ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΜΕ ΤΙΣ ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ, ΤΙΣ ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ, ΤΙΣ ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ, ΤΗΝ Ο Ο ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ, ΤΟΝ ΑΙΤΟΥΝΤΑ ΣΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ 1
Κράτος µέλος Κάτοχος της άδειας κυκλοφορίας Αιτών Ονοµασία Περιεκτικότητα Φαρµακοτεχνική µορφή Οδός χορήγησης ανία London WC1R 4JS London WC1R 4JS Γαλλία Γερµανία Ελλάδα 200 mg Καψάκια, σκληρά Tablets 200/400/600 mg Επικαλυµµένα µε 200 mg Καψάκια, σκληρά Tablets 200/400/600 mg Επικαλυµµένα µε 200 mg Καψάκια, σκληρά Tablets 200/400/600 mg Επικαλυµµένα µε 200 mg Καψάκια, σκληρά Tablets 200/400/600 mg Επικαλυµµένα µε 2
Κράτος µέλος Κάτοχος της άδειας κυκλοφορίας Αιτών Ονοµασία Περιεκτικότητα Φαρµακοτεχνική µορφή Οδός χορήγησης Ιρλανδία Ιταλία Πολωνία 200 mg Καψάκια, σκληρά Tablets 200/400/600 mg Επικαλυµµένα µε 200 mg Καψάκια, σκληρά 200/400/600 mg Επικαλυµµένα µε 200 mg Καψάκια, σκληρά 200/400/600 mg Επικαλυµµένα µε 3
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΠΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΜΕΑ 4
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΓΕΝΙΚΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΟΥ RIBAVIRIN iqur (Βλ. Παράρτηµα Ι) Η αίτηση χορήγησης άδειας κυκλοφορίας για το Ribavirin iqur ως συνδυαστική θεραπεία µε πεγκιντερφερόνη άλφα-2β ή ιντερφερόνη άλφα-2β για τη θεραπεία της χρόνιας ηπατίτιδας C στο πλαίσιο της αποκεντρωµένης διαδικασίας DK/H/1081/001-4/DC υποβλήθηκε βάσει του άρθρου 10 στοιχείο α) της οδηγίας 2001/83/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε (καθιερωµένη χρήση). Στις 20 εκεµβρίου 2007, η διαδικασία παραπέµφθηκε στην CHMP από τη ανία, µετά από ανησυχίες που ήγειρε η Γαλλία. Η CHMP έκρινε ότι οι ανησυχίες που εγέρθηκαν ενέχουν σοβαρό δυνητικό κίνδυνο για τη δηµόσια υγεία: «ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσµατα της ριµπαβιρίνης είναι ότι η ασφάλεια και η αποτελεσµατικότητά της αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες για την έκβαση των υπό θεραπεία ασθενών, καθώς η ενδεχόµενη έλλειψη οφέλους ενδέχεται να έχει αντίκτυπο στο προσδόκιµο επιβίωσης των εν λόγω ασθενών και η ασφάλειά της ενδέχεται να έχει επίσης σοβαρές συνέπειες. Επιπλέον, ένα πρόσθετο χαρακτηριστικό γνώρισµα της ριµπαβιρίνης είναι ότι οιαδήποτε αλλαγή στη φαρµακοκινητική συµπεριφορά της ενδέχεται να επιδράσει σε σηµαντικό βαθµό στην έκβαση του ασθενούς. εδοµένου ότι δεν µπορεί να αποδειχθεί σε ποιο βαθµό τα τεκµηριωµένα δεδοµένα αποτελεσµατικότητας και ασφάλειας που προκύπτουν από την υποβληθείσα βιβλιογραφία µπορούν να παρεκταθούν στη χρήση του ribavirin iqur, τα δεδοµένα από την υποβληθείσα βιβλιογραφία σε συνδυασµό µε τη διαδικασία καθιερωµένης χρήσης δεν µπορούν να επιτρέψουν την αξιόπιστη αξιολόγηση του ρυθµού απόκρισης στη θεραπεία ούτε και των ανεπιθύµητων ενεργειών που σχετίζονται µε το ribavirin iqur. Τέλος, οι ασθενείς στην Ευρώπη υποβάλλονται επί του παρόντος σε θεραπεία µε REBETOL ή COPEGUS και δεν µπορεί να χορηγηθεί άδεια κυκλοφορίας στο Ribavirin iqur χωρίς να παρασχεθούν οι διαβεβαιώσεις ότι αυτό δεν θα υποβαθµίσει το όφελος ή ότι δεν θα αυξήσει τον κίνδυνο εν συγκρίσει µε τα φαρµακευτικά προϊόντα που περιέχουν ριµπαβιρίνη και κυκλοφορούν στην ΕΕ. Συµπερασµατικά, η ριµπαβιρίνη και τα συναφή φαρµακευτικά προϊόντα µε παρόµοια χαρακτηριστικά δεν είναι κατάλληλα για τη διαδικασία καθιερωµένης χρήσης για τους σκοπούς της κανονιστικής ρύθµισής της. Επίσης, πρέπει να υπογραµµιστεί ότι τα βιβλιογραφικά δεδοµένα που υποβλήθηκαν από τον αιτούντα δεν µπορούν να θεωρηθούν επαρκή σε ό,τι αφορά το τοξικολογικό προφίλ της δραστικής ουσίας απουσία κατάλληλων δηµοσιευµένων στοιχείων σχετικά µε τις µελέτες καρκινογένεσης, γεγονός που αναγνωρίζει και ο αιτών». Σε ό,τι αφορά τα επιχειρήµατα που ήγειρε η Γαλλία σχετικά µε τον εκ των προτέρων αποκλεισµό ορισµένων φαρµακευτικών προϊόντων από το πεδίο εφαρµογής της διάταξης που αφορά την καθιερωµένη χρήση, η CHMP ζήτησε τη συνδροµή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η Επιτροπή γνωµοδότησε ότι το άρθρο 10 στοιχείο α) της οδηγίας 2001/83/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε, ισχύει για όλους τους τύπους φαρµακευτικών προϊόντων, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται τα σωρευτικά κριτήρια που προβλέπονται στη διάταξη, αναγνωρίζοντας ότι η διαδικασία καθιερωµένης χρήσης δεν συνεπάγεται σε καµία περίπτωση τη µείωση των απαιτήσεων σχετικά µε την ασφάλεια και την αποτελεσµατικότητα που πρέπει να πληρούν τα φαρµακευτικά προϊόντα. Η έλλειψη ειδικών δοκιµών δεν πρέπει να συνεπάγεται µείωση της προστασίας της δηµόσιας υγείας. Κατά συνέπεια, µπορεί να εξαχθεί το συµπέρασµα ότι ο εκ των προτέρων αποκλεισµός ορισµένων κατηγοριών φαρµακευτικών προϊόντων από τη διαδικασία καθιερωµένης χρήσης δεν προβλέπεται από τη νοµοθεσία. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διευκρίνισε επίσης ότι η συµπερίληψη αποκλειστικών φαρµακοκινητικών δεδοµένων προς στήριξη της αίτησης βάσει καθιερωµένης χρήσης µπορεί να ληφθεί υπόψη εάν τα δεδοµένα αυτά ειδωθούν ως υποστηρικτικά, στο µέτρο που η ασφάλεια και η αποτελεσµατικότητα των φαρµακευτικών προϊόντων καταδεικνύονται µε κατάλληλα βιβλιογραφικά δεδοµένα, σύµφωνα µε 5
τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο πλαίσιο αίτησης βάσει καθιερωµένης χρήσης. Στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, µπορούν να γίνουν αποδεκτές συγκριτικές µελέτες µε άλλα προϊόντα εφόσον σκοπός των µελετών αυτών είναι να καταδείξουν τη σχετικότητα της χρησιµοποιούµενης βιβλιογραφίας µε την ασφάλεια και την αποτελεσµατικότητα του Ribavirin iqur. Στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, τα σηµεία που έλαβε υπόψη η CHMP ήταν τα ακόλουθα: 1. Ο βαθµός στον οποίο τα δηµοσιευµένα δεδοµένα της υποβληθείσας βιβλιογραφίας σχετικά µε την αποτελεσµατικότητα και την ασφάλεια µπορούν να παρεκταθούν στη χρήση του ribavirin iqur για τη θεραπεία της χρόνιας ηπατίτιδας C, ως συνδυαστική θεραπεία µε πεγκιντερφερόνη άλφα-2β ή ιντερφερόνη άλφα-2β. 2. Τα ελλιπή υποβληθέντα βιβλιογραφικά δεδοµένα σχετικά µε το τοξικολογικό προφίλ της δραστικής ουσίας, λόγω έλλειψης επαρκών δηµοσιευµένων στοιχείων σχετικά µε τις µελέτες καρκινογένεσης. Σε ό,τι αφορά το σηµείο 1: Ο αιτών έκρινε ότι η πλειοψηφία των πληροφοριών προς στήριξη της καθιερωµένης χρήσης της ριµπαβιρίνης στον ΕΟΧ προκύπτει από προϊόντα τα οποία θεωρούνται παρόµοια µε το Ribavirin iqur, παρά τις πιθανές µεταξύ τους διαφορές. Ωστόσο, λαµβανοµένων υπόψη των προηγούµενων εκτιµήσεων αναφορικά µε τη σχετικότητα των φαρµακοκινητικών δεδοµένων και τις επιπτώσεις στην αποτελεσµατικότητα και την ασφάλεια, όπως αυτές διατυπώνονται στην κοινοποίηση, η CHMP επεσήµανε ότι τα βιβλιογραφικά δεδοµένα που περιέχονται στη συγκεκριµένη αίτηση σχετίζονται µε διάφορα φαρµακευτικά προϊόντα που περιέχουν ριµπαβιρίνη. Καθώς δεν είναι σαφές ποια φαρµακευτικά προϊόντα τα οποία περιέχουν σκευάσµατα ριµπαβιρίνης χρησιµοποιήθηκαν στις µελέτες που υποβλήθηκαν ως επιστηµονική βιβλιογραφία, το γεγονός αυτό προκαλεί αβεβαιότητα και καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την παρέκταση των δηµοσιευµένων δεδοµένων για το Ribavirin iqur, αποτελεί δε σηµαντικό λόγο ανησυχίας για τις κλινικές δοκιµές στις οποίες ενδέχεται να έχουν χρησιµοποιηθεί πειραµατικά σκευάσµατα ριµπαβιρίνης. Η CHMP επικέντρωσε κυρίως τις αξιολογήσεις της στη σχετικότητα και στην καταλληλότητα των υποβληθέντων βιβλιογραφικών δεδοµένων. Λαµβανοµένων υπόψη των όρων που πρέπει να πληρούνται βάσει της διάταξης του άρθρου 10 στοιχείο α) της οδηγίας 2001/83/ΕΚ σχετικά µε την καθιερωµένη χρήση, όπως τροποποιήθηκε, η CHMP ζήτησε από τον αιτούντα να παράσχει πρόσθετες πληροφορίες και τεκµηρίωση σχετικά µε την υποβληθείσα βιβλιογραφία προς αιτιολόγηση της καθιερωµένης χρήσης της ριµπαβιρίνης στην αιτούµενη ένδειξη για χρονικό διάστηµα τουλάχιστον µιας δεκαετίας στην ευρωπαϊκή κοινότητα (ΕΟΧ). Ιδιαίτερη έµφαση δόθηκε στις απαιτήσεις καθιερωµένης χρήσης, όπως αυτές ταξινοµήθηκαν στη Σηµείωση προς τους αιτούντες, τεύχος 2A, κεφάλαιο 1, τµήµα 5.4 σχετικά µε την ευρεία κλινική χρήση πέραν των κλινικών δοκιµών, προγραµµάτων παρηγορητικής χρήσης και χορήγησης φαρµάκων σε συγκεκριµένους ασθενείς για την αιτούµενη ένδειξη. Ο αιτών παρείχε α) πληροφορίες από 15 εκθέσεις αξιολόγησης για αιτήσεις αµοιβαίας αναγνώρισης (MPAR) βάσει του άρθρου 10 στοιχείο α) ή για παρόµοιες αιτήσεις αµοιβαίας αναγνώρισης ή αποκεντρωµένης διαδικασίας «καθιερωµένης ιατρικής χρήσης», β) κλινικά δεδοµένα υπό µορφή 150 βιβλιογραφικών παραποµπών και γ) πληροφορίες σχετικά µε τη χρήση προϊόντων ριµπαβιρίνης (Virazole) που κυκλοφορούν ευρέως από το 1990 και µετά. Ο αιτών υποστήριξε ότι µια δεκαετία «καθιερωµένης χρήσης» µπορεί να αποδεικνύει ότι έχουν παρέλθει 10 χρόνια από την πρώτη συστηµατική και τεκµηριωµένη χρήση µιας δραστικής ουσίας ως φαρµακευτικού προϊόντος, όπως επίσης και ότι έχουν παρέλθει λιγότερα από 10 χρόνια για µια συγκεκριµένη ένδειξη εάν η δραστική ουσία έχει χρησιµοποιηθεί ευρέως κατά τη διάρκεια της εν λόγω χρονικής περιόδου. Η CHMP αξιολόγησε τις πληροφορίες που υπέβαλε ο αιτών και έκρινε ότι κάθε αίτηση βάσει καθιερωµένης χρήσης πρέπει να κρίνεται ανάλογα µε τα χαρακτηριστικά του προϊόντος και τις υποβληθείσες πληροφορίες που πρέπει να συνάδουν µε τις συγκεκριµένες απαιτήσεις της νοµικής βάσης για την καθιερωµένη χρήση. Η CHMP επεσήµανε ότι τα υποβληθέντα βιβλιογραφικά δεδοµένα 6
αναφέρονται επίσης και σε προϊόντα που διαφέρουν από τα φαρµακευτικά προϊόντα που πρόκειται να κυκλοφορήσουν σε ό,τι αφορά τη θεραπευτική ένδειξη, τη δοσολογία, τη διάρκεια της θεραπείας και τον πληθυσµό των ασθενών. Τα εν λόγω βιβλιογραφικά δεδοµένα δεν µπορούν να κριθούν ως βασικά για την αιτούµενη ένδειξη στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Επιπλέον, ο αιτών παρείχε περαιτέρω πληροφορίες σχετικά µε την τεκµηρίωση της ευρείας χρήσης της ριµπαβιρίνης σε συνδυασµό µε ιντερφερόνη κατά τη διάρκεια της περιόδου 1994 1998 και συζήτησε την ερµηνεία του όρου «ευρεία χρήση» υπό το πρίσµα της γενικά αποδεκτής άποψης για τον επιπολασµό της ηπατίτιδας στις αρχές της δεκαετίας του 1990, του αριθµού των ασθενών που διαγνώσθηκαν και της αναλογίας των ασθενών που υποβλήθηκαν σε θεραπεία. Πέραν των γραπτών πληροφοριών που υπέβαλε, ο αιτών παρουσίασε πρόσθετες πληροφορίες που αφορούν κυρίως την καθιερωµένη χρήση της ριµπαβιρίνης για τουλάχιστον µια δεκαετία και, ειδικότερα, κατά την περίοδο 1994-1997. Οι υποβληθείσες πληροφορίες και η χρήση της ριµπαβιρίνης κατά την περίοδο 1994-1998 υποστηρίχθηκαν περαιτέρω κατά τη διάρκεια των προφορικών εξηγήσεων που παρασχέθηκαν τον Ιούλιο του 2008 στη CHMP, µε δήλωση δύο κλινικών ηπατολόγων σχετικά µε την κλινική χρήση της ριµπαβιρίνης, οι οποίοι ασχολήθηκαν µε τη θεραπεία ασθενών µε ηπατίτιδα C κατά τη διάρκεια της περιόδου 1994 1998 χορηγώντας ριµπαβιρίνη εκτός του πλαισίου των επίσηµων δοκιµών της εταιρείας, προγραµµάτων παρηγορητικής χρήσης ή χορήγησης φαρµάκων σε συγκεκριµένους ασθενείς. ιευκρινίστηκε ότι παρά τη µεγάλη συµµετοχή σε δοκιµές µε χορηγία της Schering, η ουσία χρησιµοποιείται και εκτός του πλαισίου κλινικών δοκιµών (Reichard erl al 1998) καθώς και ότι από το φθινόπωρο του 1997 οι ηπατολόγοι σε ολόκληρο τον κόσµο θεωρούν τη συνδυαστική θεραπεία µε ριµπαβιρίνη και ιντερφερόνη ως την καλύτερη διαθέσιµη θεραπεία για τον ιό της ηπατίτιδας C. Επιπλέον, διατυπώθηκε ότι το 1998, εν αναµονή της έγκρισης του Οργανισµού Τροφίµων και Φαρµάκων (FDA), η Schering-Plough διένειµε ριµπαβιρίνη µέσω ενός προγράµµατος ευρείας πρόσβασης σε περιοχές µε υψηλό επιπολασµό του ιού της ηπατίτιδας C (περιλαµβανοµένης της Ισπανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ελλάδας), στο πλαίσιο του οποίου, σε λιγότερο από ένα έτος, τουλάχιστον 10.000 περίπου ευρωπαίοι ασθενείς υποβλήθηκαν σε θεραπεία εκτός των κλινικών δοκιµών µέσω του συγκεκριµένου προγράµµατος ευρείας πρόσβασης. Παρουσιάστηκαν πρόσθετες πληροφορίες από την Ευρωπαϊκή Κοόρτη Hencore, οι οποίες κατέδειξαν ότι η συνδυαστική θεραπεία ριµπαβιρίνης και ιντερφερόνης χρησιµοποιούνταν για τη θεραπεία του ιού της ηπατίτιδας C στα ευρωπαϊκά κέντρα πριν από τον εκέµβριο του 1997, καθώς και πληροφορίες από µια εθνική έρευνα στη Γαλλία που διενεργήθηκε το 1997 και δηµοσιεύτηκε στο Bulletin Epidemiologique Hebdomadaire (1998), υποδεικνύοντας ότι το 1997 σε 28 κέντρα αναφοράς για τον ιό της ηπατίτιδας C στη Γαλλία, υποβλήθηκαν σε θεραπεία 795 ασθενείς και τουλάχιστον 33% του συνολικού πληθυσµού υποβλήθηκε σε θεραπεία µε το συνδυασµό ριµπαβιρίνης και ιντερφερόνης. Η CHMP έκρινε ότι η βιβλιογραφία που περιέχει πληροφορίες σχετικά µε την αιτούµενη ένδειξη και στην οποία παρέπεµψε ο αιτών συνίσταται κυρίως σε βασικές µελέτες οι οποίες διενεργήθηκαν κατά το συγκεκριµένο χρονικό διάστηµα σε µικρές κοόρτες ασθενών (κυρίως µη αποκρινόµενων ή ασθενών που υποτροπίασαν) οι οποίοι λάµβαναν συνδυαστική θεραπεία µε ιντερφερόνη. Εκτιµώντας ότι οι συστάσεις της επιστηµονικής κοινότητας θεωρούνται ισχυρό επιχείρηµα υπέρ της τεκµηριωµένης αποτελεσµατικότητας στο συγκεκριµένο πλαίσιο, αξίζει να σηµειωθεί ότι στις εκθέσεις των εµπειρογνωµόνων που υπέβαλλε ο αιτών (δηµοσιεύτηκαν από τον Sherlock το 1994 και το 1995), η µονοθεραπεία µε ιντερφερόνη αναφέρεται την εποχή εκείνη ως το κλασικό θεραπευτικό σχήµα για την ηπατίτιδα C. Οι αναφορές για τη χρήση της ριµπαβιρίνης στη θεραπεία της ηπατίτιδας C (κυρίως ως µονοθεραπεία) ήταν ελάχιστες. Η αναγκαιότητα πρόσθετων δεδοµένων για τη χρήση της ριµπαβιρίνης επισηµαίνεται σε ορισµένα βιβλιογραφικά δεδοµένα ως προαπαιτούµενο πριν από την εισήγηση για τη χορήγηση συνδυαστικής θεραπείας. Επιπλέον, κρίθηκε ότι το µέγεθος δείγµατος κοόρτης που δηµοσιεύθηκε και αφορά τη συγκεκριµένη περίοδο αποκλείει τη δυνατότητα προσδιορισµού µη συχνών ανεπιθύµητων ενεργειών και, κατά συνέπεια, δεν είναι κατάλληλο για την τεκµηρίωση αποδεκτού επιπέδου ασφάλειας. Συµπερασµατικά, η CHMP έκρινε ότι ο αιτών δεν παρείχε επαρκείς αποδείξεις για τη συστηµατική και τεκµηριωµένη χρήση της δραστικής ουσίας ως συνδυαστική θεραπεία µε πεγκιντερφερόνη άλφα- 7
2β ή ιντερφερόνη άλφα-2β για την αιτούµενη ένδειξη της θεραπείας της ηπατίτιδας C για διάστηµα τουλάχιστον µιας δεκαετίας εντός της Κοινότητας (ΕΟΧ) πέραν των κλινικών δοκιµών, προγραµµάτων παρηγορητικής χρήσης και χορήγησης φαρµάκων σε συγκεκριµένους ασθενείς. Κατά συνέπεια, η CHMP έκρινε ότι η αίτηση για το Ribavirin iqur δεν πληροί τις απαιτήσεις της νοµικής βάσης για την καθιερωµένη χρήση και, ως εκ τούτου, δεν εισηγήθηκε τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας για το Ribavirin iqur. Σε ό,τι αφορά το σηµείο 2: Ως προς το ζήτηµα της έλλειψης βιβλιογραφίας για τη δυνητική καρκινογένεση της ριµπαβιρίνης, το ζήτηµα που τέθηκε στην κοινοποίηση παραποµπής, βάσει της πληρότητας και της επάρκειας των υποβληθέντων πληροφοριών και της τεκµηρίωσης, η CHMP έκρινε ότι το συγκεκριµένο ζήτηµα επιλύθηκε ικανοποιητικά. Περισσότερες πληροφορίες για την αξιολόγηση της συγκεκριµένης διαδικασίας από την CHMP περιέχονται στις επισυναπτόµενες εκθέσεις αξιολόγησης της CHMP. 8
ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΡΡΙΨΗ Εκτιµώντας ότι, - Η CHMP αξιολόγησε τους λόγους που ήγειρε η Γαλλία ότι ενέχουν δυνητικό κίνδυνο για τη δηµόσια υγεία, στο πλαίσιο της αποκεντρωµένης διαδικασίας DK/H/1081/001-4/DC για την αίτηση χορήγησης άδειας κυκλοφορίας στο Ribavirin iqur, η οποία υποβλήθηκε σύµφωνα µε το άρθρο 10 στοιχείο α) της οδηγίας 2001/83/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε (καθιερωµένη χρήση). - Η CHMP έκρινε ότι ο αιτών δεν κατέδειξε επαρκώς ότι η χρήση της δραστικής ουσίας του Ribavirin iqur είχε παγιωθεί στο πλαίσιο καθιερωµένης χρήσης ως συνδυαστική θεραπεία µε πεγκιντερφερόνη άλφα-2β ή ιντερφερόνη άλφα-2β για την αιτούµενη ένδειξη της θεραπείας της χρόνιας ηπατίτιδας C. - Η χρονική περίοδος που απαιτείται για την τεκµηρίωση της καθιερωµένης χρήσης µιας δραστικής ουσίας ενός φαρµακευτικού προϊόντος για την αιτούµενη ένδειξη δεν πρέπει να είναι µικρότερη της µιας δεκαετίας από την πρώτη συστηµατική και τεκµηριωµένη χρήση της δραστικής ουσίας ως φαρµακευτικού προϊόντος στην Κοινότητα (ΕΟΧ). Σύµφωνα µε τη Σηµείωση προς τους αιτούντες τεύχος 2A, κεφάλαιο 1, τµήµα 5.4, τα σχετικά δεδοµένα πρέπει να προέρχονται από ευρεία κλινική χρήση πέραν των κλινικών δοκιµών, προγραµµάτων παρηγορητικής χρήσης και χορήγησης φαρµάκων σε συγκεκριµένους ασθενείς. «Πρέπει να παρασχεθούν αποδείξεις προκειµένου να καταδειχθεί ότι ένα συστατικό έχει χρησιµοποιηθεί ευρέως για µια δεκαετία, παρά το γεγονός ότι η «ιατρική χρήση» δεν σηµαίνει αποκλειστικά «χρήση ως εγκεκριµένο φαρµακευτικό προϊόν». Κατά συνέπεια, πρέπει να προσκοµισθούν αποδείξεις ιατρικής χρήσης ακόµα και απουσία άδειας κυκλοφορίας. Καθώς ενδέχεται να υποβληθούν δεδοµένα που καταδεικνύουν λιγότερο ευρεία χρήση (π.χ. χρήση σε κλινικές δοκιµές, σε προγράµµατα παρηγορητικής χρήσης και χορήγησης φαρµάκων σε συγκεκριµένους ασθενείς), το γεγονός αυτό δεν αντικαθιστά την αναγκαιότητα κατάδειξης ευρείας χρήσης για περίοδο δέκα ετών. Εφόσον συντρέχει περίπτωση, κατά την κατάδειξη της ευρείας χρήσης πρέπει να λαµβάνεται υπόψη ο επιπολασµός της πάθησης/νόσου». - Η CHMP έκρινε ότι ο αιτών δεν παρείχε επαρκείς αποδείξεις για τη συστηµατική και τεκµηριωµένη χρήση της ουσίας πέραν 1) των κλινικών δοκιµών, 2) των προγραµµάτων παρηγορητικής χρήσης και 3) της χορήγησης φαρµάκων σε συγκεκριµένους ασθενείς προκειµένου να καταδείξει την καθιερωµένη χρήση της ριµπαβιρίνης στην Κοινότητα (ΕΟΧ) για την αιτούµενη ένδειξη. - Επιπλέον, η CHMP έκρινε ότι ο αιτών δεν µπόρεσε να αποδείξει επαρκώς τη σχετικότητα του Ribavirin iqur µε τα υποβληθέντα βιβλιογραφικά δεδοµένα τα οποία αφορούν προϊόντα διαφορετικά από το φαρµακευτικό προϊόν για το οποίο είχε υποβληθεί αίτηση για χορήγηση άδειας κυκλοφορίας. Η CHMP εισηγήθηκε την άρνηση χορήγησης άδειας κυκλοφορίας για το Ribavirin iqur (βλ. Παράρτηµα I). 9