ΟΣΑ ΧΩΡΑΕΙ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ



Σχετικά έγγραφα
Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Ξέρεις ένα μικρό χω ριου δάκι μπροστά

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Την επομένη ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε καλημέρα.

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Μια φορά και ένα καιρό, σε μια μουντή και άχρωμη πόλη κάπου στο μέλλον, ζούσαν τρία γουρουνάκια με τον παππού τους. Ο Ανδρόγεως, το Θρασάκι και ο

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

THE G C SCHOOL OF CAREERS ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ Ε ΤΑΞΗ

Γλωσσικές πράξεις στη διαγλώσσα των μαθητών της Ελληνικής ως Γ2

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

Η καλύτερη στιγμή των Χριστουγεννιάτικων διακοπών

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

The G C School of Careers

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

Στέφανος Λίβος Όσα χωράει μια στιγμή

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Eκπαιδευτικό υλικό. Για το βιβλίο της Κατερίνας Ζωντανού. Σημαία στον ορίζοντα

Πρόλογος. Καλή τύχη! Carl-Johan Forssén Ehrlin

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

ΘΕΜΑΤΑ ΥΠΟΤΡΟΦΙΩΝ ΣΤ ΤΑΞΗΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΓΛΩΣΣΑ

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ. ΝΑΤΑΣΑ (Μέσα στην τάξη προς το τέλος του μαθήματος) ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ Η Γη, κυρία Νατάσα, έχει το σχήμα μιας σφαίρας.

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ. Για την ΗΜΕΡΑ ΑΣΦΑΛΟΥΣ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ και τη Δράση Saferinternet.gr

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

Στέφανος Λίβος: «Η συγγραφή δεν είναι καθημερινή ανάγκη για μένα. Η έκφραση όμως είναι!»

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΟΡΝΗΛΙΕ ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΑΠΟ ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΔΙΑΒΑΣΕΙ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

Γεωργαλή Μελίνα του Νικολάου, 11 ετών

Παπαγεωργίου Αννα-Μαρία του Αθανασίου, 10 ετών

Μεγάλο βραβείο, μεγάλοι μπελάδες. Μάνος Κοντολέων. Εικονογράφηση: Τέτη Σώλου

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

LET S DO IT BETTER improving quality of education for adults among various social groups

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Αντώνης Πασχαλία Στέλλα Α.

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Modern Greek Beginners

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Βρισκόμαστε σε ένα μικρό νησί, που βρίσκεται εκεί που ο κόσμος, όχι όλος, πίστευε και θα πιστεύει ότι παλιά υπήρχε η Ατλαντίδα, δηλαδή για να σας

Το παραμύθι της αγάπης

Προσπάθησα να τον τραβήξω, να παίξουμε στην άμμο με τα κουβαδάκια μου αλλά αρνήθηκε. Πιθανόν και να μην κατάλαβε τι του ζητούσα.

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Δύο μικρά δεινοσαυράκια θέλουν να πάνε σχολείο μαζί με τα παιδάκια

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Σακιδη Δανάη του Αλέξανδρου, 13 ετών

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Η τέχνη της συνέντευξης Martes, 26 de Noviembre de :56 - Actualizado Lunes, 17 de Agosto de :06

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Μάνος Κοντολέων : «Ζω γράφοντας και γράφω ζώντας» Πέμπτη, 23 Μάρτιος :11

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

Ερωτηματολόγιο Προγράμματος "Ασφαλώς Κυκλοφορώ" (αρχικό ερωτηματολόγιο) Για μαθητές Β - Γ Δημοτικού

Ο Φώτης και η Φωτεινή

ΣΤΟ ΒΆΘΟΣ ΤΗΣ ΘΆΛΑΣΣΑΣ, κάτω από την επιφάνεια των αγριεμένων κυμάτων, βρίσκεται η κοινωνία των ψαριών. Εκεί, όλα παραμένουν ίδια για αιώνες.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Συγγραφέας: Αλεξίου Θωμαή ΕΠΙΠΕΔΟ Α1 ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΔΙΑΜΟΝΗ. Κατανόηση γραπτού λόγου. Γεια σου, Μαργαρίτα!

Πώς γράφεις αυτές τις φράσεις;

ΛΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΚΦΟΒΙΣΜΟ ΚΑΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ: Περιγραφή μίας αποτελεσματικής μεθοδολογίας σε μορφή διαλόγου

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Κάποια μέρα, όπως όλοι παντρεύονται, έτσι παντρεύτηκε και ο Σοτός. Σον ρωτάει η γυναίκα του:

Ανδρέας Αρματάς Φραντσέσκα Ασσιρέλλι

ΠΟΛΕΜΟΣ ΦΩΤΙΤΣΑΣ - ΣΤΑΓΟΝΙΤΣΑΣ

Κατανόηση προφορικού λόγου

Επιμέλεια έκδοσης: Καρακώττα Τάνια. 3 ο Δημοτικό Σχολείο Θεσσαλονίκης Έτος έκδοσης: 2017 ISBN:

Διαγνωστικό Δοκίμιο GCSE1

Transcript:

ΟΣΑ ΧΩΡΑΕΙ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΚΑΝΕΝΑ ΜΥΣΤΙΚΟ ΔΕ ΜΕΝΕΙ ΓΙΑ ΠΑΝΤΟΤΕ ΚΡΥΜΜΕΝΟ. Σιωπηλά και υπομονετικά περιμένει στο σκοτάδι. Σ αφήνει να χτίσεις τη ζωή σου, να στοιχίσεις με προσοχή τα τούβλα σου, και μετά φανερώνεται. Δίνει μια και σ τα γκρεμίζει όλα. Γι αυτό και διατηρείται άφθαρτο στο χρόνο, γιατί η μοίρα του είναι στο τέλος να αποκαλυφθεί. Έτσι όπως θα αποκαλυπτόταν και το μυστικό της οικογένειάς μου. Μεγάλωσα χωρίς γονείς. Δεν ήξερα πού βρίσκονταν ή τι είχαν απογίνει. Ένας άνθρωπος μόνο ήξερε το μυστικό, και αυτός ήταν η θεία Ουρανία. Αυτή που με μεγάλωσε. Αυτή που έγινε μάνα μου, η γυναίκα του θείου Χαράλαμπου, που έγινε πατέρας μου, και η μάνα της Ναταλίας, που από ξαδέρφη έγινε αδερφή μου. Δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια κατάφερε να κρύψει αυτό το μυστικό. Δεν ήταν και δύσκολο. Κάτι το σιωπηλό της χαμόγελο όποτε τη ρωτούσα, κάτι η δική μου παραίτηση από ένα σημείο και μετά, το σκοτάδι άρχισε να πυκνώνει και το μυστικό να χάνεται στο βάθος. Θα ερχόταν όμως η μέρα που θα εκπλήρωνε το σκοπό του. Τα πρώτα χρόνια, το συγκαταβατικό της βλέμμα και το μειλίχιο χαμόγελό της με μπέρδευαν πάντα, και νόμιζα ότι είχε έρθει η στιγμή να μου μιλήσει. Όμως αυτή απλώς χαμογελούσε κι έφευγε. Χωρίς να πει κάτι. Μεγαλώνοντας, αποφάσισα να αφήσω κάτω τα όπλα και να παραιτηθώ από το κυνήγι της 9

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΛΙΒΟΣ αλήθειας. Κάθισα κάτω από το δέντρο της σιωπής, ξέροντας ότι στη σκιά του παραμόνευε και το μυστικό που με αφορούσε. Κάπως έτσι όμως είχα αρχίσει να νιώθω ξένος. Ξένος μέσα στην ίδια την οικογένεια που με είχε μεγαλώσει. Δεν τους το εκμυστηρεύτηκα ποτέ. Αυτό θα ήταν το δικό μου μυστικό. Ζούσαμε στο κέντρο της πόλης, στο δεύτερο όροφο μιας ιδιόκτητης πολυκατοικίας. Ο πρώτος ήταν ένα οροφοδιαμέρισμα που η θεία προόριζε για προίκα της Ναταλίας, αλλά μέχρι να έρθει εκείνη η ώρα το νοίκιαζε, ενώ στο ισόγειο βρισκόταν η οικογενειακή επιχείρηση. Ένα εστιατόριο με το όνομα Ορίζοντες. Ήταν μικρό, αλλά ως ένα από τα πιο παλιά και γνωστά της πόλης ήταν αρκετό για να μας συντηρεί αξιοπρεπώς. Η θεία Ουρανία μαγείρευε, ο θείος Χαράλαμπος είχε αναλάβει τη διαχείριση, αλλά εμένα και της Ναταλίας δε μας ζητήθηκε ποτέ να βοηθήσουμε. Η θεία προφασιζόταν ότι είχαμε όλη τη ζωή μπροστά μας για να δουλέψουμε, αλλά η αλήθεια ήταν ότι δεν είχε εμπιστοσύνη στις ικανότητές μας. Βολεμένος με αυτή την εκδοχή, δεν επέμεινα ποτέ. Περνούσα τις περισσότερες ώρες διαβάζοντας. Όχι για το σχολείο. Δεν ήμουν καλός μαθητής. Είχα διαβάσει όμως όλη την κλασική λογοτεχνία. Όταν τα άλλα παιδιά έπαιζαν στις πλατείες, εμένα μου κρατούσαν συντροφιά ο Βερν, ο Παπαδιαμάντης, ο Καρκαβίτσας, ο Ντίκενς και ο Γουάιλντ. Η μοναδική γυναίκα που είχαμε επιτρέψει στην παρέα ήταν η Τζέιν Όστιν. Τους έπαιρνα και πηγαίναμε στο παραθαλάσσιο σπίτι, αυτό που θα κληρονομούσα με την ενηλικίωσή μου. Ήταν το πατρικό σπίτι της θείας και της μητέρας μου. Έξω από την πόλη, σχεδόν απομονωμένο, διώροφο, με μια ξύλινη σοφίτα που χρησιμοποιούσα για αναγνωστήριο όταν δεν έκανε 10

ΟΣΑ ΧΩΡΑΕΙ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ καλό καιρό. Από το παράθυρό της έβλεπα στο βάθος αριστερά την πόλη, ενώ λίγα χιλιόμετρα μακριά, στα δεξιά, έβλεπα το φάρο, που μου κρατούσε συντροφιά όταν έπεφτε το σκοτάδι. Πόσες φορές δεν είχαμε συνομιλήσει... Εγώ του έλεγα τα δικά μου κι αυτός, αφού με άκουγε σιωπηλός για δέκα δευτερόλεπτα, μου έστελνε τρεις λευκές αναλαμπές, για να μου δείξει ότι συμφωνούσε. Όταν οι μέρες ήταν ζεστές, καθόμουν έξω, στη βεράντα. Μια μεγάλη βεράντα με μαρμάρινα κολονάκια και θέα στο πέλαγος. Αν στηριζόσουν στην κουπαστή κι έσκυβες, μπορούσες να δεις από κάτω τη θάλασσα. Τόσο κοντά, που αν άπλωνες το χέρι σου ίσως και να τα κατάφερνες να χαϊδέψεις τους αφρούς των μικρών κυμάτων που σμίλευαν τα ογκώδη βράχια πάνω στα οποία ήταν χτισμένο το σπίτι. Η βεράντα αυτή έγινε σύντομα η καλύτερή μου φίλη, αφού στην πραγματικότητα ήταν το μόνο μέρος όπου δεν ένιωθα ξένος. Κάποια στιγμή, όταν εξάντλησα πλέον τους κλασικούς συγγραφείς, έβαλα στη ζωή μου αληθινούς ανθρώπους, της ηλικίας μου, που μπορεί να μην είχαν κάνει το γύρο του κόσμου σε 80 ημέρες, μπορεί να μην ήξεραν ποιος ήταν ο Πιπ ή ο Ντόριαν Γκρέι, ήξεραν όμως ποδόσφαιρο, κρυφτό και κυνηγητό. Όταν μεγαλώσαμε λίγο ακόμα και η γονεϊκή άδεια κυκλοφορίας των ποδηλάτων μας κάλυπτε την απόσταση μέχρι το παραθαλάσσιο σπίτι, μαζευόμασταν στη βεράντα και καθόμασταν συζητώντας, παίζοντας και μεγαλώνοντας. Σιγά σιγά, όσο μεγαλώναμε, άρχισα να καταλαβαίνω ότι τα παιχνίδια που παίζαμε μικροί θα συνεχίζαμε να τα παίζουμε και μεγάλοι, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Έτσι, στο κρυφτό δεν ψάχναμε πλέον κρυψώνες για μας, αλλά για τα συναισθήματα και τις σκέψεις μας, 11

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΛΙΒΟΣ ενώ στο κυνηγητό δεν τρέχαμε για να μη μας πιάσουν, αλλά για να ξεφύγουμε από τον ίδιο μας τον εαυτό και τα προβλήματα. Τέτοια παιχνίδια θα παίζαμε μετέπειτα με τον Μιχάλη, τον Θάνο και τη Ναταλία. Ο Μιχάλης και ο Θάνος είχαν μεγαλώσει μαζί, αλλά εγώ τους είχα γνωρίσει στο τέλος του δημοτικού, όταν με άλλαξαν τμήμα και το καινούριο μου θρανίο γειτόνευε με το δικό τους. Κάθε πρωί απλώναμε τις συζητήσεις και τα πνιχτά μας γέλια σαν μπουγάδες μεταξύ των θρανίων μας, προσπαθώντας να τα κρύψουμε από το δάσκαλο που παραμόνευε σαν μπουγαδοκλέφτης. Η Ναταλία ήταν η Τζέιν Όστιν της παρέας. Την είχαμε υπό την προστασία μας, καθότι ήταν ένα χρόνο μικρότερη από μας, και αυτή σε αντάλλαγμα μας έδινε συμβουλές για τις κοπέλες. Ήταν αγοροκόριτσο, ένα αγρίμι που το ημέρευε μόνο ο χρόνος, αλλά ακόμα και σαν τίγρης είχε μέσα της κάτι από το νάζι της γάτας, γι αυτό και οι συμβουλές της αποδεικνύονταν πάντα σωστές. Κάπως έτσι θα συμβούλευε κι εμένα όταν θα έμπαινε στη ζωή μας η Έλλη, στα δεκαπέντε μου χρόνια. Ο μόνος που την ήξερε από πριν ήταν ο Θάνος, μια και οι γονείς τους ήταν οικογενειακοί φίλοι από το παρελθόν. Θα μετακόμιζαν στην πόλη μας λόγω της μετάθεσης του πατέρα της, που ήταν διευθυντής σε τράπεζα, και τελικά θα νοίκιαζαν το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου. Ήταν η πρώτη φορά που μου πέρασε από το μυαλό ότι τίποτα στη ζωή δεν είναι τυχαίο. Ήταν μια ψηλή και αδύνατη κοπέλα με μαύρα μαλλιά, ίσια και μακριά. Τα μάτια της ήταν επίσης μαύρα, ενώ το βλέμμα 12

ΟΣΑ ΧΩΡΑΕΙ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ξεχείλιζε από μέσα τους εκφραστικό και ανήσυχο. Κομψή και γοητευτική, φάνηκε να μου αρέσει από το πρώτο κιόλας βλέμμα που ανταλλάξαμε. «Ελάτε, πάμε να σας δείξω το διαμέρισμα», είπε η θεία μου και σηκώθηκε, αφού πρώτα τους είχε κεράσει καφέ και τα μπισκότα που είχε φτιάξει η Ναταλία. Την ακολουθήσαμε όλοι μέχρι τον πρώτο όροφο. Ξεκλείδωσε την εξώπορτα του διαμερίσματος και μπήκαμε σε ένα φωτεινό σπίτι που καμιά σχέση δεν είχε με τα υπόλοιπα «βρομερά διαμερίσματα της πόλης», όπως είπε και η μητέρα της Έλλης. Ανοίξαμε όλα τα παράθυρα και μια υπέροχη δροσιά κατέκλυσε το χώρο. Όσο οι δύο γυναίκες έβλεπαν το διαμέρισμα, εγώ με τη Ναταλία και την Έλλη καθόμασταν όρθιοι στο χολ του διαμερίσματος, προσπαθώντας να σπάσουμε τον πάγο, μέχρι που η φωνή της θείας μου διέκοψε τη συζήτηση που δεν είχε προλάβει να αρχίσει. «Ναταλία, σε παρακαλώ, πήγαινε επάνω να μου φέρεις τη μεζούρα». Η Ναταλία μάς κοίταξε και με ένα απολογητικό νεύμα «Με συγχωρείτε» βγήκε από το διαμέρισμα κι ανέβηκε τη σκάλα. Η Έλλη με κοίταξε αμήχανη. «Ήρθε η ώρα της μεζούρας...» Και όταν έδειξα ότι δεν κατάλαβα, συνέχισε: «Έχουμε ένα ψυγείο αρκετά μεγάλο και θέλει να βεβαιωθεί ότι χωράει στην κουζίνα. Δυο τρία άλλα σπίτια που κοιτάξαμε τα απέρριψε επειδή δεν υπήρχε αρκετός χώρος». Χαμογέλασα, και αφού δεν έβρισκα κάτι για να συνεχίσω τη συζήτηση, μείναμε κολλημένοι στο πικρόμελο της αμηχανίας. «Ο Θάνος μού έχει μιλήσει με τα καλύτερα λόγια για όλη 13

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΛΙΒΟΣ την παρέα, αλλά ειδικά εσένα σε έχει ξεχωρίσει. Νομίζω ότι, πέρα απ το ότι είστε φίλοι, σε θαυμάζει κιόλας». Χαμογέλασα, αλλά και πάλι δεν είπα τίποτα. Χιλιάδες σκέψεις για πράγματα που θα μπορούσα να πω περνούσαν από το μυαλό μου, αλλά καμιά δεν έπεφτε στο στόμα. Το πόσο μαμούχαλος φαινόμουν στα μάτια της εκείνη την ώρα είναι κάτι που απέφυγα να σκεφτώ τότε και αποφεύγω και τώρα. «Πάντως, ακόμα κι αν δεν πιάσουμε το διαμέρισμα, χρειάζομαι καινούριους φίλους τώρα που θα μετακομίσουμε εδώ, οπότε μάλλον θα τα λέμε συχνά». Δεν ήξερα αν περίμενε απάντηση, αλλά ούτε τότε της έκανα τη χάρη. Το μόνο που πήρε ήταν μερικές κλεφτές ματιές και δυο αμήχανα χαμόγελα. Ήμουν γενναιόδωρος, τρομάρα μου. Ευτυχώς, σύντομα φάνηκε ξανά η Ναταλία. Μας προσπέρασε γρήγορα, με τη μεζούρα στα χέρια, και επέστρεψε ύστερα από δύο λεπτά με τα ευχάριστα νέα. «Απ ό,τι κατάλαβα, μάλλον θα το νοικιάσετε το διαμέρισμα». «Θα χωράει το ψυγείο, φαίνεται», αστειεύτηκε η Έλλη και χαμογέλασε. Ανταποκρίθηκα στο αστείο της, αλλά η Ναταλία μάς κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει, μέχρι που της εξήγησα. Όταν το ψυγείο έφτασε στο διαμέρισμα, όλοι εκπλαγήκαμε. Ήταν πραγματικά πολύ μεγάλο, μια ντουλάπα με ψυκτικό μηχανισμό. Ήταν το δώρο του θείου της Έλλης για το γάμο των γονιών της. Δεκάξι χρονών ψυγείο, αλλά δούλευε σαν καινούριο, και αφού χωρούσε τα ψώνια ενός ολόκληρου μήνα, είχε γίνει κι αυτό μέλος της οικογένειας. Δεν τους έκανε καρδιά να το αποχωριστούν. Για να διαπιστώσουμε πόσο μεγάλο ήταν, μπήκαμε οι ίδιοι 14

ΟΣΑ ΧΩΡΑΕΙ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ μέσα ένας ένας, εκτός από τον Θάνο, ο οποίος μάλλον φοβόταν, αλλά περίτεχνα δικαιολογήθηκε πως ήμασταν αρκετά μεγάλοι για τέτοιες βλακείες. Με τη σιγουριά που μου δίνει τώρα ο χρόνος, μπορώ να πω ότι σ εκείνο το ψυγείο οφείλω όλη την πορεία της ζωής μου... Αν δεν είχε χωρέσει εκείνο στην κουζίνα, δε θα είχε χωρέσει και η Έλλη στη ζωή μου. Καθώς περνούσαν οι μέρες, καταλάβαινα ότι την είχα πατήσει άσχημα με εκείνη την κοπέλα. Πρώτη φορά που ένιωθα κάτι τέτοιο, ήμουν και μπουνταλάς από τη φύση μου, ήταν κι αυτή ερωτεύσιμη, δεν ήθελε πολύ το πράγμα. Όταν γνώρισε τον Μιχάλη, άρχισα να ζηλεύω. Ήξερα ότι ο Μιχάλης είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο με τις κοπέλες, ενώ εγώ, όσα κι αν μου είχε πει ο Ντίκενς για την Εστέλα ή η Τζέιν Όστιν για την Ελίζαμπεθ, δεν ένιωθα αρκετά δυνατός στη διεκδίκηση του κάστρου της Έλλης. Κι έτσι, γεννημένος ηττοπαθής, παραιτήθηκα εξαρχής. Την πρώτη φορά που βρεθήκαμε όλοι μαζί στο παραθαλάσσιο σπίτι, ενώ αυτός προσφέρθηκε αυθαίρετα να την ξεναγήσει, εγώ κάθισα άπραγος, αντιμέτωπος με το απορημένο της βλέμμα. Ανακατεύτηκε η ζήλια με την ντροπή, έριξε και η δειλία μερικές σταγόνες στο μείγμα, και όσο κι αν έγινε πικρό, εγώ το ήπια. Αυτό που ναι να ρθει θε να ρθει, αλλιώς θα προσπεράσει, πίστευα. Και πρόκοψα. Ευτυχώς, την έβλεπα αρκετά συχνά, αφού πολλές φορές ανέβαινε στο σπίτι μας και καθόταν με τη Ναταλία στο δωμάτιό της. Ενώ αυτές τα λέγανε σαν δυο καλές φίλες, εγώ, έχοντας ήδη 15

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΛΙΒΟΣ ακούσει τη φωνή της, χτυπούσα την πόρτα και δήθεν ξαφνιαζόμουν που δεν έβρισκα την ξαδέρφη μου μόνη της. Τις περισσότερες φορές με καλούσαν να καθίσω μαζί τους. Σχεδόν πάντα το έκανα, αλλά κάπου κάπου, για να κρατήσω χαρακτήρα, προσποιούμουν πως τάχα είχα δουλειά. Κάπως έτσι αρχίσαμε να γνωριζόμαστε καλύτερα με την Έλλη και περίπου τότε άρχισα να παρατηρώ ότι τα βλέμματά μας διασταυρώνονταν συχνά. Στεκόμουν μπροστά από το γραφείο του υπευθύνου δανεισμού της βιβλιοθήκης. Του είχα δώσει το βιβλίο που επέστρεφα μαζί με τη δανειστική μου κάρτα και αυτός, χωρίς να πει οτιδήποτε, άνοιξε το βιβλίο με τις καταχωρίσεις των δανεισμών και άρχισε να ψάχνει. Καθώς τον κοιτούσα, αισθάνθηκα την ανάγκη να γελάσω, ανάγκη που ένιωθα κάθε φορά που παρατηρούσα τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε αυτός ο άνθρωπος. Οι κινήσεις του ήταν αργές, βασανιστικά αργές, σαν να ήθελε όπως όπως να γεμίσει τις κενές ώρες που περνούσε εκεί μέσα. Δεν πήγαινε κατευθείαν στην ημερομηνία που έγραφε η κάρτα δανεισμού. Ξεκινούσε με τις καταχωρίσεις των δεκαπέντε προηγούμενων ημερών και κατέβαινε μια γραμμή το λεπτό, μέχρι να φτάσει στη σωστή ημερομηνία. Μετά άνοιγε το συρτάρι του, έβγαζε ένα στιλό, σημείωνε αργά αργά αυτά που έπρεπε, έβαζε πάλι το στιλό στο συρτάρι, το έκλεινε, ξανακοιτούσε όσα είχε γράψει, μήπως έβρισκε κανένα φοβερό λάθος, και μόλις επιβεβαίωνε ότι είχε αποτρέψει σαν υπερήρωας την καταστροφή του κόσμου, μου έδινε πίσω την κάρτα. Με δυσκολία συγκράτησα τα γέλια μου όταν με κοίταξε μέ- 16

ΟΣΑ ΧΩΡΑΕΙ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ σα από τα χοντρά γυαλιά μυωπίας και ανοιγόκλεισε τα μάτια του που έμοιαζαν έτοιμα να αυτονομηθούν. «Είμαστε εντάξει». Εγώ ναι, αλλά για σας δεν ορκίζομαι, σκέφτηκα να του πω. Πήρα πίσω την κάρτα και προχώρησα προς τις τεράστιες βιβλιοθήκες σε αναζήτηση κάποιου άλλου βιβλίου, παρόλο που γνώριζα εκ των προτέρων ότι η νέα καταχώριση για δανεισμό ήταν ακόμα πιο χρονοβόρα, αφού έπρεπε να γράψει και τον τίτλο του βιβλίου και το όνομα του δανειστή. Πήγα πρώτα στο τμήμα της κλασικής λογοτεχνίας, πέρασα στα ιστορικά μυθιστορήματα, μέχρι που έφτασα στις πιο πρόσφατες εκδόσεις. Καθώς ξεφύλλιζα το μοναδικό βιβλίο που μου είχε φανεί ενδιαφέρον, άκουσα μια φωνή να μου ψιθυρίζει: «Μήπως μπορώ να σας βοηθήσω σε κάτι;» Η Έλλη με κοιτούσε χαμογελαστή. «Έλλη!» αναφώνησα. «Πώς από δω;» «Ε, αφού δεν κάνω τίποτα όλη μέρα μέχρι να αρχίσουν τα σχολεία, σκέφτηκα να έρθω να πάρω κανένα βιβλίο», μου απάντησε χαμηλόφωνα. Κοίταξα τον τίτλο του βιβλίου που κρατούσε στα χέρια της. Στην αγκαλιά του ορίζοντα. Τ όνομα του συγγραφέα μού ήταν άγνωστο. «Έχεις ακούσει αν είναι καλό;» τη ρώτησα. «Όχι, αλλά μ αρέσει ο τίτλος του». «Χμ, να μην τους εμπιστεύεσαι τους ωραίους τίτλους. Γι αυτό τους βάζουν, για να σε δελεάζουν. Το ίδιο και τα ωραία εξώφυλλα». «Δηλαδή έπεσα σε παγίδα;» «Πολύ πιθανό». 17

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΛΙΒΟΣ Η Έλλη από τη μια χαμογελούσε και από την άλλη κοιτούσε το βιβλίο, σαν να αναρωτιόταν τι έπρεπε να κάνει. Τελικά, αποφάσισε να το πάρει. «Πού να τρέχω τώρα πίσω στο ράφι που το πήρα... Δε θυμάμαι και πού είναι...» «Καλά, μόλις γνωρίσεις αυτόν που δουλεύει εδώ θα μετανιώσεις που δε γύρισες πίσω». «Γιατί;» Δεν της είπα τίποτα παραπάνω. Την οδήγησα απλώς στον υπεύθυνο δανεισμού. Αφού συμπλήρωσε την κάρτα με τα στοιχεία της, της την έδωσε κι εκείνη του την έδωσε πίσω, μαζί με το βιβλίο. Αυτός σήκωσε το βλέμμα του, το έσυρε μέχρι την Έλλη, ξεκρέμασε το χέρι του, έπιασε το βιβλίο καταχωρίσεων των δανεισμών, το άνοιξε, πέρασε μία μία τις σελίδες μέχρι να φτάσει στη σωστή, άνοιξε το συρτάρι, πήρε το στιλό του και άρχισε να γράφει. Έβαλε το στιλό πίσω στο συρτάρι, έκλεισε το συρτάρι, πήρε το βιβλίο, το έτεινε στην Έλλη και με βασάνισε άλλη μια φορά κοιτάζοντάς με με τα μεγάλα μάτια της μύγας που είχε. «Εσείς θα πάρετε κάποιο άλλο βιβλίο;» με ρώτησε. «Μπα, με έχουν καλέσει σ ένα τραπέζι το βράδυ και δε θέλω να το χάσω...» απάντησα σίγουρος ότι δε θα καταλάβαινε την ειρωνεία μου. «Δεκαπέντε μέρες μπορείτε να το κρατήσετε το βιβλίο». «Ναι, το ξέρω. Δεν πειράζει, άλλη φορά. Γεια σας», απάντησα και άρχισα με την Έλλη να τρέχω βιαστικά προς την έξοδο. Μόλις βγήκαμε έξω, ξεσπάσαμε σε γέλια. Συμφωνήσαμε να πηγαίνουμε να δανειζόμαστε τακτικά δυο τρία βιβλία, κι ας μην είχαμε σκοπό να τα διαβάσουμε, μόνο και μόνο για να απολαμβάνουμε το κωμικό μονόπρακτο αυτού του ανθρώπου. 18