Άγγελος Τερζάκης, Μυστική ζωή (απόσπασμα)

Σχετικά έγγραφα
Άγγελος Τερζάκης, Απρίλης

Η Λογοτεχνία για το έπος του 40

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Ίνγκο Ζίγκνερ. Ο μικρός δράκος. Καρύδας. Ο θησαυρός της ζούγκλας. Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

«Το δαμαλάκι με τα χρυσά πόδια»

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ΠΟΛΕΜΩΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΙΝΔΟ

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

THE ENGLISH SCHOOL ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Κάθε βράδυ στο σπίτι του Γιαννάκη γινόταν χαμός! Η μαμά του έτρεχε από πίσω του και τον παρακαλούσε:

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

ΟΙ ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΚΕΣ ΤΩΝ ΔΟΝΤΙΩΝ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ ΔΗΜΗΤΡΑ ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΟΣ ΕΠΙΜΕΛΗΤΡΙΑ Β

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Κάποια μέρα, όπως όλοι παντρεύονται, έτσι παντρεύτηκε και ο Σοτός. Σον ρωτάει η γυναίκα του:

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

Μεγάλο βραβείο, μεγάλοι μπελάδες. Μάνος Κοντολέων. Εικονογράφηση: Τέτη Σώλου

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

Αμερικανική Ακαδημία Λευκωσίας

ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ 1 28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

Στο γραφείο της Δημάρχου κυρίας Μαυρίδη Μιλάει στο τηλέφωνο. Μπαίνει η γραμματέας του μ ένα τεράστιο ντοσιέ στο χέρι

Την επομένη ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε καλημέρα.

Πάει τόσος καιρός από το χωρισμό σας, που δε θυμάσαι καν πότε ήταν η τελευταία φορά

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Αντιμετώπιση της κρίσης / Πώς έχεις οργανώσει την εργασία σου / Τι στόχους έχεις

Ι ΑΚΤΙΚΟ ΣΕΝΑΡΙΟ: Προσκλήσεις και ευχές

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Αντώνης Πασχαλία Στέλλα Α.

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Αν δούµε κάπου τα παρακάτω σήµατα πώς θα τα ερµηνεύσουµε; 2. Πού µπορείτε να συναντήσετε αυτό το σήµα; (Κάθε σωστή απάντηση 1 βαθµός)

Άνοιξε και μετάνιωσα :: Χιώτης Μ. - Καζαντζίδης Σ. :: Αριθμός δίσκου: DG

Θαύματα Αγίας Ζώνης (μέρος 4ο)

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Modern Greek Beginners

Το συγκλονιστικό άρθρο. του Γλέζου στη Welt. Διαβάστε το συγκλονιστικό άρθρο του Μανώλη Γλέζου στη 1 / 5

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Το παραμύθι της αγάπης

Καθηγητής: Λοιπόν, εδώ έχουμε δυο αριθμούς α και β. Ποιος είναι πιο μεγάλος. Λέγε Ελπίδα.

Γεννηθήκαμε και υπήρξαμε μωρά. Κλαίγαμε, τρώγαμε, γελάγαμε, κοιμόμασταν, ξυπνάγαμε, λερωνόμασταν.

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΠΑΙΔΙΩΝ. Τραγούδι:

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

Έτσι, αν το αγόρι σου κάνει τα παρακάτω, αυτό σημαίνει ότι είναι αρκετά ανασφαλής. #1 Αμφιβάλλει για τα κίνητρα σου

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7]

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού


Μπέττυ Σμιθ, Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν,

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ. ΝΑΤΑΣΑ (Μέσα στην τάξη προς το τέλος του μαθήματος) ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ Η Γη, κυρία Νατάσα, έχει το σχήμα μιας σφαίρας.

Προτεινόμενα κείμενα για προσκλητήρια

Άνοιξε και μετάνιωσα :: Χιώτης Μ. - Καζαντζίδης Σ. :: Αριθμός δίσκου: DG

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. A. Κυκλώστε τη σωστή απάντηση στις παρακάτω προτάσεις (μία μόνο απάντηση είναι σωστή σε κάθε περίπτωση)

άλλα. Καταλήγουν στην τεχνική της συγγραφής περιγραφής προσώπου «ΕΧΕΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΝΕΙ»

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Η κλέφτρα των ονείρων Ο δράκος που άρπαξε την αγάπη Το ελιξίριο της ευτυχίας... 47

Οδηγός πως να πιάνεις σωστά το μπουζούκι για να μαθεις να παιζεις γρηγορα σε μικρότερο διαστημα βήμα-βήμα και να έχεις σωστο και ωραιο ηχο!!!

Κατερίνα Ζωντανού. Γράμματα. Στη Νεφέλη και στον Αναστάση. K.Z. Εικονογράφηση: Γεωργία Στύλου. από τον

κάνουμε τι; Γιατί άμα είναι να είμαστε απλώς ενωμένοι, αυτό λέγεται παρέα. Εγώ προτιμώ να παράγουμε ένα Έργο και να δούμε.

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

The G C School of Careers

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν


ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ. Σκηνή 1 η

Ανδρέας Αρματάς Φραντσέσκα Ασσιρέλλι

Μουσικά όργανα. Κουδουνίστρα. Υλικά κατασκευής: Περιγραφή κατασκευής: Λίγα λόγια γι αυτό:

«Η τύχη του άτυχου παλικαριού»

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Transcript:

http://hallofpeople.com/gr/bio/terzakis.php Άγγελος Τερζάκης, Μυστική ζωή (απόσπασμα) "Δεν το αρνιέμαι: τον τελευταίο εκείνο καιρό που πέρασα κοντά στη Βένα, τον αναθυμάμαι με καημό. Είναι, φυσικά, ο καημός που τυλίγει για μας τα πράγματα του κόσμου τούτου σαν περάσει η στιγμή τους. Η προσκόλληση στα περασμένα μπορεί και να μην είναι τυχαία - δε γίνεται να είναι τυχαία. Κάτι λέει. Μπορεί και τούτο: πως ο συντελεσμένος, ο αληθινός εαυτός μας, βρίσκεται στο χτες, στο ανεπανόρθωτο. Το αύριο δε μας ανήκει ακόμα και το τώρα είναι περιγελαστικά ανύπαρχτο, έτσι που φεύγει προτού το ιδείς. Πού ζούμε λοιπόν; Σε μια διάσταση έξω από το συγκεκριμένο. Μέσα σ ένα γνέψιμο ιδεατό, που σχεδιάζεται κάπου έξω από το χρόνο. Το μυαλό, ύστερα, χωνεύει σε μια πρέζα στάχτη - κι η ιστορία πάει, τέλειωσε. Το ξέρω καλά πως είμαι ένα ελάχιστο και δίχως ατομικό νόημα επεισόδιο μέσα στην τεράστια οικονομία των κόσμων. Όμως μέσα στο ανύπαρχτο Τώρα, υπάρχει μια παρουσία με τρομαχτική ενάργεια: Ο πόνος. Μονάχα ο πόνος κάνει το τώρα παρόν. Όσο κι αν απογειωθείς με το νου σου, δε θα φιμώσεις τον πόνο. Έτσι, ανάμεσα στους δυο αυτούς ίσκιους, το χτες και το αύριο, δε μένει παρά ένας πόνος ασώματος, που να μαρτυρεί πως έχουμε υπάρξει. Είμαστε μια κραυγή από στόμα άσαρκο, ριγμένη μέσα στο λιοπερίχυτο χάος."

Απρίλης (απόσπασμα από το σχολικό βιβλίο) Συχνά πυκνά, αντάμωνες στους δρόμους ανθρώπους ντυμένους ασυνήθιστα, σαν ορειβάτες ή κάτι τέτοιο, με παντελόνια γκολφ, ξεσκούφωτους, άλλους με μπερέ, τραγιάσκες, ένα τσιμπούκι βιδωμένο στ ακρόχειλο. Τους έβλεπες μια, τους έβλεπες δυο, όπου να γύριζες, σ όποιο δρόμο και να μπαινες. Ήταν οι ανταποκριτές των εφημερίδων. Ντυμένοι έτσι, μ αφροντισιά μελετημένη, δίνανε κάτι σαν ένα τόνο εκδρομικό, «σπορτίφ», στην επιστρατευμένη πολιτεία, μακρινό αντιφέγγισμα κοσμοπολιτισμού. Κάπου κάπου πρόβαινε και καμιά νοσοκόμα μεγαλοκυρά, με το άθιχτο μαβί της πέπλο, αστραφτερά κολλαρισμένα τα γιακαδάκια της και τα μανικέτια. Τότε η κοσμική κίνηση πέρσευε. Οι ιταλικοί όλμοι ωστόσο, στο μέτωπο, είχαν αρχίσει να πελεκάνε συστηματικά τους φαντάρους. Οι περισσότερες λαβωματιές ήταν από όλμους, λοιπόν το στράτευμά τους είχε πάρει πολύ από κακό. Στο ταχτικό μας λουκουματζίδικο, ο Μελετίου, μπαίνοντας με την παρέα του ένα δειλινό, δε βρήκε τραπεζάκι αδειανό κι αναγκάστηκε να καθίσει αντίκρυ σ' ένα άγνωστο φανταράκι, που απόσωνε ήσυχα και στοχαστικά τη μερίδα του.

- Επιτρέπεις, συνάδελφε; Ο συνάδελφος, κοίταξε την παρέα των Αθηναίων μ' απορία καλοκάγαθη ήταν ίσως η πρώτη φορά που του γύρευαν την άδεια για κάτι. - Καθίστε, έκανε σαστισμένα. Ήταν ενθουσιώδη ς άνθρωπος ο Μελετίου, καλοπροαίρετος και καταδεχτικός. Άναψε τσιγάρο από τη φωτιά του αντικρινού του, παρατήρη σε το δεξί του που είχε φασκιωμένα με γάζα πεντακάθαρη τα δάχτυλα. Η περιέργεια του Αθηναίου κεντρίστηκε. Έπιασε κουβέντα: - Τραυματίας είσαι; - Ναι... Μικροπράματα... - Ήσουνα στο μέτωπο; - Ήμουν. Γύρισε τα μάτια του ο Μελετίου θριαμβευτικά και κοίταξε την παρέα. «Τώρα θα σας δείξω ένα φαινόμενο!» έλεγε η ματιά. «Προσοχή! Ο άν θρωπος που έρχεται από το μέτωπο». - Λοιπόν συνάδελφε, για πες μας! Τι γίνεται κει πάνω; Η ερώτηση ήταν εύκολη, η απάντηση δύσκολη. Για λίγες στιγμές ο τραυματίας βρέθηκε σ' αμηχανία. Ήτανε χωριατάκος μικρόσωμος, α στοιχείωτος. Μπορεί και να μην το είχε ποτέ του σκεφτεί πως θα πρεπε να μάθει να διηγιέται. - Ε, τι να γίνεται... Πολεμάνε. - Χμ! πολεμάνε βέβαια. Και οι Ιταλοί; Δρόμο, ε;

- Τι δρόμο; - Να, το βάζουνε στα πόδια θέλω να πω. Ο φανταράκος στάθηκε σκεφτικός. - Ε, μεριές μεριές φεύγουνε κιόλας, είπε. Όμως ο ζήλος του Μελετίου είχε ξυπνήσει τώρα για καλά. Δεν ήταν α πό κείνους που αφήνουν εύκολα μιαν επιθυμία τους ανικανοποίητη. Από δω τον έχει, από κει τον έχει το φανταράκο, τον κατάφερε κάτι να διηγηθεί. Κι ο φανταράκος διηγήθηκε κουτσά στραβά, με αδέξια συστο λή, την ιστορία του τραυματισμού του. - Ώστε έτσι λοιπόν! Από όλμο! συμπέρανε ο Μελετίου με διάχυση αι σθηματική. - Από όλμο. - Και στα δάχτυλα! - Στα δάχτυλα. Καινούρια κυκλική ματιά θριάμβου στην παρέα από τον Μελετίου. Ο φανταράκος κοίταζε τα φασκιωμένα δάχτυλά του μελαγχολικά μπορεί και ν' αναρωτιότανε πώς θα κρατάει τώρα τα αλέτρι, σα γυρίσει στο χω ριό, ή πώς θα σπέρνει. - Ε, παιδί! Φέρε εδώ μια μερίδα λουκουμάδες, στο συνάδελφο! - Όχι, ευχαριστώ, έφαγα, έκανε ο τραυματίας. - Δεν πειράζει, τρως άλλη μια. Εγώ κερνάω! Ντράπηκε κείνος ν αρνηθεί το κέρασμα. Κι ώσπου να ρθουν οι λου κουμάδες, ο Μελετίου τον είχε καταφέρει πάλι κάτι να περιγράψει, εντυ πώσεις σκόρπιες από τις μάχες.

- Φωνάζετε «αέρα» όταν ορμάτε στην επίθεση; - Γιατί να φωνάζουμε; - Έλληνες δεν είσαστε; Οι Έλληνες, όταν ορμούν στη μάχη, φωνάζουν «αέρα»! - Μα... γίνεται, βλέπεις, τέτοιος σαματάς. Όλμοι, πολυβόλα, πυροβολι κό... Τι να τις κάνεις τις φωνές! - Όχι, οι Έλληνες στην επίθεση φωνάζουν «αέρα»! Είναι ωραίο! Το φανταράκι ζάρωσε ντροπιασμένο. Αυτό δεν το είχε συλλογιστεί. - Και η επίθεση γίνεται βέβαια εφ όπλου λόγχη, συνεχίζει ο Μελετίου ακατάβλητος. - Άμα είναι ανάγκη... - Και οι τσολιάδες, ε; Το τσαρούχι! - Ποιο τσαρούχι; - Των τσολιάδων, διάολε! - Οι τσολιάδες, απάνω, δε φοράνε τσαρούχια. - Δε φοράνε τσαρούχια; -Όχι. - Και γιατί δε φοράνε τσαρούχια; - Γιατί τα τσαρούχια γλιστράνε στα βράχια. Αρβύλες φοράνε, να, σαν κι εμάς. Καταπληχτικά πράματα. Ήρθαν οι λουκουμάδες. Σεμνός ο φανταρά κος, πήρε το πιρούνι του, έκανε ν αρχίσει όμως δεν τ' αποφάσιζε. Με το κεφάλι σκυφτό, περίμενε ολοένα κάτι να τον

ρωτήσουν. Ίσως και να φο βότανε πως, παρ όλα όσα έχει πει, δεν το ξόφλησε ακόμα το κέρασμα. - Φάε τώρα τους λουκουμάδες σου, κάνει μεγαλόψυχα ο Μελετίου και τον αφήνει ήσυχο για λίγα λεπτά. Πάνω όμως που ο ανώνυμος συνάδελφος κόντευε να τελειώσει τη με ρίδα του, καινούρια εξόρμηση: - Θα ξαναπάς στο μέτωπο; - Θα ξαναπάω. - Σ' αρέσει; -... Η παρέα των γραμματισμένων γέλασε γύρω, με νοήματα σύνθετα: πο νηριά, συγκινημένη συμπάθεια, απόκρυφη περηφάνια. Σε λίγες μέρες θα τραβούσανε κι αυτοί για κει πάνω, θα βαφτίζονταν στην κολυμπήθρα των ηρώων. Φρίκη γοητευτική... Κι όμως, ο Μελετίου, κάπου θα τα κατάφερ νε πάλι να κολλήσει, ούτε κουβέντα! Όπως σκάλωσε στη συζυγαρχία*, θα τα κατάφερνε να χωθεί και σε καμιά γωνιά ακόμη πιο προφυλαγμένη κι άνετη: βοηθός σιτιστή, συσσιτιάρχης, αποθηκάριος, οτιδήποτε. Από το στρατόπεδο της Αγίας Παρασκευής, στην Αθήνα, άλλο δεν έκανε παρά να έχει το ληστρικό μάτι ξύπνιο, το εμπορικό του δαιμόνιο άγρυπνο, ν αρπάξει την πρώτη ευκαιρία. Όχι πως θα δειχνότανε κατώτερος σε θάρ ρος από άλλους, αν το 'φερνε η κατάρα να βρεθεί κι αυτός μια μέρα στη ζώνη της φωτιάς. Όμως, από ένα είδος ψυχόρμητο, το θαρρούσε καθήκον απέναντι στον εαυτό του, ζήτημα φιλότιμου, να εξαντλήσει πρώτα κάθε δυνατότητα διαφυγής, κάθε περιθώριο κατεργαριάς, για να ξεχωρίσει έ τσι από το κοπάδι των κουτών, που πολεμάνε αδιαμαρτύρητα. Να διατρα νώσει την εξυπνάδα του.

- Άλλη μια λουκουμάδες, συνάδελφε; - Όχι, όχι! έκανε πανικόβλητος ο φανταράκος. Σηκώθηκε ευχαριστώντας. - Λοιπόν, καλή τύχη! τον κατευόδωσε ο Μελετίου. Ο τραυματίας έκανε ένα αδέξιο νόημα γι' αποχαιρετισμό. Ύστερα, τραμπαλίζοντας το σκεβρωμένο του κορμάκι, βγήκε στο δρόμο. Ο Μελετίου τον είχε ακολουθήσει με τα μάτια ώσπου χάθηκε πέρα. Και τότε είπε στην παρέα, τεντώνοντας τα φρύδια του μ' έμφαση: - Λοιπόν, είδατε, βρε παιδιά, τι απλοί που είναι οι ήρωες; ούτε που τον πιάνει το μάτι σου αυτόν εδώ. Κι όμως!

Από το ημερολόγιο του Άγγελου Τερζάκη: 18/11/1940 Φεύγουμε για το Μέτωπο. Κυριακή απόγευμα ώρα 4.40. Όλη η κακομοίρα η Ρωμιοσύνη μας χαιρέτησε στο πέρασμά μας. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά. Μας στέλνουν φιλιά. Κάνανε το σταυρό τους κι ύστερα σηκώνανε στον ουρανό τα χέρια. Λυπάμαι τους συναδέλφους μου που δεν γνώρισαν τέτοιες στιγμές. Τα δάκρυα σούρχονται στα μάτια. Οι συνάδελφοι πρόσφεραν καραμέλες, τσιγάρα. 19/11/1940 Συναντήσαμε πρωί-πρωί ένα τραίνο με τραυματίες. Τα παιδιά γίνονται μελαγχολικά. Οι ελαφρά τραυματισμένοι είναι όρθιοι και μας χαιρετούνε γελώντας. Ρωτούν τι σύνταγμα είμαστε. Ένας τους φωνάζει: Τους φάγαμε. Μας δίνουνε οι αξιωματικοί τη διαταγή να έχουμε τα όπλα μας γεμάτα (ίσως, μη φανεί αεροπλάνο). 20//11/1940 Όλα τα πράγματα γίνονται πολύτιμα: Ένα κομμάτι σπάγγου, ένα κομμάτι εφημερίδα, ένα σπίρτο. Καπνίζουμε το τσιγάρο ώσπου να κάψει το δάχτυλο. Στρατόπεδο κοντά στον Άραχθο.

Βρέχει. Κλεισμένοι στ αντίσκηνο τρώμε καρύδια και κουραμάνα. Οι αρβύλες μας έχουν οκάδες τη λάσπη. Την ώρα του προσκλητηρίου πέρασε ένα αυτοκίνητο με τέσσερις Ιταλούς αιχμαλώτους. Ο ένας, ο ταγματάρχης είναι ευδιάθετος, μασουλάει. Οι φαντάροι τούς προσφέρουν καρύδια, τσιγάρα. Είναι οι τρεις αχώριστοι. Όλοι αξιωματικοί. Ο ένας νέος, λιγνός, με ακαλλιέργητο γενάκι σκύβει το κεφάλι και δεν κοιτάζει γύρω, δεν μιλάει. Είναι ντροπιασμένος, αποφεύγει τα βλέμματά μας. Του προσφέρουν τσιγάρο και αρνείται ευγενικά. Τα γράμματα του νεκρού. Τον βρήκανε νεκρό, έξω από το Καλπάκι. Ήτανε λέει, πεσμένος, ανάσκελα, ως 25 χρονών. Αντόνιο Τσεκκαρέλι τον έλεγαν. Του γράφει η μάνα του και ο θειος του με τη θεία νουνά του. Λίγες λέξεις, τυπικές σχεδόν. Η μάνα: Χαίρομαι που είσαι καλά. Μια mamma δεν μπορεί παρά να εύχεται το γρήγορο γυρισμό του γιου της. Τη φωτογραφία σου τη λάβαμε. Δε σου στείλαμε δικές μας, όχι γιατί δεν φροντίσαμε αλλά γιατί ο καιρός ήταν, αυτές τις μέρες συννεφιασμένος. Ο πατέρας σου κι οι αδερφάδες σου, σε χαιρετούν και προσμένουν να γυρίσεις. Απρίλης 1940. Οι φαντάροι γελούνε χοντρά. 7/1/1941 Ποιος θα μου δώσει ποτέ πίσω τους μήνες αυτούς, τους μοναδικούς, που το παιδάκι μου μεγαλώνει, που κάθε μέρα του, κάθε στιγμή του είναι και μια καινούργια λέξη, μια καινούργια

νόηση, μια καινούργια χαρά, και που εγώ δεν θα την ξαναβρώ ποτέ, δεν θα τις χαρώ ποτέ μου; 19/1/1941 Από το πρωί σήμερα βροντάει το κανόνι. Σαν βροντή. Ένας αυτόμολος που παρουσιάστηκε εδώ είπε πως οι Ιταλοί θάκαναν σήμερα γενική επίθεση. Λοιπόν αυτό είναι. Η πρώτη και τελευταία ίσως προσπάθεια του Καμπαλέρο. Πίσω της -λέει το δελτίο του Στρατηγείου- κρύβεται τέλεια αποσύνθεση. Βλέπει τον κλοιό που περισφίγγεται γύρω από το Τεπελένι και αγωνίζεται να τον σπάσει. -Τι μέρα είναι σήμερα; -Στην κοινωνία των ανθρώπων Πέμπτη. Σ εμάς τίποτα.