ΧΛΩΡΙΔΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΚΛΩΚΟΣ



Σχετικά έγγραφα
Για να περιγράψουμε την ατμοσφαιρική κατάσταση, χρησιμοποιούμε τις έννοιες: ΚΑΙΡΟΣ. και ΚΛΙΜΑ

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΚΛΙΜΑΤΙΚΩΝ ΔΕΙΚΤΩΝ ΜΑΚΡΑΣ ΚΛΙΜΑΚΑΣ ΚΑΙ ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΞΗΡΑΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΦΥΣΙΚΗ -ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΓΕΩΡΓΙΑ

4. γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο

γεωγραφικό γλωσσάρι για την πέμπτη τάξη (από το βιβλίο «Μαθαίνω την Ελλάδα» του ΟΕΔΒ)

ΜΑΘΗΜΑ 1 ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑ Να γνωρίζεις τις έννοιες γεωγραφικό πλάτος, γεωγραφικό μήκος και πως αυτές εκφράζονται

2. Τι ονομάζομε μετεωρολογικά φαινόμενα, μετεωρολογικά στοιχεία, κλιματολογικά στοιχεία αναφέρατε παραδείγματα.

Θέμα μας το κλίμα. Και οι παράγοντες που το επηρεάζουν.

Ταξιδεύοντας στην ηπειρωτική Ελλάδα. Τάξη Φύλλο Εργασίας 1 Μάθημα Ε Δημοτικού Διαιρώντας την Ελλάδα σε διαμερίσματα και περιφέρειες Γεωγραφία

Το κλίμα της Ελλάδος. Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία Σ ε λ ί δ α 1

Πως επηρεάζεται το μικρόκλιμα μιας περιοχής από την τοπογραφία (πειραματική έρευνα) Ομάδα Μαθητών: Συντονιστής καθηγητής: Λύκειο Αγίου Αντωνίου

ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΤΑΞΙΝΟΝΗΣΗ ΕΛΛΑΔΑΣ

Κλιματική αλλαγή και συνέπειες στον αγροτικό τομέα

ΤΕΙ Καβάλας, Τμήμα Δασοπονίας και Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος Μάθημα Μετεωρολογίας-Κλιματολογίας Υπεύθυνη : Δρ Μάρθα Λαζαρίδου Αθανασιάδου

ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Αθανασίου Έκτωρ, Ζαμπέτογλου Αθανάσιος, Μπογκντάνι Φίντο, Πάνος Δημήτριος, Παπαλεξίου Ευαγγελία Μαθητές Α Λυκείου, Αριστοτέλειο Κολλέγιο

ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΤΑ KOPPEN Το κλίμα μιας γεωγραφικής περιοχής διαμορφώνεται κατά κύριο λόγο από τους 3 παρακάτω παράγοντες: 1) το

«Οι επιπτώσεις της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής στο περιβάλλον, την κοινωνία και την οικονομία της Ελλάδος»

Oι Κατηγορίες Κλιμάτων :

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΟ ΚΛΙΜΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ & Κλίµα / Χλωρίδα / Πανίδα της Κύπρου

1. Τα αέρια θερµοκηπίου στην ατµόσφαιρα είναι 2. Η ποσότητα της ηλιακής ακτινοβολίας στο εξωτερικό όριο της ατµόσφαιρας Ra σε ένα τόπο εξαρτάται:

Εξάτμιση και Διαπνοή

Άσκηση 3: Εξατμισοδιαπνοή

ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΚΑΙΡΙΚΑ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΤΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΤΑ ΤΟ 2018

2. ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΝΕΟΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

μελετά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και με το περιβάλλον τους

Περιβαλλοντικά Συστήματα

ΓΕΝΙΚΗ ΚΛΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑ - ΚΛΙΜΑ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ και ΚΛΙΜΑ ΕΛΛΑ ΟΣ


Τ Ε Χ Ν Ο Λ Ο Γ Ι Α Κ Λ Ι Μ Α Τ Ι Σ Μ Ο Υ ( Ε ) - Φ Ο Ρ Τ Ι Α 1

Ι ΑΚΤΙΚΟ ΣΕΝΑΡΙΟ: Ας γνωρίσουμε τη γεωγραφία της Ελλάδας

ENOTHTA 1: ΧΑΡΤΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

''Σεπτέμβριος 2015: οι ακραίες μέγιστες θερμοκρασίες στο 1ο δεκαήμερο και κλιματολογικά στοιχεία του μήνα''

Μετεωρολογία Κλιματολογία (ΘΕΩΡΙΑ):

Το πολύ ζεστό ή κρύο είναι ασυνήθιστο κατά τη διάρκεια του Μαΐου, αλλά μπορεί να συμβεί σπάνια.

ΑΣΚΗΣΗ 6 ΒΡΟΧΗ. 1. Βροχομετρικές παράμετροι. 2. Ημερήσια πορεία της βροχής

Εξωγενείς. παράγοντες ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗ

Η Αφρική είναι η τρίτη σε μέγεθος ήπειρος του πλανήτη μας, μετά την Ασία και την Αμερική. Η έκτασή της είναι, χωρίς τα νησιά, 29,2 εκατομμύρια τετρ. χ

Ακραία Κλιματικά Φαινόμενα και Κλιματική Αλλαγή: Η περίπτωση της Ελλάδας

Ευρωπαϊκά Γεωπάρκα. Αγγελική Καμπάνη Βασιλική Καμπάνη Μαρία Καλέλλη Δέσποινα Πάνου

ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΚΛΙΜΑΤΩΝ σκοπό έχει

Φύλλο Εργασίας 1: Μετρήσεις μήκους Η μέση τιμή

Περιβαλλοντική Ομάδα Β και Γ τάξης 1 ου Γυμνασίου Ραφήνας και Μαθητική Διαστημική Ομάδα Ραφήνας Μάρτιος 2019

Γεωλογία - Γεωγραφία Β Γυμνασίου ΦΥΛΛΑΔΙΟ ΑΣΚΗΣΕΩΝ. Τ μαθητ : Σχολικό Έτος:

Η ΣΤΑΘΜΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΧΘΕΣ, ΣΗΜΕΡΑ, ΑΥΡΙΟ

ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΑ - ΚΛΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑ 10. ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΚΛΙΜΑΤΩΝ

Εξελικτική πορεία της ελληνικής χλωρίδας παράδειγμα τα νησιά του Αιγαίου

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ: Ιανουάριος 2017 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ. Πειραιάς, 6 Απριλίου 2017

Kεφάλαιο 10 ο (σελ ) Οι κλιµατικές ζώνες της Γης

Εκτίμηση της μεταβολής των τιμών μετεωρολογικών παραμέτρων σε δασικά οικοσυστήματα στην Ελλάδα

ΜΕΛΕΤΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ Υ ΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΥ ΤΕΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΧΕΙΜΑΡΟΥ ΙΑΚΟΝΙΑΡΗ

ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΕΔΑΦΟΚΛΙΜΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΣΤΗΝ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ ΑΜΠΕΛΟΥ

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Χλωρίδα και Πανίδα

Η ΕΠΟΧΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΤΗΣ ΔΙΑΣΤΑΣΗ

ΟΙΚΟΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟΣ Ο ΗΓΟΣ ΥΓΡΟΤΟΠΩΝ ΚΡΗΤΗΣ

ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΘΕΜΑΤΑ. ήταν ο κάθε ένας από αυτούς και σε ποιον από αυτούς σχηματίστηκε η Ελλάδα;

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ: Σεπτέμβριος 2016 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ. Πειραιάς, 8 Δεκεμβρίου 2016

Νεοφυτικός αιώνας (περίοδος των Αγγειοσπέρμων)

Ο ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΜΟΥ

Κωνσταντίνος Στεφανίδης

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΦΥΤΟΓΕΩΓΡΑΦΙΑ

Α.1.1.α.6 ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΛΟΙΠΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΜΕΓΕΘΗ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ

ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ (ΛΑΚΜΟΣ)

ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΙΚΑ ΑΠΟΒΛΗΜΑΤΑ

ΟΑΕΔ ΕΚΘΕΣΗ Α ΕΞΑΜΗΝΟΥ 2017 ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΚΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΕΓΓΕΓΡΑΜΜΕΝΩΝ ΑΝΕΡΓΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ

ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ ΕΧΘΡΩΝ - ΑΣΘΕΝΕΙΩΝ ΤΟΥ ΑΜΠΕΛΙΟΥ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ ΤΗΝ ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ 2017 (Συνοπτική περιγραφή) Πληροφορίες: Νικόλαος Ι.

Τεχνική αναφορά για τη νήσο Κρήτη 1. Γεωλογικό Υπόβαθρο Σχήμα 1.

ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΚΛΙΜΑΤΙΚΩΝ ΑΛΛΑΓΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΝΑΞΟΥ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ: Ιούλιος 2018 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ. Πειραιάς, 11 Οκτωβρίου 2018

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΛΙΒΑΔΙΩΝ II

Τεχνική Υδρολογία (Ασκήσεις)

Υγρασία Θερμοκρασία Άνεμος Ηλιακή Ακτινοβολία. Κατακρημνίσματα

Στρωματογραφία-Ιστορική γεωλογία. Ιστορική γεωλογία Δρ. Ηλιόπουλος Γεώργιος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας

Εργαστήριο. Κλιματικά στοιχεία σε Γεωλογικές/Περιβαλλοντικές Μελέτες

ΟΑΕΔ ΕΚΘΕΣΗ Α ΕΞΑΜΗΝΟΥ 2018 ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΚΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΕΓΓΕΓΡΑΜΜΕΝΩΝ ΑΝΕΡΓΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΥΝΑΜΙΚΟΥ

ΥΔΑΤΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ Β. ΤΣΙΟΥΜΑΣ - Β. ΖΟΡΑΠΑΣ ΥΔΡΟΓΕΩΛΟΓΟΙ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ: Σεπτέμβριος 2017 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ. Πειραιάς, 7 Δεκεμβρίου 2017

Κ ι λ µα µ τι τ κές έ Α λλ λ α λ γές Επι π πτ π ώ τ σει ε ς στη τ β ιοπο π ικιλό λ τη τ τα τ κ αι τ η τ ν ν ά γρια ζ ωή

Ομιλία του καθηγητού Χρήστου Σ. Ζερεφού, ακαδημαϊκού Συντονιστού της ΕΜΕΚΑ

4.1 Εισαγωγή. Μετεωρολογικός κλωβός

ΜΑΘΗΜΑ 16 ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΔΙΑΔΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ Υ ΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΑ ΑΣΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

Τα Βουνά του Φεγγαριού

ΦΥΣΙΚΗ ΤΗΣ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΑΝΑΛΥΣΗ ΙΣΧΥΡΩΝ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΕΩΝ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ ΚΑΤΑ ΤΥΠΟ ΚΑΙΡΟΥ

Ανοικτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Ιονίων Νήσων Τμήμα Τεχνολόγων Περιβάλλοντος Κατεύθυνση Τεχνολογιών Φυσικού Περιβάλλοντος. ΜΑΘΗΜΑ: Γενική Οικολογία

ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ. Φύλλο εργασίας 1 Το φυσικό περιβάλλον της Αφρικής. Ονοματεπώνυμο Τάξη... Ημερομηνία.

Βγήκαν τα Μερομήνια Δείτε τι καιρό θα έχουμε τον ερχόμενο χειμώνα

2. Περιγράφουμε τα στοιχεία του καιρού, σαν να είμαστε μετεωρολόγοι.

Μελέτη για την Ένταση και τη Διεύθυνση των Ανέμων στη Θαλάσσια Περιοχή της Μεσογείου.

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ: Μάιος 2017 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ. Πειραιάς, 10 Αυγούστου 2017

Όταν τα υδροσταγονίδια ή παγοκρύσταλλοι ενός νέφους, ενώνονται μεταξύ τους ή μεγαλώνουν, τότε σχηματίζουν μεγαλύτερες υδροσταγόνες με βάρος που

«Η ΠΟΙΚΙΛΙΑΚΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ»

1. Το φαινόµενο El Niño

ΚΛΙΜΑ. ιαµόρφωση των κλιµατικών συνθηκών

«Κλιματική ή Αλλαγή: Δείκτες και Γεγονότα»

γεωγραφικό γλωσσάρι για την έκτη τάξη (από το βιβλίο «Μαθαίνω για τη γη» του ΟΕΔΒ)

Α1.5 «Aνακρίνοντας» τους χάρτες

2. ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ Υ ΡΟΣΦΑΙΡΑΣ

Transcript:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΦΥΤΩΝ ΧΛΩΡΙΔΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΚΛΩΚΟΣ Διπλωματική εργασία του Αγαπάκη Σωτήρη Α.Μ. 2928 Επιβλέπων καθηγητής: Ιατρού Γρηγόριος

Τριμελής επιτροπή Τριμελής επιτροπή Επιβλέπων Μέλος 1 Μέλος 2 Ιατρού Γρηγόριος Τζανουδάκης Δημήτρης Λιβανίου-Τηνιακού Αργυρώ Καθηγητής Καθηγητής Επ. καθηγήτρια

Αντί προλόγου Με την ολοκλήρωση της διπλωματικής μου εργασίας αισθάνομαι την ανάγκη να ευχαριστήσω όλους εκείνους που με βοήθησαν στην διεκπεραίωση της. Αρχικά θα ήθελα να ευχαριστήσω τον επιβλέποντα καθηγητή μου, κύριο Γρηγόρη Ιατρού για τη δυνατότητα που μου έδωσε να ασχοληθώ με ένα θέμα που μου προκαλούσε από την αρχή και ακόμα μου προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς και για την βοήθεια που μου παρείχε όποτε κι αν την χρειαζόμουν. Επίσης πρέπει να ευχαριστήσω και τα υπόλοιπα μέλη της τριμελούς μου επιτροπής, τον Καθηγητή κύριο Δημήτρη Τζανουδάκη, καθώς και την Επίκουρη Καθηγήτρια κυρία Αργυρώ Λιβανίου-Τηνιακού για την πολύτιμη βοήθεια που μου παρείχαν. Επιπλέον θα ήθελα να ευχαριστήσω την οικογένεια μου που από την πρώτη στιγμή και για κάθε στιγμή βρίσκονταν στο πλευρό μου κατά τη διάρκεια της εργασίας αυτής, με στήριξε τόσο ψυχολογικά όσο και οικονομικά σε μια δύσκολη εποχή τόσο για την κοινωνία μας όσο και για την ίδια. Ακόμα ευχαριστώ θερμά την υποψήφια διδάκτορα Παπανικολάου Ιωάννα που χωρίς την συμβολή της η ολοκλήρωση της εργασίας αυτής θα ήταν πραγματικά αδύνατη, παρέχοντας μου βοήθεια τόσο στο ερευνητικό κομμάτι της εργασίας όσο και στις συλλογές που πραγματοποιήθηκαν. Επίσης τις μεταπτυχιακές φοιτήτριες Τσακίρη Μαρία και Βαλή Άννα -Θαλασσινή, που όποτε χρειάστηκα την βοήθεια τους έτρεξαν στο πλευρό μου. Τέλος τους φίλους μου Βαλμά Αλέξανδρο, Ξενάκη Θοδωρή, Ξενάκη Αλέξανδρο, Σπανό Νίκο, Κυριαζή Μελίνα, Αδαμόπουλο Γρηγόρη, που ήρθαν μαζί μου για να με βοηθήσουν σε ένα αντικείμενο το οποίο τους ήταν άγνωστο, ωστόσο ήταν εκεί δίπλα μου, σκαρφαλώνοντας πλαγιές κάποιες φορές επιτυχώς, κάποιες όχι, προσπαθώντας να με βοηθήσουν όσο καλύτερα μπορούσαν, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα τις πιθανές δικές τους υποχρεώσεις. Επίσης τον Φράγκο Στάθη που ανέφερε έγκαιρα πως ήταν αλλεργικός στην γύρη και γλυτώσαμε από επιπλέον τρέξιμο.

Πίνακας περιεχομένων 1.Εισαγωγή... 6 1.1Γεωγραφία περιοχής... 7 1.2 Ιστορικά στοιχεία... 8 2.Αβιοτικό περιβάλλον... 11 2.1 Παλαιογεωγραφικά στοιχεία... 11 2.2 Γεωλογικά στοιχεία... 15 2.3 Κλιματικά και Βιοκλιματικά στοιχεία... 20 2.3.1 Γενικά... 20 2.3.2 Βροχόπτωση... 22 2.3.3 Θερμοκρασία του αέρα... 26 2.3.4 Σχετική υγρασία αέρα... 29 2.3.5 Άνεμοι... 30 2.3.6 Βιοκλιματικά στοιχεία... 32 3.Χλωρίδα... 37 3.1 Υλικά και μέθοδοι... 37 3.2 Ταξινομικός προσδιορισμός δειγμάτων... 46 3.2.1 Προσδιορισμός βιομορφών και διάκριση χωρολογικών στοιχείων... 47 3.3 Αποτελέσματα... 51 3.3.1 Συντομογραφίες και σύμβολα που χρησιμοποιήθηκαν... 51 3.3.2 Χλωριδικός κατάλαγος... 52 3.4 Xλωριδική ανάλυση... 66 3.4.1 Βιολογικό φάσμα... 69 3.4.2 Χωρολογικό φάσμα... 71 3.4.3 Η χλωρίδα στις περιοχές συλλογής... 73 4.Ενδημισμός... 81 4.1. Γενικά... 81 4.2. Η κατανομή των ενδημικών taxa στα φυτογεωγραφικά διαμερίσματα της Ελλάδας 83 4.3 Η κατανομή των ενδημικών taxa στις διάφορες περιοχές συλλογής... 85 4.4 Ενδημικά φυτά της Πελοποννήσου με ιδιαίτερο ενδιαφέρον... 87 5.Σύγκριση με άλλες περιοχές... 91 5.1. Εισαγωγή... 91

5.2 Χλωριδικός πλούτος... 92 5.3 Χλωριδική σύνθεση... 93 5.4 Βιολογικά και χωρολογικά φάσματα... 94 5.5 Ενδημισμός... 94 6. ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ... 95 6.1 Χλωριδικός πλούτος... 95 6.2 Χλωριδική σύνθεση... 96 6.3 Βιολογικό φάσμα... 96 6.4 Χωρολογικό φάσμα... 97 6.5 Η χλωρίδα σε περιοχές δειγματοληψίας... 97 6.6 Ανθρώπινες δραστηριότητες και χλωρίδα... 98 6.7 Προτάσεις... 99 7.Βιβλιογραφία... 101 7.1 Βιβλιογραφία στην ελληνική γλώσσα... 101 7.2 Ξενόγλωσση βιβλιογραφία... 103

1.Εισαγωγή Η ελληνική χλωρίδα είναι πλούσια και μάλιστα αρκετά, με τον κατάλογο των ειδών που την αποτελούν να αυξάνεται συνεχώς σε αριθμό, όσο περνάει ο καιρός και η χώρα μας ερευνάται καλύτερα και πιο συστηματικά. Το πιο σημαντικό στοιχείο όμως της εν λόγω χλωρίδας δεν είναι ο πλούτος της, αλλά το ιδιαίτερα μεγάλο ποσοστό ενδημικών ειδών που παρουσιάζει, ειδών δηλαδή που υπάρχουν μόνο στον ελλαδικό χώρο και δεν υπάρχουν πουθενά αλλού στη γη. Μια από τις περιοχές του ελλαδικού χώρου που έχουν μελετηθεί αρκετά καλά στο μεγαλύτερο μέρος της είναι η Πελοπόννησος. Ο χλωριδικός πλούτος της είναι αδιαμφισβήτητος και γενικά αποδεκτός μεταξύ των επιστημόνων αυτής της χώρας. Παρουσιάζει υψηλό ποσοστό ενδημισμού (Ιατρού, 1986), ωστόσο κάποιες περιοχές της δεν έχουν μελετηθεί στο παρελθόν τόσο καλά όσο κάποιοι από τους μεγάλους ορεινούς της όγκους, όπως η Κυλλήνη (Δημόπουλος, 1993) ή ο Ερύμανθος (Μαρούλης, 2003). Προφανώς η μελέτη του συνόλου των περιοχών της Πελοποννήσου καθώς και ολόκληρου του ελλαδικού χώρου παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες, ωστόσο είναι πολύ σημαντική για τον σχηματισμό μιας πιο ολοκληρωμένης εικόνας για την χλωρίδα μας, που θα είχε πολλές και ποικίλες επιδράσεις τόσο στην ζωή μας όσο και στην ίδια. Μια από τις περιοχές που δεν έχουν μελετηθεί αρκετά, είναι και το όρος Κλωκός. Η περιοχή του όρους αποτελεί τόπο κοινοτικής σημασίας (GR2320005) του ευρωπαϊκού δικτύου προστατευόμενων περιοχών Φύση (NATURA) 2000. Αυτή ήταν λοιπόν η αφορμή που οδήγησε στην εν λόγω εργασία καθώς και ο σκοπός της: η όσο το δυνατόν καλύτερη καταγραφή των ειδών της χλωρίδας της περιοχής και η αξιολόγηση της. Μέσα από αυτήν την διπλωματική εργασία δε, θα φανούν και οι συνέπειες που προκαλούνται από τις πυρκαγιές (2007) και γενικότερα από τις φυσικές καταστροφές.

1.1Γεωγραφία της περιοχής μελέτης Χιλιάδες περνούν από την περιοχή της Αχαΐας μέσω της εθνικής οδού προκειμένου να φτάσουν στον προορισμό τους, αλλά λίγοι γνωρίζουν πραγματικά τη συγκεκριμένη περιοχή. Ανάμεσα λοιπόν στο Χελμό και το Παναχαϊκό, περίπου 20 χιλιόμετρα νότια του Αιγίου, στην περιοχή της Αιγιαλείας, απλώνεται μια εκτεταμένη ορεινή περιοχή, που ορίζεται από τις ροές των ποταμών Βουραικού και Σελινούντα (Εικ. 1.1.2). Η ορεινή αυτή περιοχή χωρίζεται σε επιμέρους βουνά και κορυφές. Ένα από αυτά είναι και ο Κλωκός, με υψόμετρο 1777 μέτρα. Ο Κλωκός χωρίζεται από τις γειτονικές του περιοχές με την παρουσία των ποταμών που λειτουργούν ως σύνορα και που μας είναι γνωστοί από περιγραφές του Παυσανία, τον Κερυνίτη στα ανατολικά και τον Σελινούντα στα δυτικά. Εικόνα 1.1.1 Χάρτης της περιοχής μελέτης

Η περιοχή των ορέων Κλωκός και Μπαρμπάς, καθώς και του ποταμού Σελινούντα, που είναι γνωστή στους φυσιολάτρες, καταλαμβάνει μια τεράστια έκταση που αριθμεί 117.388 στρέμματα γης. Στην περιοχή αυτή αναγνωρίζονται αρκετά μικρά χωριά και οικισμοί. Τα κυριότερα χωριά της περιοχής αυτής, μεταξύ άλλων είναι, ο Σελινούντας στην αρχή της περιοχής, η Αχλαδιά,το Πυργάκι, οι Πετσάκοι, το Άνω Μαυρίκι, ο Άγιος Παντελεήμων και φυσικά η Πτέρη (Εικ. 1.1.1). Στην περιοχή αυτή παρατηρούνται με ευκολία λόγω της έντασής τους τόσο η κτηνοτροφία όσο και η γεωργία. Εικόνα 1.1.2 Χάρτης των ορεινών όγκων του νομού Αχαΐας 1.2 Ιστορικά στοιχεία Η περιοχή κατοικείται εδώ και πολλούς αιώνες, ενώ η πρώτη καταγραφή του οικισμού της Φτέρης εντοπίζεται στο Ενετικό κτηματολόγιο του 1700 όταν η ευρύτερη περιοχή αριθμούσε 262 κατοίκους. Στη συνέχεια ο πληθυσμός της περιοχής φαίνεται να αυξάνεται ενώ βάσει της απογραφής πληθυσμού του 2001 οι κάτοικοι της περιοχής είναι περίπου 618. Η Φτέρη είναι κυρίως γνωστή για την εκκλησία της Παναγίας της Κλωκοβίτισσας, που βρίσκεται κοντά στην κορυφή. Οι Πετσάκοι αντίστοιχα, λόγω της μεγαλοπρεπούς, πετροπελεκημένης εκκλησίας του Αγίου Νικολάου την οποία στολίζουν εξαιρετικές αγιογραφίες, φιλοτεχνημένες από Ρώσους αγιογράφους.

Εικόνα 1.2.1 Εκκλησία πάνω από τον οικισμό της Φτέρης Μια από τις πιο ιστορικές στιγμές του Ελληνισμού φαίνεται να βρίσκει την αρχή της στην περιοχή καθώς φαίνεται πως ο ήρωας της επανάστασης του 1821 Παπαφλέσσας οργάνωσε σύσκεψη με τους πρόκριτους του Αιγίου στον ναό του Αγίου Γεωργίου της Φτέρης, όπου λήφθηκε η απόφαση για την έναρξη της επανάστασης(εικ. 1.2.1). Η περιοχή αυτή βίωσε έντονα την επανάσταση του 1821, ενώ ο οικισμός της Φτέρης πυρπολήθηκε και καταστράφηκε ολοσχερώς το ίδιο έτος από τον Μουσταφάμπεη. Αυτή δεν ήτανε και η μόνη φορά όμως, καθώς ακολούθησε καταστροφή το έτος 1862 με τους κατοίκους να προσπαθούν να επιβιώσουν δημιουργώντας εκτάσεις διαθέσιμες προς καλλιέργεια, αποψιλώνοντας μαζικά τα δάση.δάση και οικισμός αποκαταστάθηκαν μετά το 1904, ύστερα από πρωτοβουλίες του φιλοδασικού συλλόγου Φτέρης. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του Β Παγκοσμίου πολέμου, το χωριό καταστρέφεται πάλι από Γερμανικά και Ιταλικά στρατεύματα το 1942, ενώ αυτή τη φορά οι προσπάθειες αναδόμησης συμβαίνουν σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα και ακολουθούν χρονικά την κατασκευή του δρόμου που πραγματοποιήθηκε το 1950 και συνέδεσε την περιοχή με την πόλη του Αιγίου.Τα πάθη της συγκεκριμένης περιοχής όμως δεν τελειώνουν εδώ, καθώς οικισμοί μερικά και δάση μαζικά καταστρέφονται στις μεγάλες φωτιές της Πελοποννήσου του 2007(Εικ. 1.1.2 και 1.1.3 ). Αυτή τη φορά δεν ευθύνεται κανένας κατακτητής, παρά μόνο η ανετοιμότητα των αρχών προστασίας, με την εικόνα που παρουσίασε η ηγεσία του υπουργείου <<Προστασίας του Πολίτη>> να παραμένει χαραγμένη βαθιά στην μνήμη μας.

Εικόνα 1.1.2 Οι συνέπειες της καταστροφικής πυρκαγιάς του 2007 Προσπαθώντας να συλλέξω στοιχεία για τη συγκεκριμένη καταστροφική πυρκαγιά, απευθύνθηκα στην Πυροσβεστική υπηρεσία Αιγίου, όπου και διαπίστωσα πως ο στρατηγός <<άνεμος >> ακόμα έχει επιρροές στα σώματα ασφαλείας της χώρας, καθώς μετά από έξι (6) ολόκληρα χρόνια, η συγκεκριμένη υπόθεση παραμένει όπως αναμενόταν σε ανακριτικό στάδιο. Κατά συνέπεια, τα στοιχεία που αναφέρω είναι από άλλη πηγή (UNEP Plant for the Planet: The Billion Tree Campaign. Δράσεις προγράμματος ανασυγκρότησης Φτέρης), η οποία και αναφέρει πως η φωτιά απλώθηκε σε 30.476 στρέμματα.

Εικόνα 1.1.3 Οι συνέπειες της καταστροφικής πυρκαγιάς του 2007 2.Αβιοτικό περιβάλλον 2.1 Παλαιογεωγραφικά στοιχεία Εδώ και αρκετά χρόνια είναι γνωστός σε όλη την επιστημονική κοινότητα,ο ρόλος της παλαιογεωγραφίας στον τρόπο κατανομής των φυτών. Στην πραγματικότητα στις περισσότερες των περιπτώσεων είναι η λύση στο μυστήριο της κατανομής τους. Προκειμένου λοιπόν να κατανοήσουμε την χλωρίδα μιας περιοχής, πρέπει να προχωρήσουμε στην δημιουργία βιογεωγραφικών υποθέσεων σχετικά με την ερμηνεία της ιστορικής εξέλιξης της χλωρίδας της και των φυτογεωγραφικών συνδέσεων της. Για την παραπάνω διαδικασία, κρίνεται αναγκαίο να κατανοήσουμε τη φύση, το μέγεθος και τον χρόνο των παλαιοπεριβαλλοντικών μεταβολών. Κατά τον Παλαιοζωικό και την αρχή του Μεσοζωικού αιώνα, όλη σχεδόν η Πελοπόννησος σκεπαζόταν από την θάλασσα εκείνη που τότε κάλυπτε ολόκληρη την περιοχή της Μεσογείου και αποκαλείται Τηθύς. Όλο αυτό το διάστημα

πραγματοποιούνταν συνεχώς αποθέσεις τεραστίων ποσοτήτων υλικών καθώς και οργανισμών της περιόδου και αυτό είχε ως αποτέλεσμα κατά το Μειόκαινο να σχηματισθεί χέρσος στην περιοχή της σημερινής Πελοποννήσου και του σημερινού Αιγαίου. Στις αρχές εκείνης της εποχής η Πελοπόννησος μαζί με την Στερεά Ελλάδα, την Κρήτη, την περιοχή του Αιγαίου και την Μικρά Ασία (Νότια Ανατολία) δημιουργούσαν ένα ενιαίο κομμάτι γης. Το σύνολο των ορέων της Πελοποννήσου είναι πια εμφανή μα χωρίς μεγάλο υψόμετρο όπως συμβαίνει σήμερα. Σε αυτό το συμπέρασμα οδηγούμαστε λόγω των ιζημάτων που είναι λεπτόκοκκα (μάργες και πηλοί). Το εντυπωσιακό τους υψόμετρο το απέκτησαν αργότερα χάρη στις ηπειρογενετικές κινήσεις (Greuter, 1979). Περίπου 15 εκατομμύρια χρόνια πρι, δηλαδή στο μέσο Μειόκαινο μεταξύ του Λαγγίου και του Σερραβαλλίου, σχεδόν ολόκληρος ο ελλαδικός χώρος είχε σχηματίσει με την Μικρά Ασία μια ενιαία ξηρά. Η θάλασσα αποσύρεται περιφερειακά και εξαπλώνεται πια από το Ιόνια έως τα νότια της Κρήτης και τα Δωδεκάνησα με αποτέλεσμα να παρατηρείται απόθεση λιμναίων και χερσαίων ιζημάτων ή απόθεση θαλάσσιων ιζημάτων σε περιπτώσεις περιοχών όπου υπήρχε θάλασσα (Βαρτή-Ματαράγκα, 1997). Την περίοδο αυτή διαδέχθηκε το Ανώτερο Μειόκαινο που συνοδεύθηκε από εισβολή της θάλασσας από τα νότια, η οποία εξαπλώθηκε καλύπτοντας σχεδόν εξ ολοκλήρου την έκταση που καλύπτει και σήμερα το Αιγαίο πέλαγος.

Εικόνα 2.1.1 Ο ελλαδικός χώρος κατά τη διάρκεια της τελευταίας παγετώδους περιόδου, δηλαδή πριν από 18.000 χρόνια (Andel & Shackleton,1982) Εικόνα 2.1.2 Ο ελλαδικός χώρος πριν από περίπου 9.000 χρόνια ( Andel & Shackleton, 1982)

Η Πελοπόννησος παραμένει ανέπαφη από αυτήν την εισβολή, ωστόσο χάνει τις συνδέσεις που διατηρούσε τόσο με την Κρήτη όσο και με τις Κυκλάδες,όμως διατηρεί εκείνη με την Ηπειρωτική Ελλάδα. Καθ όλη την διάρκεια του Τορτόνιου και Μεσσήνιου (Ανώτερο Μειόκαινο) το αρχιπέλαγος του σημερινού Αιγαίου διασχίζεται από γέφυρες ξηράς που συνδέουν την Ελληνική ηπειρωτική χώρα με την Ανατολία. Με αυτόν τον τρόπο γίνεται δυνατή η μετανάστευση ενός πολύ μεγάλου αριθμού τόσο χλωριδικών όσο και πανιδικών στοιχείων. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό, πως ευνοήθηκε η ανταλλαγή στοιχείων μεταξύ των δύο αυτών περιοχών μέσω της χλωριδικής και πανιδικής διασποράς. Η μετανάστευση αυτή ουσιαστικά προκλήθηκε λόγω των κυκλικών φάσεων αποξήρανσης της Μεσογείου στη διάρκεια του Μεσσήνιου και τις συνακόλουθες μεταβολές του κλίματος, ειδικά της ξηρασίας (Boquet & al, 1978 Greuter, 1979). Αξίζει να σημειώσουμε πως η περιοχή της Μεσογείου αποξηράνθηκε τουλάχιστον δώδεκα φορές. Κατά συνέπεια, πραγματοποιήθηκε μια γενική και συνολική ανακατανομή των χλωριδικών στοιχείων, αν και κατά την μελέτη της μετανάστευσης αυτής παρατηρείται ένας συγκεκριμένος προσανατολισμός κίνησης (Boquet & al., 1978). Η Πελοπόννησος ενώνεται στο νότιο άκρο της με τα Κύθηρα και την Κρήτη προσωρινά ενώ στη συνέχεια λόγω της μετατροπής των τμημάτων θαλάσσης που την απομόνωναν από τις Κυκλάδες σε αλμυρή λίμνη που ήταν τελείως αποκομμένη από τη θάλασσα της ανατολικής Μεσογείου, ενώθηκε και με το εν λόγω νησιωτικό σύμπλεγμα. ( Anastasakis et al., 2006). Επίσης, η Μικρά Ασία μαζί με τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου ενώνονται ξανά με τις Κυκλάδες,οι οποίες εξακολουθούν να παραμένουν συνδεδεμένες με την Ηπειρωτική Ελλάδα. Οι αλλαγές αυτές που συνέβησαν κατά το Μεσσήνιο έχουν ιδιαίτερη βιογεωγραφική σημασία (Greutzburg, 1963). Ο διαχωρισμός της Πελοποννήσου από την Ηπειρωτική Ελλάδα μέσω του Κορινθιακού κόλπου, σύμφωνα με τον Δερμιτζάκη (1989,) πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του Ανώτερου Πλειόκαινου. Η επανασύνδεση της δε, έλαβε χώρα κατά τη Μεταπλειοκαινική περίοδο με τις Βαλλαχικές ορογενετικές κινήσεις. Το βόρειο τμήμα της Πελοποννήσου είναι εκείνο που επανεμφανίζεται και συνδέεται ξανά με τη Στερεά Ελλάδα, ενώ ο οριστικός αποχωρισμός της από τη Στερεά έγινε κατά τη διάρκεια του Πλειστόκαινου (περίπου 900,000 χρόνια πριν). Κατά το Πλειστόκαινο, οι μεγάλες κλιματικές μεταβολές (παγετώνες) οδήγησαν στη δημιουργία ευστατικών κινήσεων (μεταβολές στη στάθμη της θάλασσας) που σε συνδυασμό με διάφορα γεωλογικά φαινόμενα της περιόδου αυτής είχαν ως αποτέλεσμα την διαρκή μεταβολή της γεωγραφίας του Ελλαδικού χώρου,ώσπου τελικά του έδωσαν τη σημερινή του μορφή. Πιο συγκεκριμένα, η στάθμη της θάλασσας πριν από 21.500 χρόνια ήταν στα 120 μέτρα κάτω από την σημερινή, με αποτέλεσμα να υπάρχει ευρεία επικοινωνία μεταξύ νησιών, Ηπειρωτικής Ελλάδας και Μικράς Ασίας. Η Πελοπόννησος κατά το

Μέσο Πλειστόκαινο ήταν ενωμένη με τα Κύθηρα και τα Αντικύθηρα, αλλά όχι με την Κρήτη, καθώς μεταξύ της χερσονήσου της Γραμβούσας και των Αντικυθήρων υπήρχε ένας στενός πορθμός (Greutzburg, 1963). Πριν από 18.000 χρόνια κάποια από τα νησιά των Κυκλάδων ήταν ενωμένα μεταξύ τους, ωστόσο αποκομμένα από την Μικρά Ασία και την Ηπειρωτική Ελλάδα(Εικ. 2.1.1). Τα νησιά δε του ανατολικού Αιγαίου ήταν ενωμένα με τη Μικρά Ασία, ενώ μια λίμνη αντικαθιστά τον Κορινθιακό κόλπο και η Πελοπόννησος ενώνεται για μια ακόμη φορά με τη Στερεά Ελλάδα. Καθώς η παγετώδης περίοδος τελειώνει, η στάθμη της θάλασσας ανεβαίνει σταδιακά, με αποτέλεσμα πριν από 11.500 χρόνια να φτάνει σχεδόν 60 μέτρα κάτω από την σημερινή στάθμη και να διακόπτει την επικοινωνία πολλών περιοχών. Ωστόσο, όπως είναι λογικό, η στάθμη της θάλασσας συνέχισε να ανεβαίνει, φτάνοντας σχεδόν στο σημερινό επίπεδο πριν από 8.000 χρόνια, με αποτέλεσμα να κατακλυστούν πολλές χαμηλές υψομετρικά χερσαίες περιοχές από τη θάλασσα και να διακοπεί η επικοινωνία μεταξύ των νησιών (Ματαράγκας& Βαρτή- Ματαράγκα, 1997)(Εικ. 2.1.2). 2.2 Γεωλογικά στοιχεία Ο νομός Αχαΐας έχει έκταση 3.274 τετραγωνικά χιλιόμετρα και βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της Πελοποννήσου. Βόρεια βρέχεται από τον Πατραϊκό και Κορινθιακό κόλπο, ενώ δυτικά από το Ιόνιο πέλαγος. Έτσι λοιπόν ενώ γειτνιάζει με την θάλασσα θεωρείται ημιορεινή ορεινή περιοχή αφού το 60 % της συνολικής του έκτασης είναι όντως ορεινό. Οι κύριοι ορεινοί όγκοι είναι το Παναχαϊκό, στο βόρειο και κεντρικό τμήμα με μέγιστο υψόμετρο 1926m, ο Ερύμανθος ή Ωλονός νότια του Παναχαϊκού με μέγιστο υψόμετρο 2224m και τα Αοράνια ή Χελμός στο ανατολικό τμήμα (μέγιστο υψόμετρο 2341m). Οι παραπάνω ορεινοί όγκοι, με διεύθυνση ΒΔ ΝΑ/κή, δημιουργήθηκαν κατά τις Αλπικές πτυχώσεις και αποτελούν συνέχεια των ορεινών όγκων της Κεντρικής Ελλάδας.

Εικόνα 2.2.2 Γεωλογικός χάρτης νομού Αχαΐας. Στο πλαίσιο με μαύρο χρώμα επισημαίνεται η περιοχή μελέτης

Υπόμνημα γεωλογικού χάρτη νομού Αχαΐας Ωστόσο θα πρέπει να τονίσουμε, πως στον νομό Αχαΐας από τα Δυτικά προς τα Ανατολικά εντοπίζονται τρείς γεωτεκτονικές ζώνες: (Α) Ιόνιος, (Β) Γαβρόβου Τρίπολης και (Γ) Ωλονού Πίνδου(Εικ. 2.2.1). Οι σχηματισμοί της Ιονίας ζώνης ανιχνεύονται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού και πιο συγκεκριμένα στην περιοχή Ακρωτηρίου Άραξου. Στη συνέχεια η ζώνη Γαβρόβου Τρίπολης βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, ανατολικότερα της Ιονίου ζώνης και καλύπτεται από την ζώνη της Πίνδου. Τέλος στα ανατολικά της βρίσκεται η ζώνη Ωλονού- Πίνδου, η οποία ονομάστηκε έτσι από τον Philippson από το βουνό Ωλονός( Ερύμανθος) της Πελοποννήσου και την οροσειρά της Πίνδου, όπου και γίνεται η κύρια ανάπτυξή της.

Σύμφωνα με τον γεωλογικό χάρτη της περιοχή μελέτης(εικ. 2.2.2) από τον οποίο αντλήθηκαν και τα εν λόγω δεδομένα, επικρατούν και αναγνωρίζονται ιζήματα και των τριών αυτών ζωνών δηλαδή και της Ιόνιος ζώνης και της Γαβρόβου Τρίπολης αλλά και της ζώνης Ωλονού Πίνδου. Πιο συγκεκριμένα και ανά ζώνη: ΙΟΝΙΟΣ ΖΩΝΗ Ασβεστόλιθοι δύο ειδών, τόσο ασβεστόλιθοι <<Βίγλας>> (πλακώδεις ασβεστόλιθοι με ισχυρή δολομιτίωση σε εναλλαγές με λεπτές διαστρώσεις πυριτολίθων), όσο και πελαγικοί ασβεστόλιθοι, που εξελίσσονται προς τα πάνω σε ωολιθικούς με τρηματοφόρα, στη συνέχεια ως πελαγικοί ασβεστόλιθοι με ακτινόζωα, ενώ καταλήγουν σε μικρολατυποπαγείς ασβεστόλιθους με θραύσματα ρουδιστών. Φλύσχης: Αποτελείται από λεπτές εναλλαγές αργίλων, ψαμμιτών και μαργών. ΖΩΝΗ ΓΑΒΡΟΒΟΥ-ΤΡΙΠΟΛΗΣ Ασβεστόλιθοι, γύψοι και σπηλαιώδεις δολομιτικοί ασβεστόλιθοι που συνήθως εμφανίζονται διερρηγμένοι και λατυποποιημένοι. Μαύροι, τεφροί ή πρασινωποί σερικιτικοί σχιστόλιθοι, ψαμμίτες και κροκαλοπαγή. Λάβες πράσινου χρώματος συχνά σε σχιτώδη όψη και φακοί ασβεστολίθων και σχιστολίθων (Πέρμιο). Δολομίτες, με εναλλαγές νηριτικών ασβεστόλιθων (Αν. Τριαδικό Κατ. Κρητιδικό). Λεπτοστρωματώδεις δολομίτες και παχυστρωματώδεις ασβεστόλιθοι με φακούς ασβεστόλιθων με ρουδιστές (Άνω Κρητιδικό). Νηριτικοί ασβεστόλιθοι, συχνά ωολιθικοί, συνήθως μεγάλου πάχους με ορίζοντες δολομιτών, οι οποίοι προς τους ανώτερους ορίζοντες μεταπίπτουν σε ασβεστόλιθους με κροκαλοπαγή και ασβεστομαργαϊκά υλικά, που αποτελούν τη ζώνη μετάβασης στο φλύσχη (Παλαιόκαινο Αν. Ηώκαινο). Φλύσχης που αναπτύσσεται ασύμφωνα πάνω στην ανθρακική σειρά της ζώνης της Τρίπολης και αποτελεί μια τυπική τουρβιδιτική ακολουθία ιζημάτων (Ολιγόκαινο). Ο όρος Φλύσχης χρησιμοποιείται περισσότερο για να περιγράψει θαλάσσια ιζηματογενή φάση και όχι για να δηλώσει κάποιο συγκεκριμένο πέτρωμα. Η λεπτομερής φάση του φλύσχη συνίσταται από λεπτά στρώματα κυανών ιλυολίθων και αργιλικών μαργαϊκών σχιστόλιθων με αραιές παρεμβολές ψαμμιτικών τραπεζών και τεφρών μαργών. Στα ανώτερα στρώματα της φάσης αυτής παρουσιάζονται φακοειδείς τράπεζες ή και ορίζοντες κροκαλοπαγών ενώ αυξάνεται ο αριθμός και το πάχος των ψαμμιτικών στρωμάτων. Πάνω στη λεπτομερή φάση του φλύσχη βρίσκονται σε ασυμφωνία ορίζοντες κροκαλοπαγών. Αποτελούν ένα πολύ συνεκτικό, πολύμικτο κλαστικό σχηματισμό, που δομείται από καλά

συγκολλημένες κροκάλες και λατύπες κυρίως ασβεστολιθικής, κερατολιθικής και ψαμμιτικής σύστασης που προέρχονται κυρίως από τους ασβεστολιθικούς και κερατολιθικούς σχηματισμούς της ζώνης Πίνδου. ΖΩΝΗ ΩΛΟΝΟΥ-ΠΙΝΔΟΥ Ασβεστόλιθοι Δρυμού, δηλαδή ασβεστόλιθοι με ενστρώσεις ιλυολιθικών ασβεστολίθων και ιλυολίθων. Ραδιολαρίτες και ιλυόλιθοι: οι πρώτοι αποτελούνται από ιάσπιδες με ενστρώσεις ιλυολίθων, ηφαιστειακών τόφφων και παρεμβολές στην κορυφή λατυποπαγών ασβεστόλιθων που εξελίσσονται σε στιφρούς ασβεστόλιθους με πυριτόλιθους και οι δεύτεροι αρχίζουν με εναλλαγή ιλυολίθων και ασβεστόλιθων και προοδευτικά μεταπίπτουν σε ιλυόλιθους με φακούς ασβεστολίθων. Πρώτος φλύσχης, που αποτελείται από ιλυολίθους, ψαμμίτες και μικρόλατυποπαγείς ασβεστόλιθους. Πλακώδεις ασβεστόλιθοι με ενστρώσεις αργιλικών ιάσπιδων. Φλύσχης που αποτελείται από εναλλαγές παχέων στρωμάτων ψαμμιτών και ψαμμιτικών ιλυολίθων. Τέλος, αξίζει να σημειώσουμε, πως μεταξύ των σειρών Γαβρόβου Τρίπολης και Ωλονού Πίνδου, ανιχνεύεται σχηματισμός που αποτελεί τεκτονοϊζηματογενές σύμπλεγμα.

Εικόνα 2.2.1 Γεωτεκτονικός χάρτης Ελλάδας 2.3 Κλιματικά και Βιοκλιματικά στοιχεία 2.3.1 Γενικά Η χλωρίδα της χώρας μας είναι από τις πιο πλούσιες τουλάχιστον Ευρωπαϊκά, έχοντας να επιδείξει έναν τεράστιο αριθμό ειδών και αυτό που προκαλεί τεράστιο ενδιαφέρον είναι πως ένα μεγάλο ποσοστό αυτών των ειδών είναι ενδημικά, το οποίο σημαίνει πως υπάρχουν μόνο στην περιοχή μας. Σε αυτό το αποτέλεσμα συνέβαλλαν πάρα πολλοί οικολογικοί παράγοντες όπως το κλίμα, η σύσταση του εδάφους και φυσικά το PH του εδάφους. Από τους πιο βασικούς παράγοντες όμως που επηρεάζουν ουσιαστικά το περιβάλλον, θεωρούνται οι κλιματικοί παράγοντες, οι οποίοι διαμορφώνουν το κλίμα μιας περιοχής. Ανάμεσα

τους ξεχωρίζουν το φώς, το νερό αλλά και η θερμοκρασία του αέρα. Σε αυτό το σημείο κρίνεται αναγκαίο να τονίσουμε πως το κλίμα είναι το σύνολο των ατμοσφαιρικών συνθηκών που περικλείουν την θερμότητα, την υγρασία καθώς και την κίνηση του αέρα μέσα σε μεγάλες χρονικές περιόδους. Πέρα από τη διαμόρφωση της χλωρίδας μιας περιοχής η οποία γίνεται σε βάθος αρκετών ετών, το κλίμα επηρεάζει και τα ίδια τα φυτά είτε με άμεσο τρόπο είτε με έμμεσο. Άμεσα μέσω του καθορισμού ουσιαστικά της φυσιολογίας τους και έμμεσα μέσω του επηρεασμού των υπολοίπων παραγόντων των οικοσυστημάτων (Γεωργιάδης, 2004). Μεταξύ των κύριων συνιστωσών του κλίματος είναι η θερμοκρασία και η βροχόπτωση, χωρίς να είναι ήσσονος σημασίας άλλοι παράγοντες, όπως οι άνεμοι κι η υγρασία του αέρα, που παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στη χλωριδική σύνθεση μιας περιοχής αλλά και στη βλάστηση της. Το κλίμα όπως φαίνεται από τα παραπάνω έχει την ικανότητα και την ιδιότητα να επηρεάζει, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν επηρεάζεται κιόλας. Έτσι λοιπόν το κλίμα μιας περιοχής επηρεάζεται από ένα πλήθος παραγόντων, όπως η ηλιακή ακτινοβολία, το γεωγραφικό πλάτος, η γεωμορφολογία, το υψόμετρο κλπ., με συνέπεια να εμφανίζεται με πολλές διαφορετικές μορφές μεταξύ διαφορετικών περιοχών, οι οποίες συνοδεύονται όπως γίνεται ευκόλως αντιληπτό με αντίστοιχες αλλαγές στην χλωριδική σύνθεση αλλά και στην βλάστηση των περιοχών αυτών. Τα μεσογειακά οικοσυστήματα χαρακτηρίζονται από κλίμα το οποίο γενικά περιγράφεται ως μεταβατικό κλίμα, μεταξύ των εύκρατων και των ξηρών τροπικών κλιμάτων. Τα κύρια χαρακτηριστικά ενός μεσογειακού οικοσυστήματος, που το ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους τύπους οικοσυστημάτων είναι, οι χειμωνιάτικες βροχοπτώσεις, η καλοκαιρινή ξηρασία με ποικίλη διάρκεια, η μεγάλη διακύμανση των βροχοπτώσεων από χρόνο σε χρόνο, τα ήπια μέχρι ζεστά ή άλλοτε καυτά καλοκαίρια, οι ψυχροί έως πολύ ψυχροί χειμώνες και βεβαίως η έντονη ηλιακή ακτινοβολία. Ωστόσο μεταξύ όλων αυτών των χαρακτηριστικών οι κλιματολόγοι έχουν καταλήξει πως το πιο σημαντικό αλλά και το πιο ουσιαστικό για να συμπεριληφθεί ένα κλίμα στην κατηγορία του μεσογειακού είναι η ύπαρξη μιας περιόδου ξηρασίας στη θερμή εποχή. Με απλά λόγια, αυτό σημαίνει πως κρίνεται απαραίτητο να υπολογίσει κανείς το ποσοστό των βροχοπτώσεων σε κάθε εποχή του χρόνου και να περιορίσουμε τη μεσογειακή ζώνη εκεί όπου η εποχή του καλοκαιριού εμφανίζει το πιο χαμηλό ποσοστό βροχοπτώσεων. Κατά συνέπεια αυτό που εκλαμβάνουμε ως συμπέρασμα είναι ότι μεταξύ όλων εκείνων των παραγόντων που αναφέρθηκαν προηγουμένως, ο πιο σημαντικός για την χλωρίδα και τη βλάστηση μιας περιοχής είναι ο συνδυασμός της ετήσιας κατανομής της θερμοκρασίας και της βροχόπτωσης.

2.3.2 Βροχόπτωση Η συχνότητα, η κατανομή, αλλά και το ύψος των βροχοπτώσεων συμμετέχουν καθοριστικά στην διαμόρφωση της ανάπτυξης των φυτικών ειδών μιας περιοχής, του κύκλου αναπαραγωγής τους, της φύτρωσης των σπερμάτων τους, καθώς και στη βλάστηση κάθε περιοχής. Στη χώρα μας οι διακυμάνσεις στην κατανομή των βροχοπτώσεων ποικίλουν από περιοχή σε περιοχή, ενώ κατά κανόνα το ετήσιο ύψος βροχής ελαττώνεται από τα δυτικά προς τα ανατολικά, καθώς επίσης και από τα βόρεια προς τα νότια ενώ, ακολουθούν το ανάγλυφο και τη διάταξη των κυριότερων οροσειρών της χώρας μας (Εικ. 2.3.2.1 και 2.3.2.2). Όπως αναφέραμε και προηγουμένως, το ετήσιο ύψος βροχής μεταβάλλεται από έτος σε έτος ενώ η ένταση των βροχοπτώσεων μεταβάλλεται από περιοχή σε περιοχή και κατά την διάρκεια του έτους. Γεγονός είναι βέβαια, πως σε πολλές περιοχές του ελλαδικού χώρου καταγράφεται μια τάση μείωσης του μέσου ετήσιου ύψους των βροχοπτώσεων (Σταματάκης,2007; Κούκης,2007). Αντιθέτως, η ένταση των βροχοπτώσεων έχει παρουσιάσει σημαντική αύξηση κατά την τελευταία δεκαετία, γεγονός που μπορεί να ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως αλλά η κοινώς αποδεκτή άποψη είναι ότι η αύξηση αυτή παρουσιάζεται λόγω των έντονων καιρικών φαινομένων που συνέβησαν κατά τη διάρκεια αυτής. Εικόνα 2.3.2.1 Βροχομετρικός χάρτης (ΔΕΗ, περίοδος 1950-1974, από: Κούκης & Σταματαάκης, 2007)

Εικόνα 2.3.2.2 Χάρτης βροχοπτώσεων Αυγούστου 2009 (Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία) Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά την περιοχή μελέτης που καλύπτεται υποτυπωδώς από μετεωρολογικούς σταθμούς, βρίσκουμε πως το μέσο ετήσιο ύψος βροχόπτωσης είναι 523,6 mm. Οι μήνες όπου παρατηρείται ποσοστό μεγίστου μηνιαίου ύψους βροχόπτωσης είναι ο Νοέμβριος και ο Δεκέμβριος με ακριβώς ίδιες τιμές, δηλαδή 99,9 mm, ενώ ο αντίστοιχος μήνας με ελάχιστο ύψος βροχόπτωσης είναι ο Ιούνιος, με 2,2 mm. Τα στοιχεία αυτά αποτυπώνονται στον πίνακα 2.3.2.1, καθώς και στην Εικ. 2.3.2.3. Πίνακας 2.3.2.1 Μέσο μηνιαίο ύψος βροχόπτωσης ανά μήνα καθώς και μέρες που συνέβησαν βροχοπτώσεις, στην Πάτρα σύμφωνα με την Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία

1 ο εξάμηνο Μέση μηνιαία βροχόπτω ση Συνολικές μέρες βροχής 2 ο εξάμηνο Μέση μηνιαία βροχόπτω ση Συνολικές μέρες βροχής Ιανουάρι ος Φεβρουάρι ος Μάρτιος Απρίλιος Μάιος Ιούνιος 89.1 81.7 63.3 47.8 28.9 7.5 12.0 10.6 9.9 8.4 5.3 2.2 Ιούλιος Αύγουστος Σεπτέμβρι Οκτώβρι Νοέμβρι Δεκέμβρι ος ος ος ος 4.6 5.2 28.3 72.2 99.9 99.9 1.0 1.0 3.6 7.8 11.0 13.2 Οι μετρήσεις αυτές αποτυπώνονται καλύτερα και στο επόμενο διάγραμμα (Εικ. 2.3.2.3). Εικόνα 2.3.2.3 Βροχοπτώσεις στην Πάτρα. Όπως εύκολα μπορεί να παρατηρηθεί στην Εικ. 2.3.2.3, κατά την μετάβαση από τον μήνα με την μεγαλύτερη τιμή ύψους βροχής στον μήνα με την χαμηλότερη παρατηρείται μια ομαλή μείωση της τιμής, η οποία στη συνέχεια ακολουθεί αντίθετη πορεία, αυτή τη φορά από τον μήνα με την χαμηλότερη τιμή προς τον μήνα με την υψηλότερη. Στο σημείο αυτό τονίζεται πως τα άνωθεν στοιχεία αποτελούν αποτέλεσμα μετρήσεων που διήρκησαν περισσότερο από 20 χρόνια, καθώς αφετηρία αποτελεί το μακρινό πια 1955, ενώ η τελευταία μέτρηση πριν την

ανάλυση των δεδομένων έγινε το 1997. Επίσης παρατίθεται χάρτης του Ν. Αχαΐας, όπου απεικονίζεται το μέσο ετήσιο ύψος βροχής(εικ. 2.3.2.4). Εικόνα 2.3.2.4 Βροχομετρικός χάρτης νομού Αχαΐας (Δημητροπούλου, 2007) Στη συνέχεια βλέπουμε πως το ύψος της βροχής κατανέμεται μεταξύ των διαφόρων εποχών του έτους. Πίνακας 2.3.2.2 Ύψος βροχής στις εποχές του έτους στην Πάτρα. Σταθμός ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΑΝΟΙΞΗ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ Mm % Mm % Mm % mm % Πάτρα 200.4 270.7 140 17.3 Παρατηρούμαι λοιπόν πως η εποχή με την μεγαλύτερη μέση τιμή ύψους βροχής είναι ο Χειμώνας και ακολουθούν με τη σειρά, το Φθινόπωρο, η Άνοιξη και τέλος το Καλοκαίρι. Μέσω των μετρήσεων αυτών είναι εμφανής η ξηρά περίοδος, η οποία και εκφράζεται εντόνως το καλοκαίρι, ενώ με το τέλος του καλοκαιριού και την είσοδο

στο Φθινόπωρο παρατηρείται κατακόρυφη άνοδος της μέσης τιμής ύψους βροχής(εικ. 2.3.2.5). Εικόνα 2.3.2.5 Ραβδόγραμμα μέσης τιμής ύψους βροχής, Πάτρα 2.3.3 Θερμοκρασία του αέρα Κάθε φυτικό είδος εξαπλώνεται μόνο σε ένα συγκεκριμένο εύρος θερμοκρασιών κι έτσι γίνεται αντιληπτό πως από τους πιο σημαντικούς παράγοντες εξάπλωσης των φυτικών ειδών είναι η θερμοκρασία του αέρα. Συνεπώς κρίνεται απαραίτητο για οποιαδήποτε μελέτη, να γνωρίζουμε τις θερμοκρασίες που επικρατούν στην περιοχή που ερευνούμε, ώστε να εξάγουμε ασφαλή συμπεράσματα.για την περιοχή μελέτης τα στοιχεία αυτά καταγράφηκαν στον πίνακα 2.3.3.1 Πίνακας 2.3.3.1 Πίνακας με μετρήσεις θερμοκρασιών από σταθμό με έδρα στο Αίγιο της Αχαΐας της εθνικής μετεωρολογικής υπηρεσίας εν έτει 1978

Μήνες / C Μέσηθερμοκρασία Μέσημέγιστη Μέσηελάχιστη ΙΑΝ 9.7 13.1 5.9 7.2 ΦΕΒ 10.4 14 6.4 7.6 ΜΑΡ 11.8 15.6 7.3 8.3 ΑΠΡ 15.8 19.9 10.4 9.5 ΜΑΙ 20.4 25 14.4 10.6 ΙΟΥΝ 25 29.7 18.3 11.4 ΙΟΥΛ 28 32.8 20.8 12 ΑΥΓ 28 32.7 21 11.7 ΣΕΠ 24.4 28.8 18.4 10.4 ΟΚΤ 19.4 23.6 14.9 8.7 ΝΟΕ 14.9 18.4 11 7.4 ΔΕΚ 11.3 14.4 7.5 6.9 Θερμοκρασιακό εύρος Η μέση ετήσια θερμοκρασία, όπως αυτή υπολογίστηκε είναι 18,3 ο C και παρατηρούμει πως οι ακραίες τιμές θερμοκρασίας δεν είναι αρκετά συχνές, ενώ αυτό συμβαίνει τόσο για τις απόλυτα ελάχιστες όσο και για τις απόλυτα μέγιστες ετήσιες και μηνιαίες ακραίες τιμές θερμοκρασίας. Για πιο ασφαλή συμπεράσματα παρατίθεται σύγκριση των τιμών που σημείωσε ο σταθμός του Αιγίου, με τις μετρήσεις που σημείωσε ο αντίστοιχος σταθμός στα Καλάβρυτα (Πίνακας 2.3.3.2), λόγω της αναλογίας της περιοχής αυτής με την περιοχή μελέτης. Πίνακας 2.3.3.3 Σύγκριση θερμοκρασιών Αιγίου - Καλαβρύτων Μπορούμε να δούμε λοιπόν πως υπάρχει μια μικρή διαφορά μεταξύ των τιμών των μετρήσεων στους δύο αυτούς σταθμούς, με τον σταθμό των Καλαβρύτων να παρουσιάζει διαρκώς χαμηλότερες θερμοκρασίες, γεγονός που μπορεί να εξηγηθεί απλά λαμβάνοντας υπόψη την υψομετρική διαφορά μεταξύ των δύο αυτών περιοχών. Στη συνέχεια η συγκέντρωση και σύνοψη των τιμών ανά εποχή μας

βοηθάει για ακόμα πιο ασφαλή συμπεράσματα (Πίνακας 2.3.3.3), ενώ είναι έκδηλο στον πίνακα 2.3.3.3 και το προαναφερθέν, πως υπάρχει αυτή η διαρκής απόκλιση τιμών θερμοκρασίας. Πίνακας 2.3.3.3 Σύνοψη τιμών θερμοκρασίας ανά εποχή σε Αίγιο και Καλάβρυτα Οι θερμοκρασίες που μετρήθηκαν όπως ακριβώς και στην περίπτωση του ύψους βροχής ακολουθούν μια ομαλή κυκλική ανά έτος πορεία, όπως φαίνεται στο διάγραμμα (Εικ. 2.3.3.1), στο οποίο ταυτοχρόνως συγκρίνεται και η πορεία των μέσων μέγιστων και ελάχιστων θερμοκρασιών αλλά και το εύρος θερμοκρασιών. 35 30 25 20 15 10 5 0 ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΙ ΙΟΥΝ ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ Εικόνα 2.3.3.1 Στο διάγραμμα με κόκκινη γραμμή παρατηρείται η μέση μέγιστη θερμοκρασία, με μπλε η μέση θερμοκρασία, με πράσινη η μέση ελάχιστη θερμοκρασία και με μωβ το εύρος των θερμοκρασιών, ΕΜΥ(Πάτρας, περίοδος 1955-1997).

2.3.4 Σχετική υγρασία αέρα Ένας ακόμα παράγοντας που επηρεάζει το κλίμα μιας περιοχής αλλά και τον καιρό, δηλαδή έχει εμφανή επίδραση τόσο σε μακροπρόθεσμα όσο και βραχυπρόθεσμα φαινόμενα, είναι η ατμοσφαιρική υγρασία που στην πιο κοινή της έκφραση αποτελεί την σχετική υγρασία του αέρα. Στη χώρα μας παρουσιάζει τις μεγαλύτερες τιμές της κατά την διάρκεια του χειμώνα ενώ τις χαμηλότερες τιμές της το καλοκαίρι και τονίζεται πως το εύρος της εξαρτάται από το αντίστοιχο θερμοκρασιακό (Μαριόπουλος, 1982 ). Για να καταλάβουμε τη σημασία της αρκεί να σκεφτούμε πώς στην περίπτωση εκείνη που η σχετική υγρασία αγγίζει το ποσοστό 100%, τότε το νερό του αέρα αρχίζει να υγροποιείται συμβάλλοντας κατά αυτόν τον τρόπο σημαντικά στη διαθέσιμα προς τα φυτά υγρασία. Ο κορεσμένος δε σε υδρατμούς αέρας μπορεί να ασκήσει και δυσμενή επίδραση στα φυτά παρεμποδίζοντας τη διαπνοή και έμμεσα τον μεταβολισμό των φυτών και δυσκολεύοντας τη διασπορά της γύρης με αποτέλεσμα όπως είναι φυσικό την παρεμπόδιση της γονιμοποίησης των ανθέων (Ντάφης, 1986 ). Η σχετική υγρασία του αέρα παρουσιάζει μια ομαλή μεταβολή από το χειμώνα προς το καλοκαίρι (Εικ. 2.3.4.1), με μέγιστο στην πρώτη και ελάχιστο στη δεύτερη εποχή. Ωστόσο πρέπει να επισημάνουμε και τις δυσάρεστες συνέπειες της υπερβολικά ποσοστιαία μεγάλης σχετικής υγρασίας και τις συνέπειες αντίστοιχα της ποσοστιαία μικρής σχετικής υγρασίας, που εμφανίζεται όπως αναφέρθηκε το καλοκαίρι. Σε αυτήν την περίπτωση επιτείνεται το πρόβλημα της ξηρασίας μέσω της αύξησης της διαπνοής των φυτών αλλά και της εξάτμισης των υδατικών αποθεμάτων τους. Πίνακας 2.3.4.1 Μέση μηνιαία υγρασία ανά μήνα, Πάτρα ΜέσηΜηνιαία Υγρασία ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΙ ΙΟΥΝ 69.1 67.4 67.1 66.4 64.5 61.9 2 ο Εξάμηνο ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ ΜέσηΜηνιαία Υγρασία 59.8 59.3 63.0 66.9 70.9 71.2 Στον πίνακα 2.3.4.1, αναγράφονται οι μέσες τιμές από τις μετρήσεις που συλλέχθηκαν στην Πάτρα από το έτος 1955 μέχρι και το 1997. Τα στοιχεία αυτά χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή διαγράμματος (Εικ. 2.3.4.1), προκειμένου να είναι πιο εμφανή τα αποτελέσματα και τα συμπεράσματα στα οποία καταλήξαμε.

Εικόνα 2.3.4.1 Διάγραμμα μέσης μηνιαίας υγρασίας (ΕΜΥ, Πάτρα, περίοδος 1955-1997) 2.3.5 Άνεμοι Η χώρα μας είναι ανεμώδης και μάλιστα από τις πιο ανεμώδεις περιοχές της Ευρώπης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα νησιά του Αιγαίου, όπου κάθε ένα διεκδικεί τον τίτλο του νησιού του ανέμου στα λόγια των κατοίκων της, με τοπικιστικό πάθος. Ο συχνότερος άνεμος στη χώρα μάλιστα είναι ο ΒΔ-ΒΑ ή γενικότερα οποιοσδήποτε βόρειος άνεμος (Κοτίνη- Ζαμπάκα, 1983). Οι άνεμοι όπως είναι άλλωστε και λογικό ανήκουν στους βασικούς μετεωρολογικούς παράγοντες που διαμορφώνουν σε μακρές χρονικές περιόδους τους κλιματικούς χαρακτήρες μιας περιοχής, επηρεάζοντας με αυτόν τον τρόπο τόσο τη χλωρίδα όσο και τη βλάστηση στις περιοχές που εμφανίζονται. Επιδρούν επάνω στα φυτικά είδη είτε με αρνητικά αποτελέσματα είτε με θετικά και ο τρόπος που τελικά θα το πράξουν είναι αποτέλεσμα του συνδυασμού τους με άλλους παράγοντες που έχουμε ήδη αναλύσει, όπως είναι η σχετική υγρασία του αέρα και η θερμοκρασία, ενώ οι δυο παράγοντες που αναφέρονται ενδεικτικά όπως επηρεάζουν τις συνέπειες του ανέμου, επηρεάζονται από την κατεύθυνση του. Στην περιοχή μελέτης η διεύθυνση του ανέμου χωρίζεται με αρμονικό τρόπο καθώς οι μισοί μήνες του χρόνου χαρακτηρίζονται από βόρειας προέλευσης ανέμους ενώ οι άλλοι μισοί από νότιας προέλευσης. Πιο συγκεκριμένα βόρειοι άνεμοι επικρατούν κατά τον Ιανουάριο, τον Φεβρουάριο, τον Μάρτιο, τον Οκτώβριο, τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο, ενώ τους υπόλοιπους επικρατούν νότιοι άνεμοι. Βλέπουμε πως κατά την εποχή του καλοκαιριού επικρατούν ολοκληρωτικά οι νότιοι άνεμοι, όπως συμβαίνει βέβαια σε μικρότερο βαθμό την εποχή της άνοιξης, ενώ το

αντίθετο ακριβώς συμβαίνει τον χειμώνα και το φθινόπωρο χωρίς ωστόσο στις δύο αυτές εποχές να εξαλείφονται οι νότιοι άνεμοι(πίνακας 2.3.5.1 και Εικ. 2.3.5.1). Πίνακας 2.3.5.1 Συμβολή κατεύθυνσης και έντασης ανέμου ανά μήνα, από το 1955 έως το 1997, Πάτρα 1 ο Εξάμηνο ΙΑΝ ΦΕΒ ΜΑΡ ΑΠΡ ΜΑΙ ΙΟΥΝ ΜέσηΜηνιαία ΔιεύθυνσηΑνέμων ΒΑ ΒΑ ΒΑ ΝΔ ΝΔ ΝΔ ΜέσηΜηνιαία Ένταση Ανέμων 4.8 5.0 5.1 5.1 4.4 4.5 2 ο Εξάμηνο ΙΟΥΛ ΑΥΓ ΣΕΠ ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ ΜέσηΜηνιαία ΔιεύθυνσηΑνέμων ΝΔ ΝΔ ΝΔ ΒΑ ΒΑ ΒΑ ΜέσηΜηνιαία Ένταση Ανέμων 4.4 4.3 4.3 4.1 4.4 4.6

Εικόνα 2.3.5.1 Ένταση ανέμου ανά μήνα στην περιοχή Πατρών (ΕΜΥ, περίοδος 1955-1997) 2.3.6 Βιοκλιματικά στοιχεία Το βιοκλίμα της περιοχής μελέτης ανιχνεύθηκε μέσω διαφορετικών διαδικασιών που χρησιμοποιήθηκαν: A. Η μέθοδος διάκρισης των βιοκλιματικών ορόφων του μεσογειακού βιοκλίματος με βάση τον βροχοθερμικό δείκτη (Q2) του Emberger και το κλιματικό διάγραμμα Emberger- Sauvage. Αποτελεί μέθοδο καθορισμού των βιοκλιματικών ορόφων (ή ζωνών) του μεσογειακού κλίματος σύμφωνα με την μεταβολή της θερμοκρασίας και της βροχόπτωσης. Η μέθοδος αυτή στηρίζεται στην αρχή ότι η καθ ύψος διαδοχή της θερμοκρασίας και της βροχόπτωσης εκφράζεται με την καθ ύψος διαδοχή της βλάστησης. Στην περιοχή της Μεσογείου ο Emberger διακρίνει 7 βιοκλιματικούς ορόφους (βιοκλίματα) που είναι με: 1. Μεσογειακό πολύ ξηρό (ερημικό) κλίμα (σαχαρινό) 2. Μεσογειακό ξηρό κλίμα 3. Μεσογειακό ημίξηρο κλίμα 4. Μεσογειακό ύφυγρο κλίμα

5. Μεσογειακό υγρό κλίμα 6. Μεσογειακό υπέρυγρο κλίμα 7. Μεσογειακό κλίμα υψηλών ορέων Τα επί μέρους αυτά βιοκλίματα ή βιοκλιματικοί όροφοι υποδιαιρούνται σε πέντε παραλλαγές ή υπό-ορόφους, θερμό, εύκρατο, δροσερό, ψυχρό και πολύ ψυχρό. Η διάκριση αυτή γίνεται με βάση τη μέση τιμή των ελάχιστων θερμοκρασιών του ψυχρότερου μήνα (m C) ως εξής: 1. m > 7 C = θερμός υποόροφος, χειμώνας θερμός χωρίς παγετούς. 2. 3 C < m < 7 C = εύκρατος, χειμώνας ήπιος: παγετοί σπάνιοι. 3. 0 C < m < 3 C = δροσερός, χειμώνας ψυχρός: παγετοί συχνοί. 4. -10 C < m < 0 C = ψυχρός, χειμώνας δριμύς: παγετοί συχνοί,διαρκείας. 5. m < -10 C = πολύ ψυχρός, χειμώνας πολύ δριμύς: παγετοίπαρατεταμένοι. Ο βροχοθερμικός ή ομβροθερμικός δείκτης (Q2) του Emberger δίδεται από τον τύπο: ( )( ) Όπου, P: Ετήσια βροχόπτωση σε mm M: Μέσος όρος των μέγιστων θερμοκρασιών του θερμότερου μήνα σε απόλυτους βαθμούς m: Μέσος όρος των ελάχιστων θερμοκρασιών του ψυχρότερου μήνα σε απόλυτους βαθμούς Στην περιοχή μελέτης Μ= 32, 8 C + 273,2= 306 K και m =5,9 C + 273.2 =279,1 K, ενώ το P= 523,6 mm, άρα Q2=43,6. Έτσι βλέπουμε ότι η περιοχή μελέτης ανήκει στον ημίξηρο βιοκλιματικό όροφο με χειμώνα σχετικά ήπιο. Τονίζεται δε πως όσο μικρότερη τιμή έχει ο δείκτης Q2, τόσο ξηρότερο είναι το μεσογειακό βιοκλίμα. Β. Η εκτίμηση της διάρκειας της ξηρής περιόδου. Για την εκτίμηση αυτή, οι Bagnoulis & Gaussen (1957) απεικονίζουν σε ένα διάγραμμα την ετήσια πορεία της μέσης μηνιαίας θερμοκρασίας σε C και της μέσης μηνιαίας βροχόπτωσης σε mm(εικ. 2.3.6.1). Στον οριζόντιο άξονα τοποθετούνται οι μήνες και στους κατακόρυφους η βροχόπτωση και η θερμοκρασία, με τη διαφορά ότι η κλίμακα του άξονα της θερμοκρασίας, είναι διπλάσια εκείνης της βροχόπτωσης. Ως ξηροί μήνες, χαρακτηρίζονται εκείνοι στους οποίους η καμπύλη των βροχοπτώσεων βρίσκεται

χαμηλότερα από αυτή της θερμοκρασίας ενώ το σύνολο των διαδοχικών ξηρών μηνών χαρακτηρίζεται ως ξηρή περίοδος. Εικόνα 2.3.6.1 Ομβροθερμικό διάγραμμα της περιοχής μελέτης. Στο ομβροθερμικό διάγραμμα επιβεβαιώνεται η μεσογειακή καταγωγή της περιοχής μελέτης, καθώς τέτοιου τύπου ομβροθερμικά είναι χαρακτηριστικά για τις μεσογειακές περιοχές. Παρατηρείται λοιπόν μια εκτεταμένη ξηρή περίοδος από τις αρχές κιόλας του Απριλίου η οποία διαρκεί μέχρι και τα μέσα του μήνα Οκτώβρη Συμπεραίνουμε δηλαδή πως η ξηρή περίοδος στην περιοχή μελέτης διαρκεί περίπου 7 μήνες. Ωστόσο οι μήνες που χαρακτηρίζουμε ως ξηρούς με τη βοήθεια των ομβροθερμικών διαγραμμάτων, δεν εμφανίζουν την ίδια ένταση ξηρασίας. Για αυτόν ακριβώς το λόγο έχει εισαχθεί μια νέα έννοια που χρησιμεύει ως μέτρο σύγκρισης, αυτή του ξηροθερμικού δείκτη ο οποίος υπολογίζεται από τον εμπειρικό τύπο: ( ) Όπου, j m : Συνολικός αριθμός ημερών του μήνα. J p : Ημέρες βροχής του μήνα. J r,b : Ημέρες δρόσου ή ομίχλης του μήνα. Fh: Συντελεστής σχετικής υγρασίας. Με τα ομβροθερμικά διαγράμματα και τους ξηροθερμικούς δείκτες (Χ) της ξηρής περιόδου γίνεται η παρακάτω υποδιαίρεση του μεσογειακού βιοκλίματος: 1.Ξηρο-θερμο-μεσογειακός χαρακτήρας 150<Χ<200

2.Θερμομεσογειακός έντονος χαρακτήρας 125<Χ<150 Θερμομεσογειακός ασθενής χαρακτήρας 100<Χ<125 3.Μεσογειακός έντονος χαρακτήρας 75<Χ<100 Μεσογειακός ασθενής χαρακτήρας 40<Χ<75 4.Υπομεσογειακός χαρακτήρας 0<Χ<40 5.Αξηρικός Χ=0 Στην περιοχή μελέτης ο ομβροθερμικός δείκτης είναι 43,6 και η μέση τιμή των ελάχιστων θερμοκρασιών του ψυχρότερου μήνα είναι 5,9. Με χρήση αυτών των τιμών καθώς και του κλιματικού διαγράμματος Emberger, συμπεραίνουμε πώς η περιοχή ανήκει στον ημίξηρο βιοκλιματικό όροφο, με χειμώνα ήπιο και έχει ασθενή Μεσογειακό χαρακτήρα (Εικ. 2.3.6.2).

Εικόνα 2.3.6.2 Κλιματικό διάγραμμα Emberger για τον μετεωρολογικό σταθμό του Αιγίου, περίοδος συλλογής μετρήσεων 1955-1997.

3.Χλωρίδα 3.1 Υλικά και μέθοδοι Αρχές δειγματοληψίας Προκειμένου να είναι μια χλωριδική μελέτη επαρκής και ολοκληρωμένη θα πρέπει να πραγματοποιηθεί σε τρία επίπεδα (Κουτσοθεοδωρής, 2008 ). Στο πρώτο επίπεδο επιλέγονται οι χρονικές περίοδοι κατά τις οποίες θα πραγματοποιηθούν συλλογές. Στη συνέχεια προσδιορίζονται οι περιοχές στις οποίες θα επικεντρωθούν οι συλλογές, ενώ τέλος επιλέγονται τα φυτικά δείγματα τα οποία αφού συλλεχθούν θα προσδιοριστούν. Για να θεωρηθεί ότι μια χλωριδική μελέτη ολοκληρώθηκε όπως είναι ευκόλως κατανοητό είναι αναγκαία η συλλογή του συνόλου των taxaπου φύονται στην περιοχή μελέτης. Κατά τη συγκεκριμένη μελέτη συλλέχθηκαν περίπου 650 δείγματα και έγιναν πολλές παρατηρήσεις πεδίου. Η πρώτη συλλογή πραγματοποιήθηκε στις 5 Νοεμβρίου του 2011 και οι συλλογές ολοκληρώθηκαν τον Σεπτέμβρη του 2012. Οι δειγματοληψίες όπως κρίνεται αναγκαίο έγιναν σε όλες τις εποχές του έτους, ωστόσο οι περισσότερες πραγματοποιήθηκαν κατά την άνοιξη καθώς τότε η πλειοψηφία των φυτών φέρει το σύνολο των διαγνωστικών ταξινομικών τους χαρακτηριστικών όπως είναι για παράδειγμα τα άνθη και οι καρποί. Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη όμως πως οι εποχές λόγω υψομέτρου, κλίματος και συνθηκών είναι ελαφρώς μετατοπισμένες. Διάκριση περιοχών μελέτης Η διάκριση των περιοχών μελέτης γίνεται λαμβάνοντας υπόψη μας πολλά κριτήρια. Τέτοια κριτήρια είναι η ετερογένεια των βιοτόπων, η προσβασιμότητα, η κατανομή των δειγματοληψιών σε όλη την περιοχή μελέτης καθώς επίσης και προηγούμενες βιβλιογραφικές αναφορές ή εργασίες. Έτσι στην περιοχή μελέτης διακρίθηκαν οι παρακάτω περιοχές δειγματοληψίας: α) περιοχή σε χαμηλότερο υψόμετρο, β) καλλιεργούμενη περιοχή, γ) διαταραγμένη λόγω ρίψης σκουπιδιών περιοχή, δ) περιοχή σε μεγαλύτερο υψόμετρο, ε) πηγές ποταμού, στ) οικισμοί, ζ) περιοχή που έχει γίνει προσπάθεια αναδάσωσης, η) δρόμοι από τον οικισμό Άγιο Παντελεήμων ως τον οικισμό Πετσάκοι, θ) βοσκότοποι Οι περιοχές αυτές επιλέχθηκαν βάσει ενός πολύ σημαντικού παράγοντα. Η περιοχή μελέτης εσωκλείει πολλούς και διαφορετικούς βιοτόπους κι έτσι κρίθηκε αναγκαία η κάλυψη όσο το δυνατόν καλύτερα του συνόλου τους.

Αν και παρατηρούνται βράχοι στην έκταση της περιοχής μελέτης, δεν μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε ιδιαίτερα βραχώδη, γι αυτό και η πλειοψηφία των παρατηρήσεων έγινε σε περιοχές με εδάφη όπου άλλωστε φύονται περισσότερα taxa, καθώς στις συγκεκριμένες περιοχές δεν είναι απαραίτητη η εμφάνιση κάποιας μορφής εξειδίκευσης από πλευράς φυτικών ειδών προκειμένου να είναι ικανά να επιβιώσουν. Παρακάτω παρατίθενται φωτογραφίες από τις διάφορες περιοχές όπου πραγματοποιήθηκαν συλλογές και χάρτες προσδιορισμού των επιμέρους περιοχών συλλογής: α. Περιοχή σε χαμηλό υψόμετρο β. Καλλιεργούμενη περιοχή

γ. Περιοχή διαταραγμένη λόγω ρίψης σκουπιδιών δ. Περιοχή μεγαλύτερου υψόμετρου

ε. Πηγές Σελινούντα στ. Οικισμοί ζ. Περιοχή όπου πραγματοποιείται προσπάθεια αναδάσωσης

η. Δρόμοι θ. Βοσκότοποι Θεωρήθηκε σκόπιμο για την κατανόηση των παραπάνω περιοχών να παρουσιαστούν οι χάρτες, στους οποίουςοριοθετούνται οις περιοχές συλλογής που επιλέχθηκαν (Εικ. 3.1.1-Εικ. 3.1.7).

Εικόνα 3.1.1 Χάρτης όπου επισημαίνεται η περιοχή α Εικόνα 3.1.2 Χάρτης στον οποίο έχουν επισημανθεί οι περιοχές β (γαλάζιο πλαίσιο ) και γ (κόκκινο πλαίσιο).

Εικόνα 3.1.3 Χάρτης στον οποίο φαίνεται η περιοχή συλλογής δ (καφέ χρώμα) και η περιοχή συλλογής ζ(κόκκινο χρώμα) Εικόνα 3.1.4 Χάρτης στον οποίο φαίνεται η περιοχή συλλογής ε (πράσινο χρώμα).

Εικόνα 3.1.5 Χάρτης στον οποίο παρατηρούνται οι περιοχές που απαρτίζουν την περιοχή στ. Εικόνα 3.1.6. Χάρτης στον οποίο επισημαίνεται η περιοχή συλλογής η.

Εικόνα 3.1.7 Χάρτης στον οποίο επισημαίνεται η περιοχή συλλογής θ. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως το τελικό στάδιο της δειγματοληψίας αφορά την επιλογή των δειγμάτων που θα συλλεχθούν για προσδιορισμό. Αυτό συμβαίνει γιατί στις περισσότερες των περιπτώσεων καθίσταται αρκετά δύσκολο να συλλεχθεί το σύνολο των φυτικών ειδών μιας περιοχής μελέτης. Για παράδειγμα αναφέρεται πως ένας άπειρος ερευνητής είναι πολύ πιθανό να μην παρατηρήσει μικρές διαφορές μεταξύ δυο δειγμάτων, να θεωρήσει ότι πρόκειται για το ίδιο φυτικό είδος και να μην συλλέξει ένα από αυτά. Πολύ σημαντική παράμετρο για την προηγούμενη παρατήρηση αποτελεί και το ίδιο το φυτικό είδος. Καθώς ένα πολύ μικρό φυτό ή ένα φυτό με άνθη που στερούνται έντονου χρώματος μπορεί και να μην παρατηρηθεί ποτέ από τον ερευνητή.

3.2 Ταξινομικός προσδιορισμός δειγμάτων Ο προσδιορισμός των δειγμάτων έγινε χάρη στην ύπαρξη ενός μεγάλου αριθμού συγγραμμάτων τα οποία και ήταν διαθέσιμα. Πιο συγκεκριμένα, έγινε χρήση και των δύο τόμων της FloraHellenica, Vol 1-2 (Strid & Tan, 1997-2002) για τον προσδιορισμός των φυτών που περιλαμβάνονται στους εν λόγω τόμους, ενώ προσδιορισμοί πραγματοποιήθηκαν και με την FloraEuropea Ι V (Tutin et al. (Eds.), 1964-1980). Για τον προσδιορισμό των δειγμάτων χρησιμοποιήθηκαν επίσης τα συγγράμματα Endemic Plants of Greece The Peloponnese (Tan & Iatrou, 2001), Plants of the Peloponnese (Strasser, 1996) Flora d Italia 1-3 (Pignatti, 1982), Red Data Book (Phitos et al., 1995), Red Data Book(Phitos et al., 2009) και Wild flowers of Greece (Γιώργος Σφήκας, 1999). Καθ όλη την διάρκεια της μελέτης πραγματοποιούταν συνεχής αναζήτηση στο Βοτανικό Μουσείο (Herbarium) του Πανεπιστημίου Πατρών προκειμένου να παρατηρηθούν δείγματα τα οποία είχαν παλαιότερα συλλεχθεί από την εν λόγω περιοχή μελέτης. Ενώ τελικό στάδιο των προσδιορισμών αποτέλεσε το ίδιο το Βοτανικό Μουσείο, όπου και πραγματοποιήθηκε σύγκριση των δειγμάτων μας με τα δείγματα τα οποία βρίσκονται κατανεμημένα σε αυτό. Η ονοματολογία των ειδών και υποειδών βασίστηκε, με προτεραιότητα στα συγγράμματα που έχουν εκδοθεί πιο πρόσφατα: Flora Hellenica, Vol 1-2 (Strid & Tan, 1997-2002), Endemic Plants οf Greece The Peloponnese (Tan & Iatrou, 2001), Flora Europaea (Tutin et al., 1968-1980), Mountain Flora of Greece (Strid, 1986;Strid& Tan 1991), Flora d Italia (Pignatti, 1982). Η ταξινόμηση των πτεριδόφυτων και γυμνοσπέρμων σε οικογένειες έγινε με βάση το Med-Checklist Vols 1, 3, 4 (Greuter et al., 1968-1980) και τη Flora Hellenica, Vol 1-2 (Strid & Tan, 1997-2002) αντίστοιχα, καθώς επίσης και το Vascular Plants of Greece (Dimopoulos κ.ά., 2013). Η ταξινόμηση των αγγειοσπέρμων σε οικογένειες έγινε με βάση το Angiosperm Phylogeny Group (APG) II& ΙΙΙ (2003 και 2009, αντίστοιχα). Ενώ επιπλέον για την ταυτοποίηση των ονομάτων των φυτικών ειδών χρησιμοποιήθηκε το Med-Checklist Vol 1, 3, 4 (Greuter et al., 1968-1980). Επίσης χρησιμοποιήθηκε η μελέτη «ΟΡΗ ΜΠΑΡΜΠΑΣ, ΚΛΩΚΟΣ & ΦΑΡΑΓΓΙ ΣΕΛΙΝΟΥΝΤΑ>> η οποία πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του έργου «Διαχειριστικές Δράσεις Περιοχών Ειδικής Προστασίας (SPAs) στην Ελλάδα», το οποίο εκτελέστηκε βάσει του συμβολαίου B4 3200/ 97/ 243 μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής Έρευνας (ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε.)

Τέλος δεν γίνεται να μην αναφερθεί το σύγγραμμα το οποίο έθεσε τις βάσεις της συγκεκριμένης μελέτης, το οποίο δεν ήταν άλλο από το Conspectus florae Graecae (Halácsy, 1900-1908). 3.2.1 Προσδιορισμός βιομορφών και διάκριση χωρολογικών στοιχείων Για την αναγραφή των βιομορφών των δειγμάτων που συλλέχθηκαν έγινε χρήση των εννοιών και των συμβολισμών που δίνονται στη Flora d Italia (Pignatti, 1982). Οι βιομορφές προσδιορίστηκαν με βάση το σύστημα Raunkiaer (1934), το οποίο αργότερα τροποποιήθηκε από τους Ellenberg (1956), Braun-Blanquet (1964) και Ellenberg & Muller Dombois (1967). Οι συμβολισμοί και οι έννοιες που χρησιμοποιούνται στην εργασία δίδονται παρακάτω. P: Φανερόφυτα Δενδρώδη, θαμνώδη και αναρριχώμενα φυτά με οφθαλμούς ανανέωσης σε ύψος τουλάχιστον 25-30cm επάνω από το έδαφος. Pcaesp: Φανερόφυτα θαμνώδη Plian: Φανερόφυτα αναρριχώμενα Pscap: Φανερόφυτα δενδρώδη Psucc: Φανερόφυτα σαρκώδη Ch: Χαμαίφυτα Νανώδεις θάμνοι, ποώδη, σαρκώδη με χαμηλό βλαστό και έρποντα φυτά, ξυλώδη μόνο στη βάση, με ανανεωτικά όργανα πάνω από την επιφανειακού εδάφους, αλλά ευρισκόμενα μόλις υψηλότερα από 25cm. Chfrut: Χαμαίφυτα θαμνώδη Chpulv: Χαμαίφυτα προσκεφαλοειδή Chrept: Χαμαίφυτα έρποντα Chsucc: Χαμαίφυτα σαρκώδη

Chsuffr: Χαμαίφυτα ημιθαμνώδη Η: Ημικρυπτόφυτα Κυρίως διετή και πολυετή ποώδη φυτά με οφθαλμούς ανανέωσης πάνω ή λίγο κάτω από την επιφάνεια του εδάφους όπου προστατεύονται από τα υπολείμματα νεκρών φύλλων και κλαδιών και βλαστάνουν τον επόμενο χρόνο. Hbienn: Ημικρυπτόφυτα διετή Hcaesp: Ημικρυπτόφυτα θυσανοειδή Hrept: Ημικρυπτόφυτα έρποντα Hros: Ημικρυπτόφυτα ροδακοειδή Hscap: Ημικρυπτόφυτα βλαστοειδή G: Γεώφυτα Πολυετή ποώδη φυτά που δημιουργούν υπόγειο αποθησαυριστικό όργανο όπως βολβό, ρίζωμα ή κόνδυλο. Οφθαλμοί ανανέωσης κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Gbulb: Γεώφυτα βολβώδη, κονδυλώδη Grhiz: Γεώφυτα ριζωματώδη T: Θερόφυτα Μονοετή ποώδη φυτά, τα οποία επιβιώνουν με τη μορφή σπερμάτων τη δυσμενή για αυτά περίοδο του έτους. Είναι φυτά προσαρμοσμένα σε ακραία περιβάλλοντα όπου επικρατούν ξηρές, θερμές ή ψυχρές συνθήκες. Tros: Θερόφυτα ροδακοειδή Tcaesp: Θερόφυτα θυσανοειδή Tpar: Θερόφυτα παρασιτικά Trept: Θερόφυτα έρποντα

Tscap: Θερόφυτα βλαστοειδή Όσο αφορά τους χωρολογικούς τύπους που απαντούν στην χλωρίδα του Κλωκού, χρησιμοποιήθηκαν τα συγγράμματα Flora d Italia (Pignatti, 1982), Med-Checklist (Greuter et al., 1984-1989), Flora Hellenica (Strid & Tan, 1997-2002) και Endemic Plants of Greece The Peloponnese (Tan & Iatrou, 2001). Οι χωρολογικοί τύποι των taxa ομαδοποιήθηκαν σε χωρολογικές ενότητες όπως φαίνεται παρακάτω. Κοσμοπολίτικη - Υποκοσμοπολίτικη Cosmop., Subcosmop. Εύκρατη Palaeotemp. Αμερικανική American, S American, Trop.-American, C & S American Ασιατική E Asiatic, SE Asiatic, SW Asiatic, C Asiatic, SW & C Asiatic Αυστραλιανή Australian Αφρικανική S African, NE African Ευρωπαϊκή S European, SE Europ.-Subsiber. Μακαρονησιωτική Macaronesian E Medit.-Turan., Eurymedit.-Atl., Eurymedit.-

Macarones., Eurymedit.-Turan, Medit.-Atl., Μεσογειακή - Εξωμεσογειακή Medit.-Macarones, Medit.-Turan, S Stenomedit. Macarones., Stenomedit.-Macarones., Stenomedit.-Atl., Stenomedit.-N Orient. C & E Medit., E Medit., E Stenomedit. Eurymedit. Μεσογειακή N & E Medit., N Medit., N Stenomedit., NE Medit., NE Stenomedit., Stenomedit., W Medit. Βαλκανική Balcan. Ελληνική Endem. Ωστόσο στην παρούσα εργασία οι μεγάλες ομάδες γεωστοιχείων είναι οι παρακάτω: - Κοσμοπολιτικά Υποκοσμοπολιτικά στοιχεία: Είναι taxa τα οποία εμφανίζουν σήμερα μια ευρεία κατανομή σε όλο τον κόσμο (κοσμοπολιτικά) ή η παγκόσμια εξάπλωσή τους διακόπτεται σε ορισμένες μεγάλες περιοχές, όπως ήπειροι ή κλιματικές ζώνες (υποκοσμοπολιτικά). - Εύκρατα στοιχεία: Είναι taxa τα οποία παρουσιάζουν κύρια εξάπλωση στις κλιματικά εύκρατες περιοχές της Ευρώπης, Ασίας και Βόρειας Αφρικής. - Ευρωπαϊκά στοιχεία: Είναι taxa με κύρια περιοχή εξάπλωσης στη μη μεσογειακή περιοχή της Ευρώπης. - Μεσογειακά Εξωμεσογειακά γεωστοιχεία: Εδώ περιλαμβάνονται τα διπλόχωρα taxa των οποίων η περιοχή εξάπλωσης περιλαμβάνει τη Μεσόγειο και μια γειτονική της Μεσογείου περιοχή. - Μεσογειακά γεωστοιχεία: Είναι taxa τα οποία παρουσιάζουν ως κύρια περιοχή εξάπλωσής τους ολόκληρη η μεσογειακή λεκάνη ή τμήματά της. Τα taxa αυτά μπορούμε να τα εντάξουμε σε υποενότητες ανάλογα με το αν η εξάπλωσή τους

περιορίζεται στις μεσογειακές ακτές (στενομεσογειακά) ή επεκτείνονται και προς τα ηπειρωτικά (ευρυμεσογειακά). Ανάλογα μπορούμε να διακρίνουμε υποενότητες στην περίπτωση που η εξάπλωση κάποιων taxa περιορίζεται σε ένα τμήμα της μεσογειακής λεκάνης (Ανατολικομεσογειακά, Δυτικομεσογειακά κλπ.). - Βαλκανικά γεωστοιχεία: Είναι taxa των οποίων η γεωγραφική εξάπλωση περιορίζεται στη Βαλκανική Χερσόνησο. - Ελληνικά γεωστοιχεία: Είναι τα ελληνικά ενδημικά taxa. Η εξάπλωση των taxa αυτών περιορίζεται στο χώρο της Ελλάδας. Όλα τα taxa διαχωρίστηκαν σε αυτόχθονα και αλλόχθονα ανάλογα με την προέλευση τους, την βιογεωγραφική σκοπιά θεώρησης σύμφωνα με τους ορισμούς και τις έννοιες που προτείνονται από τους Κρίγκα και Δαρδιώτη (2008). Θα πρέπει να τονίσουμε πως οποιοδήποτε taxon απαντά ως αυτόχθον ακόμα και σε μια μόνο περιοχή της χώρας μας, θεωρήθηκε ως αυτόχθον για την περιοχή μελέτης. Αντίθετα αντιμετωπίστηκε ως αλλόχθον στην αντίθετη ακριβώς περίπτωση. 3.3 Αποτελέσματα 3.3.1 Συντομογραφίες και σύμβολα που χρησιμοποιήθηκαν α) περιοχή σε χαμηλότερο υψόμετρο β) καλλιεργούμενη περιοχή γ) διαταραγμένη λόγω ρίψης σκουπιδιών περιοχή δ) περιοχή σε μεγαλύτερο υψόμετρο ε) πηγές ποταμού στ) οικισμοί ζ) περιοχή που έχει γίνει προσπάθεια αναδάσωσης η) δρόμοι από τον οικισμό Άγιο Παντελεήμων ως τον οικισμό Πέτσακοι θ) βοσκότοποι

3.3.2 Χλωριδικός κατάλαγος Παρακάτω παρατίθεται ο χλωριδικός κατάλογος όπως αυτός σχηματίστηκε και ολοκληρώθηκε από τις συλλογές που πραγματοποιήθηκαν, τις παρατηρήσεις στο πεδίο μελέτης που έγιναν και την συνεισφορά των βιβλιογραφικών καθώς και των φυτικών ειδών που είναι κατανεμημένα στο Βοτανικό Μουσείο. GYMNOSPERMAE Pinaceae Pinus nigra J.F.Arnold: Pscap, Medit.; δ. ANGIOSPERMAE DICOTYLEDONEAE Anacardiaceae Pistacia lentiscus (L.): Pcaesp, S Stenomedit-macarones; δ. Apocynaceae Vinca herbarea Waldst. & Kit.: Chrept, Medit.; δ. Apiaceae Orlaya daucoides (L.)Greuter in Greuter & Rech. f.: Tscap, E Medit. ; δ. Pimpinella tragium Vill.: Chsuffr, Balcan; δ. Scaligeria napiformis(spreng.)grande: Hscap, E Medit.; γ. Scandix australis L.: Tscap, Stenomedit.; β.

Scandix pecten-veneris L.: Tscap, Palaeotemp.; β. Tordyllium apulum L.: Tscap, Stenomedit.; γ. Araliaceae Hedera helix L.: Plian, Stenomedit.-atl.; δ. Asteraceae Anthemis cf orientalis (L.)Degen: Hscap, Stenomedit.-Orient.; δ. Anacyclus radiatus(loisel): Tscap, Stenomedit; δ. Anthemis cf cotula L.: Tscap, Eurymedit.; δ. Anthemis tinctoria L.: Hbienn, E Stenomedit.; δ. Bellis annua L.: Tscap, Eurymedit.; γ. Bellis perennis L.: Hros, Circumbor.; στ. Calendula arvensis L.: Tscap, Eurymedit.; δ/θ/στ. Centaurea cf triumpfetii(all.) A.Love & D.Love: Hscap, S European; δ. Centaurea zucharinniana DC.: H, Balcan; δ. Cirsium hipopsylum Boiss. &Heldr. in Boiss.: Hscap, Endem.; δ. Erigeron bonariensis L.: Tscap, Trop.-American; δ. Crepis cf neglecta L.: Tscap, Eurymedit. ; δ. Crupina crupinastrum (Moris)Vis.: Tscap, Eurymedit.; δ. Fillago arvensis L.: Tscap, Eurymedit.; β. Pilosela leucopsilon subsp pilisquama (Nageli & Peter)Gottschl in Greuter & Raus.: Hros, S & E European; δ. Hieracium graecum Boiss. &Heldr. in Boiss.: Hscap, Endem.; δ. Taraxacum officinale L..: Hros, Circumbor.; δ. Hypochaeris achyrophorus L.: Tscap, Stenomedit.; στ. Inula verbascifolia(willd.)hausskn: Chsuffr, Endem.; δ.

Lactuca viminea(l.)j.presl &C.Presl: Hbienn, Eurymedit- S & W Asiatic; γ. Leontodon tuberosus L.: Hros, Stenomedit.; δ. Leontodon cf crispus Vill.: Hros, S & E European; δ. Matricaria chamomilla L.: Tscap, S & E Asiatic; β. Scolymus hispanicus L.: Hscap, Eurymedit.; δ. Podospermum laciniatum(l.)dc. in Lam. & DC.: H, Palaeotemp.; δ. Scorzonera mollis M.Bieb.: Grhiz, E Medit.; δ. Senecio leucanthemifolius Poir.: Tscap, Stenomedit.; β. Tragopogon dubius Scop.: H, S European; β. Tusilago farfara L.: Grhiz, Palaeotemp.; δ. Reichardia picroides(l.)roth: Hscap, Stenomedit.; στ. Picris sp. L.: Tscap, N Medit.; η. Boraginaceae Alkana tinctoria Tausch: Hscap, Eurymedit.; γ. Anchusa azurea Mill.: Hscap, Medit.; γ. Anchusa officinalis L.: Hscap, Medit.; θ/στ/η. Echium italicum L.: Hbienn, Eurymedit.; γ. Myosotis nemorosa Besser: Hbienn, European; δ. Brassicaceae Aethionema saxatile(l.) R.Br. in W.T.Aiton: Chsuffr, Balcan; δ. Arabis verna (L.) R.Br. in W.T.Aiton: Tscap, Stenomedit.; γ. Calepina irregularis (Asso) Thell.: Tscap, Medit-turan; γ. Capsella bursa pastroris(l.) Medik.: Tscap, Cosmop.; β. Cardamine graeca L.: Tscap, N Medit.; ε.

Cardamine hirsuta L.: Tscap, Cosmop.; γ. Sinapis cf. sp. L.: Chsuffr, Stenomedit.; δ. Eruca vesicaria(l)cav.: Tscap, Medit.-turan; γ. Erysimum pusillum Bory & Chaub. in Bory: Hscap, Endem.; δ. Lepidium draba L.: Hscap, Medit.-turan; δ. Lunaria annua L.: Hscap, S & E European; δ. Sinapis alba L.: Tscap, Palaeotemp.; δ. Sissymbrium officinale (L.)Scop: Tscap, Subcosm.; δ. Noccaea graeca (Jord.)F.K.Mey.: Hcaesp, Endem.; δ. Microthlaspi perfoliatum(l.)f.k.mey.: Tscap, palaeotemp.; β. Campanulaceae Campanula spatulata Sm. in Sibth. &Sm.: Hscap, Balcan; β. Capparaceae Capparis spinosa L.: Chfrut, Medit.; β. Caryophyllaceae Cerastium illyricum Ard.: Tscap, Endem.; δ. Petrorhagia glumacea (Bory & Chaub.)P.W.Ball & Heywood: Tscap, Endem.; δ. Petrorhagia illyrica(l.) P.W.Ball & Heywood : Hcaesp, Balcan; δ. Saponaria bellidifolia Sm.: Hcaesp, N Medit.; β. Silene cretica L.: Tscap, E Stenomedit.; δ. Stellaria media(l.)vill. : Trept, Cosmop.; η/δ.

Chenopodiaceae Blitum bonus-henricus(l.) Rchb.: Hscap, Circumbor.; δ. Cistaceae Cistus creticus L.: Chfrut, E Stenomedit.; β. Cistus salvifolius L.: Chfrut, Eurymedit.; θ/στ. Fumana thymifolia (L.)Webb.: Chsuffr, Eurymedit.; η/δ. Helianthemum hymettium Boiss. & Heldr. in Boiss.: Chsuffr, Endem.; δ. Helianthemum numularium(l.)mill.: Chsuffr, European; γ. Convolvulaceae Convolvulus betonicifolius Mill.: G, Medit. S & W Asiatic; α. Convolvulus cantabrica L.: Hscap, Eurymedit.; δ. Crassulaceae Sedum caespitosum(cav.)dc.: Tscap, Eurymedit.; δ. Sedum hispanicum L.: Tscap, Palaeotemp.; δ.

Dipsacaceae Knautia integrifolia(l.)bertol. : Tscap, Eurymedit.; γ. Lomelosia brachiata(sm.)greuter &Burdet in Greuter &Raus: Tscap, E Medit.; δ. Ericaceae Arbutus adrachne L.: NP-Fr, E Stenomedit.; δ. Arbutus unedo L.: NP-Fr, Stenomedit.; α. Euphorbiaceae Euphorbia apios L.: Gbulb, Medit.; δ. Euphorbia chamaesyce L.: Trept, Medit. ; δ. Euphorbia helioscopia L.: Tscap, Cosmop.; α. Mercuriallis annua L.: Tscap, Palaeotemp.; δ. Fabaceae Anthyllis vulneraria L.: Hscap, Eurymedit.; δ. Colutea arborescens L.: Pcaesp, Eurymedit.; δ. Cercis siliquastrum L.: Pscap, Eurymedit.; α. Coronilla cf scorpioides(l.) W.D.J. Koch: Tscap, European; δ. Coronilla valentina subsp. glauca(l.) Batt. in Batt.& Trabut: Chfrut, Medit.; δ.

Dorycnium hirsutum(l.)ser. in DC.: Chsuffr, Eurymedit.; θ. Dorycnium herbaceum Vill.: Chsuffr, S European; δ. Lathyrus cf annus L.: Tscap, Medit. S & W European; δ. Lathyrus cf hirsutus L.: Tscap, Eurymedit.; δ. Lathyrus cf sativus L.: Tscap, Medit.; η. Trifolium sp. L.: Tscap, Eurymedit.; δ. Medicago sp. L.: Tscap, Eurymedit.; α. Medicago minima (L.)Bartal. : Tscap, Palaeotemp.; δ. Onobrychis cf alba (Waldst.& Kit.) Desv. /Trifolium arvense L.: Chsuffr, Palaeotemp.; η/δ. Onobrychis arenaria(kit.)dc.: H, European; δ. Onobrychis ebenoides (Boiss. &Spruner in Boiss.): Chsuffr, Endem.; δ. Robinia pseudacacia L.: MP-Ar, N American; δ. Spartium junceum L.: NP-Fr, Eurymedit.; α. Trifolium angustifolium L.: Tscap, Eurymedit.; δ. Trifollium aurantiacum Boiss. & Spruner in Boiss.: Tscap, Balcan; γ. Trifollium glomeratum L.: T, Eurymedit.; δ. Trifollium campestre Schreb. in Sturm: Tscap, European; δ. Trifollium cf stellatum L.: Tscap, Eurymedit.; δ. Trigonella spicata Sm. in Sibth.& Sm.: T, E Medit.; δ. Vicia sp. L.: Tscap, Eurymedit.; α. Vicia cracca L.: Hscap, Circumbor.; δ. Vicia pannonica subsp. striata(m.bieb.)nyman: Tscap, Eurymedit.; δ. Vicia villosa Roth: Tscap, Stenomedit.-Orient.; γ. Vicia villosa subsp. microphylla(d Urv.) P. W. Ball: Tscap, E Medit; δ.

Fagaceae Castanea sativa Mill.: PM-Ar, S European; δ. Quercus coccifera L.: MP, Stenomedit.; ζ. Quercus petraea(mattuschka)liebl.: MP-Ar, European; δ. Quercus pubescens Willd.: MP-Ar, S & E European; δ. Fumariaceae Fumaria petteri Rchb.: Tscap, Stenomedit.-Oriental; β. Gentianaceae Centaurium erythraea Rafn.: Hscap, Palaeotemp.; α. Geraniaceae Erodium malacoides(l.)l Her. in Aiton: Tscap, Medit.; α. Geranium macrostylum Boiss.: Hscap, Balcan; δ. Geranium molle L.: Tscap, Subcosmop.; α. Geranium rotundifolium L.: Tscap, Palaeotemp.; δ. Geranium tuberosum L.: G, S European; δ. Hypericaceae Hypericum perfoliatum L.: Hscap, Palaeotemp.; γ. Hypericum triquetrifolium Turra: H, Medit. S & W Asiatic; β.

Lamiaceae Ajuga reptans L.: Hrept, European; δ. Ballota acetabulosa (L.)Benth.: Chfrutt, Medit.; δ. Lamium amplexicaule L.: Tscap, Palaeotemp.; β/γ. Lamium moshatum Mill. subsp. moschatum: Tscap, European -Asiatic; η. Phlomis fruticosa L.: Pcaesp, N Stenomedit.; ζ. Salvia verbenaca L.: Hscap, Medit.-atl.; δ. Stachys cretica L.: Hscap, E Medit.; δ. Stachys cf parolini Vis.: H, Endem.; β. Teucrium chamaedrys L.: Chsuffr, Eurymedit.; η. Teucrium capitatum L.: Chsuffr, Stenomedit.; ζ. Teucrium scordium subsp. scordioides (Schreb.) Arcang.: Hscap, Stenomedit.; δ. Linaceae Linum elegans Spruner ex Boiss.: Chsuffr, Balcan; δ. Malvaceae Malva multiflora(cav.)soldano, Banfi& Galasso in Banfi,Galasso & Soldano: Tscap,Stenomedit.; β. Malva cretica Cav.: Tscap, Stenomedit.; γ.

Oleaceae Olea europea L.: Pcaesp, Eurymedit.; α. Onagraceae Epilobium tetragonum L.: H, Palaeotemp.; γ. Oxalidaceae Oxalis pes-caprae L.: Gbulb, S African; δ. Papaveraceae Papaver dubium L.: Tscap, Medit-Turan; στ. Platanaceae Platanus orientalis L.: Pscap, E Medit; δ. Plumbaginaceae Limonium cancellatum Bernh. ex Bertol.:, ; δ. Primulaceae Anagalis arvensis L.: Trept, Subcosmop.; β. Cyclamen rhodium Gorer ex O.Schwarz & Lepper): Gbulb, Endem.; δ. Ranunculaceae Anemone apenina subsp. blanda(schott & Kotschy)Nyman: Grhiz, E Stenomedit.; δ.

Anemone pavonina Lam.: Gbulb, Stenomedit.; δ. Clematis flammula L.: Plian, Eurymedit.; ζ. Ficaria verna subsp. ficariiformis(f.w.schultz)b.walln.: Gbulb, Eurymedit.; ε. Ranunculus paludosus Poir.: Hscap, Eurymedit.; δ. Ranunculus sprunerianus Boiss.: Hscap, E Medit.; δ. Rosaceae Aremonia agrimonoides(l.)dc.: Hros, N & E Medit.; δ. Prunus dulcis(mill.)d.a. Webb: Pcaesp, S & W & C Asiatic; β. Prunus webii(spach)vierh.: Pcaesp, E Medit.; β. Rosa agrestris Savi: Pcaesp, Eurymedit.; ζ. Rosa canina L.: Pcaesp, Palaeotemp.; δ. Sanquisorba minor Scop.: Hscap, Eurymedit.; ζ. Rubiaceae Asperula lutea Sm. in Sibth. &Sm.: Chsuffr, Endem.; δ. Galium debile Desv.: H, Eurymedit.; ζ. Galium divaricatum Lam.: Tscap, Stenomedit.; ζ. Galium laconicum Boiss. & Heldr.in Boiss.: Hscap, Balcan; δ. Sherardia arvensis L.: Tscap, Subcosmop.; δ. Salicaceae Populus alba L.: Pscap, Palaeotemp.; δ. Populus nigra L.: MPscap, Palaeotemp.; δ.

Saxifragaceae Saxifraga sibthorpii Boiss.: Hbienn, Endem.; η. Saxifraga tridactylites L.: Tscap, Palaeotemp.; δ. Scrophulariaceae Verbascum sp. L.: Hbienn, Balcan; δ. Valerianaceae Centranthus ruber(l.)dc. in Lam. & DC.: Chsuffr, Eurymedit.; β. Valerianella carinata Loisel.: Tscap, Eurymedit.; ζ. Valerianella dioscoidea(l.)loisel.: Tscap, Eurymedit.; ζ. Valerianella echinata(l.)dc. in Lam. & DC.: Tscap, Eurymedit.; β. Veronicaceae Veronica cymballaria Bodard.: Trept, Eurymedit.; ζ. Veronica hederifolia L.: Trept, European - Asiatic; β. Veronica persica Poir. In Lam. & Poir.: Trept, Palaeotemp.; γ. Violaceae Viola kitaibeliana Schult. in Roem. & Schult.: Tscap, Eurymedit.; ζ.

MONOCOTYLEDONEAE Alliaceae Allium guttatum Steven: Gbulb, Stenomedit.; δ. Amaryllidaceae Sterbergia lutea(l.)ker-gawl. Ex Spreng.: Gbulb, Medit.; δ. Araceae Arisarum vulgare O.Targ.Tozz.: Grhiz, Stenomedit.; β. Asparagaceae Asparagus acutifolius L.: Chfrut, Stenomedit.; δ/η. Asphodelaceae Asphodeline lutea(l.)rchb.: G, E Medit.;η. Hyacinthaceae Muscari pulcheluum Heldr. & Sartori ex Boiss.: G, Endem. ; δ. Muscari neglectum Guss. ex Ten.: Gbulb, Eurymedit.; β. Muscari commutatum Guss.: Gbulb, C & E Medit.; β. Ornithogalum cf gussonei Ten.: Gbulb, Stenomedit.; β/η. Ornithogalum cf fimbriattum Wild.: Gbulb, S & E European; δ.

Scilla nivalis L.: Gbulb, C European; δ. Iridaceae Crocus olivieri J.Gay: Gbulb, Balcan; δ. Iris unguicularis Poir.: Grhiz, E Medit; στ. Liliaceae Tulipa australis Link:G,Medit.-S & W Asiatic; δ. Orchidaceae Anacamptis coriophora subsp. coriophora(l.)r.m Bateman,Pridgeon & M.W. Chase): G, European S & W Asiatic; δ. Orchis quadripunctata Cirillo ex Ten.: Gbulb, Stenomedit.; δ. Poaceae Aegilops neglecta Bertol.: Tcaesp, Eurymedit.; δ. Avena sterilis L.: Tcaesp, Eurymedit.; δ. Brachypodium distachyon(l.)p. Beauv.: Tscap, Stenomedit.; γ. Bromus lanceolatus Roth: T, Palaeotemp.; δ. Dactylis glomerata L.: Hcaesp, Eurymedit.; δ. Koeleria lobata(m.bieb.)roem. & Schult.: Hcaesp, Medit.; γ. Melica ciliata L.: Hcaesp, Palaeotemp.; δ.

3.4 Xλωριδική ανάλυση Στην περιοχή μελέτης κατά τη διάρκεια της παρούσας εργασίας καταγράφηκαν 210 taxa. Θα πρέπει να τονίσουμε και να σημειώσουμε πως η παρούσα χλωριδική λίστα δεν εμφανίζει όλα εκείνα τα φυτικά είδη που είχανε καταγραφεί και σημειωθεί σε προηγούμενες. Αυτό όπως είναι ευκόλως κατανοητό είναι αποτέλεσμα των φυσικών καταστροφών που συνέβησαν στα χρόνια που μεσολάβησαν στην περιοχή και της μη οργανωμένης αντιμετώπισης αυτών. Αν και έχουνε πραγματοποιηθεί ενέργειες για την αποκατάσταση των καταστροφών, τόσο η παράνομη υλοτομία και η βόσκηση όσο και η αδιαφορία των αρχών δεν έχουν βοηθήσει αρκετά προς αυτήν την κατεύθυνση. Παρατίθεται o πίνακας 3.4.1με πιο συγκεκριμένα στοιχεία και συγκεντρωτικά αποτελέσματα): Πίνακας 3.4.1 Συμμετοχή και εκπροσώπηση στην χλωρίδα της περιοχής Συστηματική Οικογένειες Γένη Taxa(Είδη και Ποσοστό (%) μονάδα υποείδη) Pteridopheta 0 0 0 0 Gymnospermae 1 1 1 1 Dicotyledones 40 122 186 88 Monocotyledones 9 20 23 11 Σύνολο 50 143 210 100 Παρατίθεται επίσης στατιστικό γράφημα απεικόνισης των στοιχείων(εικ. 3.4.1):

Pterydopheta Gymnospermae Dicotyledones Monocotyledones Εικόνα 3.4.1 Συμμετοχή στην χλωρίδα της περιοχής Οι οικογένειες οι οποίες είχαν περισσότερους από πέντε (5) αντιπροσώπους είναι οι: Αpiaceae (7), Αsteraceae (33), Βoraginaceae (5), Βrassicaceae (15), Caryophyllaceae (5), Cistaceae (5), Fabaceae (29), Geraniaceae (5), Lamiaceae (5), Ranunculaceae (7), Rosaceae (6), Rubiaceae (5), Hyacinthaceae (5), Poaceae (7). Παρατίθεται σχετικό διάγραμμα για καλύτερη κατανόηση του προαναφερθέντος (Εικ. 3.4.2): 35 30 25 20 15 10 5 0 Αριθμός Taxa ανα οικογένεια

Εικόνα 3.4.2 Αριθμός taxa ανά οικογένεια όπως αναγνωρίστηκαν Στον πίνακα 3.4.2 παρατίθεται η σύγκριση των οικογενειών με περισσότερους των 5 αντιπροσώπων τους μεταξύ Μονοκοτυλήδονων και Δικοτυλήδονων : Πίνακας 3.4.2 Σύγκριση οικογενειών και αντιπροσώπων μεταξύ Μονοκοτυλήδονων και Δικοτυλήδονων. Δικοτυλήδονα Μονοκοτυλήδονα Οικογένειες Αριθμός Taxa Οικογένειες Αριθμός Taxa Αpiaceae 7 Hyacinthaceae 7 Αsteraceae 33 Poaceae 7 Βoraginaceae 5 Βrassicaceae 15 Caryophyllaceae 5 Cistaceae 5 Fabaceae 29 Geraniaceae 5 Lamiaceae 5 Ranunculaceae 11 Rosaceae 7 Rubiaceae 5 Όπως φαίνεται στον πίνακα 3.4.2, στην πρώτη κατηγορία, δηλ. στα Δικόκότυλα, επικρατούν με μεγάλη διαφορά από τις υπόλοιπες οικογένειες τα Asteraceae καιτα Fabaceae. Αυτή η αξιοπρόσεκτη παρουσία ψυχανθών στην περιοχή εξηγείται από την έντονη παρουσία του ανθρώπου στην περιοχή μελέτης, καθώς μην ξεχνάμε πως πρόκειται για κατοικήσιμη έκταση. Στα Μονοκότυλα, όπως αναμενόταν, επικρατούν τα Poaceaeτα οποία και αποτελούν μια από τις πιο ευρέως εξαπλωμένες οικογένειες.

3.4.1 Βιολογικό φάσμα Η βλάστηση και ο χαρακτήρας μιας περιοχής καθορίζεται από την σύνθεση των χλωριδικών της στοιχείων, εφόσον αυτά εξεταστούν από την πλευρά των βιομορφών που αντιστοιχούν σε αυτά. Η βιομορφή αρχικά πρέπει να τονίσουμε πως είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της ιδιοσυστασίας κάθε είδους (γνωρίσματα κληρονομικά σταθερά και αμετάβλητα υπό οποιεσδήποτε συνθήκες ζωής) και από την άλλη, αποτελεί συνέπεια της προσαρμογής του σε διαφορετικές περιβαλλοντικές συνθήκες (γνωρίσματα που δεν είναι κληρονομικά στοιχεία). Ως αποτέλεσμα, όπως αναφέρεται από τον Braun-Blanquet (1964), η εναρμόνιση και η προσαρμογή των φυτών στις συνθήκες που επικρατούν στο περιβάλλον τους εκφράζεται μέσω των βιομορφών. Καθορίζει δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο τα φυτά ανταποκρίνονται στις επικρατούσες οικολογικές συνθήκες της κάθε περιοχής, ιδιαίτερα κατά την διάρκεια των δυσμενών περιόδων του έτους, όπως είναι οι περίοδοι της ξηρασίας, του ψύχους και οι χιονοπτώσεις. Έτσι λοιπόν δυο φυτά που μπορεί να ανήκουν σε δυο εντελώς διαφορετικές οικογένειες λόγω των συνθηκών και της προσαρμογής τους φαίνεται πως έχουν την ίδια εξωτερική βλαστητική μορφή. Ενώ οι διαφορετικές οικολογικές συνθήκες που μπορεί να επικρατούν σε διαφορετικές περιοχές που αποτελούν περιοχές εξάπλωσης των φυτών, οδηγούν στο αποτέλεσμα κάποια φυτά να εμφανίζουν δυο, ή σπανίως περισσότερες βιομορφές. Στο παραπάνω φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο και η ανθρώπινη παρουσία με τις όποιες παρεμβάσεις τις κάθε φορά. Οι βιομορφές όπως έχει ήδη αναφερθεί προηγουμένως, προσδιορίστηκαν με βάση το σύστημα Raunkiaer (1934), το οποίο αργότερα τροποποιήθηκε από τους Ellenberg (1956), Braun-Blanquet (1964) και Ellenberg & Muller Dombois (1967). Το σύνολο δε των ποσοστών συμμετοχής της κάθε κατηγορίας βιομορφών στη χλωρίδα της κάθε περιοχής χαρακτηρίζεται ως βιολογικό φάσμα ή απλώς βιοφάσμα της περιοχής. Αντικατοπτρίζει το οικολογικό περιβάλλον που αναπτύσσονται τα φυτά και εκφράζει τη χλωριδική ποικιλότητα των βιολογικών τύπων στο εσωτερικό μιας εξεταζόμενης μορφής βλάστησης. Οι κυριότερες ομάδες στο σύστημα των βιολογικών μορφών είναι οι έξης: Φανερόφυτα-P (Pcaesp, Plian, Pscap, Psucc), Χαμαίφυτα-Ch ( Chfrut, Chpulv, Chrept, Chsuffr), Ημικρυπτόφυτα-H (Hbienn, Hcaesp, Hrept, Hros, Hscap), Γεώφυτα-G (Gbulb, Grhiz) και Θερόφυτα-T (Tros, Tcaesp, Tpar, Trept, Tscap). Στον πίνακα 3.4.1.1 παρατίθεται το βιοφάσμα της περιοχής για τις πιο καλά αντιπροσωπευόμενες οικογένειες:

Πίνακας 3.4.1.1 Βιοφάσμα περιοχής Οικογένεια Taxa T H P G Ch Αsteraceae 33 36.3 45,4 - - 3 Fabaceae 29 48,2 6 24-17 Βrassicaceae 15 60 13-6 13 Ranunculaceae 7-28 14 57,1 - Αpiaceae 7 57,1 14,3 - - 14,3 Hyacinthaceae 5 - - - 85,7 14,3 Poaceae 7 57 43 - - - Rosaceae 6-33,3 66,6 - - Boraginaceae 5 100 - - - Caryophyllaceae 6 66,6 33,3 - - - Cistaceae 5 - - - - 100 Geraniaceae 5 60 - - 40 - Lamiaceae 11 18 36 1-27 Rubiaceae 5 40 40 - - 20 Με τα στοιχεία που έχουμε συγκεντρώσει, μπορούμε να διατυπώσουμε πια άποψη για το βιοφάσμα της περιοχής. Τα Θερόφυτα καταλαμβάνουν το 39,5 %, τα Ημικρυπτόφυτα το 22,3 %, τα Γεώφυτα το 12,1%, τα Φανερόφυτα το 11,6 % και τα Χαμαίφυτα το 10,6 %. Ακολουθεί γράφημα προκειμένου να γίνουν τα στοιχεία περισσότερο κατανοητά (Εικ. 3.4.1.1): T H G P Ch

Εικόνα 3.4.1.1 Βιοφάσμα περιοχής Επίσης παρατίθεται διάγραμμα απεικόνισης του ποσοστού βιολογικών μορφών που αναγνωρίστηκαν σε κάθε μια από τις σημαντικότερες οικογένειες(εικ. 3.4.1.2): 100% 90% 80% 70% 60% 50% 40% 30% 20% 10% 0% Ch G P H T Εικόνα 3.4.1.2 Ποσοστό βιομορφών ανά οικογένεια 3.4.2 Χωρολογικό φάσμα Πολύ μεγάλο ενδιαφέρον προκαλεί στην επιστημονική κοινότητα η γεωγραφική κατανομή ενός φυτικού οργανισμού. Θα πρέπει κάποιος να μελετήσει και στη συνέχεια να κατανοήσει μια σειρά παραγόντων, προκειμένου να είναι σε θέση να σχηματίσει ολοκληρωμένη άποψη. Η σημερινή γεωγραφική κατανομή ενός φυτικού οργανισμού είναι ουσιαστικά μια πορεία που ξεκινά πολλά χρόνια πριν και προφανώς συνεχίζεται. Σε αυτή την πορεία συντελούν όπως είπαμε πολλοί παράγοντες, όπως είναι το γενετικό υλικό, που είτε μπορεί να κάνει ένα φυτό πολύ ανταγωνιστικό στα πλαίσια του ανταγωνισμού είτε όχι με τις ανάλογες συνέπειες. Επίσης πολύ σημαντικό παράγοντα συνθέτουν οι εκάστοτε συνθήκες είτε αυτές είναι κλιματολογικές είτε γεωλογικές είτε οικολογικές. Επιπλέον παράγοντα αποτελεί η ανθρώπινη δραστηριότητα που ανάλογα φυσικά με την εξάπλωση της επηρεάζει και την εξάπλωση φυτικών οργανισμών είτε μεταφέροντας σε νέες περιοχές φυτά από προηγούμενες, με αποτέλεσμα να τα βοηθάει να επεκταθούν, είτε περιορίζοντας τα σε μικρότερο γεωγραφικό χώρο για τον οποιοδήποτε λόγο. Η

μελέτη της εξάπλωσης των ανώτερων φυτικών οργανισμών απαιτεί τη δημιουργία κατηγοριών από ευρείες χωρολογικές ενότητες, με σκοπό όπως γίνεται αντιληπτό να ομαδοποιηθούν οι κύριες εξαπλώσεις φυτών. Πρέπει ωστόσο να τονίσουμε πως οι ενότητες αυτές αναφέρονται στην εξάπλωση των φυτών μόνο σε γενικές γραμμές και σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η εξάπλωση ενός taxon είναι ασυνεχής ή σε σποραδικές θέσεις, απομακρυσμένες δηλαδή από τις θέσεις κύριας κατανομής, δεν λαμβάνονται υπόψη στο χωρολογικό χαρακτηρισμό του συγκεκριμένου taxon (Φοίτος, 1987 ). Όπως προηγουμένως αναφέρθηκε οι μεγάλες ομάδες γεωστοιχείων στην παρούσα εργασία είναι οι εξής: Κοσμοπολίτικα-Υποκοσμοπολίτικα στοιχεία (Cosmop., Subcosmop), Εύκρατα στοιχεία (Palaeotemp.), Αμερικάνικα γεωστοιχεία (American, C&NAmerican, CAmerican, ΝAmerican, SAmerican, Trop.-American, C & SAmerican), Ασιατικά γεωστοιχεία (EAsiatic, SEAsiatic, SWAsiatic, CAsiatic, SW & CAsiatic), Αφρικάνικα γεωστοιχεία (SAfrican, NEAfrican), Ευρωπαϊκά στοιχεία (SEuropean, SEEurop.- subsibir.), Μακαρονησιακά γεωστοιχεία (Macaronesian), Μεσογειακά- Εξωμεσογειακά γεωστοιχεία (EMedit.-Turan., Eurymedit.-Atl., Eurymedit.- Macarones., Eurymedit.-Turan, Medit.-Atl.,Medit.-Macarones, Medit.- Turan.,SStenomedit.- Macarones., Stenomedit.-Macarones., Stenomedit.-Atl., Stenomedit.-NOrient.), Μεσογειακά γεωστοιχεία (C &E Medit., E Medit., E Stenomedit., Eurymedit., N &E Medit., N Medit., N Stenomedit., NE Medit., NE Stenomedit., Stenomedit., W Medit), Βαλκανικά γεωστοιχεία (Balcan.) και Ελληνικά γεωστοιχεία (Endem.). Στην περιοχή μελέτης επικρατούν με μεγάλη διαφορά τα μεσογειακά είδη καταλαμβάνοντας το 51% του συνόλου. Ακολουθούν σε σημαντικό ποσοστό τα εύκρατα με 10,7%, ενώ στη συνέχεια έχουμε τα ευρωπαϊκά με 8,9% και τα Εξωμεσογειακά με 8,3%. Με μικρότερα ποσοστά αντιπροσώπων συμπληρώνουν το χωρολογικό φάσμα τα κοσμοπολίτικα υποκοσμοπολιτικά με 3,5%, τα ευρασιατικά με 2,3% και τα αμερικάνικα αφρικανικά με 1,7%. Ωστόσο έκπληξη μας προκαλεί η πολύ σημαντική εκπροσώπηση ελληνικών γεωστοιχείων η οποία είναι μεγαλύτερη της εκπροσώπησης των βαλκανικών. Πιο συγκεκριμμένα τα ελληνικά γεωστοιχεία αποτελούν το 8,9 % και τα βαλκανικά το μόλις 5%. Παρατίθεται σχετικό διάγραμμα κατανόησης των ανωτέρω ποσοστών (Εικ. 3.4.2).

Εύκρατα Μεσογειακά Μεσογειακά -Εξωμεσογειακά Κοσμοπολίτικα - Υποκοσμοπολίτικα Ευρωπαικά Ευρασιατικά Αφρικανικά- Αμερικάνικα Βαλκανικά Ελληνικά Εικόνα 3.4.2 Ποσοστό συμμετοχής και εκπροσώπησης γεωστοιχείων στην περιοχή 3.4.3 Η χλωρίδα στις περιοχές συλλογής Οι περιοχές που από την αρχή της παρούσας μελέτης αναγνωρίσθηκαν προκειμένου να καταγραφεί η πιθανή παρουσία των taxa σε κάθε μια από αυτές όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως είναι οι εξής : α)περιοχή σε χαμηλότερο υψόμετρο β) καλλιεργούμενες περιοχές γ) διαταραγμένη λόγω ρίψης σκουπιδιών περιοχή δ) περιοχές σε μεγαλύτερο υψόμετρο ε) δίπλα σε πηγές του Σελινούντα στ) οικισμοί ζ) δασική περιοχή-περιοχές που πραγματοποιούνται προσπάθειες αναδάσωσης η) δρόμοι

θ) βοσκότοποι Για λόγους ευκολίας οι παραπάνω περιοχές θα αναφέρονται και θα βρίσκονται μέσα στο κείμενο με τους συμβολισμούς α, β, γ, δ, ε, στ, ζ, η, θ. Από τα 210taxa που καταγράφηκαν στις συλλογές, η συντριπτική τους πλειοψηφία, δηλαδή τα 119, καταγράφηκαν στην περιοχή δ, καθιστώντας την με διαφορά την πιο πλούσια σε είδη έχοντας το 56,6 % του συνολικού αριθμού των taxa. Ωστόσο η εν λόγω περιοχή είναι πολύ πιο εύκολα προσβάσιμη σε σχέση με τις υπόλοιπες λόγω των πυροσβεστικών δρόμων και αναφέρεται σε μια πολύ μεγαλύτερη έκταση σε σύγκριση με τις υπόλοιπες περιοχές. Από τα υπόλοιπα taxa, τα 23 καταγράφηκαν στην περιοχή β (10 %), τα 22 στην περιοχή γ (10 %), τα 12 στην περιοχή ζ (5,7 %), τα 11 στην περιοχή η (5,2 %), τα 10 στην περιοχή α (4,7 %), τα 7 στην περιοχή στ (3,3 %), τα 4 στην περιοχή θ (1,9 %) και τέλος 2 στην περιοχή ε (0,9 %). Συνειδητοποιούμε λοιπόν πως η πιο πλούσια περιοχή σε αριθμό ειδών είναι αυτή που αναφέρεται σε μεγαλύτερο υψόμετρο,σε όλη την έκταση του βουνού πάνω από τον οικισμό της Φτέρης. Παρά τις πυρκαγιές και την παράνομη υλοτομία, η εν λόγω περιοχή δεν έχει αφεθεί στα <<χέρια>> της βόσκησης. Η χλωρίδα όπως καταγράφηκε στις διάφορες περιοχές αναπαρίσταται στην Εικ. 3.4.3.1. 140 120 100 80 60 40 20 0 α β γ δ ε στ ζ η θ Εικόνα 3.4.3.1 Αριθμός taxa ανά περιοχή συλλογής

Επίσης παρατίθεται διάγραμμα απεικόνισης της χλωρίδας στις διάφορες περιοχές σε ποσοστιαίες μονάδες(εικ. 3.4.3.2). 60 50 40 30 20 10 0 α β γ δ ε στ ζ η θ Εικόνα 3.4.3.2 Ποσοστιαία απεικόνιση του αριθμού των taxa ανά περιοχή Σημαντικό είναι επίσης να αναφέρουμε και το ποσοστό των taxa που φύονται αποκλειστικά σε μια συγκεκριμένη περιοχή συλλογής, είτε εκφρασμένο επί του αριθμού των taxa της συγκεκριμένης περιοχής μελέτης, είτε εκφρασμένο επί του συνόλου των taxa της συνολικής περιοχής μελέτης. Έτσι λοιπόν αναφέρουμε πως στην περιοχή α, δηλαδή σε μικρότερο υψόμετρο, φιλοξενούνται κατ αποκλειστικότητα 4 είδη (δηλαδή το 1,9 % του συνολικού αριθμού των taxa της συνολικής χλωρίδας ή το 40% του αριθμού των taxa που προσδιορίστηκαν στην περιοχή α), στην περιοχή β δηλαδή σε καλλιεργούμενη περιοχή φιλοξενούνται κατ αποκλειστικότητα 11 είδη (το 5 % της συνολικής χλωρίδας και το 47% της χλωρίδας της περιοχής), στην περιοχή γ δηλαδή σε περιοχή όπου πραγματοποιείται ρίψη σκουπιδιών φιλοξενούνται 10 είδη (δηλαδή το 4,7 % του συνόλου της χλωρίδας ή το 45% της χλωρίδας της εν λόγω περιοχής), στην περιοχή δ δηλαδή στην περιοχή σε μεγαλύτερο υψόμετρο φιλοξενούνται 42 είδη (δηλαδή το 20% της συνολικής χλωρίδας ή το 35% της χλωρίδας της εν λόγω περιοχής), στην περιοχή ζ που έχει πραγματοποιηθεί προσπάθεια αναδάσωσης 3 είδη (το 1,4 %της συνολικής χλωρίδας και το 25 % της χλωρίδας της περιοχής), στην περιοχή θ δηλαδή σε βοσκότοπους 2 είδη (το 0,9 % της συνολικής χλωρίδας και το 50 % της χλωρίδας της

περιοχής). Η περιοχή ε, δίπλα σε πηγές, εμφανίζει μόλις 1 αποκλειστικό είδος (το 0,4 % της συνολικής χλωρίδας και το 50% της συγκεκριμένης περιοχής ). Τέλος, στις περιοχές στ και η δηλαδή μέσα στους οικισμούς ή δίπλα σε δρόμους δεν ανιχνεύτηκε κάποιο αποκλειστικό είδος. Παρατίθεται σχετικός πίνακας (πίνακας 3.4.3.1) Πίνακας 3.4.3.1 Πίνακας απεικόνισης αποκλειστικών ανά περιοχή taxa καθώς επίσης και η συμμετοχή τους στην συνολική χλωρίδα. Περιοχές μελέτης Επί της συνολικής Επί της χλωρίδας της χλωρίδας (%) συγκεκριμένης περιοχής (%) α 1.9 40 β 5 47 γ 4.7 45 δ 20 35 ε 0.4 50 στ 0 0 ζ 1.4 25 η 0 0 θ 0.9 50 Ο συντελεστής ομοιότητας του Sörensen χρησιμοποιήθηκε σε παρόμοιες περιοχές συλλογής. Ο εν λόγω δείκτης αποδεικνύει ότι όσο μεγαλώνει η διαφορά στο μέγεθος δύo συγκρινόμενων δειγμάτων δηλαδή ο αριθμός των taxa κάθε περιοχής συλλογής τόσο μικρότερη γίνεται η ομοιότητα τους. Συγκεκριμένα εφαρμόστηκε στις περιοχές συλλογής α, β, γ (πίνακας α ) και στην συνέχεια μεταξύ των περιοχών δ και ζ (πίνακας β ), καθώς και μεταξύ των περιοχών ε, θ, στ, η. Πίνακας α. α β γ α 10 4 5 β 0,24 23 11 γ 0,31 0,48 22

Πίνακας β. δ ζ δ 119 9 ζ 0,15 12 Πίνακας γ. ε στ θ η ε 2 1 1 1 στ 0,22 7 2 6 θ 0,33 0,36 4 2 η 0,15 0,66 0,26 11 Στους πίνακες α, β, γ με πορτοκαλί χρώμα αναγράφονται οι αριθμοί των ειδών που προσδιορίστηκαν στις διάφορες περιοχές, χωρίς χρώμα οι αριθμοί των κοινών ειδών μεταξύ δύο περιοχών και με πράσινο χρώμα οι συντελεστές ομοιότητας. Στην πρώτη περίπτωση όπου πρόκειται για περιοχές σε σχετικά παρόμοιο υψόμετρο βλέπουμε ότι παρουσιάζεται μια ομοιότητα με πιο σημαντική εκείνη μεταξύ της β και της γ περιοχής δηλαδή εδαφών καλλιεργούμενων και εδαφών όπου έχουν μετατραπεί σε άναρχο σκουπιδότοπο. Συγκεκριμένα μεταξύ των δύο περιοχών βρέθηκε συντελεστής ομοιότητας 0,48. Αντίθετα, με το ίδιο σκεπτικό στον δεύτερο πίνακα παρατηρείται πολύ μικρή ομοιότητα 0,15 μεταξύ των εδαφών μεγαλύτερου υψομέτρου και των δασικών αναδασωμένων περιοχών, γεγονός που μπορεί να ερμηνευθεί αν λάβει κάποιος υπόψη του την σημαντική διαφορά στον αριθμό των συλλεγέντων ειδών. Τέλος, σημαντική ομοιότητα 0,66 μετρήθηκε μεταξύ των στ και η περιοχών, δηλαδή δρόμων και οικισμών της περιοχής μελέτης. Στην συνέχεια παρατίθεται διάγραμμα απεικόνισης της <<αποκλειστικής>> χλωρίδας κάθε περιοχής σε σύγκριση με το σύνολο των taxa της περιοχής μελέτης καθώς επίσης και σε σύγκριση με την ίδια την χλωρίδα της συγκεκριμένης περιοχής(εικ. 3.4.3.3). Όπως φαίνεται η πιο πλούσια περιοχή σε φυτικά είδη είναι και εκείνη με τα περισσότερα είδη που φύονται μόνο στα πλαίσια της. Αυτό μπορεί να ερμηνευθεί λόγω της απουσίας της βόσκησης και καλλιεργούμενων περιοχών στην έκταση της καθώς πρόκειται για μια περιοχή που βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από τον οικισμό της Φτέρης.

Εικόνα 3.4.3.3 Διάγραμμα απεικόνισης τόσο της << αποκλειστικής >> χλωρίδας κάθε περιοχής σε σύγκριση με το σύνολο των taxa της περιοχής μελέτης καθώς επίσης και σε σύγκριση με την ίδια την χλωρίδα της συγκεκριμένης περιοχής Στη συνέχεια θα συγκρίνουμε τα βιοφάσματα μεταξύ των διάφορων περιοχών από όπου έγιναν συλλογές. Έτσι λοιπόν συγκρίνοντας τα βιοφάσματα κάθε περιοχής συμπεραίνουμε πως το μεγαλύτερο ποσοστό θερόφυτων ανιχνεύεται στην περιοχή γ, δηλαδή σε περιοχή ρίψης σκουπιδιών (52 %) και σε απόσταση αναπνοής ακολουθεί η περιοχή ε ( 50% ), ωστόσο με πολύ μικρότερο αριθμό ειδών. Στη συνέχεια ακολουθεί η περιοχή β δηλαδή καλλιεργούμενη περιοχή(44,4 %) και επίσης πολύ κοντά της η περιοχή α, δηλαδή εδάφη σε χαμηλότερο υψόμετρο (40%).Τέλος στην περιοχή δ δηλαδή σε εδάφη σε μεγαλύτερο υψόμετρο (34 %), ενώ ακολουθείται από την περιοχή ζ δηλαδή τις αναδασωμένες δασικές περιοχές (33,3) και την λίστα κλείνουν οι περιοχές στ και θ δηλαδή οι οικισμοί και οι βοσκότοποι (28 % και 25%). Επίσης στα ημικρυπτόφυτα την μεγαλύτερη παρουσία την ανιχνεύσαμε στην περιοχή στ δηλαδή μέσα στους οικισμούς (42 %) ενώ αρκετά υψηλή παρουσία ημικρυπτόφυτων ανευρίσκεται και στην περιοχή γ, δηλαδή στην περιοχή ρίψης σκουπιδιών (30,4). Όσον αφορά τα χαμαίφυτα τεράστιο ποσοστό βρίσκεται στην περιοχή θ, δηλαδή στους βοσκότοπους (50% ) αλλά με πολύ μικρό αριθμό ειδών, ενώ και στους δρόμους δηλαδή στην περιοχή η έχουν ένα σεβαστό ποσοστό (36,3 %). Σε γενικές γραμμές αυτό που μπορούμε να συμπεράνουμε είναι πως στις περισσότερες περιοχές είτε είναι περισσότερα τα θερόφυτα είτε ακολουθούν σε

πολύ κοντινή απόσταση τον πρώτο της κάθε περιοχής. Αυτό είναι σχετικά αναμενόμενο καθότι είναι φαινόμενο χαρακτηριστικό του μεσογειακού τύπου κλίματος. Εξ ίσου σταθερή και αξιόλογη παρουσία σε όλες πλην μιας περιοχής εμφανίζουν και τα ημικρυπτόφυτα. Στην Εικ. 3.4.3.4 περιγράφονται τα δεδομένα, δηλαδή ξεχωριστά τα βιοφάσματα κάθε περιοχής απ όπου πραγματοποιήθηκε συλλογή δειγμάτων. 100% 90% 80% 70% 60% 50% 40% 30% 20% 10% 0% α β γ δ ε στ ζ η θ Ch G P H T Εικόνα 3.4.3.4 βιοφάσματα κάθε περιοχής απ όπου πραγματοποιήθηκε συλλογή δειγμάτων. Επίσης προχωρούμε σε σύγκριση των κυριότερων χωρολογικών ενοτήτων που διακρίνονται στην κάθε περιοχή συλλογής δειγμάτων. Σαν πρώτο σχόλιο μπορούμε να αναφέρουμε πώς σε όλες τις περιοχές μηδεμιας εξαιρουμένης, επικρατούν τα μεσογειακά και τα εξωμεσογειακά γεωστοιχεία, γεγονός που είναι ως έναν βαθμό αναμενόμενο. Το μεγαλύτερο ποσοστό μεσογειακών γεωστοιχείων βρίσκεται στην περιοχή στ (28,6), ενώ στην ίδια περιοχή υπάρχει αρκετά μεγάλη παρουσία εξωμεσογειακών γεωστοιχείων (57%). Επίσης συντριπτική πλειοψηφία αποτελούν στην περιοχή η με εφάμιλλη παρουσία τα εξωμεσογειακά (54%) και λίγο χαμηλότερη τα μεσογειακά (18%), ενώ παρατηρείται αξιοσημείωτη παρουσία ελληνικών γεωστοιχείων (9%). Στις περιοχές θ και ε τα μεσογειακά και εξωμεσογειακά γεωστοιχεία αποτελούν τους μοναδικού αντιπροσώπους, ωστόσο και πάλι πρέπει να λάβουμε υπόψη μας πως τα δείγματα προς μελέτη ήτανε πολύ λίγα σε αριθμό. Αξιοσημείωτη διαφορά παρουσιάζεται στην περιοχή ζ, όπου ύστερα πάντα από την πρωτοκαθεδρία των εξωμεσογειακών (50%) ακολουθούν τα εύκρατα γεωστοιχεία

(33,3 %). Ενώ στην περιοχή δ, όπου είναι και η μεγαλύτερη δειγματοληπτικά περιοχή, παρατηρείται ξανά πολύ υψηλή παρουσία εξωμεσογειακών (40,3 %) και τα ακολουθούν σχεδόν σε ίδια αναλογία τα μεσογειακά (10,09 %), τα ευρωπαϊκά (10,08 %) και τα ελληνικά γεωστοιχεία (10,08 % ). Επιπλέον στην περιοχή β παρατηρείται μια ίδια με των υπολοίπων περιοχών κατάσταση, με τα εξωμεσογειακά (30 % ) και τα μεσογειακά (21 %) να επικρατούν, ενώ συνολικά είναι σημαντική η παρουσία των εύκρατων (8,6 %), ευρωπαϊκών, ασιατικών και αφρικανικών (4,3 % κάθε κατηγορία ). Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες περιπτώσεις όμως έρχεται η περιοχή α, όπου τα εξωμεσογειακά είναι ξανά η μεγαλύτερη κατηγορία (50%), ενώ την δεύτερη μεγαλύτερη παρουσία έχουνε τα κοσμοπολίτικα (20 %) κάτι που δεν συμβαίνει σε καμία άλλη περιοχή. Τα στοιχεία συγκεντρώνονται και αποτυπώνονται στην Εικ. 3.4.3.5. 80 70 60 50 40 30 20 10 0 α β γ δ ε στ ζ η θ Εικόνα 3.4.3.5 Εκπροσώπηση γεωστοιχείων σε κάθε περιοχή συλλογής