ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΤΜΗΜΑ ΤΟΜΕΑΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΩΝ ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΟΥΡ. ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ - ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ ΘΕΜΑ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: «ΛΥΣΗ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΑΣ - ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΠΕΛΑΤΕΙΑΣ» ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΛΑΖΑΡΙΔΟΥ ΣΟΦΙΑ Α.Ε.Μ.: 617 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2015
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Με την παρούσα εργασία επιχειρείται, μέσω της διερεύνησης της θεωρίας και της νομολογίας, η προσέγγιση του θεσμού της εμπορικής αντιπροσωπείας σε θέματα αναφορικά με τη λύση της και ιδίως με την αποζημίωση πελατείας, αξίωση που το δίκαιο «απονέμει» στον εμπορικό αντιπρόσωπο. Πρόκειται για μία ευρέως διαδεδομένη διαμεσολαβητική στο εμπόριο σύμβαση η οποία γνωρίζει ιδιαίτερη άνθιση στα πλαίσια της εσωτερικής αγοράς, και όχι μόνο, στο μέτρο που η Ελλάδα είναι κυρίως μία χώρα ανάπτυξης διαμεσολαβητικών του εμπορίου δραστηριοτήτων και λιγότερο βιομηχανικής παραγωγής. Η σύμβαση αυτή είναι ρυθμισμένη στην ελληνική έννομη τάξη διεπόμενη από το κοινοτικής προελεύσεως Π.Δ. 219/1991. Η εργασία χωρίζεται σε έξι Κεφάλαια καθένα από τα οποία πραγματεύεται ένα ξεχωριστό ζήτημα επί του κυρίου θέματος, τα οποία όμως βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση και λογική αλληλουχία μεταξύ τους αφού κάθε επόμενο προϋποθέτει την ανάπτυξη του προηγούμενου. Στο Πρώτο Κεφάλαιο λοιπόν αναλύεται η έννοια της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας και αντίστοιχα του εμπορικού αντιπροσώπου, το νομικό έρεισμα αυτής, καθώς και ζητήματα που αφορούν στον τύπο της σύμβασης, στα είδη των εμπορικών αντιπροσώπων και στις βασικές υποχρεώσεις των μερών. Η ανάλυση των ανωτέρω ζητημάτων κρίνεται σκόπιμη, στο μέτρο που εισάγουν ομαλά τον αναγνώστη στο αντικείμενο μελέτης και συμβάλλουν στην κατανόηση αλλά και στη δικαιολόγηση των θεμάτων που ακολουθούν και σχετίζονται με τη λύση της σύμβασης και τη γέννηση της αξίωσης αποζημίωσης πελατείας. Στο Δεύτερο Κεφάλαιο επιχειρείται μία πρώτη προσέγγιση του θεσμού της αποζημίωσης πελατείας, αφού αναλύεται ο δικαιολογητικός λόγος της θεσπίσεως της υπέρ του αντιπροσώπου σε περίπτωση που λύνεται η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας. Επισημαίνεται δε και η νομική φύση της περί ης ο λόγος αποζημιώσεως. Στο Τρίτο Κεφάλαιο, το οποίο χωρίζεται σε δύο επιμέρους παραγράφους, αναλύονται πλέον οι προϋποθέσεις γεννήσεως της αξίωσης για αποζημίωση I
πελατείας. Πρώτα αναλύεται η τυπική προϋπόθεση η οποία συνίσταται στη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, διότι όπως θα καταδειχθεί στη συνέχεια αποζημίωση πελατείας χωρίς λήξη της συμβάσεως δεν νοείται. Στην παράγραφο αυτή ειδικότερα καταγράφονται οι τρόποι με τους οποίους δύναται να λυθεί η περί ης ο λόγος σύμβαση, τόσο με βάση το κοινό δίκαιο όσο και με βάση το Π.Δ. 219/1991 καθώς και οι έννομες συνέπειες αυτών. Έπειτα, στη δεύτερη παράγραφο, αναλύονται οι δύο ουσιαστικές προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη γέννηση αλλά και για τον καθορισμό του ύψους της αποζημίωσης πελατείας, όπως αυτές αποτυπώνονται στο άρθρο 9 Π.Δ. 219/1991. Ταυτόχρονα επιχειρείται και ο εννοιολογικός προσδιορισμός των επιμέρους στοιχείων του πραγματικού της ως άνω διάταξης, όπως είναι κυρίως η έννοια του πελάτη, των ωφελειών του αντιπροσωπευόμενου αλλά και των προμηθειών του αντιπροσώπου. Επιπλέον γίνεται αναφορά και σε θέματα απόδειξης των ανωτέρω προϋποθέσεων. Στο Τέταρτο Κεφάλαιο, προσεγγίζεται το θέμα του προσδιορισμού του ύψους της αποζημίωσης πελατείας καθώς και του τρόπου υπολογισμού της, όπως αυτός προτείνεται από την κρατούσα στη θεωρία άποψη. Στο Πέμπτο Κεφάλαιο αναλύονται οι λόγοι οι οποίο συνεπάγονται την απώλεια της αποζημίωσης πελατείας, και χωρίζεται σε τρεις επιμέρους παραγράφους. Στην πρώτη, όπου καταγράφονται οι λόγοι που προβλέπονται ρητώς στο νόμο. Στη δεύτερη, όπου αναλύεται το ζήτημα της προθεσμίας σε συνάρτηση με την απώλεια της αξίωσης για αποζημίωση πελατείας και στην τρίτη παράγραφο, όπου θίγεται το ζήτημα της απαγόρευσης παραίτησης του αντιπροσώπου από τα αναγνωρισμένα στο Π.Δ. 219/1991 δικαιώματά του, ζήτημα το οποίο από άποψη περιεχομένου εντάσσεται στο Κεφάλαιο αυτό. Τέλος, στο Έκτο Κεφάλαιο αναλύεται η προβληματική για τη δυνατότητα της αναλογικής εφαρμογής του Π.Δ. 219/1991 και σε λοιπές διαμεσολαβητικές στο εμπόριο συμβάσεις, ζήτημα το οποίο κατά κύριο λόγο άπτεται ζητημάτων που αφορούν στη λύση της σύμβασης και στην αποζημίωση πελατείας. Σημεία αναφοράς αποτελούν τρεις καθοριστικοί για το θέμα αυτό σταθμοί, ήτοι, η διάταξη του ΔΕΚ C-85/2003, η απόφαση ΑΠ 139/2006 και το άρθρο 14 II
παρ. 4 Ν. 3557/2007. Παρατίθεται δε πλούσια νομολογία και παραπομπή στη θεωρία. III
IV
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΑΣ 1.Το επάγγελμα του εμπορικού αντιπροσώπου γενικά προλεγόμενα.. 2.Νομοθετική ρύθμιση της εμπορικής αντιπροσωπείας- Κοινοτική παρέμβαση και εναρμόνιση της εσωτερικής έννομης τάξης.. 2.1. Ερμηνεία εθνικών διατάξεων 3.Η έννοια της εμπορικής αντιπροσωπείας και του εμπορικού αντιπροσώπου. 3.1. Περί του τύπου της σύμβασης. 3.2. Είδη εμπορικών αντιπροσώπων 3.3. Βασικές υποχρεώσεις των μερών στη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας.. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΠΕΛΑΤΕΙΑΣ 1. Γενικά προλεγόμενα. 2. Δικαιολογητικός λόγος. 3. Η νομική φύση της αποζημίωσης πελατείας. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣEIΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΞΙΩΣΗΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΠΕΛΑΤΕΙΑΣ Α. ΤΥΠΙΚΗ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ - Η ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΑΣ 1.Γενικά προλεγόμενα.. 1.1.Λύση της σύμβασης κατόπιν συμφωνίας των μερών. 1.2.Θάνατος φυσικού προσώπου εμπορικού αντιπροσώπου λύση νομικού προσώπου εμπορικού αντιπροσώπου 1.3.Διακοπή λειτουργίας της επιχειρήσεως του αντιπροσωπευόμενου. 1.4.Πτώχευση ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη. 1.5. Λύση της εμπορικής υπαντιπροσωπείας... 2. Λύση της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας κατόπιν καταγγελίας άρθρο 8 Π.Δ. 219/1991. 2.1.Γενικά προλεγόμενα. 2.2. Τακτική καταγγελία 2.2.1. Προθεσμία καταγγελίας 2.2.2. Καταχρηστική τακτική καταγγελία 2.2.3. Άκαιρη καταγγελία. 2.3. Έκτακτη καταγγελία. I V VIIII 1 3 5 5 9 12 13 16 16 19 23 23 24 25 26 27 28 29 30 32 34 34 V
2.3.1. Καταχρηστικότητα έκτακτης καταγγελίας. B. ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ 1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 2.Η πρώτη ουσιαστική προϋπόθεση: διατήρηση ουσιαστικών ωφελειών του αντιπροσωπευόμενου από πελάτες (νέους ή υπάρχοντες) χάριν της διαμεσολαβητικής δραστηριότητας του εμπορικού αντιπροσώπου.. 2.1. Οριοθέτηση της έννοιας του όρου «πελάτης» 2.2. Η εισφορά νέων πελατών από τη διαμεσολαβητική δραστηριότητα του εμπορικού αντιπροσώπου.. 2.3. Η σημαντική προαγωγή των υποθέσεων με τους υπάρχοντες πελάτες. 2.4. Διατήρηση ουσιαστικών ωφελειών από τον αντιπροσωπευόμενο 3.Η δεύτερη ουσιαστική προϋπόθεση: η καταβολή της αποζημίωσης πελατείας να είναι δίκαιη, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων και ιδιαίτερα των προμηθειών που χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος 3.1. Γενικά προλεγόμενα. 3.2. Η απώλεια προμηθειών. 3.3. Οι σταθμίσεις επιείκειας στις οποίες προβαίνει ο δικαστής για τον προσδιορισμό της δίκαιης αποζημίωσης ενόψει όλων των περιστάσεων. 3.3.1. Η ρήτρα μη ανταγωνισμού του άρθρου 10 Π.Δ. 219/1991 4.Απόδειξη των προϋποθέσεων της αποζημίωσης πελατείας.. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΟ ΥΨΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΠΕΛΑΤΕΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΤΡΟΠΟΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΗΣ 1.Προσδιορισμός του ύψους της αποζημίωσης πελατείας 2. Υπολογισμός της αποζημίωσης πελατείας. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ Η ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΠΕΛΑΤΕΙΑΣ Α. ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΥ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 9 ΠΑΡ. 3 Π.Δ. 219/1991 1. Γενικά προλεγόμενα - Η ρύθμιση των λόγων έκπτωσης στο άρθρο 9 Π.Δ. 219/1991.. 2. Η καταγγελία της σύμβασης λόγω υπαιτιότητας του αντιπροσώπου.. 3. Η καταγγελία της σύμβασης από τον αντιπρόσωπο. 37 37 39 39 40 40 41 41 43 43 43 45 46 48 50 52 55 56 58 VI
3.1.Λύση οφειλόμενη στην υπαιτιότητα του αντιπροσωπευόμενου. 3.2. Λύση δικαιολογημένη λόγω ηλικίας, σωματικής αδυναμίας ή ασθένειας του εμπορικού αντιπροσώπου. 4. Η μετά από συμφωνία με τον αντιπροσωπευόμενο εκχώρηση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων του αντιπροσώπου που έχει αναλάβει δυνάμει της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας σε τρίτο.. 5. Η συμπλήρωση της προθεσμίας του άρθρου 9 παρ. 2 Π.Δ. 219/1991.. 6. Η απαγόρευση παραίτησης του αντιπροσώπου από τα δικαιώματά του που σχετίζονται με την αποζημίωση πελατείας ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ Η ΑΝΑΛΟΓΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ Π.Δ. 219/1991 ΣΕ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΙΚΕΣ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ 1.Εισαγωγή στην προβληματική 2.Διαμεσολαβητικές στο εμπόριο συμβάσεις πλην τη εμπορικής αντιπροσωπείας 3.Οι θέσεις της θεωρίας και της νομολογίας μετά τον πρώτο σταθμό: την αιτιολογημένη διάταξη του ΔΕΚ C- 85/2003. 4.Οι θέσεις της θεωρίας και της νομολογίας μετά το δεύτερο σταθμό: την απόφαση ΑΠ 139/2006.. 5.Η ρύθμιση του άρθρου 14 παρ. 4 Ν. 3557/2007. ΕΠΙΛΟΓΟΣ.. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ-ΜΕΛΕΤΕΣ.. ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ.. 58 59 60 61 63 65 66 69 71 74 77 79 84 84 VII
VIII
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΑΣ 1. Το επάγγελμα του εμπορικού αντιπροσώπου γενικά προλεγόμενα. Ο θεσμός της εμπορικής αντιπροσωπείας, όπως τον γνωρίζουμε σήμερα, αποτελεί πρόσφατο σχετικά θεσμό των εμπορικών συναλλαγών αφού πρωτοεμφανίστηκε περί τις αρχές του 19 ου αιώνα με την ανάπτυξη της βιομηχανίας, στην Ελλάδα δε λίγο αργότερα, περί τα τέλη του αυτού αιώνα. 1 Πράγματι, η εμπορική αντιπροσωπεία αναπτύχθηκε όταν άρχισε η μαζική παραγωγή προϊόντων η οποία συνοδεύτηκε από την ανάγκη διάθεσης αυτών πέρα από τα στενά όρια των γνώριμων μέχρι τότε αγορών, μια ανάγκη που οδήγησε στην αναζήτηση κατάκτησης νέων αγορών, 2 μακριά από την εγκατάσταση των επιχειρήσεων. 3 Το αυξημένο λειτουργικό κόστος όμως ιδρύσεως και εγκαταστάσεως υποκαταστημάτων σε άλλες, απομακρυσμένες αγορές, δεν μπορούσε να ικανοποιήσει αποτελεσματικά την περί ης ο λόγος ανάγκη, αφού δεν μπορούσε να εξασφαλιστεί ο απώτερος στόχος των επαγγελματικών αυτών ανοιγμάτων, ήτοι το επιχειρηματικό κέρδος. 4 Προς αποφυγή λοιπόν του ανωτέρω σκοπέλου οι εμπορικές συναλλαγές γέννησαν νέους θεσμούς, με κυρίαρχο χαρακτηριστικό τη μεσολάβηση τρίτων, προς την επιχείρηση προσώπων, μεταξύ αυτών και το θεσμό της εμπορικής αντιπροσωπείας. Ειδικότερα, πρόκειται για τα λεγόμενα ανεξάρτητα του εμπορίου πρόσωπα 5, τα οποία αναπτύσσουν ανεξάρτητα την επιχειρηματική τους δραστηριότητα, μη συνδεόμενα με σχέση εξαρτημένης εργασίας με τους επιχειρηματίες 6, και τα οποία μεσολαβούν στη διανομή των προϊόντων του 1 Βλ. Ανδρουτσόπουλο Δ., Η σύμβασις εμπορικής αντιπροσωπείας, 1968, σ. 81 Μπαμπέτα Γ., Η εμπορική αντιπροσωπεία στο δίκαιο κατά των περιορισμών του ελεύθερου ανταγωνισμού, 2003, σ. 2. 2 Βλ. Ανδρουτσόπουλο Δ., Η σύμβασις εμπορικής αντιπροσωπείας, 1968, σ. 3 για την ανάγκη αύξησης της πελατείας. 3 Βλ. Παμπούκη Κ., Εισαγωγή στο δίκαιο της εμπορικής αντιπροσωπείας, Αρμενόπουλος 1999, σ. 302 Περάκη Ε. / Ρόκα Ν., Γενικό Μέρος Εμπορικού Δικαίου Αξιόγραφα, 2013, σ. 246 Νικολαΐδη Γ., Λήξη εμπορικής αντιπροσωπείας και αποζημίωση πελατείας. Η ρύθμιση πριν από και μετά την Οδηγία 86/653 ΕΟΚ και το ΠΔ 219/91, 2000, σ. 1 επ. 4 Βλ. Ανδρουτσόπουλο Δ., Η σύμβασις εμπορικής αντιπροσωπείας, 1968, σ. 3 επ. 5 Βλ. Ανδρουτσόπουλο Δ., Η σύμβασις εμπορικής αντιπροσωπείας, 1968, σ. 5 όπου αναφέρεται ότι η εμπορική αντιπροσωπεία αποτελεί βοηθητική δραστηριότητα του εμπορίου Βλ. Παμπούκη Κ., Εισαγωγή στο δίκαιο της εμπορικής αντιπροσωπείας, Αρμενόπουλος 1999, σ. 301. 6 Βλ. Ανδρουτσόπουλο Δ., Η σύμβασις εμπορικής αντιπροσωπείας, 1968, σ. 31 αφού τα πρόσωπα αυτά φέρουν το κίνδυνο της ασκούμενης από του ίδιους επιχειρήσεως. 1
τελευταίου, με στόχο την επαύξηση της πελατείας αυτού, ο οποίος αναλαμβάνει πλέον μόνο τον κίνδυνο της διαθέσεως των προϊόντων του 7. Η ανάπτυξη όμως του περί ου ο λόγος θεσμού με την αύξηση του αριθμού των εμπορικών αντιπροσώπων αλλά και με την επέκταση των δραστηριοτήτων αυτών ακόμη και εκτός συνόρων, σε συνδυασμό με την έλλειψη νομοθετικής ρύθμισης που θα παρείχε την ανάλογη προστασία στα συμφέροντα των συμβαλλομένων μερών, πλην εκείνων που είτε όριζαν απλώς τις προϋποθέσεις ασκήσεως της δραστηριότητας της εμπορικής αντιπροσωπείας, είτε έθεταν περιορισμούς αναφορικά με τα πρόσωπα που μπορούσαν να την ασκήσουν 8, επέφερε ανασφάλεια δικαίου και αβεβαιότητα στις συναλλαγές 9. Η ανασφάλεια δε αυτή επιτεινόταν από την ανομοιογένεια των κανόνων δικαίου των διάφορων κρατών μελών που ρύθμιζαν το υπό εξέταση ζήτημα. Απότοκος των ανωτέρω ήταν η παροχή πλημμελούς προστασίας στο ασθενέστερο, κατά τεκμήριο 10, μέρος της περί ης ο λόγος συναλλακτικής σχέσης, ήτοι στον εμπορικό αντιπρόσωπο, η νομική αντιμετώπιση του οποίου εξαρτιόταν από την άποψη που θα υιοθετούσε κάθε φορά ο εφαρμοστής του δικαίου αναφορικά με τη νομική φύση της σχέσης αυτής, επί της οποίας όμως δεν υπήρχε ομοφωνία 11. 7 Βλ. Ανδρουτσόπουλο Δ., Η σύμβασις εμπορικής αντιπροσωπείας, 1968, σ. 5. 8 Βλ. Παμπούκη Κ., Εισαγωγή στο δίκαιο της εμπορικής αντιπροσωπείας, Αρμενόπουλος 1999, σ. 302 όπου γίνεται αναφορά στο ισχύον καθεστώς πριν την εισαγωγή του Π.Δ. 219/1991 και συγκεκριμένα ότι πρωταρχικώς τέθηκε η ανάγκη ελέγχου των εμπορικών αντιπροσώπων η οποία αφορούσε κυρίως στα οικονομικά συμφέροντα του αντιπροσωπευόμενου επιχειρηματία από ανεπαρκείς ή ακατάλληλους εμπορικούς αντιπροσώπους και στον ίδιο βλ. σ. 306 επ. 9 Βλ. Νικολαΐδη Γ., Λήξη εμπορικής αντιπροσωπείας και αποζημίωση πελατείας. Η ρύθμιση πριν από και μετά την Οδηγία 86/653 ΕΟΚ και το ΠΔ 219/91, 2000, σ. 6 επ. 10 Βλ. Παμπούκη Κ., Εισαγωγή στο δίκαιο της εμπορικής αντιπροσωπείας, Αρμενόπουλος 1999, σ. 307 βλ. όμως και Τέλλη Ν., Η αποζημίωση πελατείας του εμπορικού αντιπροσώπου, 1997, σ. 22 όπου γίνεται αναφορά και σε αντιπροσώπους που διαθέτουν μεγάλη επιχειρηματική οργάνωση σε σύγκριση αυτών με ασθενέστερους μικροαντιπροσώπους και την παρατήρηση ότι αυτοί λόγο του μεγέθους του δε σημαίνει ότι στερούνται του δικαιώματος για αποζημίωση πελατείας αφού αυτή όπως υποστηρίζεται δεν επιτάσσεται ούτε μετριέται αποκλειστικά με κοινωνικά κριτήρια. 11 Βλ. Ανδρουτσόπουλο Δ., Η σύμβασις εμπορικής αντιπροσωπείας, 1968, σ. 7 και 107 επ. για τις διάφορες απόψεις που διατυπώθηκαν μεταξύ των οποίων ότι πρόκειται για σύμβαση εταιρίας, σύμβαση παραγγελίας, σύμβαση μισθώσεως πελατείας, σύμβαση εντολής σύμβαση μίσθωσης έργου, σύμβαση μισθώσεως ανεξάρτητων υπηρεσιών Παμπούκη Κ., Εισαγωγικό σημείωμα στην απόφαση Εφετείου Θεσσαλονίκης 493/2008, ΕπισκΕΔ Γ/2008, σ. 811 όπου αναφέρεται ότι προβάλλει ως συμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών η οποία συνίσταται στην επιμέλεια αλλότριων υποθέσεων Περάκη Ε. / Ρόκα Ν., Γενικό Μέρος Εμπορικού Δικαίου Αξιόγραφα, 2013, σ. 250 όπου και ασκείται κριτική στην ΕφΘεσ 493/2008 όπου γίνεται λόγος για σύμβαση πλαίσιο: «αφού καθορίζει τις γενικές συμβατικές υποχρεώσεις των μερών και του κανόνες της εμπορικής τους συνεργασίας, η οποία όμως πραγματοποιείται με πλειάδα επί μέρους συμβάσεων διαμεσολάβησης», στο μέτρο που υποστηρίζεται ότι στα πλαίσια της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας δεν καταρτίζονται μεταξύ των μερών επιμέρους συμβάσεις και επίσης υποστηρίζεται ότι ορθότερο είναι ότι πρόκειται για σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών (648 ΑΚ) με συμπληρωματική εφαρμογή των διατάξεων περί εντολής 713 επ. ΑΚ. Έναντι των τρίτων ο αντιπρόσωπος δρα ως άμεσος αντιπρόσωπος κατά την έννοια του άρθρο 211 ΑΚ. Όχι σύμβαση πλαίσιο. Ψυχομάνη Σ., Έννοια και τύπος της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας σε Νόμος, Τόμος Β, Αφιέρωμα στον Λάμπρο Κοτσίρη, 2004 σ. 1206 ότι εφόσον ο επιχειρηματίας αποβλέπει στην εργασία ή υπηρεσία που προσφέρει ο μεσολαβητής και όχι στο αποτέλεσμα αυτής αποτελεί σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών όπου τυγχάνουν αναλογικής εφαρμογής ο 2
2. Νομοθετική ρύθμιση της εμπορικής αντιπροσωπείας- Κοινοτική παρέμβαση και εναρμόνιση της εσωτερικής έννομης τάξης. Η ανωτέρω ανάγκη για ενιαία και ομοιόμορφη ρύθμιση της εμπορικής αντιπροσωπείας οδήγησε στην παρέμβαση του κοινοτικού νομοθέτη με τη θέσπιση της Οδηγία 12 86/653/ΕΟΚ της 18 ης Δεκεμβρίου 1986 του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 13 όσον αφορά στους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες). Στόχος 14 της Οδηγίας αυτής είναι η παροχή πληρέστερης προστασίας στους εμπορικούς αντιπροσώπους στις σχέσεις τους με τους αντιπροσωπευόμενους επιχειρηματίες που είναι εγκατεστημένοι σε διαφορετικά κράτη-μέλη, και άρα η αποκατάσταση της ασφάλειας στις συναλλαγές. Ο στόχος αυτός δε, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο προοίμιό της, επιτυγχάνεται με «την προσέγγιση των συστημάτων των κρατών μελών για την καλή λειτουργία της κοινής αυτής αγοράς» 15. Ο εθνικός νομοθέτης εισήγαγε 16, αν και καθυστερημένα 17, την ανωτέρω Οδηγία, με το Π.Δ. 219/1991 18. Το Π.Δ. 219/1991 λοιπόν ρυθμίζει τη σύμβαση διατάξεις περί εντολής λόγω παρουσίας τους στοιχείου της εμπιστοσύνης που διέπει τη σχέση Αντωνόπουλο Β. / Ψυχαμάνη Σ., Εμπορικό Δίκαιο (Γενικό Μέρος Δίκαιο Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας), 2013, σ. 95 ως σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών. 12 Βλ.Κουτσούκη Δ., Περί του άτυπου των συμβάσεων εμπορικής αντιπροσωπείας και παρεμφερών συμβάσεων, ΔΕΕ 3/2008, σ. 294, πρόκειται για παράγωγο δίκαιο. 13 Βλ. Νικολαΐδη Γ., Λήξη εμπορικής αντιπροσωπείας και αποζημίωση πελατείας. Η ρύθμιση πριν από και μετά την Οδηγία 86/653 ΕΟΚ και το ΠΔ 219/91, 2000, σ. 7 επ. 14 Βλ. Τέλλη Ν., Η αποζημίωση πελατείας του εμπορικού αντιπροσώπου, 1997 σ. 16 επ. όπου αναλυτικά οι στόχοι της, ήτοι: «Να πάψουν να υφίστανται αισθητή επιρροή οι συνθήκες του ανταγωνισμού στο εσωτερικό της Κοινότητας, εξαιτίας των διαφορών που υπήρχαν μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών σε θέματα εμπορικής αντιπροσωπείας. Να εναρμονιστούν οι κανόνες άσκησης του επαγγέλματος, κάτι που θα λειτουργούσε εγγυητικά, στην πράξη, για την ελευθερία εγκατάστασης. Να εξασφαλισθεί ένα επίπεδο επαρκούς προστασίας για τους εμπορικούς αντιπροσώπου. Να παγιωθεί η ασφάλεια των εμπορικών συναλλαγών. Να διευκολυνθεί στο πλαίσιο της Κοινότητας η σύναψη και η λειτουργία των λεγόμενων διεθνών συμβάσεων εμπορικής αντιπροσωπείας, των συμβάσεων, δηλαδή στις οποίες μετέχουν ως αντισυμβαλλόμενοι πρόσωπα που είναι εγκατεστημένα σε διάφορα κράτη μέλη.» 15 Βλ. σε Κουτσούκη Δ., Περί του άτυπου των συμβάσεων εμπορικής αντιπροσωπείας και παρεμφερών συμβάσεων, ΔΕΕ 3/2008, σ. 294 ότι η οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη τα οποία δεσμεύει ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Παροχή ελάχιστης προστασίας στους εμπορικούς αντιπροσώπους για να διευκολυνθεί η ανάπτυξη της δραστηριότητας τους εντός της μιας ενιαίας κοινοτικής αγοράς. Πάγια νομολογία του ΔΕΚ ότι το εσωτερικό δίκαιο με το οποίο ενσωματώθηκε η Οδηγία θα πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως του σκοπού και του γράμματος της προς εναρμόνισης Οδηγίας. 16 Βλ. Ψυχομάνη Σ., Εμπορικό Δίκαιο, 2004, σ. 120 όπου υποστηρίζει ότι αντί για εναρμόνιση ο εθνικός νομοθέτης προέβη στην σχεδόν αυτούσια ενσωμάτωση της Οδηγίας και επίσης ο ίδιος σε Ψυχομάνη Σ., Έννοια και τύπος της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας σε Νόμος, Τόμος Β, Αφιέρωμα στον Λάμπρο Κοτσίρη, 2004 σ. 1198 περί ενσωμάτωσης της Οδηγίας χωρίς να προηγηθεί η κατάλληλη νομική επεξεργασία, γεγονός που προκαλεί ερμηνευτικές δυσχέρειες. 17 Βλ. σε Κουτσούκη Δ., Περί του άτυπου των συμβάσεων εμπορικής αντιπροσωπείας και παρεμφερών συμβάσεων, ΔΕΕ 3/2008, σ. 294 ότι σύμφωνα με το άρθρο 22 της Οδηγίας τα κράτη μέλη έπρεπε να συμμορφωθούν με αυτήν το αργότερο μέχρι την 01.01.1990, ενώ σύμφωνα πάντα με το ίδιο άρθρο για τις ισχύουσες την ως άνω ημερομηνία συμβάσεις η Οδηγία ισχύει το αργότερο την 01.01.1994 ΑΠ 734/2011, ΕπισκΕΔ Α/2011, σ. 61 επ.: με την έννοια ότι στις συμβάσεις που είχαν συναφθεί πριν από την ισχύ του, εφαρμόζονται οι διατάξεις του Π.Δ. από 1/1/1994 εφόσον εξακολουθούσαν και μετά την ημερομηνία αυτή να λειτουργούν Βλ. Παμπούκη Κ., Εισαγωγή στο δίκαιο της 3
εμπορικής αντιπροσωπείας στα πλαίσια της εσωτερικής έννομης τάξης, ενώ μάλλον λόγω της αδέξιας προσαρμογής προς την Οδηγία 86/653/ΕΟΚ 19, έχει τροποποιηθεί πολλάκις, και ειδικότερα με τα Π.Δ. 249/1993, 88/1994, 312/1995 και με τους Ν. 3557/2007 20 και 4013/2011. Οι διατάξεις του Π.Δ. 219/1991 εφαρμόζονται τόσο στην εμπορική αντιπροσωπεία με αντικείμενο την πώληση ή αγορά εμπορευμάτων 21, όσο και την παροχή υπηρεσιών 22, στην τελευταία δε περίπτωση σύμφωνα με τη σχετικά πρόσφατη ρύθμιση του άρθρου 14 παρ. 4 Ν. 3557/2007, η οποία αποτυπώνει την κρατούσα στην επιστήμη και τη νομολογία άποψη 23 περί αναλογικής εφαρμογής 24 του περί ου ο λόγος Π.Δ. και στις συμβάσεις εμπορικής αντιπροσωπείας με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών 25. εμπορικής αντιπροσωπείας, Αρμενόπουλος 1999, σ. 307 ότι ο εθνικός νομοθέτης παραβίασε αισθητά την προθεσμία της εισαγωγής της Οδηγίας στην ελληνική έννομη τάξη. 18 ΦΕΚ υπ αρ. 81/30.05.1991, Τεύχος πρώτο. Βλ. σε http://www.et.gr/. 19 Βλ. Παμπούκη Κ., Εισαγωγή στο δίκαιο της εμπορικής αντιπροσωπείας, Αρμενόπουλος 1999, σ. 307. 20 Βλ. Περάκη Ε. / Ρόκα Ν., Γενικό Μέρος Εμπορικού Δικαίου Αξιόγραφα, 2013, σ. 247 Βλ. Τριανταφυλλάκη Γ., Εφαρμογές εμπορικού δικαίου, Τόμος 3Α, 2007σ. 162, αρ. 1 Σουφλερό Η., Η νομοθετική θέσπιση της ανάλογης εφαρμογής του ΠΔ 219/1991 για τους εμπορικούς αντιπροσώπους σε ορισμένες άλλες διαρκείς συμβάσεις διαμεσολάβησης στο εμπόριο (άρθρο 14 παρ. 4 Ν 3557/2007). Μια πρώτη αποτίμηση υπό το φως της πρόσφατης νομολογίας του ΑΠ και του ΔΕΚ, ΔΕΕ 4/2008 σ. 496 ότι το άρθρο 14 του Ν. 3557/2007 δεν ενσωματώθηκε στο Π.Δ. ούτε αποτελεί τροποποίηση αυτού και ότι σωστά περιλήφθηκε σε τυπικό νόμο και όχι σε Π.Δ. αφού δεν αφορά σε μεταφορά της Οδηγίας. 21 Βλ. Ψυχομάνη Σ., Εμπορικό Δίκαιο, 2004, σ. 123 ότι το π.δ. αρχικώς κατελάμβανε μόνο την αγορά ή πώληση εμπορευμάτων αφού πρόκειται για αυτούσια ενσωμάτωση της Οδηγίας.. Βλ. επίσης και άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας 86/653/ΕΟΚ. 22 Βλ. Τριανταφυλλάκη Γ., Εφαρμογές εμπορικού δικαίου, Τόμος 3Α, 2007σ.162 αρ. 1 Περάκη Ε. / Ρόκα Ν., Γενικό Μέρος Εμπορικού Δικαίου Αξιόγραφα, 2013, σ. 248. 23 Βλ. σε νομολογία (από την παλαιότερη μέχρι την πιο πρόσφατη) ΕφΑθ 8895/2001 ΕπισκΕΔ Α/2002, σ. 218 επ. με εισαγωγικό σημείωμα Παμπούκη Κ. ότι το δικαστήριο εφάρμοσε εν προκειμένω ευθέως το Π.Δ. 219/1991, μεθόδευση επιστημονικώς ανεπιτυχής αλλά πρακτικά επιδοκιμαστέα για το προηγούμενο που εισάγει στο ζήτημα της αναλογικής εφαρμογής του Π.Δ. 219/1991 στις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών ΑΠ 139/2006 ΕΕμπΔ 2006 σ. 307 επ..απ 1041/2010 ΔΕΕ 5/2011, σ. 584 επ. με παρατηρήσεις Βερβεσού ΑΠ 445/2012, ΕΕμπΔ 2013 σ. 51 ΑΠ 539/2012 ΕπισκΕΔ Β/2012, σ. 398 Παμπούκη Κ. /Κορνηλάκη Π., (γνωμ.) Εμπορική αντιπροσωπεία (πρακτορεία): Ρήτρα εγγυήσεως (delcredere). Σύμβαση συμβιβασμού: Υπερβολική δέσμευση ελευθερίας του προσώπου. Αδικοπραξία κατ άρθρο 919ΑΚ. Διαφυγόν κέρδος, ΕπισκΕΔ Δ/2013 σ. 828 επ. περί ύπαρξης ακούσιο νομοθετικού κενού το οποίο παραβιάζει την αρχή της ισότητας κατ αρ. 4 παρ. 1 Σ η οποία επιβάλλει την όμοια μεταχείριση των ομοίων Παμπούκη Κ., Εισαγωγικό σημείωμα στην απόφαση Αρείου Πάγου 1041/2010, ΕπισκΕΔ Α/2011σ. 92 επ. όπου διατυπώνεται η άποψη ότι η σύμβαση ταχυδρομικής πρακτορείας ανήκει στις συμβάσεις εμπορικής αντιπροσωπείας παροχής υπηρεσιών Σουφλερό Η., Η νομοθετική θέσπιση της ανάλογης εφαρμογής του ΠΔ 219/1991 για τους εμπορικούς αντιπροσώπους σε ορισμένες άλλες διαρκείς συμβάσεις διαμεσολάβησης στο εμπόριο (άρθρο 14 παρ. 4 Ν 3557/2007). Μια πρώτη αποτίμηση υπό το φως της πρόσφατης νομολογίας του ΑΠ και του ΔΕΚ, ΔΕΕ 4/2008. σ.498 επ. Κατσά Θ., Σημείωση στην απόφαση ΑΠ 539/2012, Εφαρμογή του π.δ. 219/1991 στις συμβάσεις πρακτορείας, ΝοΒ 2012 (Τόμος 60) σ. 1771 Ολ ΑΠ 15/2013 ΝΟΜΟΣ, όμως και αντίλογο ΑΠ 1121/2010 Επισκ ΕΔ ΙΣΤ/2010, σ. 1096, και παρατηρήσεις επ αυτής από Βερβέσο σε ΕΕμπΔ 2010, σ. 599 ο οποίος αναφέρει ότι η απόφαση αυτή αποτελεί σοβαρή ένσταση αναφορικά με την ενότητα της νομολογίας ΑΠ 979/2014 ΕΕμπΔ 2014 σ. 598 Δρυλλεράκη Ι., Η αναλογική εφαρμογή του ΠΔ 219/1991, ΔΕΕ 6/2011, σ. 668 όπου και ασκείται ιδιαίτερη κριτική σε αποφάσεις που τάσσονται υπέρ της αναλογικής εφαρμογής. 24 Βλ. Τρούλη Ε., Η εφαρμογή των διατάξεων του Π.Δ. 219/1991 για τους εμπορικούς αντιπροσώπους στις συμβάσεις διανομής σύμφωνα με τα κριτήρια της ΑΠ 139/2006, πριν και μετά την εισαγωγή του άρθρου 14. παρ. 2 Ν. 3557/2007, ΕΕμπΔ 2011 σ. 232 και 234 όπου κάνει λόγο όχι για αναλογική, αλλά πλέον για ευθεία εφαρμογή. 25 Βλ. Τέλλη Ν., Πρόσφατες νομοθετικές εξελίξεις στο Δίκαιο της Εμπορικής Αντιπροσωπείας και Διανομής, ΕπισκΕΔ Γ/2007 σ. 972 επ., ότι δικαιολογημένα όπως έχει υποστηριχθεί δεν τίθεται καμία προϋπόθεση για την εφαρμογή αυτή αφού πρόκειται ακριβώς για την ίδια σύμβαση με διάφορο απλώς αντικείμενο. 4
Γίνεται επιπλέον δεκτό ότι επί της εμπορικής αντιπροσωπείας τυγχάνουν εφαρμογής, πέρα από τις διατάξεις του Π.Δ. 219/1991, οι διατάξεις περί μίσθωσης ανεξάρτητων υπηρεσιών (648 επ. ΑΚ), αναλογικά οι διατάξεις περί εντολής (714 ΑΚ), εφόσον γίνει δεκτό το έμμισθο αυτής 26, σαφώς δε και οι γενικές διατάξεις του ΑΚ 27. Σύμφωνα τέλος με το άρθρο 11 παρ. 2 Π.Δ. 219/1991, το Π.Δ. τυγχάνει εφαρμογής και σε συμβάσεις εμπορικής αντιπροσωπείας οι οποίες ναι μεν συνήφθησαν πριν από την έναρξη ισχύς του, εξακολούθησαν όμως να υπάρχουν κατά την 1 η Ιανουαρίου 1994 28. 2.1. Ερμηνεία εθνικών διατάξεων. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι κατά την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, που αποτελούν συμμόρφωση της ελληνικής έννομης τάξης σε κοινοτική Οδηγία, θα πρέπει να χωρεί ερμηνεία σύμφωνη με το γράμμα και τους σκοπούς που επιδιώκει η τελευταία 29. Η ερμηνεία αυτή βέβαια διενεργείται με τις μεθόδους εκείνες που αναγνωρίζονται και εφαρμόζονται στα πλαίσια της εθνικής έννομης τάξης, οριοθετείται δε από τις αρχές της ασφάλειας δικαίου, της μη αναδρομικότητας και της contra legem ερμηνείας 30. 3. Η έννοια της εμπορικής αντιπροσωπείας και του εμπορικού αντιπροσώπου. Μετά την ανωτέρω ανάλυση περί του θεσμού της εμπορικής αντιπροσωπείας και του νομικού ερείσματος αυτής σε κοινοτικό αλλά και εθνικό επίπεδο 26 Εν προκειμένω πρέπει να διευκρινιστεί ότι για το άρθρο 713 ΑΚ που ρυθμίζει το άμισθο της εντολής, γεννάται το ζήτημα εάν αποτελεί διάταξη ενδοτικού ή αναγκαστικού δικαίου, ώστε να μπορεί να υπάρξει συμφωνία περί αμοιβής του εντολοδόχου. Στη νομολογία φαίνεται να κρατεί η άποψη ότι αποτελεί διάταξη ενδοτικού δικαίου και επομένως επιτρέπεται η παραπάνω συμφωνία, άποψη η οποία είναι επιδοκιμαστέα ενόψει και της συναλλακτικής πρακτικής. Αντίθετα η θεωρία στην πλειοψηφία της κλίνει υπέρ της απόψεως του άμισθου της εντολής. Εκτενέστερα για το θέμα βλ. Γεωργιάδη Α., Η Εξασφάλιση των Πιστώσεων, Δεύτερη Έκδοση, 12, σ. 301, υποσ. 18. 27 Βλ. Ψυχομάνη Σ., Έννοια και τύπος της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας σε Νόμος, Τόμος Β, Αφιέρωμα στον Λάμπρο Κοτσίρη, 2004 σ. 1210 Τριανταφυλλάκη Γ., Εφαρμογές εμπορικού δικαίου, Τόμος 3Α, 2007σ. 162 αρ. 2. 28 Βλ. Τριανταφυλλάκη Γ., Εφαρμογές εμπορικού δικαίου, Τόμος 3Α, 2007σ. 163 αρ. 3. 29 Βλ. Τέλλη Ν., Η αποζημίωση πελατείας του εμπορικού αντιπροσώπου, 1997 σ. 14 επ. 30 Βλ. σε Κουτσούκη Δ., Περί του άτυπου των συμβάσεων εμπορικής αντιπροσωπείας και παρεμφερών συμβάσεων, ΔΕΕ 3/2008, σ. 295. 5
μπορεί να προσδιοριστεί με σαφήνεια η έννοιά αυτής αλλά και του εμπορικού αντιπροσώπου. Ειδικότερα λοιπόν σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 Π.Δ. 219/1991: «Εμπορικός Αντιπρόσωπος είναι εκείνος στον οποίο, υπό την ιδιότητά του ως ανεξάρτητου μεσολαβητή, ανατίθεται σε μόνιμη βάση είτε να διαπραγματεύεται για λογαριασμό άλλου προσώπου, το οποίο καλείται στο εξής "αντιπροσωπευόμενος", την πώληση ή την αγορά εμπορευμάτων, είτε να διαπραγματεύεται και να συνάπτει τις πράξεις αυτές επ ονόματι και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου.». Από την άλλη, στην παρ. 4 του αυτού άρθρου ορίζονται αρνητικά 31 κατά τρόπο ενδεικτικό, τα πρόσωπα εκείνα που δεν μπορούν να είναι εμπορικοί αντιπρόσωποι, ήτοι «ιδίως: α) Τα πρόσωπα τα οποία υπό την ιδιότητα του οργάνου έχουν την εξουσία να δεσμεύουν μία εταιρεία ή ένωση προσώπων. β) Οι εταίροι οι οποίοι έχουν νόμιμη εξουσία να δεσμεύουν τους άλλους εταίρους. γ) Οι διαχειριστές που ορίζονται από το δικαστήριο, οι εκκαθαριστές ή οι σύνδικοι πτωχεύσεως.» Ο εμπορικός αντιπρόσωπος λοιπόν, που μπορεί να είναι είτε φυσικό είτε νομικό πρόσωπο 32 έχων την εμπορική ιδιότητα 33 διατηρεί αυτοτελή και ανεξάρτητη επιχείρηση και αναλαμβάνει για ένα χρονικό διάστημα να επιμελείται, έναντι αμοιβής, τις συναλλαγές ενός επιχειρηματία, του αντιπροσωπευόμενου 34 συνήθως σε ορισμένη περιοχή, 35 ήτοι μεσολαβεί μεταξύ του επιχειρηματία και του κοινού, για τη διάθεση των προϊόντων του πρώτου 36. Η ανεξαρτησία του αυτή έχει την έννοια ότι κατ αρχήν δεν δύναται να συνδέεται με τον αντιπροσωπευόμενο με σχέση εξαρτημένης εργασίας και επιπλέον ότι ο ίδιος οργανώνει την δραστηριότητά του 37 και φέρει τον 31 Βλ. Περάκη Ε. / Ρόκα Ν., Γενικό Μέρος Εμπορικού Δικαίου Αξιόγραφα, 2013, σ. 248. 32 Βλ. Ανδρουτσόπουλο Δ., Η σύμβασις εμπορικής αντιπροσωπείας, 1968, σ. 28 επ. 33 Βλ. Ανδρουτσόπουλο Δ., Η σύμβασις εμπορικής αντιπροσωπείας, 1968, σ. 133 Βλ. Ψυχομάνη Σ., Έννοια και τύπος της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας σε Νόμος, Τόμος Β, Αφιέρωμα στον Λάμπρο Κοτσίρη, 2004 σ. 1200. 34 Βλ. Παμπούκη Κ., Εισαγωγή στο δίκαιο της εμπορικής αντιπροσωπείας, Αρμενόπουλος 1999, σ. 301 και 302 Παμπούκη Κ. Αρμ 53 σ. 301. Σ. 302., ότι ο αντιπροσωπευόμενος δεν είναι απαραίτητο να έχει την εμπορική ιδιότητα, αφού μπορεί για παράδειγμα να είναι ένας καλλιτέχνης Βλ. Ανδρουτσόπουλο Δ., Η σύμβασις εμπορικής αντιπροσωπείας, 1968, σ. 41 Βλ. Ψυχομάνη Σ., Έννοια και τύπος της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας σε Νόμος, Τόμος Β, Αφιέρωμα στον Λάμπρο Κοτσίρη, 2004 σ. 1206. 35 ΑΠ 53/2007 ΕπισκΕΔ Β/2007 σ.407 επ. ΑΠ 139/2006, ΕπισκΕΔ Β/2006 σ. 418 επ. 36 Βλ. Παμπούκη Κ., Εισαγωγή στο δίκαιο της εμπορικής αντιπροσωπείας, Αρμενόπουλος 1999, σ. 301,όπου αναφέρει ακριβώς ότι η εμπορική αντιπροσωπεία είναι βοηθητική δραστηριότητα του εμπορίου. 37 Βλ. Παμπούκη Κ., Εισαγωγή στο δίκαιο της εμπορικής αντιπροσωπείας, Αρμενόπουλος 1996.9, σ. 306. 6
ανάλογο επιχειρηματικό κίνδυνο 38, πλην όμως δεν αναλαμβάνει, συνήθως, 39 τον κίνδυνο της διοχέτευσης, της μεταφοράς ή της αποθήκευσης των εμπορευμάτων, της ενδεχόμενης αφερεγγυότητας των πελατών στις υποχρεώσεις τους έναντι του αντισυμβαλλομένου του επιχειρηματία - με εξαίρεση της περιπτώσεως όπου έχει συνομολογηθεί η ρήτρα «del credere» 40 περί ανάληψης της ευθύνης έναντι του αντιπροσωπευόμενου- ή τον κίνδυνο της ελαττωματικότητας των προϊόντων, οι οποίο ανάγονται στη σφαίρα των κινδύνων που αναλαμβάνει ο αντιπροσωπευόμενος επιχειρηματίας 41. Ο εμπορικός αντιπρόσωπος όμως φέρει τον κίνδυνο της απώλειας της αμοιβής του λόγω ενδεχόμενης χαμηλής ζήτησης του προσφερόμενου εμπορεύματος 42. Για τον επιχειρηματία πάντως ο εμπορικός αντιπρόσωπος δεν είναι μόνο όργανο διοχέτευσης των εμπορευμάτων του στην αγορά, δημιουργίας δηλαδή πελατείας, αλλά είναι εκείνο το έμπιστο πρόσωπο το οποίο τον ενημερώνει για τις συνθήκες της αγοράς όπου δραστηριοποιείται, τις προοπτικές αυτής, τις δράσεις των ανταγωνιστών, τις αντιδράσεις των πελατών, ακόμη και τα πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματα των προωθούμενων προϊόντων 43. Από τον συνδυασμό των ως άνω στοιχείων συνάγεται 44 ότι η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας είναι μία ενοχική, αμφοτεροβαρής, διαρκής σύμβαση μεταξύ του αντιπροσώπου και του αντιπροσωπευομένου, με την οποία ο πρώτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να επιδιώκει σε μόνιμη βάση, συνηθέστερα δε και σε ορισμένη εδαφική περιοχή 45, την άσκηση επιρροής σε 38 Βλ. Ψυχομάνη Σ., Έννοια και τύπος της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας σε Νόμος, Τόμος Β, Αφιέρωμα στον Λάμπρο Κοτσίρη, 2004 σ. 1205. 39 Βλ. Τέλλη Ν., Η αποζημίωση πελατείας του εμπορικού αντιπροσώπου, 1997 σ. 139 σύμφωνα με τον οποίο μπορεί να αναλάβει και αυτές τις πρόσθετες υποχρεώσεις για τις οποίες όμως δικαιούται επιπλέον αμοιβή. 40 Βλ. Παμπούκη Κ. /Κορνηλάκη Π., (γνωμ.) Εμπορική αντιπροσωπεία (πρακτορεία): Ρήτρα εγγυήσεως (delcredere). Σύμβαση συμβιβασμού: Υπερβολική δέσμευση ελευθερίας του προσώπου. Αδικοπραξία κατ άρθρο 919ΑΚ. Διαφυγόν κέρδος, ΕπισκΕΔ Δ/2013 σ..829 όπου αναφέρεται ότι η ρήτρα εγγυήσεως δικαιολογείται στο μέτρο που αποσκοπεί να προφυλάξει τον αντιπροσωπευόμενο από τους πελάτες που επιλέγει και προτείνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος. Οριοθετείται δε η άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η ρήτρα αυτή από το άρθρο 281 ΑΚ, η οποία αποτελεί ασφαλιστική δικλείδα υπέρ του εμπορικού αντιπροσώπου όταν οι πελάτες έχουν επιλεγεί από τον ίδιο τον αντιπροσωπευόμενο, διότι η απαγόρευση της καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος δεν αφορά μόνο αυτά που παρέχει ο νόμος αλλά και αυτά που πηγάζουν από σύμβαση Παμπούκη Κ., Εισαγωγή στο δίκαιο της εμπορικής αντιπροσωπείας, Αρμενόπουλος 1999, σ. 312, ότι πρόκειται για πρόσθετη υπηρεσία του εμπορικού αντιπροσώπου για την οποία πρέπει αν αμείβεται, ενώ παράλληλα τον εκθέτει σε σοβαρούς κινδύνους. 41 Βλ. Περάκη Ε. / Ρόκα Ν., Γενικό Μέρος Εμπορικού Δικαίου Αξιόγραφα, 2013, σ.247. 42 Μπαμπέτα Γ., Η εμπορική αντιπροσωπεία στο δίκαιο κατά των περιορισμών του ελεύθερου ανταγωνισμού, 2003, σ. 13 επ. 43 Βλ. Ανδρουτσόπουλο Δ., Η σύμβασις εμπορικής αντιπροσωπείας, 1968, σ. 76. 44 Βλ. ΑΠ 881/10 ΕΕμπΔ2011,350 ΑΠ 212/06 Αρμ 2007,719 ΕφΑθ 3374/06 Αρμ 2007,532 ΕφΘεσ 1649/03 Αρμ 2005,237. 45 Βλ. Ανδρουτσόπουλο Δ., Η σύμβασις εμπορικής αντιπροσωπείας, 1968, σ. 5. 7
τρίτους για την κατάρτιση ενός αόριστου αριθμού συμβάσεων 46 αγοράς ή πώλησης εμπορευμάτων με τον ίδιο ή τον αντιπροσωπευόμενο 47 ή και να καταρτίζει τις συμβάσεις αυτές στο όνομα όμως και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου, ο οποίος αναλαμβάνει την υποχρέωση να του καταβάλει προς τούτο αμοιβή 48. Βασικά λοιπόν χαρακτηριστικά της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας είναι: α) ο αμφοτεροβαρής της χαρακτήρας, β) η σταθερότητα της σχέσης, γ) η διάρκεια της παροχής του εμπορικού αντιπροσώπου, δ) η αυτοτέλεια και ανεξαρτησία της παροχής του τελευταίου (οργανώνει ελεύθερα την εμπορική του δραστηριότητα, έχει δική του επαγγελματική στέγη) και ε) η ενέργεια του εμπορικού αντιπροσώπου στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου, που αποτελεί και το κύριο χαρακτηριστικό στοιχείο της εν λόγω σύμβασης, αφού τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά δεν είναι πάντοτε ούτε σταθερά, ούτε ασφαλη. 49 Πάντως η ανωτέρω απαρίθμηση των χαρακτηριστικών στοιχείων της εμπορικής αντιπροσωπείας δεν μπορεί να θεωρείται περιοριστική. 50 Όσον αναφορά δε, το στοιχείο της μονιμότητας, έχει την έννοια ότι η ανάθεση της επιμέλειας στον εμπορικό αντιπρόσωπο δεν μπορεί να έχει προσωρινό χαρακτήρα, αλλά ότι η σχετική σύμβαση θα έχει τέτοια διάρκεια ώστε να μπορεί να καλυφθεί το λειτουργικό κόστος της επιχείρησης του αντιπροσώπου. Άλλωστε η τελευταία, πέραν του απώτερου στόχου να εξασφαλίσει ο εμπορικός αντιπρόσωπος ένα εύλογο επιχειρηματικό κέρδος, αναμφίβολα λειτουργεί προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων του αντιπροσωπευόμενου 51. Η σταθερότητα και διάρκεια λοιπόν δεν μπορούν 46 Βλ. Ανδρουτσόπουλο Δ., Η σύμβασις εμπορικής αντιπροσωπείας, 1968, σ. 13, όπου υποστηρίζεται ότι όταν ο συμβάσεις είναι ευθύς εξαρχής καθορισμένες δεν γίνεται λόγος για σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας. 47 Βλ. Ψυχομάνη Σ., Έννοια και τύπος της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας σε Νόμος, Τόμος Β, Αφιέρωμα στον Λάμπρο Κοτσίρη, 2004 σ. 1198. 48 Βλ. Ψυχομάνη Σ., Εμπορικό Δίκαιο, 2004, σ. 121. Βλ όμως Ανδρουτσόπουλο Δ., Η σύμβασις εμπορικής αντιπροσωπείας, 1968, σ. 5 για τον πριν την εισαγωγή του Π.Δ. 219/1991 χρόνο σύμφωνα με τον οποίο εμπορικός αντιπρόσωπος είναι εκείνος που μεσολαβεί ή διαπραγματεύεται στο όνομα και για λογαριασμό του επιχειρηματία την κατάρτιση συμβάσεων, οπότε ενεργεί σαν μεσίτης ή καταρτίζει ο ίδιος τις συμβάσεις αυτές στο όνομα και για λογαριασμό του επιχειρηματία, οπότε δρά σαν πράκτορας, είτε στο όνομά του αλλά για λογαριασμό του επιχειρηματία οπότε ενεργεί σαν παραγγελιοδόχος. 49 ΑΠ 881/2010 ΔΕΕ 2010 ΕφΑθ 3871/2013 ΔΕΕ 11/2013,108 Βλ. Ανδρουτσόπουλο Δ., Η σύμβασις εμπορικής αντιπροσωπείας, 1968, σ. 11 50 Βλ. Κατσά Θ., Σημείωση στην απόφαση ΑΠ 539/2012, Εφαρμογή του π.δ. 219/1991 στις συμβάσεις πρακτορείας, ΝοΒ 2012 (Τόμος 60) σ. 1771 για τα τυπολογικά γνωρίσματα της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας ως αφετηρία για τη εξακρίβωση της δυνατότητας αναλογικής εφαρμογής του Π.Δ. 219/1991 στη σύμβαση πρακτορείας. 51 Βλ. Ψυχομάνη Σ., Έννοια και τύπος της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας σε Νόμος, Τόμος Β, Αφιέρωμα στον Λάμπρο Κοτσίρη, 2004 σ. 1208. και σ. 1209 ότι ο καθορισμός μικρής διάρκειας της συμβάσεως, τέτοιας που να διακυβεύει τα συμφέροντα του αντιπροσώπου μπορεί να είναι άκυρος ως ανήθικος (178ΑΚ) ή καταχρηστικός (281 8
παρά ν αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα της περί ης ο λόγος σχέσης 52, αφού μόνο μια σύμβαση που έχει διάρκεια μπορεί να εξασφαλίσει επίτευξη του στόχου για ανάπτυξη της πελατείας του επιχειρηματία, και στο σημείο αυτό έγκειται και η οικονομική σημασία του περί ου ο λόγος θεσμού 53. 3.1. Περί του τύπου της σύμβασης. Η σύμβαση της εμπορικής αντιπροσωπείας καταρτίζεται χωρίς την τήρηση έγγραφου τύπου 54, επομένως και προφορικά αλλά και σιωπηρά εφόσον τούτο συνάγεται από τη βούληση των μερών 55. Το ζήτημα αυτό όμως κατά την ενσωμάτωση της Οδηγίας 86/653/ΕΟΚ στην εσωτερική έννομη τάξη δεν ήταν ξεκάθαρο. Απεναντίας 56 η τήρηση ή μη έγγραφου τύπου στη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας ταλάνισε αρκούντως θεωρητικούς και νομολογία, σε αρκετές περιπτώσεις δε θέτοντας υπό αμφισβήτηση ακόμη και την εφαρμογή του Π.Δ. 219/1991. Αφορμή γι αυτή την προβληματική αποτέλεσε η αρχική διατύπωση του νόμου αφού στο άρθρο 8 παρ. 1 Π.Δ. 219/1991 ανέφερε επί λέξει ότι: «1. Δια την εφαρμογή του παρόντος Προεδρικού Διατάγματος η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας πρέπει να συνομολογηθεί εγγράφως.» Γίνεται λοιπόν αντιληπτό πως η τήρηση του έγγραφου τύπου, σύμφωνα με το άλλοτε γράμμα του νόμου, αποτελούσε προϋπόθεση για την υπαγωγή της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας στο πεδίο εφαρμογής του Π.Δ. 219/1991, γεγονός όμως που ερχόταν σε αντίθεση με την Οδηγία 86/653/ΕΟΚ 57 και το άρθρο 13 αυτής 58 αφού από το γράμμα ΑΚ), υπό την επιφύλαξη πάντοτε της τυχόν συμφωνίας με περιοδικό χαρακτήρα ή με αναφορά σε συγκεκριμένο αριθμό εμπορευμάτων. 52 Βλ. Ανδρουτσόπουλο Δ., Η σύμβασις εμπορικής αντιπροσωπείας, 1968, σ. 47 Κιάντο Β., Σχετικά με τη «σταθερότητα» και τη «διάρκεια» της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας, ΕπισκΕΔ Β/2003, σ. 372 επ. όπου υποστηρίζεται ότι τα στοιχεία της διάρκειας και της σταθερότητας δεν θα πρέπει οπωσδήποτε να θεωρούνται χαρακτηριστικά της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, αφού τα όρια μεταξύ μιας διαρκούς ή μη σχέσης είναι ρευστά. Υπέρμετρη σταθερότητα που επεκτείνεται για μεγάλη χρονική διάρκεια μπορεί τελικά να αποβεί σε βάρος των συμφερόντων των μερών που ενδεχομένως θέλουν να αποδεσμευτούν από τη σύμβαση. Επομένως δεν πρέπει να δεσμεύονται για μεγάλα χρονικά διαστήματα και κατ επέκταση η σχέση τους δεν θα έπρεπε να χαρακτηρίζεται από υπέρμετρη σταθερότητα. Ως παράδειγμα δε αναφέρεται ο πλασιέ, που θεωρείται από τη γράφουσα εμπορικός αντιπρόσωπος, ή η σύμβαση που τελεί υπό διαλυτική αίρεση. 53 Βλ. Ανδρουτσόπουλο Δ., Η σύμβασις εμπορικής αντιπροσωπείας, 1968, σ. 72. 54 ΕφΑθ 2183/2010, ΔΕΕ 6/2011, Σ. 706 επ. κατά την οποία το «ενυπόγραφο έγγραφο» του άρθρου 8 παρ. 1 εδαφ. β προβλέπεται για λόγους αποδεικτικής διευκολύνσεως. 55 Βλ. Περάκη Ε. / Ρόκα Ν., Γενικό Μέρος Εμπορικού Δικαίου Αξιόγραφα, 2013, σ. 251 Βλ. Ψυχομάνη Σ., Εμπορικό Δίκαιο, 2004, σ. 121. 56 Βλ. για την ανάλυση που ακολουθεί κυρίως σετέλλη Ν., Πρόσφατες νομοθετικές εξελίξεις στο Δίκαιο της Εμπορικής Αντιπροσωπείας και Διανομής, ΕπισκΕΔ Γ/2007, σ. 959 επ. 57 Βλ.Κουτσούκη Δ., Περί του άτυπου των συμβάσεων εμπορικής αντιπροσωπείας και παρεμφερών συμβάσεων, ΔΕΕ 3/2008, σ. 296, που πάντως δεν όρισε ρητώς πως η σύμβαση είναι έγκυρη μόνο αν καταρτισθεί εγγράφως. 58 Σύμφωνα με το οποίο «Σύναψη και λήξη της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας 1. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος έχει το δικαίωμα να λάβει από το άλλο μέρος, αφού το ζητήσει ενυπόγραφο έγγραφο που θα αναφέρει το περιεχόμενο της σύμβασης καθώς και τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις της. Δεν επιτρέπεται παραίτηση από αυτό το 9
της προκύπτει ότι ο κοινοτικός νομοθέτης παρείχε στα κράτη μέλη διαζευκτικά το δικαίωμα, είτε της αναγνώρισης του άτυπου της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, με το δικαίωμα σε καθένα από τα συμβαλλόμενα μέρη να ζητήσει και να λάβει από το άλλο μέρος αποδεικτικό του περιεχομένου της σύμβασης έγγραφο, είτε της καθιέρωσης του εγγράφου ως συστατικού τύπου της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας. Ο εθνικός νομοθέτης όμως έκανε εσφαλμένα χρήση αυτής της δυνατότητας. Ειδικότερα, ενώ δεχόταν ως έγκυρες της ατύπως καταρτισθείσες συμβάσεις εμπορικής αντιπροσωπείας, εντούτοις τις εξήρε από τις προστατευτικές διατάξεις του Π.Δ. 219/1991 σε αντίθεση με εκείνες που καταρτιζόντουσαν εγγράφως. Για το λόγο αυτό η θεωρία πρότεινε τη διενέργεια διορθωτικής ερμηνείας σύμφωνα με την οποία η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας είναι έγκυρη μόνο όταν καταρτίζεται εγγράφως. Ακολούθησε τροποποίηση του άρθρου 8 του Π.Δ. 219/1991 με το Π.Δ. 312/1995, με την οποία προστέθηκε νέα περίπτωση, χωρίς όμως την απάλειψη του εδαφ. α πλέον της παρ. 1 του περί ου ο λόγος άρθρου, η οποία επί λέξει ανέφερε ότι: «β) Κάθε συμβαλλόμενο μέρος έχει το δικαίωμα να λάβει από το άλλο, αφού το ζητήσει, ενυπόγραφο έγγραφο που θα αναφέρει το περιεχόμενο της σύμβασης καθώς και τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις της. Δεν επιτρέπεται παραίτηση από αυτό το δικαίωμα.» Η παρέμβαση αυτή όμως του έλληνα νομοθέτη έκανε ακόμη πιο περίπλοκο το ζήτημα στο μέτρο που η νέα περίπτωση ερχόταν σε εμφανή αντίθεση 59 με την πρώτη και δημιουργούσε σοβαρές ερμηνευτικές δυσχέρειες, ιδίως για τους εφαρμοστές του νόμου, οι οποίοι αδυνατούσαν να ακολουθήσουν μία κοινή στάση. Ως εκ τούτου η νομολογία παρουσίαζε μεγάλη ποικιλία στην αντιμετώπιση του περί ου ο λόγος θέματος, 60 ιδίως σε βάρος των εμπορικών αντιπροσώπων. 61 δικαίωμα. 2. Η παράγραφος 1 δεν παρεμποδίζει κράτος μέλος να ορίσει ότι η σύμβαση είναι έγκυρη μόνον αν καταρτισθεί εγγράφως.». 59 Βλ. Περάκη Ε. / Ρόκα Ν., Γενικό Μέρος Εμπορικού Δικαίου Αξιόγραφα, 2013, σ. 251. 60 Βλ ΑΠ 212/2006, ΝοΒ 2007 (Τόμος 55), σ. 693 επ. ότι η σύμβαση καταρτίζεται εγγράφως. 61 Βλ. Τέλλη Ν., Πρόσφατες νομοθετικές εξελίξεις στο Δίκαιο της Εμπορικής Αντιπροσωπείας και Διανομής, ΕπισκΕΔ Γ/2007, σ. 962 επ. ότι άλλες αποφάσεις απέδιδαν στο έγγραφο αποκλειστικά αποδεικτικό χαρακτήρα, άλλες το συνέδεαν με την εγκυρότητα ή μη της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας, ενώ δεν έλειψαν κι εκείνες οι οποίες δεν θεωρούσαν πως η έλλειψη του τύπου επηρέαζε το κύρος της συμβάσεως, αλλά την ένταξη αυτής στο προστατευτικό πεδίο εφαρμογής του Π.Δ. 219/1991 Τρούλη Ε., Παρατηρήσεις στην απόφαση ΑΠ 176/2010, ΕΕμπΔ 2010 Τρούλη ΕΕμπΔ 2010, σ. 879 : «η ρύθμιση κατέληγε ουσιαστικά στον αποκλεισμό των δικαιωμάτων προμήνυσης και έγερσης αξίωσης για αποζημίωση πελατείας του αντιπροσώπου, στις περιπτώσεις που ο προμηθευτής απέφευγε τη σύναψη γραπτής σύμβασης αντιπροσωπείας..». 10
Η θεωρία τάχθηκε υπέρ του άτυπου των συμβάσεων εμπορικής αντιπροσωπείας καθώς επικράτησε η άποψη ότι ο νομοθέτης κατά τη σύνταξη του Π.Δ. 312/1995 εκ παραδρομής δεν απάλειψε την πρώτη περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 8 Π.Δ. 219/1991 62, η οποία θα πρέπει να θεωρείται σιωπηρώς κατηργημένη 63, με στόχο, όπως καθίσταται σαφές, την διευκόλυνση των δικαστών και την αποφυγή της άνισης μεταχείρισης όμοιων περιστάσεων που συνιστά κατάφωρη παραβίαση της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της ισότητας. (αρ. 4 παρ. 1 Σ) Τελικά με το άρθρο 14 παρ. 3 ν. 3557/2007 ρυθμίστηκε το θέμα προς τη σωστή πλέον κατεύθυνση αφού: «α) Για την εφαρμογή του παρόντος προεδρικού διατάγματος δεν απαιτείται η τήρηση έγγραφου τύπου 64. β) Κάθε συμβαλλόμενο μέρος έχει το δικαίωμα να λάβει από το άλλο, αφού το ζητήσει, ενυπόγραφο έγγραφο που θα αναφέρει το περιεχόμενο της σύμβασης καθώς και τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις της.» 65 Διευκρινίζεται λοιπόν ότι ούτε το κύρος της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας ούτε η εφαρμογή του οικείου Π.Δ. δεν εξαρτώνται, και χωρίς καμία αμφιβολία πλέον, από την τήρηση ή μη του έγγραφου τύπου. 66 Το έγγραφο δε της οικείας σύμβασης μόνο προς αποδεικτική διευκόλυνση 67 των συμβαλλομένων μερών μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Εντούτοις και στην ανωτέρω νομοθετική διατύπωση αποδίδονται αστοχίες, πρώτον διότι όπως υποστηρίχτηκε αρκούσε και η απλή διαγραφή της περίπτωσης α του περί ου ο λόγος άρθρου 68, και δεύτερον, και πιο σημαντικό, η διαγραφή της τελευταίας φράσης «Δεν επιτρέπεται παραίτηση από αυτό το δικαίωμα» 69. Όπως έχει υποστηριχθεί, 70 αποτελεί 62 Βλ. ΑΠ 364/2014, ΔΕΕ 6/2014 Παμπούκη Κ., Εισαγωγικό σημείωμα στην απόφαση Εφετείου Θεσσαλονίκης 1401/2003, ΕπισκΕΔ Γ/2003, σ. 899 τις εκεί αναφερόμενες απόψεις περί αποδεικτικού τύπου και την απόφαση ΕφΘεσ1401/2003 ότι συνιστά τεκμήριο, «μαρτυρία» για τη σύμβαση και το περιεχόμενό της Αλεξανδρή Σ., Σημείωμα Ι στην απόφαση ΑΠ 212/2006, ΝοΒ 2007 (Τόμος 55) σ. 703, 63 Βλ. Τρούλη Ε., Παρατηρήσεις στην απόφαση ΑΠ 176/2010, ΕΕμπΔ 2010 Τρούλη ΕΕμπΔ 2010, σ. 880, για τη σύγχυση της νομολογίας καθώς και σ. 881 υποσ. 23 και 24. 64 Βλ. Βλ.Κουτσούκη Δ., Περί του άτυπου των συμβάσεων εμπορικής αντιπροσωπείας και παρεμφερών συμβάσεων, ΔΕΕ 3/2008, σ. 297 ότι με την καθιέρωση του άτυπου αίρονται μειονεκτήματα στα πλαίσια του ανταγωνισμού στην Κοινότητα. 65 Βλ. Τέλλη Ν., Πρόσφατες νομοθετικές εξελίξεις στο Δίκαιο της Εμπορικής Αντιπροσωπείας και Διανομής, ΕπισκΕΔ Γ/2007, σ. 964. 66 Βλ. Τρούλη Ε., Παρατηρήσεις στην απόφαση ΑΠ 176/2010, ΕΕμπΔ 2010 Τρούλη ΕΕμπΔ 2010, σ. 882, περί το άτυπου για τις προ τις 14.05.2007 καταρτισθείσες συμβάσεις Κουτσούκη Δ., Περί του άτυπου των συμβάσεων εμπορικής αντιπροσωπείας και παρεμφερών συμβάσεων, ΔΕΕ 3/2008, σ. 297 επ. 67 Ως αξία τεκμηρίου βλ. Τέλλη Ν., Πρόσφατες νομοθετικές εξελίξεις στο Δίκαιο της Εμπορικής Αντιπροσωπείας και Διανομής, ΕπισκΕΔ Γ/2007, σ. 964 Τέλλη Ν., Ο έγγραφος τύπος στη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας σε Νόμος, Αφιέρωμα στον Κωνσταντίνο Παμπούκη, 2003,σ. 377 για τον αμιγώς αποδεικτικό χαρακτήρα του εγγράφου. 68 Βλ. Τέλλη Ν., Πρόσφατες νομοθετικές εξελίξεις στο Δίκαιο της Εμπορικής Αντιπροσωπείας και Διανομής, ΕπισκΕΔ Γ/2007, σ. 965. 69 Βλ. Τριανταφυλλάκη Γ., Εφαρμογές εμπορικού δικαίου, Τόμος 3Α, 2007σ. 170 επ. Κουτσούκη Δ., Περί του άτυπου των συμβάσεων εμπορικής αντιπροσωπείας και παρεμφερών συμβάσεων, ΔΕΕ 3/2008, σ. 299 ότι η άρνηση 11
ανεπίτρεπτη αστοχία του εθνικού νομοθέτη στο μέτρο που, χωρίς να έχει την διακριτική προς τούτο ευχέρεια, προβαίνει σε απαλοιφή κοινοτικής ρυθμίσεως η οποία πρέπει να μεταφερθεί ως έχει στην εσωτερική έννομη τάξη, πολλώ δε μάλλον όταν αυτή έχει τεθεί προς παροχή της αναγκαίας στον ασθενέστερο εμπορικό αντιπρόσωπο, προστασίας προς αποφυγή καταστρατήγησης των δικαιωμάτων του από τον εντολέα του. 3.2. Είδη εμπορικών αντιπροσώπων. Στο σημείο τούτο αναφέρονται ακροθιγώς είδη εμπορικής αντιπροσωπείας που συναντούνται στην πράξη. Υπάρχει λοιπόν απλός και αποκλειστικός εμπορικός αντιπρόσωπος. Επίσης εκείνος ο οποίος απλώς μεσολαβεί, «διαπραγματεύεται» κατά το νόμο (άρθρο 1 παρ. 2 Π.Δ. 219/1991), την πώληση ή την αγορά εμπορευμάτων, και εκείνος που καταρτίζει τις αντίστοιχες συμβάσεις στο όνομα όμως και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου 71. Επίσης δεν αποκλείεται και η υπαντιπροσωπεία, ένα είδος εμπορικής αντιπροσωπείας η οποία μάλιστα προβλέπεται ρητά και από το νόμο και ειδικότερα στο άρθρο 1 παρ. 3 εδαφ. β Π.Δ. 219/1991. Η υπαντιπροσωπεία διακρίνεται σε γνήσια και μη γνήσια (καταχρηστική). Στην πρώτη περίπτωση, ο (γενικός) αντιπρόσωπος που συνδέεται με τον αντιπροσωπευόμενο, συνάπτει αυτός και μόνον αυτός συμβατική σχέση με ένα τρίτο πρόσωπο ως υπαντιπρόσωπο, ο οποίος αποτελεί βοηθό εκπλήρωσης του, 72 ήτοι ο (γενικός) εμπορικός αντιπρόσωπος ευθύνεται για τα πταίσματα του, ενώ αντλεί και οφέλη, στο μέτρο που οι καταρτιζόμενες από αυτόν συμβάσεις λαμβάνονται υπόψη για την αμοιβή που λαμβάνει ο (γενικός) εμπορικός αντιπρόσωπος, η μεταξύ τους δε σχέση έχει τον χαρακτήρα εμπορικής αντιπροσωπείας. 73 Στον αντίποδα βρίσκεται η μη γνήσια (καταχρηστική) υπαντιπροσωπεία όπου ο υπαντιπρόσωπος συμβάλλεται μόνο με τον χορήγησης στον εμπορικό αντιπρόσωπο εγγράφου με τους συναλλακτικούς όρους από πλευράς του αντιπροσωπευομένου μπορεί ν αποτελέσει και σπουδαίο λόγω για την καταγγελία της σύμβασης από τον πρώτο λόγω υπαιτιότητας του εντολέα. 70 Προτείνεται λοιπόν από τη θεωρία προς τον εφαρμοστή του δικαίου να ερμηνεύσει το νόμο σύμφωνα με το πνεύμα και τους σκοπούς της Οδηγίας και να μην εφαρμόζει την υπό εξέταση ρύθμιση βλ σχετικά σε Τέλλη Ν., Πρόσφατες νομοθετικές εξελίξεις στο Δίκαιο της Εμπορικής Αντιπροσωπείας και Διανομής, ΕπισκΕΔ Γ/2007, σ. 965 επ. 71 Βλ. Περάκη Ε. / Ρόκα Ν., Γενικό Μέρος Εμπορικού Δικαίου Αξιόγραφα, 2013, σ. 248. 72 Βλ. Τέλλη Ν., Η αποζημίωση πελατείας του εμπορικού αντιπροσώπου, 1997 σ. 67. 73 Βλ. Τέλλη Ν., Η αποζημίωση πελατείας του εμπορικού αντιπροσώπου, 1997 σ. 66. 12
αντιπροσωπευόμενο 74, ο οποίος και τον διόρισε παράλληλα με το (γενικό) εμπορικό αντιπρόσωπο 75. 3.3. Βασικές υποχρεώσεις των μερών στη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας. Κατόπιν της σκιαγραφήσεως της έννοιας της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας σκόπιμο είναι να γίνει αναφορά και στις βασικές υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μέρων, το περιεχόμενο και η σπουδαιότητα των οποίων είναι κρίσιμα στοιχεία 76 για την ανάλυση που ακολουθεί αναφορικά με την λύση της περί ης ο λόγος σύμβασης και της αξιώσεως για καταβολή αποζημίωσης πελατείας. Οι υποχρεώσεις δε αυτές καταγράφονται στο νόμο, στο άρθρο 4 Π.Δ. 219/1991, το οποίο εισάγει αναγκαστικό δίκαιο. 77 Βασική λοιπόν υποχρέωση του εμπορικού αντιπροσώπου είναι κατ αρχήν η κατά τρόπο συστηματικό και ενεργητικό 78 αναζήτηση και ανεύρεση πελατείας. 79 Από την άλλη βέβαια δεν πρέπει ν απόσχει από την υποχρέωση διατήρησης και επαύξησης των συναλλακτικών σχέσεων και με τους ήδη υπάρχοντες πελάτες. 80 Επίσης, ο εμπορικός αντιπρόσωπος, υποχρεούται να παρέχει στον αντιπροσωπευόμενο κάθε αναγκαία πληροφορία 81 που, ενδεικτικά, μπορεί ν αφορά στην άσκηση της δραστηριότητάς του, στις ανάγκες της αγοράς αλλά και στα εμπορεύματα. Σε κάθε περίπτωση δε, η εν γένει δράση του εμπορικού αντιπροσώπου έναντι του αντιπροσωπευόμενου, τα συμφέροντα του οποίου οφείλει να επιμελείται διαρκώς 82 πρέπει να είναι σύμφωνη με τις επιταγές της καλής πίστης, 83 ως απόρροια της σχέσεως εμπιστοσύνης που τους συνδέει. 84 Έκφανση δε της υποχρεώσεως αυτής 74 Βλ. Περάκη Ε. / Ρόκα Ν., Γενικό Μέρος Εμπορικού Δικαίου Αξιόγραφα, 2013, σ. 248. 75 Βλ. Τέλλη Ν., Η αποζημίωση πελατείας του εμπορικού αντιπροσώπου, 1997 σ. 70 επ. 76 Βλ. Ρούσση Δ., Ο υπολογισμός της αποζημίωσης πελατείας εμπορικού αντιπροσώπου-διανομέα, 2006, σ. 8. 77 Αρ. 4 παρ. 4 Π.Δ. 219/1991 : «Τα μέρη δε μπορούν να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του άρθρου αυτού». 78 Βλ. Περάκη Ε. / Ρόκα Ν., Γενικό Μέρος Εμπορικού Δικαίου Αξιόγραφα, 2013, σ. 251. 79 Βλ. Ρούσση Δ., Ο υπολογισμός της αποζημίωσης πελατείας εμπορικού αντιπροσώπου-διανομέα, 2006, σ. 8. 80 Βλ. Ρούσση Δ., Ο υπολογισμός της αποζημίωσης πελατείας εμπορικού αντιπροσώπου-διανομέα, 2006, σ. 10 καθώς και δοθείσα ανωτέρω έννοια της εμπορικής αντιπροσωπείας. 81 Βλ. Ρούσση Δ., Ο υπολογισμός της αποζημίωσης πελατείας εμπορικού αντιπροσώπου-διανομέα, 2006, σ. 11. 82 Βλ. Ανδρουτσόπουλο Δ., Η σύμβασις εμπορικής αντιπροσωπείας, 1968, σ. 14 Μπαμπέτα Γ., Η εμπορική αντιπροσωπεία στο δίκαιο κατά των περιορισμών του ελεύθερου ανταγωνισμού, 2003 σ. 13 ότι η επιμέλεια των συμφερόντων επιχειρηματία διατυπώνεται πανηγυρικά στο νόμο. 83 Βλ. Ρόκα Ι., Εμπορικό Δίκαιο, 4η Έκδοση, σ. 113. 84 Βλ. Ρούσση Δ., Ο υπολογισμός της αποζημίωσης πελατείας εμπορικού αντιπροσώπου-διανομέα, 2006, σ. 10, όπου επίσης αναφέρεται ότι η δραστηριότητα του εμπορικού αντιπροσώπου δεν υπόκειται σε έλεγχο ως προς τον τρόπο, χρόνο και την παροχή της εργασίας, θα πρέπει όμως να ασκείται σύμφωνα με καλή πίστη και με τις εύλογες υποδείξεις από τον εντολέα. 13