κόσμο έξω από τό υποκείμενο, πού τον άντιλαμβανόμεθα μέ τίς αισθήσεις μόνο. 'Ο ρεαλισμός τού Καρκαβίτσα είναι εκείνος, πού είναι εφαρμογή τής αισθητικής στή λογοτεχνία καί στίς καλές τέχνες. Είναι ό ρεαλισμός μέ τή σημασία τής πιστής, έντεχνης άπεικονίσεως τής αληθινής πραγματικότητας, χωρίς προσπάθεια εξωραϊσμού καί έξιδανικεΰσεώς της. "Ετσι, στον λογοτέχνη ή στον καλλιτέχνη επικρατεί τό αίσθημα τής πραγματικότητας, τό αίσθημα θά λέγαμε τής αλήθειας. Άλλ* αυτός ό ρεαλισμός υπάρχει ανέκαθεν. Ρεαλιστές λόγου χάριν ήσαν έως ένα σημείο καί οι αρχαίοι Ελληνες ποιητές καί καλλιτέχνες, δταν ποτέ δέν απομακρύνθηκαν από τή σπουδή τής φύσεως καί δταν ή άπεικόνισι της ήταν ένα από τα κυριώτερα αντικείμενα τής φιλοδοξίας τους. *Εδώ δμως πρέπει να ξεχωρίσουμε δτι κάθε Ιδιοσυγκρασία βλέπει τήν πραγματικότητα μέ τον δικό της τρόπο, κ* ενφ εκφράζει τήν πραγματικότητα αυτή, τήν υποβάλλει ασυναίσθητα σέ ώρισμένη μεταμόρφωσι, ή οποία αποτελεί καί τήν ουσία τής τέχνης. Καί βέβαια, στο σημείο αυτό, πρέπει να τονίσουμε δτι οι μεγάλοι δημιουργοί ξέρουν να συγκερνοΰν τό πραγματικό μέ τό Ιδεώδες. Για να εκτιμήσουμε, πιο συγκεκριμένα, τον ρεαλισμό τού Καρκαβίτσα, πρέπει να θυμηθούμε δτι ό Καρκαβίτσας άρχισε να γράφη στο τέλος τού 19ου αιώνα. Είναι επομένως παιδί τού αιώνα αυτού. Καί μάς βοηθεΐ ή επίμονη πληροφορία δτι δύο κυρίως ήσαν οί προτιμήσεις του από τούς ξένους πεζογράφους, τούς οποίους διάβαζε από μεταφράσεις έργων τους στή νεοελληνική : ό Ντοστογιέβσκι καί ό Ζολά. Τόν 190ν αιώνα ό ρεαλισμός άπέβη ιδιαίτερη θεωρία καί σχολή, από άντίδρασι προς τήν εξεζητημένη, τήν περίτεχνη, τήν συμβατική λογοτεχνία,

πού προτιμούσαν οί δύο προγενέστεροι αιώνες, ό 17? καί 18?. Ό Καρκαβίτσας από τον ρεαλισμό τού Ζολά θά είχε, φαίνεται, προσέξει τήν περιγραφική δεινότητα τού Γάλλου συγγραφέα, τήν πιστή αντιγραφή φυσικών κα'ι κοινωνικών φαινομένων. Άλλα τον ρεαλισμό ό Καρκαβίτσας τον έτρεψε «εις τα καθ ήμάς», στή νεοελληνική πραγματικότητα, στα νεοελληνικά δεδομένα τής εποχής του. Ά πό τον Ντοστογιέβσκι εξ άλλου, κράτησε ασφαλώς τήν ανθρωπιστική πνοή, πού είναι γνώριμη καί στο δικό του έργο. Φυσικά οι ξένες αυτές επιδράσεις δεν είναι άμεσες στο έργο τού Καρκαβίτσα. Γιατί ό Καρκαβίτσας δεν έχει τίποτα άπό τή μυστικοπάθεια καί τή βαθειά ψυχολογία τού ανυπέρβλητου Ρώσου δημιουργού. Μπορούμε όμως να πούμε δτι δπως δ ασύγκριτος εκείνος συγγραφέας απέδωσε κατά μοναδικό τρόπο τήν ψυχή τού λαού του, έτσι καί δ Καρκαβίτσας στα δικά του μικρά μέτρα θέλησε να ζωντανέψη τήν ελληνική ψυχή. Βέβαια δεν ξεχνούμε τήν προϋπόθεσι τής τηρήσεως τών αναλογιών, δταν ανακαλούμε στή μνήμη μας τέτοια υψηλά πρότυπα. Θά εξετάσω δύο διηγήματα τού Καρκαβίτσα : τα «Ναυάγια» άπό τα «Λόγια τής Πλώρης» καί τή «Μάννα» άπό τις «Παλιές Αγάπες». Τα διάλεξα επίτηδες. Στα «Ναυάγια» θά διαπιστώσετε τή ρεαλιστική περιγραφή, σ ένα διήγημα, πού είναι γεμάτο άπό τή δεινή συμφορά, ή όποια έρχεται κάποιες φορές στούς άνθρώπους άπό τήν εναντίωσι τών περιστάσεων, άπό τή δυσμένεια τής μοίρας. Ό συγγραφέας μάς δίνει απτές σελίδες τού άτελεσφόρητου άνθρώπινου μόχθου, τού άνευόδωτου άγώνα τής ζωής. Μάς διδάσκει έτσι δτι δλα στή ζωή καί στήν τέχνη δέν μετουσιώνονται. Είναι κατατριβή κα'ι άσκοπη προσπάθεια κάποτε να εξωραΐζουμε δ,τι είναι τραγικό στή ζωή, δ,τι είναι άπευκταΐο. Στο δεύτερο διήγημα, τή «Μάννα», έχουμε έναν τοπικό θρύλο τής Ηλείας. Είναι άπό τή χώρα τού μύθου παρμένος δ θρύλος αυτός. Δυο νεράιδες άδελφές άντιμάχονται. Ή μια αδελφή έχει τό κάστρο τής Ηλείας, το Χλιμούτσι καί ή άλλη τό Σανταμέρι. Η μιά, ή σκληροτράχηλη, αρπάζει τήν κόρη τής άδελφής της, καί ή άλλη επίμονα πηγαινοέρχεται ζητώντας τό χαμένο παιδί της. Καί οί δυο έχουν άντίστροφα συναισθήματα : ή μιά δυναστεύει τήν άλλη μέ τήν αρπαγή τού παιδιού της, ένφ τής άλλης ή άντίδρασι γιγαντώνεται, υπαγορευμένη άπό τό μητρικό φίλτρο. Μπορούμε να είπούμε δτι καί σ έναν θρύλο άκόμα, δ Καρκαβίτσας βρήκε τήν ευκαιρία για να σταλάξη τον ρεαλισμό τής ζωής. 'Ο Καρκαβίτσας καί δ Παπαδιαμάντης άσφαλώς προήγαγαν τήν πεζογραφία μας, πού είχε ξεκινήσει άπό τον Παύλο Καλλιγά καί τον Στέφανο Ξένο, καί είχε περάσει άπό τον Λέοντα Μελά, τον Ροΐδη, τον Ζαμπέλιο, τον Βικέλα, τον Βιζυηνό καί άλλους. Καί άλλοι βέβαια σύγχρονοι τού Καρκαβίτσα καί τού Παπαδιαμάντη

πεζογράφοι μάς άφησαν αξιόλογο επίσης έργο, δπως ό Βλαχογιάννης, ό Ξενόπουλος, ό Θεοτόκης, ό Τραυλαντώνης, ό Κονδυλάκης, ό Νιρβάνας καί άλλοι. Πολλές φορές τα πρόσωπα των διηγημάτων τού Καρκαβίτσα εκτελούν συγγενείς πράξεις, αποτελούν παράλληλους ανθρώπινους τόπους. Είναι σχεδόν πάντα πρόσωμα του λαού. Οί τόποι των διηγημάτων του εκπροσωπούν δ,τι είναι αυθόρμητο μέσα στην υπαίθρια ζωή. Είναι δόξα για ένα συγγραφέα ή γνώσι του λαού του. Μέσα από τους λαϊκούς τόπους του Καρκαβίτσα περνάει ολόκληρος δ λαός, πού κινείται απροσποίητα στο δικό του ψυχικό κλίμα. Εκείνο πού αποτελεί, θαρρείς, τη διαρκή ανησυχία τού Καρκαβίτσα είναι ή ειλικρινέστερη άπόδοσι των λαϊκών αυτών τόπων, πού αισθάνονται μέ την κλειστή ψυχή καί σκέφτονται μέ τον δικό τους απλό τρόπο. Λείπουν βέβαια από το έργο τού Καρκαβίτσα οί βουλητικοί χαρακτήρες. Οί ήρωές του είναι σαν εξηρτημένοι από τούς γύρω τους. Κάποτε βέβαια βασανίζονται ανάμεσα στήν αβουλία καί στήν αποφασιστικότητα. Τέτοιο διήγημά του είναι ή «Θυσία», δπου παλεύει στήν ψυχή τού ήρωά του το χρέος προς τήν πατρίδα καί ή ύποχρέωσι προς τήν οικογένεια. Κανένας δέν μπορεί να άμφισβητήση το ειλικρινές δσο καί εΰγενές ιδεολογικό κίνητρο στον Καρκαβίτσα. Κοντά λ.χ. στής πατρίδας τήν ιδέα, παραστέκουν μόνιμα καί άλλες, δπως δ γνήσιος κοινωνικός πόνος, ή χριστιανική εγκαρτέρησι, ή ενδιάθετη αρετή. Η θρησκευτικότητα τού Καρκαβίτσα δέν θυμίζει τήν βαθειά ιδεοληψία τού θρησκευομένου, αλλά είναι εσωτερική πεποίθησι τής αίσθαντικής ψυχής. Στο διήγημά του «Θεΐον δραμα» διακρίνουμε τήν αληθινή εύλάβεια. Στο διήγημά του «Τό τάμα» τήν πίστι του στήν επέμβασι τού Θεού στ* ανθρώπινα. Στο διήγημά του «Έβυθός» εξ άλλου έχουμε τον κολασμό τής αμαρτωλής ψυχής. Θά έξάρω ιδιαίτερα τήν αγάπη τού Καρκαβίτσα για τον συνάνθρωπο, πού είναι γνώρισμα δλων τών αληθινών συγγραφέων, "Ενας θερμός ανθρωπισμός πλημμυρίζει τό έργο του καί τού δίνει πολλήν ύπόστασι. "Ο,τι έχει να μάς διηγηθή δ Καρκαβίτσας, μάς τό λένε οι ήρωές του. Δέν υπάρχει στον Καρκαβίτσα ή έκρηξι τής κοινωνικής αναταραχής καί ή άποχαλίνωσι τού δμαδικού πάθους. Ούτε καί δ κοχλασμός, πού παράγεται από εγωιστικό ξέσπασμα. Ό Καρκαβίτσας σπάνια μιλεΐ σέ πρώτο πρόσωπο. Δέν έχουμε στις σελίδες του έντονα προσωπικά αισθήματα χαράς ή πόνου, ελπίδας ή δυσθυμίας, παραφοράς ή άλλου ψυχικού παροξυσμού. Τήν πραγματικότητα αποδίνει. Βέβαια κάποτε τή διαμορφώνει, χωρίς δμως να τήν παραμορφώνη. Μελετά δμως πολύ τούς χαρακτήρες τών διηγημάτων του. Δίπλα στή νατουραλιστική δόναμι τής περιγραφής, υπάρχει ή παρατήρησί του, πού τείνει προς ένα βάθος. Καί ίσως γι αυτόν τον λόγο δέν υπάρχουν πολλά επεισόδια στά διηγήματά του. Θά τονίσω ιδιαίτερα τό πόσο ώρμήθηκε ό Καρκαβίτσας από τήν Ηλεία.

'Η Ηλεία είναι ό πρώτος χώρος, οπού κινούνται οί ήρωές του. Τα χωριά της : τα Λεχαινά Ιδίως, το Βαρθολομιό, το Μπουχιώτη, το Λάλα, ή Δίβρη καί άλλα, είναι στα πρώτα διηγήματα του οι τόποι, δ'που δρφ ή πραγματικότητα του Καρκαβίτσα. Ή πρώτη Ελλάδα του Καρκαβίτσα είναι ή Πελοπόννησος. "Επειτα γνωρίζει την Ρούμελη. Είναι τα πρώτα ελευθερωμένα τμήματα τής Ελλάδας ύστερ από την Έπανάστασι του 1821, κι ό πατριδολάτρης Καρκαβίτσας αυτή την Ελλάδα πρόσεξε πρώτα. Έ πειτα του αποκαλύπτεται δλη ή ελληνική έκτασι. "Ολη ή ελληνική στεριά, ή θάλασσα, τα νησιά, ό ουρανός, ή ατμόσφαιρα, δλα του γίνονται με τή σειρά τους γνώριμα. Είδε δσο κανένας ίσως άλλος διηγηματογράφος μας τή φυσική πραγματικότητα. "Εως εκεί ενδιαφερόταν. Του έλειπε το δραμα, πού απαιτεί εξεταστικώτερο βλέμμα. Είναι δμως μέγα γεγονός στον Καρκαβίτσα το βαθύ ρίζωμά του στο εθνικό μας έδαφος. Δέν πρόσεξε μόνον το περιεχόμενο τού λαού του δ Καρκαβίτσας, άλλα καί τήν έκφρασι τού περιεχομένου αυτού. Ό Καρκαβίτσας εμόχθησε για τήν άπόδοσι τής λαϊκής λαλιάς. Τήν νεοελληνική κοινή τήν είδε πάντα μαζί μέ τα λόγια στοιχεία, πού αυτή έχει αφομοιώσει. "Εγραψε βέβαια στήν αρχή στήν καθαρεύουσα, άλλ αυτό υπήρξε γι αυτόν μια μεταβατική περίοδος. Μέ πολλούς άλλωστε συγχρόνους του συγγραφείς συνέβη αυτό. Δούλεψε τό γλωσσικό όργανο μέ πολλή πίστι καί φρόντισε τα διηγήματά του από τή γλωσσική άποψι μέ επιμονή ακατάβλητη. Στή γλώσσα τού Καρκαβίτσα υπάρχει πολλή ειρωνία καί εκφραστική δύναμι. Ή τα ν αληθινός γλωσσοπλάστης, στήν καλύτερη έννοια. Αφθονία από εκφραστικώτατα σύνθετα στα πεζογραφήματά του τό πιστοποιεί αυτό. Επίσης ήξερε από αρχαίες ρίζες να σχηματίζη νεοελληνικούς γλωσσικούς τύπους. Ή διήγησί του είναι αδρή, πολλές φορές επική, θά λέγαμε. Τό ύφος του νομίζεις πώς κάθε φορά ταιριάζει μέ τό θέμα του κι αυτό είναι μια μεγάλη κατάκτησί του. Ή γλώσσα του έχει δύναμι καί πλαστικότητα καί εΰρυθμία. Ποτέ δέν άσφυκτιφ, είναι άνετη. Προσπαθεί ό συγγραφέας, θαρρείς, να μήν πλεονάζη καμμιά λέξι. Τό λιτό ύφος του εξωραΐζεται μέ γνήσιο λυρισμό. "Ετσι διαπιστώνουμε άλλη μια φορά πώς ή τεχνική είναι προϋπόοεσι τής πεζογραφίας. *0 Καρκαβίτσας προσπάθησε να άποφύγη τις γλωσσικές ακρότητες. Καί τό κατώρθωσε αυτό. Είναι ανάγκη να Ιδούμε χωριστά τίς τρεις νουβέλλες, πού έγραψε καί εδημοσίευσε δ Καρκαβίτσας: τή «Λυγερή», τον «Ζητιάνο» καί τον «Αρχαιολόγο». Στή «Λυγερή», πού είναι νουβέλλα μέ συνθετικές αξιώσεις μυθιστορήματος, περιγράφεται ή ζωή τών Λεχαινών, όπως τήν έζησε νέος δ συγγραφέας. Τα πρόσωπα είναι από τήν πραγματική ζωή. Τό έργο έχει ρεαλισμό, χωρίς να τού λείπη όμως καί δ ρομαντισμός. Ε π ίσ η ς υπάρχει αρκετό

σκώμμα καί ετρωνεία. Ή θη βέβαια άναπαριστώνται, χωρίς να μας σταματρί ενδιαφέρουσα πλοκή. 'Ο «Ζητιάνος» είναι πολύ πιο προχωρημένος από τη «Λυγερή». Είναι ή νουβέλλα, οπού δ συγγραφέας βλέπει την κοινωνική εξαθλίωση. Τόπος της είναι τα Κράβαρα τής Ρούμελης. Κυριαρχεί ένας μελαγχολικός τόνος στις σελίδες του, στις οποίες δ Καρκαβίτσας δεν παύει να δίνη κοινωνικό χαρακτήρα. Σέ πολλά σημεία του έργου αυτού δ Καρκαβίτσας πλήττει αδιάλλακτα διάφορα δπισθοδρομικά ή ταπεινά γνωρίσματα ωρισμένων τύπων πού περιγράφει. Άντιδρρί καί εδώ μέ κάθε τρόπο σε δ,τι άντιστρατεύεται προς την προκοπή καί τον πολιτισμό τού λαού. Πάντοτε δ Καρκαβίτσας εκδηλώνεται νοσταλγός για τό υγιέστερο μέλλον τού τόπου. Μάχεται τις προλήψεις, τή δουλοφροσΰνη, τή μοιρολατρεία. Πολεμάει δ,τι θυμίζει υποσυνείδητο κακό και νοοτροπία αντικοινωνική. Ή τρίτη νουβέλλα, μέ διδακτικό νόημα, είναι δ «Αρχαιολόγος». Εχει πολλή αλληγορία, άλλα καί πολλές υπερβολές. Είναι μια κραυγή εναντίον τής στείρας προγονοπληξίας, δταν αυτή βέβαια είναι ρηχή παρελθοντολογία. 'Ο Καρκαβίτσας, πού πίστευε, δπως ξέρουμε, βαθύτατα, στήν ελληνική παράδοσι, τήν αρχαία, τή βυζαντική, τή νεώτερη, έ'γραψε στον «Αρχαιολόγο», για να άντιδράση στήν επιφανειακή καΰχησι, στήν προγονοπληξία, μόνο δταν αυτή περιφρονή τήν πρόοδο καί τή σύγχρονη τύχη τού έ'θνους. Έ νφ φαίνεται πώς ένας θετικισμός κινή τις απόψεις τού συγγραφέα, δμως κάποιαν ύπερτίμησι τού παρόντος δέν μπόρεσε να τήν αποφυγή, πού τον παριστάνει έτσι μονότροπο. Στον «Αρχαιολόγο» δ Καρκαβίτσας αναπτύσσει κάπως τήν Ιδέα δτι είμαστε νέος λαός, χωρίς σύνδεσμο μέ τούς προγόνους. Αυτό δμως λέγεται κάπως πρόχειρα κα'ι ανεύθυνα. *Η ψυχολογία τού έργου δέν είναι ζωηρή και από αδυναμία δλα τα μετατρέπει σέ σύμβολα. Επίσης παρατηρούμε καί φόρτο από λυρισμό. Ή γλώσσα δμως καί τό ύφος στον «Αρχαιολόγο» είναι πολύ δουλεμένα καί παραστατικά. Εκτός από τις τρετς νουβέλλες, τύπωσε δ Καρκαβίτσας πέντε σειρές διηγημάτων του στο διάστημα 30 χρόνων : τα «Διηγήματα», τα «Λόγια τής Πλώρης», τις «Παλιές Αγάπες», τα «Διηγήματα τού Γυλιού» καί τα «Διηγήματα για τα παλληκάρια μας». Εννοείται δτι τα λογοτεχνικά βιβλία τού Καρκαβίτσα εσημείωσαν πολλές εκδόσεις. Στις συλλογές τών διηγημάτων τού Καρκαβίτσα, άμα άφαιρέσουμε τα «Λόγια τής Πλώρης», επικρατεί δ στεριανός. Τα διηγήματά του αυτά δλα είναι εικόνες τής ζωής τής στεριάς, έχουν πρότυπο τό ειδυλλιακό δημοτικό τραγούδι, τό δποΐο έχει επηρεάσει τό ύφος τους. Ό ιδεολογικός του κόσμος είναι σταθερός καί δ εθνισμός του είναι άδολος καί σαφής. Ό θαλασσογράφος Καρκαβίτσας, τό ξαναλέω, είναι αυτόχρημα γοητευ- 24

τικός. Άναπαριστφ απαράμιλλα στα «Λόγια τής Πλώρης» τή ζωή των θαλασσινών. Το αδάμαστο υγρό στοιχείο του προσφέρεται για τή σΰνθεσι των θαλασσινών διηγημάτων του. 'Ο Καρκαβίτσας άναφέρεται στήν εποχή τής έλληνικής ιστιοπλοΐας, καί ή θάλασσα εκεί είναι άτίθασση δσο καί συναρπαστική. Ε κ εί έχουμε το μπάρκο ή τή γολέττα ή τό καΐκι ή τή φρεγάδα, πού μέ τα παννιά τους σαλπάρουν για τήν ξενιτειά. Τα πανιά καί τό ξύλινο τιμόνι κάποτε άνατινάσσονται από τούς άνεμους, καί γι αυτό δυο δυνάμεις αναζητεί ό Καρκαβίτσας : τό έλεος τού Θεού καί τή ριψοκίνδυνη επιδεξιότητα τών ναυτικών. "Ολα τα εξαίσια θαλασσινά διηγήματα τού Καρκαβίτσα μάς μιλούν για τήν τραχύτατη πάλη τών ναυτικών απέναντι στον θυμό τών πελάγων Στή «Θάλασσα», στή «Δικαιοσύνη τής θάλασσας», στον «Βιοπαλαιστή», στον «Καβομαλιά», στήν «Κακοσημαδιά», στή «Γοργόνα», στα «Ναυάγια», στις «Φρεγάδες» καί σε άλλα θαλασινά διηγήματά του, έχουμε μια σκληρή περιπλάνησι, αλλά κ* έναν ακατάλυτο δεσμό νών ναυτικών μέ τή θάλασσα, πού είναι ή μοίρα τους. Ό Καρκαβίτσας μάς έδωσε δυναμικώτατες περιγραφές τής τρικυμίας, άναπαριστώντας τούς ορμητικούς άνεμους, τή μελανή άβυσσο, πού δημιουργούν αγωνία κα'ι άγχος. 3Αλλά δέν είναι μόνο οΐ θυμο'ι τής θάλασσας, πού περιγράφει ό Καρκαβίτσας, άλλα καί το ειρηνικό θαύμα τής γαλήνης της. Καί στα θαλασσινά διηγήματα τού Καρκαβίτσα βρίσκουμε παραδόσεις τού λαού μας, λαϊκούς θρύλους μέ άφθονες μεταφορές καί άντιθέσεις, συνώνυμα και άλλα εκφραστικά μέσα πού προσδίνουν στο κείμενο χάρι. Οί πολλές λεπτομέρειες, οί κομματιασμένες εντυπώσεις τού συγγραφέα συγκροτούν μίαν ενότητα θαυμαστή. Στον Καρκαβίτσα χαιρόμαστε τό χάρισμα τής ισορροπίας, τού άρχιτεκτονημένου λόγου, πού τό διαπιστώνουμε στα περισσότερα διηγήματά του. Είναι ή πιο άδιαφιλονίκητη άπό τ'ις ικανότητές του, καί είναι κατάκτησι τού λόγου. "Ολοι οΐ κριτικοί τού τό έχουν άναγνωρίσει αυτό. Για πολλούς νεώτερους πεζογράφους, πού είναι δυστυχώς άγλωσσοι, πού σχεδόν δέν έχουν γλωσσικό αίσθημα, δ Καρκαβίτσας πρέπει να τούς γίνη δάσκαλος ύφους, παράδειγμα άξιομίμητο, δπως καί κάποιοι άλλοι πατέρες τής νεοελληνικής πεζογραφίας. Ό μεγάλος ομότεχνος τού Καρκαβίτσα, καί πού μέ αυτόν σύγχρονα φανερώσανε στο ελληνικό κοινό τό καλύτερο μέρος τού έργου τους, είναι ό Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ό όποιος γεννήθηκε στή Σκιάθο στα 1851 καί πέθανε εκεί στα 1911. Κοινή έχουν τήν άγάπη τους προς τό θαλασσινό στοιχείο, άλλα στον Παπαδιαμάντη διακρίνουμε τήν έντονη θρησκευτικότητα. *Ως πρώτο υλικό είχε κα'ι εκείνος τα λαογραφικά στοιχεία, άπό τή ζωή τού νησιού του, κι άκόμα καί τά Λειτουργικά βιβλία καί τά Συναξάρια. Ή γλώσσα του έχει τήν επίδρασι τής Βυζαντινής Ύμνογραφίας, άπομακρυσμένη βέβαια άπό τον προφορικό λόγο, χωρίς νά χάνη δμως τή γοητεία της,

γιατ'ι είναι κράμα τής εκκλησιαστικής γλώσσας, τής τεχνητής καθαρεύουσας τής πανελλήνιας κοινής καί τής διαλέκτου τής Σκιάθου. Καί ή πεζογραφία του Παπαδιαμάντη είχε αναμφισβήτητα τη δική της ποίησι, εκείνη που εμψυχώνει τον πεζό λόγο καί του δίνει μεγαλύτερη ευαισθησία καί βεβαιότερη ΰπόστασι. Είναι βέβαιο δτι ό Καρκαβίτσας κα'ι ό Παπαδιαμάντης, ό καθένας με τόν δικό του τρόπο, εκορύφωσαν στην εποχή τους την πεζογραφία μας, με κοινό ξεκίνημα την ηθογραφία, από την οποία προχώρησαν πολύ. Πρόσεξαν το ελληνικό τοπίο κα'ι το ζωγράφισαν με πολλή καλαισθησία, εμελέιησαν ανθρώπινα γεγονότα, πού συνέβησαν απαραίτητα στον ελληνικό χώρο. Τό έργο τους βρίσκεται σ επαφή με τήν πραγματικότητα. Ιδανικό τους έχουν τον απροσποίητο άνιθρωπο τής υπαίθρου Πολλές φορές ανατρέχουν στήν Ιστορία ή στους θρύλους. Πολλά γνωρίσματα τούς χωρίζουν, άλλα καί πολλά τούς ενώνουν. Πέρα από τό βέβαιο χάρισμά τους τού λαμπρού αφηγητή, πού διαθέτουν καί οί δύο, διακρίνονται καί γιά τήν τάσι τους να δώσουν δσο τό δυνατό ζωηρότερα εντυπωμένη τήν ατομική σφραγίδα τους στο έργο τους, πού είναι πλημμυρισμένο από μιαν απέραντη ελληνικότητα. Ό ένας πέθανε στις αρχές τής δεύτερης δεκαετίας τού αιώνα μας κα'ι ό άλλος στις αρχές τής τρίτης. Από τότε ή πεζογραφία μας σημείωσε καί προχώρημα καί δπισθοχώρησι. 'Υπάρχουν πεζογράφοι μεταγενέστεροι απ αυτούς, πού μάς χάρισαν έργο ιδιάζουσας αξίας, άλλα υπάρχουν καί άλλοι πεζογράφοι πού καλύτερα νά μήν είχαν εμφανισθή. Αλλά ό λόγος θά πήγαινε σέ μάκρος. Προβάλλει μοιραία τό ερώτημα : ποιος υπήρξε μεγαλύτερος ό Παπα* διαμάντης ή ό Καρκαβίτσας ; Προσωπικά, διστάζω νά άποδεχθώ τό ερώτημα, γιατί καί οι δύο είναι επιφανέστατοι συγγράφεις μέσα στή νεοελληνική λογοτεχνία. 'Όμως επειδή τιμάμε τον Καρκαβίτσα άπόψε, θά κλείσω τήν ομιλία μου μέ μια γνώμη τού Κωστή Παλαμά, εκφρασμένη μέ άποφασιστική περιεκτικότητα, άκριβώς γιατί στο άρθρο του αυτό ό μεγάλος ποιητής καί κριτικός συγκρίνει συνολικά τό λογοτεχνικό έργο τού Παπαδιαμάντη καί τού Καρκαβίτσα, καί προτιμάει τον Καρκαβίτσα. Γράφει λοιπόν ό Πα λα μάς : «Ά ν κάποιος παράξενος τών άξιών ζυγιαστής μέ πειθανάγκαζε νά διαλέξω άποκλειστικά μεταξύ Παπαδιαμάντη καί Καρκαβίτσα, \θά έστεκα ευλαβητικά μπροστά στον Παπαδιαμάντη, θά τού φιλούσα τό χέρι, καί θά ψήφιζα τον Καρκαβίτσα». Ό Καρκαβίτσας, πού άνήκει στούς οικοδόμους τού δημοτικού μας λόγου, οί όποιοι στερέωσαν τή νεοελληνική λογοτεχνία, καί βοήθησαν στον τομέα της κατά τρόπον άξιο καί γενναίο καί συνεπή γιά τήν πνευματική προκοπή τής χώρας μας, είναι γιά τή στενώτερη πατρίδα μας, τήν Ηλεία, μιά δόξα καί γιά τήν ευρύτερη ελληνική μας πατρίδα μιά εξέχουσα μορφή.

A. ΚΑΡΚΑΒΙΤΣ A ΝΑΥΑΓΙΑ Μόλις αράξαμε στη Στένη, ο καπετάν Ξυρίχτης πήρε τή βάρκα κ έτρεξε στο τηλεγραφείο. Δυο ήμέρες τώρα δεν ηϋρεσκε ήσυχία. Τριάντα μίλια έξω άπό τό Μπουγάζι άντάμωσε τον «Αρχάγγελο», το μπάρκο του, πού ήταν μέσα κυβερνήτης καί γραμματικός τά δυό του αδέρφια. Δέν πρόφτασαν νά καλοχαιρετηθοΰν, νά ειπουν για τό φορτίο καί τό ναύλο τους καί τούς χώρισε ό χιονιάς. Κατώρθωσε τέλος νά όρθοπλωρίση τό δικό μας καί ολάκερο ήμερονύχτι θαλασσοδαρθήκαμε στ ανοιχτά. Μα όταν μπήκε στό Βόσπορο, ρώτησε όλους τούς βαρκάρηδες, τούς πιλότους, ακόμη τούς κουμπάρους καί τις κουμπάρες άλλά τίποτε δέν έμαθε γιά τόν «Αρχάγγελο». Τί νά έγινε; Φυλάχτηκε πουθενά; Πρόφθασε νά όρθοπλωρίση καί κείνος ή έπεσε επάνω στούς βράχους; Κι άν τσακίστηκε τό μπάρκο, σώθηκαν τουλάχιστον τ αδέρφια του; Ό λο τέτοια συλλογίζεται κ έχει συγνεφωμένο τό μέτωπο, τρέμουλο έχει στήν καρδιά. Ό ταν έφθασε στό τηλεγραφείο, ξέχασε μιά στιγμή τόν πόνο του έμπρός στον πόνο των άλλωνών. Κάτω στήν αύλή, απάνω στις σαρακωμένες σκάλες καί παραπάνω στ άσάρωτα πατώματα κόσμος σάν αύτόν ανήσυχος γυναίκες, άντρες, παιδιά πρόσμεναν νά μάθουν άπό τό σύρμα τήντύχη των δικών τους. Καί κείνο σώριαζε μέ τήν ταρναριστή φωνή του άκατάπαυτα θλίψι. Ώνόμαζε πνιγμούς, μετρούσε θανάτους, έλεγε ναυάγια περιουσίας, χαμούς, συνέπαιρνε χαρές κ ελπίδες σάν δρόλαπας. Καί κάθε λίγο άπάνω στά πατώματα, στις σκάλες κάτω καί παρακάτω στήν αύλή θρήνοι άκούονταν, κορμιά έπεφταν λιπόθυμα, φωτιά κυλούσε τό δάκρυ. Ό καπετάν Ξυρίχης δέν μπορούσε νά ύποφέρη περισσότερο τό βάσανο. Βιαζότανε νά μάθη καί τή δική του μοίρα. Έσπρωξε τόν κόσμο ζερβόδεξα, άνέβηκε δυό-δυό τά σκαλιά, έφθασε μέ κόπο στή θυρίδα καί ρώτησε μέ όλότρεμη φωνή: Γιά τόν «Αρχάγγελο»... τό μπάρκο... μήν άκούσατε τίποτα;

Τίποτα τού άπαντςί ξερά ό τηλεγραφητής. Τίποτα! πως είναι δυνατό; ξαναρωτάει. «Αρχάγγελο» το λέν εχει φιγούρα δέλφινα... εχει στο μεσανό κατάρτι κόφα. Σπετσιώτικο χτίσιμο. Καί κολλάει περίεργα τά μάτια στοΰ υπαλλήλου τό πρόσωπο, αύτιάζεται τούς κρότους πού βγάζει ξερούς, συγκρατητούς σάν δοντοχτύπημα κρυωμένου ή μηχανή. Τά σωθικά του λαχταρούν, φεύγουν τά σανίδια από τά πόδια του έτοιμος νά λιποθυμήση. Μά δεν τήν παρατά τή θέσι του. Τέλος σηκώνει εκείνος τά μάτια, τόν καλοκοιτάζει μιά στιγμή καί λέει με φωνή άδιάφορη: Ναί... «Αρχάγγελος». Χάθηκε στό τάδε μέρος τής Ρούμελης κόπηκε στά δυό ή πρύμη του ρίχτηκε στους βράχους με δυό παιδιά μέσα... Τά παιδιά είναι ζωντανά. Ζωντανά! άναστηλώνεται ό καπετάνιος στά πόδια του. Τά ονόματα; λέει με φωνή σάν χάδι δεν μπορούμε τάχα νά μάθουμε τά όνόματα; Πέτρος καί Γιάννης. Δόξα σοι ό Θεός! Πέτρος καί Γιάννης εΐνε τ άδέρφια του. Ζωντανά λοιπόν καί τά δυό. Ζωντανά εκείνα, θρύμματα τό όλοκαίνουργο σκαφίδι! Πάλι δόξα σοι ό Θεός! Φτιάνουν άλλο μεγαλύτερο κι ομορφότερο. Φιλεύει άνοιχτόκαρδος πέντε πούρα τόν υπάλληλο* δίνει ενα μετζίτι κέρασμα στον υπηρέτη* παρηγορει γλυκομίλητος τά θλιμμένα πρόσωπα: Δεν εϊνε τίποτα όλοι καλά εϊνε όλα καλά! Ποιας ήλικίας τάχα νά εϊνε τά παιδιά; ρωτάει πάλι. Ό υπάλληλος σκουντουφλιάζει: Μά τόν παρασκότισε! Γύρω άκούονται φωνές ανυπόμονες* σπρώχνει ό ένας τόν άλλον* θέλουν νά τόν βγάλουν άπό τή θυρίδα. Έμαθε πώς ζοΰν τ άδέρφια του* δεν τού φτάνει; Είναι κι άλλοι πού λαχταρούν γιά τούς δικούς των. "Ας μάθουν καί κείνοι κατιτί! Μά εκείνος δεν άφίνει τή θέσι του. Ποιας ήλικίας τάχα; ξαναρωτα. Δέκα-δώδεκα χρόνων. Πάλι άπελπισία. Τ άδέρφια του δέν εϊνε τόσο μικρά. Εϊνε άπό είκοσιπέντε κι άπάνω. Σκουντούφλης, κατεβαίνει τίς σκάλες, βγαίνει άπό τήν αύλή, παίρνει τό βαποράκι καί φτάνει στά Θεραπειά. Άποκεϊ μ εν άλογο φτάνει στον "Αι-Γιώργη, παίρνει τήν άκρογιαλιά. Τά μάτια του όμπρίζουν. Ό ήλιος παιγνιδίζει άκόμη σέ ζαφειρένιο ούρανό. Ή θάλασσα λίμνη άπλώνεται ώς τά ούρανοθέμελα. Ή γή άνθοσπαρμένη μοσχοβολά. Μά ή άκρογιαλιά μοιάζει μέ νεκροταφείο. Κάθε βράχος καί νεκροκρέββατο. Καράβια κομματιασμένα, βαρκούλες μισοσπασμένες, σχοινιά, κατάρτια, φιγούρες, παννιά, εικονίσματα, παδέλες, πιάτα, λιβανιστήρια, πυξίδες, χρυσό-