ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΜΕΛΕΤΗ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΔΟΜΙΚΩΝ ΔΕΙΚΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΑ ΕΤΗ 1951-2013 Ελένη Κων. Κουτουβάλα ΕΡΓΑΣΙΑ Που υποβλήθηκε στο Τμήμα Στατιστικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών ως μέρος των απαιτήσεων για την απόκτηση Μεταπτυχιακού Διπλώματος Συμπληρωματικής Ειδίκευσης στη Στατιστική Μερικής Παρακολούθησης (Part-time) Αθήνα 2016
I Περίληψη Στην Ελλάδα, όπως και στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες, παρατηρείται πληθυσμιακή γήρανση. Το φαινόμενο αυτό συνδέεται με αλλαγές στη δομή του πληθυσμού της χώρας και κυρίως με μεγάλη αύξηση του ποσοστού των ηλικιωμένων διαχρονικά. Το ενδιαφέρον για τη δημογραφική γήρανση σχετίζεται με τις πιθανές κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις που προκύπτουν από τις δημογραφικές αλλαγές αλλά και με τις προοπτικές ανάπτυξης δράσεων σε τομείς όπως η εκπαίδευση, η αγορά εργασίας, η κοινωνική ασφάλιση και η κοινωνική πρόνοια. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η περιγραφική ανάλυση της μεταβολής / εξέλιξης των πληθυσμιακών μεγεθών της Ελλάδας από το 1951 μέχρι και το 2013. Για τον λόγο αυτό, μελετώνται τα δομικά χαρακτηριστικά, υπολογίζονται οι πληθυσμιακοί δείκτες και αναλύεται η πορεία της γεννητικότητας αλλά και της θνησιμότητας του πληθυσμού της χώρας κατά την τελευταία τριακονταετία. Τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν προέρχονται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή, τη Βάση Δεδομένων για την Ανθρώπινη Θνησιμότητα (www.mortality.org) και το Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Abstract In Greece, as in most developed countries, population ageing is a phenomenon widely observed. Ageing is related to changes in the age distribution of the country s population and in particular, to high proportions of elderly over the years. It is also relevant to socioeconomic changes derived from the demographic factors, and affects the prospects of development in areas such as education, labour market, social insurance and social welfare. The aim of the present study is to show the change in the demographic characteristics of Greece that has taken place in the years from 1951 up to 2013. For this purpose, characteristics of the population through the last thirty (30) years are examined, population indicators are calculated, fertility and mortality are also analyzed. Data used in this study are derived from www.statistics.gr; www.mortality.org; www.e-demography / University of Thessaly. III
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Σελ. 1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ Σελ. 1 Σελ. 7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΔΟΜΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ Σελ. 7 Σελ. 33 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ΑΝΑΛΥΣΗ ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑΣ Σελ. 33 3.1 Συντελεστές Θνησιμότητας Σελ. 33 3.2 Πίνακες Επιβίωσης Σελ. 47 Σελ. 73 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ΑΝΑΛΥΣΗ ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑΣ Σελ. 73 4.1 Αδρός Δείκτης (ποσοστό γεννητικότητας) Σελ. 73 4.2 Γενικός Δείκτης Γονιμότητας Σελ. 74 4.3 Ειδικοί κατά Ηλικία Δείκτες Σελ. 75 4.4 Συγχρονικός Δείκτης Ολικής Γονιμότητας Σελ. 78 4.5 Μέση Ηλικία στην Τεκνοποίηση Σελ. 78 4.6 Διαγενεακός Δείκτης Ολικής Γονιμότητας Σελ. 80 4.7 Αδρός Δείκτης Αναπαραγωγής Σελ. 81 4.8 Καθαρός Συντελεστής Αναπαραγωγής Σελ. 82 Σελ. 85 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σελ. 85 Σελ. 87 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Σελ.103 V
VII ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΩΝ 1. Πληθυσμιακή πυραμίδα έτους 1951 Σελ. 10 2. Πληθυσμιακή πυραμίδα έτους 1955 Σελ. 10 3. Πληθυσμιακή πυραμίδα έτους 1960 Σελ. 11 4. Πληθυσμιακή πυραμίδα έτους 1965 Σελ. 11 5. Πληθυσμιακή πυραμίδα έτους 1970 Σελ. 12 6. Πληθυσμιακή πυραμίδα έτους 1975 Σελ. 12 7. Πληθυσμιακή πυραμίδα έτους 1980 Σελ. 13 8. Πληθυσμιακή πυραμίδα έτους 1985 Σελ. 13 9. Πληθυσμιακή πυραμίδα έτους 1990 Σελ. 14 10. Πληθυσμιακή πυραμίδα έτους 1995 Σελ. 14 11. Πληθυσμιακή πυραμίδα έτους 2000 Σελ. 15 12. Πληθυσμιακή πυραμίδα έτους 2005 Σελ. 15 13. Πληθυσμιακή πυραμίδα έτους 2013 Σελ. 16 14. Διάγραμμα SR, SR 0,, SR 64+ Σελ. 21 15. Διάγραμμα των: DR, DR1, SER, SURI, SURII, Δείκτη Σελ. 22 Εξάρτησης, Δείκτη Γήρανσης 16. Διάγραμμα Τυποποιημένου Συντελεστή Θνησιμότητας Σελ. 42 (Άμεση Τυποποίηση) για τα έτη 1952-2013 17. Διάγραμμα Τυποποιημένου Συντελεστή Θνησιμότητας Σελ. 46 (Έμμεση Τυποποίηση) για τα έτη 1952-2013 18. Διάγραμμα lx (1983-2013) Σελ.55-57 19. Διάγραμμα q x (1983-2013) Σελ.58-61 20. Διάγραμμα p x (1983-2013) Σελ.62-64 21. Διάγραμμα d x (1983-2013) Σελ.65-68 22. Διάγραμμα e x (1983-2013) Σελ.69-72 23. Ακαθάριστος Δείκτης Γονιμότητας Σελ. 74 24. Γενικός Δείκτης Γονιμότητας Σελ. 75 25. Ειδικός κατά Ηλικία Δείκτης Γονιμότητας Σελ. 77 26. Συγχρονικός Δείκτης Ολικής Γονιμότητας Σελ. 78 27. Μέση Ηλικία Τεκνοποίησης Σελ. 79 28. Διαγενεακός Δείκτης Ολικής Γονιμότητας Σελ. 80 29. Ακαθάριστος Συντελεστής Αναπαραγωγής Σελ. 82 30. Καθαρός Συντελεστής Αναπαραγωγής Σελ. 83
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΕΙΣΑΓΩΓΗ Υπάρχουν τρία (3) καίριας σημασίας γεγονότα στην μεταπολεμική Ελλάδα τα οποία είχαν άμεση επίδραση τόσο στην καταγραφή όσο και στις δημογραφικές τάσεις στην χώρα: α) ο εμφύλιος πόλεμος (1947 1949), β) η δικτατορία (1967 1974) και γ) η πρόσφατη οικονομική κρίση του 2010. Η δημογραφική ιστορία της Ελλάδας χαρακτηρίζεται επίσης από σημαντικά μεταναστευτικά κύματα. Πιο συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος μαζικής μετανάστευσης (1888 1919), η Ελλάδα έχασε περίπου ένα 15 με 20 τοις εκατό του πληθυσμού της (Βαλαώρας, 1962). Μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, η χώρα είδε ένα μέρος του πληθυσμού της να μεταναστεύει σε πιο εκβιομηχανισμένες χώρες. Από το 1945 έως τη δεκαετία του 1970, οι κυριότερες χώρες υποδοχής των προερχομένων από την Ελλάδα μεταναστών ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, η Αυστραλία και ο Καναδάς. Το μεταναστευτικό ρεύμα προς τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης (και κυρίως την πρώην Δυτική Γερμανία) εντατικοποιήθηκε μετά το 1959. Ωστόσο, το μεταναστευτικό ρεύμα από την Ελλάδα γνώρισε ύφεση στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και συνέχισε την φθίνουσα πορεία του μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980 (Agorastakis, M., Jdanov, D, and Grigoriev, P, 2015). Η δεκαετία του 1980 χαρακτηρίστηκε από μία επιστροφή των μεταναστών (Κοτζαμάνης και Ανδρουλάκη, 2009). Μετά την πτώση των καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη, η Ελλάδα άρχισε να υποδέχεται ένα αυξημένο μεταναστευτικό κύμα, με αρκετούς εκ των μεταναστών αυτών παράνομους και κατά συνέπεια μη εγγραφόμενους στις επίσημες στατιστικές. Σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής του 1981, ο αλλοδαπός πληθυσμός που είχε εισέλθει στη χώρα αντιπροσώπευε το 2%, περίπου, του συνολικού πληθυσμού. Στις δύο (2) δεκαετίες που ακολουθούν (μέχρι την απογραφή του 2001), η αναλογία του επί του συνολικού πληθυσμού αυξάνεται στο 7%. Η επίδραση της οικονομικής κρίσης του 2010 στην μετανάστευση τόσο των Ελλήνων όσο και των αλλοδαπών κατοίκων, μένει να αποτιμηθεί. Η Ελληνική Στατιστική Αρχή, η κατεξοχήν αρχή παροχής δημογραφικών στοιχείων για την Ελλάδα, ορίζει τον θάνατο ως την μόνιμη εξαφάνιση όλων των ενδείξεων ζωής, που μπορεί να λάβει χώρα οποιαδήποτε στιγμή μετά από τη γέννηση ενός ζώντος οργανισμού. Οι απογραφές του πληθυσμού της Ελλάδας τα έτη 1951-1981 αναφέρονται στον de facto πληθυσμό ενώ οι απογραφές των ετών 1
1991 και 2001 δίνουν δεδομένα τόσο για τους de facto όσο και για τους μόνιμα διαμένοντες πληθυσμούς. Η τελευταία καταγραφή του πληθυσμού, που διεξήχθη το 2011, καλύπτει μόνο τον πληθυσμό που διαμένει στη χώρα. Οι επίσημες πληθυσμιακές εκτιμήσεις για τα έτη 1956-1967, 1968-1976, 1977-1985 και 1986-1990 βασίζονται σε δεδομένα από τις απογραφές των ετών 1961, 1971, 1981 και 1991, αντιστοίχως. Ωστόσο, το έτος 2015 η ΕΛΣΤΑΤ αναθεώρησε όλες τις ετήσιες πληθυσμιακές εκτιμήσεις της από το 1991. Οι εκτιμήσεις αυτές, από το 1991 και εξής αναφέρονται στον πληθυσμό που διαμένει στη χώρα ενώ για τα έτη πριν από το 1991 αναφέρονται στον πραγματικό πληθυσμό της χώρας. Επιπλέον, τα στοιχεία των γεννήσεων που δημοσιεύονται από το 1956 αφορούν μόνο γεννήσεις από μητέρες οι οποίες διαμένουν στην χώρα ενώ το σύστημα καταγραφής των γεννήσεων καλύπτει ολόκληρη την επικράτεια από το 1953. Η καταγραφή των γεννήσεων καλύπτει τον πληθυσμό που διαμένει στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως εθνικότητας. Οι γεννήσεις Ελλήνων πολιτών που ζουν στο εξωτερικό επίσης συμπεριλαμβάνονται αλλά εκπροσωπούν μία πολύ μικρή αναλογία επί του συνόλου. Οι θάνατοι νεογνών δεν συμπεριλαμβάνονται στις στατιστικές των γεννήσεων, καθώς αποτελούν μία ιδιαίτερη ταυτόχρονη καταγραφή των γεγονότων της γέννησης και του θανάτου του νεογνού (Agorastakis, M., Jdanov, D, and Grigoriev, P, ό.π.). Από την Ελληνική Στατιστική Αρχή έχουν αναφερθεί ελαττωματικές καταγραφές και ανακρίβειες στις εγγραφές / καταχωρίσεις των θανάτων για τα έτη 1955-1962. Έτσι, εφαρμόστηκαν πολλές προσαρμογές οι οποίες έλαβαν υπόψη τα ακόλουθα ζητήματα: την ελλιπή καταγραφή (όσον αφορά τόσο τα πιστοποιητικά γέννησης όσο και εκείνα του θανάτου) των νεογνών που πέθαιναν κατά την διάρκεια των είκοσι οκτώ (28) πρώτων ημερών από την γέννησή τους, τις ηλικιακές υπερβολές, οι οποίες καθιστούσαν μεροληπτικές τις εκτιμήσεις της θνησιμότητας στις μεγαλύτερες ηλικίες, καθώς επίσης και αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη αβάσιμων διαφοροποιήσεων στην θνησιμότητα μεταξύ των δύο φύλων. Διαπιστώθηκαν υψηλότερες εκτιμήσεις βρεφικής, παιδικής και γηράσκουσας θνησιμότητας, σε σύγκριση με τα επισήμως δημοσιευμένα δεδομένα. Ωστόσο, τα επίσημα δημοσιευμένα στοιχεία για την θνησιμότητα δεν ήταν προσαρμοσμένα. Παρόμοια προβλήματα, συμπεριλαμβανομένου του πλεονασμού (της υπερπλήρωσης) στις κατά ηλικία κατανομές των θανάτων (ιδιαίτερα για τις 2
γυναίκες και για τις ηλικίες των 60, 70 και 80 ετών) φαίνεται πως εμμένουν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 ενώ ελαττώνονται σταδιακά εφεξής. Τα προβλήματα αυτά επιβεβαιώνονται και από τις αναλύσεις που διεξήγαγε στα επίσημα δεδομένα ο Οργανισμός για την Ανθρώπινη Θνησιμότητα. Οι προσδιοριστικοί παράγοντες της θνησιμότητας. Η περίπλοκη αλληλοσυσχέτιση διαφόρων βιολογικών, οικονοµικών και πολιτισµικών παραγόντων επιδρά στην υγεία των ατόµων και κατ επέκταση στο επίπεδο θνησιμότητας των πληθυσμών. Εξετάζοντας τους παράγοντες που επιδρούν στη θνησιμότητα, διακρίνουμε συνήθως τους παράγοντες βιολογικής υφής (ενδογενείς) από τους παράγοντες περιβάλλοντος (εξωγενείς). Επιπλέον, η θνησιμότητα επηρεάζεται επίσης από παράγοντες που συνδέονται µε την συμπεριφορά και καθορίζουν ως ένα βαθμό την αντιμετώπιση του ανθρώπινου σώµατος. Οι βιολογικοί παράγοντες αναφέρονται στα χαρακτηριστικά εκείνα που απορρέουν από την ιδιότητα του ατόµου ως έµβιου όντος, χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν την κατάσταση υγείας, καθώς και το βιολογικό υπόβαθρο της ενδεχόμενης νοσηρότητας. Κατά την αναφορά στα βιολογικά χαρακτηριστικά, η έµφαση δίνεται σε γενετικούς προσδιορισμούς, δεδοµένου ότι για κάποιες νόσους κύριο ρόλο έχουν οι κληρονομικοί παράγοντες. Οι κοινωνικοί και οι οικονομικοί παράγοντες που επηρεάζουν τη θνησιμότητα είναι αρκετοί και περίπλοκοι. Επιπροσθέτως, ο ένας δεν είναι εντελώς ανεξάρτητος από τον άλλο, µε αποτέλεσµα να µην είναι εύκολο να αποµονωθεί η επίδραση στη θνησιμότητα καθενός ξεχωριστά. Για παράδειγμα, η υγεία ενός ατόµου είναι συνάρτηση του επιπέδου / τρόπου ζωής του, το οποίο µε τη σειρά του μπορεί να εξαρτάται από το μορφωτικό επίπεδο και από παράγοντες όπως η λειτουργία της αγοράς εργασίας και το ευρύτερο οικονοµικό περιβάλλον (Μπάγκαβος, Χρ. 2003). Η θετική συσχέτιση που έχει καταγραφεί στις αναπτυγμένες χώρες μεταξύ επιπέδου γενικής θνησιμότητας και επιπέδου οικονομικής ανάπτυξης, ή η ισχυρή αρνητική συσχέτιση που υφίσταται στις αναπτυσσόμενες χώρες μεταξύ βρεφικής θνησιμότητας και κατά κεφαλήν εθνικού εισοδήματος, είναι απτά δείγματα της επίδρασης τόσο κοινωνικών όσο και οικονομικών παραγόντων στη θνησιμότητα. Η μελέτη της θνησιμότητας, κατά κοινωνική οµάδα, αναδεικνύει την επίδραση των κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων στις προσμετρούμενες διαφορές (Preston, H. S., Heuveline P., Guillot, M., 2003). Συνεπώς, όταν εξετάζουμε την επίδραση των κοινωνικοοικονομικών παραγόντων στη θνησιμότητα, αναπόφευκτα, γίνεται αναφορά στη διατροφή και 3
τις συνθήκες κατοικίας, στο επάγγελμα, το εισόδημα, καθώς και στη γεωγραφική κατανομή (αστικός /αγροτικός χώρος) του υπό μελέτη πληθυσμού. Εξίσου σημαντικός είναι επίσης ο ρόλος που διαδραματίζει η κοινωνική και οικονομική πολιτική των κυβερνήσεων στις μεσοπρόθεσμες -και κυρίως- στις μακροπρόθεσμες εξελίξεις της θνησιμότητας. Στους πολιτισμικούς παράγοντες εντάσσονται και οι συνήθειες που αφορούν στην προσωπική υγιεινή και επηρεάζουν με την σειρά τους την υγεία των ατόμων. Οι παράγοντες αυτοί εξαρτώνται κατ αρχήν από το βιοτικό επίπεδο και τη μόρφωση των μελών ενός πληθυσμού. Το μορφωτικό επίπεδο, ως προσδιοριστική παράμετρος της γνώσης, αποτελεί έναν εξαιρετικά σημαντικό ρυθμιστικό παράγοντα της θνησιμότητας. Ταυτόχρονα, είναι συνάρτηση της πολιτιστικής κληρονομιάς και του κυρίαρχου συστήματος αξιών στο κάθε κοινωνικό περιβάλλον: οι αντιλήψεις για τη φύση των διαφόρων ασθενειών και για το θάνατο, ο βαθμός χρήσης των υφιστάμενων μέσων θεραπείας και περίθαλψης, το σύστημα αξιών που καθορίζει την σπουδαιότητα που αποδίδεται στην ανθρώπινη ζωή, την προφύλαξη και παράτασή της και η αντίληψη για το ανθρώπινο σώμα παίζουν καθοριστικό ρόλο κατά τη μελέτη της θνησιμότητας. Τέλος, υπενθυμίζουμε ότι οι κυριότεροι από τους δημογραφικούς παράγοντες που επηρεάζουν / σχετίζονται και μελετώνται κατά την εξέταση της θνησιμότητας είναι η κατά ηλικία δομή ενός πληθυσμού και το φύλο. Είναι γνωστό σε όλους µας ότι: α) η υψηλότερη θνησιμότητα παρατηρείται στα βρέφη κάτω του ενός έτους και στους ηλικιωμένους και β) η θνησιμότητα των ανδρών είναι ελαφρώς υψηλότερη εκείνης των γυναικών (η δε βελτίωση των συνθηκών υγιεινής ευνόησε περισσότερο τις γυναίκες, µε αποτέλεσμα την περαιτέρω αύξηση της διαφοράς προσδόκιμου ζωής μεταξύ των δύο φύλων). Όσον αφορά στη θνησιμότητα κατά οικογενειακή κατάσταση, η διαθέσιμη πληροφόρηση (Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας) προέρχεται από επιμέρους ερευνητικά δεδομένα αναπτυγμένων χωρών, απ όπου προκύπτει ότι: στην περίπτωση των χωρών αυτών που μελετήθηκαν, διαπιστώθηκε αξιόλογη διαφορά μεταξύ των εγγάμων και των αγάμων, καθώς οι έγγαμοι συνήθως χαρακτηρίζονται από χαμηλότερα επίπεδα θνησιμότητας. Το επίπεδο γονιμότητας είναι ένας άλλος παράγοντας που επιδρά έμμεσα στη θνησιμότητα: η υψηλή γονιμότητα, στο βαθμό που προϋποθέτει συχνές εγκυμοσύνες -και επομένως υψηλότερη συχνότητα έκθεσης στους κινδύνους της εγκυμοσύνης - οδηγεί οπωσδήποτε και στην αυξημένη θνησιμότητα των γυναικών 4
στους πληθυσμούς που δεν ελέγχουν την γονιμότητά τους (Στ. Κακλαμάνη, Γ. Κοτσυφάκης Η θνησιμότητα στην Ελλάδα (1960 2001) www.who.org). Τις τελευταίες δεκαετίες, η θνησιμότητα στη χώρα μειώθηκε ακόμη περισσότερο. Η πλέον σημαντική μείωση αποδίδεται, σε µια πρώτη περίοδο, στην υποχώρηση της θνησιμότητας που οφειλόταν σε λοιμώδη νοσήματα, νοσήματα που έπλητταν κυρίως τον νεανικό πληθυσμό και είχαν δυσμενή κατάληξη. Αντίθετα, διαχρονικά διαπιστώνεται αύξηση της θνησιμότητας από χρόνιες παθήσεις (κακοήθη νεοπλάσματα και νοσήματα του κυκλοφορικού συστήματος), που χαρακτηρίζουν, κυρίως αλλά όχι αποκλειστικά, τον μεγαλύτερο σε ηλικία πληθυσμό της χώρας. Οι σημαντικές αυτές μεταβολές, ιδιαίτερα η υποχώρηση των μολυσµατικών ασθενειών, είχαν ευεργετική επίδραση πρωτίστως στη βρεφική θνησιμότητα, που μειώθηκε δραστικά. Στο βαθμό που ο μέσος όρος ζωής µας αυξάνεται, η σταθερά ανοδική πορεία του αριθμού θανάτων μεταπολεμικά οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στην προοδευτική γήρανση του πληθυσμού µας (Σιάμπος, Γ., 1993). Τα προαναφερθέντα δημογραφικά φαινόμενα δεν μπορούν να εξεταστούν μεμονωμένα, καθώς βρίσκονται σε διαρκή αλληλεπίδραση: για παράδειγμα, η θνησιμότητα μπορεί να συμβάλει στην μείωση του αριθμού των γυναικών μιας γενιάς, επηρεάζοντας με την σειρά της τόσο την γεννητικότητα όσο και την γονιμότητα της γενιάς αυτής (δηλαδή, τον αριθμό των παιδιών που θα έρθουν στον κόσμο). Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, κατά την μελέτη της γονιμότητας θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η θνησιμότητα (ίσως και η μετανάστευση, ανάλογα με την σύνθεση του πληθυσμού που μελετάται κάθε φορά), έτσι ώστε τα συμπεράσματα να είναι κατά το δυνατόν απαλλαγμένα από παράγοντες (ιδιομορφίες ή / και ιδιαιτερότητες) που μπορούν να αλλοιώσουν την πραγματική εικόνα. Η πτωτική πορεία του ρυθμού πληθυσμιακής εξέλιξης (που συνδέεται με την μείωση της γονιμότητας), καθώς και οι επιδράσεις της σε επιμέρους δημογραφικά φαινόμενα, είχε αντίκτυπο στο εργατικό δυναμικό, στην εκπαίδευση, στα πρότυπα κατανάλωσης και αποταμίευσης επένδυσης, στο περιβάλλον και στην ποιότητα ζωής (Παπαδάκης, Ε. Μ., 1998). Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η μελέτη της εξέλιξης των δημογραφικών δομικών δεικτών και των επιπέδων θνησιμότητας και γεννητικότητας στην Ελλάδα για τα έτη 1951 2013, χρησιμοποιώντας στοιχεία των απογραφών για τα αντίστοιχα χρόνια. 5
Τα δεδομένα προέρχονται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛ.ΣΤ.Α.), την Human Mortality Database (www.mortality.org) και το Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Πιο συγκεκριμένα, στο κεφάλαιο 2 του παρόντος εξετάζονται τα δομικά χαρακτηριστικά του υπό μελέτη πληθυσμού, υπολογίζοντας δείκτες και λόγους που αποτυπώνουν την κατά ηλικία και φύλο σύνθεση του πληθυσμού για τα επιλεγμένα έτη. Για κάθε επιλεγμένο έτος κατασκευάζονται πληθυσμιακές πυραμίδες και υπολογίζεται ο λόγος φύλου στις ηλικίες: 0, 15-45 και άνω των 64 ετών. Για κάθε φύλο και σε κάθε επιλεγμένο έτος υπολογίζονται: ο λόγος εξάρτησης, ο λόγος εξαρτημένων, ο λόγος γήρανσης, ο λόγος αντικατάστασης Ι, ο λόγος αντικατάστασης ΙΙ, ο δείκτης εξάρτησης και ο δείκτης γήρανσης. Ακολουθεί στο κεφάλαιο 3 η ανάλυση θνησιμότητας (για τα επιλεγμένα πάντα έτη), μέσω υπολογισμού των τυποποιημένων συντελεστών θνησιμότητας για κάθε φύλο και για κάθε υπό μελέτη έτος, το κεφάλαιο 4 πραγματεύεται την ανάλυση της γεννητικότητας για τα ίδια έτη και, τέλος, στο κεφάλαιο 5 διατυπώνονται κάποια συμπεράσματα. 6
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΔΟΜΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ Βασικό μέγεθος σε μία στατιστική μελέτη αποτελεί η διερεύνηση των χαρακτηριστικών του πληθυσμού. Λέγοντας πληθυσμό, εννοούμε ένα σύνολο μονάδων σταθερά συγκροτημένο, που μπορεί, κατά περίπτωση, να χαρακτηρίζεται από κοινά εθνικά, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά. Δομικά χαρακτηριστικά κάθε πληθυσμού αποτελούν το μέγεθος και η σύνθεσή του. Βασικές δημογραφικές διαδικασίες είναι: α) η γεννητικότητα (συχνότητα γεννήσεων ζώντων), η οποία συνδέεται με την βιολογική ανανέωση του πληθυσμού, β) η θνησιμότητα (συχνότητα θανάτων), η οποία συνδέεται με την (ηλικιακή και κατά φύλο) φθορά ενός πληθυσμού και γ) οι μεταναστεύσεις, οι οποίες θεωρούνται ως τεχνητή ή μηχανική ανανέωση ή φθορά του εκάστοτε πληθυσμού (Κοτζαμάνης, Β., Ανδρουλάκη Ε., 2001). Οι προαναφερθείσες διαδικασίες συνδέονται με τις ακόλουθες μεταβολές: στο μέγεθος του πληθυσμού, στην κατά φύλο και ηλικία σύνθεση του πληθυσμού, στην σύνθεσή του κατά κοινωνικές κατηγορίες και την κατανομή του στον χώρο. Οι τιμές της γεννητικότητας, της θνησιμότητας και της μετανάστευσης εκφράζονται είτε σε απόλυτους αριθμούς, που δίνουν μεν την τάξη μεγέθους, χωρίς όμως να μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα για την συχνότητα ή την έκταση στην οποία εμφανίζεται ένα φαινόμενο, είτε σε σχετικούς αριθμούς, με ποσοστά ή αναλογίες. Στην συνέχεια του κεφαλαίου αυτού λοιπόν, θα υπολογιστούν οι λόγοι και οι δείκτες που αποτυπώνουν την κατά ηλικία και φύλο σύνθεση του πληθυσμού για κάθε επιλεγμένο έτος. Η απεικόνιση της κατανομής του πληθυσμού είτε κατά ηλικία σε δύο διαφορετικές χρονικές στιγμές είτε κατά ηλικία και φύλο σε δεδομένη χρονική στιγμή, γίνεται μέσω μιας πληθυσμιακής πυραμίδας. Στην ανάλυση των πληθυσμιακών δομών, κεντρικό ρόλο έχουν οι πληθυσμιακές πυραμίδες και οι αποκαλούμενοι δομικοί δείκτες. Η κατανομή του συνόλου των ατόμων ενός πληθυσμού κατά ηλικία και φύλο οδηγεί στον σχεδιασμό μιας γραφικής παράτασης, της πυραμίδας των ηλικιών, η οποία κατανέμει τον πληθυσμό σύμφωνα με τα ανωτέρω δύο (2) κριτήρια (Κοτζαμάνης, Β., Ανδρουλάκη Ε., 2009). Σε αυτό το περιγραφικό ιστόγραμμα, εμφανίζεται είτε 7
η συχνότητα κάθε ηλικιακής ομάδας (σε απόλυτες τιμές) είτε η αναλογία (ποσοστά) των ηλικιακών ομάδων ανά φύλο στο σύνολο του πληθυσμού (Κοτζαμάνης, Β., Ανδρουλάκη Ε., 2001). Πιο συγκεκριμένα: Πληθυσμιακή πυραμίδα (πυραμίδα ηλικιών). Πρόκειται για ένα διπλό ιστόγραμμα που αναπαριστά τον πληθυσμό συγκεκριμένης χωρικής ενότητας κατά φύλο και ηλικία (όπως σε κάθε ιστόγραμμα, το εύρος των χρησιμοποιούμενων ηλικιακών ομάδων πρέπει να είναι σταθερό). Οι πληθυσμιακές πυραμίδες είναι δυνατόν να σχεδιαστούν είτε λαμβάνοντας ως βάση τα απόλυτα μεγέθη του πληθυσμού είτε τις αναλογίες (υπολογίζοντας δηλ. το ειδικό βάρος επί τοις εκατό ή τοις χιλίοις) κάθε ηλικιακής ομάδας για τους άνδρες και τις γυναίκες επί του συνολικού πληθυσμού της εξεταζόμενης χωρικής ενότητας. Σε μια πυραμίδα ηλικιών, το πλήθος ή οι αναλογίες (ποσοστά) κάθε ηλικιακής ομάδας αναπαρίσταται από επιφάνειες με βάση: α) μια κοινή κλίμακα στον κατακόρυφο άξονα και για τα δύο φύλα, όπου τοποθετούνται οι ηλικίες, και β) δύο κλίμακες στον οριζόντιο άξονα (επί ημιαξόνων), όπου αποτυπώνονται αντιστοίχως είτε οι ανδρικοί και οι γυναικείοι πληθυσμοί (αν πρόκειται για απόλυτα μεγέθη) είτε τα ποσοστά τους (αναλογίες). Συνήθως, οι άνδρες απεικονίζονται στην αριστερή πλευρά της πυραμίδας και οι γυναίκες στη δεξιά. Οι κλίμακες αυτές έχουν κοινά διαστήματα και αν στραφούν κατά 180 μοίρες έχουμε την πλήρη αντίθεσή τους (Κοτζαμάνης, Β., Ανδρουλάκη Ε., 2009). Μια πληθυσμιακή πυραμίδα δημιουργείται συνήθως για την 1/1 κάθε ημερολογιακού έτους. Είναι δυνατόν όμως να τη δημιουργήσουμε και για οποιαδήποτε άλλη στιγμή (π.χ. στο μέσο ενός ημερολογιακού έτους). Στην περίπτωση αυτή, η ομάδα των ατόμων ηλικίας 0 (σε συμπληρωμένα έτη) δεν είναι πλήρης και το πλήθος των ατόμων ηλικίας 1, 2, 3 κ.τ.λ. ετών δεν αντιστοιχεί, προφανώς, ακριβώς στο πλήθος των ατόμων των γενεών που γεννήθηκαν τα έτη x -1, x -2, x -3, κ.ο.κ.). Κατά κανόνα, τα δεδομένα που διαθέτουμε για τη δημιουργία των πληθυσμιακών πυραμίδων αναφέρονται σε μονοετείς ή πενταετείς ηλικιακές ομάδες. Το σχήμα παραπέμπει σε μια φόρμα πυραμιδοειδή, στην οποία και οφείλει το όνομα του (πυραμίδα), αναλόγως της κυρίαρχης επίδρασης που έχουν η θνησιμότητα και η γονιμότητα (και, συνήθως, δευτερευόντως η μετανάστευση). Έτσι, στην επίδραση της θνησιμότητας προστίθενται εκείνες της γονιμότητας και των μεταναστεύσεων δημιουργώντας διαφορετικούς τύπους πυραμίδων (πυραμίδες με ιδιαίτερα διευρυμένη βάση αν έχουμε νεανικούς πληθυσμούς ή αντιθέτως με στενή βάση αν πρόκειται για γερασμένους πληθυσμούς). Στην ειδική περίπτωση ενός στάσιμου πληθυσμού το 8
περίγραμμα της πυραμίδας ταυτίζεται με εκείνο της καμπύλης επιβίωσης (δηλ. των επιβιωσάντων) του πληθυσμού αυτού. Η επιφάνεια (το εμβαδόν) της πυραμίδας δίνει τον συνολικό πληθυσμό, η μορφή της (το περίγραμμά της) μας πληροφορεί σχετικά με τη δομή του πληθυσμού αυτού κατά ηλικία, γεγονός που παραπέμπει στις συνθήκες γονιμότητας και θνησιμότητας και (στην περίπτωση που ο πληθυσμός δεν είναι κλειστός) στις μεταναστεύσεις (e-demography / Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων Πανεπιστημίου Θεσσαλίας). Τέλος, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι είναι δυνατόν να δημιουργήσουμε πληθυσμιακές πυραμίδες και για ειδικούς πληθυσμούς (π.χ. σχολικός πληθυσμός, ο πληθυσμός μιας επιχείρησης κτλ). Ανάλογα με το τελικό της σχήμα, μία πυραμίδα χαρακτηρίζεται ως επεκτατική ή νεανικού πληθυσμού (έχει την μορφή ισοσκελούς τριγώνου και απεικονίζει αναμενόμενη αύξηση του πληθυσμού), στάσιμη ή ώριμου πληθυσμού (μοιάζει με καμπάνα και δείχνει στασιμότητα, δηλαδή σχεδόν μηδενική αύξηση του πληθυσμού) και περιορισμένη ή γεροντικού πληθυσμού (όταν είναι πιο στενή στη βάση και πιο πλατιά στη μέση και την κορυφή της και δηλώνει φθίνοντες πληθυσμούς). Ένας πληθυσμός χαρακτηρίζεται νέος, όταν η αναλογία του παιδικού πληθυσμού (ηλικίας 0-14 ετών) ανέρχεται στο 40% (περίπου) του συνολικού πληθυσμού ενώ ο δείκτης γήρανσης δεν υπερβαίνει το 30%. Ένας πληθυσμός χαρακτηρίζεται ώριμος, όταν το ποσοστό των ατόμων παραγωγικής ηλικίας (δηλαδή, 15-60 ετών) ξεπερνά το 60%, ο δείκτης γήρανσης δεν υπερβαίνει το 30% και ο δείκτης ολικής εξάρτησης κυμαίνεται μεταξύ 50% και 65%. Γηράσκων χαρακτηρίζεται ο πληθυσμός εκείνος στον οποίο έχει μεν αρχίσει να αυξάνεται το ποσοστό των ηλικιωμένων ατόμων (ηλικίας 65 ετών και άνω), χωρίς όμως να έχει φτάσει ακόμη το 10% (οπότε ενδέχεται να διατρέχει το στάδιο της ωριμότητας), αλλά το ποσοστό του παιδικού πληθυσμού είναι κάτω του 30% επί του συνόλου. Γηρασμένος είναι ο πληθυσμός εκείνος στον οποίο η αναλογία των ηλικιωμένων του ξεπερνά το 10% ενώ ο δείκτης γήρανσης κυμαίνεται σε ποσοστό μεγαλύτερο του 30%. Τέλος, υπό ανανέωση θεωρείται ότι βρίσκεται ένας πληθυσμός του οποίου το ποσοστό των ηλικιωμένων ατόμων (ατόμων γεροντικής ηλικίας) υπερβαίνει το 9
10% και ο δείκτης γήρανσης αρχίζει να μειώνεται, με ταυτόχρονη αύξηση του ποσοστού του παιδικού πληθυσμού (Σιάμπος, 1993). Στην συνέχεια, εμφανίζονται οι πληθυσμιακές πυραμίδες για τα δεδομένα των ετών 1951, 1955, 1960, 1965, 1970, 1975, 1980, 1985, 1990, 1995, 2000, 2005 και 2013 (πηγή: ΕΛ.ΣΤΑΤ.). Για το έτος 1951: 95-99 90-94 85-89 80-84 75-79 70-74 65-69 60-64 55-59 50-54 45-49 40-44 35-39 30-34 25-29 20-24 15-19 10-14 5-9 0-4 Γυναίκες Άνδρες -15-10 -5 0 5 10 15 Για το έτος 1955: 95-99 90-94 85-89 80-84 75-79 70-74 65-69 60-64 55-59 50-54 45-49 40-44 35-39 30-34 25-29 20-24 15-19 10-14 5-9 0-4 Γυναίκες Άνδρες -15-10 -5 0 5 10 15 10
Για το έτος 1960: 95-99 90-94 85-89 80-84 75-79 70-74 65-69 60-64 55-59 50-54 45-49 40-44 35-39 30-34 25-29 20-24 15-19 10-14 5-9 0-4 Γυναίκες Άνδρες -15-10 -5 0 5 10 15 Για το έτος 1965: 95-99 90-94 85-89 80-84 75-79 70-74 65-69 60-64 55-59 50-54 45-49 40-44 35-39 30-34 25-29 20-24 15-19 10-14 5-9 0-4 Γυναίκες Άνδρες -10-5 0 5 10 15 11
Για το έτος 1970: 95-99 90-94 85-89 80-84 75-79 70-74 65-69 60-64 55-59 50-54 45-49 40-44 35-39 30-34 25-29 20-24 15-19 10-14 5-9 0-4 Γυναίκες Άνδρες -10-5 0 5 10 Για το έτος 1975: 95-99 90-94 85-89 80-84 75-79 70-74 65-69 60-64 55-59 50-54 45-49 40-44 35-39 30-34 25-29 20-24 15-19 10-14 5-9 0-4 Γυναίκες Άνδρες -10-5 0 5 10 12
Για το έτος 1980: 95-99 90-94 85-89 80-84 75-79 70-74 65-69 60-64 55-59 50-54 45-49 40-44 35-39 30-34 25-29 20-24 15-19 10-14 5-9 0-4 Γυναίκες Άνδρες -5-4 -3-2 -1 0 1 2 3 4 5 Για το έτος 1985: 95-99 90-94 85-89 80-84 75-79 70-74 65-69 60-64 55-59 50-54 45-49 40-44 35-39 30-34 25-29 20-24 15-19 10-14 5-9 0-4 Γυναίκες Άνδρες -5-4 -3-2 -1 0 1 2 3 4 5 13
Για το έτος 1990: 95-99 90-94 85-89 80-84 75-79 70-74 65-69 60-64 55-59 50-54 45-49 40-44 35-39 30-34 25-29 20-24 15-19 10-14 5-9 0-4 Γυναίκες Άνδρες -5-4 -3-2 -1 0 1 2 3 4 5 Για το έτος 1995: 95-99 90-94 85-89 80-84 75-79 70-74 65-69 60-64 55-59 50-54 45-49 40-44 35-39 30-34 25-29 20-24 15-19 10-14 5-9 0-4 Γυναίκες Άνδρες -5-4 -3-2 -1 0 1 2 3 4 5 14
Για το έτος 2000: 95-99 90-94 85-89 80-84 75-79 70-74 65-69 60-64 55-59 50-54 45-49 40-44 35-39 30-34 25-29 20-24 15-19 10-14 5-9 0-4 Γυναίκες Άνδρες -5-4 -3-2 -1 0 1 2 3 4 5 Για το έτος 2005: 95-99 90-94 85-89 80-84 75-79 70-74 65-69 60-64 55-59 50-54 45-49 40-44 35-39 30-34 25-29 20-24 15-19 10-14 5-9 0-4 Γυναίκες Άνδρες -5-4 -3-2 -1 0 1 2 3 4 5 15
Για το έτος 2013: 95-99 90-94 85-89 80-84 75-79 70-74 65-69 60-64 55-59 50-54 45-49 40-44 35-39 30-34 25-29 20-24 15-19 10-14 5-9 0-4 Γυναίκες Άνδρες -10-8 -6-4 -2 0 2 4 6 8 10 Από τις παραπάνω πληθυσμιακές πυραμίδες, η γενική εικόνα που σχηματίζεται για την σύνθεση του πληθυσμού κατά ηλικιακές ομάδες είναι ότι όσο προχωρούν τα έτη από το 1951 προς το 2013, αυξάνεται και ο αριθμός του πληθυσμού που ανήκει στις μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες ενώ μειώνεται ο αριθμός των γεννήσεων (και κατά συνέπεια και ο αριθμός των ατόμων στις νεαρές ηλικίες), κάτι που επιτείνει το φαινόμενο της γήρανσης του πληθυσμού (γηράσκων πληθυσμός). Μειώνεται το ποσοστό του πληθυσμού παραγωγικής ηλικίας (κυρίως νέοι ηλικίας έως 29 ετών), καθώς ολοένα και λιγότερα άτομα που βρίσκονται σε εργάσιμη ηλικία θα εισέρχονται στην αγορά εργασίας, σε σύγκριση με τα άτομα που θα αποχωρούν λόγω ηλικίας. Επιπλέον, η μετατόπιση των πυραμίδων ηλικιών προς τις μεγαλύτερες ηλικίες συνδέεται με την αυξημένη πιθανότητα θανάτου σε αυτές τις κατηγορίες. Επομένως, σταδιακά, περιορίζεται η φυσική αύξηση του πληθυσμού (Μπάγκαβος, Χ., 2003) και εμφανίζεται και ο οικονομικός αντίκτυπος μιας τέτοιας εξέλιξης, π.χ. μέσω της αύξησης του αριθμού των συντάξεων, τις αυξημένες δαπάνες για περίθαλψη ηλικιωμένων κλπ.. Με βάση τη μορφή των ηλικιακών πυραμίδων, διαπιστώνεται ότι το 1970 η βάση της ηλικιακής πυραμίδας είναι διευρυμένη, συρρικνώνεται το 1980 («ώριμος» πληθυσμός) και συνεχίζει να μειώνεται μετά το 1990 αλλά και το 2000. Για κάθε ένα από τα επιλεγμένα έτη (1951-2013), υπολογίζονται στην συνέχεια και απεικονίζονται στα διαγράμματα που ακολουθούν, τα εξής: 16
- Λόγος φύλου. - Λόγος φύλου στην ηλικία 0. - Λόγος φύλου στις ηλικίες 15-49. - Λόγος φύλου στις ηλικίες άνω των 64. - Λόγος εξάρτησης. - Λόγος εξαρτημένων. - Λόγος γήρανσης. - Λόγος αντικατάστασης Ι. - Λόγος αντικατάστασης ΙΙ. - Δείκτης εξάρτησης. - Δείκτης γήρανσης. Λόγος φύλου (Sex ratio) Με τον όρο αυτό εννοούμε το κλάσμα του αριθμού των ανδρών προς τον αριθμό των γυναικών στον (εκάστοτε) πληθυσμό την χρονική στιγμή t. Πολλαπλασιάζοντας με το 100, έχουμε τον αριθμό ανδρών ανά εκατό (100) γυναίκες στον πληθυσμό του ενδιαφέροντός μας (Κωστάκη, Α., Πανεπιστημιακές Σημειώσεις. 2003). t SR = t PP (A)/ t PP (Γ), όπου: t SR: ο λόγος φύλου του συνολικού πληθυσμού του έτους t. t PP (A): ο συνολικός μέσος ανδρικός πληθυσμός του έτους t. t PP (Γ): ο συνολικός μέσος γυναικείος πληθυσμός του έτους t. Μέσος πληθυσμός ενός ημερολογιακού έτους ορίζεται ο πληθυσμός της 30ής Ιουνίου του έτους αυτού (ο αριθμητικός μέσος του πληθυσμού της αρχής και του τέλους του έτους αναφοράς). Λόγος φύλου κατά ομάδες ηλικιών: nn tt SS R x = PP (AA) x/ nn tt PP (ΓΓ) x, όπου: nn tt SSR x : ο λόγος φύλου του πληθυσμού των ηλικιών του διαστήματος [x, x+n) του έτους t. nn tt PP (AA) x: ο μέσος ανδρικός πληθυσμός του έτους t, για τις ηλικίες [x, x+n). nn tt PP (ΓΓ) x: ο μέσος γυναικείος πληθυσμός του έτους t, για τις ηλικίες [x, x+n). nn tt 17
Λόγος φύλου στην ηλικία (0) Ο λόγος φύλου στην ηλικία (0) υπολογίζεται με βάση τον αριθμό των γεννήσεων του έτους στο οποίο αναφέρεται, χρησιμοποιώντας τον τύπο: t SR 0 = [ t B (A) / t B (K) ] * 100, όπου: t SR 0 : συμβολίζει τον λόγο φύλου κατά την γέννηση, t B (A) : οι γεννήσεις αγοριών κατά τη διάρκεια του έτους t, t B (K) : οι γεννήσεις κοριτσιών κατά τη διάρκεια του έτους t. Λόγος φύλου τις ηλικίες 15 49. Ο λόγος φύλου του μέσου πληθυσμού της Ελλάδας για τις ηλικίες 15 έως 49 ετών και για τα έτη 1951 2013, υπολογίζεται, αθροιστικά, με βάση τον εξής τύπο (που αναφέρθηκε παραπάνω): όπου: Λόγος φύλου κατά ομάδες ηλικιών: nn tt SS R x = PP (AA) x/ PP (ΓΓ) nn tt nn tt x, nn tt SSR x : ο λόγος φύλου του πληθυσμού των ηλικιών του διαστήματος [x, x+n) για το έτος t. nn tt PP (AA) x: ο μέσος ανδρικός πληθυσμός του έτους t, για τις ηλικίες [x, x+n). nn tt PP (ΓΓ) x: ο μέσος γυναικείος πληθυσμός του έτους t, για τις ηλικίες [x, x+n). Λόγος φύλου τις ηλικίες άνω των 64 ετών (>64) Ο λόγος φύλου του μέσου πληθυσμού της Ελλάδας, για τις ηλικίες άνω των 64 ετών και για τα έτη 1951 2013, δείχνει την αναλογία των ατόμων άνω των 64 ετών σε εκατό (100) άτομα του πληθυσμού και υπολογίζεται βάσει του τύπου που χρησιμοποιήθηκε και για τον λόγο φύλου στις ηλικίες 15-49 ετών, εφαρμοζόμενος ανάλογα στις ηλικιακές ομάδες άνω των 64 ετών. Λόγος εξάρτησης (Dependency ratio) Ο λόγος εξάρτησης ( t DR) αποδίδεται από τον αριθμό των οικονομικά μη ενεργών ατόμων ενός πληθυσμού, προς τον αριθμό των οικονομικά ενεργών ατόμων στον πληθυσμό αυτό. Όταν πολλαπλασιαστεί με 1000 εκφράζει τον μέσο αριθμό εξαρτημένων ατόμων ανά 1000 ενεργά άτομα στον πληθυσμό. Στην περίπτωση που οι διαθέσιμες πληροφορίες δεν είναι ακριβείς, ο λόγος εξάρτησης υπολογίζεται προσεγγιστικά ως το κλάσμα του αριθμού των ατόμων που ανήκουν 18
τις ηλικιακές ομάδες 0-14 και 65 και άνω, τις τα άτομα των ηλικιών 15-64 ετών (Κωστάκη Α., Τεχνικές Δημογραφικής Ανάλυσης, Πανεπιστημιακές σημειώσεις, 2003). όπου: t DR : ο λόγος εξάρτησης του έτους t, t DR = 15 tt tt PP 0+ PP 65+ tt 50 PP 15 PP 15 tt 0: ο μέσος πληθυσμός των ηλικιών [0,15) του έτους t, tt PP 65+ : ο μέσος πληθυσμός των ηλικιών 65 και άνω του έτους t και tt 50 PP 15 : ο μέσος πληθυσμός των ηλικιών [15,65) του έτους t. Λόγος εξαρτημένων (Dependency Ratio) Ο λόγος εξαρτημένων υπολογίζεται ως το κλάσμα του πληθυσμού των ηλικιών 0 έως 14 προς τον πληθυσμό των ηλικιών 65 ετών και άνω. Πολλαπλασιάζοντας με το 1000, το αποτέλεσμα είναι ο μέσος αριθμός ατόμων ηλικίας κάτω των 15 ετών στα 1000 άτομα ηλικίας 65 και πάνω. 15 tt tt, PP 65+ t DR 1 = PP 0 όπου: t DR: ο λόγος εξαρτημένων για το έτος t. 15 tt PP 0 : ο μέσος πληθυσμός των ηλικιών [0,15) του έτους t. tt PP 65+ : : ο μέσος πληθυσμός των ηλικιών άνω των 65 ετών του έτους t. Λόγος γήρανσης (Senescence Ratio) Ο λόγος γήρανσης είναι το αντίστροφο του λόγου εξαρτημένων: t SER = tt PP 65+, PP 15 tt 0 όπου: t SER: ο λόγος γήρανσης του έτους t. 15 tt PP 0 : ο μέσος πληθυσμός των ηλικιών [0,15) του έτους t. tt PP 65+ : : ο μέσος πληθυσμός των ηλικιών άνω των 65 ετών του έτους t. Πρόκειται για την αναλογία των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών προς τα άτομα νεανικής ηλικίας (0-15 ετών), από την οποία συνάγεται και ο βαθμός στον οποίο γερνά (μεταβάλλεται) ο πληθυσμός της Ελλάδας. 19
Λόγος αντικατάστασης Ι (Substitution Ratio I) Ως λόγος αντικατάστασης Ι ορίζεται το κλάσμα του πληθυσμού των ηλικιών του διαστήματος [10,15) προς τον πληθυσμό των ηλικιών [60,65). όπου: t SUR I = t SUR I : ο λόγος αντικατάστασης Ι του έτους t. tt 5 PP 10 tt, 5 PP 60 tt 5 PP 10 : ο μέσος πληθυσμός ηλικιών 10 έως 15 ετών για το έτος t. tt 5 PP 60 : ο μέσος πληθυσμός ηλικιών 60 έως 65 ετών για το έτος t. Με τον λόγο αντικατάστασης Ι εκφράζεται ο μέσος αριθμός ατόμων τα οποία τα επόμενα πέντε (5) χρόνια αναμένεται ότι θα ενταχθούν στον πληθυσμό εργάσιμης ηλικίας και θα αντιστοιχούν σε χίλια (1000) άτομα τα οποία μέσα στα επόμενα πέντε (5) έτη δεν θα ανήκουν πλέον στον πληθυσμό αυτό. Λόγος αντικατάστασης ΙΙ (Substitution Ratio II) Ο λόγος αντικατάστασης II ορίζεται ως το πηλίκο του πληθυσμού των ατόμων ηλικίας από 15 έως 20 ετών προς τον πληθυσμό των ατόμων ηλικιών από 60 μέχρι 65. t SUR 2 = όπου: t SUR 2 : ο λόγος αντικατάστασης ΙΙ του έτους t, tt 5 PP 15 tt, 5 PP 60 t 5 P 15 : ο μέσος πληθυσμός ατόμων ηλικιών [15,20) του έτους t, t 65 P 60 : ο μέσος πληθυσμός ατόμων ηλικιών [60,65) του έτους t. Ο λόγος αντικατάστασης ΙΙ εκφράζει τον μέσο αριθμό ατόμων που μία δεδομένη πενταετία εντάχθηκαν στον πληθυσμό εργάσιμης ηλικίας και ο οποίος αντιστοιχεί σε 1000 άτομα που κατά την ίδια αυτή πενταετία αποσύρθηκαν από το οικονομικά ενεργό δυναμικό του υπό μελέτη πληθυσμού. Δείκτης εξάρτησης δείκτης εξάρτησης = 15 tt tt PP 0+ PP 65+ tt PP όπου: 15 tt PP 0: ο μέσος πληθυσμός των ηλικιών του διαστήματος [0,15) για το έτος t, tt PP 65+ : ο μέσος πληθυσμός των ηλικιών 65 και άνω του έτους t και 20
tt PP : ο μέσος πληθυσμός του έτους t. Εκφράζει την αναλογία ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών προς 100 άτομα παραγωγικής ηλικίας (15-64 ετών). Δείχνει πόσο επιβαρύνεται ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός (μιας περιοχής, μιας χώρας και γενικά της εκάστοτε ομάδας ερευνητικού ενδιαφέροντος) από τον πληθυσμό μεγαλύτερων ηλικιών. Δείκτης γήρανσης tt δείκτης γήρανσης PP 65+ = tt PP, όπου: tt PP 65+ : ο μέσος πληθυσμός των ηλικιών 65 και άνω του έτους t και tt PP : ο μέσος πληθυσμός του έτους t. Με τον δείκτη αυτό υπολογίζεται πόσα άτομα άνω των 65 ετών αναλογούν στον μέσο πληθυσμό ενός έτους. Στα διαγράμματα που ακολουθούν, παρουσιάζονται σχηματικά για τα έτη 1951-2013 οι λόγοι και οι δείκτες που οι ορισμοί τους δόθηκαν μόλις παραπάνω (και τα σχετικά αριθμητικά αποτελέσματα των οποίων παραθέτονται σε πίνακα στο παράρτημα). Πιο συγκεκριμένα, στο πρώτο από τα δύο επόμενα διαγράμματα απεικονίζονται: ο λόγος φύλου, ο λόγος φύλου στην ηλικία 0, ο λόγος φύλου στις ηλικίες 15-49 και ο λόγος φύλου στις ηλικίες άνω των 64 ετών. Στο δεύτερο κατά σειρά διάγραμμα, απεικονίζονται: λόγος εξάρτησης, λόγος εξαρτημένων, λόγος γήρανσης, λόγος αντικατάστασης Ι, λόγος αντικατάστασης ΙΙ, δείκτης εξάρτησης και δείκτης γήρανσης. 120 115 110 105 100 95 90 85 80 ΕΤΗ SR SR0 35SR15 SR64+ 75 70 1951 1954 1957 1960 1963 1966 1969 1972 1975 1978 1981 1984 1987 1990 1993 1996 1999 2002 2005 2008 2011 21
1000,00 900,00 800,00 700,00 600,00 500,00 400,00 300,00 200,00 100,00 DR DR1 SER SURI SUR2 Δ_ΕΞ Δ_ΓΗΡ 0,00 1951 1954 1957 1960 1963 1966 1969 1972 1975 1978 1981 1984 1987 1990 1993 1996 1999 2002 2005 2008 2011 Επί των ανωτέρω, μπορούν να γίνουν οι ακόλουθες παρατηρήσεις διαπιστώσεις: Λόγος φύλου: Παρατηρούμε ότι ο λόγος φύλου κατ έτος για τα μελετώμενα έτη (1951 1990 & 1991-2013), συνολικά, κυμαίνεται (περίπου) μεταξύ 94 97. Σε γενικές γραμμές, για τα ανωτέρω χρόνια ο λόγος φύλου εμφανίζει υψηλότερη τιμή (μεταξύ 100 και 110) στο εύρος ηλικιών 0-24 (περισσότερα αγόρια απ ότι κορίτσια) ενώ μετά το 1991 η μεγαλύτερη τιμή του λόγου φύλου σε αρκετές περιπτώσεις εντοπίζεται στο ηλικιακό εύρος 0-39 (υπεροχή των ανδρών έναντι των γυναικών) και χαμηλότερη στην ηλικιακή ομάδα 85+. Διαπιστώνεται γενικά, ότι οι ηλικίες 65 84 παρουσιάζουν μεγαλύτερο λόγο φύλου απ ότι οι ηλικίες 85+ (υπεροχή γυναικών έναντι των ανδρών, ενδεικτικό στοιχείο της μικρότερης θνησιμότητάς τους). Η χαμηλότερη τιμή του λόγου φύλου, για τα αναφερόμενα στους ανωτέρω υπολογισμούς έτη, γενικά, εντοπίζεται τις ηλικιακές ομάδες 80+. Λόγος φύλου στην ηλικία 0: Μια πρώτη γενική διαπίστωση που συνάγεται από τα παραπάνω διαγράμματα είναι η υπεροχή στις γεννήσεις των αγοριών έναντι των κοριτσιών, εύρημα που συμφωνεί με την γενικότερη βιβλιογραφία επί του θέματος (Κωστάκη, Α., 2003). Επιπλέον, παρατηρείται ότι για τα έτη 1951 1985, σε σύγκριση με τα έτη 1986 1990 (και με εξαίρεση το έτος 1970 κατά το οποίο ο λόγος φύλου κατά 22
την ηλικία (0) είναι περίπου 103), ο λόγος φύλου κατά τη γέννηση έχει τιμή μεγαλύτερη του 105, δηλαδή, για τα συγκεκριμένα έτη σε κάθε εκατό (100) γεννήσεις κοριτσιών αντιστοιχούν, κατά μέσο όρο, κάτι παραπάνω από 105 γεννήσεις αγοριών. Η ίδια ακριβώς αντιστοιχία μεταξύ γεννήσεων αγοριών και κοριτσιών διαπιστώνεται και για τα έτη 1991 2000 και 2011 ενώ για τις χρονιές 2001 2008 και 2010 ο λόγος φύλου κατά τη γέννηση δείχνει ότι τα χρόνια αυτά, σε κάθε εκατό (100) γεννήσεις κοριτσιών αντιστοιχούν, κατά μέσο όρο, κάτι παραπάνω από 104 γεννήσεις αγοριών. Για το έτος 2009 για κάθε εκατό (100) γεννήσεις κοριτσιών οι γεννήσεις αγοριών είναι, πάντα κατά μέσο όρο, κάτι παραπάνω από 103 ενώ για το 2012 κάτι παραπάνω από 106 και για το 2013 περίπου ισούται με 106. Αναμενόμενο είναι (όπως συνάγεται άλλωστε και από τον ορισμό του μέσου πληθυσμού) ότι τα συμπεράσματα θα ήταν ακριβώς τα ίδια αν αντί για τον μέσο αριθμό γεννήσεων είχε χρησιμοποιηθεί ο συνολικός αριθμός γεννήσεων των ετών 1951 2013. Λόγος φύλου στις ηλικίες 15-49: Από τα παραπάνω, προκύπτει πως ο λόγος φύλου στις ηλικίες 15-49 για τα έτη 1951 1990 κυμαίνεται (περίπου) από 94 έως 100 (υπεροχή γυναικείου φύλου) ενώ για τα έτη 1991 2013, από 99 μέχρι 104 (περίπου) (σε γενικές γραμμές, υπεροχή του ανδρικού φύλου). Πιο συγκεκριμένα, στα χρονικά διαστήματα 1951 1961 και 1968 1969 η τιμή του είναι περίπου 94, τα έτη 1962 1967 ο λόγος φύλου πέφτει στο 93, τα έτη 1970-1972 ανεβαίνει στο 96 (περίπου), για τα έτη 1974 1978 η τιμή του λόγου φύλου ηλικιών 15-49 αυξάνεται και παίρνει τιμές γύρω στο 97 (περίπου), για τα χρονικά διαστήματα 1979 1981 η τιμή του κυμαίνεται γύρω στο 98, τα διαστήματα 1982 1983, 1986-1988 και 1993-1994 αυξάνεται στο 99 (περίπου), εν συνεχεία, τα έτη 1984 1985, 1989-1991 και το 1998 οι τιμές του υπολογίζονται γύρω στο 100. Τις χρονιές 1992 και 2013 ο λόγος κυμαίνεται γύρω στο 101 (περίπου), ενώ για το 1995 και τα έτη 2001-2012 οι τιμές του λόγου φύλου για τις ηλικίες 15-49 υπολογίζονται γύρω στο 102 (περίπου). Συμπερασματικά, ο συγκεκριμένος λόγος φύλου λαμβάνει την χαμηλότερη τιμή του το 1965 και την υψηλότερη το 1999. Φυσικά, τα συμπεράσματα θα ήταν ακριβώς τα ίδια αν αντί για τους μέσους πληθυσμούς των δύο φύλων, χρησιμοποιούνταν οι συνολικοί πληθυσμοί των ηλικιών 15 49 για τα ίδια έτη (1951-2013). 23
Λόγος φύλου στις ηλικίες άνω των 64 ετών (>64). Όπως παρατηρούμε τόσο από τα διαγράμματα όσο και από τους αντίστοιχους αριθμητικούς υπολογισμούς, ο λόγος φύλου στις ηλικιακές ομάδες άνω των 64 ετών του μέσου πληθυσμού της Ελλάδας για τα έτη 1951 1990 κυμαίνεται στο διάστημα 75 80 (περίπου) ενώ για τα έτη 1991 2013 στο διάστημα 78 83 (περίπου) (υπεροχή των γυναικών και τις δύο περιπτώσεις). Ειδικότερα, τα έτη 1951 1952, 1972 1974, 1982 1983 και 1986 1990 έχει τιμή περίπου 79, τα έτη 1953 1954, 1970 1971 και 1984 η τιμή του λόγου αυτού είναι (περίπου) 78, τα έτη 1955 1956, 1961 1962, 1967 1969 και 1985 μειώνεται στο 77 (περίπου), τις χρονιές 1957 1958 και 1963 1966 μειώνεται ακόμη μία (1) μονάδα στο 76 (περίπου) ενώ η χαμηλότερη τιμή 75 (περίπου) σημειώνεται τα έτη 1959 1960. Αντίθετα, η υψηλότερη τιμή του λόγου φύλου για τα έτη 1951 1990 στις ηλικίες άνω των 64, είναι 80 (περίπου) και εντοπίζεται στα έτη 1975 1981. Τις χρονιές 1991 και 2001 2006 επανέρχεται γύρω στο 78, τα διαστήματα 1992 1995 και 2007 2012 η τιμή του λόγου φύλου για τις ηλικίες άνω των 64 κυμαίνεται γύρω στο 79 (περίπου), ανεβαίνει γύρω στο 80 τα έτη 1996 1997 και 1999 2000, παίρνει την μεγαλύτερη τιμή (περίπου 83) το έτος 1998 (μεγαλύτερη όσον αφορά τις τιμές που λαμβάνει το χρονικό διάστημα από το 1991 έως και το 2013) ενώ η μικρότερη (για το ίδιο πάντα χρονικό διάστημα αναφοράς) σημειώνεται, με οριακή διαφορά, το 1991. Μια γενική παρατήρηση που μπορεί να σημειώσει κανείς είναι ότι στα άτομα των ηλικιών άνω των 64, η αριθμητική υπεροχή των γυναικών έναντι των ανδρών, μπορεί να εξηγηθεί από την παρατηρούμενη μεγαλύτερη θνησιμότητα των ανδρών στις ηλικίες αυτές. Οι ίδιες ακριβώς διαπιστώσεις ισχύουν για τον λόγο φύλου των ηλικιών άνω των 64, αν αντί για τους μέσους πληθυσμούς χρησιμοποιήσουμε τα δεδομένα των συνολικών πληθυσμών των ετών 1951 2013 και για τα δύο φύλα. Λόγος εξάρτησης: Από τα στοιχεία των ανωτέρω διαγραμμάτων, διαπιστώνεται ότι ο λόγος εξάρτησης των γυναικών είναι υψηλότερος εκείνου των ανδρών την δεκαετία: 1980 1990, όπως επίσης και το χρονικό διάστημα 1991 2013 (με εξαίρεση τα έτη 1993 1994), παρατήρηση που συνάδει με τις γενικότερες διαπιστώσεις περί μεγαλύτερης θνησιμότητας των ανδρών γενικά, άρα και για τα συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα. Όσον αφορά στα έτη 1951 1979, ο λόγος εξάρτησης των 24
ανδρών είναι συστηματικά υψηλότερος εκείνου των γυναικών για την ίδια χρονική περίοδο, κάτι που θα μπορούσε ίσως να ερμηνευθεί από μία αύξηση τις γεννητικότητας σε συνδυασμό με μία σχετική μείωση της θνησιμότητας των ανδρών τα εν λόγω έτη. Η τιμή του λόγου εξάρτησης του συνολικού πληθυσμού της χώρας σε καθένα από τα έτη 1951 2013 κυμαίνεται σταθερά μεταξύ των τιμών που έχουν οι αντίστοιχοι λόγοι εξάρτησης ανδρών και γυναικών για τα ίδια χρόνια. Μια γενικότερη διαπίστωση είναι η εξής: οι τιμές του λόγου εξάρτησης μειώνονται τα έτη 1951-1963, στην συνέχεια αυξάνονται (σε γενικές γραμμές) από το 1964 μέχρι και το 1979 ενώ από το 1980 μέχρι το 2000 ακολουθούν καθοδική πορεία, η οποία ανακάμπτει από το 2001 μέχρι και το 2013. Λόγος εξαρτημένων: Στις ανωτέρω γραφικές παραστάσεις αποτυπώνεται, μεταξύ των άλλων, και η σχέση ανάμεσα σε αυτούς που αποχώρησαν από τον πληθυσμό εργάσιμης ηλικίας και σε εκείνους που πρόκειται να ενταχθούν στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό της χώρας τα επόμενα δεκαπέντε (15) χρόνια. Σε αυτό το πλαίσιο, παρατηρείται ότι οι τιμές του λόγου εξαρτημένων για τα έτη 1951 2013, σε γενικές γραμμές, βαίνουν σταθερά μειούμενες κατ έτος, τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες (και, κατά συνέπεια, και για τον συνολικό πληθυσμό). Οι αριθμητικές τιμές του λόγου αυτού για τον συνολικό πληθυσμό κάθε έτους βρίσκονται μεταξύ των αντίστοιχων αριθμητικών τιμών ανδρών και γυναικών για το εκάστοτε έτος. Οι υψηλότερες τιμές του λόγου εξαρτημένων συναντώνται τα πρώτα χρόνια στα οποία αφορούν τα δεδομένα μας (με την μεγαλύτερη εξ αυτών το 1951) ενώ χαμηλώνουν σταθερά κάθε χρονιά όσο πλησιάζουμε προς το 2013 (με την μικρότερη εξ αυτών να σημειώνεται το έτος 2013). Για κάθε ένα χρόνο χωριστά, η τιμή του λόγου εξαρτημένων για τους άνδρες είναι μεγαλύτερη από εκείνη των γυναικών για το ίδιο έτος, διαπίστωση που θα μπορούσε να αποδοθεί στην υψηλότερη ανδρική θνησιμότητα. Στον συνολικό πληθυσμό, η σταθερή μείωση της τιμής του λόγου των εξαρτημένων από το 1951 ως το 2013, ίσως συνδέεται και με την μειωμένη γεννητικότητα που σημειώθηκε στην χώρα κατά το ίδιο χρονικό διάστημα. Γενικότερα, η μακροχρόνια πτωτική τάση της γεννητικότητας, σε συνδυασμό με την μετανάστευση και την δημογραφική γήρανση, είχαν σαν επακόλουθο τον περιορισμό της δυνητικής προσφοράς εργατικού δυναμικού 25
(Παπαδάκης, Ε. Μ., 1998). Κατά ένα μέρος, η εικόνα αυτή (της μειωμένης προσφοράς εργατικού δυναμικού) αντισταθμίστηκε από μία σειρά παραγόντων, όπως η παλιννόστηση, η εκδηλωθείσα εισροή οικονομικών μεταναστών και η προοδευτικά εντεινόμενη αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στην παραγωγική δραστηριότητα (ό.π.). Πρόκειται για καταστάσεις που παρατηρήθηκαν στην ελληνική επικράτεια μεταξύ των ετών 1951-2013. Λόγος γήρανσης: Ο λόγος γήρανσης υπολογίζει τον μέσο αριθμό ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών που αντιστοιχούν σε χίλια (1000) άτομα ηλικίας μηδέν (0) έως δεκαπέντε (15) ετών. Μια γενική παρατήρηση είναι η εξής: καθώς προχωρούν τα έτη στα οποία αναφέρονται τα στοιχεία μας, οι τιμές του λόγου γήρανσης αυξάνονται σταθερά, κάτι το οποίο σημαίνει πως ο ρυθμός αύξησης των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω είναι μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο ρυθμό αύξησης των ατόμων ηλικίας έως 15 ετών για τις ίδιες χρονιές. Με δεδομένο ότι οι λόγοι εξαρτημένων και γήρανσης είναι αντίστροφοι μεταξύ τους, είναι λογικό και αναμενόμενο οι λόγοι γήρανσης των γυναικών (αντίστροφα απ ό,τι ίσχυε για τους λόγους εξαρτημένων) να εμφανίζουν υψηλότερη τιμή από τους αντίστοιχους των ανδρών για όλα τα έτη από το 1951 μέχρι και το 2013, όπως συνάγεται από τους σχετικούς υπολογισμούς. Οι αριθμητικές τιμές του λόγου αυτού για τον συνολικό πληθυσμό κάθε έτους κυμαίνονται μεταξύ των αντίστοιχων τιμών του ίδιου έτους για άνδρες και γυναίκες ξεχωριστά, όπως ίσχυε και στον λόγο εξαρτημένων. Σε γενικές γραμμές, η τιμή του λόγου γήρανσης των ανδρών αυξάνεται σταθερά τα έτη 1951 2013, σημειώνοντας την μεγαλύτερη τιμή του το έτος 2013, όπως ακριβώς ισχύει και για τις γυναίκες και κατ επέκταση και για τον συνολικό πληθυσμό. Η χαμηλότερη θνησιμότητα των γυναικών μπορεί να εξηγήσει τις αυξημένες τιμές του λόγου γήρανσης για το φύλο αυτό έναντι των ανδρών, για τα έτη 1951 2013. Κατ αντιστοιχία με την διαπίστωση για τον λόγο εξαρτημένων, έτσι και εδώ, η μείωση του αριθμού των γεννήσεων θα μπορούσε, ως ένα βαθμό, να εξηγήσει την σταθερή αύξηση στις τιμές του λόγου γήρανσης κατά τα ανωτέρω έτη. Η επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης του πληθυσμού και η διόγκωση της δημογραφικής γήρανσης προήλθαν από την συνεχή μείωση της γεννητικότητας και την επιμήκυνση της διάρκειας της ζωής. Από το 1970 και μετά, η έντονη πτώση της γονιμότητας (και στην συνέχεια η σταθεροποίησή της κάτω από το όριο 26
ανανέωσης των γενεών) είναι μία διαπίστωση που αφορά στο σύνολο των αναπτυγμένων περιοχών του πλανήτη και εμφανίζεται ανεξάρτητα από το επίπεδο και τους ρυθμούς ανάπτυξης (Κοτζαμάνης, Β., 2009). Επιπλέον, στην Ελλάδα η πληθυσμιακή εξέλιξη επηρεάστηκε τόσο από την έντονη μεταναστευτική εκροή την δεκαετία του 1960 όσο και από τα ρεύματα παλιννόστησης που εκδηλώθηκαν τις ακόλουθες δεκαετίες αλλά και από την πιο πρόσφατη εισροή και εγκατάσταση στην Ελλάδα οικονομικών μεταναστών. Λόγος αντικατάστασης Ι: Όσον αφορά στο σύνολο του πληθυσμού, παρατηρούμε ότι η υψηλότερη τιμή του λόγου αντικατάστασης Ι εμφανίζεται το 1951 και έκτοτε μειώνεται σταθερά, κάτι που σημαίνει ότι για το έτος αυτό, σε σύγκριση με τα υπόλοιπα έτη ως το 2013, τα άτομα ηλικιών 10-15 ήταν κατά πολύ περισσότερα από εκείνα των ηλικιών 60-65, για τα αντίστοιχα, πάντα, έτη. Με άλλα λόγια, το έτος 1951 τα άτομα του πληθυσμού τις Ελλάδας που ανήκαν στην ηλικιακή ομάδα [10,15) και επρόκειτο να εισέλθουν στην αγορά εργασίας την επόμενη πενταετία ήταν περίπου τριπλάσια από τα άτομα που αναμενόταν ότι θα αποχωρούσαν από το εργατικό δυναμικό της χώρας κατά την ίδια πενταετία. Από την άλλη μεριά, όσο πλησιάζουμε προς το 1997, κάτι που ισχύει και για τα χρόνια 2002 2005, η τιμή του λόγου αντικατάστασης Ι εξακολουθεί μεν να είναι μεγαλύτερη της μονάδας αλλά να μειώνεται συνεχώς, με αποτέλεσμα τα άτομα που επρόκειτο να εισέλθουν στο εργατικό δυναμικό της χώρας την επόμενη πενταετία να ήταν, αριθμητικά, περίπου τα ίδια με όσα αναμενόταν ότι θα αποχωρούσαν κατά το ίδιο διάστημα. Τα έτη 1998 2001 και 2006 2013, η τιμή του λόγου αντικατάστασης Ι είναι μικρότερη της μονάδας, κάτι που σημαίνει ότι την πενταετία που ακολουθεί καθένα από τα προαναφερθέντα χρονικά διαστήματα, τα άτομα ηλικίας 60 65 ετών που αναμένεται ότι θα αποχωρήσουν από το εργατικό δυναμικό της χώρας είναι περισσότερα από τα άτομα ηλικιών 10 15 ετών που αναμένεται να εισέλθουν στο εργατικό δυναμικό κατά το ίδιο διάστημα. Για τις τιμές του λόγου αντικατάστασης Ι κατά φύλο, διαπιστώνονται τα εξής: για τους άνδρες η τιμή του λόγου αυτού μειώνεται τα έτη 1951 1956, στην συνέχεια αυξάνεται λίγο μεταξύ των ετών 1957 1958, το διάστημα 1959 1971 μειώνεται σταθερά, 1972 1973 παρουσιάζει μια πολύ μικρή αύξηση, μικρή μείωση το 1974 1975, αυξάνεται πάλι το διάστημα 1976 1980 ενώ από το 1981 αρχίζει να μειώνεται σταθερά (με μία ανεπαίσθητη αύξηση τα έτη 2002 2005), 27
φτάνοντας στην χαμηλότερη τιμή του (χωρίς όμως να παίρνει τιμή μικρότερη της μονάδας) το 2006. Τα έτη 2007 2013 οι μειωμένες τιμές είναι μικρότερες της μονάδας. Για τις γυναίκες, η τάση είναι σχεδόν ανάλογη με την αντίστοιχη των ανδρών: ο λόγος αντικατάστασης Ι σημειώνει την μεγαλύτερη τιμή του το 1951, η οποία στην συνέχεια μειώνεται μέχρι και το 1956, παρουσιάζει μικρή αύξηση το 1957-1958, μειώνεται σταθερά τα έτη 1959 1975, στην συνέχεια εμφανίζει αύξηση το χρονικό διάστημα 1976-1980 ενώ μειώνεται από το 1981 μέχρι και το 1994 (όπου σημειώνεται η χαμηλότερη τιμή σχεδόν οριακά μεγαλύτερη από την μονάδα). Η μείωση συνεχίζεται τα έτη 1995 2001 (με τιμές μικρότερες της μονάδας), ανακόπτεται τα έτη 2002 2004 (οι τιμές του λόγου παραμένουν σε επίπεδα μικρότερα της μονάδας) και εξακολουθεί την πτωτική της πορεία με σταθερά μειούμενες τιμές κατά τα έτη 2005 2013. Επομένως, για τον συνολικό πληθυσμό της χώρας, τα έτη 1951-1997 και 2002 2005 τα άτομα των ηλικιών 10-15 αναπληρώνουν ή, ακόμα και στην λιγότερο ευνοϊκή περίπτωση, εξισορροπούν αριθμητικά τον πληθυσμό των ηλικιών 60-65, δηλαδή όσους πρόκειται να αποσυρθούν σταδιακά από το εργατικό δυναμικό της χώρας τα επόμενα πέντε (5) χρόνια. (Η αναπλήρωση αυτή ανατρέπεται τα έτη 1998 2001 και 2006 2012, στα οποία οι τιμές του λόγου αντικατάστασης Ι είναι κατώτερες της μονάδας). Επιπλέον, το γεγονός ότι για κάθε ένα από τα προαναφερθέντα έτη παρατηρούνται υψηλότερα επίπεδα τιμών του λόγου αντικατάστασης Ι στους άνδρες σχετίζεται με τα υψηλότερα επίπεδα θνησιμότητάς τους σε σχέση με τα αντίστοιχα των γυναικών, για το ίδιο πάντα χρονικό διάστημα αναφοράς. Η υποχώρηση της συμμετοχής του πληθυσμού των ατόμων ενεργού ηλικίας στο εργατικό δυναμικό μπορεί να οφείλεται στις ηλικιακές ανακατατάξεις του πληθυσμού, στην παράταση του χρόνου σπουδών, στην πρόωρη συνταξιοδότηση, ή σε άλλους παράγοντες και θα ήταν ασφαλώς μεγαλύτερη, αν δεν αντισταθμιζόταν από την αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στην ενεργό ζωή (Παπαδάκης, Ε. Μ., 1998). Λόγος αντικατάστασης ΙΙ: Όπως είδαμε και για τον λόγο αντικατάστασης Ι, έτσι και ο λόγος αντικατάστασης ΙΙ του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας τα έτη 1951-2013 σημειώνει την μεγαλύτερη τιμή του το 1951 και έκτοτε μειώνεται σταθερά μέχρι και το έτος 1961. Στην συνέχεια, το 1962-1963 έχει μια σχεδόν ανεπαίσθητη 28
αύξηση, 1964-1971 παρουσιάζει μείωση, αυξάνεται προσωρινά το 1972, τα έτη 1973 1974 η τιμή του μειώνεται, τις χρονιές 1975-1983 η τιμή του λόγου αντικατάστασης ΙΙ σημειώνει αύξηση ενώ για τα έτη 1984-2000 η τιμή του μειώνεται σταθερά. Τα χρόνια 2001 2004 ο λόγος αντικατάστασης ΙΙ σημειώνει αύξηση περίπου μέχρι τα επίπεδα των ετών 1996 1997 ενώ από το 2005 έως και το 2013, η τιμή του λόγου αυτού ακολουθεί καθοδική πορεία, λαμβάνοντας την μικρότερη τιμή του το έτος 2012. Όσον αφορά τις τιμές του λόγου αντικατάστασης ΙΙ για καθένα από τα δύο φύλα χωριστά, διαπιστώνονται τα εξής: για τους άνδρες, ο λόγος αντικατάστασης ΙΙ εμφανίζει την μεγαλύτερη τιμή του το 1951 και συνεχίζει με μειωμένη τιμή μέχρι και το 1961. Τα έτη 1962-1963 παρουσιάζει μια μικρή αύξηση, 1964-1971 μειώνεται, αυξομειώνεται το 1972 1973, έχει αυξητική τάση τις χρονιές 1974-1983 ενώ η τιμή του λόγου αντικατάστασης ΙΙ στους άνδρες μειώνεται σταθερά από το 1984 μέχρι και το 2001. Τα έτη 2002 2004 παρουσιάζει μια σχετική αύξηση, ακολουθούμενη από μία μείωση το χρονικό διάστημα 2005 2011 και μία αύξηση πάλι το 2012-2013. (Το 2011 σημειώνεται και η χαμηλότερη τιμή του λόγου αντικατάστασης ΙΙ για τον ανδρικό πληθυσμό της χώρας τα έτη 1951-2013 συνολικά). Για τις γυναίκες, ομοίως, ο λόγος αντικατάστασης ΙΙ παρουσιάζει την υψηλότερη τιμή του το 1951 και στην συνέχεια μειώνεται μέχρι και το 1961. Αυξάνεται προσωρινά τις χρονιές 1962-1963, τα έτη 1964-1974 χαρακτηρίζονται, γενικά, από μείωση της τιμής του λόγου αυτού για τον γυναικείο πληθυσμό, ακολουθεί μία ανοδική πορεία στις τιμές του λόγου αντικατάστασης ΙΙ από το 1975 μέχρι και το 1983 και εν συνεχεία, μέχρι και το 2000, μειώνεται σταθερά. Τα έτη 2001 2004 σημειώνει ανοδική πορεία ακολουθούμενη από φθίνουσα διαδρομή το διάστημα 2005 2012. Το έτος 2012 εντοπίζεται η χαμηλότερη τιμή του ανωτέρω λόγου για τον γυναικείο πληθυσμό της χώρας στο σύνολο των ετών στα οποία αφορούν τα στοιχεία της παρούσας μελέτης. Το γεγονός ότι για κάθε ένα από τα χρόνια 1951-2013 παρατηρούνται υψηλότερα επίπεδα τιμών του λόγου αντικατάστασης ΙΙ, κατ έτος, στους άνδρες απ ότι στις γυναίκες (παρόμοια ήταν η διαπίστωση και για τα επίπεδα τιμών του λόγου αντικατάστασης Ι νωρίτερα), σχετίζεται με τα υψηλότερα επίπεδα θνησιμότητάς τους σε σχέση με τα αντίστοιχα των γυναικών, για το ίδιο πάντα χρονικό διάστημα αναφοράς. Ενδεικτικό είναι ότι για τον ανδρικό πληθυσμό η τιμή του λόγου αντικατάστασης ΙΙ παραμένει σε επίπεδα ανώτερα της μονάδας μέχρι και το 2006 (δηλαδή, για το ανδρικό φύλο, 29
μέχρι και την προαναφερθείσα χρονιά, τα άτομα ηλικίας 10 15 ετών υπερτερούν αριθμητικά έναντι εκείνων των ηλικιών 60 65 ετών) ενώ για τον γυναικείο πληθυσμό της χώρας, η τιμή του λόγου αντικατάστασης ΙΙ έχει πέσει κάτω από την μονάδα ήδη από το 1995 (χωρίς να επανέλθει σε τιμές ανώτερες της μονάδας τα επόμενα έτη μέχρι και το 2012). Κάτι το οποίο δείχνει ότι από το 1995 και εξής, στην Ελλάδα, τα άτομα γυναικείου φύλου που ανήκουν στις ηλικίες 60-65 ετών υπερέχουν αριθμητικά έναντι εκείνων του ίδιου φύλου αλλά ηλικίας 10-15. Το εύρημα αυτό μπορεί να ερμηνευθεί ως αποτέλεσμα του συνδυασμού χαμηλής γεννητικότητας και μείωσης των ποσοστών θνησιμότητας των γυναικών 60-65 ετών. Δείκτης εξάρτησης: Μια συνολική διαπίστωση είναι πως η τιμή του δείκτη εξάρτησης μειώνεται με το πέρασμα των χρόνων μέχρι και το 1990- και μάλιστα μειώνεται με ελαφρώς πιο γρήγορο ρυθμό για τους άνδρες απ ότι για τις γυναίκες. Για κάθε έτος από το 1991 μέχρι και το 2012, η τιμή του παρουσιάζει ανεπαίσθητες αυξομειώσεις και αυτό παρατηρείται τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες. Για τον συνολικό πληθυσμό, μπορούν να σημειωθούν τα εξής: τα έτη 1951-1954 η τιμή του δείκτη εξάρτησης μειώνεται, το διάστημα 1955-1961 παρουσιάζει αύξηση, το 1962-1963 παραμένει σχεδόν σταθερή, τα έτη 1964-1974 αυξάνεται σταθερά, το 1975 σημειώνει οριακή μείωση ενώ το 1976-1978 μικρή αύξηση, στην συνέχεια μειώνεται τις χρονιές 1979-1985, κατά το 1986 έχει μια προσωρινή αύξηση, που ακολουθείται από μια μείωση της τιμής του το χρονικό διάστημα 1987-2000 και μια σχετική αύξηση κατά τα έτη 2001-2012. Πολλαπλασιασμένος με το 1000, ο δείκτης αυτός μας δίνει την μέση αναλογία των ατόμων ηλικίας κάτω των δεκαπέντε (15) και άνω των εξήντα τεσσάρων (64) ετών (δηλαδή, των μη οικονομικά ενεργών), για κάθε χίλια άτομα του πληθυσμού κατ έτος. Δείκτης γήρανσης: Μια γενική εικόνα που σχηματίζεται είναι πως η τιμή του δείκτη γήρανσης αυξάνεται με το πέρασμα των χρόνων (κάτι που συνάδει με την μειωμένη γεννητικότητα που παρατηρείται στην χώρα αλλά και με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής) και μάλιστα με έναν σχετικά πιο γρήγορο ρυθμό για τις γυναίκες (λαμβάνοντας τιμές ακόμα και μεγαλύτερες των δύο (2) μονάδων) απ ότι για τους άνδρες (για τους οποίους οι τιμές του ανωτέρω δείκτη δεν φτάνουν να 30
πάρουν την τιμή δύο (2)), για κάθε ένα από τα έτη 1951-2013. Η ίδια τάση, όπως είναι φυσικό, παρατηρείται και στον συνολικό πληθυσμό: οι τιμές του δείκτη γήρανσης αυξάνονται σταθερά κατά τα προαναφερθέντα έτη (μια αυξητική πορεία που παρουσιάζει μια μικρή κάμψη τα έτη 1986-1987 αλλά συνεχίζει με αυξανόμενο ρυθμό μέχρι και το 2013). Η αύξηση αυτή εξηγείται από τον μειωμένο αριθμό των γεννήσεων, σε σύγκριση με τον αριθμό των θανάτων, για καθεμιά από τις προαναφερθείσες χρονιές, κάτι που υποδηλώνει ότι ο πληθυσμός της Ελλάδας τα εν λόγω έτη γερνά με ταχύτερο ρυθμό συγκριτικά με τον ρυθμό ανανέωσής του. Με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής, σε συνδυασμό με την γεννητικότητα σε χαμηλά επίπεδα, παρατηρούνται φαινόμενα όπως, π.χ., η αύξηση του αριθμού των συνταξιούχων, το οποίο έχει ως αποτέλεσμα να εντάσσονται λιγότεροι νέοι στο εργατικό δυναμικό που χρηματοδοτεί τις συντάξεις. Κατά συνέπεια, το ποσοστό των εργαζομένων επί του πληθυσμού μειώνεται. Στη δημογραφική γήρανση, ρόλο διαδραματίζει και το φαινόμενο της μετανάστευσης: για παράδειγμα, όταν οικονομικά ενεργός πληθυσμός εγκαταλείπει τη χώρα προκειμένου να εργαστεί στο εξωτερικό. Όπως συμβαίνει και με τον δείκτη εξάρτησης, ομοίως και για τον δείκτη γήρανσης, οι τιμές τους υπολογίζονται διαιρούμενες με τον μέσο πληθυσμό κάθε έτους αναφοράς. 31
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: ΑΝΑΛΥΣΗ ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑΣ Στην δημογραφική ανάλυση, μια σημαντική παράμετρος κατά την εξέταση της διαμόρφωσης της σύνθεσης του πληθυσμού είναι η μελέτη της θνησιμότητας, στην οποία κατεξοχήν ερευνώνται οι παρακάτω συντελεστές: 3.1 Συντελεστές Θνησιμότητας Ακαθάριστος Συντελεστής Θνησιμότητας (Crude Death Rate - CDR): ορίζεται ως ο αριθμός των θανάτων - από οποιαδήποτε αιτία - που συνέβησαν και καταγράφηκαν μέσα σε ένα ημερολογιακό έτος ανά 1.000 κατοίκους του υπό μελέτη πληθυσμού. Υπολογίζεται βάσει του ακόλουθου τύπου: TBM/CDR = αριθμός θανάτων έτους t *1.000 Συνολικός πληθυσμός την 30ή Ιουνίου του έτους t Με διαφορετική διατύπωση, ο Ακαθάριστος Συντελεστής Θνησιμότητας (ΑΣΘ) υπολογίζεται ως εξής: Ως ο λόγος του συνόλου των θανάτων (συμβολισμός: D) προς τον μέσο πληθυσμό της χρονικής περιόδου αναφοράς (συμβολισμός: ). CDR = x 1.000 Στον επόμενο πίνακα, παρουσιάζεται για καθένα από τα έτη 1952-2013 ο ακαθάριστος συντελεστής θνησιμότητας για τους άνδρες, για τις γυναίκες και για το σύνολο του πληθυσμού (υπολογισμένος με εφαρμογή των ανωτέρω τύπων). Έτος Ακαθάριστος Συντελεστής Θνησιμότητας (Άνδρες) Ακαθάριστος Συντελεστής Θνησιμότητας (Γυναίκες) Ακαθάριστος Θνησιμότητας (Συνολικός πληθυσμός) 1952 7,18 6,63 6,90 1953 7,51 7,01 7,25 1954 7,38 6,73 7,05 1955 7,13 6,64 6,88 1956 7,69 7,13 7,40 1957 7,88 7,36 7,62 1958 7,41 6,84 7,12 33
1959 7,65 7,10 7,37 1960 7,57 6,99 7,27 1961 7,98 7,27 7,62 1962 8,24 7,54 7,88 1963 8,26 7,51 7,87 1964 8,62 7,72 8,16 1965 8,28 7,47 7,87 1966 8,39 7,41 7,88 1967 8,66 7,88 8,26 1968 8,71 7,96 8,33 1969 8,59 7,69 8,13 1970 8,92 7,92 8,42 1971 8,78 7,97 8,37 1972 9,07 8,24 8,61 1973 9,13 8,28 8,70 1974 8,95 8,09 8,51 1975 9,33 8,39 8,85 1976 9,40 8,47 8,93 1977 9,53 8,56 9,04 1978 9,26 8,20 8,72 1979 9,24 8,21 8,71 1980 9,49 8,62 9,05 1981 9,36 8,39 8,87 1982 9,38 8,28 8,82 1983 9,71 8,70 9,20 1984 9,50 8,39 8,93 1985 9,91 8,80 9,35 1986 9,74 8,69 9,21 1987 10,09 9,05 9,56 1988 9,83 8,60 9,21 1989 9,80 8,60 9,19 1990 9,88 8,67 9,27 1991 9,92 8,72 9,31 1992 10,08 8,88 9,47 34
1993 9,89 8,74 9,31 1994 9,84 8,71 9,27 1995 10,04 8,81 9,42 1996 10,04 8,78 9,41 1997 9,84 8,68 9,26 1998 9,99 8,97 9,48 1999 10,06 8,94 9,49 2000 10,25 9,03 9,63 2001 9,97 8,78 9,36 2002 10,04 8,89 9,46 2003 10,12 9,05 9,58 2004 10,11 8,89 9,49 2005 10,15 8,82 9,47 2006 10,10 8,88 9,48 2007 10,45 9,26 9,84 2008 10,25 9,07 9,65 2009 10,38 9,01 9,68 2010 10,32 9,26 9,78 2011 10,64 9,36 9,99 2012 11,07 9,99 10,52 2013 10,75 9,62 10,17 Από τον παραπάνω πίνακα διαπιστώνουμε ότι, σε γενικές γραμμές, οι τιμές του ΑΣΘ για τα έτη 1952-2013 παρουσιάζουν αυξητική τάση (με κάποιες όχι αξιοσημείωτες διακυμάνσεις από έτος σε έτος, οι οποίες, ωστόσο, δεν μεταβάλλουν την συνολική εικόνα), κυμαινόμενες από 7 έως 11,07 μονάδες (περίπου). Οι Ακαθάριστοι Συντελεστές Θνησιμότητας (ΑΣΘ), όμως, δεν είναι τα πλέον κατάλληλα μέτρα για συγκρίσεις θνησιμότητας μεταξύ πληθυσμών, όταν πρόκειται για πληθυσμούς οι οποίοι εμφανίζουν διαφορετική κατά ηλικία σύνθεση. Γιατί οι όποιες μεταβολές ή διαφοροποιήσεις στις τιμές τους δεν οφείλονται μόνο σε πραγματικές διαφορές στα επίπεδα θνησιμότητας αλλά εμπεριέχουν και επιδράσεις οφειλόμενες σε διαφορές που κατά κανόνα υπάρχουν στους πληθυσμούς αυτούς και ιδιαίτερα στην ηλικιακή σύνθεσή τους. Κατά συνέπεια, οι τιμές τους επηρεάζονται από ενδεχόμενη μεταβολή στην ηλικιακή δομή του πληθυσμού. Ο ΑΣΘ αναφέρεται 35
στο σύνολο των ηλικιών ενός πληθυσμού, επομένως, μπορεί να μην αποτυπώνει κάποια τάση μεταβολής σε επιμέρους ηλικιακές ομάδες (Παπαδάκης Μ., Τσίμπος Κ., 2004). Εξ ορισμού, ο τρόπος υπολογισμού του ανωτέρω δείκτη επηρεάζεται από το ειδικό βάρος των ατόμων έκαστης ηλικιακής ομάδας στον συνολικό πληθυσμό. Αυτό σημαίνει ότι εξομοιώνεται κατά κάποιον τρόπο η θνησιμότητα μεταξύ των διαφόρων ομάδων του πληθυσμού, παρόλο που είναι γνωστό ότι η πιθανότητα θανάτου εξαρτάται κυρίως από την ηλικία και το φύλο (Κοτζαμάνης Β., 2009). Εφόσον, λοιπόν, για τον υπολογισμό αυτού του δείκτη δεν λαμβάνεται υπόψη η κατά ηλικία και φύλο σύνθεση του πληθυσμού, υπάρχει ο κίνδυνος να εξαχθούν μεροληπτικά / εσφαλμένα συμπεράσματα για την ένταση της θνησιμότητας (ό.π.). Κατά συνέπεια, εκ των πραγμάτων, δημιουργήθηκε η ανάγκη χρησιμοποίησης δεικτών που δεν θα επηρεάζονται από την δομή του πληθυσμού και θα επιτρέπουν την σύγκριση της έντασης κάθε φαινομένου είτε στον ίδιο χώρο στη διάρκεια του χρόνου είτε μεταξύ διαφορετικών χώρων στον ίδιο χρόνο. Ένα άλλο μέτρο σύγκρισης της θνησιμότητας είναι ο ειδικός κατά ηλικία Συντελεστής Θνησιμότητας (Age specific Mortality Rate), ο οποίος ορίζεται ως εξής: υπό την προϋπόθεση ότι η μεταβολή του πληθυσμού κατά τη διάρκεια του (εκάστοτε) έτους είναι ομαλή. Με διαφορετική διατύπωση, ο Ειδικός κατά ηλικία Συντελεστής Θνησιμότητας (m x ) υπολογίζεται ως εξής: από τον λόγο του αριθμού των θανάτων ατόμων ηλικίας [x, x+n) που συνέβησαν το έτος t, προς τον μέσο πληθυσμό ατόμων του ίδιου διαστήματος ηλικίας το ίδιο έτος. Πολλαπλασιασμένος με το 1.000 εκφράζει τον μέσο αριθμό θανάτων στα 1.000 άτομα του πληθυσμού ηλικιών του διαστήματος [x, x+n). (Όπου: n αναφέρεται στο εύρος του διαστήματος ηλικιών). Αντίθετα με τους ΑΣΘ, οι Ειδικοί κατά ηλικία Συντελεστές Θνησιμότητας είναι μεν κατάλληλα μέτρα για συγκρίσεις θνησιμότητας, όμως είναι τόσοι πολλοί όσες και οι ηλικίες στον πληθυσμό (ή όσες και οι ομάδες ηλικιών στις οποίες αναφέρονται) και αυτό κάνει τις συγκρίσεις πολύπλοκες. 36
Προκειμένου λοιπόν να ξεπεραστούν θέματα όπως τα παραπάνω (που αφορούν τους δύο (2) προαναφερθέντες δείκτες), επινοήθηκε και εφαρμόζεται η μέθοδος της (προ)τυποποίησης, η οποία αναφέρεται στο σύνολο του (εκάστοτε) πληθυσμού και χρησιμεύει για συγκρίσεις θνησιμότητας μεταξύ πληθυσμών ή / και για διαχρονικές συγκρίσεις θνησιμότητας εντός του ίδιου πληθυσμού. Για τον ειδικό κατά ηλικία Συντελεστή Θνησιμότητας ανά άτομο ισχύουν τα εξής: Για όλες τις ηλικίες Για τον συνολικό αριθμό θανάτων έχουμε: Για τον συνολικό πληθυσμό ισχύει: Αντικαθιστώντας τις σχέσεις (1), (2) στον τύπο του ΑΣΘ (CDR) έχουμε: Από την τελευταία αυτή σχέση είναι εμφανές πως ο Ακαθάριστος Συντελεστής Θνησιμότητας (ΑΣΘ) αποτελεί σταθμικό μέσο των επιμέρους ειδικών συντελεστών m x, με συντελεστές στάθμισης τα αντίστοιχα ποσοστά πληθυσμού της κάθε ηλικιακής ομάδας. Από τον υπολογισμό των ειδικών συντελεστών θνησιμότητας για τους άνδρες, για τις γυναίκες και για το σύνολο του πληθυσμού, που αφορούν καθένα από τα έτη 37