ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Σχετικά έγγραφα
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΟΔΗΓΙΑ 93/109/EK ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΔΗΛΩΣΗ ΠΕΡΙ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ. Όνομα και στοιχεία επικοινωνίας του υπεύθυνου επεξεργασίας: Όνομα και στοιχεία επικοινωνίας του υπεύθυνου προστασίας δεδομένων:

προς την εφαρμογή, στο κοινοτικό δίκαιο, των θεμελιωδών αρχών της ευρωπαϊκής σύμβασης περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Κοινοτικό Γραφείο Φυτικών Ποικιλιών

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001,

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

12596/17 ΧΓ/ριτ/ΘΛ 1 DGD 2B

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

L 351/40 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 3ης Ιουνίου 1986 *

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/2275(INI)

14598/12 ΔΛ/γομ 1 DG D 2B

Transcript:

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ 2009-2014 Επιτροπή Αναφορών 12.7.2010 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ Θέμα: Αναφορά 0481/1998, του κ. Heinz Huber, αυστριακής ιθαγένειας, σχετικά με την αποθήκευση προσωπικών δεδομένων πολιτών της ΕΕ από τη γερμανική υπηρεσία αλλοδαπών 1. Περίληψη της αναφοράς Ο αναφέρων διαμένει από το 1971 στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και υποστηρίζει ότι ορισμένες διατάξεις όσον αφορά τους αλλοδαπούς και την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα παραβιάζουν το κοινοτικό δίκαιο, και ειδικότερα την οδηγία 95/46/ΕΚ του Οκτωβρίου 1995 για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Θεωρεί ότι ο τρόπος με τον οποίο τα προσωπικά δεδομένα πολιτών της ΕΕ αποθηκεύονται από τις γερμανικές αρχές αποτελεί παραβίαση του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού όσον αφορά τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, γεγονός το οποίο συνιστά μια μορφή διάκρισης έναντι των γερμανών πολιτών. 2. Παραδεκτό Χαρακτηρίσθηκε παραδεκτή στις 2 Οκτωβρίου 1998. Η Επιτροπή κλήθηκε να παράσχει πληροφορίες (άρθρο 192, παράγραφος 4, του Κανονισμού). 3. Προσωρινή απάντηση της Επιτροπής, που ελήφθη στις 13 Αυγούστου 1999. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής προετοιμάζουν επί του παρόντος την απάντηση στις ερωτήσεις του αναφέροντα. Δεδομένου ότι οι ερωτήσεις αυτές δεν αφορούν μόνο την οδηγία 95/46/ΕΚ για την προστασία των φυσικών προσώπων από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, αλλά επίσης τον σεβασμό των οδηγιών που CM\824519.doc PE230.467v01-00 Ενωμένη στην πολυμορφία

αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, απαιτείται εμπεριστατωμένη ανάλυση των κειμένων και των διαδικασιών από τις διάφορες αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής. 23 Ιουλίου 1999 Η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι οι απαντήσεις της στις αναφορές των πολιτών θα πρέπει να δίνονται σε λογικά χρονικά όρια που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες ενημέρωσης και υποστήριξης του ευρωπαίου πολίτη. Ως εκ τούτου, οι υπηρεσίες ασχολούνται με τα θέματα αυτά δίνοντάς τους τη μεγαλύτερη δυνατή προτεραιότητα. Στην περίπτωση του κ. Huber, οι υπηρεσίες της Επιτροπής λυπούνται που η πολυπλοκότητα του ζητήματος δεν επέτρεψε μια πιο γρήγορη απάντηση. Εντούτοις, η Επιτροπή θα προσπαθήσει να απαντήσει το συντομότερο δυνατόν. 4. Συμπληρωματική ανακοίνωση της Επιτροπής, που ελήφθη στις 21 Ιουνίου 1999. 1. Τα γεγονότα Ο κ. Huber, αυστριακής ιθαγένειας, που διαμένει από το 1971 στο Singen του κρατιδίου Βάδης-Βυρτεμβέργης στη Γερμανία και έχει άδεια παραμονής απεριορίστου χρόνου από τις 26 Ιανουαρίου 1995 («unbefristete Aufenthaltserlaubnis»), διαμαρτύρεται για τη συμπεριφορά των γερμανικών αρχών σε δύο περιπτώσεις. Αφενός, η υπηρεσία που ασχολείται με τους αλλοδαπούς του ζήτησε στις 26.04.1997 να παρουσιάσει για τον ίδιο και τη μικρότερη κόρη του ισχύον διαβατήριο (το διαβατήριό του είχε λήξει στις 9.4.1997). Όπως του εξηγήθηκε, εάν δεν παρουσίαζε ένα νέο διαβατήριο, θα του επιβαλλόταν η κύρωση που προβλέπεται από το δίκαιο των αλλοδαπών, δηλαδή το μέτρο της απέλασης. Αφετέρου, όταν ο κ. Huber παρουσίασε στις 7.5.1997 στην υπηρεσία αλλοδαπών το νέο του διαβατήριο, στο οποίο αναφερόταν και η κόρη του, ο υπάλληλος κράτησε φωτοτυπία των δύο πρώτων σελίδων του εγγράφου, εξηγώντας ότι θα έπρεπε να αρχειοθετήσει τη φωτοτυπία του διαβατηρίου στο αρχείο των αλλοδαπών. Ο κ. Huber εκτιμά ότι αυτό συνιστά παραβίαση του κοινοτικού δικαίου, και συγκεκριμένα των οδηγιών περί ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων και της οδηγίας 95/46/ΕΚ για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και της αρχής της αποφυγής των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας. 2. Νομικές πτυχές 2.1 Οι οδηγίες που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων Σύμφωνα με τις διάφορες οδηγίες που αφορούν το δικαίωμα παραμονής 1, ο πολίτης ενός κράτους μέλους που σκοπεύει να διαμείνει σε άλλο κράτος μέλος για διάρκεια άνω των τριών μηνών θα πρέπει να ζητήσει άδεια παραμονής. Για να λάβει την άδεια αυτή, ο ενδιαφερόμενος θα πρέπει να παρουσιάσει, μεταξύ άλλων, ένα έγγραφο που να αποδεικνύει την ταυτότητά του (ταυτότητα ή διαβατήριο), και το οποίο να είναι σε ισχύ. Όσον αφορά τις συνέπειες της λήξης της ισχύος του εγγράφου ταυτότητας, θα πρέπει να 1 Βλ. μεταξύ άλλων την οδηγία 68/360 σχετικά με το δικαίωμα παραμονής των μισθωτών, ΕΕ L 257 της 19.10.1968. PE230.467v01-00 2/21 CM\824519.doc

υπενθυμιστεί το άρθρο 3 παράγραφος 2 της Οδηγίας 64/221 1 σύμφωνα με το οποίο «η λήξη ισχύος του εγγράφου ταυτότητας που επέτρεψε την είσοδο στη χώρα υποδοχής και την παροχή του τίτλου παραμονής δεν δικαιολογεί την απομάκρυνση από τη χώρα υποδοχής». Ως εκ τούτου, η δήλωση προς τον αναφέροντα από την υπηρεσία αλλοδαπών της πόλης του Singen σύμφωνα με την οποία εάν δεν παρουσίαζε νέο διαβατήριο θα απομακρυνόταν από τη χώρα, αντίκειται στην προηγούμενη διάταξη της οδηγίας 64/221. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το θέμα των κυρώσεων σε περίπτωση παραβίασης της υποχρέωσης κατοχής έγκυρου εγγράφου ταυτότητας, υποβλήθηκε στο Δικαστήριο στο πλαίσιο προσφυγής. Με απόφαση της 30.4.1998 2 το Δικαστήριο έκρινε ότι «επιφυλάσσοντας στους πολίτες των άλλων κρατών μελών που διαμένουν στο γερμανικό κράτος μια εντελώς διαφορετική αντιμετώπιση όσον αφορά τον βαθμό ενοχής και τα επιβαλλόμενα πρόστιμα, από αυτά που επιβάλλονται στους γερμανούς πολίτες όταν παραβιάζουν κατ αντίστοιχο τρόπο την υποχρέωση παρουσίασης εγγράφου ταυτότητας, η Γερμανία παραβιάζει τα άρθρα 48, 52 και 59 της Συνθήκης». Ανεξάρτητα με το συγκεκριμένο θέμα των κυρώσεων, η ίδια η πρακτική των τοπικών γερμανικών αρχών, δηλαδή ο έλεγχος της ισχύος του εθνικού εγγράφου ταυτότητας των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης χωρίς ο έλεγχος αυτός να δικαιολογείται από την έκδοση ή ανανέωση της άδειας παραμονής, ή ακόμα από την αλλαγή του τόπου κατοικίας, έχει ήδη επισημανθεί στις υπηρεσίες της Επιτροπής μέσω άλλης καταγγελίας. Έχουν ζητηθεί περαιτέρω διευκρινίσεις από τις γερμανικές αρχές και βάσει της απάντησής τους, οι υπηρεσίες της Επιτροπής θα εξετάσουν εάν θα πρέπει να προταθεί στην Επιτροπή η προσφυγή στη διαδικασία επί παραβάσει. 2.2 Η οδηγία για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα Η συλλογή προσωπικών δεδομένων που αναφέρει ο κ. Huber πραγματοποιήθηκε στις 7 Μαΐου 1997, δηλαδή πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 95/46/ΕΚ σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών 3 της 25ης Οκτωβρίου 1998. Εντούτοις, τα προσωπικά αυτά δεδομένα του κ. Huber διαβιβάστηκαν και αρχειοθετήθηκαν στο Γενικό Αρχείο για τους Αλλοδαπούς (Ausländerzentralregistergesetz) και θα πρέπει να υποτεθεί ότι βρίσκονται έκτοτε εκεί. Δεδομένου ότι η Γερμανία δεν έχει ακόμα μεταφέρει την οδηγία (έναρξη ισχύος στις 25 Οκτωβρίου 1998), στο εθνικό δίκαιο, έχει ξεκινήσει ήδη η διαδικασία για παράβαση κατά της Γερμανίας για παραβίαση του άρθρου 32 παρ. 4 της οδηγίας 95/46/ΕΚ (υποχρέωση ανακοίνωσης στην Επιτροπή των διατάξεων της εσωτερικής νομοθεσίας στον τομέα που διέπεται από την οδηγία). Θα πρέπει, ως εκ τούτου, να εξεταστεί σε ποιον βαθμό τα καταγγελλόμενα γεγονότα συνάδουν με την οδηγία 95/46/ΕΚ όπως θα 1 2 3 Οδηγία 64/221/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 25.2.1964 για τον συντονισμό των ειδικών μέτρων που αφορούν τους αλλοδαπούς όσον αφορά την μετακίνηση και την παραμονή τους για λόγους δημοσίας τάξης, δημόσιας ασφάλειας και δημόσιας υγείας, ΕΕ L 56 της 4.4.1964. Υπόθεση C-24/97, Επιτροπή κατά Γερμανίας. Οδηγία 95/46/ΕΚ της 24ης Οκτωβρίου 1995, ΕΕ L 281 της 23ης Νοεμβρίου 1995, σ. 31. CM\824519.doc 3/21 PE230.467v01-00

έπρεπε να μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο. Σύμφωνα με το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, η οδηγία δεν εφαρμόζεται για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν την άσκηση δραστηριοτήτων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Δεδομένου ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτή η επεξεργασία των δεδομένων έγινε στο πλαίσιο της εφαρμογής των διαφόρων οδηγιών που αφορούν το δικαίωμα παραμονής (βλ. υποσημείωση 1), και της οδηγίας 64/221/ΕΚ για τα ειδικά μέτρα που εφαρμόζονται στους αλλοδαπούς όσον αφορά τη μετακίνηση και την παραμονή για λόγους δημοσίας τάξης, δημόσιας ασφάλειας και δημόσιας υγείας, εφαρμόζεται η οδηγία 95/46/ΕΚ σχετικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Η οδηγία 95/46/ΕΚ ορίζει στο άρθρο της 6 β ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να συλλέγονται για συγκεκριμένους και νόμιμους σκοπούς και να μην αποτελούν εκ των υστέρων αντικείμενο επεξεργασίας ασύμβατο με τους σκοπούς αυτούς. Σύμφωνα με το άρθρο 7 ε, η επεξεργασία δεδομένων δεν πρέπει να πραγματοποιείται χωρίς τη συγκατάθεση του ενδιαφερομένου, μεταξύ άλλων, παρά μόνο στην περίπτωση που αυτή είναι «απαραίτητη για την εκπλήρωση έργου δημοσίου συμφέροντος ή εμπίπτοντος στην άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο της επεξεργασίας ή στον τρίτο στον οποίο ανακοινώνονται τα δεδομένα». Στην εν λόγω περίπτωση, ο γερμανικός νόμος για το αρχείο αλλοδαπών (Ausländerzentralregistergesetz) θεωρεί ως αντικείμενο της αρχειοθέτησης την «υποστήριξη των αρμοδίων αρχών για την εκτέλεση μέτρων που εμπίπτουν στο δίκαιο των αλλοδαπών ή το δικαίωμα ασύλου». Η υπηρεσία αλλοδαπών της Κοινότητας του Singen είναι υποχρεωμένη να διαβιβάσει τα δεδομένα στο αρχείο. Ο γερμανικός νόμος επιτρέπει την πρόσβαση σε ορισμένα «βασικά» δεδομένα (π.χ. επώνυμο, όνομα, ημερομηνία γεννήσεως, τόπος γεννήσεως, φύλο, εθνικότητα, προηγούμενα ονόματα, ψευδώνυμα, οικογενειακή κατάσταση κ.λπ.) σε όλες τις γερμανικές δημόσιες αρχές. Επιτρέπει την πρόσβαση σε συμπληρωματικά δεδομένα σε αρμόδιες αρχές σε ορισμένους τομείς (για παράδειγμα, υπηρεσίες αλλοδαπών, παροχής ασύλου, αστυνομία, εισαγγελείς, δικαστήρια, εθνική υπηρεσία απασχόλησης, υπηρεσίες εθνικότητας, μυστικές υπηρεσίες, στρατιωτική αντικατασκοπεία, Υπουργείο Εξωτερικών, πρεσβείες και άλλες κρατικές αρχές που ασχολούνται με τη χορήγηση θεωρήσεων). Επιτρέπει επίσης την πρόσβαση σε ιδιωτικούς φορείς και αρχές τρίτων χωρών. Η άμεση πρόσβαση μπορεί επίσης να επιτραπεί. Ορισμένες αρχές μπορούν να πραγματοποιήσουν συγκεκριμένες έρευνες για κάποιον αλλοδαπό του οποίου ο τόπος διαμονής είναι άγνωστος («Suchvermerke») για διάφορους λόγους, και είναι επίσης πιθανόν να ζητηθούν «πληροφορίες για ομάδες προσώπων» («Gruppenauskunft», Rasterfahndung»). Ο νόμος δεν κάνει καμία διάκριση μεταξύ των πολιτών κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων αλλοδαπών. Οι γερμανοί πολίτες δεν είναι εγγεγραμμένοι σε παρόμοιο κεντρικό αρχείο. Δεν είναι σαφές γιατί τα προσωπικά δεδομένα του κ. Huber και της κόρης του έχουν αρχειοθετηθεί. Καταρχάς, η διατύπωση των σκοπών του αρχείου δεν επιτρέπει τη διευκρίνιση των συγκεκριμένων λόγων για τους οποίους τα δεδομένα που αφορούν τον κ. Huber και την PE230.467v01-00 4/21 CM\824519.doc

κόρη του αρχειοθετήθηκαν. Επιπλέον, είναι δύσκολο να εξηγηθεί γιατί, όχι μόνο οι αρμόδιες αρχές για την εφαρμογή των κοινοτικών οδηγιών για την ελεύθερη κυκλοφορία και το δικαίωμα παραμονής, κυρίως της προαναφερθείσας οδηγίας 64/221/ΕΕΚ, αλλά όλες οι γερμανικές αρχές και ορισμένες αρχές τρίτων χωρών καθώς και ιδιώτες έχουν πρόσβαση σε βασικά δεδομένα και, ορισμένες αρχές, σε περαιτέρω δεδομένα. Βάσει του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας και παραμονής, όπως αναφέρεται στη Συνθήκη, τις κοινοτικές οδηγίες και τη νομολογία του Δικαστηρίου, ένας πολίτης κράτους μέλους έχει, γενικότερα, το ίδιο δικαίωμα παραμονής με τον πολίτη του κράτους υποδοχής αντίθετα με άλλους αλλοδαπούς. Θα πρέπει να υπογραμμιστεί επίσης ότι οι τίτλοι διαμονής έχουν μόνο δηλωτικό χαρακτήρα, και δεν αποτελούν συστατικό στοιχείο του δικαιώματος παραμονής. Ακόμα και στην υπόθεση κατά την οποία το δίκαιο αυτό επιτρέπει στη χώρα υποδοχής να λαμβάνει ορισμένα μέτρα για τον έλεγχο των προϋποθέσεων του δικαιώματος παραμονής ή για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος στο πλαίσιο της οδηγίας 64/221/ΕΟΚ, θα πρέπει να αποδειχθεί η αποτελεσματικότητα, η καταλληλότητα και η αναλογικότητα των μέτρων που χρησιμοποιεί η Γερμανία. Η αποθήκευση των δεδομένων που αφορούν τον κ. Huber και την κόρη του σε αρχείο αλλοδαπών, τους τοποθετεί σε μια κατάσταση μόνιμης επίβλεψης, κατάσταση στην οποία δεν υπόκεινται οι γερμανοί πολίτες. Ως εκ τούτου, η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων που αφορούν τον κ. Huber και την κόρη του φαίνεται να ξεπερνάει τα μέτρα που επιτρέπονται για την εφαρμογή του δικαιώματος παραμονής ή τη διαφύλαξη των δημοσίων συμφερόντων, και πρέπει να θεωρηθούν ως μη απαραίτητα υπό την έννοια του άρθρου 7 ε της οδηγίας 95/46/ΕΚ. Εντούτοις, είναι απαραίτητες οι διευκρινίσεις των γερμανικών αρχών προτού ληφθεί η τελική απόφαση. 3. Συμπεράσματα (α) όσον αφορά τις οδηγίες που αφορούν το δικαίωμα παραμονής, η δήλωση προς τον αναφέροντα από την υπηρεσία αλλοδαπών της πόλης του Singen, σύμφωνα με την οποία μπορεί να υποβληθεί στο μέτρο της απομάκρυνσης εάν δεν παρουσιάσει ισχύον διαβατήριο, αντιτίθεται στην προαναφερθείσα διάταξη της οδηγίας 64/221/ΕΚ. Η Επιτροπή θα συνεχίσει να εξετάζει την πρακτική των γερμανικών αρχών που αφορά τον έλεγχο της ισχύος των εθνικών εγγράφων που αποδεικνύουν την ταυτότητα των πολιτών της Ένωσης και δεν αφορούν την παροχή ή ανανέωση κάρτας παραμονής ή ακόμη την αλλαγή τόπου κατοικίας. (β) Όσον αφορά τον σεβασμό της οδηγίας για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, προτείνεται, σε συμφωνία με τον αναφέροντα, να υποβληθεί η περίπτωσή του στον γερμανό Επίτροπο για την προστασία των προσωπικών δεδομένων 1. Εάν η Επιτροπή Αναφορών είναι σύμφωνη, οι υπηρεσίες της Επιτροπής θα αναλάβουν το θέμα. 5. Προσωρινή απάντηση της Επιτροπής, που ελήφθη στις 22 Φεβρουαρίου 2000. 1 Der Bundesbeauftragte für den Datenschutz, Pοstfach 200112, D-53131 Bοnn. CM\824519.doc 5/21 PE230.467v01-00

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απέστειλε την αναφορά καθώς και τη θέση των υπηρεσιών της Επιτροπής στις γερμανικές αρχές ώστε να εκφράσουν την απάντησή τους επί του θέματος. Έως σήμερα, η Επιτροπή δεν έχει λάβει απάντηση εκ μέρους των γερμανικών αρχών, αλλά μόλις υπάρξει απάντηση, θα την εξετάσει και θα ανακοινώσει την τελική της άποψη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με την αναφορά του κ. Huber. 6. Συμπληρωματική ανακοίνωση της Επιτροπής, που ελήφθη στις 20 Φεβρουαρίου 2001. 1. Τα γεγονότα Ο κ. Huber, αυστριακής ιθαγένειας, που διαμένει από το 1971 στο Singen του κρατιδίου Βάδης-Βυρτεμβέργης στη Γερμανία και έχει άδεια παραμονής απεριόριστης διάρκειας από τις 26 Ιανουαρίου 1995 («unbefristete Aufenthaltserlaubnis»), διαμαρτύρεται για τη συμπεριφορά των γερμανικών αρχών σε δύο περιπτώσεις. Αφενός, η υπηρεσία της πόλης που ασχολείται με τους αλλοδαπούς τού ζήτησε στις 26.04.1997 να παρουσιάσει για τον ίδιο και την ανήλικη κόρη του ισχύον διαβατήριο (το διαβατήριό του είχε λήξει στις 9.4.1997). Όπως του εξηγήθηκε, εάν δεν παρουσίαζε ένα νέο διαβατήριο, θα του επιβαλλόταν η κύρωση που προβλέπεται από το δίκαιο των αλλοδαπών, δηλαδή το μέτρο της απέλασης. Αφετέρου, όταν ο κ. Huber παρουσίασε στις 7.5.1997 στην υπηρεσία αλλοδαπών το νέο του διαβατήριο, στο οποίο αναφερόταν και η κόρη του, ο υπάλληλος κράτησε φωτοτυπία των δύο πρώτων σελίδων του εγγράφου, εξηγώντας ότι θα έπρεπε να αρχειοθετήσει τη φωτοτυπία του διαβατηρίου στο κεντρικό μητρώο των αλλοδαπών (το «Ausländerzentralrgeister», που συστάθηκε δυνάμει του νόμου «Ausländerzentralregistergesetz»/AZRG).. Ο κ. Huber εκτιμά ότι αυτό συνιστά παραβίαση του κοινοτικού δικαίου, και συγκεκριμένα των οδηγιών περί ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων και της οδηγίας 95/46/ΕΚ για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και της αρχής της αποφυγής των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας. 2. Διαδικασία Ακολουθώντας τις συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και στηριζόμενο στην ανάλυσή της, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διεβίβασε με δύο επιστολές, στις 22 Δεκεμβρίου 1999 (309160) και στις 13 Απριλίου 2000 (109046), την αναφορά του κ. Huber και την ανακοίνωση της Επιτροπής Αναφορών στον ομοσπονδιακό επίτροπο αρμόδιο για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (Bundesbeauftragter für den Datenschutz). Ο επίτροπος καλείτο να εκφέρει άποψη σχετικά με το εάν η καταχώρηση των προσωπικών δεδομένων του αναφέροντος στο κεντρικό μητρώο των αλλοδαπών είναι αναγκαία. Ο επίτροπος απάντησε με την επιστολή του, που φέρει ημερομηνία 20 Σεπτεμβρίου 2000. Εν τω μεταξύ, ο αναφέρων παρέσχε συμπληρωματικές πληροφορίες, οι οποίες PE230.467v01-00 6/21 CM\824519.doc

περιλαμβάνουν ένα απόσπασμα του κεντρικού μητρώου των αλλοδαπών, όπου είναι καταχωρημένα τα δεδομένα που τον αφορούν, καθώς και το αίτημά του προς την αρχή που διαχειρίζεται το εν λόγω μητρώο με το οποίο ζητά να διαγραφούν αυτά τα δεδομένα. Το αίτημά του απορρίφθηκε, όπως επίσης απορρίφθηκε και η διοικητική προσφυγή του αναφέροντος κατά της προαναφερθείσας απόρριψης. Ο αναφέρων μόλις κατέθεσε μήνυση ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου κατά της αρχής που αρνείται να διαγράψει αυτά τα δεδομένα από το μητρώο. 3. Νομικές πτυχές 3.1. Η οδηγία για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα Ο γερμανός επίτροπος, αρμόδιος για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, απάντησε στο γενικό ερώτημα σχετικά με την αναγκαιότητα επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι καταχωρημένα στο κεντρικό μητρώο των αλλοδαπών. Επειδή δεν διέθετε πληροφορίες αναφορικά με τη συγκεκριμένη υπόθεση του αναφέροντος, ο επίτροπος δεν έλαβε θέση γι αυτή τη μεμονωμένη υπόθεση. Ο επίτροπος ζήτησε ωστόσο από το ομοσπονδιακό Υπουργείο Εσωτερικών να μάθει ποια είναι η θέση του επί του θέματος. Το Υπουργείο Εσωτερικών εκτιμά ότι ο νόμος για το κεντρικό μητρώο των αλλοδαπών θα πρέπει να προσαρμοστεί στις διατάξεις της οδηγίας 95/46/ΕΚ τη στιγμή της μεταφοράς της τελευταίας στο εθνικό δίκαιο. Εντούτοις, το Υπουργείο δεν θεωρεί ότι η καταχώρηση δεδομένων που αφορούν ευρωπαίους πολίτες στο κεντρικό μητρώο των αλλοδαπών συνιστά παραβίαση του κοινοτικού δικαίου. Απεναντίας, ο ομοσπονδιακός επίτροπος, αρμόδιος για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εκφράζει μια κάπως διαφορετική άποψη, διαχωρίζοντας στην απάντησή του τα πρακτικά πλεονεκτήματα μιας καταχώρησης από την απόλυτη ανάγκη μιας τέτοιας καταχώρησης από νομική σκοπιά. Ο Επίτροπος επισημαίνει ότι όλοι οι πολίτες που διαμένουν στη Γερμανία είναι εγγεγραμμένοι στα «Melderegister» (μητρώα των κατοίκων κάθε τοπικής κοινότητας), των οποίων η διαχείριση γίνεται με αποκεντρωμένο τρόπο και όπου είναι καταχωρημένα συγκεκριμένου είδους δεδομένα. Αντιθέτως, το μητρώο των αλλοδαπών, του οποίου η διαχείριση είναι κεντρική, πέρα από τα προαναφερόμενα δεδομένα, περιλαμβάνει επίσης και πληροφορίες που συνδέονται ειδικότερα με το καθεστώς αλλοδαπού που έχουν ορισμένοι κάτοικοι. Σε ό,τι αφορά την περίπτωση των ευρωπαίων πολιτών, μόνο στο κεντρικό μητρώο των αλλοδαπών (και όχι στα μητρώα των κοινοτήτων) καταχωρούνται πληροφορίες που αναφέρονται στην παραμονή τους ή σε μέτρα όπως η απομάκρυνση ή η απέλαση («Ausweisung und Abschiebung»). Επιπλέον, το κεντρικό μητρώο περιλαμβάνει πληροφορίες που αναφέρονται στην κατάσταση των αλλοδαπών γενικότερα, οι οποίες ωστόσο ποτέ, ή μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις ενδέχεται να αφορούν πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λόγω του προνομιακού καθεστώτος αυτών των πολιτών. Ο επίτροπος είναι της άποψης πως το κοινοτικό δίκαιο δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη να αντιμετωπίζουν τους πολίτες άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με όρους απολύτως ισότιμους με τους γερμανούς πολίτες. Οι ευρωπαίοι πολίτες θα μπορούσαν, επομένως, να καταχωρούνται στο συγκεκριμένο μητρώο, εάν αυτό είναι από νομικής σκοπιάς αναγκαίο, τόσο για τις δημόσιες αρχές, όσο για τον πολίτη, και όχι μόνον για πρακτικούς λόγους. Η οδηγία 95/46/ΕΚ ορίζει ότι πρέπει να υπάρχει νόμιμος σκοπός για CM\824519.doc 7/21 PE230.467v01-00

την κάθε επεξεργασία προσωπικών δεδομένων. Το άρθρο 7 ε αναγνωρίζει ως τέτοιο νόμιμο σκοπό την ανάγκη επεξεργασίας των δεδομένων για την εκπλήρωση έργου δημοσίου συμφέροντος. Σύμφωνα με τον Επίτροπο, διακρίνονται οι ακόλουθες περιπτώσεις: Στον βαθμό που πρόκειται για τα ίδια «βασικά» δεδομένα που υπάρχουν στα μητρώα των κατοίκων που καταρτίζουν οι κοινότητες (άρθρο 3, παρ. 4 και 5 του νόμου AZRG), από νομικής σκοπιάς δεν είναι αναγκαίο να καταχωρούνται τα ίδια αυτά δεδομένα και στο κεντρικό μητρώο των αλλοδαπών (αν και η δυνατότητα πρόσβασης σε αυτά τα δεδομένα σε όλη την επικράτεια της Γερμανίας εμφανίζει πρακτικά πλεονεκτήματα ενόψει της εκτέλεσης διοικητικών μέτρων, τα οποία δεν υπάρχουν στην περίπτωση των γερμανών πολιτών). Στον βαθμό που οι πληροφορίες αφορούν το καθεστώς παραμονής του πολίτη (άρθρο 3, παρ. 6 του νόμου AZRG), σε περιπτώσεις δηλαδή που χορηγείται στον πολίτη μια προσωρινή ή αορίστου χρόνου κάρτα παραμονής, θα μπορούσαν να προκύψουν καταστάσεις, όπου κάποια γερμανική αρχή ενδέχεται να χρειαστεί να εξακριβώσει αυτό το καθεστώς. Ωστόσο, ο ίδιος ο πολίτης είναι σε θέση να αποδείξει τη νομιμότητα της παραμονής του, οπότε δεν είναι απαραίτητη η εγγραφή του στο κεντρικό μητρώο. Η διαρκής διάθεση της συγκεκριμένης πληροφορίας σε όλο το έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας δεν είναι αναγκαία. Στον βαθμό που εκδίδεται μια απόφαση απέλασης από τη Γερμανία κατά κάποιου πολίτη ενός άλλου κράτους μέλους (άρθρο 3 παράγραφος 7 και άρθρο 2 παράγραφος 3 του νόμου AZRG), το γεγονός αυτό θα μπορούσε να αιτιολογήσει την καταχώρηση του συγκεκριμένου μέτρου στο κεντρικό μητρώο των αλλοδαπών. Αντιθέτως, σε περίπτωση που δεν λαμβάνεται παρόμοιο μέτρο κατά του ενδιαφερόμενου πολίτη, τα δεδομένα που τον αφορούν δεν θα έπρεπε να καταχωρούνται στο κεντρικό μητρώο των αλλοδαπών. Τέλος, όσον αφορά άλλες πληροφορίες που αναφέρονται στη γενικότερη κατάσταση του ατόμου ως αλλοδαπού (λοιπές διατάξεις του άρθρου 3 του νόμου AZRG), μια κατάσταση που καταρχήν διαφέρει στην περίπτωση των ευρωπαίων πολιτών λόγω του προνομιακού τους καθεστώτος, παρόμοιες πληροφορίες που αφορούν τους ευρωπαίους πολίτες δεν θα έπρεπε καταρχήν να καταχωρούνται. Κατά συνέπεια, τα προσωπικά δεδομένα των συγκεκριμένων πολιτών δεν θα έπρεπε να εμφανίζονται στο κεντρικό μητρώο. Κατά συνέπεια, τα προσωπικά δεδομένα των συγκεκριμένων πολιτών δεν θα έπρεπε να εμφανίζονται στο κεντρικό μητρώο. Αφού προσδιόρισε, λοιπόν, ως μοναδικές περιπτώσεις, που θα μπορούσαν να αιτιολογήσουν μια εγγραφή στο μητρώο, τις υποθέσεις όπου εκδίδονται αποφάσεις απέλασης («aufenthaltsrechtliche Entscheidungen, δηλαδή «Ausweisungs- und Abschiebungsverfügungen»), ο ομοσπονδιακός επίτροπος αρμόδιος για την προστασία των προσωπικών δεδομένων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι θα ήταν δυσανάλογη η καταχώρηση στο κεντρικό μητρώο των αλλοδαπών, στην περίπτωση όλων συνολικά των ευρωπαίων πολιτών, βασικών ή άλλων προσωπικών δεδομένων, ή ακόμη πληροφοριών που αναφέρονται στο καθεστώς παραμονής τους, εφόσον αυτοί χαίρουν του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας. Ο επίτροπος εκτιμά ότι η εγγραφή στο κεντρικό μητρώο των PE230.467v01-00 8/21 CM\824519.doc

αλλοδαπών θα έπρεπε να περιορίζεται στις περιπτώσεις πολιτών άλλων κρατών μελών, εναντίον των οποίων πράγματι εκδίδονται αποφάσεις απέλασης («aufenthaltsrechtliche Entscheidungen»). Δεν θα έπρεπε συνεπώς να υπάρχει συστηματική εγγραφή όλων των ευρωπαίων πολιτών στο μητρώο. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συμφωνεί με την ανάλυση του ομοσπονδιακού επιτρόπου αρμόδιου για την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Από τη στιγμή που δεν δρομολογήθηκαν εναντίον του αναφέροντος μέτρα απέλασης ή άλλα μέτρα (βλέπε απόσπασμα του κεντρικού μητρώου των αλλοδαπών με ημερομηνία 17 Ιουλίου 2000, όπου εμφανίζονται τα δεδομένα που τον αφορούν), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συμπεραίνει ότι διόλου δεν αιτιολογείται η εγγραφή του αναφέροντος στο κεντρικό μητρώο των αλλοδαπών. Ως εκ τούτου, η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων που αφορούν τον κ. Huber και την κόρη του φαίνεται να ξεπερνάει τα μέτρα που επιτρέπονται για την εφαρμογή του δικαιώματος παραμονής ή τη διαφύλαξη των δημοσίων συμφερόντων, και πρέπει να θεωρηθεί ως μη απαραίτητη υπό την έννοια του άρθρου 7 ε της οδηγίας 95/46/ΕΚ. 3.2. Οι οδηγίες που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων Όπως είχε εξαγγελθεί στην προηγούμενη ανακοίνωση, οι υπηρεσίες της Επιτροπής ήλθαν σε επαφή με τις γερμανικές αρχές σε συνέχεια της κατάθεσης μιας άλλης αναφοράς, η οποία στηλίτευε την πρακτική των τοπικών γερμανικών αρχών, που συνίσταται στον έλεγχο της ισχύος του εθνικού εγγράφου ταυτότητας πολιτών της Ένωσης, δίχως ο έλεγχος αυτός να αιτιολογείται για τη χορήγηση ή την ανανέωση της κάρτας παραμονής. Σε συνέχεια της παραπάνω αλληλογραφίας, ο υπουργός Εσωτερικών του κρατιδίου της Ρηνανίας-Παλατινάτου, εκεί όπου διέμενε ο άλλος καταγγέλλων, εξέδωσε στις 14.09.98 μια εγκύκλιο προς τις αρμόδιες για τους αλλοδαπούς υπηρεσίες, με την οποία τους ζητούσε να μην καλούν τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποκλειστικά και μόνο για να παρουσιάζουν το ισχύον δελτίο ταυτότητας ή το διαβατήριό τους. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής αναμένουν να εκδοθεί παρόμοια εγκύκλιος σε ομοσπονδιακό επίπεδο, ούτως ώστε να βεβαιωθεί ότι η συγκεκριμένη διοικητική πρακτική, που αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο, δεν θα ακολουθείται σε άλλα κρατίδια. 4. Συμπεράσματα 4.1. Όσον αφορά τη συμμόρφωση προς την οδηγία 95/46/ΕΚ περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά πως η εξέταση της αναφοράς αναδεικνύει μια κατάσταση η οποία αντίκειται προς τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας. Προτείνει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να ενημερώσει σχετικά τον αναφέροντα και, ενδεχομένως, και τις ενδιαφερόμενες αρχές καθώς και το διοικητικό δικαστήριο που είναι αρμόδιο για τη συγκεκριμένη υπόθεση. Επιπλέον, η υπόθεση αυτή θα ληφθεί αυτοδικαίως υπόψη από την Επιτροπή κατά τον έλεγχο της μεταφοράς της οδηγίας ως διάταξη εθνικού δικαίου. Δεδομένου ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν έχει ακόμη μεταφέρει την οδηγία 95/46/ΕΚ CM\824519.doc 9/21 PE230.467v01-00

στο εθνικό της δίκαιο (η προθεσμία για τη μεταφορά έληξε στις 24 Οκτωβρίου 1998), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσε αγωγή κατά της Γερμανίας στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για αθέτηση της υποχρέωσής της να ανακοινώσει τις διατάξεις εσωτερικής νομοθεσίας για τη μεταφορά της οδηγίας. 4.2. Όσον αφορά τη συμμόρφωση προς τις οδηγίες που αφορούν το δικαίωμα παραμονής, οι υπηρεσίες της Επιτροπής πραγματοποιούν ελέγχους για να διαπιστώσουν εάν οι διοικητικές πρακτικές, που αφορούν τους ελέγχους των εγγράφων, που αποδεικνύουν την ταυτότητα των υπηκόων της Κοινότητας, είναι σύμφωνες προς τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου σε όλα τα κρατίδια. 7. Συμπληρωματική ανακοίνωση της Επιτροπής, που ελήφθη στις 13 Δεκεμβρίου 2001. Η Επιτροπή κλήθηκε να αποφανθεί σχετικά με την επιστολή του αναφέροντα, της 25ης Μαΐου 2001 (ελήφθη από τη ΓΔ Εσωτερική Αγορά στις 18 Ιουλίου 2001) στην οποία καταγγέλλει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει κατά την άσκηση των δικαιωμάτων του ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων. Οι συμπληρωματικές πληροφορίες δεν αφορούν την ερμηνεία της οδηγίας σχετικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων, αλλά την πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Ο αναφέρων καταγγέλλει κυρίως ότι ο εισαγγελέας δεν θέλει να συνεχίσει την εξέταση της υπόθεσής του λόγω έλλειψης δημοσίου συμφέροντος. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Επιτροπής να αποφανθεί για τους λόγους που οδήγησαν τον εισαγγελέα στο να θέσει την υπόθεση στο αρχείο. Η θέση που τήρησε έως τώρα η Επιτροπή στην προκειμένη περίπτωση δεν πρέπει λοιπόν να τροποποιηθεί (ο αναφέρων έχει δίκιο: τα δεδομένα του δεν θα έπρεπε να είναι καταχωρημένα στο γερμανικό γενικό αρχείο για τους αλλοδαπούς). Η άποψη που εξέφρασε η Επιτροπή Αναφορών κινείται εξάλλου στο αυτό πνεύμα. 8. Συμπληρωματική ανακοίνωση της Επιτροπής, που ελήφθη στις 3 Απριλίου 2002. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κλήθηκε να αποφανθεί επί της από 26ης Νοεμβρίου 2001 επιστολής του αναφέροντα προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με την οποία αποστέλλει συμπληρωματικές πληροφορίες. Ο αναφέρων ζητά: (α) να εξεταστεί και να τιμωρηθεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η άρνηση της αρμόδιας για την τήρηση του κεντρικού μητρώου των αλλοδαπών γερμανικής αρχής να απαλείψει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του αναφέροντα και (β) να παρέμβει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προκειμένου να διασφαλίσει τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων του αναφέροντα. (γ) Ο αναφέρων εκτιμά επίσης ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρέπει να παρέμβει προκειμένου να καλυφθούν τα κενά που παρουσιάζονται όσον αφορά τη μεταφορά και την εφαρμογή της οδηγίας 95/46/ΕΚ για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. PE230.467v01-00 10/21 CM\824519.doc

Οι συμπληρωματικές πληροφορίες περιέχουν, μεταξύ άλλων, δεδηλωμένες θέσεις της αρμόδιας για την τήρηση του κεντρικού μητρώου των αλλοδαπών αρχής (Bundesverwaltungsamt) στο πλαίσιο διαδικασιών διοικητικών και νομικών προσφυγών. Η αρχή αρνείται να δώσει συνέχεια στο αίτημα του αναφέροντα για εξάλειψη των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν από το μητρώο. Η αρχή χρησιμοποιεί τα ίδια επιχειρήματα που προηγουμένως είχε επικαλεστεί το γερμανικό ομοσπονδιακό υπουργείο. Στις επιστολές της Bundesverwaltungsamt δεν περιλαμβάνονται επομένως νέα επιχειρήματα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην άποψη που διατύπωσε επί της υπόθεσης του αναφέροντα, εξέτασε και έκρινε μη πειστικά τα επιχειρήματα που διατυπώνει η Bundesverwaltungsamt. Σε σχέση με το (α): ο αναφέρων ισχυρίζεται ότι το γερμανικό δικαστήριο αρνείται να παραπέμψει την εν λόγω υπόθεση υπό μορφή παραπομπής για προδικαστική απόφαση στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Όμως, η διαδικασία δεν φαίνεται να έχει ολοκληρωθεί και ο αναφέρων είναι ελεύθερος να αιτηθεί επίσημα την παραπομπή υπό μορφή προδικαστικού ερωτήματος είτε σε αυτό τον βαθμό είτε στον επόμενο. Σε σχέση με το (β): η θέση που έχει λάβει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέχρι σήμερα δεν πρέπει να τροποποιηθεί. Ο αναφέρων φαίνεται να έχει δίκιο επί της ουσίας: τα προσωπικά του δεδομένα δεν πρέπει να περιλαμβάνονται στο γερμανικό κεντρικό μητρώο των αλλοδαπών. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη αναλάβει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αυτή την υπόθεση στο πλαίσιο του ελέγχου της μεταφοράς της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Η Επιτροπή είχε επίσης προτείνει να ζητηθεί η γνώμη του γερμανού ομοσπονδιακού επιτρόπου για την προστασία των δεδομένων. Η γνώμη αυτή επιβεβαίωσε την προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Εξάλλου, σε συνέχεια του νέου αυτού αιτήματος του αναφέροντα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επικοινώνησε με τις υπηρεσίες του γερμανού ομοσπονδιακού Επιτρόπου για την προστασία των δεδομένων, οι οποίες πληροφόρησαν την Επιτροπή ότι στην έκθεση δραστηριοτήτων 1999/2000 του ομοσπονδιακού επιτρόπου περιλαμβάνεται ένα κεφάλαιο σχετικά το πρόβλημα που εγείρει ο αναφέρων και ο επίτροπος, όπως και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, είναι της άποψης ότι τα στοιχεία των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν πρέπει να καταχωρούνται σε αυτό το μητρώο, παρά μόνο εάν έχει ληφθεί εναντίον τους μέτρο απέλασης, δικαιολογημένα στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου. Εξάλλου, ο ομοσπονδιακός επίτροπος θα συμμετάσχει προσεχώς σε συνεδρίαση της επιτροπής εσωτερικών υποθέσεων του γερμανικού κοινοβουλίου όπου μπορεί να συζητηθεί αυτό το ζήτημα. Οι υπηρεσίες του γερμανού ομοσπονδιακού επιτρόπου για την προστασία των δεδομένων ενημέρωσαν επίσης την Επιτροπή ότι ο αναφέρων μπορεί ανά πάσα στιγμή να απευθυνθεί εκ νέου άμεσα στην εν λόγω αρχή. Σε σχέση με το (γ): δεν μπορεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να απαντήσει εξ ονόματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ωστόσο, πρέπει να υπενθυμιστεί στον αναφέροντα σε σχέση με αυτή την πτυχή του αιτήματός του, ότι ο έλεγχος της μεταφοράς και της εφαρμογής της οδηγίας 95/46/ΕΚ ανατέθηκε από τις Συνθήκες στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Δεδομένου ότι η οδηγία προβλέπει υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέπουν τόσο για δυνατότητα προσφυγής όσο και για την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε εξαιτίας αθέμιτης επεξεργασίας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι δεν υπάρχει ανάγκη για πρόσθετες νομοθετικές πρωτοβουλίες σε κοινοτικό επίπεδο. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έλαβε στις 24 Ιανουαρίου 2002 από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την CM\824519.doc 11/21 PE230.467v01-00

επιστολή του μονίμου αντιπροσώπου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, της 12ης Σεπτεμβρίου 2001, προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην οποία κάνει μνεία ο αναφέρων στην επιστολή του της 26ης Νοεμβρίου 2001. Ο μόνιμος αντιπρόσωπος αναφέρει ότι: (1) η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μετέφερε την οδηγία 95/46/ΕΚ για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (2) η ομοσπονδιακή κυβέρνηση μελετά επί του παρόντος ένα σχέδιο νόμου σχετικά με την παραμονή και την ένταξη των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των αλλοδαπών. Στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας θα εξεταστεί το ενδεχόμενο κατάργησης της καταχώρισης των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο κεντρικό μητρώο των αλλοδαπών. Σε σχέση με το (1): η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε προσφύγει εναντίον της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων λόγω του ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν είχε ανακοινώσει εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών τα εθνικά μέτρα για τη μεταφορά της οδηγίας 95/46/ΕΚ. Μετά την ανακοίνωση αυτών των μέτρων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παραιτήθηκε της προσφυγής κατά της Γερμανίας. Εντούτοις, το γεγονός αυτό δεν εμποδίζει την Επιτροπή να προσφύγει εκ νέου ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για πλημμελή μεταφορά της οδηγίας. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξετάζει επί του παρόντος τη συμβατότητα των εθνικών μέτρων που της κοινοποιήθηκαν με την οδηγία. Σε σχέση με το (2): όσον αφορά τις εργασίες για το σχέδιο νόμου για τη μετανάστευση, από τις πληροφορίες που παρέσχε ο γερμανός ομοσπονδιακός επίτροπος για την προστασία των δεδομένων προκύπτει ότι δεν προβλέπεται ακόμη διάταξη που να καταργεί την καταχώριση των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο κεντρικό μητρώο αλλοδαπών. Παρόλα αυτά, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή οφείλει να χαιρετίσει το άνοιγμα της γερμανικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης σε σχέση με αυτή την προβληματική και προτείνει να ενθαρρυνθεί η γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση να θεσπίσει εκείνες τις διατάξεις που είναι απαραίτητες προκειμένου οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και συγκεκριμένα ο αναφέρων, να μπορέσουν να επωφεληθούν από τα δικαιώματα παραμονής και προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που προβλέπει η κοινοτική νομοθεσία. 9. Συμπληρωματική ανακοίνωση της Επιτροπής, που ελήφθη στις 30 Απριλίου 2004. Η Επιτροπή έχει κληθεί να παράσχει περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με την αναφορά. 1. Η Επιτροπή θα επιθυμούσε, καταρχήν, να σχολιάσει την επιστολή του αναφέροντος της 22 Φεβρουαρίου 2003 την οποία ζητεί να πληροφορηθεί γραπτώς εάν η Επιτροπή έχει κινήσει στην υπόθεση αυτή διαδικασία επί παραβάσει κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και, εάν τούτο δεν έχει συμβεί, δηλώνει ότι θα κινήσει διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Επιτροπής επί παραλείψει. Η Επιτροπή απάντησε στην επιστολή του αναφέροντος στις 18.03.2003 και τον ενημέρωσε ότι η αναφορά του είχε επίσης καταχωρηθεί στην Επιτροπή ως καταγγελία (βλέπε σχετικές λεπτομέρειες στην παράγραφο 2). Η εξέταση της καταγγελίας αυτής θα μπορούσε να οδηγήσει στην κίνηση διαδικασίας κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. PE230.467v01-00 12/21 CM\824519.doc

Ωστόσο, η Επιτροπή επεσήμανε στον αναφέροντα ότι, σύμφωνα με την ισχύουσα νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής να αποφασίσει εάν θα κινηθεί διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 226 της Συνθήκης ΕΚ και ως τελευταίο στάδιο της προβλεπόμενης διαδικασίας να προσφύγει στο Δικαστήριο, αλλά δεν υπάρχει ένα τέτοιου είδους εναγώγιμο δικαίωμα (πρβλ. απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 13ης Ιουνίου 2002 στην υπόθεση C-474/99). 2. Στις προηγούμενες ανακοινώσεις της προς την Επιτροπή Αναφορών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η Επιτροπή είχε αναφέρει ότι θα ελάμβανε υπόψη την υπόθεση αυτή κατά την εξέταση της εφαρμογής της οδηγίας. Η πρώτη έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας εγκρίθηκε στις 15.05.2003 στο έγγραφο CΟΜ (2003) 265 τελικό. Ήδη στην 20σέλιδη αυτή έκθεση δεν ήταν δυνατό να γίνουν λεπτομερείς παραπομπές στην εφαρμογή της οδηγίας στα 15 κράτη μέλη. Ωστόσο, η έκθεση βασίζεται σε εμπεριστατωμένη ανάλυση της μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της εν λόγω οδηγίας κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι εξακολουθούν να υπάρχουν πολλές ελλείψεις. Για τον λόγο αυτόν, η Επιτροπή προτείνει να διεξαχθούν διμερείς συνομιλίες με τα κράτη μέλη για την εξάλειψη των εν λόγω προβλημάτων. Δεδομένου ότι κατά τις συζητήσεις αυτές θα εξετασθούν κατά πρώτο λόγο οι νομοθετικές διατάξεις περί προστασίας των δεδομένων και όχι άλλοι (ειδικοί) νόμοι οι οποίοι περιλαμβάνουν επίσης διατάξεις για την προστασία των δεδομένων, η Επιτροπή - όπως έχει ήδη αναφερθεί στην παράγραφο 1 - έχει καταχωρήσει επιπροσθέτως στην επιστολή του αναφέροντος της 22.02.2003 ως καταγγελία και στο πλαίσιο της διαδικασίας καταγγελιών απηύθυνε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας επιστολή στις 14 Οκτωβρίου 2003 ζητώντας επίσημα την γνώμη της στην υπόθεση αυτή. Η μόνιμη αντιπροσωπεία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην απάντησή της, της 11ης Δεκεμβρίου 2003, ανέφερε ότι θεωρεί την καταχώρηση δεδομένων που αφορούν πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο κεντρικό μητρώο αλλοδαπών σύμφωνη προς τις διατάξεις της οδηγίας 95/46/ΕΚ για την προστασία των δεδομένων δεδομένου ότι η εν λόγω οδηγία δεν περιλαμβάνει γενική απαγόρευση για την καταχώρηση δεδομένων τέτοιου είδους και η καταχώρηση αυτή απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 7 στ). Η απαίτηση αυτή βασίζεται κυρίως στην απαραίτητη ταχεία εξέταση και διαπίστωση του καθεστώτος παραμονής των αλλοδαπών, που είναι εφικτή μόνον μέσω ενός τέτοιου είδους κεντρικού μητρώου. Μέσω της καταχώρησης δεδομένων και για τους πολίτες της Ένωσης εξασφαλίζεται, λ.χ. η δυνατότητα των αρμοδίων υπηρεσιών να διαπιστώνουν πάραυτα εάν και κατά πόσον ένας αλλοδαπός πολίτης της ΕΕ διαθέτει άδεια παραμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με τον τρόπο αυτόν, η καταχώρηση δεδομένων εξασφαλίζει την ταχεία αναγνώριση και τήρηση της ισχύος του προνομιακού καθεστώτος. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να περιορίζεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες έχουν ληφθεί μέτρα σύμφωνα με τη νομοθεσία που ισχύει για τους αλλοδαπούς σε περιπτώσεις πολιτών της Ένωσης, δεδομένου ότι η προετοιμασία και η εκτέλεση των μέτρων αυτών απαιτεί ακριβώς τη γνώση των δεδομένων που περιλαμβάνει το κεντρικό μητρώο για τους αλλοδαπούς (λ.χ. ημερομηνία της πρώτης εισόδου στη χώρα, αρμόδια δημόσια υπηρεσία αλλοδαπών κλπ.). Η απάντηση αυτή εξετάζεται επί του παρόντος ενδελεχώς από τις υπηρεσίες της Επιτροπής. 10. Απάντηση της Επιτροπής, που ελήφθη στις 20 Οκτωβρίου 2005. Η Επιτροπή έχει κληθεί να παράσχει περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με την αναφορά. CM\824519.doc 13/21 PE230.467v01-00

Όπως γνωστοποιήθηκε ήδη στην τελευταία συμπληρωματική ανακοίνωσή της, η Επιτροπή αποφάσισε στις 7 Ιουλίου του τρέχοντος έτους σε συνάρτηση με αυτήν την αναφορά, καθώς και με την προσφυγή του αναφέροντα που εκκρεμεί ενώπιον της Επιτροπής, να κινήσει το πρώτο στάδιο της διαδικασίας επί παραβάσει βάσει του άρθρου 226 της Συνθήκης ΕΚ. Η απάντηση της γερμανικής κυβέρνησης στην προειδοποιητική επιστολή της Επιτροπής της 9ης Ιουλίου, ελήφθη από το αρμόδιο τμήμα της Επιτροπής στις 20 Οκτωβρίου. Η απάντηση έκτασης είκοσι σελίδων αναλύεται επί του παρόντος διεξοδικά σε συνεργασία με διάφορες συμμετέχουσες υπηρεσίες της Επιτροπής, προκειμένου να υπάρξει απόφαση την άνοιξη του 2006. 11. Συμπληρωματική απάντηση της Επιτροπής, που ελήφθη στις 07 Μαΐου 2007. Μετά την τελευταία ανακοίνωσή της, η Επιτροπή αποφάσισε να αποστείλει αιτιολογημένη γνώμη στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας επειδή δεν ανταποκρίθηκε στις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τα άρθρα 12, 17 και 18 της Συνθήκης ΕΚ και από τα άρθρα 6 και 7 στοιχείο (ε) της οδηγίας 95/46/ΕΚ 1 για την αποθήκευση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πολιτών της ΕΕ στο κεντρικό μητρώο αλλοδαπών της Γερμανίας. Η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι η γενική και συστηματική αποθήκευση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πολιτών της ΕΕ στο κεντρικό μητρώο αλλοδαπών της Γερμανίας, με κίνητρο συγκεκριμένα το ενδεχόμενο απέλασης δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της Συνθήκης για τους περιορισμούς της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων και με τις διατάξεις της οδηγίας 2004/38 2 (προηγουμένως οδηγία 64/221/ΕΟΚ 3 ). Επομένως, η διαφορετική μεταχείριση σε σχέση με αυτή που επιφυλάσσεται στους γερμανούς υπηκόους δεν μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει του καθαρά υποθετικού ενδεχόμενου ενός μέτρου απέλασης εναντίον πολιτών της ΕΕ. Επιπλέον, η αποθήκευση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πολιτών της ΕΕ στο AZR ανεξαρτήτως της συμπεριφοράς του εκάστοτε προσώπου δεν είναι ούτε απαραίτητη ούτε αναλογική βάσει των άρθρων 6 και 7, στοιχείο (ε) της οδηγίας 95/46/ΕΚ. 1 Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών ΕΕ L 281, 23.11.1995, σ. 31-50. 2 Οδηγία 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ ΕΕ L 158, 30.4.2004, σ. 77 123 διορθωτικά: ΕΕ L 229 της 29.6.2004, σ. 35 48 και ΕΕ L 197 της 28.7.2005, σ. 34 34. 3 ΕΕ 56 της 4.4.1964, σ. 850. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 75/35/ΕΟΚ (ΕΕ 14 της 20.1.1975, σ. 14). PE230.467v01-00 14/21 CM\824519.doc

Επί του ίδιου ζητήματος, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έλαβε αίτηση για έκδοση προδικαστικής απόφασης, βάσει της πρώτης και της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 234 ΕΚ, από το Ανώτερο Διοικητικό Δικαστήριο του κρατιδίου της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας (Οberverwaltungsgericht für das Land Nοrdrhein-Westfalen) 1. 12. Συμπληρωματική απάντηση της Επιτροπής, που ελήφθη στις 7 Μαρτίου 2008. Όπως αναφέρεται στην πλέον πρόσφατη συμπληρωματική απάντησή της, η Επιτροπή απέστειλε στις 27 Ιουνίου 2007 αιτιολογημένη γνώμη στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας επειδή δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει των άρθρων 12, 17 και 18 της Συνθήκης ΕΚ και των άρθρων 6 και 7 στοιχείο (ε) της οδηγίας 95/46/ΕΚ 2 για την αποθήκευση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πολιτών της ΕΕ στο κεντρικό μητρώο αλλοδαπών της Γερμανίας. Επί του ίδιου ζητήματος, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έλαβε αίτηση για έκδοση προδικαστικής απόφασης, βάσει της πρώτης και της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 234 ΕΚ, από το Ανώτερο Διοικητικό Δικαστήριο του κρατιδίου της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας (Οberverwaltungsgericht für das Land Nοrdrhein-Westfalen) 3. Η επ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διεξήχθη στις 8 Ιανουαρίου 2008. Η Επιτροπή παρακολουθεί την παρούσα υπόθεση που θα παράσχει πρόσφορες ερμηνευτικές κατευθυντήριες γραμμές για την ορθή εφαρμογή των διατάξεων των οικείων οδηγιών. Η Επιτροπή δεν κρίνει αναγκαίο να μεταβάλει την έως σήμερα θέση της. Υπό το πρίσμα της απόφασης του Δικαστηρίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα βρίσκεται σε καλύτερη θέση για να διαμορφώσει τη θέση της με γνώμονα το κοινοτικό δίκαιο. 13. Συμπληρωματική απάντηση της Επιτροπής, που ελήφθη στις 30 Ιανουαρίου 2009. Στην υπόθεση C-524/06 4 που αφορά το ίδιο θέμα με την παρούσα αναφορά του κ. Huber, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (τμήμα μείζονος συνθέσεως) απεφάνθη στις 16 Δεκεμβρίου 2008: 1. Σύστημα επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σχετικό με πολίτες της Ένωσης μη υπηκόους του οικείου κράτους μέλους, όπως αυτό που τέθηκε σε εφαρμογή από τον νόμο για το κεντρικό μητρώο αλλοδαπών (Gesetz über das Ausländerzentralregister), της 2ας Σεπτεμβρίου 1994, όπως έχει τροποποιηθεί από τον νόμο της 21ης Ιουνίου 2005, το οποίο έχει ως σκοπό την υποστήριξη των εθνικών αρχών που είναι επιφορτισμένες με τη σχετική με το δικαίωμα διαμονής ρύθμιση συνάδει με την περί αναγκαιότητας επιταγή του άρθρου 7, στοιχείο ε, της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1 Υπόθεση C-524/06 ΕΕ C 56 της 10.03.2007, σ. 19. 2 Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31-50. 3 Υπόθεση C-524/06 ΕΕ C 56 της 10.03.2007, σ. 19 4 Υπόθεση C-524/06 ΕΕ C 56 της 10.03.2007, σ. 19 CM\824519.doc 15/21 PE230.467v01-00

1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, όπως έχει ερμηνευθεί υπό το φως της απαγορεύσεως διακρίσεων λόγω ιθαγενείας, μόνον: εάν περιέχει αποκλειστικά τα δεδομένα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή από τις εν λόγω αρχές της ρυθμίσεως αυτής και εάν ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας του παρέχει τη δυνατότητα αποτελεσματικότερης εφαρμογής της ρυθμίσεως αυτής όσον αφορά τους πολίτες της Ένωσης μη υπηκόους του κράτους μέλους αυτού. Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει τα στοιχεία αυτά στην περίπτωση της κύριας δίκης. Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αναγκαίες υπό την έννοια του άρθρου 7, στοιχείο ε, της οδηγίας 95/46 η αποθήκευση και η επεξεργασία ονομαστικών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο μητρώου όπως το κεντρικό μητρώο αλλοδαπών για λόγους στατιστικής. 2. Το άρθρο 12, παράγραφος 1, ΕΚ έχει την έννοια ότι απαγορεύει τη δημιουργία από ένα κράτος μέλος ειδικού συστήματος επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των πολιτών της Ένωσης που δεν είναι υπήκοοι του κράτους μέλους αυτού με σκοπό την καταπολέμηση της εγκληματικότητας. Η απόφαση του Δικαστηρίου συνάδει προς τα επιχειρήματα της Επιτροπής και τις προτάσεις της γενικής εισαγγελέως. Η Επιτροπή θα μελετήσει ενδελεχώς την απόφαση όταν θα εκτιμήσει τι συνέχεια θα δώσει στη διαδικασία επί παραβάσει. 14. Συμπληρωματική απάντηση της Επιτροπής, που ελήφθη στις 12 Ιουλίου 2010. Μετά από την απόφαση του Δικαστηρίου όσον αφορά την υπόθεση C-524/06 οι γερμανικές αρχές κατέθεσαν επιπρόσθετες απαντήσεις (17.7.2009, 16.3.2010) στην αιτιολογημένη γνώμη στο πλαίσιο της διαδικασίας επί παραβάσει, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου και ενημερώνοντας την Επιτροπή σχετικά με τις νομοθετικές τροπολογίες που πρέπει να εγκριθούν σε εθνικό επίπεδο για τη συμμόρφωση προς την εν λόγω απόφαση και προκειμένου να επιτραπεί η περάτωση της διαδικασίας επί παραβάσει. Η Επιτροπή Αναφορών ζήτησε εκ νέου από την Επιτροπή να υποβάλει τα σχόλιά της σχετικά με τα τελευταία συμβάντα. Σχόλια της Επιτροπής όσον αφορά την επιχειρηματολογία του αναφέροντος κατά της απόφασης C-524/06 του Δικαστηρίου Το Ανώτερο Διοικητικό Δικαστήριο του κρατιδίου της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας έθεσε ερωτήσεις στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων όσον αφορά τη συμβατότητα της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο γερμανικό κεντρικό μητρώο με την απαγόρευση κάθε διάκρισης λόγω ιθαγένειας σύμφωνα με το άρθρο 12 της ΣΕΕ όπως και με την απαίτηση που ορίζεται στην οδηγία 95/46/ΕΚ, σύμφωνα με την οποία η νομιμότητα της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εξαρτάται από το εάν αυτή η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκτέλεση καθήκοντος που πραγματοποιείται προς το δημόσιο PE230.467v01-00 16/21 CM\824519.doc

συμφέρον και ή κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας. Καθώς το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 95/46/ΕΚ δεν καλύπτει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν την δημόσια ασφάλεια, την άμυνα την ασφάλεια του κράτους ή τις δραστηριότητες του κράτους σε τομείς όπως το ποινικό δίκαιο, το δικαστήριο εξέτασε μόνο τη συμβατότητα της επεξεργασίας δεδομένων όσον αφορά την εφαρμογή της νομοθεσίας που σχετίζεται με το δικαίωμα διαμονής και για στατιστικούς σκοπούς υπό το φως της εν λόγω οδηγίας, όπως και τη συμβατότητα της επεξεργασίας δεδομένων με στόχο την καταπολέμηση του εγκλήματος με το άρθρο 12 της ΣΕΕ. Το Δικαστήριο συμπέρανε ότι το δικαίωμα διαμονής ενός πολίτη της Ένωσης στο έδαφος ενός κράτους μέλους διαφορετικού από του δικού του δεν είναι άνευ όρων, αλλά ενδέχεται να υπόκειται σε περιορισμούς. Επομένως, η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από ένα κεντρικό μητρώο προκειμένου να εφαρμοστεί η νομοθεσία που σχετίζεται με το δικαίωμα διαμονής εκπληρώνει την απαίτηση της αναγκαιότητας κατά την έννοια της οδηγίας 95/46/ΕΚ υπό την προϋπόθεση ότι η επεξεργασία γίνεται μόνο στα δεδομένα που είναι απαραίτητα για αυτόν τον σκοπό και ότι ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας του μητρώου παρέχει τη δυνατότητα αποτελεσματικότερης εφαρμογής της νομοθεσίας αυτής. Όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων για στατιστικούς σκοπούς, το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι τα κράτη μέλη έχουν το δικαίωμα να εγκρίνουν μέτρα για τη διασφάλιση της πρόσβασης σε ακριβείς πληροφορίες που αφορούν τις κινήσεις του πληθυσμού στο έδαφός τους. Ωστόσο, θεωρεί ότι αυτές οι στατιστικές δεν απαιτούν την συλλογή και αποθήκευση εξατομικευμένων πληροφοριών όπως σε αυτήν την περίπτωση. Η επεξεργασία αυτή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν εκπληρώνει τις απαιτήσεις της αναγκαιότητας κατά την έννοια του άρθρου 7 στοιχείο (ε) της οδηγίας 95/46/ΕΚ. Τέλος, όσον αφορά την καταπολέμηση του εγκλήματος, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι σκοπός είναι η δίωξη εγκλημάτων και αξιόποινων πράξεων που πραγματοποιούνται ανεξάρτητα από την ιθαγένεια των δραστών. Συμπεραίνει επομένως ότι όσον αφορά ένα κράτος μέλος, η κατάσταση των υπηκόων του δεν μπορεί να διαφέρει από εκείνη των υπηκόων άλλων κρατών μελών που διαμένουν στο έδαφός του. Καθώς το γερμανικό μητρώο δεν περιλαμβάνει τα προσωπικά στοιχεία των γερμανών υπηκόων η συστηματική επεξεργασία των στοιχείων προσωπικού χαρακτήρα συνιστά διάκριση λόγω ιθαγένειας η οποία απαγορεύεται από το άρθρο 12 ΕΚ. Στην απόφαση του το Δικαστήριο ακλούθησε γενικά τις παρατηρήσεις της Επιτροπής. Όσον αφορά την απόφαση του Δικαστηρίου, η Επιτροπή έλαβε διευκρινίσεις όσον αφορά τους ισχυρισμούς που είχε διατυπώσει στην αιτιολογημένη γνώμη της στη διαδικασία επί παραβάσει κατά της Γερμανίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο δεν αποκλείει την ανάγκη επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των πολιτών της Ένωσης στο AZR (κεντρικό μητρώο αλλοδαπών), αλλά ούτε και επιβεβαιώνει απόλυτα την άνευ όρων αναγκαιότητά της. Τελικά το αφήνει στην κρίση του εθνικού Δικαστηρίου να εξακριβώσει εάν οι προϋποθέσεις που αναφέρει ότι απαιτείται να τηρούνται από το AZR συνάδουν με το άρθρο 12 της ΣΕΕ και τις διατάξεις της οδηγίας 95/46/ΕΚ. CM\824519.doc 17/21 PE230.467v01-00